Αυτοέκδοση της Αυτόνομης Κίνησης Μαύρος Κρίνος: Μουσικοπολιτική μπροσούρα με συλλογή άρθρων για το Εθνικοσοσιαλιστικό Black Metal (NSBM)


Κυκλοφορεί η μουσικοπολιτική μπροσούρα για το Εθνικοσοσιαλιστικό Black Metal!

Στις σελίδες της αυτοέκδοσης για το Στρατευμένο Black Metal ανακαλύπτει ο αναγνώστης την πολιτική διάσταση της Πολεμικής Μουσικής μας. Η έκδοση αυτή είναι καρπός  συνεργασίας μεταξύ Αυτόνομων Πολιτικών Στρατιωτών και της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου».


mavroskrinos@gmail.com


Χειραψία Μιχαλολιάκου - Μπακογιάννη χθές βράδυ στο Μέγαρο που γιόρταζαν τα 10 χρόνια του Ιερώνυμου ...
















«ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια»

Βιβλιοπαρουσίαση: Το Βασίλειον ως καθήκον



Σειρά Ιδεολογικών Μελετών ν.2

Πάμπολλα είναι τα βιβλία που έχουν γραφεί και εκδοθεί για την Εθνοκοινωνική Γερμανία, στα οποία αναλύεται η δομή του κρατικού οικοδομήματος. Είναι γεγονός ότι η περίοδος εκείνη συνεχίζει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των ερευνητών και των ιστοριοδιφών, όπως επίσης ότι υπάρχουν πολλά συγγράμματα τα οποία παραμένουν αμετάφραστα, αδημοσίευτα και εν τούτοις άγνωστα στο ευρύ κοινό. Ένα από αυτά είναι και το παρόν πόνημα του Φρειδερίκου Σμιτ, παλαιού στελέχους του Εθνοκοινωνικού Κόμματος των Γερμανών Αγροτών.

Οι λόγοι που προβήκαμε στην έκδοσή του είναι γιατί μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί, από πρωτογενείς πηγές, την γνώμη των Γερμανών της εποχής και για το τι υποστήριζαν για το Κράτος και την Ιδεολογία τους, αλλά και ποιοι ήταν οι οραματισμοί και τα σχέδιά τους για μετά τον πόλεμο. Επίσης θα πληροφορηθεί για τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις και τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στην Γερμανία μέχρι την εδραίωση του καθεστώτος. Ο αναγνώστης έχει να ευκαιρία να μελετήσει από πρωτογενή πηγή, και αυτό είναι το σημαντικό, την άποψη που εξέφραζαν οι Γερμανοί Εθνοκοινωνιστές για το «Βασίλειον». Επίσης μέσα από το πόνημα του Φρειδερίκου Σμιτ φανερώνεται το στίγμα της πολιτικής κατεύθυνσης της Γερμανίας της εποχής εκείνης, πέρα από τις στρεβλώσεις και την μεροληψία των νικητών του πολέμου.

Η μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου έγινε στην αρχαία γλώσσα, την κοινή ελληνιστική, και στο δεύτερο μέρος υπάρχει η απόδοσή του στην νέα ελληνική (απλή καθαρεύουσα). Ο λόγος του εγχειρήματος αυτού είναι να διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι απολύτως κατανοητή από όλους και δεν είναι μία «νεκρή γλώσσα» όπως προσπαθούν να μας πείσουν εδώ και δεκαετίες, όπως επίσης γιατί με την χρήση της συγκεκριμένης γλώσσας αποδίδονται πιστότερα στον αναγνώστη τα υψηλά νοήματα που εμπεριέχονται στις σελίδες του παρόντος πονήματος.

Καλή ανάγνωση.

Ιούλιος Έβολα - Άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια



Julius Evola 
Άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια
Μεταπολεμικές Σκέψεις ενός Ριζοσπάστη της Παράδοσης
Εκδόσεις Απίων
2013
Σελίδες 219

για να το παραγγείλετε στον σύνδεσμο εδώ

Κεφάλαιο Έκτο: Εργασία - Η δαιμονική φύση της οικονομίας


[...]

Αυτός ο ανατρεπτικός χαρακτήρας εντοπίζεται και στον Μαρξισμό και στην φανερή νέμεσή του, τον καπιταλισμό. Είναι έτσι παράλογο και αξιοθρήνητο για όσους παριστάνουν οτι εκπροσωπούν την πολιτική "Δεξιά", να αποτυγχάνουν να εγκαταλείψουν τον σκοτεινό και μικρό κύκλο, που προκαθορίζεται από την δαιμονική δύναμη της οικονομίας - ένας κύκλος περιλαμβάνων τον καπιταλισμό, τον Μαρξισμό και όλες τις ενδιάμεσες οικονομικές βαθμίδες.

Τούτο πρέπει σταθερά να υπερασπίζονται αυτοί που στην εποχή μας αντιτίθενται στις δυνάμεις της Αριστεράς. Δεν υπάρχει τίποτα πιο προφανές από το οτι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι εξίσου ανατρεπτικός με τον Μαρξισμό. Η υλιστική θεώρηση της ζωής επί της οποίας βασίζονται αμφότερα συστήματα είναι πανομοιότυπη. Τα ιδανικά τους είναι ποιοτικώς πανομοιότυπα, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων, τα οποία συνδέονται με έναν κόσμο, το κέντρο του οποίου αποτελείται από την τεχνολογία, την επιστήμη, την παραγωγή, την "παραγωγικότητα" και την "κατανάλωση". Και όσο μιλάμε μόνον για οικονομικές τάξεις, για κέρδος, για μισθούς και για παραγωγή και όσο πιστεύουμε οτι η πραγματική ανθρώπινη πρόοδος προκαθορίζεται από ένα συγκεκριμένο σύστημα διανομής του πλούτου και των αγαθών, και ότι εν γένει η ανθρώπινη πρόοδος μετριέται με τον βαθμό της ευμάρειας ή της ανέχειας - τότε δεν προσεγγίζουμε ούτε καν το θεμελιώδες, ακόμα και αν ενδεχομένως διατυπωθούν καινούργιες θεωρίες πέραν του Μαρξισμού και του καπιταλισμού.

Το εναρκτήριο σημείο θα έπρεπε να είναι, αντιθέτως, μια ακλόνητη απόρριψη της υπό του Μαρξισμού διατυπωμένης αρχής, η οποία συνοψίζει ολόκληρη την ανατροπή στην εργασία σήμερα: Η οικονομία είναι το πεπρωμένο μας. Οφείλουμε να διακηρύξουμε κατά έναν ασυμβίβαστο τρόπο οτι σε έναν κανονικό πολιτισμό η οικονομία και τα οικονομικά συμφέροντα - κατανοητά ως ικανοποίηση των υλικών αναγκών και των λιγότερο ή περισσότερο τεχνητών ακολουθημάτων τους - ανέκαθεν έπαιζαν και για πάντα θα παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Πρέπει, επίσης, να υπερασπισθούμε οτι πέραν της οικονομικής σφαίρας πρέπει να αναδυθεί μία τάξη ανώτερων πολιτικών, πνευματικών και ηρωικών αξιών, μία τάξη που ούτε θα γνωρίζει ούτε θα ανέχεται απλές οικονομικές τάξεις και δεν θα γνωρίζει την διάκριση μεταξύ "καπιταλιστών" και "προλεταρίων", μία μόνον κατ' όνομα τάξη με όρους της οποίας θα ορίζονται τα πράγματα, για τα οποία αξίζει να ζεί και να πεθάνει κάποιος. Και πρέπει να υπερασπισθούμε την ανάγκη για μία πραγματική ιεραρχία και για διαφορετικά αξιώματα, με μία υψηλότερη λειτουργία εγκαταστημένη στην κορυφή, δηλαδή το imperium.

[...]

«Με τεταμένη την δεξιά» II



του Wolverine

Το λαϊκό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης υπήρξε μια στρατηγική ήττα για την κυβερνητική τροτσκιστική αριστερά και τις λοιπές εθνομηδενιστικές δυνάμεις. Απέναντι στην πανστρατιά στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και κυβερνητικών δυνάμεων που επί χρόνια προσπαθούν να μας παρουσιάσουν την Θεσσαλονίκη ως μια πόλη αντιφασιστική & multi culti αλλά και ως την «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» κάποιοι ξεσηκώθηκαν και αντέδρασαν για τους μελλοντικούς κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Μετά τα τρένα και τους δρόμους, τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, τα δάση και τον χρυσό της Μακεδονίας κάποιοι πλειοδοτούν τα δίκαια του λαού μας και αφήνουν τα Σκόπια να εποφθαλμιούν εις βάρος της χώρας μας. Όσα μουσεία «ολοκαυτώματος» όμως και να θεμελιώσουν μαζί με τους εγκληματίες του Ισραήλ, όσες ΜΚΟ και να πληρώσουν για αντιφασιστικές φιέστες αντιρατσιστικά φεστιβάλ και μαύρη προπαγάνδα, όσα ΜΜΕ και αν έχουν στα χέρια τους, οι Μακεδόνες απέδειξαν ότι δεν ξεχνούν τις εθνικιστικές παραδόσεις της συμπρωτεύουσας. Μια παράδοση που για όσους δεν ξεχνούν ξεκινάει από τους Τριψελίτες και τον Alois Brunner και συνεχίζει μέχρι το σήμερα μέσα από τις ομάδες εκείνες που ξέρουν να μάχονται ενάντια στους δύσκολους καιρούς. Στην Θεσσαλονίκη το πατριωτικό συναίσθημα παραμένει δυνατό παρά το γεγονός της έλλειψης οργανωμένων δομών αντίστασης από την δική μας πλευρά. Απέναντι στις νέες προκλήσεις του ΝΑΤΟ και των κατοχικών δυνάμεων που κυβερνούν την χώρα η συμμετοχή του απλού λαού έγινε ένα εγερτήριο σάλπισμα στις συνειδήσεις χιλιάδων Ελλήνων, που παρά την πείνα, την ανεργία και την καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση ύψωσαν τα εθνικά λάβαρα και θυμήθηκαν τις επιταγές του Παύλου Μελά.

