ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Δ' ΜΕΡΟΣ

Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου «Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως - στρατιώτου και του εθνικιστού μαχητού.

Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση - αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη - για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους.

Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού.


Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμεθα ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη - δράση - ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι -κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Γ' ΜΕΡΟΣ

Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιεί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμασθε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. 

«Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέων, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζεί σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελισθεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δεί κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]

Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρεί καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.

Η έλευση του Επαναστάτου και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.

Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του - «περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν» - διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



Β' ΜΕΡΟΣ

Η στροφή αυτή αντανακλάται στην νουβέλα Auf den Marmorκlippen (Πάνω στους μαρμάρινους λόφους)[5], εκδοθείσα το 1939. Οι ήρωες της, δύο αδέλφια, βοτανολόγοι από την Μεγάλη Μαρίνα, που απαρνούνται με τρόμο το ανηλεές αποτέλεσμα της επιχειρήσεως του Μεγάλου Δασονόμου, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν όπλα ισχυρότερα αυτών που διαπερνούν και που σκοτώνουν. Εκείνη την εποχή ο Jünger όχι μόνον ήταν πληροφορημένος από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά είχε επηρεασθεί και από τον αδελφό του Friedrich Georg Jünger, ο οποίος σε ένα διάσημο βιβλίο [6] υπήρξε από τους πρώτους που ήσκησαν μία ριζοσπαστική κριτική επί του τεχνολογικού πλαισίου. [7]. Ως τέκνα της τεχνολογίας, ο Στρατιώτης και ειδικότερα ο Εργάτης ευρίσκοντο στην πλευρά των Τιτάνων. 

Ο Jünger, ωστόσο, κατέληξε ότι η τιτανική κυριαρχία των στοιχειακών οδηγεί κατευθείαν στον μηδενισμό. Κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αλλάξει, αλλά να ιδωθεί ως η ξεχωριστή πηγή της αποκαλύψεως της αλήθειας. Αντελήφθη ότι η τεχνολογία δεν είναι απαραιτήτως ανταγωνιστική προς τις αστικές αξίες και ότι μεταμορφώνει τον κόσμο μόνον παγκοσμιοποιώντας την έρημο. Κατάλαβε ότι πίσω από την ιστορία το άχρονο επιστρέφει σε πιο ουσιώδεις κατηγορίες και ότι ο ανθρώπινος χρόνος, με όρια καθορισμένα από τον μηχανισμό του ρολογιού, είναι ένας «φανταστικός χρόνος» γεννηθείς από μία συσκευή, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν το γεγονός ότι ανήκουν στον κόσμο, ένας χρόνος που καθορίζει την φύση των ασχολιών τους αντί να καθορίζεται από αυτές, σε αντίθεση με την κλεψύδρα , το «στοιχειώδες-πρωταρχικό ρολόι», της οποίας η ροή υπακούει σε φυσικούς νόμους-ένας κυκλικός και όχι ένας γραμμικός χρόνος. Ο Jünger με άλλα λόγια συνειδητοποίησε ότι το ξέσπασμα των Τιτάνων αποτελεί πρωτίστως και κυρίως εξέγερση εναντίον των Θεών. Για τον λόγον αυτόν απέρριψε τον Προμηθέα.

Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρεία». Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτου συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. 

Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».


«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητά να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά».  Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτου μπορεί να είναι μόνον προσωρινή. 

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger



του Alain de Benoist

Μετάφραση - επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Α' ΜΕΡΟΣ

Τέσσερις μορφές εμφανίζονται διαδοχικά στα γραπτά του Jünger, κάθε μία από αυτές ανταποκρινόμενη σε μία ξεχωριστή περίοδο της ζωής του συγγραφέως. Αυτές είναι χρονολογικά ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης, ο Άναρχος. Μέσω των μορφών αυτών μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το παθιασμένο ενδιαφέρον που είχε ο Jünger για τον κόσμο των μορφών. Για αυτόν οι μορφές δεν μπορούν να προέλθουν από την αλλαγή που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο. Οι μορφές υποδεικνύουν σε ποικίλα επίπεδα, τον τρόπο με τον οποίον τα αισθητά όντα εκφράζονται: η «ιστορία» του κόσμου ίσταται υπεράνω κάθε μορφογενέσεως. Ως εντομολόγος, επιπλέον, ο Jünger ήταν φυσικά επιρρεπής σε κατηγοριοποιήσεις. Πέραν του ατόμου, αναγνωρίζει το γένος και το είδος.

Μπορεί κάποιος να διακρίνει εδώ ένα είδος λεπτής προκλήσεως προς τον ατομικισμό: «Το μοναδικό και το τυπικό αλληλοαποκλείονται», γράφει. Όπως το βλέπει ο Jünger, το σύμπαν είναι έτσι εκείνο, όπου οι Μορφές δίδουν στις εποχές την μεταφυσική σημασία τους. Με αυτή την σύντομη, θα ήθελα να συγκρίνω και να αντιπαραβάλω τις υπό του Jünger αναγνωρισμένες Μορφές.

Ο Στρατιώτης του Μετώπου (Der Frontsoldat) είναι πρωτίστως μάρτυρας του τέλους του πολέμου με την κλασική έννοια: οι πόλεμοι που έδιδαν προτεραιότητα στον ιπποτισμό, που ήσαν οργανωμένοι γύρω από τις έννοιες της δόξης και της τιμής, που γενικώς σεβόταν τους αμάχους και που διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ του Μετώπου και των Μετόπισθεν. «Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε ο Jünger. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο υλικός αυτός παράγοντας σηματοδοτεί την εισόρμηση και την κυριαρχία της τεχνολογίας. Η τεχνολογία επιβάλλει τον δικό της νόμο, τον νόμο της απουσίας προσωπικότητας και του ολοκληρωτικού πολέμου - ενός πολέμου ταυτοχρόνως μαζικού και αφηρημένου στην ωμότητά του. 

Την ίδια στιγμή ο Στρατιώτης καθίσταται ένας απρόσωπος ηθοποιός. Ακόμα και ο ηρωισμός του είναι απρόσωπος, διότι αυτό που μετράει περισσότερο για εκείνον δεν είναι πλέον ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της μάχης. Δεν πρόκειται για το εάν θα κερδίσει ή θα χάσει, εάν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Αυτό που μετράει είναι η πνευματική προδιάθεση που τον οδηγεί να αποδεχθεί την ανώνυμη θυσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Στρατιώτης του Μετώπου είναι εξ ορισμού ένας Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος σχηματίζει ένα σώμα, στην πλήρη κυριολεξία του όρου, με την μονάδα, στην οποίαν ανήκει, σαν ένα δένδρο, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά μία υποδειγματική ενσάρκωση του δάσους.

