Black Metal: μια συντηρητική επανάσταση στη μοντέρνα λαϊκή κουλτούρα


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Οι Νέοι Ρομαντικοί - Νορβηγικό Black Metal και Εθνική Ταυτότητα.


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η Συντηρητική Επαναστατική δυνατότητα της Black Metal τέχνης.




του Alex Kurtagić

μετάφραση: Ian Black



Black Metal: μια συντηρητική επανάσταση στη μοντέρνα λαϊκή κουλτούρα

Από τη σκοπιά του φυλετικού εθνικισμού, το μουσικό είδος Black Metal είναι το πιο αξιοσημείωτο φαινόμενο των τελευταίων δυο δεκαετιών. Λίγοι σχετικά πολιτικοί μελετητές και σχολιαστές έχουν ασχοληθεί με το είδος. Αυτό είναι περίεργο, μιας και το Black Metal τρέχει αντίθετα στις μεταπολεμικές τάσεις που επιβάλλουν την περιθωριοποίηση και την καταδίκη της φυλετικής συνείδησης μεταξύ των λευκών. Είναι ακόμα εκπληκτικό αν κανείς συλλογιστεί ότι το Black Metal αντλεί έμπνευση και εμπεριέχει την ίδια κουλτούρα και τις λογοτεχνικές παραδόσεις που δημιούργησαν τον σύγχρονο φυλετικό εθνικισμό. Εξάλλου, το Black Metal, με τη βοήθεια της άκρως στυλιζαρισμένης Ευρωπαϊκής αισθητικής του, προσφέρει ένα αποτελεσματικό όπλο ενάντια στην επίθεση προς την λευκή ταυτότητα.

Το Black Metal έχει συζητηθεί από μελετητές, υπέρμαχους της πολιτικής ορθότητας, όπως ο Keith Kahn-Harris, ιδρυτής του νέου κέντρου εβραϊκής σκέψης (New Centre for Jewish Thought), στο βιβλίο Extreme Metal: Music and Culture on the Edge, ο Karl Spracklen στο βιβλίο The Meaning and Purpose of Leisure: Habermas and Leisure at the End of Modernity, ο Jason Foster στο βιβλίο Commodified Evil’s Wayward Children: Black Metal and Death Metal as Purveyors of an Alternative Form of Modern Escapism, τον Nicholas Goodrick-Clarke στο βιβλίο Black Sun: Aryan Cults, Esoteric Nazism, and the Politics of Identity και τους Michael Moynihan και Didrik Søderlind στο βιβλίο  Lords of Chaos: The Bloody Rise of the Satanic Metal Underground New EditionΕνώ οι Moynihan και Søderlind παρέχουν μια δημοσιογραφική ανάλυση στο είδος οι υπόλοιποι συγγραφείς βασίζονται σε αναλύσεις που πηγάζουν από την Φροϋδο-Μαρξιστική ακαδημαϊκή παράδοση, που εμπεριέχει Μαρξιστές θεωρητικούς όπως ο Louis Pierre Althusser, μεταμοντερνιστές όπως οι Jacques Derrida και Michel Foucault, κριτικούς θεωρητικούς όπως οι Max Horkheimer και Theodor Adorno (εξέχοντα μέλη της σχολής της Φρανκφούρτης) και ούτω καθεξής. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι οι ερμηνείες της κουλτούρας από αυτή τη σκοπιά, παρόλο που εμπεριέχουν όξυνες ιδέες, είναι περιορισμένες και διαστρεβλωμένες από τους θεωρητικούς, οι οποίοι πιστεύουν τυφλά ότι η ισότητα είναι καλή από μόνη της ενώ απορρίπτουν την θεωρία της εξέλιξης ως άνομη ενώ χαρακτηρίζονται από τις αποξενωμένες τάσεις τους ως προς την παραδοσιακή Δυτική κουλτούρα.

Οι περιορισμοί και στρεβλώσεις που χτίστηκαν μέσα στο κορμό της θεωρίας επιδεινώνονται από την κατάσταση στον Δυτικό ακαδημαϊκό χώρο λόγω της θεσμικής ορθοδοξίας, ενός κλειστού θεωρητικού περιβάλλοντος όπου εναλλακτικές σκοπιές (όπως η ανισότητα και η θεωρία της εξέλιξης) απορρίπτονται πρότερα ως αναξιόπιστες, απαρχαιωμένες, προκατειλημμένες ή λόγω έλλειψης επιστημονικής βάσης. Όταν το υποκείμενο μελέτης είναι μια κουλτούρα η οποία αρνείται ρητά τις πρώτες αρχές στις οποίες στηρίζεται ο κορμός μιας θεωρίας, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος ανάλυσης της μέσω εκφυλισμού και ηθικολογικής ακατανοησίας.

Η διαφωνία ως στυλ

Το Black Metal είναι μια ριζοσπαστική απόφυση του Heavy Metal. Στη δεκαετία του 1980 οι μπάντες έπαιζαν μια μορφή εμπορευματοποιημένου Heavy Metal για τις μάζες, καταφέρνοντας έτσι να επιτύχουν υψηλές θέσεις στα μουσικά charts και να πουλήσουν εκατομμύρια άλμπουμ. Έτσι ‘’ιδρυτικά’’ στοιχεία της Heavy Metal ζήτησαν η σκηνή να μετατραπεί πάλι σε underground και για να το κάνουν πράξη ανέπτυξαν ακραίες παραλλαγές του ήχου, θεωρώντας ότι είναι περισσότερο αρμονικό με την αρχική αντί-εμπορική και ‘’αντί-κουλτουριάρικη’’ υφή του. Κάτι τέτοιο ήταν το Black Metal με το όνομά του από τα σατανικά και αποκρυφιστικά θέματα και τις αισθητικές του. Το Black Metal ηχητικά δεν μοιάζει καθόλου με το Heavy Metal. Και τα δύο μουσικά είδη βασίζονται στα ίδια μουσικά όργανα (κιθάρα, μπάσο, ντραμς και φωνητικά)· και τα δυο χαρακτηρίζονται από ηχητική ένταση, ακραία φωνητικά και από τη χρήση πολύ ενισχυμένων κιθάρων. Οι μουσικοί της Heavy Metal τείνουν να χρησιμοποιούν τη συνηθισμένη μουσική δομή στα τραγούδια τους (στίχος, επωδός, στίχος, επωδός, σόλο, στίχος, επωδός) και να τραγουδάνε υψηλά μελωδικά φωνητικά. Ακόμα οι κιθαρίστες ενσωματώνουν επιρροές από την κλασική μουσική στο στυλ τους και παίζουν με τρόπο που υποδεικνύει τις ρίζες του Heavy Metal στη Rhythm και στη Blues. Η στιχομυθία στη Heavy Metal εμπεριέχει επιφανειακά ζητήματα που συνδέονται με τη νεότητα και την εφηβεία όπως ο έρωτας, το sex, η νεανική επανάσταση, η μέθη κλπ.

Το Black Metal από την άλλη πλευρά είναι πολύ πιο σκοτεινό και ακραίο, ευνοώντας έναν ωμό, θορυβώδη και πολύ σκληρότερο ήχο στην κιθάρα, μη προβλέψιμες μουσικές δομές και κλασσικές επιρροές στη μελωδία που επιβάλλουν βλοσυρότητα, μυστικισμό, θλίψη και μισανθρωπία· μη ανθρώπινα και δαιμονικά φωνητικά ακατάληπτα και αντί-ηχητικά. Ακόμα η στιχομυθία στη Black Metal τείνει να είναι σοβαρή και απόκρυφη, με σχέσεις στο μυστήριο και στη προ-χριστιανική μυθολογία και στην περηφάνια για τις πατρώες θρησκείες, τον πόλεμο, την μισανθρωπία, την γενοκτονία, και το μίσος προς τον χριστιανισμό. Το Black Metal διαφέρει σημαντικά από το Heavy Metal αισθησιακά. Το Black Metal ευνοεί το μαύρο χρώμα περισσότερο από κάθε άλλο χρώμα. Τα λογότυπα από τις μπάντες τείνουν να είναι στρεβλά και περίτεχνα δύσκολα στην ανάγνωση και γεμάτα με παγανιστικά και μυστικιστικά σύμβολα όπως ρούνους, σβάστικες, ανάποδους σταυρούς, πεντάλφα και mjölnirs (το μυθολογικό σφυρί του Θωρ) ενώ ελικοειδή γοτθικά γράμματα είναι πανταχού παρόντα. 

Οι μουσικοί χρησιμοποιούν ψευδώνυμα εσωτερίστικου και μυθολογικού τύπου και αρέσκονται να βάφουν τα πρόσωπά τους με άσπρη και μαύρη μπογιά (corpse paint). Στα άλμπουμ τους εμφανίζονται σε δάση, μεσαιωνικά κάστρα, σε χειμερινά τοπία ντυμένοι με κατάμαυρα δερμάτινα ρούχα φορτωμένα με καρφιά. Δεν είναι σπάνιο για τους πιο ακραίους να ενδίδουν σε αυτοτραυματισμούς, συνήθως με μαχαίρια γύρω από τα χέρια και στο στήθος, και μετά να φωτογραφίζονται καλυμμένοι με το αίμα τους. Αυτό γίνεται για να δημιουργήσουν φόβο και απέχθεια προς τους λάτρεις της mainstream μουσικής κουλτούρας και για να διαφοροποιηθούν ριζικά από τη μισητή αυτή μουσική κουλτούρα των μαζών και έτσι καταφέρνουν το Black Metal να περνάει απαρατήρητο έξω από το μουσικό υποκουλτούρικο κοινό του.


Οι απαρχές του Black Metal

Οι πρώτες Black Metal μπάντες ήταν οι Σουηδοί Bathory και οι Βρετανοί Venom. Τα εύσημα έχουν οι Venom στη δημιουργία του όρου Black Metal, που πρωτοεμφανίστηκε σαν τίτλος του 1981 άλμπουμ τους. Από την άλλη οι Bathory αποδείχτηκαν ότι επηρέασαν περισσότερο. Παρόλο που τα πρώτα έργα τους είχαν περισσότερο σατανιστικά θέματα και αισθητικές, αυτά σταδιακά εκτοπίστηκαν από τη σύνθεση στοιχείων της κλασικής μουσικής (συνήθως της ρομαντικής περιόδου) και μιας αυξανόμενης γοητείας προς την προ-χριστιανική σκανδιναβική μυθολογία και ιστορία. Άλμπουμ τους όπως Blood Fire Death (1989), Hammerheart (1991) και Twilight of the Gods (1992) κατέληξαν να εμπνεύσουν τη δημιουργία ενός νέου είδους, του γνωστού ως Viking MetalΤην ίδια επιρροή στη μουσική είχαν και οι Ελβετοί Hellhammer, που αργότερα μετονομάστηκαν Celtic Frost. Οι Hellhammer ήταν αποτέλεσμα των κινημάτων της Heavy Metal της δεκαετίας του 1980 όπως το Thrash, Death και Black αλλά δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε κάποιο από αυτά. Μέσω των υψηλά ποιητικών και εσωτερίστικων στίχων τους και της ολοένα πιο περίτεχνης μουσικής σύνθεσης τους οι Hellhammer/Celtic Frost πρωτοστάτησαν στη μετατροπή της Metal σε μια εκλεπτυσμένη δημοφιλή τέχνη. Την εποχή που η Heavy Metal φαινόταν απορροφημένη κυρίως από θέματα μικρότητας και ηδονής (party, γυναίκες, sex κ.α.), τα άλμπουμ των Celtic Frost ασχολούνταν με θεούς και αρχαίους πολιτισμούς, των Bathory με τον Asatru (όρος που χαρακτηρίζει τον σκανδιναβικό νέο-παγανισμό), τους Vikings και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Βρετανοί Thrash, Skyclad, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του Folk Metal, ένα είδος που ενσωματώνει παραδοσιακά μουσικά όργανα μέσα στη δομή της Black Metal και που οι μουσικοί της έχουν σχέσης με τις Black και Viking Metal σκηνές.

Το σύγχρονο Black Metal έχει πάψει εδώ και καιρό να χαρακτηρίζεται κυρίως από το σατανισμό. Πράγματι από τα τέλη του 1980 μερικές Black Metal μπάντες έχουν συνειδητά αρνηθεί να ορίζονται από μια ξένη (μη-ευρωπαϊκή) μονοθεϊστική παράδοση. Ωστόσο με το να τοποθετείται απέναντι στον χριστιανισμό, ο σατανισμός απλός αντιστρέφει τις χριστιανικές αρετές, αντί να τις απορρίψει, και έτσι υιοθετεί μια αυθεντική Ευρωπαϊκή κοσμοθέαση. Πολλοί μουσικοί στη Black Metal έχουν, σαν αποτέλεσμα, αναγνωρίσει την επιπολαιότητα και την απόλυτη ματαιότητα της συνέχισης του ‘’πολέμου ενάντια στον ιουδαιοχριστιανισμό που ήταν η κεντρική θέση της Black Metal σκηνής στις αρχές και στα μέσα του 1990. Εξάλλου το Black Metal είχε από καιρό διασπαστεί σε μια ποικιλία ορμητικών παγανιστικών υποειδών, όπως το Viking και το Folk Metal και του πιο ακραίου και ριζοσπαστικού όλων, το Εθνικοσοσιαλιστικό Black Metal (NSBM).