Το συλλαλητήριο της Αθήνας είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τις Αντιδημοκρατικές αντικαθεστωτικές Δυνάμεις αφού η συμμετοχή των ανένταχτων/αυτόνομων Πατριωτών και Ριζοσπαστών Εθνικιστών υπήρξε δυναμική. Στο πεζοδρόμιο συναντήθηκε ξανά η Παλιά Φρουρά του Εθνικισμού/Εθνικοσοσιαλισμού με την Εθνικοεπαναστατική Νεολαία η οποία δεν γοητεύτηκε από τον κοινοβουλευτικό «εθνικισμό» και προτίμησε τον ουσιαστικό ρόλο της περιφρούρησης. Κατάφερε να δείξει ότι μέσω της αυτοργάνωσης τα πάντα μπορούν να επιτευχθούν. Η παρουσία τους υπήρξε επιβλητική και η ήττα για τους αντιπάλους μας σε τακτικό επίπεδο ήταν ολοφάνερη αφού ουδείς τόλμησε να τους προκαλέσει. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία έδειξαν στην πράξη ότι οι Συναγωνιστές γνωρίζουν πολύ καλά και ποιοι είναι οι ένστολοι πραιτοριανοί του Συστήματος και επί σειρά ωρών ξέρουν πως να κυριαρχούν στα πεζοδρόμια των Αθηνών. Ο πετροπόλεμος με τους μπάτσους και τα χημικά υπενθύμισαν σε πολλούς ότι ο Ελληνικός Φασισμός παραμένει στον πυρήνα του αντικαθεστωτικός και δυναμικός.

Μικρές ευέλικτες ομάδες και κινήσεις με σχεδιασμό και αυτοπεποίθηση κατάφεραν να κερδίσουν τις εντυπώσεις σε μια λαοσύναξη που είχε μεγάλο αριθμό νεολαίων οι οποίοι βλέποντας την Σιδηρά Νεολαία μας θα «ψαχτούν» εσωτερικά και θα ακολουθήσουν και αυτοί με την σειρά τους το φωτεινό μονοπάτι της Αντιδημοκρατικής Σκέψης. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες χιλιάδες Συνέλληνες που δεν φοβήθηκαν να δηλώσουν αντικαθεστωτικοί, Φασίστες και «ακραίοι», που «έκραξαν» τον Λεβέντη και την παρέα του, που θέλουν να καεί το μπουρδέλο η βουλή (μαζί και με τους 300 αν ήταν δυνατόν) και τέλος να δώσουν ένα καλό μάθημα στα εγγόνια του Ζαχαριάδη και του Βαφειάδη, Υπήρχαν αυτοί που ξέρουν να τιμούν την Γαλανόλευκη παρά τα καθημερινά τους προβλήματα. Μια νέα γενιά Συναγωνιστών θα γεννηθεί από αυτές τις επιβλητικές λαϊκές δυνάμεις.

Ο χαιρετισμός ενός ομιλητή που κάποιοι βάφτισαν «ναζιστικό» καθώς και η παρουσία ενός διεθνιστή όπως ο Θεοδωράκης, δεν μπορούν να μειώσουν το αντικαθεστωτικό μήνυμα της συγκέντρωσης. Κάποιοι είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν και δεν «κατέβηκαν» μόνο για την Μακεδονία. Συγκεντρώθηκαν για να δείξουν έμπρακτα ότι φτάνει πια με τους γραικύλους και τα παρακρατικά τσιράκια τους. Φτάνει πια με την εξαθλίωση και την Υποταγή. Και όπως έγραφε ένα πανό «Ούτε Βήμα Πίσω» για την Μακεδονία, την Κερύνεια, την Θράκη και το Αιγαίο, για εμάς τα παιδιά μας και τους προγόνους μας.





«Με τεταμένη την δεξιά» I














«Καλοί μου Ελληνες, αδέρφια μου… φασίστες, ναζιστές, τρομοκράτες, αναρχικοί, τραμπούκοι»

Βιβλιοπαρουσίαση: Φασισμός και αι ιδεολογικαί του βάσεις


Παμπούκας Γεώργιος
Εκδόσεις Λόγχη
11/2010
Σελίδες: 112

«H ιστορία του φασισμού είναι σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα ή ιδωμένη μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του πολιτικού φανατισμού και της απαξίωσης του ηγέτη του, Μουσολίνι, λόγω της άσκοπης επίθεσής του 1940 στην Πατρίδα μας. Οι κοινωνικοπολιτικές αιτίες, τα ιδεολογικά ρεύματα που οδήγησαν στην δημιουργία αρχικά του Φασιστικού Κινήματος και κατόπιν του καθεστώτος και του δόγματος, υπήρξαν και είναι πολυποίκιλα. Το ίδιο και οι διαστρωματώσεις του κράτους που δημιούργησε στην Ιταλία, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κοινωνικό πείραμα της συντεχνιακής οργάνωσης της οικονομικής ζωής. Στα προ του πολέμου χρόνια, ο φασισμός, ως πολιτικό κίνημα αλλά και κρατική οντότητα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και πρότυπο ακόμα για πολλούς θεωρητικούς και πολιτικούς της εποχής. Γραμμένο προ του Οκτωβρίου του 1940, αποτελεί μία σύνοψη των Ιδεών, των κρατικών δομών αλλά και μια αναλυτική παρουσίαση του συντεχνιακού κράτους ως αντίβαρο στη φιλελεύθερη και σοσιαλιστική κοινωνική πρόταση. Κυρίως όμως, είναι ένα ντοκουμέντο εποχής χωρίς τις αγκυλώσεις της μετά του 1945 περιόδου»

για να το παραγγείλετε στον σύνδεσμο εδώ

Ο Μαύρος Βαρόνος Ιούλιος Έβολα (metapedia)



Ο Ιούλιος Έβολα, [Giulio Cesare Andrea Evola] γνωστός ως Julius Evola, Ιταλός με οικογενειακή καταγωγή από τη Σικελία, βουδιστής, φιλόσοφος ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους του 20ου αιώνα, κοινωνικός στοχαστής, ζωγράφος, συγγραφέας και ποιητής, γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1898 στη Ρώμη και πέθανε στις 11 Ιουνίου 1974, στην ίδια πόλη. Η έντονη προσωπικότητα, οι φιλοσοφικές και πολιτικές του ιδέες καθώς και το συγγραφικό του έργο τον καθιέρωσαν ως μια σημαντική φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής εσωτερικής Παραδόσεως.

Ήταν απόγονος οικογένειας βαρόνων της Ρώμης με καταγωγή από τη Σικελία και η πρώτη αλλά καθοριστική επίδραση που δέχθηκε ήταν ο Νίτσε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Πολυτεχνείο, το οποίο εγκατέλειψε χωρίς ποτέ να αποφοιτήσει ή να αποκτήσει κάποιο πανεπιστημιακό τίτλο, λόγω της περιφρονήσεως του για τους ακαδημαϊκούς τίτλους. Υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός πυροβολικού. Συνεργάστηκε με την επιθεώρηση «Bleu e Noi», επεξεργάστηκε θεωρητικά κείμενα, όπως το 1920 το «Arte astratta», ενώ την ίδια περίοδο έγραψε ποιήματα και ποιητικές πρόζες, όπως το 1921 τη συλλογή «La parole obscure du paysage interieur». Στα νεανικά του χρόνια η ενασχόληση με την τέχνη θα τον φέρει κοντά στον Φιλίππο Μαρινέττι και τον Τζιοβάνι Παπίνι, ενώ η αλληλογραφία του με τον Τριστάν Τζαρά τον ανέδειξε ως τον κύριο εκπρόσωπο του Νταντά στην Ιταλία καθώς ζωγραφίζει και εκθέτει τα έργα του στη Ρώμη και στο Βερολίνο. Ο Ντανταϊσμός έγινε γι’ αυτόν ένα βήμα για να περάσει αλλού: αρχίζει να επεξεργάζεται ένα φιλοσοφικό έργο το οποίο αντιλαμβάνεται ως υπέρβαση του κλασικού ιδεαλισμού και εκδίδει τις πρώτες του συλλογές δοκιμίων, «Saggi sull’ idealism magico», το 1925 και «Teoria dell’ individuo assoluto, το 1927, οι οποίες προκάλεσαν την προσοχή του Croce και του Calogero. Ταυτόχρονα ανακάλυψε τις ανατολικές τέχνες της αυτοπραγματώσεως, έτσι επιμελήθηκε μια Ιταλική έκδοση του Ταό τε Τσινγκ και το 1926 δημοσίευσε το πρώτο Ιταλικό έργο πάνω στην Τάντρα με τίτλο «L’ uomo come Potenza». Ακολούθησε ένα εξαιρετικά πολεμικό βιβλίο πάνω στη διαμάχη Φασισμού και Χριστιανισμού το «Imperialismo pagano», το 1928. Τα επόμενα χρόνια θα ελκύσουν το ενδιαφέρον του η αλχημεία με τίτλο «La tradizione ermetica», το 1931, ο σύγχρονος πνευματισμός, «Maschera e volto dello spiritualismo contemporaneo», το 1932, οι ιπποτικές και απόκρυφες αφηγήσεις, «Il mistero del Graal», το 1937.