Το ίδιο ισχύει για τον Εργάτη, ο οποίος εμφανίζεται το 1932, στο διάσημο βιβλίο με το όνομα αυτό, του οποίου ο παράτιτλος είναι «Κυριαρχία και Μορφή» [1] Το κοινό στοιχείο του Στρατιώτου και του Εργάτου είναι η ενεργός απουσία προσωπικότητας. Αμφότεροι είναι τέκνα της τεχνολογίας. Επειδή η ίδια τεχνολογία που μεταμόρφωσε τον πόλεμο σε μία μονότονη «εργασία», πνίγοντας το ιπποτικό πνεύμα στην λάσπη των χαρακωμάτων, μεταμόρφωσε, επίσης, τον κόσμο σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος είναι στο εξής εντελώς σκλαβωμένος [2] από τις προσταγές της παραγωγικότητας. Ο Στρατιώτης και ο Εργάτης έχουν, εν τέλει, τον ίδιον εχθρό: τον αξιοπεριφρόνητο φιλελεύθερο αστό, τον αναγγελμένο από τον Νίτσε «τελευταίο άνθρωπο», ο οποίος σέβεται την ηθική τάξη, την ωφέλεια και το κέρδος. Ο Εργάτης και ο Στρατιώτης, που έχει επιστρέψει από το Μέτωπο, επίσης, θέλουν να καταστρέψουν, προκειμένου να δημιουργήσουν, να απομακρύνουν τα τελευταία κουρέλια του ατομικισμού, προκειμένου να ιδρύσουν έναν καινούργιο κόσμο πάνω στα συντρίμμια της παλαιάς «απολιθωμένης μορφής ζωής»

Ωστόσο, ενώ ο Στρατιώτης ήταν μόνον το παθητικό αντικείμενο της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ο Εργάτης στοχεύει ενεργά στο να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με αυτήν. Μακράν του να είναι το αντικείμενό της ή να υποτάσσεται στις εκδηλώσεις της, ο Εργάτης, αντιθέτως, αναζητά εν πλήρει συνειδήσει να επιδοκιμάσει της δύναμη της τεχνολογίας, η οποία θεωρεί ότι θα εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων, όπως και ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, σε πολίτη και σε στρατιωτικό. Ο Εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που «θυσιάζεται, για να επωμίζεται τα φορτία στις μεγάλες ερήμους της φωτιάς», όπως ο Jünger ακόμα το έθετε στο έργο του «Der Waldgang» (Το μονοπάτι στο δάσος) [3], αλλά ένα όν εντελώς αφοσιωμένο στην «totale Mobilmachung» (ολοκληρωτική επιστράτευση ή κινητοποίηση) [4] Ούτως, η Μορφή του Εργάτου προχωρά πολύ μακρύτερα του Τύπου του Στρατιώτου του Μετώπου. Διότι για τον Εργάτη -που ονειρεύεται όλη την ώρα την ζωή του Σπαρτιάτου, του Πρώσσου, ή του Μπολσεβίκου, όπου το άτομο οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεπερασθεί από τον Τύπο - ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μόνον το αμόνι , πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε ένας άλλος τρόπος του είναι στον κόσμο. 

Ο Στρατιώτης του Μετώπου περιόρισε τον εαυτό του, για να ενσαρκώσει νέα πρότυπα συλλογικής υπάρξεως. Ο Εργάτης, από την πλευρά του, αποσκοπεί στο να τις μετεμφυτεύσει στην αστική ζωή, να τις καταστήσει νόμο ολόκληρης της κοινωνίας. Ο Εργάτης με τον τρόπον αυτόν δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται (η πλέον κοινή σημασία) περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος μίας κοινωνικής τάξεως, π.χ. μίας δεδομένης οικονομικής κατηγορίας (η ιστορική σημασία). Είναι ο Εργάτης με μία μεταφυσική έννοια: αυτό που αποκαλύπτει την Εργασία ως τον γενικό κανόνα ενός κόσμου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, ακόμα και στην πολυτέλεια και την ανάπαυση.

Τα στοιχεία της κοσμοθεάσεως του Jünger - η αισθητική και βουλησιαρχική αντίληψη της τεχνολογίας, η αποφασιοκρατία κάθε στιγμής, η αντίθεση του Εργάτου προς τον Αστό, η νιτσεϊκή θέληση «προς επαναξιολόγηση όλων των αξιών», που ήδη υποδαυλίζει τον γιουνγκεριανό «στρατιωτικό εθνικισμό» της δεκαετίας του είκοσι - συνοψίζονται ενίοτε με την φράση «ηρωικός ρεαλισμός». Υπό την επιρροή των γεγονότων, ωστόσο, ο διαλογισμός του Jünger θα υποστεί συντόμως μία αποφασιστική καμπή, η οποία τον οδήγησε σε διαφορετική κατεύθυνση.

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: η Ελληνοαλβανική προσέγγιση του 1944






Μια γενικώς άγνωστη στο κοινό πτυχή της νεώτερης ιστορίας του ελληνικού κράτους, είναι η αποσιωπημένη προσέγγιση Ελλήνων και Αλβανών το 1944.

Ιστορικό υπόβαθρο: Την περίοδο της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διαφαινόταν ότι το μοίρασμα σφαιρών επιρροής είχε ήδη ξεκινήσει. Στην κατάσταση αυτή οι Έλληνες Εθνικιστές υπό τον Υποστράτηγο Αθανάσιο Χρυσοχόου, με καταγωγή από την Ήπειρο, ορισθείς από την κυβέρνηση Ράλλη ως διοικητής του στρατεύματος Μακεδονίας με τον βαθμό του Υποστρατήγου (ΤΘ). 

Συνελλήφθη από τους κομμουνιστές τον Οκτώβριο του 1944, απαλλάχθηκε όμως αργότερα από τις κατηγορίες, υπήρξε βασικός μάρτυρας υπερασπίσεως του Στρατηγού Γεώργιου Τσολάκογλου και κατά την διάρκεια του συμμοριτοπολέμου ανέπτυξε σημαντική δράση μέσα από τις ραδιοφωνικές ομιλίες του με τίτλο «Το ΚΚΕ εις την υπηρεσία των εχθρών της πατρίδος».  

Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο ο Χρυσοχόου ανέπτυξε σημαντικές δράσης και επαφές με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Αλβανών Balli Kombëtar‎ και τον αρχηγό τους Midh’at Frashëri, σκοπός της συνεννόησης μεταξύ τους ήταν η εκπόρθηση των Σλάβων και Τούρκων από την χερσόνησο του Αίμου με κοινές ενέργειες Ελλήνων και Αλβανών καθώς και η δημιουργία κοινού Ελληνοαλβανικού κράτους.

Για την συμφωνία αυτή οι Αλβανοί σύμφωνα με πληροφορίες που έχουμε από την έκθεση Χρυσοχόου, ήταν άπαντες πλην Κομμουνιστών σύμφωνοι, συγκεκριμένα οι επικεφαλής των μεγάλων οικογενειών, οι επικεφαλής όλων των θρησκευτικών ομάδων της Αλβανίας, Ορθόδοξοι, Καθολικοί και Μουσουλμάνοι.

Για τους όρους της τελικής συμφωνίας έχουμε δύο πηγές οι οποίες συγκλίνουν αρκετά μεταξύ τους. Αφενός η διακήρυξη της Balli Kombëtar της 10ης Μαΐου 1944 η οποία απευθύνει το παρακάτω κείμενο προς τον Βορειοηπερώτη Δημήτριο Φάλο:


Balli Kombëtar

Ελεύθερη Αλβανία 10-5-1944

Αλβανία για τους Αλβανούς - Θάνατος στους Προδότες

Κεντρική Επιτροπή αριθμός 191/7

Προς Δημήτριον Φάλο, Θεσσαλονίκη

Αξιότιμε Κύριε Φάλο,

Όπως σας γράφουμε και στην από 23 Απριλίου επιστολή μας, σας ευχαριστούμε θερμά για το μέχρι τώρα έργο σας και ελπίζουμε με την δράση σας το έργο μας να βρει αίσια κατάληξη. Ο Κύριος Xhavid Leskoviku o οποίος έχει αναχωρήσει ήδη για την Αθήνα, κομίζει ένα μικρό κεφάλαιο για το έργο σας, και θα σας το παραδώσει ανά χείρας. Σύμφωνα με το σχεδιασμό μας, εσείς θα είστε ο εκπρόσωπος του κόμματος μας στις συνομιλίες, ο κύριος Xhavid Leskoviku θα εκπροσωπεί την Αλβανική κυβέρνηση, ο κύριος Koço Kota το κόμμα Zogu, και ο κύριος Shelman Riza το Κόσοβο. 

Μαζί με την εξοχότητα σας το κόμμα μας θα εκπροσωπεί και ο κύριος Koço Tasi με τον οποίο συνεργάζεστε καιρό και έχετε ήδη άριστες σχέσεις εδώ και τρία χρόνια. Με την παρούσα επιστολή σας στέλνουμε και το διαβατήριό σας καθώς και την διαπιστευτήρια επιστολή εκπροσώπησης μας. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων αρχική μας θέση είναι η παρακάτω:

1.            Με την λήξη του πολέμου και τα δύο μέρη (Ελλάδα και Αλβανία) θα αναλάβουν από κοινού την ευθύνη δημιουργία ενιαίου ομόσπονδου κράτους.

2.            Βάση της συνένωσης θα είναι η διατήρηση της αυτονομίας των δύο μερών

3.            Τα σύνορα θα παραμείνουν αυτά του 1939

4.            Ανάπτυξη μη-επιθετικής και αμυντικής συνεργασίας

5.            Ανάπτυξη Οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο μερών

6.        Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε το δυνατόν συντομότερη την πλήρη ένωση Ελλάδος Αλβανίας σε ένα κοινό κράτος

7.            Σε περίπτωση πολέμου, το γενικό στρατιωτικό πρόσταγμα βαραίνει την Ελληνική Πλευρά

8.            Ως αποτέλεσμα αυτού του συμφώνου Ελλάδα και Αλβανία θα παρουσιαστούν στην επακόλουθη Διάσκεψη Ειρήνης ως δυο ξεχωριστά μέρη, θα ακολουθήσουμε όμως κοινή στρατηγική συνεργασίας.  Συγκεκριμένα η Ελλάδα θα υποστηρίξει τις θέσεις μας στο Κόσοβο και στην Δίβρη έναντι της Σλαβικής απειλής η οποία είναι δυνητικός κίνδυνος και για την Ελλάδα (εννοεί το Μακεδονικό ζήτημα) καθώς και την προερχόμενη από την άλλη όχθη της Αδριατικής απειλή (εννοεί την Ιταλία)

9.            Σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα μειονοτικών πληθυσμών από οποιαδήποτε απ’ τις δύο πλευρές, δεν θα αποτελέσει αιτία υπαναχώρησης ή και ακύρωσης της συμφωνίας, από κοινού θα το διευθετήσουμε μελλοντικά, να έχετε κατά νου ότι το ζήτημα είναι ευαίσθητο και οι μειονοτικοί πληθυσμοί έχουν την ανάγκη να νιώθουν ότι έχουν καλή αντιμετώπιση.

Κρατείστε την παρούσα επιστολή για ατομική σας χρήση,

Με εκτίμηση,
Ο Πρόεδρος
Midh’at Frashëri

Η δεύτερη πηγή που έχουμε επιβεβαιώνει την πρώτη και είναι η έκθεση του Υποστρατήγου Αθανάσιου Χρυσοχόου πάνω στο ζήτημα προς το επιτελείο του Ελληνικού Στρατού, κατά την οποία αναφέρει ότι οι Αλβανοί κομμουνιστές σε συνεργασία με Έλληνες κομμουνιστές προσπαθούν λυσσωδώς να αποτρέψουν την εφαρμογή της παραπάνω συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. 

Στην έκθεση του αναφέρει τους όρους της μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας συμφωνίας όπως αυτοί διαμορφώθηκαν τελικά από την Ελληνική πλευρά:

Οι Έλληνες μοιραζόμαστε κοινό αίμα με τους Αλβανούς και όχι με τους Σέρβους. Οι αδελφοί μας Αλβανοί υπέφεραν από τον Σλαβικό Ιμπεριαλισμό στην Χερσόνησο του Αίμου.

