ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
▼
Η φυλή ως γεννήτωρ ιδεών (Β' μέρος)
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Στην Γερμανία η πιο σοβαρή και συμπαγής προσπάθεια να
ιδρυθεί μία τέτοια ελίτ συνίσταται στο προαναφερθέν σώμα των S.S. Είναι
ενδιαφέρον το ότι ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής αυτού του σώματος το οποίο
δύναται να αποκληθεί και «Φρουρά και Τάγμα της Εθνικοσοσιαλιστικής
Επαναστάσεως», είναι ταυτόχρονα και επικεφαλής της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας
(Gestapo) και ότι άλλοι αξιωματικοί υπό τις διαταγές του έχουν παρόμοιες
θέσεις. Σημειωτέον ο Χίμλερ και όλο το Σώμα του είναι υπόλογοι απευθείας και
αποκλειστικά στον Χίτλερ. Αυτό που αντλούμε από αυτά τα στοιχεία, είναι η αναγκαιότητα
να προχωρήσει η αντίληψη περί «αστυνομίας» πέρα από το στενό πλαίσιο που
χαρακτήριζε το παλιό δημοκρατικό και θετικιστικό Κράτος, όπου η αστυνομία είχε
να αντιμετωπίσει απλώς παραβάτες και στην χειρότερη περίπτωση ανατρεπτικούς υπό
την πιο στενή και άμεση έννοια της λέξεως.
Το νέο ολοκληρωτικό Κράτος αποτελεί
έναν οργανισμό, ο οποίος πρέπει όχι μόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια
σε πραγματικές πληγές, αλλά επίσης ενάντια σε κάθε ύπουλη διείσδυση, ενάντια σε
οτιδήποτε μπορεί να τον αποδυναμώσει και να διευκολύνει την δράση μικροβίων και
τοξινών. Αυτό που χρειάζεται, ως προς αυτήν την άποψη, είναι μία δράση η οποία
δεν είναι απλώς αμυντική, αλλά επίσης προληπτική και αντεπιθετική. Στο πλαίσιο
αυτό οι αποστολές που γίνονται εμφανείς δεν έχουν να κάνουν τόσο με κάποια
παράγραφο του ποινικού ή άλλου κώδικα. Μάλλον απαιτούν μία επιδέξια δράση
επίβλεψης και προστασίας η οποία θεωρεί το ηθικό και το πνευματικό ως πολύ
σημαντικά και έχει την φύση μίας Ιεράς Εξετάσεως υπό την καλύτερη έννοια,
περισσότερο από ότι έχει την φύση της «αστυνομίας», εξαιτίας της επιγνώσεως ότι
η αληθινή δύναμη της επαναστάσεως έγκειται στο όραμα του κόσμου και στις
μεγάλες θεμελιώδεις ιδέες της και επίσης της επιγνώσεως ότι η αλλοίωσή ή η
αποδυνάμωσή τους θα ανήγγειλε μίαν αναπόδραστη παρακμή του κομματικού-πολιτικού
οργανισμού υπό την στενή έννοια του όρου. Σε αυτό το πεδίο επίσης, είναι
εμφανές ότι τίποτε δεν θα ήταν πιο θανατηφόρο και αναποτελεσματικό από την
γραφειοκρατία, τίποτε δεν θα ήταν πιο ουσιαστικό από μία λεπτή ευαισθησία, μία
φυλετική ευαισθησία, ένα ένστικτο ικανό να αναπτυχθεί ακόμη και σε περιοχές που
συνορεύουν με το απόκρυφο.
Αφού η προσοχή μας δικαίως επιστήθηκε στο έγγραφο που είναι
γνωστό ως «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», πρέπει να αναρωτηθούμε αν υπάρχει η
πολυτέλεια της καθοιονδήποτε τρόπου υποεκτίμησης των δυσκολιών της αποστολής
δημιουργίας στοιχείων, τα οποία τουλάχιστον μπορούν να είναι ίσα ως προς τις
ικανότητές τους με τους μυστικούς ηγέτες της παγκόσμιας ανατροπής και τα οποία
θα γνωρίζουν όλα τα μέσα τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας αυτό, μπορούμε να δούμε
ποια σημασία πρέπει να έχει η ιδέα μίας φυλετικής-πνευματικής ελίτ, ιδέα στην
οποία αφιερώσαμε τις προηγούμενες σκέψεις μας. Καθώς εξελίσσεται θα μπορούσε να
της επιτραπεί να αναπτυχθεί πέρα από το απλώς εθνικό πεδίο, πέρα ακόμη και από
αυτό ενός οργανισμού όπως η περίφημη Υπηρεσία Πληροφοριών, εκτελώντας αποστολές
οι οποίες καθώς είναι επί του παρόντος περιορισμένες στον εθνικό τομέα τους,
παραμένουν μόνο δυνατότητες ακόμη και σε αυτά τα ίδια τα Εθνικοσοσιαλιστικά
S.S.