Δεν έπαψε ωστόσο να παρεμβαίνει ενεργά στην πολιτιστική ζωή της εποχής. Συνεργάζεται στο «Ignis, Atanor, Bilychnis», κι εν συνεχεία εκδίδει ο ίδιος τα μηνιαία δελτία «Ur» (1927–1928) και «Krur» το 1929, ενώ το 1930 εξέδωσε το εξαμηνιαίο «La Torre», το οποίο απαγορεύτηκε λόγω μιας εξαιρετικά ετερόδοξης ερμηνείας του Φασισμού που εκπροσωπούσε. Από το 1934 μέχρι το 1943, ωστόσο, θα κρατάει τη σελίδα «Diorama Filosofico» στην ημερήσια «Il Regime Fascista di Cremona», η οποία φιλοξενεί πολλά από τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής και φέρνει σε επαφή το ιταλικό κοινό με το έργο του Spengler, του Rene Guenon, του Meyrink, του Bachofen. Ίδρυσε το 1927 μαζί με άλλους Ιταλούς διανοούμενους, την ομάδα «Ur», [«Gruppo di Ur»], εξέδωσαν το μηνιαίο ομώνυμο έντυπο «Ur», την περίοδο 1927 έως το 1928 και από το 1929 το επίσης μηνιαίο δελτίο «Krur». Από το 1934 έως το 1943 έγραφε τη σελίδα «Diorama Filosofico» στην ημερήσια εφημερίδα «Il Regime Fascista di Cremona», η οποία φιλοξενούσε και γνώρισε στο ιταλικό κοινό τα έργα του Spengler, του Guenon, του Meyrink και του Bachofen.

Αρνήθηκε και δεν έγινε μέλος του Ιταλικού φασιστικού κόμματος όμως αναγνώρισε την ανάγκη της Εθνικής Επαναστάσεως του Οκτωβρίου. Συνεργάστηκε με το Φαρινάτσι στο «Φασιστικό καθεστώς» [«Regime Fascista»], ανέπτυξε στενές σχέσεις με το πρωσικό «Herrenklub», ενώ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και παρακολούθησε την ανάπτυξη των «S.S.» που προορίζονταν να δημιουργήσουν την πνευματική και βιολογική ηγεσία του Γερμανικού Τρίτου Ράϊχ. Το 1938 επισκέφθηκε τη Ρουμανία, όπου συναντήθηκε με τον εθνικιστή διανοούμενο Κορνήλιο Codreanu, για τον οποίο έτρεφε μεγάλη εκτίμηση. Στη διάρκεια της Γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Ρωσίας, υπέβαλλε αίτημα να στρατευθεί ως εθελοντής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 μετά την πτώση του Φασισμού και την ιταλική συνθηκολόγηση, ο Έβολα κατέφυγε στη Γερμανία και συμμετείχε στις προσπάθειες για την δημιουργία μιας νέας φασιστικής κυβερνήσεως στην ελεύθερη ακόμα Ιταλία του Βορρά, ενώ επισκέπτονταν συχνά τη Γερμανία και την Αυστρία. Εργάστηκε στη Βιέννη ως ερευνητής της δομής της μασονίας στην Εταιρεία Μελετών των SS «Κληρονομιά των Προγόνων», όπου τον Απρίλιο του 1945 εξ αιτίας ενός ρωσικού βομβαρδισμού, λίγο πριν την εισβολή των Σοβιετικών, τραυματίστηκε σοβαρά και το ατύχημα αυτό θα του κληροδοτήσει μία μόνιμη αναπηρία λόγω πάρεσης των κάτω άκρων, ως επακόλουθο σοβαρών κακώσεων του νωτιαίου μυελού και παρέμεινε καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ως το τέλος της ζωής του.

Το 1948, με τη μεσολάβηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού μεταφέρθηκε στην Μπολόνια όμως η επιστροφή του στην Ιταλία έγινε σε εχθρικό κλίμα. Το 1951 μετά από μια σειρά λεπτών χειρουργικών επεμβάσεων χωρίς αποτέλεσμα και μια πραγματική δοκιμασία σε νοσοκομεία, αποσύρθηκε οριστικά στην έπαυλή του σε προάστιο της Ρώμης. Η νεαρή ιταλική δημοκρατία φοβάται τη δύναμη του φιλοσόφου και τον ίδιο χρόνο, όταν κατηγορήθηκε για προτροπή της νεολαίας προς επαναστατικές και «τρομοκρατικές» κατά του αστικού καθεστώτος πράξεις» και «προώθηση του φασισμού», συνελήφθη και παρέμεινε προφυλακισμένος επί εξάμηνο, κυρίως για το δοκίμιο του «Orientamenti», που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα «ιερά κείμενα» της φασιστικής νεολαίας. Τελικά τον Ιούνιο του 1951 οδηγήθηκε σε δίκη που διήρκεσε έως το Νοέμβριο. Στην απολογία του είπε «Εγώ υπερασπίστηκα και υπερασπίζομαι τις «Φασιστικές» ιδέες. Όχι στο κατά πόσον είναι φασιστικές αλλά στο μέτρο κατά το οποίον επαναποδέχονται μια παράδοση ανώτερη και προϋπάρχουσα του φασισμού, καθόσον ανήκουν στην ιεραρχική κληρονομιά, την αριστοκρατική και παραδοσιακή του Κράτους έννοιας που έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και που διατηρήθηκε στην Ευρώπη μέχρι την Γαλλική επανάσταση».

Πολιτικές-Φιλοσοφικές θέσεις

Οι πολιτικές και οι φιλοσοφικές του θέσεις επηρεάστηκαν από το Φρειδερίκο Νίτσε, τον Όττο Βάϊνινγκερ, [Otto Weininger], το Τζιαμπατίστα Βίκο, αλλά και τον Κάρλο Μικελστέτερ, [Carlo Michelstaedter]. Πολιτικά ήταν αντίθετος με τον καπιταλισμό και τον Μπολσεβικισμό, όμως το έργο του «La Torre», που αποτελεί μία έντονη κριτική στο πολιτικό καθεστώς της εποχής, στη σχέση του με την καθολική εκκλησία και τους μεγαλοβιομήχανους, απαγορεύθηκε το 1930, με προσωπική εντολή του Μπενίτο Μουσολίνι. Η οπτική του απέναντι στον Φασισμό είναι ρομαντική και ανορθόδοξη, κυρίως πνευματική και δεν πήρε ποτέ συγκεκριμένη πολιτική έκφραση, θέσεις που αποτυπώνονται το 1934 στο έργο του «Επανάσταση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Κατηγορήθηκε όπως ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, ως «φασίστας» και αποκλείσθηκε από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Τον χαρακτήρισαν «σκοτεινό φιλόσοφο», φιλόσοφο της εξέγερσης, μύστη της αρχαίας παράδοσης, αλλά και προφήτη του κόσμου.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Χρήστο Γούδη «κάνει διάκριση μεταξύ της συνήθους, εξωτερικής γνώσης των «πολλών», και της μυστικής, εσωτερικής γνώσης των «αρίστων» (των ηρώων και των ανθρώπων της γνώσης, των ιερέων και των ασκητών), σύμφωνα με την πλατωνική διάκριση μεταξύ «δόξας» και «επιστήμης». Επικριτικός για τον άνθρωπο της τετριμμένης καθημερινότητας που ζει για να τρώει, να αναπαράγεται και να πεθαίνει, αναζητά «κάτι περισσότερο από το να ζει», το γερμανικό «mehr als leben», ένα είδος νοσταλγίας για το «hyperuranium», …[…]… Στην πίστη αντιπροτείνει την εμπειρία, στην ευλάβεια την ηρωική και ασκητική πράξη, στον Θεό των θεϊστών, που θεωρείται από αυτούς ως η έσχατη πραγματικότητα και η εσχατολογική τους ελπίδα, αντιπροτείνει την ιδέα της απελευθέρωσης και του διαφωτισμού».

Διακήρυξε την ανάγκη ενός «αναρχισμού της δεξιάς», έτσι ώστε «..να αποδιοργανωθεί, να διαρραγεί και να καταλυθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων..» και ενέπνευσε την ηγεσία πολλών πολιτικών κομμάτων, όπως το «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα», [M.S.I.] και η αμερικανική «Εθνική Συμμαχία». Η προσέγγιση του Έβολα με τον Φασισμό είναι, ολοφάνερα, ρομαντική και ανορθόδοξη και όχι απαλλαγμένη από εσωτερικές αντιφάσεις. Παραμένει πάντως πνευματική και δεν πήρε συγκεκριμένη πολιτική έκφραση. Στη βάση της βρίσκεται μία κοσμοαντίληψη που διαμορφώνει ο συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια, αντι-μοντέρνα, αντι-υλιστική και αντι-προοδευτική, η οποία τον κάνει να βλέπει είτε στον αμερικανισμό, είτε στον μπολσεβικισμό τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: απεναντίας, εξυψώνει ρομαντικά τον αρχαίο και παραδοσιακό κόσμο. Οι θέσεις αυτές αποτυπώνονται στο πιο γνωστό ίσως έργο του, Rivolta contro in mondo moderno (Επανάσταση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, 1934). Μεταξύ 1935 και 1943 τον αποσχολεί το φυλετικό πρόβλημα, αλλά αντιτίθεται στις βιολογικές θεωρίες του ρατσισμού: η προβληματική αυτή έχει αποτυπωθεί σε βιβλία όπως τα Tre aspetti del problema ebraico (1936) και Il mito del sangue (1941). Το τελευταίο προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μουσολίνι, ο οποίος τον προσκαλεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στο Palazzo Venezia.