Παραδοσιοκρατία  και συντηρητική επανάσταση

Μερικές από τις πιο μαγευτικές πτυχές του Black Metal είναι ο παραλληλισμός του με τις ιδέες και τις ευαισθησίες της συντηρητικής επανάστασης και γενικότερα των λαϊκών εθνικών κινημάτων που σάρωσαν τη Γερμανία στον 19ο και 20ο αιώνα. Αυτές οι ομοιότητες είναι τόσο εμφανείς ώστε το Black Metal να θεωρείται, αν όχι η συνέχεια, τότε η αναγέννηση της συντηρητικής επανάστασης στο επίπεδο του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού. Το Black Metal είναι μέρος μιας ακμάζουσας υποκουλτούρας, της αντίστασης στο σύστημα ενάντια των λευκών. Αυτή η υποκουλτούρα αποτελείται από έναν συνδυασμό από διασυνδεδεμένα μουσικά είδη και υποείδη, θρησκευτικές πρακτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές σχολές και θεωρητικούς, ιστοσελίδες, βιβλιοπωλεία, εκδόσεις και πολιτισμικές εκδηλώσεις όπως η μαχητική αναθέσπιση. Αυτή η υποκουλτούρα αυτοσυντηρείται μέσω της παροχής μιας θετικής ταυτότητας, στα μέλη της, που δεν εξαρτάται από το τρέχον σύστημα όπου οι ταυτότητες είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτισμικών και πολιτικών χορηγήσεων. Εξάλλου όπως και ο Jacques Attali είχε πρωτοπεί «η μουσική του παρόντος είναι ο θόρυβος του μέλλοντος», έτσι κρυπτογραφημένα, το Black Metal μπορεί να είναι περισσότερο συμπτωματικό σε πράγματα που θα έρθουν, παρά σε πράγματα που είναι τώρα.

Η συντηρητική επανάσταση ήταν εντελώς διαφορετική από τον σύγχρονο αμερικάνικο συντηρητισμό, που είναι μια μορφή κλασικού φιλελευθερισμού μαζί με συντηρητικές σοσιαλιστικές θέσεις. Ο αμερικάνικος φιλελευθερισμός πιστεύει στην πρόοδο, την δημοκρατία, την ισότητα έναντι του νόμου και τις ελεύθερες αγορές. Η ιδεολογία του πηγάζει από τον διαφωτισμό όπως διατυπώθηκε από τους John Locke και Adam Smith, οι οποίοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τον φιλελευθερισμό. Αυτοί θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον, κυρίαρχο άτομο προορισμένο να ζει μοναχικά και ατομικά, πιστεύουν στη γραμμικότητα της ιστορίας και την προοδευτική αντίληψή της. Οι Γερμανοί συντηρητικοί επαναστάτες, όπως και άλλα εθνικά κινήματα, αντιδρούσαν ενάντια του ορθολογισμού του διαφωτισμού, και σε αμερικανικούς όρους, έχουν πολλά κοινά με τους νότιους Agrarians (μια ομάδα από 12 Αμερικανούς συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφους και λογοτέχνες με ρίζες από τις νότιες πολιτείες που ενώθηκαν για να γράψουν μαζί το agrarian manifesto, μία συλλογή από δοκίμια υπέρ της αγροτικής κουλτούρας των νότιων πολιτειών, του συντηρητισμού και της θρησκοληψίας). Κοινός τους εχθρός ήταν ο μοντερνισμός, η αστικοποίηση και η βιομηχανοποίηση.

Η παραδοσιοκρατία χαρακτηρίζεται από τη ρομαντική αντίληψη της γερμανικής λαογραφίας, τοπικής ιστορίας, αίματος και γης και του φυσικού μυστικισμού. Ο όρος πηγάζει από τη Γερμανική λέξη Volk, που σημαίνει λαός, μαζί με μία χροιά λαογραφίας, φυλής και εθνικότητας. Ανάμεσα στους Γερμανούς ρομαντικούς, το ‘’Volk’’ έκφραζε την ένωση μιας ομάδας ανθρώπων με μια υπερβατική ουσία, δηλαδή την ένωση του ανθρώπου με τη φύση, τον μύθο και τον κόσμο εντός του οποίου ο άνθρωπος βρίσκει ‘’την πηγή της έμπνευσής του, το βάθος του συναισθηματισμού του, την ατομικότητά του και την ένωσή του με άλλα μέλη του Volk’’. Η παραδοσιοκρατία προέκυψε από τον ρομαντικό εθνικισμό στις αρχές του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα αυτός του Johan Gottieb Fichte, που μαζί με τους Ernst Moritz Arndt, Friedrich Ludwig Jahn, ‘’ξεκίνησαν τη σύλληψη του Volk μέσα από το ηρωικό πρότυπο κατά τη διάρκεια των πολέμων της απελευθέρωσης ενάντια στον Ναπολέοντα’’. Η παραδοσιοκρατία ξεπήδησε την εποχή που η Γερμανία υπήρχε ως μια συλλογή από ημι-φεουδαρχικές ηγεμονίες. Επειδή δεν υπήρχε πολιτική ενότητα για περισσότερο από μισό αιώνα, οι παραδοσιοκράτες ήταν αναγκασμένοι να δίνουν έμφαση στα πολιτισμικά και πνευματικά στοιχεία παρά στα πολιτικά για την επίτευξη της ενότητας. 

Έτσι έφτασαν στο σημείο να εξιδανικεύσουν την έννοια του έθνους. Αυτή η διαδικασία επέτυχε τόσο μεγάλη ορμή ώστε όταν τελικά έγινε πράξη η πολιτική ένωση το 1871, η πεζή φύση της Realpolitik (=ρεαλιστική πολιτική) του Bismarck οδήγησε σε μια τρομακτική αίσθηση απογοήτευσης. Η παραδοσιοκρατία ακόμα συνέπεσε με την βιομηχανική επανάσταση και την παραστατική καταστροφή του γερμανικού φυσικού περιβάλλοντος, τις μετακινήσεις του πληθυσμού, την απαρχαίωση των παραδοσιακών τεχνών και εργαλείων, την κοινωνική αποξένωση, τις πολιτικές αναταραχές (όπως η επανάσταση του 1848) και οικονομικές κρίσεις. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην απογοήτευση και την ολική άρνηση της εκβιομηχανοποιημένης κοινωνίας και της μοντερνικότητας, που κατέληξε να βλέπεται ως μια υλιστική, άψυχη, άρριζη, αφηρημένη, μηχανοποιημένη, αλλοτριωτική, κοσμοπολίτικη και ασυμβίβαστη με τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Η παραδοσιοκρατία ήταν μια αναζήτηση προς τις ρίζες μας, ‘’προς τα μέσα αντίστοιχα μεταξύ του ατόμου, της πατρώας γης, του Volk και του σύμπαντος’’. Ως εκ τούτου ήταν το κάλεσμα για μια ‘’Γερμανική επανάσταση για την εκκαθάριση των επικίνδυνων νέων εφευρέσεων και για την επαναφορά του έθνους πίσω στο πραγματικό νόημα ζωής’’. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραδοσιοκράτες είδαν ‘’τις παραδοσιακές πολιτικές ως παραδείγματα της χειρότερης πτυχής του κόσμου στον οποίο ζούσαν’’ και ‘’απέρριψαν τα πολιτικά κόμματα ως τεχνητά’’, ευνοώντας αντ’ αυτού έναν ‘’ελιτισμό που προέρχεται από τις ημι-μυστικιστικές αντιλήψεις τους για τη φύση και τον άνθρωπο’’.

Η εθνική απόρριψη της μοντερνικότητας ήταν μερικές φορές συνδυασμένη με τον φυλετισμό και αποκρυφιστικά δόγματα όπως εξήγησε ο ρουνολόγος Guido von List, συγγραφέας του The secret of the Runes. Η φυλετική προσέγγιση της Helena Blavatsky από τον List αποδείχτηκε ότι είχε σημαντική επιρροή στους αποκρυφιστικούς κύκλους. Η Guido von List Society, την οποία ίδρυσε, συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα μέλη της και ο σεξο-φυλετιστής Jorg Lanz von Liebenfels, συγγραφέας του Theozoologie, ιδρυτής της εσωτεριστικής Ordo Novi Templi (Τάγμα των Νέο-Ναϊτών) και ιδρυτής και συντάκτης του περιοδικού Ostara. Ο Lanz δόξασε την Άρια φυλή ως θεανθρώπους και υποστήριζε τη στείρωση των υποδεέστερων φυλών. Το Theozoology του Lanz τελικά κατέληξε να εξελιχθεί στον αριοσοφισμό (τη μελέτη της απόκρυφης σοφίας σχετικά με τους Αρίους). Άλλοι μαθητές του List συμμετείχαν στις Reichshammerbund και Germanenorden, οργανωμένες από τον Theodor Fritsch, έναν διακεκριμένο ακτιβιστή στο γερμανικό αντισημιτικό κίνημα. Όταν το Germanenorden διασπάστηκε σε δυο σχισματικές παρατάξεις (το Germanenorden και το Germanenorden Walvater of the Holy Grail), ο Rudolf von Sebottendorf που ήταν ελευθεροτέκτονας και λάτρης των List και Liebenfels κάλεσε τον Hermann Pohl, πρώτον ηγέτη του τάγματος. Ο Sebottendorf επικοινώνησε με τον Walter Nauhaus, ηγέτη της Germanenorden και επικεφαλής της κοινωνίας της Θούλης, μιας γερμανικής ομάδας μελετητών. Ο Sebottendorf υιοθέτησε το όνομα αυτής της ομάδας για όνομα του οικήματος της Germanenorden Walvater στο Μόναχο. Παράλληλα η κοινωνία της Θούλης είχε οργανώσει το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα [Deutsche Arbeiterpartei (DAP)], όπου το 1920 ο Αδόλφος Χίτλερ θα το ονομάσει σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα [Nationalsozialistische deutsche Arbeiterpartei (NSDAP)], μερικούς μήνες μετά την ένταξή του στο κόμμα. Ο Χίτλερ ήταν αναγνώστης του περιοδικού Ostara, του Liebenfels.

Αυτό το αποκρυφιστικό παρακλάδι της παραδοσιοκρατίας, που στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων παρήγαγε συγγραφείς όπως η Savitri Devi και Miguel Serrano, εισήγαγε στοιχεία από την ανατολίτικη μυθολογία. Μια κυκλική θέαση της ιστορίας ακολουθούμενη από το Ινδουιστικό μοντέλο των τεσσάρων διαδοχικών εκφυλιστικών εποχών, ή Yugas· ενώ η σβάστικα είχε οικειοποιηθεί από πάμπολλους οργανισμούς πριν το NSDAP, από τους θεοσοφιστές της Blavatsky μέχρι τους Νέο-Ναΐτες του Lanz, από τη Germanenorden του Fritsch μέχρι την κοινωνία της Θούλης του SebottendorfΠαρόλο που πολλοί παραδοσιοκράτες απέρριψαν τον αποκρυφισμό, το εβραϊκό ζήτημα ήταν ένα φλέγων ζήτημα εκείνη την εποχή. Οι εβραίοι, ως λαός της ερήμου, κατέληξαν να βλέπονται ως ρηχοί, ξεροί, χωρίς βάθος και ανίκανοι δημιουργικότητας. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τους Γερμανούς που ζούσαν σε σκοτεινά, γεμάτα ομίχλη δάση και ήταν λαός βαθύς και μυστήριος. Ακόμα επειδή οι εβραίοι άνθισαν σε ένα φιλελεύθερο, κοσμικό, εμπορικό και αστικό περιβάλλον, θεωρήθηκαν ως μετενσάρκωση της μοντερνικότητας και ως εκ τούτου ένα διεφθαρμένο, συνωμοτικό ξένο έθνος, ένας ύπουλος παράγοντας διάλυσης. Πράγματι οι εβραίοι είχαν στενές σχέσεις με τους φιλελεύθερους και τη χειραφέτηση ειδικά της επανάστασης του 1848.

Εξ αιτίας της σχέσης του με τον Εβραϊσμό, ο Χριστιανισμός τέθηκε κάτω από αυστηρό έλεγχο. Από κοινού πολλοί παραδοσιοκράτες όπως ο Paul de Lagarde κατηγόρησαν τον Άγιο Παύλο ότι είχε δημιουργήσει ένα περίβλημα Χριστιανισμού υπό την αιγίδα του στυγνού εβραϊκού νόμου και υποστήριξαν μια γερμανική θρησκεία όπου μέσω της επανευθυγράμμισης των πνευματικών δυνάμεων θα επιτυγχανόταν η πραγματική ένωση του Volk. Η επίθεση του Νίτσε στον χριστιανισμό ως εξουθενωτικό παράγοντα επηρεάστηκε από τον αντι-εβραίο αλλά παρόλα αυτά χριστιανό LagardeΜετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η παραδοσιοκρατία απέκτησε πολιτική βάση που προκλήθηκε από την οδύνη της στρατιωτικής ήττας σε ένα πλαίσιο όπου παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν από καιρού εκλείψει από τα γερμανικά ιδρύματα. Η συντηρητική επανάσταση προέκυψε εκείνη τη ώρα ως το κύριο παραδοσιοκρατικό κίνημα. Το κίνημα οργανώθηκε περισσότερο οργανικά παρά μηχανικά, δηλαδή βασίστηκε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, εστίασε στη βραβευθείσα λαϊκή κοινότητα και εναντιώθηκε στην πάλη των τάξεων, πίστευε στο Führerprizip (=αρχή Ηγεσία) ενάντια στην οχλοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, δόξασε τον πόλεμο έναντι του αντιηρωικού οικονομισμού και απέρριψε τον προοδευτικό φιλελευθερισμό, την ισότητα και την τετριμμένη εμπορική κουλτούρα της αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης.