1.            Δημιουργία δυαδικού ομόσπονδου κράτους μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, σύνορα του κράτους μας θα είναι όλη η έκταση που καταλαμβάνουν σήμερα η Ελλάδα και η Αλβανία

2.            Κοινή εξωτερική πολιτική, διαχειριζόμενη από την Αθήνα

3.            Κοινή αμυντική πολιτική, αποφασιζόμενη από τον Έλληνα Υπουργό Άμυνας

4.            Κοινή οικονομική πολιτική, αποφασιζόμενη από τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, με ενθάρρυνση του ελεύθερου εμπορίου

5.            Οι Αλβανοί πολίτες να διατηρήσουν πλήρη την αυτοτέλεια τους επί ζητημάτων που αφορούν την εσωτερική διαχείριση, την κουλτούρα και τον πολιτισμό τους, οι Αλβανοί πολίτες να σέβονται πλήρως τους αδελφούς τους Έλληνες και να διατηρήσουν την εθνική τους υπερηφάνεια εντός του κοινού μας κράτους. 

Αθανάσιος Χρυσοχόου,
Θεσσαλονίκη, 9 Φεβρουαρίου 1944
Στρατηγός του Ελληνικού Στρατού,
Υπεύθυνος Επιχειρήσεων Βορείου Ελλάδος

Τελικώς η συμφωνία επετεύχθη όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν κατέστησαν αδύνατη την εφαρμογή της, συγκεκριμένα ο συμμοριτοπόλεμος και η επίθεση των κομμουνιστών εναντίον των Ελλήνων αφενός και αφετέρου η επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία και οι ακόλουθοι διωγμοί μέσο ειδικών δικαστηρίων προς τους Αλβανούς εθνικιστές που εργάστηκαν για την Ελληνοαλβανική προσέγγιση.

Λίγα λόγια για την ομάδα διαπραγματευτών:

Midh’at Frashëri 1880 – 1949, πρόεδρος του εθνικιστικού κινήματος της Αλβανίας

Koço Kota πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας, καταδικάστηκε από το ειδικό δικαστήριο του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας το 1945. Είχε διαφύγει στην Ελλάδα, συνελήφθη υπό των κομμουνιστών και παραδόθηκε στην κομμουνιστική κυβέρνηση της Αλβανίας για να δικαστεί. Καταδικάστηκε εις θάνατον.

Selman Riza 1909 – 1988 Γεννήθηκε στην Gjakova του σημερινού Κοσόβου, τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετανάστευσε στην Αλβανία όπου και σπούδασε στην Ακαδημία Naim Frashëri όπου και αρίστευσε στην περιοχή της Κορυτσάς. Μετά την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία, εντάχθηκε στις τάξεις της Μπάλι Κομπετάρ απ’ όπου και εργάστηκε εναντίων των κομμουνιστών και των Ιταλών, με το τέλος του Β’ ΠΠ, συνελήφθη από Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές, εκδόθηκε για να δικαστεί στην Αλβανία, τελικώς αφέθηκε ελεύθερος το 1953.

Xhavid Leskoviku Πρέσβης της Αλβανίας (1924 – 1926) στην Γιουγκοσλαβία, (1933 – 1934) στην Τουρκία,  (1934 – 1936) στην Ελλάδα.

Koço Tasi πρώην Υπουργός της Αλβανίας, καταδικάστηκε επίσης από το ειδικό δικαστήριο του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας.


Δημήτριος Φάλος, Βορειοηπειρώτης διακεκριμένος δημοσιογράφος. 

Οι αντίπαλοι του κινηματογραφικού Μπάτμαν ως παραδοσιοκρατικοί χαρακτήρες



του Αχιλλέα

Από την αφήγηση του Άβελ και του Κάιν μέχρι και τον σύγχρονο κόσμο οι άνθρωποι αντιμάχονται και πολεμούν για να επικρατήσει η δική τους άποψη, η δική τους οπτική και κοσμοθεωρία. Ορισμένες στάσεις ζωής των ανθρώπων, που πηγάζουν από τις πρωταρχικές τους οπτικές, πολλές φορές ενσαρκώνονται σε ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, βιβλία και κόμικ με πολύ όμορφα αποτελέσματα για το κοινό. Οι ήρωες των αφηγήσεων συνήθως αποτελούνται από αρχέτυπα, όπως τα είχε αναλύσει ο Κάρλ Γιούνγκ, και η διαλεκτική τους σύγκρουση συνδέεται με τις έννοιες του Απολλώνιου και το Διονυσιακού στοιχείου. 

Δηλαδή, όπως ανέλυσε και ο Νίτσε, ανάμεσα σε δυνάμεις που εμπεριέχουν στοιχεία τάξης και άλλες που εμπεριέχουν στοιχεία του χάους. Σε αυτό το άρθρο θα μελετήσουμε αναλυτικά κάποιους κακούς του κινηματογράφου που εμφανίστηκαν σε πρόσφατες ταινίες του εικονογραφημένου ήρωα Batman, οι οποίοι, όμως, περνάνε μηνύματα τα οποία, εάν ειδωθούν με ένα αναλυτικότερο μάτι, μας δείχνουν ότι πίσω από ένα «τέρας» μπορεί να κρύβεται μια αλήθεια. Και η αλήθεια, για εμάς τους νεοπλατωνικούς ρομαντικούς, δεν μπορεί να είναι ποτέ «κακή».

Στην ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, Batman Begins(2005), βλέπουμε την οργάνωση η οποία εκπαιδεύει τον Μπρούς Γουέιν, την League of Shadows, να εδρεύει κάπου στα Ιμαλάια. Η οργάνωση αυτή έχει παραδοσιοκρατικά γνωρίσματα, καθώς πιστεύει στην κυκλική κίνηση της ιστορίας, όπως και ο Oswald Spengler. Η οργάνωση υπάρχει από την αρχαιότητα και έργο της είναι να σπρώχνει τις κοινωνίες που βρίσκονται στο ναδίρ τους προς την ολοκληρωτική καταστροφή και να προετοιμάζει την μετέπειτα αναγέννηση τους. Αρχηγός της είναι ο Ρας Αλ Γκούλ, ο οποίος είναι και ο εκπαιδευτής του Μπάτμαν.

Ο Αλ Γκούλ θυμίζει έναν, ιδωμένο μέσα απ’ το πρίσμα του ρομαντικού «κακού», μεσαιωνικό ιππότη, που βρίσκεται σε μια ιερή αποστολή. Στόχος της αποστολής του είναι η συνέχιση της ανθρώπινης ιστορίας, μέσω της καταστροφής του Γκόθαμ. Ο Αλ Γκουλ είναι θεματοφύλακας της κυκλικής ροής της ιστορίας, που υποστηρίζει ότι κάθε εποχή έχει την περίοδο δημιουργίας, εκείνη της ακμής και της παρακμής της, για να επακολουθήσει η τελική και ολοκληρωτική καταστροφή της (γνωστή στην ινδική παράδοση και ως Kali Yuga), προκειμένου να επέλθει μία καινούργια χρυσή εποχή.