Τα μεταπολεμικά χρόνια αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο και σταδιακά διαμόρφωσε μια αντίληψη για την εποχή ως τη σκοτεινή περίοδο, [Kali-yunga], του τέλους ενός πολιτισμού, της παρακμής και της αποσύνθεσης και γράφει, μεταξύ άλλων, τα έργα του Gli uomini e le rovine το 1953 και La metafisica del sesso, [Η μεταφυσική του φύλου], το 1958. Το 1963 τον επανανακαλύπτουν ως ντανταϊστή: οργανώνεται μια έκθεση όλων του των έργων στη γκαλερί «Medusa» της Ρώμης και ακολουθούν μια αυτοβιογραφία του (Il camino del cinabro, 1964) και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών του έργων (Raaga Blanda, 1969). Από το 1968 μέχρι το 1974, χρονιά του θανάτου του, ιδρύει και επιμελείται στις εκδόσεις Mediteranee τη σειρά «Orrizonti dello Spirito» όπου παρουσιάζει έργα ποικίλου πνευματικού και παραδοσιακού προσανατολισμού. Η γενιά «της αμφισβήτησης» του 1960 ανακαλύπτει εκ νέου το έργο του, το οποίο ερμηνεύει όχι μόνο προς τα δεξιά αλλά και προς τ’ αριστερά. Οι πίνακες και τα έργα του σήμερα εκτίθενται σε ιδιωτικές συλλογές και στη Galleria Nationale d’ Arte Moderna της Ρώμης. Το συγγραφικό του έργο έχει μεταφραστεί σε όλες τις Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Το τέλος του

Το 1968, παρουσίασε οξεία καρδιακή ανεπάρκεια και το 1970 στη διάρκεια μιας ανάλογης κρίσης εισήχθη στο νοσοκομείο, με επιμονή ενός γιατρού που ήταν προσωπικός του φίλος. Σταδιακά η υγεία του επιδεινώθηκε και εμφάνισε δυσκολίες στην αναπνοή, ενοχλήσεις στο συκώτια, προσβάλλονταν από συνεχείς λοιμώξεις, και σταδιακά μειώθηκε η ανάγκη του για τροφή. Με τη διαθήκη του όρισε να αποτεφρωθεί το σώμα του δίχως τελετές ή ομιλίες. Μετά το θάνατό του, παρουσία ελάχιστων συγγενών και οπαδών του η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της τοποθετήθηκαν σε μια λαξεμένη τεφροδόχο, στον παγετώνα του όρους Μόντε Ρόζα [Monte Rosa], στις Ιταλικές Άλπεις.

Εργογραφία

Επιμελήθηκε την πρώτη ιταλική έκδοση του Τάο Τε Τσίνγκ και έκανε γνωστές στην Δύση τις πρακτικές της Τάντρα, της γιόγκα του σεξ καθώς και τον κώδικα τιμής των Σαμουράι. Ως καλλιτέχνης γνώρισε από κοντά τον Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι και τον Τζοβάνι Παπίνι, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία του με τον Τζαρά. Το 1969 τα ποιητικά του έργα παρουσιάστηκαν με το γενικό τίτλο «Raaga Blanda», ενώ παράλληλα ως ζωγράφος παρουσίασε τα έργα του στη Ρώμη και στο Βερολίνο και με τα έργα του επηρέασε το ρεύμα του Ντανταϊσμού στο οποίο εντάχθηκε.


Το 1963 οργανώθηκε έκθεση όλων των έργων του στη γκαλερί «Medusa» στη Ρώμη, ενώ από το 1968 μέχρι το 1974, χρονιά του θανάτου του, ίδρυσε και επιμελήθηκε τις εκδόσεις «Mediteranee» και τη σειρά «Orrizonti dello Spirito» όπου παρουσίασε έργα πνευματικού και παραδοσιακού προσανατολισμού. Το συγγραφικό του έργο έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. 

Ύλη εναντίον Πνεύματος



για να παραγγείλετε το βιβλίο στον σύνδεσμο εδώ

Όταν μαζευτήκαμε στο δωμάτιο στον Οίκο μας, οι πέντε μας μαζί με δέκα πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές, και όταν θελήσαμε να γράψουμε μερικά γράμματα προς τον κύριο Χριστάτσε Σολομόν και σε άλλους, μόνο τότε συνειδητοποιήσαμε πόσο φτωχοί ήμασταν, γιατί όλων μαζί μας έλειπαν ακόμη και τα χρήματα για τους φακέλους και τα γραμματόσημα. Μέχρι τότε, όποτε μας έλειπαν χρήματα, πηγαίναμε στους μεγαλύτερους βετεράνους και τους ζητούσαμε. Αλλά τώρα δεν είχαμε κανέναν για να στραφούμε. Να ξεκινήσουμε έναν πολιτικό οργανισμό τελείως αδέκαροι! Ήταν ταυτοχρόνως ένα δύσκολό και τολμηρό πράγμα για να κάνουμε. Σε αυτόν τον αιώνα που η ύλη είναι παντοδύναμη, που κανείς δεν ξεκινάει οτιδήποτε ασχέτως του πόσο μικρό είναι, χωρίς να ρωτήσει τον εαυτό του «πόσα λεφτά έχω;». Ο Θεός ήθελε να αποδείξει, πως στην λεγεωναρική νίκη η ύλη δεν έπαιζε κανένα ρόλο.

Μέσω της τολμηρής χειρονομίας μας, στρέψαμε τις πλάτες μας σε μία νοοτροπία που κυριαρχούσε στα πάντα. Σκοτώσαμε μέσα μας έναν κόσμο, ώστε να υψώσουμε έναν άλλο, ψηλά ως τον ουρανό. Η απόλυτη εξουσία της ύλης ανατράπηκε, έτσι ώστε να αντικατασταθεί από την αρχή του πνεύματος, των ηθικών αξιών.

Δεν αρνούμασταν και δεν θα αρνηθούμε ποτέ την ύπαρξη, την λειτουργία και την αναγκαιότητα της ύλης στον κόσμο, αλλά αρνηθήκαμε και θα αρνούμαστε για πάντα το δικαίωμα της απόλυτης κυριαρχίας της. Με άλλα λόγια, δίναμε ένα χτύπημα σε μία νοοτροπία, η οποία έθετε τον χρυσό μόσχο στο επίκεντρο και ως τον κύριο σκοπό της ζωής. Συνειδητοποιούσαμε, πως αν επρόκειτο να βαδίσουμε αυτόν τον δρόμο της αντεστραμμένης σχέσεως αξιών μεταξύ πνεύματος και ύλης, θα είχαμε εξαντλήσει εντός μας κάθε κουράγιο, δύναμη, πίστη και ελπίδες. Κατά την διάρκεια εκείνου του πρώτου ξεκινήματος βρήκαμε την μόνη ηθική δύναμη, μόνο στην ακλόνητη πίστη, πως θέτοντας τους εαυτούς μας στην αρχική αρμονία της ζωής, την υποταγή της ύλης στο πνεύμα, θα μπορούσαμε να υποτάξουμε τις αντιξοότητες και να είμαστε νικηφόροι επί των σατανικών δυνάμεων που συνασπίζονταν με σκοπό να μας καταστρέψουν.

Κορνήλιος Κοντρεάνου

Από το βιβλίο του «Για τους Λεγεωνάριους μου» (1936) 

Βιβλιοπαρουσίαση: Dietrich Eckart - Ο βίος ενός Γερμανού (Alfred Rosenberg)



Το να είσαι αυθεντικός άνθρωπος είναι έγκλημα, όχι μόνο σήμερα επί δημοκρατίας, η οποία αναπαράγει πλειοψηφίες για να φυτοζωεί, χωρίς να γεννά δυνάμεις που να διάγουν έναν αποδοτικό βίο. Η απεικόνιση του Εαυτού ήταν ενοχλητική ακόμα και πριν την εξέγερση του 1918. Όταν χαρακτήρες με αυτοπεποίθηση εξέφραζαν δυνατά τη γνώμη τους, αυτό δεν άρεσε σε εκείνους που κατείχαν υψηλές θέσεις, ακόμα πιο χαμηλά, η αστική τάξη κρατούνταν σε μια σταθερή υποκειμενική αφοσίωση, ενώ η σοσιαλδημοκρατία με τη σειρά της, κλεισμένη μέσα στη δική της σφαίρα ύπαρξης, έκοβε όσα κεφάλια τολμούσαν να σκεφτούν ανεξάρτητα πέρα από την μαρξιστική κατήχηση. […] Όπως είπε ο Ίψεν: ο καλικάντζαρος κυβερνά την ώρα, ο υπάνθρωπος κυβερνά τον άνθρωπο. Η εποχή της δημοκρατίας βιώνει την τελική αποκάλυψή της.


[…] Αν κάποιος πει  ότι το έργο ενός ποιητή μπορεί να κατανοηθεί σωστά μόνο αν ξέρουμε την προσωπικότητά του, αυτό ισχύει διπλά για τον Ντήτριχ  Έκαρτ. 

για να το παραγγείλετε εδώ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η Εθνικοσοσιαλιστική Φιλοσοφική και Πολιτική Επιθεώρηση «Βορεινός Οίαξ» σε μορφή αρχείου .pdf



ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η Εθνικοσοσιαλιστική Φιλοσοφική και Πολιτική Επιθεώρηση «Βορεινός Οίαξ» σε μορφή αρχείου .pdf

Στα πλαίσια της προβολής και στήριξης των εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων, μέσα από το ιστολόγιο «Μαύρος Κρίνος» έχουν προβληθεί όλες οι ποιοτικές κινήσεις και ομάδες της Ελληνικής Αντιδημοκρατικής παράταξης. Η προβολή των θέσεων και παρεμβάσεων των αυτόνομων/ανεξάρτητων ομάδων και κινήσεων, ενισχύει την Ιδέα και την Σύνθεση απέναντι σε έναν «καταγωγιακό εθνικισμό» που επιδιώκει να επιβάλλει η αστική ακροδεξιά.