Κατά αυτόν τον τρόπο δηλαδή είναι δυνατό να οδηγηθούμε στην ιδέα ενός
Στρατιωτικού Τάγματος, υπό την αρχαία, μεσαιωνική έννοια, το οποίο είναι επίσης
πνευματικό και δομημένο έτσι ώστε να υπερασπίζεται την παράδοση και να
επιτίθεται στον εχθρό σε όλες τις μορφές του, ορατές και αόρατες, οπουδήποτε
βρίσκεται και οποιαδήποτε μεταμφίεση και αν προσλάβει, κοινωνική, πολιτική,
πολιτισμική ακόμη και επιστημονική: εν ολίγοις το θετικό αντίστοιχο της
αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει την παγκόσμια συνομωσία και το διεθνές ανατρεπτικό
μετώπο.
Φυσιολογικά, πριν εισέλθουμε σε αυτό το στάδιο θα χρειαστεί
μία μακρά περίοδος εκπαιδεύσεως, επιλογής και εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως της εν λόγω ελίτ. Σε αυτό το στάδιο, εντούτοις,
το κυριότερο είναι να αποκτήσουμε επίγνωση των απαιτήσεων και να καταγράψουμε
την εξής αρχή: να προχωρήσουμε πέρα από το γενικό, πολιτικό, προπαγανδιστικό,
λαϊκιστικό στάδιο της φυλετικής επίγνωσης · να φτάσουμε στο εποικοδομητικό,
σοβαρό, διαφοροποιητικό και επιμορφωτικό στάδιο εγκαθιδρύοντας κατάλληλους
οργανισμούς και αναθέτοντας συγκεκριμένες ευθύνες σε εκείνους οι οποίοι
κατέχουν ιστορική καλή τύχη και κατάλληλα προσόντα. Να προχωρήσουμέ πέρα από
απλά λόγια και θεωρίες, σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σχολή
μελλοντικών ηγετών.
Η φυλή ως γεννήτωρ ιδεών (Α' μέρος)
Το παρακάτω άρθρο του Βαρόνου Ιουλίου Έβολα δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Regime Fascista τον Μάιο του 1939 υπό τον τίτλο «La Razza quale
Costruttrice dei Capi».
Στο προηγούμενο άρθρο μας στο Diorama αναρωτηθήκαμε για το
αν εκτός από τις γενικές εφαρμογές της φυλετικής και εθνικής υγιεινής και
φυσικά την υπεράσπιση της γενετικής κληρονομιάς μας ενάντια στην επιμειξία και
τον υβριδισμό, το δόγμα της φυλής θα έπρεπε να περιοριστεί στο να είναι ένα
ζήτημα «διδασκαλίας» ή αν στην χώρα μας θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να γίνει η
βάση μίας αληθινής «μορφώσεως»,με ειδικές αποστολές πνευματικής και πολιτικής
φύσεως σχετικές με μία συγκεκριμένη φυλετική αριστοκρατία. Με άλλα λόγια πρέπει
να εξεταστεί το αν, δεδομένων παρομοίων αναγκών, θα έπρεπε να επιχειρήσουμε
στην πατρίδα μας σχέδια παρόμοια με αυτά του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού, ο
οποίος παρότι αποτελεί πιο πρόσφατη εξέλιξη από τον Ιταλικό Φασισμό έχει
προσλάβει ήδη συμπαγή μορφή, όπως η ίδρυση της Σχολής Αδόλφος Χίτλερ, των
δοκίμων του Τάγματος του Όρντενσμπουργκ, των σωμάτων S.S. και των σχολών τους
για ηγέτες, και της εθνικής Politische Hermehunganstante. Στην πραγματικότητα
όλα αυτά τα Γερμανικά ιδρύματα δείχνουν μία σαφή πρόθεση διενέργειας πολιτικής
επιλογής, στην οποία οι φυλετικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν ένα θεμελιώδη
ρόλο και την αξία μίας πραγματικής διαπλαστικής δυνάμεως.