Οι συντηρητικοί επαναστάτες ήταν πραγματικοί επαναστάτες διότι κατάλαβαν ότι ο πολιτισμός απειλούνταν όχι εξ ολοκλήρου από τον φιλελευθερισμό και τον κομμουνισμό, αλλά από ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, που έπρεπε να αντικατασταθεί, χρησιμοποιώντας επαναστατικά μέσα αν χρειαζόταν, από μια νέα τάξη βασισμένη σε συντηρητικές αξίες. Παρόλο που ο όρος υπήρχε πριν από τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εντάχτηκε στη γενική χρήση μόνο αφ’ ότου διαδόθηκε από τους Hugo von Hoffmannstahl και Edgar Julius Jung κατά τη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι Oswald Spengler, Ernst Jünger  και Carl Schmitt μαζί με τον Arthur Moeller van den Bruck (ο οποίος επινόησε τον όρο 3ο Ράιχ) ήταν εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Οι παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν σημαντική κοινωνική προβολή και θεσμική νομιμοποίηση πολύ πριν έρθουν στην εξουσία οι Εθνικοσοσιαλιστές. Περιθωριοποιήθηκαν βέβαια από την συμμαχική κατάληψη της Γερμανίας μετά την ήττα της το 1945.

Το Black Metal και η ανασύσταση της παραδοσιοκρατικής σκέψης

Πως οι παραδοσιοκρατικές ιδέες αναδύθηκαν στη λαϊκή κουλτούρα; Στη δεκαετία του ‘60 ο χριστιανισμός εισήλθε σε μια φάση παρακμής στη δύση, ακολουθώντας μια μεγάλη περίοδο σκεπτικισμού και την εχθρότητα διάφορων πολιτικών ιδεολογιών της αριστεράς και της δεξιάς. Όπως ήταν το πρότυπο στη δύση από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα, η παρακμή της κυρίαρχης θρησκείας συνέπεσε με μια αναζωογόνηση εναλλακτικών πνευματικοτήτων, εξωτικών θρησκειών και τον αποκρυφισμό. Πολύ από αυτό το ενδιαφέρον βρήκε τρόπο έκφρασης στη λαϊκή κουλτούρα μέσω της μουσικής. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Led Zeppelin όπου τα τραγούδια τους συνδυάζουν τον αποκρυφισμό του Aleister Crowley, τον J. R. R. Tolkien και η παγανιστική νορβηγική και αγγλοσαξονική λαογραφία. Καλλιτέχνες όπως οι Black Sabbath, Black Widow και Coven επίσης συσσωμάτωσαν αποκρυφιστικά θέματα και επηρέασαν μεταγενέστερα κύματα πιο ρητών σατανιστικών καλλιτεχνών όπως ο King Diamond και οι Mercyful FateΕπηρεασμένοι από τους Black Sabbath οι Motörhead και οι Bathory αναδύθηκαν σε αυτό το περιβάλλον. Έχουμε ήδη αναλύσει πως τα σατανικά θέματα των πρώτων δίσκων των Bathory αντικαταστάθηκαν από νορδικά και παγανιστικά. Ο Thomas Forsberg των Bathory αρθρογράφησε για το σκεπτικό ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε μια ξένη θρησκεία, μια μορφή ιουδαϊκής πνευματικής αναζήτησης που ήθελε να καταστρέψει και να εξαφανίσει τον αυτόχθονα ευρωπαϊκό παγανισμό. Κατά τη δεκαετία του 1990 αυτή η ιδέα ήταν πολύ ισχυρή και επηρέασε την υποκουλτούρα του Black Metal ειδικά στη Σκανδιναβία.

Οι αντιχριστιανικές θέσεις στις τάξεις της Black Metal συνήθως είναι δυο κατηγοριών: οι νιτσεϊκές και οι νεοπαγανιστικές. Οι νιτσεϊκοί χαρακτηρίζουν τον χριστιανισμό σαν μια αδύναμη θρησκεία με πραότητα, μετάνοια, εξομολόγηση και αυτοάρνηση. Οι νεοπαγανιστές γενικά συμφωνούν με τους νιτσεϊκούς αλλά τονίζουν την ξενική και καταστροφική επιρροή του χριστιανισμού σε σύγκριση με την πιο αυθεντική ευρωπαϊκή παγανιστική παράδοση. Αυτή η άποψη είναι ρητά παραδοσιοκρατική, προκαλώντας την ένωση του αίματος, της γης, της φυλής, του έθνους, του πνεύματος και του Volk. Η Black Metal σκηνή ακόμα τείνει στον αντισημιτισμό για τους ίδιους παραδοσιοκρατικούς αντιχριστιανικούς λόγους. Μερικοί μουσικοί ήταν τόσο στρατευμένοι αντιχριστιανοί οι οποίοι στις αρχές με μέσα του ‘90, ξεκίνησαν μια εκστρατεία εμπρησμού εκκλησιών. Στον κόσμο του Black Metal, η γνήσια πνευματικότητα του και το βάθος της καλλιτεχνικής του έκφρασης είναι να ψάχνεις άφοβα τη σκοτεινή ανθρώπινη ψυχή. Εξού και τα ακατάπαυστα σκοτεινά τραγούδια γεμάτα μίσος, φόβο, μελαγχολία και κατάθλιψη. Το ‘’αληθινό’’ Black Metal θέλει να απέχει όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται από την επικρατούσα καπιταλιστική μαζικοποιημένη κοινωνία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ανούσια, τετριμμένη, υλιστική, άμυαλη, υποτακτική, μη δημιουργική και υποκριτική.

Η υποκουλτούρα του Black Metal εξυμνεί τον πόλεμο και το πολεμικό πνεύμα. Σκηνές από μάχες είναι συχνές στα εξώφυλλα δίσκων και οι μουσικοί συχνά φωτογραφίζονται κρατώντας τσεκούρια ή σπαθιά και φορώντας φυσιγγιοθήκες, βραχιόλια με καρφιά και δερμάτινους θώρακες. Επίσης τα τραγούδια εξυμνούν τον πόλεμο και τη μάχη, συχνά ηρωική αλλά πάντα αιματηρή. Ο μυστικισμός στο Black Metal πάντα είναι τυλιγμένος από ένα πέπλο μιλιταρισμού. Οι μουσικοί ακόμα τονίζουν τη φύση και το τοπίο αλλά ακόμα και εκεί υπάρχει μια νοσηρή και μυστικιστική ευαισθησία. Είτε είναι εμπνευσμένη από την παραδοσιοκρατία ή από σατανικό αποκρυφισμό, η σύλληψη της φύσης γίνεται πάντα στα πλαίσια του πνευματικού, του μυστικιστικού και του ρομαντικού. Η αισθητική του Black Metal προστάζει ότι η νύχτα και ο χειμώνας είναι αιώνιοι. Τα κωνοφόρα δάση είναι προτιμότερα από τα οργανωμένα χωράφια και τους φανταχτερούς κήπους. Οι Viking και Folk Metal μπάντες συνηθίζουν να έχουν μια πιο προφανή παραδοσιακή προσέγγιση της φύσης· επιτρέποντας το φως στα τοπία τους και γενικότερα τονίζουν το ειδυλλιακό σε αντίθεση με το αντι-διαφωτιστικό Sturm und Drang (=θύελλα και ορμή, πρωτορομαντικό γερμανικό λογοτεχνικό και μουσικό κίνημα μεταξύ 1760 και 1780).

Η ευαισθησία του Black Metal δεν αρνείται τον πολιτισμό έναντι της φύσης, αλλά αντίθετα καταξιώνει τον πολιτισμό και τη φύση πάνω από τον σύγχρονο πολιτισμό που θεωρείται μηχανικός και υλιστικός. Στο σύμπαν του Black Metal οι μεγαλουπόλεις ποτέ δεν φτιάχτηκαν, η βιομηχανική επανάσταση δεν έγινε ποτέ και η μοντερνικότητα δεν έφτασε ποτέ. Έτσι το Black Metal είναι εκ φύσεως νοσταλγικό και εκφράζει την πλήρη άρνηση της μοντερνικότητας. Αυτή η άρνηση είναι εμφανής ακόμα και στον ήχο του, όπου φυσικά θα ήταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τη σύγχρονη κοινωνία που το Black Metal αρνείται. Έτσι η τεχνολογική πηγή του Black Metal ήχου είναι κρυφή στον ίδιο βαθμό με τον οποίο περηφανεύεται η Techno μουσική. ‘’Ωμές’’ Black Metal μπάντες ευνοούν έναν ισχυρά υποπαραγωγικό ‘’νεκρό’’ ήχο που εσκεμμένα ηχογραφούν με μέσα χαμηλής ποιότητας ήχου, σε αντίθεση με άλλα είδη που επιλέγουν έναν πρωτόγονο, υποπαραγωγικό ήχο ώστε το αποτέλεσμα να είναι ‘’μουσική του δρόμου’’ (όπως στη punk μουσική). Άλλες μπάντες χρησιμοποιούν συνθεσάιζερ για να δημιουργήσουν μια μυστικιστική ατμόσφαιρα, ενώ μπάντες με παγανιστικό προσανατολισμό προσθέτουν παραδοσιακά όργανα μέσα στη μουσική τους για να ξυπνήσουν μια αίσθηση παράδοσης.

Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ο ακροατής να χαθεί μέσα στον ήχο, να περάσει σε μία ημιέκσταση και να ξεφύγει από την άνοια της κοσμικότητας. Το Black Metal εμπνέει την ύπνωση, και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Pagan Black Metal, και θέλει να δημιουργήσει μια πνευματική ένωση με το τοπίο, το ασυνείδητο και τη χαμένη παγανιστική ψυχή, το χαμένο ηρωικό πνεύμα του απώτατου παρελθόντος που λαχταρούσαν οι παραδοσιοκράτες έναν αιώνα πριν. Η άρνηση της μοντερνικότητας πηγαίνει χέρι-χέρι με την άρνηση του προοδευτισμού. Όπως οι παραδοσιοκράτες, έτσι και οι Black Metalers, είτε είναι παγανιστές, είτε είναι σατανιστές είτε απλά αυτοκτονικοί παραμένουν πεσιμιστές. Ο πεσιμισμός τους συχνά συμβαδίζει με την ινδοευρωπαϊκή κυκλικότητα της ιστορίας, στην οποία η ιστορία ξεκινάει με μια χρυσή εποχή, παρακμάζει μέσω της ασημένιας και μπρούτζινης εποχής στην σύγχρονη σιδερένια ή σκοτεινή εποχή η οποία είναι καταδικασμένη να αφανιστεί είτε μέσω της ίδιας της της παρακμής είτε μέσω μιας κατακλυσμικής τελευταίας μάχης, όπου μετέπειτα μια νέα χρυσή εποχή θα ανατείλει. Αναφορές σε τέτοιου είδους πεσιμιστές όπως οι Νίτσε και Spengler και πιο μυσταγωγικούς όπως οι Julius Evola, Savitri Devi, Miguel Serrano, H. P. Lovecraft είναι αρκετά πιο συχνές στο Black Metal ειδικά σε μπάντες όπως οι Pantheon, Arkthos, Darkthule, Sons of North, TYR, Hordak, Drowning the Light, Absurd, Grand Belials Key, Sigrblot, Beyond the North Winds κ.α.

Η εμφάνιση ρητού Εθνικοσοσιαλιστικού Black Metal ήχου δεν πρέπει να ξαφνιάζει καθόλου, διότι το αυθεντικό παραδοσιοκρατικό κύμα ήταν η θερμοκοιτίδα συντηρητικών επαναστατικών τάσεων, συμπεριλαμβανομένου και του Εθνικού Σοσιαλισμού, και από τα μέσα του ‘90 το Black Metal δημιούργησε την ίδια πολιτισμική λογική που οδήγησε στον Εθνικοσοσιαλισμό 80 χρόνια πριν. Η προθυμία με την οποία όμως το Black Metal ήρθε να εναγκαλισθεί ιδέες και ευαισθησίες που είχαν στιγματιστεί τόσο πολύ μετά την νίκη των συμμάχων το 1945 ακόμα χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Η απάντηση βρίσκεται στη φύση της γέννησης του Heavy Metal μετά την πτώση της pop μουσικής το 1960. Η Deena Weinstein αναγνωρίζει δυο σκέλη μέσα σε αυτή τη γέννηση, ένα ιδεαλιστικό και ένα συντηρητικό, τα οποία ενώθηκαν με την έναρξη του Heavy MetalΤο Heavy Metal προέκυψε σε μια εποχή όπου ο αυθεντικός δημογραφικός πυρήνας του ήταν λευκοί άντρες της εργατικής τάξης οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με μια ακμάζουσα κοινωνική, πολιτισμική, οικονομική, πολιτική και δημογραφική μετατόπιση εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του ακραίου φεμινισμού, του μαχητικού ακτιβισμού των μαύρων, διάφορων νομοθετικών διακρίσεων σε στέγαση, μόρφωση και εργασία που ευνοούσαν μειοψηφίες μη λευκών μεταναστών από τριτοκοσμικές χώρες. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις εφόσον ήταν στυγνά εθνοκεντρικές βοήθησαν στη δημιουργία μιας σιωπηρής λευκής κοινωνίας, και ενός κόσμου που η λευκότητα συνεχώς αποκεντρώνονταν. Έτσι το κοινό της Heavy Metal έγινε αυτό που η Weinstein αποκαλεί ‘’περήφανοι παρίες’’. Η κουλτούρα της Heavy Metal καθορίζονταν από τις ρίζες της εργατικής τάξης της και η εργατική τάξη από τη φύση της είναι συντηρητική, με πολύ συγκεκριμένους αντρικούς και γυναικείους ρόλους, την προθυμία της έκφρασης ισχυρών συναισθημάτων και τη δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση και τις πολυεθνικές εταιρίες. Είναι αναμφισβήτητα μια κουλτούρα που απέχει από τον μοντέρνο φιλελευθερισμό. 