Αρνούμενες να συμβιβαστούν με τα φαινόμενα παρακμής και ιδεολογικής σύγχυσης, οι εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις προβάλλουν ένα κόσμο Αξιών που καμιά σχέση δεν έχουν με διάφορα νοσηρά φαινόμενα και βδελυρά πρόσωπα. Τονίζουμε ιδιαίτερα ότι πέρα από τις όποιες διαφωνίες μπορεί να υπάρχουν στα θέματα τακτικής και οργάνωσης και τις επιμέρους ιδεολογικές διαφορές που προκύπτουν, θεωρούμε σημαντικό να δώσουμε ελεύθερο βήμα σε όλους αυτούς που συνεισφέρουν θετικά στην οικοδόμηση ενός μετώπου που θα δώσει τον αγώνα για μια Ελεύθερη Ελλάδα σε μια Ελεύθερη Ευρώπη. Ο εχθρός είναι ένας και οφείλουμε ως Αυτόνομοι, Εθνικιστές και Σοσιαλιστές, να είμαστε ενωμένοι, γιατί μόνο τότε έχουμε ελπίδα να νικήσουμε.  


Τον τελευταίο καιρό ο Στέφανος Γκέκας και οι Εθνικοσοσιαλιστές του Άρματος (η επίσημη ιστοσελίδα τους εδώ) εμφανίζονται και πάλι δυναμικά στο προσκήνιο παρά την εκστρατεία λασπολογίας που προέρχεται από πρόσωπα εντός και εκτός του λεγόμενου «χώρου». Υπενθυμίζουμε ότι τον Νοέμβριο του 2008 είχαμε την τιμή να δημοσιεύσουμε μια αποκλειστική συνέντευξη του Στέφανου Γκέκα (1ο 2ο 3ο 4ο μέρος) και τον Δεκέμβριο του 2009 να προβάλλουμε τις απόψεις (σχετικός σύνδεσμος εδώ)  αυτή την φορά ενός μέλους της νεολαίας του Άρματος.


Προσφάτως δημοσιεύτηκε στον «Μαύρο Κρίνο» ένα εκτεταμένο ιστορικό της εν λόγω οργάνωσης (σύνδεσμος εδώ) καθώς και μια ομιλία από το youtube του Στέφανου Γκέκα (σύνδεσμος εδώ και εδώ). Επίσης δεν παραλείψαμε να προβάλλουμε μια συνέντευξη του της 18ης Ιανουαρίου (σύνδεσμος εδώ) εξ αφορμής επικαίρων ζητημάτων που προκάλεσε ιδιαίτερα θετικά σχόλια. Στην επίσημη σελίδα της Εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης μπορεί εύκολα κάποιος να «κατεβάσει» τα έντυπα τους όπως τα τετράδια Εθνοκοινοτικού Προβληματισμού «Αρμός» τα οποία προβάλλαμε στον σύνδεσμο εδώ.


Η συντακτική ομάδα του «Μαύρου Κρίνου» μετά από άδεια του αρχηγού του Άρματος προχωράει σήμερα στην αποκλειστική προβολή ενός ακόμη οργάνου μάχης των Εθνικοσοσιαλιστών του Άρματος. Πρόκειται για μια φιλοσοφική και πολιτική επιθεώρηση που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2009 με την επωνυμία «Βορεινός Οίαξ» και προωθήθηκε μέσω ενός δικτύου διανομής σε εκατοντάδες Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες. 

Στα περιεχόμενα των 66 σελίδων μπορεί να μελετήσει κάποιος τα εξής θέματα:

-Η πλεύσις του «Βορεινού Οίακος»

-Η Έλευσις των Ελλήνων


-Η νομισματική πολιτική ως αφορμή του Β’ Π.Π.

-Συνάφειαι σήψεως και συνοχαί αυθεντικής δράσεως

-Συνέντευξις: Colin Jordan (του Άρη Αρίωνος)

-Ινδοευρωπαϊκός Πολιτισμός και η Αμερικάνικη Ν.Π.Τ.Π.

-Τα απόρρητα στον Πλούταρχο

-Η ανατροπή αξιών του κεφαλαίου (του Horst Mahler)

-1ο Πανουκρανικό Εθνικοσοσιαλιστικό συνέδριο


Για να το κατεβάσετε σε .pdf στον σύνδεσμο εδώ

Στην Ελλάδα των reality shows



της Άρτεμις

Με τον όρο reality shows χαρακτηρίζονται όλες εκείνες οι τηλεοπτικές εκπομπές, στις οποίες οι διαγωνιζόμενοι καλούνται να δείξουν τον πραγματικό χαρακτήρα τους. Το πρώτο reality που έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα, ήταν το Big Brother (Μεγάλος Αδελφός) στις 10 Σεπτεμβρίου 2001, με παρουσιαστή, τον πατέρα των reality, όπως χαρακτηρίζεται, Ανδρέα Μικρούτσικο. Έπειτα ακολούθησαν και άλλα reality τραγουδιού, reality που προωθούσαν τον έρωτα, μαγειρικής και επιβίωσης.

Θα έπρεπε να προβληματιστούμε για την ευρεία διάδοση και την μεγάλη επιτυχία των reality. Ποιοι λόγοι οδηγούν σε αυτό; Αρχικά, ο κόσμος προσπαθώντας να ξεχάσει τα δικά του προβλήματα προτιμά να ασχοληθεί με την ιδιωτική ζωή των υπολοίπων. Η περιέργεια όμως αυτή πολλές φορές φτάνει σε επίπεδα νοσηρότητας. Ως τηλεθεατές χαιρόμαστε με τη βία, τους καυγάδες και τη δυστυχία των άλλων. Ικανοποιούμαστε διαπιστώνοντας πως υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες απ’ ότι εμείς.

Δυστυχώς οι επιπτώσεις αυτών των reality έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις νεαρές κυρίως ηλικίες. Οι έφηβοι θεωρούν πως θα επιτύχουν στη ζωή τους μέσα από τις μεγάλες σκηνές και τα φώτα δημοσιότητας , χωρίς καμία προσπάθεια. Τις περισσότερες φορές μέσα από τα reality προωθούνται αρνητικά πρότυπα, αφού προσπαθούν να μας πείσουν πως για να επιτύχουμε θα πρέπει είτε να έχουμε κοιλιακούς και γυμνασμένο σώμα, είτε να είμαστε ομοφυλόφιλοι, πλέον συχνό θέμα σε εκπομπές, είτε τα κοριτσάκια να περιφέρονται ημίγυμνα στις παραλίες του Αγίου Δομίνικου. 

Για ένα πιάτο φαγητό και ένα κομμάτι ψωμί, την ώρα που Ελληνικές οικογένειες πεινάνε, όχι γιατί δεν έχουν συνταγές, αλλά δεν έχουν χρήματα, προωθείται η «ρουφιανία» και το «τσατσιλίκι». Θα σε ρουφιανέψω πολύ απλά για να φάω. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σήμερα, σε περίοδο οικονομικής κρίσης που οι ελληνικές οικογένειες είναι σε κατάσταση πουν δεν μπορούν ούτε να θρέψουν τα παιδιά τους, η πλουτοκρατία που κατέχει τα ΜΜΕ προβάλλει όλο και περισσότερες εκπομπές με συνταγές από ακριβά εστιατόρια και διάφορους ειδικούς της μαγειρικής τέχνης. Μια ακόμη γερή δόση ειρωνείας και μια ακόμη πρόκληση από τους γύπες της ενημέρωσης. Το μήνυμα είναι απλό και άμεσο. Μπορεί να μην έχεις να φας αλλά αφιέρωσε χρόνο για να δεις πως κάποιοι φτιάχνουν όμορφα πιάτα τα οποία έχεις το δικαίωμα μόνο να τα ονειρευτείς.

Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα να αλλάξουν, αφού τα reality δεν έχουν μπει τόσο αθώα στη ζωή μας. Μέσα από αυτά τα προγράμματα ο τηλεθεατής αποσπάται από τα αληθινά και καίρια ζητήματα που συμβαίνουν γύρω του, ζει σε έναν πλασματικό κόσμο. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν ως πολίτες και τηλεθεατές αν έχουμε καλύτερο ποιοτικό και διανοητικό επίπεδο απ’ όλους αυτούς τους συμμετέχοντες των reality. Ας κλείσουμε τη τηλεόραση μας σε αυτά τα τηλεοπτικά σκουπίδια και ίσως τότε καταφέρουμε να εξαλείψουμε τη μάστιγα που ονομάζεται reality shows. 

Ιούλιος Έβολα, η ζωή και το έργο του.



Ο Giulio Cesare Evola γεννήθηκε στην Ρώμη στις 19 Μαϊου 1898. Η συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται σε έναν χρονικό ορίζοντα έξι δεκαετιών του 20ου αιώνος, από το 1920 ως το 1974, ενώ κείμενα του μεμονωμένα ή συγκεντρωμένα σε ανθολογίες κυκλοφόρησαν και μετά τον θάνατό του που επήλθε στις 11 Ιουνίου 1974 στην οικία του στην Ρώμη. Το έργο του μπορεί να διαχωριστεί κατά προσέγγιση σε τρεις βασικές περιόδους: την καλλιτεχνική, την φιλοσοφική και την τρίτη και κυριότερη που αφορούσε την ενασχόλησή του με την Παράδοση. Με την λέξη αυτή δεν εννοούσε την από συνήθεια και ουσιαστικώς μηχανική τήρηση εθίμων η τελετών. Αυτό άλλωστε ισοδυναμεί με τον θάνατο της παραδόσεως και όχι με την μετάδοση της από γενιά σε γενιά, ενώ είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά της Κάλι Γιούγκα των ινδικών κειμένων, η οποία αποτελεί το αντίστοιχο της εποχής κυριαρχίας του Σιδηρού Γένους του Ησιόδου. Αντιθέτως με την λέξη αυτή εννοεί την μεταβίβαση διδασκαλιών μεταφυσικού περιεχομένου, οι οποίες σκοπό έχουν την στροφή του ανθρώπου προς το υπερανθρώπινο πεδίο, το πνευματικό φώς και την συνακόλουθη απελευθέρωσή του από το γήινο και το χθόνιο στοιχείο. 

