του Wolverine
Το τέλος του 2ου Μεγάλου Πολέμου βρίσκει την
Ανατολική Γερμανία κάτω από την κατοχή των Σοβιετικών δυνάμεων. Η προσπάθεια να
υποστεί ο ντόπιος πληθυσμός μια πλύση εγκεφάλου ξεκινάει εντατικά αφού θα
έπρεπε να ξεριζωθεί άμεσα ο Εθνικοσοσιαλισμός και να επικρατήσει ο Κομμουνισμός
στην Σταλινική εκδοχή του. Το εν λόγω κράτος ιδρύθηκε επίσημα την 7η
Οκτωβρίου 1949 στη Σοβιετική ζώνη κατοχής και ο αντιφασισμός υπήρξε μια εκ των
ιδρυτικών αρχών. Αρκετά γρήγορα χιλιάδες Χιτλερικοί στελέχη των υπηρεσιών
ασφαλείας και αξιωματούχοι του παλιού καθεστώτος πέρασαν στην άλλη πλευρά, και
συσπειρώθηκαν γύρω από την νέα ηγεσία. Δεν είναι άγνωστη εξάλλου μια συνάντηση
μεταξύ στρατιωτικών και από τις 2 πλευρές της Γερμανίας η οποία είχε ως στόχο
τον συντονισμό απέναντι στον αναδυόμενο τότε διεθνή Σιωνισμό.
Από την ίδρυση του «σοσιαλιστικού» κράτους οι εντάσεις
και οι διενέξεις ανάμεσα στο Γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα και τους Σοβιετικούς
υπήρξαν συνεχείς, αφού οι Γερμανοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους
σχετικά με τις αποφάσεις και κινήσεις του νέου κράτους. Πολλές φορές απέρριπταν
την επέμβαση της Μόσχας και κινούνταν σε διαφορετικές πολιτικές διαδρομές σε
σχέση με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Τα στελέχη του Στρατού και των
δυνάμεων ασφαλείας παρά την επικράτηση του Μπολσεβικισμού, διατήρησαν τα
αντισιωνιστικά τους συναισθήματα και μέρος των παραδόσεων της Βέρμαχτ, με
αποτέλεσμα να βλέπουν τον Σιωνισμό ως μια έκφραση και άμεση απειλή της πλουτοκρατικής
μπουρζουαζίας και του διεθνούς καπιταλισμού και φυσικά τον νο1 εχθρό της γερμανικής
εργατικής τάξης.
Σε συνάρτηση με τις γεωπολιτικές αλλαγές και την
επιθετικότητα του Ισραήλ απέναντι στον Αραβικό κόσμο, γρήγορα αυτή η
αντισιωνιστική σκέψη ξέσπασε πάνω στους Ιουδαίους που μετακινήθηκαν στην
Ανατολική Γερμανία όταν άφησαν πίσω τους τόπους εξορίας. Πολλοί από αυτούς είδαν
ως παράδεισο του σοσιαλισμού το νέο κράτος αλλά γρήγορα οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν.
Οι επιθέσεις και βεβηλώσεις σε νεκροταφεία και συναγωγές, τα βλέμματα στον
δρόμο από απλούς πολίτες, οι εντάσεις μεταξύ μελών της ηγεσίας του κόμματος που
είχαν εβραϊκή καταγωγή και των εργατικών συνδικάτων, η επίσημη αθεϊστική
πολιτική και ο περιορισμός της θρησκευτικής επιλογής ήταν μόνο μερικά από
εμπόδια που βρήκαν.
Παρά το γεγονός της αναφοράς και προβολής του «Ολοκαυτώματος»
από τα επίσημα πρόσωπα και τα μέσα κομματικής προπαγάνδας καθώς και την παροχή
επιδομάτων σε βετεράνους της «αντίστασης» ή τις κατηγορίες προς την Δυτική
Γερμανία για προστασία και άσυλο των μελών του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, το
βάρος της πολιτικής σκέψης ήταν ταυτόχρονα αντιφασιστικό και αντισιωνιστικό. Δεν
είναι τυχαίο ότι στην Μόσχα η δίωξη των Εβραίων γιατρών που κατηγορήθηκαν ότι
προσπάθησαν να δηλητηριάσουν τον Στάλιν είχε ήδη λάβει μέρος. Μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του ’50 υπήρξε για πολλούς ερευνητές μια οργανωμένη κρατική πολιτική
ενάντια στον διεθνή σιωνισμό. Πολλοί Ιουδαίοι κατηγορήθηκαν ως πράκτορες της Δύσης
και προδότες της χώρας. Η δίκη στην Πράγα (Slánský trial) των Εβραίων του
Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας (οι οποίοι έστειλαν όπλα στους Εβραίους
το 1947) και η καταδίκη 11 εξ αυτών σε θάνατο δια απαγχονισμού που είχαν
κατηγορηθεί ως Τροτσκιστές και Σιωνιστές έγινε το καύσιμο για την περαιτέρω
αναζωπύρωση του Ανατολικογερμανικού αντισιωνισμού.