Προφανώς ο Μπάτμαν τον εμποδίζει επιτυχώς και, μέσω της τελικής τους αναμέτρησης, το Γκόθαμ σώζεται και το κατεστημένο παραμένει αλώβητο. Αλλά και ο Μπάτμαν δεν είναι απλώς υπερασπιστής του μέσου όρου. Η υπεράσπιση της Γκόθαμ βασίζεται σε συναισθηματικούς λόγους, που προσκρούουν στην αταλάντευτη αναπαραγωγή της παλαιάς αντίληψης. Ο Ίων Δραγούμης μάλλον θα είχε πολλά να πει γι αυτή την διαλεκτική ανάμεσα στην ρομαντική παραδοσιοκρατία και την παλαιά παράδοση. 

για να διαβάσετε το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Βιβλιοπαρουσίαση: Παράλογο Σύμπαν - του Κώστα Ριζιώτη




“Μία μεταφυσική περιπλάνηση στα χαοτικά σύνορα που διακρίνουν τα θεμέλια της Ύπαρξης, από την απαρχή της Ζωής μέχρι την άβυσσο του Θανάτου. Αντλώντας την ζωτική δύναμη της Νιτσεϊκής Φιλοσοφίας και την δημιουργική ενέργεια της Κολασμένης Ποίησης, διατρανώνεται μία αρχέγονη Βούληση που κάμπτει παράδοξα τους λεπτεπίλεπτους αρμούς της Λογικής.  Η ανάταση διεγείρει την λησμονημένη πανάρχαια Παράδοση της Γηραιάς Ηπείρου, που θάλλει ανθηρή στα βάθη του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Η Ζωή και ο Κόσμος βιώνονται με καινούργια ένταση, με την συγκίνηση όσων πέρασαν από το Σκότος της Μεγάλης Νύχτας για να αντικρίσουν το Φως του Λυκαυγούς. Αποτύπωση ενός μυθικού Πεπρωμένου που ξεκινά στο Παρόν, ατενίζει το Παρελθόν και νοσταλγεί το Μέλλον”


πηγή

Το μανιφέστο του «Μαύρου Μετώπου»

Πρόγραμμα Δράσης τῆς Ἀγωνιζόμενης Κοινότητας τῶν Ἐπαναστατῶν Ἐθνικοσοσιαλιστῶν (1931).

Εκ μέρους της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου:  θερμές ευχαριστίες στον Πέτρο Σεραφείμ για την μετάφραση


Τὸ φιλελεύθερο σύστημα πεθαίνει μέσα ἀπὸ τὶς τρομερές του κρίσεις.

Τὸ φιλελεύθερο οἰκονομικὸ σύστημα, ὁ καπιταλισμός, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐξασφαλίσει τροφή, ἱματισμὸ καὶ κατοικία στὸν γερμανικὸ λαό, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν φοβερὴ δυστυχία τῶν πλατιῶν μαζῶν, τὴν ἀνεργία τοῦ προλεταριάτου καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀγροτιᾶς.

Ἡ φιλελεύθερη κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ τάξη πραγμάτων, τὸ ἀστικὸ ταξικὸ κράτος καὶ ἡ κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία δὲν μποροῦν πλέον νὰ διατηρήσουν τὴν ὀργανικὴ ἑνότητα καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ὁμοιόμορφη ἀνάπτυξη τῆς ἰσχύος τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖες ἀφαιροῦν τὴν ἐσωτερικὴ ἀστάθεια καὶ αὐξάνουν τὴν ἐξωτερικὴ ἀπόδοση κατὰ τὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμό, καὶ μὲ τὶς ὁποῖες μονάχα εἶναι δυνατὲς ἡ διεκδίκηση καὶ ἡ ἐπίτευξη τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας.

Ἡ φιλελεύθερη ὀρθολογιστικὴ καὶ ὑλιστικὴ ἀντίληψη τοῦ πολιτισμοῦ ἔχει ἀφαιρέσει ἀπὸ τὸν Γερμανὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ἔχει γεννήσει τὴν ταραχή, τὴν ἀνουσιότητα καὶ τὴν ἀπελπισία, ποὺ ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα κάθε κοινότητα στὴν αὐτοκαταστροφή. 

Ὁ βασικὸς νόμος τῆς καπιταλιστικῆς οἰκονομίας εἶναι ἡ «ἱερότητα τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας». Ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς καπιταλιστικῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς εἶναι ἡ ἑνοποίηση τῆς παγκόσμιας οἰκονομίας, μὲ κορωνίδα της ἕναν ἑνιαῖο χρυσὸ κανόνα (gold standard). Ὅσο στέκονται ὄρθιοι αὐτοὶ οἱ στυλοβάτες τοῦ καπιταλιστικοῦ οἰκονομικοῦ συστήματος δὲν θὰ ὑπάρξει ἀλλαγὴ στὴν σημερινὴ ἄθλια κατάσταση τῆς Γερμανίας!

Ἡ οὐσία τοῦ σημερινοῦ ταξικοῦ συστήματος καὶ τῆς κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ τεχνητὴ διαστρωμάτωση τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν δύναμη τοῦ χρήματος, δημιουργῶντας ἕνα σύστημα ἐπιλογῆς στὸ ὁποῖο τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὸ λειτούργημα βρίσκονται σὲ σύγκρουση μεταξύ τους ἐνενήντα ἑπτὰ στὶς ἑκατὸ φορές. Αὐτὴ ἡ ἀφύσικη διαστρωμάτωση προκαλεῖ διαρκῶς αὐξανόμενες ἐντάσεις ἐντὸς τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναγκάζεται νὰ καταναλώνει ἄσκοπα τὴν ἐνέργειά του, καθιστῶντας ἔτσι ἀναπόφευκτη τὴν κατάσταση τῆς δουλείας τοῦ ἔθνους.