Η Παράδοση αυτή φυσικά είναι η Υπερβόρεια Παράδοση την οποία θα μεταφέρουν στις νέες πατρίδες τους τα Άρια φύλα και η οποία έτσι θα εκφρασθεί στην διάρκεια του χρόνου με διάφορες μορφές, αναλόγως και με την επικράτησή της ή όχι κατά την ανάμειξή της με μη Άριες διδασκαλίες. Οι θέσεις που εξέφρασε γύρω από έννοιες όπως το Κράτος, η Φυλή, η Ιεραρχία, ο Πόλεμος, η Ειρήνη, ο Νόμος, η Κουλτούρα και τις οποίες βάσισε σε διδασκαλίες τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσεως, σχετίζονταν άμεσα και εκπορεύονταν από Παραδοσιακές αρχές οι οποίες λειτουργούν ως άξονες, ως φωτεινά κέντρα σταθερά και ανεπηρέαστα από τον κύκλο των μεταβαλλόμενων συνθηκών και μορφών.

Όσον αφορά τον βίο του, οι πληροφορίες για τα παιδικά του χρόνια και τα χρόνια της εφηβείας όπως και για την καταγωγή του και την οικογένεια του είναι ελάχιστες, εφόσον και ο ίδιος απέφευγε να παραθέτει τέτοιου είδους στοιχεία, που δεν θεωρούσε πως ήταν τόσο σημαντικά και τα οποία γνωστοποιούσε, όπως αναφέρει και στη πνευματική αυτοβιογραφία του “Il Cammino del Cinabro”, μόνο κατά το μέτρο που διαφώτιζαν πλευρές του έργου του. Πίστευε πως η κριτική για την πνευματική εξέλιξη και την πορεία ενός ατόμου δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικώς σε βιογραφικά στοιχεία, διαφωνούσε δηλαδή με την αντίληψη πως ο άνθρωπος καθορίζεται μόνο από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του, καθώς πολλές φορές το άτομο ενεργεί υπό τη επήρεια δυνάμεων που υπερβαίνουν αυτό το ίδιο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί. Επίσης θεωρούσε πως πολύ σημαντική ήταν η «προσωπική εξίσωση», όπως χαρακτηριστικά έλεγε, του κάθε ανθρώπου. 

Για τον εαυτό του ανέφερε πως βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις επικρατούσες ιδέες στην χώρα που γεννήθηκε, όσο και με τις αντιλήψεις του οικογενειακού του κύκλου, ενώ η προσωπική του εξίσωση χαρακτηριζόταν από δύο τάσεις: Μία «βραχμανική» που τον ωθούσε να υπερβεί το ανθρώπινο στοιχείο μέσω της ενατενίσεως και του διαλογισμού, με αποτέλεσμα να νοιώθει αποστασιοποιημένος από το γήινο και το εγκόσμιο πεδίο και μία πολεμική τάση προσήκουσα σε έναν κσατρίγια, η οποία τον έστρεφε προς την δράση, την ασυμβίβαστη στάση και την κατάφαση του Εγώ. Σε νεαρή ηλικία θα έρθει σε επαφή με το έργο του Friedrich Nietzche και θα εντυπωσιαστεί από την εξοντωτική κριτική που άσκησε ο τελευταίος στην αστική ηθική, όπως και από την εναντίωση του στον Χριστιανισμό. Πριν τον Α’ ΠΠ θα αναπτύξει σχέσεις με τον κύκλο γύρω από τον Τζιοβάνι Παπίνι όπως και τους Φουτουριστές και τον Μαρινέτι γοητευμένος πάλι από την αντισυμβατικότητα και την επαναστατικότητά τους. Είναι η εποχή που οι Φουτουριστές διακηρύττουν πως «ο πόλεμος είναι η μόνη υγιεινή», φράση που σίγουρα τράβηξε την προσοχή του νεαρού Έβολα με την πολεμική προδιάθεση. 

Μέσω της αναγνώσεως των εντύπων του Παπίνι θα έρθει επίσης σε επαφή με παραδοσιακά κείμενα τόσο της Ανατολής όσο και με θρησκευτικούς διανοητές της Δύσεως όπως ο Μάιστερ Έκχαρτ. Τελικώς όμως θα απομακρυνθεί από αμφότερες τις ομάδες, εξαιτίας της επιφανειακότητος, της ασυνέπειας και της επιδεικτικότητος που της χαρακτήριζε. Στην διάρρηξη των σχέσεων θα τον οδηγούσε και ο αντιγερμανισμός τόσο του Παπίνι όσο και του Μαρινέτι, οι οποίοι υποστήριζαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ ο ίδιος επιθυμούσε την συμπαράταξη με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Μάλιστα σε άρθρο του εκείνη την εποχή έγραψε πως αν η Ιταλία συμμαχούσε τελικώς με τις δυνάμεις της Αντάντ και εισερχόταν στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, αυτό θα έπρεπε να γίνει αφού υιοθετούσε γερμανικές αξίες και αντιλήψεις.

Την περίοδο του πολέμου θα υπηρετήσει ως έφεδρος αξιωματικός του πυροβολικού χωρίς όμως να δει σημαντική δράση. Μετά τον πόλεμο θα βιώσει μία ισχυρή υπαρξιακή κρίση η οποία θα τον οδηγήσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Θα την ξεπεράσει όμως μετά την ανάγνωση ενός βουδιστικού κειμένου που θα τον κάνει να αντιληφθεί πως η επιθυμία του για αυτό-διάλυση ήταν ένας ακόμη δεσμός με την άγνοια, τον οποίο και έπρεπε να αποκόψει. Η επαύριος του Α’ ΠΠ σηματοδοτεί την «καλλιτεχνική του περίοδο» κατά την οποία θα συνδεθεί με το κίνημα του Ντανταϊσμού και θα γνωρίσει προσωπικά τον ιδρυτή του Τριστάν Τσάρα. Το 1920 θα συγγράψει ποίηση και θα εκδώσει το βιβλίο του Arte Astratta (Αφηρημένη Τέχνη), ενώ πίνακες του θα εκτεθούν στη Ρώμη και στο Βερολίνο. Το 1921 θα εγκαταλείψει την ζωγραφική και την ποίηση εφόσον πίστευε πως είχε εξαντλήσει κάθε δυνατότητα σε αυτούς τους τομείς

Τα χρόνια από το 1921 εώς το 1927 εντάσσονται στην «φιλοσοφική περίοδο», οπότε και θα αναπτύξει το σύστημα του «Μαγικού Ιδεαλισμού» το οποίο θα εκθέσει με μία σειρά άρθρων, διαλέξεων και κυρίως στα βιβλία του «Δοκίμια περί του Μαγικού Ιδεαλισμού», «Θεωρία του Απόλυτου Ατόμου», «Το Άτομο και η Γένεση του Κόσμου», ενώ την ίδια περίοδο θα γραφεί και το «Φαινομενολογία του Απόλυτου Ατόμου» το οποίο όμως θα εκδοθεί το 1930. Το 1923 θα εκδοθεί η εισαγωγή του στο Τάο-Τε-Κινγκ του Λάο Τσε με τίτλο «Το Βιβλίο της Ζωής και της Αρετής» (Il Libro della Via e della Virtu). Η ενασχόληση με τον Λάο Τσε θα είναι και μία ώθηση για την σταδιακή απομάκρυνση του Έβολα από το ρεύμα του Ιδεαλισμού και από την σύγχρονη φιλοσοφία εν γένει, αν και εκείνη την εποχή όπως καταγράφει και ο ίδιος ερμήνευε τα παραδοσιακά κείμενα που μελετούσε υπό το πρίσμα του Ιδεαλισμού, τον οποίο και προσπαθούσε να αναμείξει με τις παραδοσιακές διδασκαλίες, προκαλώντας κατά κάποιο τρόπο μια μόλυνση τους από νεωτερικά στοιχεία. Για την ακρίβεια προσπαθούσε όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, αλλά και όπως υποστήριξε σε γράμμα του προς τον Γάλλο Παραδοσιολόγο Ρενέ Γκενόν, να παρουσιάσει Παραδοσιακές μεταφυσικές διδασκαλίες μέσω του φιλοσοφικού του συστήματος, μία προσπάθεια όμως που όπως ομολογούσε δεν είχε τα ανάλογα αποτελέσματα. Όπως συνέβη και με την ενασχόλησή του με την τέχνη έτσι και η φιλοσοφική του περίοδος έλαβε ένα τέλος την στιγμή που θεώρησε πως έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει και πως πλέον δεν υπήρχε κάτι περισσότερο.