Οι συνεχείς διώξεις των Εβραίων μέσα από ανακρίσεις και
κατηγορίες για κατασκοπεία έγιναν καθημερινή πρακτική στην πολιτική του κόμματος.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας στο Ανατολικό Βερολίνο, ποτέ δεν ξεπέρασαν τον αριθμό των 3.000 ατόμων. Πολλοί Εβραίοι
έσπευσαν άμεσα να εγκαταλείψουν την χώρα για 2η φορά σε λίγα χρόνια αφού
οι ζωές τους βρέθηκαν και πάλι σε κίνδυνο. Ο Λαϊκός Στρατός (NVA) είχε στις τάξεις του θύλακες αξιωματικών
και υπαξιωματικών, με σαφή αντισιωνιστικά αντανακλαστικά αλλά και την παρουσία «φασιστικών»
εντύπων στα στρατόπεδα. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ξεκάθαρη εναντίωση απέναντι
στο κράτος του Ισραήλ και οι διπλωματικές επιθέσεις με κάθε ευκαιρία. Δεν είναι
τυχαίο άλλωστε ότι ουδέποτε τα 2 κράτη είχαν ομαλές διπλωματικές σχέσεις παρά τις
πιέσεις των Ισραηλινών.
Μετά τον πόλεμο του Σουέζ σε όλες τις πολεμικές
συρράξεις μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων, οι Ανατολικογερμανοί στήριξαν με φανατισμό
την Αραβική πλευρά και εντατικοποίησαν σε διεθνές επίπεδο τις καταγγελίες
ενάντια στο Ισραηλινό κράτος. Πέρα από το γεγονός της χρηματοδότησης του Ίλιτς
Ραμίρεζ Σάντσες του γνωστού «Τσακαλιού» ο
οποίος προτιμούσε να «χτυπάει» Σιωνιστικούς στόχους και της ομάδας Baader-Meinhof,
υπήρχε μέσα στην χώρα στρατόπεδο εκπαίδευσης της PLO και
επαφές με τον Αραφάτ και την οργάνωση Abu Nidal, καθώς και στρατιωτική βοήθεια με υλικό και συμβούλους
σε Λιβύη, Συρία και Νότια Υεμένη. Οι επαφές με Ιρακινούς και Αιγύπτιους
κινήθηκαν στην ίδια πορεία, ενώ στον πόλεμο του Yom Kippur οι
Γερμανοί έστειλαν στην Συρία 75.000 χειροβομβίδες, 30.000 νάρκες, 62 άρματα
μάχης και 12 αεροσκάφη. Κατά την διάρκεια της αεροπειρατείας της πτήσης της Air France στο
Entebbe, μέλη
του Παλαιστινιακού PLFP
και
μέλη της Γερμανικής άκρας αριστεράς τα οποία και χρηματοδοτούνταν από την
Ανατολική Γερμανία, χώρισαν τους αιχμάλωτους σε Εβραίους και μη Εβραίους με τους
τελευταίους να απελευθερώνονται άμεσα. Οι Γερμανοί αντάρτες πόλης συνεργάστηκαν
επίσης με τον ηγέτη της Ουγκάντας τον Idi Amin Dada ο οποίος συνήθιζε να
μιλάει δημοσίως υπέρ του Χίτλερ.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν δεδομένο το γεγονός ότι ο Σταλινισμός στην Ανατολική Γερμανία, λειτούργησε ως μέσο για να επανεμφανιστεί το λαϊκό συναίσθημα απέναντι στους παγκόσμιους τοκογλύφους. Η πολεμική της Στάζι απέναντι σε όσους προωθούσαν την ομοφυλοφιλία στην νεολαία, η προβολή του πατριωτισμού σε ένα κράτος που θύμιζε «αστακό» από άποψη πολεμικού εξοπλισμού, η μαζική ενασχόληση της νεολαίας με τον αθλητισμό και την πολεμική προπαρασκευή έκανε πολλούς να μιλούν για μια «Φαιοκόκκινη» Γερμανία που δεν είχε κανένα πρόβλημα να ενισχύει κάθε εχθρό του Σιωνιστικού τέρατος με όπλα και χρήματα. Οι ιστορικές συνθήκες επέδρασαν θετικά και οι εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του Εθνικοσοσιαλισμού ακόμη και από τις αρχές της δεκαετίας του 80’ στο Ανατολικό μέρος της χώρας και την επαγρύπνηση του λαού. Η αντίσταση αυτή εκφράστηκε αμέσως μετά την κατάρρευση είτε με τα ποσοστά στις εκλογές σε εθνικιστικά κόμματα είτε με την δημιουργία οργανώσεων με αντιδημοκρατική σκέψη και πρακτική. Φαινόμενα που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα προκαλώντας τον πανικό στους παγκόσμιους εξουσιαστές.