Η ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΗΓΕΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Γενικώς πρέπει να αναγνωριστεί ότι το πρόβλημα της
μελλοντικής άρχουσας τάξεως είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά για τα κινήματα παλινορθωτικής
φύσεως: μπορεί να αναβληθεί κατά τα πρώτα στάδια του αγώνα για την κατάκτηση
της εξουσίας και την εδραίωση ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς, σε μία δεύτερη
φάση όμως πρέπει να αντιμετωπιστεί ώστε να διαιωνιστεί και να σταθεροποιηθεί
εκείνος ο οργανισμός τον οποίον δημιούργησε η εκδήλωση των «ανδρών του
πεπρωμένου».Μακράν από το να περιορισθεί στην ακαδημαϊκή σφαίρα ή να εξαντληθεί
εντός πολιτισμικών ή προπαγανδιστικών μορφών, το δόγμα της φυλής θα πρέπει ως
εκ τούτου να συνεισφέρει στην επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Φυσικά εδώ είναι
προαπαιτούμενο το γεγονός ότι, ένα τέτοιο δόγμα γίνεται αντιληπτό σφαιρικώς και
ως εκ τούτου δεν είναι περιορισμένο στην ανθρωπολογική και βιολογική σφαίρα
(«φυλετισμός του πρώτου βαθμού»), αλλά θεωρεί την φυλή ως μία πραγματικότητα
της ψυχής, του χαρακτήρος και του τρόπου ζωής και τελικά ως «όψη του κόσμου»
και ως φυλή του πνεύματος («φυλετισμός του δεύτερου και τρίτου βαθμού»).
Κάθε είδους αδιάκριτη εθνική αλλοίωση είναι, αφενός συνέπεια
μίας εκφυλισμένης εσωτερικής ευαισθησίας και της τυραννίας των υλιστικών,
ατομικιστικών και συναισθηματικών απόψεων και αφετέρου η αιτία του περαιτέρω
εκφυλισμού λαών και πολιτισμών · αυτό πρέπει να λαμβάνεται σταθερά υπ’ όψιν
.Για αυτόν τον λόγο ακριβείς θεωρήσεις «φυλετισμού του πρώτου βαθμού» δεν θα
έπρεπε να παραμεληθούν στην δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξεως και παρούσης
της καταστάσεως, προπαντός στην Ιταλία, δεν είναι αδύνατο φυσικά χαρακτηριστικά
ασυνήθιστα για μία δεδομένη φυλή να συνοδεύονται από ψυχικά χαρακτηριστικά
ανήκοντα σε μία διαφορετική φυλή. Εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το
γεγονός ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η έρευνα και η
συνεπακόλουθη επιλογή έχουν περιορισθεί σε μία σφαίρα καθορισμένη από την
αντιστοιχία στον φυλετικό σωματικό τύπο τον οποίο θεωρούμε υψηλότερο,
συγκεκριμένα τον Βόρειο Άριο, είναι πιο πιθανό να βρούμε τις αντίστοιχες
πνευματικές ποιότητες από ότι θα βρίσκαμε μέσω τυχαίας έρευνας, η οποία θα
αγνοούσε την φυλετική σωματική τυπολογία και αυτό, το ίσως θαμμένο, αλλά
απίθανο να εξαφανισθεί εντελώς σημάδι μίας κληρονομικότητος και μίας καταγωγής,
το οποίο μία σχετική φυλετική καθαρότητα συναπαρτίζει υπό μία φυσική και
ανθρωπολογική έννοια. Και ούτε τα πλεονεκτήματα των αποτελεσμάτων της ένδοξης
δράσεως και των ορατών υποδειγμάτων μπορούν να αγνοηθούν, κάθε φορά που οι
ηγέτες έχουν μίαν ιδιαίτερη αρρενωπή παρουσία · είναι κατά την κοινή αντίληψη
της εκφράσεως μάλλον «εύ-γενείς» παρά μικροί, διοπτροφόροι, ασθενικοί, φυλετικά
σύμμεικτοι άνθρωποι.