Το 1925 θα εκδόσει το «Ο Άνθρωπος ως Δύναμη», το οποίο θα επανεκδοθεί αναθεωρημένο το 1949 με τίτλο «Η Γιόγκα της Δυνάμεως». Εδώ πραγματεύεται τις Ταντρικές διδασκαλίες, την σχέση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και το πώς το πνεύμα των Τάντρας, με την έμφαση που έδινε στον μετασχηματισμό των στοιχειακών δυνάμεων που κυριαρχούν στην Κάλι-Γιούγκα ή Σκοτεινή Εποχή, μπορούσε να εφαρμοσθεί στην εξέλιξη των αξιών που κυριαρχούν στην νεώτερη Δύση. Άσκησε επίσης κριτική στην σύγχρονη επιστήμη για την οποία πίστευε πως όσο και αν διεύρυνε τις γνώσεις του ανθρώπου στο τεχνολογικό πεδίο, τον άφηνε παρόλα αυτά στο σκοτάδι όσον αφορά την ουσία της υπάρξεώς του, εφόσον στο υπόβαθρό της βρίσκονταν ωφελιμιστικές και δημοκρατικές αρχές, οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν με οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοπραγματώσεως του ατόμου. Το 1927 μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές θα δημιουργήσει την Ομάδα Ουρ η οποία θα εκδόσει μέχρι το 1929 μία σειρά μονογραφιών που θα εκδοθούν σε τρεις τόμους με τη ονομασία «Εισαγωγή στην Μαγεία: Η Μαγεία ως Επιστήμη του Εγώ». Παράλληλα η ομάδα θα επικεντρωθεί στην εκτέλεση τελετουργιών που σκοπό είχαν να αποκαταστήσουν την επαφή με μία ανώτερη δύναμη, η οποία θα επηρέαζε το έργο του κάθε μέλους ξεχωριστά, αλλά και τις συλλογικώς επικρατούσες αντιλήψεις, με απώτερο στόχο την αναβίωση των Ρωμαϊκών ιδεωδών. Η δραστηριότητα της ομάδος εν τέλει θα πάψει ύστερα από εσωτερικές διαφωνίες και σχίσματα.

Το 1928 θα εκδοθεί το βιβλίο του το οποίο θα προκαλέσει και μία θύελλα αντιδράσεων εναντίον του. Ο τίτλος του ήταν «Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός» και ήταν το πρώτο βιβλίο του που ήταν πολιτικό ενώ χαρακτηριζόταν από έντονο πολεμικό ύφος, το οποίο και αναθεώρησε στα μεταγενέστερα χρόνια χωρίς όμως να απορρίψει τις αρχές από τις οποίες διαπνεόταν όταν το συνέγραψε, αρχές τις οποίες θα συνέχιζε να υπερασπίζει μέχρι τέλους. Το περιεχόμενο του ήταν μία λυσσώδης κριτική των αιτίων της Ευρωπαϊκής παρακμής και ταυτοχρόνως η έκθεση των αξιών οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σταθερά σημεία αναφοράς για αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στην καθοδική πορεία. Βασική ρίζα των δεινών της Ευρώπης θεωρούσε την αποδυνάμωση και εξάλειψη της έννοιας της ιεραρχίας η οποία οδήγησε στην αρπαγή της εξουσίας από τους αστούς και τους πληβείους, στον υλισμό, στον θετικισμό και την αποπνευματοποίηση της δράσεως. Το αντίδοτο στην κατάσταση αυτή ήταν η αναβίωση του αρχαίου ρωμαϊκού ήθους και της ιδέας του Imperium, όχι απλώς ως θελήσεως για εδαφική εξάπλωση και επίτευξη υλικών στόχων, αλλά ως δυνάμεως που απορρέει από την εγγενή ανωτερότητα του φέροντος, ως δυνάμεως απολύτου εντός της σφαίρας επιρροής της και ως μεταφυσικής πραγματικότητος που εκδηλώνεται με την μορφή μίας ιεραρχικής και οργανικής κρατικής δομής με υπερεθνικό χαρακτήρα και επί κεφαλής ένα πρόσωπο που κατέχει την πνευματική αυθεντία και την πολιτική δύναμη. 

Η ελπίδα της Ευρώπης να αντισταθεί στην μέγγενη του Αμερικανισμού και του Μπολσεβικισμού θεωρούσε πως ήταν η ένωση των δύο αετών, του Ιταλικού και του Γερμανικού κατά το πρότυπο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Οι αντιδράσεις που προαναφέρθησαν προέρχονταν κυρίως από την Καθολική Εκκλησία και κύκλους εντός του Φασιστικού κόμματος, εξαιτίας της υποδείξεως του χριστιανισμού ως ενός από τους βασικούς παράγοντες της παρακμής, λόγω του εξισωτικού, ανατρεπτικού και ατομικιστικού κηρύγματος που χαρακτήριζε την πρώιμη περίοδο του. Ήταν η εποχή που ο Μουσσολίνι προσπαθούσε να αποσπάσει την υποστήριξη της εκκλησίας. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών ήταν οι Συμφωνίες του Λατερανού το 1929, οι οποίες έσβησαν και κάθε ελπίδα του Έβολα για την αναζωογόνηση των προχριστιανικών ρωμαϊκών παραδόσεων.

Το 1930 θα ιδρύσει το περιοδικό “La Torre” («Ο Πύργος»), η έκδοση του οποίου θα σταματήσει μετά από δέκα τεύχη εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στα θεωρούμενα ως «πληβειακά» και «αστικά» στοιχεία του Φασισμού καθώς και στην έλλειψη πνευματικών θεμελίων. Την περίοδο αυτή ο Έβολα θα αναγκασθεί να κυκλοφορεί με την συνοδεία φίλων του που ήταν Φασίστες, υπό τον φόβο επιθέσεως εναντίον του από εχθρικά διακείμενά απέναντι του μέλη του Φασιστικού κόμματος. Toν επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του για την αλχημεία «Η Ερμητική Παράδοση: Σύμβολα και Διδασκαλίες της Βασιλικής Τέχνης». Παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, μέσω της γνωριμίας του με τον υψηλόβαθμο Φασίστα Ρομπέρτο Φαρινάτσι, θα καταφέρει να συνεχίσει την δημοσίευση δικών του και όχι μόνο κειμένων από τις σελίδες της εφημερίδος “Regime Fascista” («Φασιστικό Καθεστώς») και την στήλη “Diorama Filosofico” («Φιλοσοφικό Διόραμα»).

Από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30 και ύστερα εντοπίζονται και οι συγγραφικές του προσπάθειες για διαμόρφωση των φυλετικών αντιλήψεων, πάντοτε υπό την Παραδοσιακή οπτική. Απορρίπτοντας την αποκλειστικώς βιολογική θεώρηση της φυλής, η οποία κατά την γνώμη του υποβίβαζε τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου, διακρίνει τρεις βαθμούς φυλετισμού: τον φυλετισμό α’ βαθμού που εστιάζει στα μορφολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά της φυλής, τον φυλετισμό β’ βαθμού που εξετάζει την ψυχοσύνθεση και τέλος τον φυλετισμό γ’ βαθμού που επικεντρώνει σε πνευματικά ζητήματα, δηλαδή στην αντίληψη κάθε φυλετικού τύπου όσον αφορά μεταφυσικές έννοιες. Ο γ’ βαθμός φυλετισμού ήταν και ο σημαντικότερος χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η εξέταση των μορφολογικών χαρακτηριστικών ήταν αμελητέα. Υιοθετώντας την αρχαιοελληνική και αριστοκρατική αντίληψη περί κάλους, υπεστήριζε πως η εξωτερική ομορφιά αντανακλούσε την εσωτερική συνοχή και τον υγιή πνευματικό προσανατολισμό. Ο ιδανικός Ιταλικός τύπος θα εξέφραζε με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τις ρωμαϊκές αρετές της virtus δηλαδή της ανδροπρέπειας, της dignitas (αξιοπρέπεια και κύρος), της Constantia και fortitudo δηλαδή της νοητικής σταθερότητος, της sapientia (σωφροσύνη), της pietas (ευσέβεια όχι όμως με την έννοια της παθητικής λατρευτικής στάσης, αλλά της συναισθήσεως του καθήκοντος απέναντι στο γένος, τους θεούς και την πατρίδα.), της humanitas και της disciplina (συνεκτικότητα χαρακτήρος, εσωτερικός πλούτος και αυτοπειθαρχία), της solemnita (συναίσθηση του μέτρου) και της fides (πίστη ή εμπιστοσύνη). Τα έργα στα οποία εξέθεσε τις αντιλήψεις του ήταν τα: «Τρεις πλευρές του Εβραϊκού ζητήματος», «Ο Μύθος του Αίματος – Γένεση του Φυλετισμού», «Σύνθεση του Δόγματος περί Φυλής» και «Στοιχεία Φυλετικής Διαπαιδαγωγήσεως».

Την δεκαετία αυτή και συγκεκριμένα το 1935 θα εκδοθεί το θεωρούμενο ως magnum opus του “Rivolto Contro il Mondo Moderno” («Εξέγερση Ενάντια στον Σύγχρονο κόσμο»). Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα με το πρώτο να αναφέρεται στον Παραδοσιακό κόσμο και το δεύτερο στην εμφάνιση του Σύγχρονου κόσμου, ενώ εντός του εξετάζονταν τα θεμέλια των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών, η έννοια της κάστας, του βασιλικού θεσμού και η σημασία των τελετουργιών, οι σχέσεις των δύο φύλων και οι κύκλοι των πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση στο βιβλίο δίνεται στο ηρωϊκό στοιχείο, ενώ ο ίδιος είχε αναφέρει αρκετές φορές πως χρησιμοποιεί την λέξη ήρωας συμφώνως προς την περιγραφή του Ησιόδου στο «Έργα και Ημέραι», οπού το ηρωικό γένος τοποθετείται ανάμεσα στον Χάλκινο και το Σιδηρούν, με την δράση των εκπροσώπων του να αποτελεί μία προσπάθεια παλινορθώσεως της Χρυσής Εποχής. Ο Ήρωας αντιπαραβάλλεται με τον Τιτάνα, ο οποίος αντιπροσωπεύει μια αντίδραση μεν στην κυριαρχία της Σεληνιακής πνευματικότητος, αλλά με αρνητικά αποτελέσματα καθώς χαρακτηρίζεται από άμετρη ενδυνάμωση του Εγώ και όχι από την υπέρβαση του.