Αὐτὸς ὁ δεσπόζων ὑλισμός, σὲ συνδυασμὸ μὲ μία τραγελαφικὴ ὑπερεκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας καὶ τῶν ἐπινοημάτων της, εἰδικὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν τεχνολογία, ἔχουν ἀποσυνδέσει τὴν ζωὴ τοῦ Γερμανοῦ ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς πηγὲς τοῦ εἶναι του -ἀπὸ τὴν φύση, τὴν ἱστορία, τὴν μοῖρα, τὸν Θεὸ- καὶ τὴν καθιστοῦν ἀσταθῆ, ἄρριζη καὶ ἀνούσια. Ἡ διάλυση ὅλων τῶν ἐθνικολαϊκῶν κοινοτικῶν (völkish) ἠθῶν καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς θρησκευτικότητας ἦταν οἱ μοιραῖες συνέπειες ποὺ τελικῶς ὁδήγησαν στὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Ἔχοντας ἐπίγνωση αὐτῶν τῶν γεγονότων, τῶν αἰτῶν καὶ τῶν συνεπειῶν τους, τὸ Μαῦρο Μέτωπο ἐπιδιώκει τὴν συνολικὴ ἐπανάσταση, ἡ ὁποία θὰ ἀνατρέψει τὰ σημερινὰ συστήματα τῆς οἰκονομίας, τοῦ κράτους καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, καὶ θὰ ἀνεγείρει μία νέα τάξη πραγμάτων, θεμελιωμένη ἐπάνω στὴν ἐθνικὴ κοινότητα· μία νέα τάξη πραγμάτων, τῆς ὁποίας ἡ ἀριστοκρατία ἐκδηλώνεται μὲ τοὺς δικούς της τρόπους στὴν οἰκονομία, τὸ κράτος καὶ τὸν πολιτισμό.

Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση εἶναι σοσιαλιστική, τουτέστιν ἀρνεῖται τὴν ἱερότητα τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας στὴν γῆ, στοὺς φυσικοὺς πόρους καὶ στὰ μέσα παραγωγῆς, καὶ διακηρύττει ὅτι ἡ γερμανικὴ μορφὴ σοσιαλισμοῦ εἶναι ἐξίσου ἐχθρικὴ τόσο πρὸς τὸν δυτικὸ καπιταλισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἀνατολικὸ μπολσεβικισμό. 

Τὴν ἴδια στιγμή, διεκδικεῖ τὴν ἀπεμπλοκὴ αὐτῆς τῆς γερμανικῆς σοσιαλιστικῆς λαϊκῆς οἰκονομίας ἀπὸ τὸ διεθνὲς οἰκονομικὸ σύστημα, ἡ ὁποία θὰ ἔχει ὡς αὐτονόητο ἀποτέλεσμα τὴν υἱοθέτηση ἑνὸς ἀληθινοῦ ἐθνικοῦ νομίσματος, τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ μέσα σὲ μιὰ σχεδιασμένη ἐθνικὴ οἰκονομία. Ὁ στόχος αὐτῆς τῆς σχεδιασμένης οἰκονομίας εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ. Ἡ ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ἀναγκῶν ἀπαιτεῖ τὸν ἐξαγροτισμὸ τῆς Γερμανίας, τὴν μετεγκατάσταση τοῦ πληθυσμοῦ, τὴν αὐταρχικὴ αὐτάρκεια καὶ τὸ κρατικὸ μονοπώλιο στὸ ἐξωτερικὸ ἐμπόριο.

Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση εἶναι ἐθνικιστική, τουτέστιν ἀγωνίζεται γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς ὀργανικοῦ συνεργατικοῦ κράτους καὶ παλεύει ἀπερίφραστα γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐλευθερία τῆς Γερμανίας. Ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς χώρας εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ἐθνικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ πολέμου, ὁ ὁποῖος θὰ σπάσει τὶς ἁλυσίδες (τῆς Συνθήκης) τῶν Βερσαλλιῶν καὶ τοῦ Σχεδίου Γιάνγκ (Young Plan), ποὺ ὑποδουλώνουν σήμερα τὴν Γερμανία. 

Μόνο ἀποκτῶντας τὴν ἐθνική της ἐλευθερία ἡ Γερμανία θὰ μπορέσει νὰ ζήσει εἰρηνικὰ ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου, μὲ μία εἰρήνη ποὺ βασίζεται στὸν σεβασμὸ τῆς φύσης καὶ τῆς εὐγένειας ἐκείνων τῶν ἄλλων λαῶν, τῶν λαῶν στοὺς ὁποίους ὁ ἐθνικισμὸς ἀναγνωρίζει γενικῶς τὰ ἴδια δικαιώματα στὴν ζωὴ καὶ τὴν πρόοδο. Τὸ καθεστὼς αὐτοῦ τοῦ ὀργανικοῦ γερμανικοῦ κράτους στηρίζεται στὴν αὐτοδιοίκηση τῶν ἐλευθέρων συνεργατικῶν ὀργανώσεων (estates), σὲ διάκριση τόσο ἀπὸ τὸ φασιστικὸ αὐταρχικὸ κράτος ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ σημερινὸ σύστημα τοῦ ἀπρόσωπου κοινοβουλευτισμοῦ, ὡς τὴν μόνη δυνατὴ πορεία πρὸς ἕνα μεγαλύτερο γερμανικὸ κράτος.

Ἡ ἐπανάσταση εἶναι ἐθνικολαϊκή, τουτέστιν ἀνατρέχει στὴν ρίζα καὶ στὴν πηγὴ τῆς ἐθνικολαϊκῆς κοινοτικῆς ζωῆς, γνωρίζει καὶ διακηρύττει τὴν ἐξάρτησή της ἀπὸ τὴν γερμανική μας ἐθνικολαϊκὴ κοινοτικὴ ζωὴ καὶ βλέπει στὴν ἐκπλήρωση καὶ τὴν ἐκτύλιξή της τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ εἶναι, τῆς «βούλησης τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀναβίωση τῆς θρησκευτικότητας, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ δογματισμό, εἶναι τόσο ἀναγκαῖα γι’ αὐτὴν τὴν ἐπανάσταση ὅσο εἶναι καὶ μία χαρούμενη βεβαιότητα, ἐνῶ ἡ δέσμευσή της σὲ μία ἰδεαλιστικὴ κοσμοθέαση, ἀποτελεῖ μεῖζον συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ συντηρητικοῦ της χαρακτῆρα.

Τὸ Μαύρο Μέτωπο ὑποστηρίζει μία γερμανικὴ ἐπανάσταση ποὺ θὰ εἶναι οἰκονομικῶς σοσιαλιστική, πολιτικῶς ἐθνικιστικὴ καὶ πολιτιστικῶς ἐθνικολαϊκή. Τὸ Μαύρο Μέτωπο ἀγωνίζεται, ἑπομένως, μὲ ἀμείλικτη δριμύτητα ἐναντίον  ὅλων τῶν μετώπων τοῦ Συστήματος, ἀνεξαρτήτως ἄν πάνω τους ἀνεμίζει ἡ μαύρη, λευκὴ καὶ κόκκινη σημαία τῆς συντηρητικῆς ἀντίδρασης ἤ ἡ μαύρη, κόκκινη καὶ χρυσὴ σημαία τῆς φιλελεύθερης ἀντίδρασης. 