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ
Oswald Spengler: είναι δυνατή η επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης;
Το ερώτημα για το αν είναι δυνατή ή όχι η επίτευξη
παγκόσμιας ειρήνης, μπορεί να απαντηθεί μόνο από κάποιον γνώστη στης Παγκόσμιας
Ιστορίας. Το να έχεις γνώση της ιστορίας αυτής ωστόσο, συνεπάγεται και το να
γνωρίζεις το πώς ήταν και θα είναι ο άνθρωπος. Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά
–ακατανόητη από πολλούς- ανάμεσα στη μορφή που θα έχει η ιστορία του μέλλοντος
και στο πως θα ήθελε κάποιος αυτή να είναι. Η ειρήνη συνιστά επιθυμία, ο
πόλεμος είναι γεγονός και η Ιστορία ποτέ δεν έχει λάβει υπόψη, τις ανθρώπινες
επιθυμίες και εξιδανικεύσεις.
Η πολεμική εξέλιξη της Ιστορίας
Η ζωή είναι ένας αγώνας, μία πάλη που περιλαμβάνει φυτά, ζώα
και ανθρώπους. Είναι πάλη μεταξύ κοινωνικών τάξεων, ανθρώπων και εθνών,
λαμβάνοντας ενδεχομένως οικονομική, κοινωνική , πολιτική και στρατηγική μορφή.
Είναι η πάλη για δύναμη με την οποία θα επικρατήσει η βούληση κάποιου, η πάλη
για εκμετάλλευση προνομιών ή προώθηση της γνώμης για την έννοια του πρόσφορου ή
του δικαίου. Όταν όλα τα μέσα αποτυγχάνουν η διέξοδος βρίσκεται στο ύψιστο
αυτών, τη βία. Ένα άτομο που ασκεί βία μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγκληματίας,
μία τάξη να χαρακτηρισθεί επαναστατική ή προδοτική, ένας λαός αιμοσταγής.
Όποιος και να είναι ο χαρακτηρισμός όμως, τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Ο σύγχρονος
παγκόσμιος κομμουνισμός ονομάζει τους πολέμους του «εξεγέρσεις», ιμπεριαλιστικά έθνη περιγράφουν
τις δικές του επαναστάσεις ως «κατευνασμούς εξεγέρσεων ξένων λαών». Και αν ο
κόσμος υπήρχε ως ενωμένο κράτος, οι πόλεμοι επίσης θα αναφέρονταν ως
«εξεγέρσεις». Εν προκειμένω, οι αντιθέσεις αυτές είναι καθαρά λεκτικές.
Οι λαοί που επιλέγουν τον ειρηνισμό, πεθαίνουν
Η συζήτηση για παγκόσμια ειρήνη γίνεται την εποχή μας μεταξύ
λευκών λαών και όχι μεταξύ πληθυσμιακά περισσοτέρων πολυάριθμων εγχρώμων λαών.
Γεγονός άκρως επικίνδυνο. Όταν μεμονωμένοι στοχαστές και ιδεαλιστές μιλούν για
ειρήνη, όπως συμβαίνει από αμνημονεύτων χρόνων, οι επιπτώσεις είναι αμελητέες.
Όταν όμως ολόκληροι λαοί γίνονται πασιφιστές, αυτό είναι δείγμα γήρατος. Οι
ισχυροί και αδέσμευτοι λαοί δεν είναι πασιφιστές. Η υιοθέτηση τέτοιων
ειρηνιστικών θέσεων από έναν λαό,
αποτελεί ουσιαστικά εγκατάλειψη του
μέλλοντός του, καθότι τα ειρηνιστικά ιδεώδη
προκαλούν μια στάσιμη, ανίατη κατάσταση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με
τις βασικές αρχές ύπαρξης.