Τα χρόνια πριν από τον Β’ ΠΠ, οπότε και κυβερνά το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ξεκινούν και οι επισκέψεις του στην Γερμανία. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις είχε θεωρούσε πως στον Εθνικοσοσιαλισμό έβρισκε τα στοιχεία που έλειπαν στον Φασισμό: Την έμφαση στην παράδοση και τον αγώνα για την διαμόρφωση μίας κοσμοθεάσεως. Εκτός αυτών, η πειθαρχία, η αφοσίωση, η αυτοθυσία και οι ξεκάθαρες ιεραρχικές σχέσεις που χαρακτηρίζονταν από αφοσίωση και πίστη δεν ήταν δυνατόν να μην τραβήξουν την προσοχή του Έβολα. Με την υποστήριξη του Μουσσολίνι και παρότι δεν ήταν απολύτως σύμφωνος με τις θέσεις Ιταλών και Γερμανών θεωρητικών του φυλετισμού θα προσπαθήσει να ξεκινήσει την έκδοση ενός Ιταλο-Γερμανικού περιοδικού για φυλετικά ζητήματα. Η προσπάθεια παρόλα αυτά θα ματαιωθεί λόγω αντιδράσεων υποστηρικτών του βιολογικού φυλετισμού και Καθολικών κύκλων στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο θα ταξιδέψει στην Ρουμανία όπου θα γνωρίσει προσωπικά τον Κορνήλιο Κοντρεάνου και θα εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητά του, αλλά και από το κίνημα του οποίου ηγούνταν. Θα γράψει άρθρα τόσο για τον χαρακτήρα του Λεγεωναρικού κινήματος που συνένωνε ασκητικά και πολεμικά ιδεώδη με τον εθνικισμό, όσο και για τον τραγικό θάνατο του Κοντρεάνου. Στην Ρουμανία θα γνωριστεί και με τον Μιρτσέα Ελιάντε με τον οποίον θα ανταλλάσσουν αλληλογραφία για τα επόμενα έτη. Κατά την διάρκεια του πολέμου θα συγγράψει σειρά άρθρων για την έννοια του πολεμιστού και της σημασία της στην παλινορθωτική προσπάθεια των δυνάμεων του Άξονος, ενώ θα εκδόσει και το βιβλίο του σχετικά με τον Βουδισμό υπό τον τίτλο «Η διδασκαλία της Αφυπνίσεως». 

Το 1943 οπότε και ο Μουσολίνι θα ανατραπεί, ο Έβολα παρόλη την αντίθεσή του στην επανεμφάνιση των σοσιαλιστικών στοιχείων του πρώιμου Φασισμού και της αντιμοναρχικής στάσεως της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, θα σταθεί στο πλευρό των υπερασπιστών της εκτιμώντας την αφοσίωσή τους προς την σύμμαχο Γερμανία σε μία στιγμή που πλέον όλα ήταν χαμένα. Την συγκεκριμένη περίοδο θα συλλάβει και την ιδέα δημιουργίας ενός μετώπου που θα έχει σκοπό να διασώσει ότι μπορεί μετά το τέλος του πολέμου και να αντισταθεί στην επερχόμενη πλημμυρίδα. Το μέτωπο αυτό θα αποτελούταν από μία ελίτ, από τις ομάδες δράσεως και από ένα πολιτικό κόμμα. Δυστυχώς όμως οι εξελίξεις ματαίωσαν την εκπλήρωση του σχεδίου. Το 1945 βρίσκεται στην Βιέννη όπου μελετά αρχεία που είχαν κατασχεθεί από τα SS με σκοπό την συγγραφή βιβλίου για την ιστορία των μυστικών εταιρειών. Εκεί θα τραυματισθεί βαριά κατά την διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού καθώς συνήθιζε να μην κατευθύνεται προς τα καταφύγια, αλλά να περπατά μέσα στην πόλη ενώ εξελισσόταν ο βομβαρδισμός για να «δοκιμάσει την μοίρα» όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν η μόνιμη παράλυση από την μέση και κάτω.

Με την επιστροφή του στην Ιταλία το 1948, αφού νοσηλεύτηκε πρώτα σε διάφορες κλινικές, θα βρει προς έκπληξή του έναν κύκλο νεαρών ατόμων που αναζητούσαν την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ίδιος πίστευε πως μέσα στο χάος που είχε προκύψει από την επικράτηση των Συμμάχων δεν θα υπήρχαν πλέον άνθρωποι που θα είχαν το σθένος να ανασυνταχθούν και να αντισταθούν. Νοιώθοντας την ανάγκη να τους παράσχει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές θα συγγράψει το 1950 τα εννέα σημεία του “Orientamenti” («Προσανατολισμοί») που θα εκδοθεί μαζί με το περιοδικό Imperium που εξέδιδε η ομάδα με το ίδιο όνομα. Ο σεβασμός των νεαρών νεοφασιστών στο πρόσωπο του σε συνδυασμό με διάφορα περιστατικά όπως η τοποθέτηση βομβών από την ομάδα «Μαύρη Λεγεώνα» και η ανακάλυψη σχεδίου αντικομμουνιστικής αντιστάσεως από πρώην οδηγούς τεθωρακισμένων στην Μπολόνια, θα οδηγήσουν στην δίκη του με την κατηγορία της εξυμνήσεως του Φασισμού και της προτροπής δημιουργίας μυστικών ομάδων μάχης. Τελικά θα αθωωθεί και δύο χρόνια μετά το 1953 θα εκδόσει το “Gli Uomini e le Rovine” («Οι Άνθρωποι και τα Ερείπια»). Σκοπός του με το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να αναλύσει περισσότερο τα όσα είχε αναφέρει στο «Προσανατολισμοί» και να επηρεάσει τους νεολαιίστικους κύκλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ή όσους πιο ριζοσπαστικούς νεολαίους δεν είχαν ενταχθεί σε αυτό. 

Θα τονίσει την σημασία της απορρίψεως των αρχών που προπαγάνδισε η Γαλλική Επανάσταση και την ανάγκη ξεκάθαρων ιεραρχικών δομών που θα δίνουν την δυνατότητα υγιούς αναπτύξεως των επιμέρους τμημάτων του κρατικού οργανισμού. Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτού του είδους κρατικής οργανώσεως αποτελεί η συνεχώς εμφανιζόμενη στην σκέψη του έννοια της υπερβατικότητος του Κράτους, μία εξ άνωθεν δύναμη η οποία μορφοποιεί την κοινωνία, τον λαό, το έθνος. Υπερασπιστής του Κράτους θα είναι όχι το μοναδικό κόμμα, αλλά ένα Τάγμα το οποίο θα είναι η ραχοκοκαλιά και ο φύλακας του Κράτους.

Πέντε χρόνια μετά θα κυκλοφορήσει η «Μεταφυσική του Φύλου» που θα πραγματευτεί την σχέση αρσενικού και θηλυκού, ενώ το 1961 θα εκδοθεί το “Cavalcare la Tigre” («Ίππευσε την Τίγρη»). Οι συνθήκες κατά τον τρόπο που εξελίχθηκαν δημιούργησαν στον Έβολα την πεποίθηση πως δεν υπάρχει κάτι περισσότερο που μπορεί να γίνει στο πεδίο της πολιτικής και πως η καθοδική πορεία δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με πολιτικά μέσα. Η στροφή του επομένως στρέφεται στο άτομο που θέλει να μείνει όρθιο. Η εποχή δεν γνωρίζει πλέον θεσμούς που να ολοκληρώνουν την προσωπικότητα του ανθρώπου, όπως συνέβαινε στον Παραδοσιακό κόσμο και το βιβλίο απευθύνεται σε όσους χωρίς να ανήκουν στον σύγχρονο κόσμο είναι εντούτοις αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις πιο παροξυσμικές πλευρές του. Η βασική κατεύθυνση δίνεται μέσω του παραδείγματος της ιππεύσεως της τίγρεως: όπως κάποιος ο οποίος έχει ανέβει στην πλάτη της τίγρεως και αναμένει την στιγμή που θα εξαντληθεί και δεν θα μπορεί πλέον να τον βλάψει, έτσι και ο διαφοροποιημένος άνθρωπος θα μεταστοιχειώσει σε θετικά τα αρνητικά στοιχεία του σύγχρονου κόσμου μετά την εξασθένηση της καταστροφικής ορμής τους.

Το 1963 θα εκδοθεί η πνευματική του αυτοβιογραφία “Il Cammino del Cinabro” («Ο Δρόμος της Κιναβάρεως”), ενώ μέχρι τον θάνατο του θα εκδόσει την συλλογή δοκιμίων «L’ Arco e la Clava” («Το Τόξο και το Ρόπαλο»), μία κριτική του Φασισμού και την αναθεωρημένη έκδοση της εργασίας του για τον Ταοισμό. Θα πεθάνει στις 11 Ιουνίου 1974 στην Ρώμη. Θα ζητήσει πριν πεθάνει να τον μετακινήσουν σε όρθια στάση, ώστε να αντικρύσει τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο όπως και μορφές της Ευρωπαϊκής Παραδόσεως σαν τον Κούχουλαϊν και τον Ρολάνδο. Οι στάχτες του τοποθετήθησαν στον παγετώνα του όρους Ρόζα από ομάδα φίλων του που ανερριχήθησαν ως το σημείο αποθέσεως. 


Τεράστιο το ενδιαφέρον των Ελλήνων Συναγωνιστών για την σκέψη και το έργο του Julius Evola