Τὸ Μαύρο Μέτωπο γνωρίζει ὅτι ἡ ταυτόχρονη ἀντίθεσή του πρὸς αὐτὰ τὰ μέτωπα τῆς ἀντίδρασης δημιουργεῖ ἕνα εἶδος συμμαχίας μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ κόκκινου μετώπου, τοῦ μετώπου τῆς φιλελεύθερης ἐπανάστασης (τοῦ 1918), ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτὴ ἡ συμμαχία θὰ τερματισθεῖ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ σύστημα θὰ ἀνατραπεῖ, καὶ τότε ὁ ἀγῶνας μεταξὺ τοῦ μαύρου καὶ τοῦ κόκκινου μετώπου θὰ καθορίσει τὸ εἶδος τῆς μελλοντικῆς Γερμανίας.

Τὸ Μαύρο Μέτωπο, διαποτισμένο μὲ βαθιὰ πίστη στὸ πεπρωμένο, χαλυβδωμένο στοὺς θυσιαστήριους θανάτους ἑκατομμυρίων θυμάτων τοῦ Μεγάλου Πολέμου, τῶν Φράϊκορπς (Freikorps) καὶ αὐτῶν ποὺ χάθηκαν στὴν μεταπολεμικὴ πολιτικὴ ἀναταραχή, δεσμεύεται νὰ καθοδηγήσει καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν νίκη αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ νὰ ζήσει ἡ Γερμανία.


Ζήτω ἡ Γερμανία!

Αυτόνομη Δράση ενάντια στα ψευτοπατριωτικά είδωλα της Δεξιάς και των "νεοεθνικιστών"




«Κλιμάκιο φίλων και συναγωνιστών, κατά την 4η Αυγούστου του μήνα που διανύουμε, πραγματοποίησε ενημερωτική δράση σε κεντρική συνοικία των Αθηνών. Στην αφισοκόλληση που ακολούθησε καλύφθηκε με αφίσες του Ιωάννου Μεταξά το άγαλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου. 

Όχι δεν μας φταίνε τα αγάλματα. Ούτε παραγνωρίζουμε τη σημασία των μνημείων. Όμως με αγάλματα, οδούς, σταθμούς τρένων και αεροδρόμια που φέρουν το όνομα του Ελευθέριου Βενιζέλου είναι γεμάτη η Ελλάδα. 

Ο Βενιζελισμός αποτέλεσε την ιδεολογία που έθεσε υπό την ομηρία της ελλαδικής ελίτ του φιλελευθερισμού μεγάλες μάζες συντηρητικών, που κανονικά θα έπρεπε να στηρίζουν εθνικιστικές πολιτικές και κινήματα. 

Επειδή, λοιπόν, υπάρχουν ακόμη αληθινοί εθνικιστές που δεν ξεχνούν την νεώτερη ιστορία των ιδεών της πατρίδος μας, όπως θα ήθελαν οι κύριοι της κυβέρνησης και τα τσιράκια των Βρυξελλών, πραγματοποιήθηκε η συμβολική κάλυψη ενός αγάλματος του Ελευθερίου Βενιζέλου από αφίσες του εθνικού ηγέτη Ιωάννου Μεταξά. 

Εξάλλου, ο Μεταξάς δεν έχει ούτε ανδριάντες, ούτε αεροδρόμια για να θυμίζουν την εθνική του προσφορά»


Αυτόνομοι

Ο Ίων Δραγούμης για τον Βενιζελισμό


«Ο βενιζελισμός είναι […] υλισμός, είναι επιτυχία με ταχυδακτυλουργία […] αρριβισμός, δημαγωγία. Ο βενιζελισμός είναι πασάλειμμα με σύγχρονες […] επιστημονικοφανείς ιδέες ευρωπαϊκές (του σύγχρονου δηλαδή ευρωπαϊκού πολιτισμού) […] σοβάντισμα πρόχειρο για να φαντάζει ο κακοχτισμένος τοίχος[…]. 

Στην ασύνειδη αντιπάθεια των λαϊκών ανθρώπων, των εργατικών, για το Βενιζελισμό βρίσκω περισσότερη αλήθεια γιατί εκεί λείπει το πολιτικό συμφέρο. Μολονότι και εκεί μπορεί να ενεργεί κάποιο συμφέρο, αλλά είναι συμφέρο πιο άμεσο, πιο καθαρό, το συμφέρο του ψωμιού, της ζωής, της αυτοσυντηρησίας. 

Ο βενιζελισμός είναι στήριγμα της κεφαλαιοκρατίας και της αστικής τάξης, του μπουρζουαζισμού[1].»

Ίων Δραγούμης

Κώστας Καρυωτάκης: ο επαναστάτης μελαγχολικός




του Τάσου Δημητρακόπουλου

Μέσα στο μετρό, κάποια στιγμή, δύο παιδιά συζητούσαν. Ο ένας γυρνά στον άλλον και του λέει «σου είχα πει ότι η Χριστίνα δεν πολύ πάει καλά. Όλο Καρυωτάκη διαβάζει τώρα τελευταία»…

Η πλέον συνηθισμένη εντύπωση που έρχεται στο μυαλό κάποιου που ακούει για Καρυωτάκη, είναι αυτή. Η εντύπωση του περίεργου, του μελαγχολικού, του μη δοσμένου σωστά στα μυαλά του. Τι ήταν τελικά ο Κώστας Καρυωτάκης; Ήταν ένας περίεργος ποιητής, ένας κλειστός τύπος, ένας “βαρεμένος” πνευματικά;

Ο  ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896. Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός στο δημόσιο τομέα, και συγκεκριμένα στο υπουργείο Δημοσίων Έργων. Έζησε σε διάφορες πόλεις λόγω ακριβώς των μεταθέσεων του πατέρα του. Το Γυμνάσιο πάντως το τελείωσε στα Χανιά το 1913. Ύστερα μπαίνει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1917. Τελειώνοντας τη Νομική το 1917, γράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως δεν θα τελειώσει ποτέ.