Το μέλλον για τους λευκούς λαούς
Όσο ο άνθρωπος εξελίσσεται θα υπάρχουν πόλεμοι. Σε περίπτωση
που οι λευκοί λαοί κουραστούν από τον αυτούς, ώστε οι κυβερνήσεις τους να μην
μπορούν να τους διεξάγουν, η γη θα πέσει αναπόφευκτα θύμα του έγχρωμου
ανθρώπου, όπως και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέκυψε στους Τεύτονες. Ο πασιφισμός
είναι η άνευ όρων παράδοση δύναμης, στους δυναμικούς ανά τον κόσμο μη
πασιφιστές. Ανάμεσα στους τελευταίους πάντα θα υπάρχουν λευκοί άνθρωποι,
εξερευνητές, κατακτητές ,ηγετικές φυσιογνωμίες , των οποίων οι ακόλουθοι θα
αυξάνονται σε κάθε τους επιτυχία. Αν μία
επανάσταση εναντίων των λευκών προκύψει στην Ασία, αναρίθμητοι λευκοί θα την
ακολουθήσουν απλώς και μόνο επειδή κουράστηκαν από τον ειρηνικό τρόπο ζωής. Ο πασιφισμός θα παραμένει κάτι ιδεατό, ο πόλεμος όμως είναι
ένα γεγονός. Αν οι λευκές φυλές αποφασίσουν να μην διεξαγάγουν ξανά πόλεμο, οι
έγχρωμοι, ωστόσο, θα δράσουν διαφορετικά και θα γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Domenico Leccisi: ένας ακόμα Φασίστας της αριστεράς (III)
Οι πολιτικές εκλογές, δεν έδωσαν κάποια λύση στο πολιτικό
αδιέξοδο. Η Κυβέρνηση De Gasperi, συνέχισε να κυβερνά μέχρι τις 16 Ιουλίου 1953
και μετά άλλαξε πάλι αύξοντα αριθμό.[1] Στις 28 Ιουλίου 1953 ο Πρωθυπουργός
ζήτησε από το Κοινοβούλιο ψήφο εμπιστοσύνης, η απροθυμία όμως ήταν γενική και
το MSI αρνήθηκε να στηρίξει μια ακόμα κυβέρνηση De Gasperi [2].Έτσι στις 17
Αυγούστου 1953 δόθηκε η ευκαιρία σε ένα
άλλο Χριστιανοδημοκράτη να δοκιμάσει τη
τύχη του. Τον Pella [3] Βραχύβια όπως και οι προηγούμενες, η κυβέρνηση Pella
δεν άντεξε ούτε 6 μήνες [4] .
Τον Ιανουάριο λίγες ημέρες πριν από τη παραίτηση της
Κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε στο Viareggio το IV Συνέδριο του MSI στη διάρκεια
του οποίου εξελέγη Εθνικός Γραμματέας ο Arturo Michelini. (στη θέση του De Marsanich). Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, ο καινούριος Γραμματέας δεν διέθετε ένα
Φασιστικό παρελθόν και το 1943 είχε κρατήσει διακριτικές αποστάσεις από τη
Δημοκρατία του Σαλό παραμένοντας στη Ρώμη
μέχρι το τέλος. Η εκλογή του υπήρξε ο θρίαμβος των μετριοπαθών
συντηρητικών δυνάμεων. Η αλλαγή αυτή δεν έγινε δίχως αντιδράσεις διαμαρτυρίες
και αντιπαραθέσεις. Από κοινού Rauti, Nicosia και Erra, που αντιπροσώπευαν
τους νέους έδωσαν μάχη για να επαναφέρουν το κίνημα στις προηγούμενες
αδιάλλακτες θέσεις, αξίωσαν τη κριτική αναθεώρηση του Φασισμού κάτω από το φως
των των Εβολιανών διδαχών και προσεγγίσεων ειδικά των "Orientamenti"
που από το 1950 διαδίδονταν μέσα από τις σελίδες του "Imperium"[8].