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το Heavy Metal είχε την τάση να αντιστέκεται στις ριζικές αλλαγές και από τη δημιουργία του γιόρταζε την ηρωική αρρενωπότητα και στηρίζεται σε μια ακεραιότητα και αυθεντικότητα του ήθους και αποδοκίμαζε την ίδια την εμπορευματοποίησή του. Φυσικά, για τους θαυμαστές, το χειρότερο που μπορεί να πει κάποιος για μια μπάντα είναι ότι ‘’ξεπουλήθηκε’’ δηλαδή εμπορευματοποιήθηκε. Παρ ‘όλα αυτά, το Heavy Metal απέκτησε πολλούς ακροατές από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, και έτσι μετέπειτα παρακλάδια ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι. Η μικρομεσαία τάξη έχει την ίδια δημογραφικότητα (λευκοί άντρες της εργατικής τάξης) την οποία ο Mosse χαρακτήρισε ως διαμορφωτές της παραδοσιοκρατικής κριτικής στην μοντερνικότητα μισό αιώνα πριν και μάλιστα τα βασικά χαρακτηριστικά του Heavy Metal είναι ιδιαίτερα συμβατά με αυτές τις κριτικές.

Ακόμα και στις σκληρότερες μορφές του, το Black Metal, τείνει να φαίνεται πιο ελιτιστικό και πιο πολιτισμικά εξελιγμένο από ότι το μητρικό του είδος (Heavy Metal), αλλά δεν άλλαξε τη βασική αντι-μοντερνική, αντι-φιλελεύθερη, αντι-εμπορική, αντι-κοσμοπολίτικη άποψη που κληρονόμησε από το Heavy Metal, απλά την έκανε πιο σοβαρή, την εμβάθυνε ιδεολογικά, την επεξεργάστηκε καλλιτεχνικά και την ριζοσπαστικοποίησε μεταπολιτικά. Εξ αρχής οι Black Metalers ήταν περήφανοι παρίες μέσα στον μοντέρνο κόσμο και ήταν δεκτικοί σε ιδέες ενάντια του κατεστημένου, είτε κοινωνικού είτε πολιτικού, που ήταν συμβατές με το άτυπο σύνταγμα του Black MetalΣυνοψίζοντας, μια μεγάλη μερίδα των οπαδών του Black Metal είναι διανοητικά και αισθησιακά παραδοσιοκράτες. Crowley, σατανισμός και Tolkien ‘’βράζουν στο καζάνι’’ του Black Metal αλλά αυτά τα στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί στο βαθμό που είναι συνεπή στην παραδοσιοκρατική κοσμοαντίληψη. Ως εκ τούτου μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει εύλογα το Black Metal ως μια αναβίωση της συντηρητικής επανάστασης, που έχει βέβαια μεταβληθεί ριζικά στο πλαίσιο μίας σύγχρονης μουσικής υποκουλτούρας αλλά τα στοιχεία της συντηρητικής επανάστασης συνεχίζουν να είναι αναγνωρίσιμα.









Rebels Promised To Bomb Buses Evacuating Shi'ite Civilians

Julius Evola: Η ζωή και το έργο του.



Ο Giulio Cesare Evola γεννήθηκε στην Ρώμη στις 19 Μαΐου 1898. Η συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται σε έναν χρονικό ορίζοντα έξι δεκαετιών του 20υ αιώνος, από το 1920 ως το 1974, ενώ κείμενά του μεμονωμένα ή συγκεντρωμένα σε ανθολογίες κυκλοφόρησαν και μετά τον θάνατό του που επήλθε στις 11 Ιουνίου 1974 στην οικία του στην Ρώμη. Το έργο του μπορεί να διαχωριστεί κατά προσέγγιση σε τρεις βασικές περιόδους: την καλλιτεχνική, την φιλοσοφική και την τρίτη και κυριότερη που αφορούσε την ενασχόλησή του με την Παράδοση. Με την λέξη αυτή δεν εννοούσε την από συνήθεια και ουσιαστικώς μηχανική τήρηση εθίμων η τελετών. Αυτό άλλωστε ισοδυναμεί με τον θάνατο της παραδόσεως και όχι με την μετάδοσή της από γενιά σε γενιά, ενώ είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά της Κάλι Γιούγκα των ινδικών κειμένων, η οποία αποτελεί το αντίστοιχο της εποχής κυριαρχίας του Σιδηρού Γένους του Ησιόδου. Αντιθέτως με την λέξη αυτή εννοεί την μεταβίβαση διδασκαλιών μεταφυσικού περιεχομένου, οι οποίες σκοπό έχουν την στροφή του ανθρώπου προς το υπερανθρώπινο πεδίο, το πνευματικό φώς και την συνακόλουθη απελευθέρωσή του από το γήινο και το χθόνιο στοιχείο. Η Παράδοση αυτή φυσικά είναι η Υπερβόρεια Παράδοση την οποία θα μεταφέρουν στις νέες πατρίδες τους τα Άρια φύλα και η οποία έτσι θα εκφρασθεί στην διάρκεια του χρόνου με διάφορες μορφές, αναλόγως και με την επικράτηση της ή όχι κατά την ανάμειξη της με μη Άριες διδασκαλίες. 


Οι θέσεις που εξέφρασε γύρω από έννοιες όπως το Κράτος, η Φυλή, η Ιεραρχία, ο Πόλεμος, η Ειρήνη, ο Νόμος, η Κουλτούρα και τις οποίες βάσισε σε διδασκαλίες τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσεως, σχετίζονταν άμεσα και εκπορεύονταν από Παραδοσιακές αρχές οι οποίες λειτουργούν ως άξονες, ως φωτεινά κέντρα σταθερά και ανεπηρέαστα από τον κύκλο των μεταβαλλόμενων συνθηκών και μορφών. Όσον αφορά τον βίο του, οι πληροφορίες για τα παιδικά του χρόνια και τα χρόνια της εφηβείας όπως και για την καταγωγή του και την οικογένειά του είναι ελάχιστες, εφόσον και ο ίδιος απέφευγε να παραθέτει τέτοιου είδους στοιχεία, που δεν θεωρούσε πως ήταν τόσο σημαντικά και τα οποία γνωστοποιούσε, όπως αναφέρει και στη πνευματική αυτοβιογραφία του“Il Cammino del Cinabro”, μόνο κατά το μέτρο που διαφώτιζαν πλευρές του έργου του. Πίστευε πως η κριτική για την πνευματική εξέλιξη και την πορεία ενός ατόμου δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικώς σε βιογραφικά στοιχεία, διαφωνούσε δηλαδή με την αντίληψη πως ο άνθρωπος καθορίζεται μόνο από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του, καθώς πολλές φορές το άτομο ενεργεί υπό τη επήρεια δυνάμεων που υπερβαίνουν αυτό το ίδιο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί. 


Επίσης θεωρούσε πως πολύ σημαντική ήταν η «προσωπική εξίσωση», όπως χαρακτηριστικά έλεγε, του κάθε ανθρώπου. Για τον εαυτό του ανέφερε πως βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις επικρατούσες ιδέες στην χώρα που γεννήθηκε, όσο και με τις αντιλήψεις του οικογενειακού του κύκλου, ενώ η προσωπική του εξίσωση χαρακτηριζόταν από δύο τάσεις: Μία «βραχμανική» που τον ωθούσε να υπερβεί το ανθρώπινο στοιχείο μέσω της ενατενίσεως και του διαλογισμού, με αποτέλεσμα να νοιώθει αποστασιοποιημένος από το γήινο και το εγκόσμιο πεδίο και μία πολεμική τάση προσήκουσα σε έναν κσατρίγια, η οποία τον έστρεφε προς την δράση, την ασυμβίβαστη στάση και την κατάφαση του Εγώ. Σε νεαρή ηλικία θα έρθει σε επαφή με το έργο του Friedrich Nietzche και θα εντυπωσιαστεί από την εξοντωτική κριτική που άσκησε ο τελευταίος στην αστική ηθική, όπως και από την εναντίωσή του στον Χριστιανισμό. Πριν τον Α’ ΠΠ θα αναπτύξει σχέσεις με τον κύκλο γύρω από τον Τζιοβάνι Παπίνι όπως και τους Φουτουριστές και τον Μαρινέτι γοητευμένος πάλι από την αντισυμβατικότητα και την επαναστατικότητά τους. Είναι η εποχή που οι Φουτουριστές διακηρύττουν πως «ο πόλεμος είναι η μόνη υγιεινή», φράση που σίγουρα τράβηξε την προσοχή του νεαρού Έβολα με την πολεμική προδιάθεση. Μέσω της αναγνώσεως των εντύπων του Παπίνι θα έρθει επίσης σε επαφή με παραδοσιακά κείμενα τόσο της Ανατολής όσο και με θρησκευτικούς διανοητές της Δύσεως όπως ο Μάιστερ Έκχαρτ. 



Τελικώς όμως θα απομακρυνθεί από αμφότερες τις ομάδες, εξαιτίας της επιφανειακότητος, της ασυνέπειας και της επιδεικτικότητος που της χαρακτήριζε. Στην διάρρηξη των σχέσεων θα τον οδηγούσε και ο αντιγερμανισμός τόσο του Παπίνι όσο και του Μαρινέτι, οι οποίοι υποστήριζαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ ο ίδιος επιθυμούσε την συμπαράταξη με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Μάλιστα σε άρθρο του εκείνη την εποχή έγραψε πως αν η Ιταλία συμμαχούσε τελικώς με τις δυνάμεις της Αντάντ και εισερχόταν στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, αυτό θα έπρεπε να γίνει αφού υιοθετούσε γερμανικές αξίες και αντιλήψεις. Την περίοδο του πολέμου θα υπηρετήσει ως έφεδρος αξιωματικός του πυροβολικού χωρίς όμως να δει σημαντική δράση. Μετά τον πόλεμο θα βιώσει μία ισχυρή υπαρξιακή κρίση η οποία θα τον οδηγήσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Θα την ξεπεράσει όμως μετά την ανάγνωση ενός βουδιστικού κειμένου που θα τον κάνει να αντιληφθεί πως η επιθυμία του για αυτό-διάλυση ήταν ένας ακόμη δεσμός με την άγνοια, τον οποίο και έπρεπε να αποκόψει. Η επαύριος του Α’ ΠΠ σηματοδοτεί την «καλλιτεχνική του περίοδο» κατά την οποία θα συνδεθεί με το κίνημα του Ντανταϊσμού και θα γνωρίσει προσωπικά τον ιδρυτή του Τριστάν Τσάρα. Το 1920 θα συγγράψει ποίηση και θα εκδώσει το βιβλίο του Arte Astratta (Αφηρημένη Τέχνη), ενώ πίνακές του θα εκτεθούν στη Ρώμη και στο Βερολίνο. Το 1921 θα εγκαταλείψει την ζωγραφική και την ποίηση εφόσον πίστευε πως είχε εξαντλήσει κάθε δυνατότητα σε αυτούς τους τομείς.


Τα χρόνια από το 1921 εώς το 1927 εντάσσονται στην «φιλοσοφική περίοδο», οπότε και θα αναπτύξει το σύστημα του «Μαγικού Ιδεαλισμού» το οποίο θα εκθέσει με μία σειρά άρθρων, διαλέξεων και κυρίως στα βιβλία του «Δοκίμια περί του Μαγικού Ιδεαλισμού», «Θεωρία του Απόλυτου Ατόμου», «Το Άτομο και η Γένεση του Κόσμου», ενώ την ίδια περίοδο θα γραφεί και το «Φαινομενολογία του Απόλυτου Ατόμου» το οποίο όμως θα εκδοθεί το 1930. Το 1923 θα εκδοθεί η εισαγωγή του στο Τάο-Τε-Κινγκ του Λάο Τσε με τίτλο «Το Βιβλίο της Ζωής και της Αρετής» (Il Libro della Via e della Virtu). Η ενασχόληση με τον Λάο Τσε θα είναι και μία ώθηση για την σταδιακή απομάκρυνση του Έβολα από το ρεύμα του Ιδεαλισμού και από την σύγχρονη φιλοσοφία εν γένει, αν και εκείνη την εποχή όπως καταγράφει και ο ίδιος ερμήνευε τα παραδοσιακά κείμενα που μελετούσε υπό το πρίσμα του Ιδεαλισμού, τον οποίο και προσπαθούσε να αναμείξει με τις παραδοσιακές διδασκαλίες, προκαλώντας κατά κάποιο τρόπο μία μόλυνσή τους από νεωτερικά στοιχεία. Για την ακρίβεια προσπαθούσε όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, αλλά και όπως υποστήριξε σε γράμμα του προς τον Γάλλο Παραδοσιολόγο Ρενέ Γκενόν, να παρουσιάσει Παραδοσιακές μεταφυσικές διδασκαλίες μέσω του φιλοσοφικού του συστήματος, μία προσπάθεια όμως που όπως ομολογούσε δεν είχε τα ανάλογα αποτελέσματα. Όπως συνέβη και με την ενασχόλησή του με την τέχνη έτσι και η φιλοσοφική του περίοδος έλαβε ένα τέλος την στιγμή που θεώρησε πως έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει και πως πλέον δεν υπήρχε κάτι περισσότερο.