Η οξεία κριτική συνεχίστηκε και μετά το συνέδριο, η ηγεσία κατηγορήθηκε ότι
είχε χάσει κάθε επαναστατική προοπτική, ότι ο Michelini οι φιλοαστοί και οι
πρόθυμοι χρηματοδότες του Κινήματος βιάζονταν να γίνουν συνδιαχειριστές και
συμμέτοχοι της εξουσίας με αντάλλαγμα την υποταγή του κινήματος. Απέναντι στη
νέα ηγεσία η με επικεφαλής τους Pino Rauti, Clemente Graziani και Sergio
Baldassini, η Εβολιανή ομάδα "τα παιδιά του ήλιου"[9] όπως οι συντηρητικοί
τα αποκαλούσαν με σκωπτική διάθεση, συσπειρώθηκε στο σχήμα του Ordine
Nuovo[10], κρατώντας για την ώρα στάση αναμονής χωρίς να αποκλείουν το
ενδεχόμενο της διάσπασης.[11]
Στις 10 Φεβρουαρίου 1954 ορκίστηκε η Κυβέρνηση του
Χριστιανοδημοκράτη Mario Scelba[12]. Το πρόβλημα των Ιταλογιουγκοσλαβικών
διαφορών ήταν πρώτο στην επικαιρότητα και η Κυβέρνηση έπρεπε να επικυρώσει ουσιαστικά
προειλημμένες αποφάσεις στέλνοντας τους εκπροσώπους της στο Λονδίνο. Την
δύσκολη αυτή στιγμή το Κίνημα έδειξε αποφασισμένο να συνταχθεί πίσω από τη
Κυβέρνηση αναθεωρώντας προηγούμενες δεσμευτικές αποφάσεις του. Ο Βουλευτής
Domenico Leccisi αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμπράξει σε αυτό που θεωρούσε
εθνική μειοδοσία.[13] Η Γραμματεία προσπάθησε να τον συνετίσει απειλώντας τον
με διαγραφή[14] Ο Βουλευτής δεν
υποχώρησε. Έτσι από τις 7 Μαΐου 1954 ο Βουλευτής Domenico Leccisi έπαψε να
ανήκει στη δύναμη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος και πέρασε στη λεγόμενη
μικτή ομάδα του Κοινοβουλίου[15] Στις 5 Οκτωβρίου 1954 υπογράφηκε τελικά στο
Λονδίνο το Memorandum d’intesa [16] που έλυνε οριστικά το πρόβλημα της
Τεργέστης. Στις 26 Οκτωβρίου οι Ιταλοί στρατιώτες μπήκαν στη Τεργέστη και
παρέλαβαν από τους συμμάχους τη λεγομένη ζώνη Α [17]
Τον Δεκέμβριο για μια ακόμη φορά ανακινήθηκε το θέμα της τύχης του λειψάνου του Μουσολίνι,
αυτή την φορά από το παλιό συνεργάτη και εξ αγχιστείας συγγενή του Mussolini,
Vanni Teodorani[22]. Σε μια προσπάθεια να πιέσει την Κυβέρνηση μπήκε επικεφαλής
μιας εκστρατείας συλλογής υπογραφών διεκδικώντας το αυτονόητο. Πρωτοβουλία
περισσότερο συμβολική παρά με πρακτική αξία. Η Κυβέρνηση Scelba παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 6 Ιουλίου 1955[23]
.Την διαδέχτηκε η 1η Κυβέρνηση Antonio Segni [24] τρικομματική όπως
και η προηγούμενη. Το V Συνέδριο του MSI, πραγματοποιήθηκε στο
Μιλάνο[25]. Ο Michelini επανεκλέχθηκε
στην Γραμματεία του Κινήματος με λιγότερο ενθουσιασμό αλλά αυτή τη φορά
με την υποστήριξη του Almirante. Η πολιτική Michelini εξακολούθησε να προσκαλεί
δυσαρέσκεια πράγμα που οδήγησε σε δυσάρεστες καταστάσεις. Ο Pino Rauti, και οι γύρω από αυτόν αποχώρησαν
τελικά από το MSI.[26]
Η Κυβέρνηση του Mario Scelba παρέμεινε στην εξουσία μέχρι 6 Ιουλίου 1955 στη συνέχεια ανέλαβε η 1η Κυβέρνηση
του Antonio Segni . O Segni ήταν
ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Χριστιανοδημοκρατίας. Πανεπιστημιακός Καθηγητής ,
είχε καλύψει διάφορες υπουργικές θέσεις σε όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις αρχή
κάνοντας από τη 3η Κυβέρνηση Bonomi τον Δεκέμβριο του 1944.[27] Η κυβέρνησή του
ήταν μια τρικομματική κυβέρνηση με τη
συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελεύθερων. Επί κυβερνήσεώς του υπογράφηκαν στις 25
Μαρτίου 1957 τα σύμφωνα της Ρώμης που έβαζαν τις βάσεις της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας[28] της οποίας η
Ιταλία ήταν συνιδρυτής.
Με δεδομένα τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι κυβερνήσεις
συνεργασίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Giovanni Gronchi αυτή τη φορά στράφηκε
προς τη λύση μιας μονοκομματικής
(Προεδρικής) Κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών που ανεξάρτητα από τις απόψεις των
κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων και
με τους λιγότερους δυνατόν κλυδωνισμούς θα οδηγούσε τη χώρα στις προγραμματισμένες πολιτικές εκλογές του 1958. Στις 15 Μαρτίου ο Χριστιανοδημοκράτης Adone Zoli έλαβε την προεδρική εντολή
σχηματισμού της καινούριας Κυβέρνησης. Στις 19 Μαΐου 1957 η κυβέρνηση Segni παραιτήθηκε ύστερα από μια περίοδο
διακυβέρνησης σχεδόν δύο χρόνων και
πέρασε στην ιστορία σαν μια από τις 10 μακροβιότερες κυβερνήσεις της Ιταλικής
Δημοκρατίας μέχρι και σήμερα [29].