Το 1925 θα εκδόσει το «Ο Άνθρωπος ως Δύναμη», το οποίο θα επανεκδοθεί αναθεωρημένο το 1949 με τίτλο « Η Γιόγκα της Δυνάμεως». Εδώ πραγματεύεται τις Ταντρικές διδασκαλίες, την σχέση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και το πώς το πνεύμα των Τάντρας, με την έμφαση που έδινε στον μετασχηματισμό των στοιχειακών δυνάμεων που κυριαρχούν στην Κάλι-Γιούγκα ή Σκοτεινή Εποχή, μπορούσε να εφαρμοσθεί στην εξέλιξη των αξιών που κυριαρχούν στην νεώτερη Δύση. Άσκησε επίσης κριτική στην σύγχρονη επιστήμη για την οποία πίστευε πως όσο και αν διεύρυνε τις γνώσεις του ανθρώπου στο τεχνολογικό πεδίο, τον άφηνε παρόλα αυτά στο σκοτάδι όσον αφορά την ουσία της υπάρξεώς του, εφόσον στο υπόβαθρό της βρίσκονταν ωφελιμιστικές και δημοκρατικές αρχές, οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν με οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοπραγματώσεως του ατόμου. Το 1927 μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές θα δημιουργήσει την Ομάδα Ουρ η οποία θα εκδόσει μέχρι το 1929 μία σειρά μονογραφιών που θα εκδοθούν σε τρεις τόμους με τη ονομασία «Εισαγωγή στην Μαγεία: Η Μαγεία ως Επιστήμη του Εγώ». Παράλληλα η ομάδα θα επικεντρωθεί στην εκτέλεση τελετουργιών που σκοπό είχαν να αποκαταστήσουν την επαφή με μία ανώτερη δύναμη, η οποία θα επηρέαζε το έργο του κάθε μέλους ξεχωριστά, αλλά και τις συλλογικώς επικρατούσες αντιλήψεις, με απώτερο στόχο την αναβίωση των Ρωμαϊκών ιδεωδών. Η δραστηριότητα της ομάδος εν τέλει θα πάψει ύστερα από εσωτερικές διαφωνίες και σχίσματα.

Το 1928 θα εκδοθεί το βιβλίο του το οποίο θα προκαλέσει και μία θύελλα αντιδράσεων εναντίον του. Ο τίτλος του ήταν «Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός» και ήταν το πρώτο βιβλίο του που ήταν πολιτικό ενώ χαρακτηριζόταν από έντονο πολεμικό ύφος, το οποίο και αναθεώρησε στα μεταγενέστερα χρόνια χωρίς όμως να απορρίψει τις αρχές από τις οποίες διαπνεόταν όταν το συνέγραψε, αρχές τις οποίες θα συνέχιζε να υπερασπίζει μέχρι τέλους. Το περιεχόμενό του ήταν μία λυσσώδης κριτική των αιτίων της Ευρωπαϊκής παρακμής και ταυτοχρόνως η έκθεση των αξιών οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σταθερά σημεία αναφοράς για αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στην καθοδική πορεία. Βασική ρίζα των δεινών της Ευρώπης θεωρούσε την αποδυνάμωση και εξάλειψη της έννοιας της ιεραρχίας η οποία οδήγησε στην αρπαγή της εξουσίας από τους αστούς και τους πληβείους, στον υλισμό, στον θετικισμό και την αποπνευματοποίηση της δράσεως. 

Το αντίδοτο στην κατάσταση αυτή ήταν η αναβίωση του αρχαίου ρωμαϊκού ήθους και της ιδέας του Imperium, όχι απλώς ως θελήσεως για εδαφική εξάπλωση και επίτευξη υλικών στόχων, αλλά ως δυνάμεως που απορρέει από την εγγενή ανωτερότητα του φέροντος, ως δυνάμεως απολύτου εντός της σφαιρός επιρροής της και ως μεταφυσικής πραγματικότητος που εκδηλώνεται με την μορφή μίας ιεραρχικής και οργανικής κρατικής δομής με υπερεθνικό χαρακτήρα και επικεφαλή ένα πρόσωπο που κατέχει την πνευματική αυθεντία και την πολιτική δύναμη. Η ελπίδα της Ευρώπης να αντισταθεί στην μέγγενη του Αμερικανισμού και του Μπολσεβικισμού θεωρούσε πως ήταν η ένωση των δύο αετών, του Ιταλικού και του Γερμανικού κατά το πρότυπο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Οι αντιδράσεις που προαναφέρθησαν προέρχονταν κυρίως από την Καθολική Εκκλησία και κύκλους εντός του Φασιστικού κόμματος, εξαιτίας της υποδείξεως του χριστιανισμού ως ενός από τους βασικούς παράγοντες της παρακμής, λόγω του εξισωτικού, ανατρεπτικού και ατομικιστικού κηρύγματος που χαρακτήριζε την πρώιμη περίοδό του. Ήταν η εποχή που ο Μουσσολίνι προσπαθούσε να αποσπάσει την υποστήριξη της εκκλησίας. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών ήταν οι Συμφωνίες του Λατερανού το 1929, οι οποίες έσβησαν και κάθε ελπίδα του Έβολα για την αναζωογόνηση των προχριστιανικών ρωμαϊκών παραδόσεων.

Το 1930 θα ιδρύσει το περιοδικό “La Torre” («Ο Πύργος»), η έκδοση του οποίου θα σταματήσει μετά από δέκα τεύχη εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στα θεωρούμενα ως «πληβειακά» και «αστικά» στοιχεία του Φασισμού καθώς και στην έλλειψη πνευματικών θεμελίων. Την περίοδο αυτή ο Έβολα θα αναγκασθεί να κυκλοφορεί με την συνοδεία φίλων του που ήταν Φασίστες, υπό τον φόβο επιθέσεως εναντίον του από εχθρικά διακείμενά απέναντί του μέλη του Φασιστικού κόμματος. Toν επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του για την αλχημεία «Η Ερμητική Παράδοση: Σύμβολα και Διδασκαλίες της Βασιλικής Τέχνης». Παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, μέσω της γνωριμίας του με τον υψηλόβαθμο Φασίστα Ρομπέρτο Φαρινάτσι, θα καταφέρει να συνεχίσει την δημοσίευση δικών του και όχι μόνο κειμένων από τις σελίδες της εφημερίδος “Regime Fascista” («Φασιστικό Καθεστώς») και την στήλη “Diorama Filosofico” («Φιλοσοφικό Διόραμα»). Από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30 και ύστερα εντοπίζονται και οι συγγραφικές του προσπάθειες για διαμόρφωση των φυλετικών αντιλήψεων, πάντοτε υπό την Παραδοσιακή οπτική. Απορρίπτοντας την αποκλειστικώς βιολογική θεώρηση της φυλής, η οποία κατά την γνώμη του υποβίβαζε τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου, διακρίνει τρεις βαθμούς φυλετισμού: τον φυλετισμό α’ βαθμού που εστιάζει στα μορφολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά της φυλής, τον φυλετισμό β’ βαθμού που εξετάζει την ψυχοσύνθεση και τέλος τον φυλετισμό γ’ βαθμού που επικεντρώνει σε πνευματικά ζητήματα, δηλαδή στην αντίληψη κάθε φυλετικού τύπου όσον αφορά μεταφυσικές έννοιες. Ο γ’ βαθμός φυλετισμού ήταν και ο σημαντικότερος χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η εξέταση των μορφολογικών χαρακτηριστικών ήταν αμελητέα. 

Υιοθετώντας την αρχαιοελληνική και αριστοκρατική αντίληψη περί κάλους, υπεστήριζε πως η εξωτερική ομορφιά αντανακλούσε την εσωτερική συνοχή και τον υγιή πνευματικό προσανατολισμό. Ο ιδανικός Ιταλικός τύπος θα εξέφραζε με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τις ρωμαϊκές αρετές της virtus δηλαδή της ανδροπρέπειας, της dignitas (αξιοπρέπεια και κύρος), της Constantia και fortitudo δηλαδή της νοητικής σταθερότητος, της sapientia (σωφροσύνη), της pietas (ευσέβεια όχι όμως με την έννοια της παθητικής λατρευτικής στάσης, αλλά της συναισθήσεως του καθήκοντος απέναντι στο γένος, τους θεούς και την πατρίδα.), της humanitas και της disciplina (συνεκτικότητα χαρακτήρος, εσωτερικός πλούτος και αυτοπειθαρχία), της solemnita (συναίσθηση του μέτρου) και της fides (πίστη ή εμπιστοσύνη). Τα έργα στα οποία εξέθεσε τις αντιλήψεις του ήταν τα: «Τρεις πλευρές του Εβραϊκού ζητήματος», «Ο Μύθος του Αίματος - Γένεση του Φυλετισμού», «Σύνθεση του Δόγματος περί Φυλής» και «Στοιχεία Φυλετικής Διαπαιδαγωγήσεως».

Την δεκαετία αυτή και συγκεκριμένα το 1935 θα εκδοθεί το θεωρούμενο ως magnum opus του “Rivolto Contro il Mondo Moderno” («Εξέγερση Ενάντια στον Σύγχρονο κόσμο»). Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα με το πρώτο να αναφέρεται στον Παραδοσιακό κόσμο και το δεύτερο στην εμφάνιση του Σύγχρονου κόσμου, ενώ εντός του εξετάζονταν τα θεμέλια των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών, η έννοια της κάστας, του βασιλικού θεσμού και η σημασία των τελετουργιών, οι σχέσεις των δύο φύλων και οι κύκλοι των πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση στο βιβλίο δίνεται στο ηρωϊκό στοιχείο, ενώ ο ίδιος είχε αναφέρει αρκετές φορές πως χρησιμοποιεί την λέξη ήρωας συμφώνως προς την περιγραφή του Ησιόδου στο «Έργα και Ημέραι», οπού το ηρωικό γένος τοποθετείται ανάμεσα στον Χάλκινο και το Σιδηρούν, με την δράση των εκπροσώπων του να αποτελεί μία προσπάθεια παλινορθώσεως της Χρυσής Εποχής. Ο Ήρωας αντιπαραβάλλεται με τον Τιτάνα, ο οποίος αντιπροσωπεύει μία αντίδραση μεν στην κυριαρχία της Σεληνιακής πνευματικότητος, αλλά με αρνητικά αποτελέσματα καθώς χαρακτηρίζεται από άμετρη ενδυνάμωση του Εγώ και όχι από την υπέρβασή του.

Τα χρόνια πριν από τον Β’ ΠΠ, οπότε και κυβερνά το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ξεκινούν και οι επισκέψεις του στην Γερμανία. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις είχε θεωρούσε πως στον Εθνικοσοσιαλισμό έβρισκε τα στοιχεία που έλειπαν στον Φασισμό: Την έμφαση στην παράδοση και τον αγώνα για την διαμόρφωση μίας κοσμοθεάσεως. Εκτός αυτών, η πειθαρχία, η αφοσίωση, η αυτοθυσία και οι ξεκάθαρες ιεραρχικές σχέσεις που χαρακτηρίζονταν από αφοσίωση και πίστη δεν ήταν δυνατόν να μην τραβήξουν την προσοχή του Έβολα. Με την υποστήριξη του Μουσσολίνι και παρότι δεν ήταν απολύτως σύμφωνος με τις θέσεις Ιταλών και Γερμανών θεωρητικών του φυλετισμού θα προσπαθήσει να ξεκινήσει την έκδοση ενός Ιταλο-Γερμανικού περιοδικού για φυλετικά ζητήματα. Η προσπάθεια παρόλα αυτά θα ματαιωθεί λόγω αντιδράσεων υποστηρικτών του βιολογικού φυλετισμού και Καθολικών κύκλων στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο θα ταξιδέψει στην Ρουμανία όπου θα γνωρίσει προσωπικά τον Κορνήλιο Κοντρεάνου και θα εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητά του, αλλά και από το κίνημα του οποίου ηγούνταν. Θα γράψει άρθρα τόσο για τον χαρακτήρα του Λεγεωναρικού κινήματος που συνένωνε ασκητικά και πολεμικά ιδεώδη με τον εθνικισμό, όσο και για τον τραγικό θάνατο του Κοντρεάνου. Στην Ρουμανία θα γνωριστεί και με τον Μιρτσέα Ελιάντε με τον οποίον θα ανταλλάσσουν αλληλογραφία για τα επόμενα έτη. Κατά την διάρκεια του πολέμου θα συγγράψει σειρά άρθρων για την έννοια του πολεμιστού και της σημασία της στην παλινορθωτική προσπάθεια των δυνάμεων του Άξονος, ενώ θα εκδόσει και το βιβλίο του σχετικά με τον Βουδισμό υπό τον τίτλο «Η διδασκαλία της Αφυπνίσεως». 

Το 1943 οπότε και ο Μουσολίνι θα ανατραπεί, ο Έβολα παρόλη την αντίθεσή του στην επανεμφάνιση των σοσιαλιστικών στοιχείων του πρώιμου Φασισμού και της αντιμοναρχικής στάσεως της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, θα σταθεί στο πλευρό των υπερασπιστών της εκτιμώντας την αφοσίωσή τους προς την σύμμαχο Γερμανία σε μία στιγμή που πλέον όλα ήταν χαμένα. Την συγκεκριμένη περίοδο θα συλλάβει και την ιδέα δημιουργίας ενός μετώπου που θα έχει σκοπό να διασώσει ότι μπορεί μετά το τέλος του πολέμου και να αντισταθεί στην επερχόμενη πλημμυρίδα. Το μέτωπο αυτό θα αποτελούταν από μία ελίτ, από τις ομάδες δράσεως και από ένα πολιτικό κόμμα. Δυστυχώς όμως οι εξελίξεις ματαίωσαν την εκπλήρωση του σχεδίου. Το 1945 βρίσκεται στην Βιέννη όπου μελετά αρχεία που είχαν κατασχεθεί από τα SS με σκοπό την συγγραφή βιβλίου για την ιστορία των μυστικών εταιρειών. Εκεί θα τραυματισθεί βαριά κατά την διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού καθώς συνήθιζε να μην κατευθύνεται προς τα καταφύγια, αλλά να περπατά μέσα στην πόλη ενώ εξελισσόταν ο βομβαρδισμός για να «δοκιμάσει την μοίρα» όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν η μόνιμη παράλυση από την μέση και κάτω.

Με την επιστροφή του στην Ιταλία το 1948, αφού νοσηλεύτηκε πρώτα σε διάφορες κλινικές, θα βρει προς έκπληξή του έναν κύκλο νεαρών ατόμων που αναζητούσαν την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ίδιος πίστευε πως μέσα στο χάος που είχε προκύψει από την επικράτηση των Συμμάχων δεν θα υπήρχαν πλέον άνθρωποι που θα είχαν το σθένος να ανασυνταχθούν και να αντισταθούν. Νοιώθοντας την ανάγκη να τους παράσχει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές θα συγγράψει το 1950 τα εννέα σημεία του “Orientamenti” («Προσανατολισμοί») που θα εκδοθεί μαζί με το περιοδικό Imperium που εξέδιδε η ομάδα με το ίδιο όνομα. Ο σεβασμός των νεαρών νεοφασιστών στο πρόσωπό του σε συνδυασμό με διάφορα περιστατικά όπως η τοποθέτηση βομβών από την ομάδα «Μαύρη Λεγεώνα» και η ανακάλυψη σχεδίου αντικομμουνιστικής αντιστάσεως από πρώην οδηγούς τεθωρακισμένων στην Μπολόνια, θα οδηγήσουν στην δίκη του με την κατηγορία της εξυμνήσεως του Φασισμού και της προτροπής δημιουργίας μυστικών ομάδων μάχης. Τελικά θα αθωωθεί και δύο χρόνια μετά το 1953 θα εκδόσει το “Gli Uomini e le Rovine” («Οι Άνθρωποι και τα Ερείπια»). Σκοπός του με το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να αναλύσει περισσότερο τα όσα είχε αναφέρει στο «Προσανατολισμοί» και να επηρεάσει τους νεολαιίστικους κύκλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ή όσους πιο ριζοσπαστικούς νεολαίους δεν είχαν ενταχθεί σε αυτό. Θα τονίσει την σημασία της απορρίψεως των αρχών που προπαγάνδισε η Γαλλική Επανάσταση και την ανάγκη ξεκάθαρων ιεραρχικών δομών που θα δίνουν την δυνατότητα υγιούς αναπτύξεως των επιμέρους τμημάτων του κρατικού οργανισμού. 



Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτού του είδους κρατικής οργανώσεως αποτελεί η συνεχώς εμφανιζόμενη στην σκέψη του έννοια της υπερβατικότητος του Κράτους, μία εξ άνωθεν δύναμη η οποία μορφοποιεί την κοινωνία, τον λαό, το έθνος. Υπερασπιστής του Κράτους θα είναι όχι το μοναδικό κόμμα, αλλά ένα Τάγμα το οποίο θα είναι η ραχοκοκαλιά και ο φύλακας του Κράτους. Πέντε χρόνια μετά θα κυκλοφορήσει η «Μεταφυσική του Φύλου» που θα πραγματευτεί την σχέση αρσενικού και θηλυκού, ενώ το 1961 θα εκδοθεί το “Cavalcare la Tigre” («Ίππευσε την Τίγρη»). Οι συνθήκες κατά τον τρόπο που εξελίχθηκαν δημιούργησαν στον Έβολα την πεποίθηση πως δεν υπάρχει κάτι περισσότερο που μπορεί να γίνει στο πεδίο της πολιτικής και πως η καθοδική πορεία δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με πολιτικά μέσα. Η στροφή του επομένως στρέφεται στο άτομο που θέλει να μείνει όρθιο. Η εποχή δεν γνωρίζει πλέον θεσμούς που να ολοκληρώνουν την προσωπικότητα του ανθρώπου, όπως συνέβαινε στον Παραδοσιακό κόσμο και το βιβλίο απευθύνεται σε όσους χωρίς να ανήκουν στον σύγχρονο κόσμο είναι εντούτοις αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις πιο παροξυσμικές πλευρές του. Η βασική κατεύθυνση δίνεται μέσω του παραδείγματος της ιππεύσεως της τίγρεως: όπως κάποιος ο οποίος έχει ανέβει στην πλάτη της τίγρεως και αναμένει την στιγμή που θα εξαντληθεί και δεν θα μπορεί πλέον να τον βλάψει, έτσι και ο διαφοροποιημένος άνθρωπος θα μεταστοιχειώσει σε θετικά τα αρνητικά στοιχεία του σύγχρονου κόσμου μετά την εξασθένηση της καταστροφικής ορμής τους.

Το 1963 θα εκδοθεί η πνευματική του αυτοβιογραφία “Il Cammino del Cinabro” («Ο Δρόμος της Κιναβάρεως”), ενώ μέχρι τον θάνατό του θα εκδόσει την συλλογή δοκιμίων «L’ Arco e la Clava” («Το Τόξο και το Ρόπαλο»), μία κριτική του Φασισμού και την αναθεωρημένη έκδοση της εργασίας του για τον Ταοισμό. Θα πεθάνει στις 11 Ιουνίου 1974 στην Ρώμη. Θα ζητήσει πριν πεθάνει να τον μετακινήσουν σε όρθια στάση, ώστε να αντικρύσει τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο όπως και μορφές της Ευρωπαϊκής Παραδόσεως σαν τον Κούχουλαϊν και τον Ρολάνδο. Οι στάχτες του τοποθετήθησαν στον παγετώνα του όρους Ρόζα από ομάδα φίλων του που ανερριχήθησαν ως το σημείο αποθέσεως.     


http://www.juliusevola.gr/

Codreanu: «Ο τελικός στόχος δεν είναι η ζωή. Είναι η ανάσταση. Η ανάσταση των εθνών στο όνομα του Ιησού Χριστού του Σωτήρα»



Χέρια θανάτου απλώθηκαν βαθειά στη φυλακή
στους σκοτεινούς διαδρόμους παντού ανατριχίλα
μια παγωμένη απειλή καραδοκούσε κει
π' αβάσταχτη προχώρησε μες της καρδιάς τα φύλλα

Το αίμα σου και αν χάθηκε μες το κελί
της φυλακής και βρέθηκες νεκρός
το πνεύμα σου δε χάθηκε ξεχύθηκε απάνου
στ'  άρμα του ήλιου φώλιασε, στο χρυσαφένιο φως
λάμπει για πάντα αθάνατο, Ζελέα Κοντρεάνου

του Γεωργίου Μεταξά


Ο τελικός στόχος δεν είναι η ζωή. Είναι η ανάσταση. Η ανάσταση των εθνών στο όνομα του Ιησού Χριστού του Σωτήρα. Η δημιουργία και ο πολιτισμός είναι μόνο τα μέσα – δεν είναι ο σκοπός της ανάστασης. Ο πολιτισμός είναι ο καρπός του ταλέντου, που ο Θεός εμφύτευσε στο έθνος μας και για τον οποίον είμαστε υπεύθυνοι. Θα έρθει μια εποχή που όλα τα έθνη του κόσμου θα σηκωθούν από τους νεκρούς με όλους τους νεκρούς τους, με όλους τους βασιλείς τους και τους αυτοκράτορές τους. Κάθε έθνος έχει τη θέση του μπροστά στο θρόνο του Θεού, Αυτή την έσχατη στιγμή, η «ανάσταση εκ των νεκρών» είναι ο υψηλότερος και πιο μεγαλειώδης στόχος για τον οποίο ένα έθνος μπορεί να αγωνιστεί. Το έθνος είναι επομένως μια οντότητα που ζει ακόμη και πέρα από αυτή τη γη. Τα έθνη είναι πραγματικότητες επίσης και στον άλλο κόσμο, όχι μόνο σε αυτόν. Σε εμάς τους Ρουμάνους, στο έθνος μας, όπως και σε κάθε έθνος στον κόσμο, ο Θεός έχει αναθέσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Ο Θεός μας έχει δώσει ένα ιστορικό πεπρωμένο. Ο πρώτος νόμος που κάθε έθνος πρέπει να τηρήσει είναι για την επίτευξη του πεπρωμένου του, για την εκπλήρωση της αποστολής που του έχει ανατεθεί.

• Δεν θυμόμαστε τον λαό μας – κατά τη διάρκεια της θλιμμένης αλλά περήφανης ρουμανικής ιστορίας μας – μια εποχή που να ανέχεται τον χλευασμό. Τα χωράφια μας είναι γεμάτα από νεκρούς, αλλά όχι από δειλούς. Σήμερα είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι με συνείδηση των δικαιωμάτων μας. Δούλοι δεν είμαστε και ούτε ποτέ ήμασταν. Δεχόμαστε το θάνατο, αλλά όχι την ταπείνωση. Να είστε βέβαιοι, μας έχει μείνει επαρκή ηθική δύναμη για να βρούμε μια έντιμη έξοδο από μια ζωή που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε χωρίς τιμή και αξιοπρέπεια.

• Έχουμε τον πιο τρομερό δυναμίτη, το πιο εξελιγμένο όπλο του πολέμου, πιο ισχυρό από τα τανκς και τα πολυβόλα: είναι οι δικές μας στάχτες!

Η προσευχή είναι καθοριστικό στοιχείο για τη νίκη. Οι πόλεμοι κερδίζονται από εκείνους που έχουν καταφέρει να προσελκύσουν από αλλού, από τους ουρανούς, μυστηριώδεις δυνάμεις του αόρατου κόσμου και να εξασφαλίσουν την υποστήριξή τους. Αυτές οι μυστηριώδεις δυνάμεις είναι οι ψυχές των νεκρών, οι ψυχές των προγόνων μας, που κάποτε, σαν κι εμάς, πέθαναν για την υπεράσπιση αυτής της γης και εξακολουθούν να συνδέονται σήμερα με αυτή με τη μνήμη της ζωής τους και μέσα από εμάς, τους γιους τους, τους εγγονούς τους, τους δισέγγονούς τους. Αλλά, πάνω από τις ψυχές των νεκρών, υπάρχει ο Θεός. Όταν αυτές οι δυνάμεις ελκυθούν, γίνονται σημαντική δύναμη, μας υπερασπίζονται, μας δίνουν κουράγιο, θέληση, όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη νίκη και που μας κάνουν να κερδίζουμε. Φέρνουν πανικό και τρόμο στους εχθρούς, παραλύουν τη δραστηριότητά τους. Σε τελευταία ανάλυση, οι νίκες δεν εξαρτώνται μόνο από την υλική προετοιμασία, από τις υλικές δυνάμεις των εμπολέμων, αλλά από την δύναμή να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των πνευματικών δυνάμεων. Η δικαιοσύνη και η ηθική των δράσεων και η ένθερμη, επίμονος πρόσκλησή τους υπό τη μορφή ιεροτελεστίας και η συλλογική προσευχή προσελκύουν τέτοιες δυνάμεις.

• Αν ο χριστιανικός μυστικισμός και ο στόχος του, η έκσταση, είναι η επαφή του ανθρώπου με τον Θεό μέσα από ένα άλμα από την ανθρώπινη φύση στη θεϊκή φύση, ο εθνικός μυστικισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την επαφή του ανθρώπου και του πλήθους με την ψυχή της φυλής του μέσα από το άλμα που αυτές οι δυνάμεις κάνουν από τον κόσμο των προσωπικών και υλικών συμφερόντων στον εξωτερικό κόσμο της φυλής. Όχι μέσα από το μυαλό τους, αφού αυτό ο καθένας μπορεί να το κάνει, αλλά ζώντας με την ψυχή τους.

• Πολέμησε γενναία για την πίστη Απόφυγε τις σαρκικές απολαύσεις που σκοτώνουν την ψυχή. Μην καταστρέφεις τον ήρωα που είναι μέσα σου.

• Αυτό ήρωας, αυτός ο Λεγεωνάριος της ανδρείας, με τις δυνάμεις του Θεού εμφυτευμένες στην ψυχή του, θα οδηγήσει την πατρίδα μας στο δρόμο της δόξας της.

• Οι Λεγεωνάριοι έχουν κληθεί από τον Θεό να ηχήσουν την σάλπιγγα για την ανάσταση της Ρουμανίας μετά από αιώνες σκότους και καταπίεσης.

Corneliu Zelea Codreanu


Ο Corneliu Zelea Codreanu (Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου) υπήρξε το κυρίαρχο πρόσωπο του Ρουμανικού Εθνικισμού, ιδρυτής της «Λεγεώνας του Αρχάγγελου Μιχαήλ» ή «Σιδηράς Φρουράς» (‘Garda de Fier’). Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1899 και δολοφονήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1938. Ο Codreanu υπήρξε αφοσιωμένος μαχητής για το ρουμανικό έθνος, καθώς και αφοσιωμένος Χριστιανός. 

Η Λεγεώνα ανέπτυξε μια επαναστατική θεωρία επικεντρωμένη γύρω από την ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα, την αγάπη για το έθνος, τη θυσία, την ιεραρχία και την προσωπική ευθύνη για την εξάλειψη της πολιτικής διαφθοράς και του καθαρισμού του έθνους. Ο Ρουμάνος θρησκειολόγος, λογοτέχνης και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Mircea Eliade, είχε πει: «Εάν, όπως λέγεται, ο εθνικοσοσιαλισμός βασίζεται πάνω στο έθνος και ο φασισμός πάνω στο κράτος, τότε το κίνημα των Λεγεωνάριων έχει το δικαίωμα να αξιώνει να είναι ο μοναδικός χριστιανικός μυστικισμός που μπορεί να καθοδηγήσει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Μία χριστιανική επανάσταση, μία πνευματική επανάσταση, ασκητική και ανδρεία που δεν έχει ιδωθεί ποτέ πριν στην ευρωπαϊκή ιστορία». Ο Codreanu έλεγε χαρακτηριστικά «αυτή η χώρα πεθαίνει λόγω έλλειψης Ανδρών, όχι προγραμμάτων». 