Σπάσε τα δεσμά του συμβιβασμού.
του Άγγελου Δημητρίου
Όλοι σήμερα ασκούν κριτική, «εξεγείρονται», επισημαίνουν τα
κακώς κείμενα. Ωστόσο, άλλο δεν κάνουν από το να σκιαμαχούν. Διότι δεν έχουν
τις προϋποθέσεις για να ασκήσουν μια κριτική του συστήματος καθ’ ολοκληρίαν,
εξυπαρχής. Λείπουν οι προϋποθέσεις για να πληγούν οι κατεστημένες δομές,
αδυνατεί ο «μέσος πολίτης» να αναχθεί στις πρώτες αιτίες, να εντοπίσει την ρίζα
της παθογένειας.
Οι Εθνικιστές, εδώ και δεκαετίες είχαν εντοπίσει τις αιτίες
και διαμόρφωσαν μια αντι-πολιτική. Κάτι που τους στιγμάτισε ως αντιδραστικούς,
ως περιθωριακούς αναζητητές ενός ουτοπικού ιδανικού. Οι πολιτικοί του συρμού,
στην καλύτερη περίπτωση επιδιώκουν μια ειρηνική μεταβολή, το χτίσιμο νέων
«μοντέλων» πάνω στα ήδη σαθρά θεμέλια. Και γι’ αυτό αποτυγχάνουν. Μια απλή
μορφοποίηση των δεδομένων δεν αρκεί, διαιωνίζει την παθολογία. Το σύστημα έχει
ικανές δικλείδες ασφαλείας, για να ανακυκλώνεται και να αυτοτροφοδοτείται, να
δημιουργεί τεχνητές κρίσεις από τις οποίες εξέρχονται ενισχυμένες οι υπάρχουσες
εξουσιαστικές δομές.
Οι Εθνικιστές, τασσόμαστε μοιραία στον ρόλο της ηθικής και
πνευματικής πρωτοπορίας μέσα στην λαϊκή κοινότητα, γι’ αυτό φύσει και θέση
αποκλείεται από μεριάς μας κάθε λαϊκιστική προσέγγιση των κοινωνικών
προβλημάτων. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο λαός μας βρίσκεται σε μια
κατάσταση βαθιάς παρακμής εδώ και πολύ καιρό, παραδομένος στον ατομισμό, στον
ηδονισμό, στην κάλυψη των πιο ταπεινών ενστίκτων. Έχει αντιστρέψει τις
προτεραιότητες και αποδίδει σημασία σε εκείνα που τον ρίχνουν ακόμα πιο χαμηλά.
Σε μία τέτοια συγκυρία η κριτική που πρέπει να του ασκηθεί πρέπει να είναι
σκληρή. Δεν είναι οι Εθνικιστές που οφείλουν να καταπέσουν στο επίπεδό του,
αλλά αυτός ο λαός θα πρέπει να κοιτάξει ψηλά προς το παράδειγμα που αυτοί του
δίνουν.
Η συστράτευση με τα «λαϊκά αιτήματα» δεν σημαίνει τον
συμβιβασμό με τα παθολογικά στοιχεία του λαού, δεν επιτάσσει την ωραιοποίησή
τους. Κάθε λύση ή πρόταση που διέρχεται μέσω της μαζοποίησης και της ταύτισης
με την μαζική νοοτροπία αποτελεί μια ήττα, που αποβαίνει τελικά κατά των
συμφερόντων του ίδιου του λαού, ο οποίος σε τελική ανάλυση έχει ανάγκη από έναν
οδοδείκτη προς την ανάταση, όχι την ικανοποίηση των βραχυπρόθεσμων αιτημάτων
του. Είναι ανάγκη να καταστεί σαφές ότι καθόσον δικαιωνόμαστε από τα γεγονότα,
πρέπει να οδηγούμαστε σε μια συνεχή ριζοσπαστικοποίηση, η οποία αναπότρεπτα θα
έχει αργά ή γρήγορα κοινωνικό αντίκτυπο.