Ο ιστορικός Eugene Weber είχε γράψει ότι «κανένα από τα άλλα εθνικιστικά κινήματα δεν ήταν τόσο λαϊκό». Τον Δεκέμβριο του 1937 η Λεγεώνα κατεβαίνει στις εκλογές με το όνομα «Όλα για την Πατρίδα» (Totul Pentru Ţară) και γίνεται η τρίτη δύναμη της χώρας. Τον Φεβρουάριο του 1938 ο βασιλιάς κλείνει την βουλή καταργεί το Σύνταγμα, απαγορεύει τα πολιτικά κόμματα και υποχρεώνει όλους να ανήκουν σε ένα κόμμα που το ονομάζει «Μέτωπο Εθνικής Ανανέωσης». Λίγο αργότερα ο υπουργός δικαιοσύνης Καλινέσκου συλλαμβάνει τον Κοντρεάνου και στο δικαστήριο που ακολούθησε, καταδικάζεται σε 10 χρόνια φυλακή. 

Στις 29 Νοεμβρίου του 1938, μέσα στη νύχτα, ο Κοντρεάνου και 13 άλλοι Λεγεωνάριοι, μεταφέρονται από τη φυλακή σε ένα δάσος, όπου με τα χέρια δεμένα, στραγγαλίζονται και εν συνεχεία πυροβολούνται στο κεφάλι. Οι δολοφόνοι ρίχνουν στα πτώματά τους οξύ και τοποθετούν από πάνω τους επτά τόνους μπετόν. Η επίσημη εκδοχή που δίνεται για το θάνατό τους, ήταν πως σκοτώθηκαν «κατά την απόπειρά τους να δραπετεύσουν». 





Βιβλιοπαρουσίαση: Ιστορία του Φασιστικού Κινήματος του Gioacchino Volpe - Εκδόσεις Λόγχη (ιστορική εισαγωγή Δημήτρης Μιχαλόπουλος)


Ιστορία του Φασιστικού Κινήματος
- Gioacchino Volpe

- Εκδόσεις Λόγχη
- Ιστορική εισαγωγή: Δημήτρης Μιχαλόπουλος
- Ρώμη 1941

…Και ούτω τα συνδικάτα έγιναν φασιστικά. Την βάσιν των απετέλεσαν αι ακόλουθοι θεμελιώδεις αρχαί: η εργασία είναι υπέρτατος τίτλος, ο οποίος παρέχει εις τον άνθρωπον το δικαίωμα να είναι πολίτης της κοινωνίας· εργαζόμενοι είναι όσοι αφιερώνουν την ενέργειά των εις την δημιουργίαν και την τελειοποίησιν των φυσικών και πνευματικών αγαθών του ανθρώπου, και αι επαγγελματικαί οργανώσεις οφείλουν να τους περιλάβουν όλους αυτούς· το Έθνος είναι υπεράνω των ατόμων, των τάξεων και των κατηγοριών· η οργάνωσις οφείλει να τείνη εις την καλλιέργεια της έννοιας της πατρίδος και της Εθνικής κοινωνίας υπεράνω της τάξεως, εις την ανάπτυξιν της παραγωγής, εις την εντός της ολότητος ανάδειξιν και όχι την κατάπνιξιν όλων των ικανοτήτων και των δυνάμεων των ατόμων…

…κεντρική και θεμελιώδης ιδέα, ήτο η ιδέα της πλήρους υποταγής του ατομικού δικαίου και του ατομικού συμφέροντος εις τα εθνικά τοιαύτα, της ισότητος των τάξεων, του ηθικού χαρακτήρος και σκοπού του οικονομικού συστήματος. Μεταξύ των άλλων επεδιώκετο, δια υης μετατροπής της εργασίας εις εθνικήν λειτουργίαν, ν’αναλάβη ο εργάτης αποστολήν αξιοπρεπεστέραν και ν’ αποκτήση συνείδησιν της αξιοπρεπείας ταύτης, ν’ απαλλαγή από την αθλιότητα της εργασίας που γίνεται μόνον δια το ημερομίσθιον, να πληρωθή η ζωή του με υψηλότερον περιεχόμενον…

Περί της Σκοτεινής Εποχής



Ιούλιος Έβολα

Μετάφραση - Απόδοση: Τήμενος

Αναφορικά με ό,τι είπα προηγουμένως εν σχέσει με αυτό που οι αρχαίες παραδόσεις απεκάλεσαν Σκοτεινή Εποχή (Κάλι Γιούγκα), θα περιγράψω τώρα μερικά από τα χαρακτηριστικά της τα οποία βρίσκονται σε ένα αρχαίο Ινδουιστικό κείμενο το Βίσνου Πουράνα. Θα βάλω σε παρενθέσεις ό,τι θεωρώ πως είναι οι σημερινές αντιστοιχίες. Παρίες και βάρβαροι θα είναι οι κύριοι των οχθών του Ινδού, του Νταρβίκα, του Τσαντραμπάγκα, του Κασμίρ. Αυτοί θα είναι όλοι πρόσκαιροι άρχοντες (αυτής της εποχής) βασιλεύοντες πάνω στην γη: βασιλείς (κυβερνήτες) βίαιης διαθέσεως… 

Θα διαρπάζουν την περιουσία των υπηκόων τους, θα είναι περιορισμένης δυνάμεως και θελήσεως· κατά το πλείστον θα ανέρχονται και θα εκπίπτουν ταχύτατα. Οι ζωές τους θα είναι σύντομες, οι επιθυμίες τους ακόρεστες και θα επιδεικνύουν πολύ λίγη ευσέβεια. Άνδρες από διάφορες χώρες αναμειγνυόμενοι μαζί τους θα ακολουθούν το παράδειγμά τους… Η κυρίαρχη κάστα θα είναι αυτή των Σούντρας… οι Βαϊσύας θα εγκαταλείψουν την γεωργία και το εμπόριο και θα κερδίζουν τα προς το ζην μέσω της υπηρέτησης ή της εξάσκησης μηχανικών τεχνών (προλεταριοποίηση και βιομηχανοποίηση) … οι Ξατρίγυας αντί να προστατεύουν, θα λεηλατούν τους υπηκόους τους: υπό την πρόφαση των εισπρακτικών εθίμων θα ληστεύουν την περιουσία των εμπόρων (κρίση του καπιταλισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας, κοινωνικοποίηση, εθνικοποίηση και κομμουνισμός)… 

Ο πλούτος (εσωτερικός) και η ευσέβεια (το να ακολουθείς το dharma σου) θα μειώνονται ημέρα με την ημέρα εώς ότου ολόκληρος ο κόσμος θα είναι τελείως διεφθαρμένος. Τότε η περιουσία μόνο θα προσδίδει βαθμό (η ποσότητα των δολαρίων – οικονομικές τάξεις), ο πλούτος (υλικός) θα είναι η μόνη πηγή αφοσίωσης, το πάθος θα είναι ο μόνος δεσμός ένωσης ανάμεσα στα φύλα, η ψευτιά θα είναι το μόνο μέσον επιτυχίας στις αντιδικίες… Η γη θα λατρεύεται μόνο για τον ορυκτό της πλούτο (αδίστακτη εκμετάλλευση του εδάφους, θάνατος της λατρείας της γης)… Τα βραχμανικά ενδύματα θα κάνουν κάποιον Βραχμάνο… η αδυναμία θα είναι η πηγή της εξαρτήσεως (δειλία, θάνατος της πίστεως - fides - και της τιμής στα σύγχρονα πολιτικά σχήματα)… η απλή νίψη (στερούμενη της δυνάμεως της αληθινής τελετουργίας) θα είναι κάθαρση (μπορεί να υπάρξει στα αλήθεια τίποτε περισσότερο στην υποτιθέμενη σωτηρία που επιτυγχάνεται στα χριστιανικά μυστήρια;)… στην Κάλι Γιούγκα άνδρες διεφθαρμένοι από απίστους… θα πουν: «Ποια είναι η αυθεντία των Βεδών; Τί είναι οι Θεοί ή οι Βραχμάνοι;…» «η τήρηση της κάστας, της τάξεως και των θεσμών (παραδοσιακών) δεν θα κυριαρχεί στην Κάλι Γιούγκα. 

Οι γάμοι σε αυτήν την εποχή δεν θα είναι σύμφωνοι με το τυπικό, ούτε οι κανόνες οι οποίοι συνδέουν τον δάσκαλο με τον μαθητή του θα είναι εν ισχύ… Ένας αναγεννημένος άνδρας θα μυείται με οποιονδήποτε τρόπο (η δημοκρατία εφαρμοζόμενη στο πνευματικό επίπεδο) και τέτοιες πράξεις μετάνοιας με τον τρόπο που θα εκτελούνται δεν θα συνοδεύονται από κανένα αποτέλεσμα (αυτό αναφέρεται σε μία «ανθρωπιστική» και κομφορμιστική θρησκεία)… όλοι οι τρόποι ζωής θα είναι παρομοίως κοινοί σε όλα τα πρόσωπα… Αυτός που θα δωρίζει πολλά χρήματα θα είναι ο κύριος των ανδρών και η οικογενειακή καταγωγή δεν θα αποτελεί πλέον τίτλο υπεροχής (τέλος της παραδοσιακής αριστοκρατίας, έλευση της αστικής τάξεως, της πλουτοκρατίας)… 

Οι άνδρες θα ικανοποιούν τις επιθυμίες τους με τα πλούτη, παρόλο που απεκτήθησαν με ανέντιμο τρόπο… Άνδρες όλων των βαθμών θα θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους με τους Βραχμάνους (η διαστροφή και η αλαζονεία των διανοουμένων και της σύγχρονης κουλτούρας)… οι άνθρωποι θα είναι σχεδόν πάντα υπό τον φόβο λιμού και θα αγωνιούν περί των αναγκαίων αποθεμάτων για τη ζωή· έτσι θα παρατηρούν συνεχώς τα σημάδια του ουρανού (το νόημα των θρησκευτικών και προληπτικών καταλοίπων που είναι χαρακτηριστικά των σύγχρονων μαζών)… οι γυναίκες δεν θα δίνουν καμία σημασία στις διαταγές των ανδρών τους ή των γονέων τους… θα είναι εγωίστριες, ελεεινές, ακατάστατες· θα είναι γκρινιάρες και ψεύτρες, η διαγωγή τους θα είναι ανέντιμη και ανήθικη και θα προσκολλώνται σε έκλυτους άνδρες… Καθώς οι άνδρες θα έχουν παρεκκλίνει προς την αίρεση, η αδικία θα ανθίσει και για αυτό η διάρκεια ζωής θα μειωθεί.

Παρόλα αυτά στο Βίσνου Πουράνα υπάρχουν επίσης αναφορές σε στοιχεία της αρχέγονης φυλής ή φυλής του Μάνου τα οποία έχουν διατηρηθεί σε αυτήν την Σκοτεινή Εποχή, ώστε να αποτελέσουν τον σπόρο νέων γενεών. Αυτό που εμφανίζεται ξανά είναι η γνώριμη ιδέα μίας νέας και τελικής «εξ άνωθεν» θεοφάνειας: Όταν οι πρακτικές που διδάσκονται από τις Βέδες και οι θεσμοί του νόμου θα έχουν σχεδόν παύσει, και όταν το τέλος της Κάλι Γιούγκα θα είναι κοντά, ένα μέρος του θεϊκού όντος που υπάρχει εκ της ιδίας της πνευματικής φύσεώς του στον χαρακτήρα του Μπράχμα, και το οποίο είναι η αρχή και το τέλος, και το οποίο κατανοεί όλα τα πράγματα, θα κατέλθει στην γη… Τότε θα αποκαταστήσει την δικαιοσύνη πάνω στην γη· και τα μυαλά αυτών που ζουν στο τέλος της Κάλι Γιούγκα θα αφυπνισθούν και θα είναι διαυγή σαν κρύσταλλο. Έτσι οι άνδρες οι οποίοι θα αλλάξουν εξαιτίας αυτού του συγκεκριμένου χρόνου θα είναι οι σπόροι (νέων) ανθρωπίνων όντων και θα γεννήσουν μία φυλή η οποία θα ακολουθήσει τους νόμους της Κρίτα Γιούγκα ή εποχής της αγνότητος (αρχέγονη εποχή).

Στο ίδιο κείμενο και στο ίδιο κεφάλαιο λέγεται ότι η γενιά από την οποία θα γεννηθεί αυτή η θεϊκή αρχή ζει στο χωριό της Σαμπάλα. Η Σαμπάλα – όπως υπέδειξα προηγουμένως – αναφέρεται στην μεταφυσική του «κέντρου» και του «πόλου», στο Υπερβόρειο μυστήριο και στις δυνάμεις της αρχέγονης παραδόσεως.

Νέα Ταξιαρχία για την απελευθέρωση των υψιπέδων του Golan από την Ισραηλινή κατοχή


Όποιος γνωρίζει ιστορία και δεν πιστεύει στα παραμυθάκια των Σιωνιστών της ντόπιας ακροδεξιάς και των δορυφόρων τους, ξέρει καλά ότι η Συρία υπήρξε ένας διαχρονικός πόλος αντίστασης ενάντια στο Ισραήλ και τους συμμάχους των Σιωνιστών. 

Προσφάτως με την συνδρομή της Συριακής κυβέρνησης και των Ιρακινών Σιιτών της οργάνωσης Harakat Hezbollah al-Nujaba δημιουργήθηκε μια νέα Ταξιαρχία για την απελευθέρωση των υψιπέδων του Golan από την Ισραηλινή κατοχή. 

Η εν λόγω δύναμη βρίσκεται κάτω από την διοίκηση του στρατιωτικού επιτελείου της Συρίας και είναι σε αναμονή για μελλοντικές επιχειρήσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Συριακός στρατός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του Αντισιωνιστικού αγώνα. Σε μια σειρά μαχών χιλιάδες Σύριοι εναντιώθηκαν στα σχέδια του Ισραήλ και πολέμησαν για έναν κόσμο ελεύθερο από την δουλεία του Ταλμούδ και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Φασιστική Ιταλία 1938: «Το Μανιφέστο της Φυλής»




Η συγκεκριμένη διακήρυξη αποτελεί την επίσημη θέση της Φασιστικής Ιταλίας σχετικά με το λεγόμενο «φυλετικό ζήτημα». Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο «Ο Φασισμός και το Φυλετικό Ζήτημα» (15 Ιουλίου 1938), στην εφημερίδα Giornale d’Italia. 
Το μανιφέστο υπέγραψαν 10 επιστήμονες, ενώ το υποστήριξαν δημοσίως 42 εξέχουσες προσωπικότητες της Ιταλίας. Λίγο αργότερα, η Il Popolo d’Italia (25 Ιουλίου 1938) γνωστοποίησε ότι το μανιφέστο είχε επιμεληθεί από το Υπουργείο Λαϊκού Πολιτισμού, υπό τις οδηγίες του Μπενίτο Μουσολίνι. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δημοσιεύθηκε και στο πρώτο τεύχος του περιοδικού La Difesa della Razza (Η Υπεράσπιση της Φυλής), στις 5 Αυγούστου 1938.

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ
1. Υπάρχουν ανθρώπινες φυλές. – Πλέον, η ύπαρξη των ανθρωπίνων φυλών δεν είναι, απλά, μια αφηρημένη έννοια της ψυχής μας. Αντιστοιχεί σε μια εκπληκτική πραγματικότητα, η οποία είναι υλική, και που μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσω των αισθήσεών μας. Αυτή η πραγματικότητα αντιπροσωπεύεται από τις, σχεδόν πάντοτε, επιβλητικές μάζες εκατομμυρίων ανθρώπων, με όμοια φυσικά και ψυχικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν κληρονομηθεί και που θα συνεχίσουν να κληρονομούνται. Το να λέγεται ότι υπάρχουν διαφορετικές ανθρώπινες φυλές, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν a priori ανώτερες ή κατώτερες φυλές.
2. Υπάρχουν μεγάλες και μικρές φυλές. – Δεν θα πρέπει να παραδεχόμαστε μόνον ότι υπάρχουν μεγάλες ταξινομημένες ομάδες, που κατά γενικό κανόνα ονομάζονται φυλές, οι οποίες ταυτίζονται με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά. Θα πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν μικρότερες ταξινομημένες ομάδες (όπως για παράδειγμα η Νορδική, η Μεσογειακή, η Διναρική, κτλ.), οι οποίες ταυτίζονται με βάση έναν μεγαλύτερο αριθμό κοινών χαρακτηριστικών. Αυτές οι ομάδες, από βιολογική οπτική γωνία, απαρτίζουν τις πραγματικές φυλές, η ύπαρξη των οποίων είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.
3. Η φυλή είναι μια καθαρά βιολογική αντίληψη. – Συνεπώς, αυτή βασίζεται σε παράγοντες διαφορετικούς από αυτούς που απαρτίζουν έναν «λαό» κι ένα «έθνος»· κατά κύριο λόγο, βασίζεται σε ιστορικούς, γλωσσικούς και θρησκευτικούς παράγοντες. Ωστόσο, στη βάση των διαφορών ενός «λαού» ή ενός «έθνους», βρίσκονται οι φυλετικές διαφορές. Το αν οι Ιταλοί είναι διαφορετικοί από τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Τούρκους, τους Έλληνες, κτλ., αυτό δεν οφείλεται απλά στο ότι κάθε ομάδα έχει διαφορετική γλώσσα και διαφορετική ιστορία, μα οφείλεται και στο γεγονός ότι η φυλετική σύσταση αυτών των ανθρώπων είναι διαφορετική. Ήταν οι διαφορετικές αναλογίες των ίδιων των λαών αυτές που, ήδη από πολύ αρχαίους καιρούς, συγκρότησαν τους διάφορους λαούς. Αυτή η συγκρότηση εδραιώθηκε με την απόλυτη κυριαρχία μιας φυλής επάνω στις άλλες, με την αρμονική συνένωσή τους, ή ακόμη, τελικώς, με την αντίσταση μιας φυλής ενάντια στην αφομοίωση με άλλες, διαφορετικές.
4. Ο σημερινός πληθυσμός της Ιταλίας έχει Άρια καταγωγή, και ο πολιτισμός της είναι Άριος. – Αυτός ο πληθυσμός, με τον Άριο πολιτισμό του, κατοικεί στη χερσόνησό μας εδώ και μερικές χιλιετίες· πολύ λίγα έχουν απομείνει από τον προ-Άριο πολιτισμό. Κατά κύριο λόγο, η καταγωγή των σημερινών Ιταλών ανάγεται από εκείνες τις ίδιες φυλές που συγκροτούσαν, και συνεχίζουν να συγκροτούν, τον διηνεκή, ζωντανό ιστό της Ευρώπης.
5. Ο ισχυρισμός ότι, σε ιστορικούς χρόνους, υπήρξε μεγάλη συρροή ανθρώπων, είναι ένας μύθος. – Μετά την εισβολή των Λογγοβάρδων, δεν υπήρξαν άλλες αξιοσημείωτες μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ιταλία, ικανές να επηρεάσουν τη φυλετική φυσιογνωμία του έθνους. Κι ενώ σε άλλα ευρωπαϊκά έθνη – ακόμη και στους σύγχρονους καιρούς – η φυλετική σύσταση έχει αλλάξει σημαντικά, στην περίπτωση της Ιταλίας, σε γενικές γραμμές, η σημερινή φυλετική σύσταση είναι η ίδια με εκείνη πριν από χίλια χρόνια: ως εκ τούτου, σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των σαράντα τεσσάρων εκατομμυρίων Ιταλών προέρχεται από οικογένειες που ζουν στην Ιταλία εδώ και τουλάχιστον μία χιλιετία.
6. Υπάρχει, ήδη, μια καθαρή «ιταλική φυλή». – Αυτός ο ισχυρισμός δεν βασίζεται στη σύγχυση μεταξύ της βιολογικής αντίληψης περί φυλής και της ιστορικής-γλωσσικής αντίληψης περί «λαού» και «έθνους». Βασίζεται στην καθαρή, εξ αίματος συγγένεια που συνδέει τους Ιταλούς του σήμερα, με τις γενιές που έχουν ζήσει στην Ιταλία εδώ και χιλιετίες. Η αρχαία αγνότητα του αίματος είναι ο σπουδαιότερος τίτλος ευγενείας του Έθνους της Ιταλίας.
7. Είναι καιρός οι Ιταλοί να δηλώσουν, ανοιχτά, φυλετιστές. – Ουσιαστικά, το μέχρι τώρα έργο του Καθεστώτος στην Ιταλία είναι κατά βάθος φυλετικό. Η αναφορά στις αντιλήψεις περί φυλής έχει πάντοτε υπάρξει συχνή στις ομιλίες του Αρχηγού. Το ζήτημα του φυλετισμού στην Ιταλία θα πρέπει να εξεταστεί από μια καθαρά βιολογική οπτική γωνία, χωρίς φιλοσοφικούς ή θρησκευτικούς υπαινιγμούς. Η φυλετική αντίληψη στην Ιταλία θα πρέπει να είναι ουσιωδώς ιταλική, και η κατεύθυνσή της, Άρια-Νορδική. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εισάγουμε στην Ιταλία, ως είναι, τις θεωρίες του γερμανικού φυλετισμού ή να πούμε ότι οι Ιταλοί και οι Σκανδιναβοί είναι ολόιδιοι. Αντιθέτως, επιθυμούμε να υποδείξουμε στους Ιταλούς ένα φυσικό και, κυρίως, ένα ψυχικό πρότυπο για την ανθρώπινη φυλή. Αυτό το πρότυπο, με τα καθαρά, ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά του, θα είναι εντελώς διαφορετικό των μη-ευρωπαϊκών φυλών. Στόχος είναι η εξύψωση κάθε Ιταλού σε ένα ιδεώδες ανώτερης αυτογνωσίας και μεγαλύτερης ευθύνης.
8. Είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ της Μεσογειακής Ευρώπης (των Δυτικών), από τη μία, κι εκείνων της Μεσογειακής Ανατολής και Αφρικής, από την άλλη. – Συνεπώς, οι θεωρίες που υποστηρίζουν την αφρικανική καταγωγή μερικών ευρωπαϊκών λαών, όπως κι εκείνες που εντάσσουν μέσα σε μια κοινή μεσογειακή φυλή τους σημιτικούς και χαμιτικούς λαούς, εδραιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις βάσεις για απολύτως απαράδεκτες συγγένειες και ιδεολογικές συμπάθειες, θα πρέπει να κρίνονται επικίνδυνες.
9. Οι Ιουδαίοι δεν ανήκουν στην ιταλική φυλή. – Γενικά μιλώντας, δεν έχει απομείνει κανένα ίχνος εκείνων των Σημιτών που πάτησαν, ανά τους αιώνες, το πόδι τους στην ιερή γη της Πατρίδας μας. Ούτε κι έχει απομείνει τίποτε από την κατάκτηση της Σικελίας από τους Άραβες, πέραν της ανάμνησης μερικών ονομάτων· στο κάτω-κάτω, η διαδικασία της αφομοίωσης στην Ιταλία υπήρξε πάντοτε ταχεία. Οι Ιουδαίοι είναι ο μοναδικός λαός που δεν αφομοιώθηκε ποτέ στην Ιταλία, διότι αποτελείται από μη-ευρωπαϊκά φυλετικά στοιχεία, απολύτως διαφορετικά από τα στοιχεία που γέννησαν τους Ιταλούς.
10. Τα φυσικά και ψυχικά χαρακτηριστικά των Ιταλών, που είναι καθαρά ευρωπαϊκά, δεν πρέπει να μεταβληθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. – Η ένωση είναι επιτρεπτή μόνον εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών φυλών. Σε αυτήν την περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για πραγματικό υβριδισμό, διότι αυτές οι φυλές ανήκουν σε ένα κοινό βιολογικό είδος. Διαφέρουν μονάχα σε μερικά χαρακτηριστικά, τη στιγμή που έχουν ομοιότητες σε πολλά άλλα. Ο καθαρά ευρωπαϊκός χαρακτήρας των Ιταλών μεταβάλλεται κατά τη διασταύρωση με οποιαδήποτε μη-ευρωπαϊκή φυλή, με τον φορέα ενός πολιτισμού που είναι διαφορετικός από τον – πολλών χιλιετιών – πολιτισμό των Αρίων.


Χρόνια αργότερα κι αφού είχε τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο άνθρωπος που απελευθέρωσε τον Μουσολίνι και τον γνώρισε καλύτερα, ο Otto Skorzeny, έγραψε στα απομνημονεύματά του:
«Μπορώ λοιπόν να διαβεβαιώσω ότι ο νεοφασισμός, ο οποίος διαφέρει τελείως από τον »μοναρχικό» φασισμό, δεν ήταν εφεύρεση του Χίτλερ, όπως υποστηρίζεται από πολλούς ιστορικούς. Ο Ντούτσε από την εποχή της σύλληψης του (25 Ιουλίου 1943) τόσο στην Πόνζα όπως και στην Σάντα Μανταλένα και στο Κάμπο Ιμπερατόρε, είχε διαθέσιμο πολύ χρόνο για να σκεφτεί για αυτά τα προβλήματα. Από αυτόν ξεχώρισα την φράση: »Δεν αισθανόμαστε Ιταλοί γιατί είμαστε Ευρωπαίοι, αλλά αισθανόμαστε Ευρωπαίοι γιατί είμαστε Ιταλοί».»
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Αίας Δάλιος

Το είδαμε εδώ και σε αρχείο .pdf εδώ

Analysis of evidence contradicts allegations on Syrian gas attacks

Black Front Press: Ezra Pound, Thoughts & Perspectives, Volume Six


ALONG with T.S. Eliot (1888-1965) and Wyndham Lewis (1882-1957), Ezra Pound (1885-1972) remains one of the most vilified cultural figures of the twentieth century, but few people can deny that he was also one of the foremost poets and critics of his generation. 

In addition, of course, Pound was an extremely passionate and outspoken individual with a keen interest in politics and economics and made no attempt to hide his justifiable loathing of the usurious banking system which, even now, continues to hold the world to ransom. But despite the American's well-known support for Italian Fascism and especially its chief spokesman, Benito Mussolini (1883-1945), Pound was also influenced by the anarcho-individualist beliefs of the French sculptor, Henri Gaudier-Brzeska (1891-1915). 

Although Pound was not an artist himself, together with Lewis and other members of the English avant-garde he had been influenced to some extent by the efforts of the Cubists and Futurists and therefore went on to help establish the remarkable pre-war phenomenon that became the Vorticist movement. 

During the course of this book you will find Pound discussed in all manner of political, economic, linguistic, poetic, cultural and artistic frameworks, with our team of writers approaching his life and work from a number of fascinating and revealing angles. Together they present Ezra Pound's breath-taking achievements in a comparatively more respectful and far less defamatory context than those which are offered by his liberal detractors. Contributors include Troy Southgate, Mariella Shearer, K.R. Bolton, Michael Collins Piper and Dimitris Michalopoulos.





January 2012, Black Front Press, paperback, 176pp. 
Cover Designed by Jeff Harrison.