Δεν πρέπει στόχος του να ήταν η δικηγορία ή το να γίνει δικαστής. Οι  αναζητήσεις του και οι προβληματισμοί του είχαν αρχίσει ήδη να φαίνονται. Η παρουσία του στον χώρο της ποίησης σημειώνεται για πρώτη φορά το 1912, όταν ποιήματα του βραβεύτηκαν από το  περιοδικό «Παιδικός Αστήρ». Στα 1918 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ήταν ένα μικρό βιβλίο, ένα είδος περιοδικού, μόλις 16 σελίδες,  που όμως πέρασε απαρατήρητο.  Στα 1919, έρχεται η δεύτερη συλλογή του, τα «Νηπενθή», για την οποία και παίρνει διάκριση στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό.

Το 1920, ο Καρυωτάκης διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, υπαγόμενος στο υπουργείο Εσωτερικών. Μετά από σειρά μεταθέσεων, Σύρο, Άρτα, διάφορες πόλεις της Βορείου Ελλάδος, καταλήγει στην Αθήνα. Εκεί, καταφέρνει και παίρνει μετάταξη στο υπουργείο Πρόνοιας, το οποίο αφενός ήταν σαν θέση δημοσίου αξιοζήλευτη για την εποχή εκείνη, αφετέρου δεν είχε τόσες μεταθέσεις, όσες είχαν άλλες θέσεις του Δημοσίου. Με τα προσόντα του, την καλλιέργεια την εργατικότητα  και την μόρφωση του, καταλαμβάνει μία αξιοζήλευτη θέση στον μηχανισμό του υπουργείου του. Παράλληλα ασχολείται συνεχώς με την ποίηση. Οι αναζητήσεις του όμως δεν σταματούν. Ο Καρυωτάκης συνδικαλίζεται στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων. 

Οι πολιτικές του απόψεις σαφώς αντιβενιζελικές, με εθνικιστικό και κοινωνικό προσανατολισμό, κάτι που αρχίζει να διαφαίνεται και στα ποιήματα του. Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δημοσίων υπαλλήλων. Οι γύρω του, αρχίζουν να βλέπουν στον Καρυωτάκη μία ιδιαίτερη ευαισθησία, έναν άνθρωπο με μία διάθεση μελαγχολική, έναν άνθρωπο με φοβερό χαρακτήρα, αλλά κλεισμένο στον εαυτό του. Το πολιτικό κατεστημένο της εποχής, τον αντιμετωπίζει σαν έναν περίεργο τύπο. Έρχεται σε προστριβές με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου του, η οποία δεν μπορεί να του συγχωρήσει τις απόψεις του. Δεν μπορούν να του συγχωρήσουν το γεγονός ότι έχοντας τις πολιτικές πεποιθήσεις που είχε, κατόρθωσε να ψηφιστεί στα συνδικαλιστικά όργανα, ακόμα και από υπαλλήλους που ιδεολογικά ήταν ενδεχομένως απέναντι του.

Πάντοτε στις ζωές των ανθρώπων, υπάρχουν στιγμές οι οποίες αλλάζουν την μοίρα τους. Στιγμές μικρές ή μεγάλες, που όμως οριοθετούν καταστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Καρυωτάκη. Άγνωστο πως, έγγραφα του υπουργείου του, στα οποία φαινόταν ότι τα πράγματα στην εν γένει διοίκηση του δεν ήταν καλά (τι πρωτοτυπία άραγε ...), έγγραφα αρκετά εμπιστευτικά, δημοσιεύονται σε αντιβενιζελική εφημερίδα. Η κατάσταση γίνεται αρκετά τεταμένη. Οι υποψίες της διαρροής πέφτουν στον Καρυωτάκη, αφού συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις. 

Ήταν αντιβενιζελικός, ήταν συνδικαλιστής, ήταν άνθρωπος με αναζητήσεις που οι μικροαστοί της εποχής του, όπως και κάθε εποχής δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν. Ήταν περίεργος, ήταν ακραίος. Άρα το εύκολο θύμα, σε αυτές τις περιπτώσεις. Όλοι  λοιπόν έπεσαν πάνω του. Έρευνες, ένορκες διοικητικές εξετάσεις και προσπάθεια του βενιζελικού κατεστημένου της εποχής, ενός κατεστημένου που στα λόγια μόνο ήταν φιλελεύθερο και δημοκρατικό, ενώ στην πράξη ήταν πέρα για πέρα ολοκληρωτικό. Ενός κατεστημένου που όπλισε τους δολοφόνους του Ίωνα Δραγούμη. 

Ο Καρυωτάκης γλιτώνει την απόταξη. Παίρνει όμως δυσμενή μετάθεση, στην πόλη της Πρέβεζας. Που όπως είχε γράψει κάποτε ένας κριτικός της λογοτεχνίας «είναι η θλιβερότερη επαρχία, του θλιβερότερου τόπου του κόσμου, που είναι η Ελλάς». Βαρύς ίσως χαρακτηρισμός. Ο ποιητής Καρυωτάκης, με την μεγάλη ευαισθησία και τον ανήσυχο, προκλητικά ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, δεν μπορεί, δεν την παλεύει, όπως θα λέγαμε σήμερα στην διάλεκτο της καθημερινότητας.  Παίρνει πολύ βαριά το όλο σκηνικό. Εκεί, στην επαρχιακή αυτή πόλη ο Καρυωτάκης, ασφυκτιώντας σε μία μίζερη και μελαγχολική μικροαστική καθημερινότητα, εκδίδει την  τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του, τα «Ελεγεία και Σάτιρες», ίσως μία από τις ωραιότερες ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ.

Προσπαθούσε με διάφορες κινήσεις του να πάρει μετάθεση για Αθήνα. Δεν κατέστη όμως δυνατό. Το κατεστημένο ήθελε να τον εξοντώσει. Και ήξερε πως με την μετάθεση αυτή, αυτό ακριβώς έκανε. Στην πόλη της Πρέβεζας, που όπως ο ίδιος έγραψε  σε ένα από τα ανέκδοτα ποιήματα του «τα πάντα είναι θάνατος», ζώντας μέσα σε μία απελπισία, με νωπή μία ερωτική απογοήτευση και περιμένοντας μια ανάκληση της μεταθέσεως του που δεν θα έρθει ποτέ, ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 1928, έθεσε τέρμα στην ζωή του με μια πιστολιά.

Το τέλος του Καρυωτάκη τραγικό. Και όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η δικαίωση έρχεται πάντοτε post mortem .Τα πνεύματα της εποχής, έχουν συνταραχθεί από τον χαμό του. Αυτό το τέλος στάθηκε η αφετηρία μίας τάσης μέσα στην ελληνική ποίηση που ονομάστηκε «Καρυωτακισμός». Αρχίζει μία σειρά συζητήσεων. Οι ποιητές ένοιωθαν χρέος τους να μιμηθούν τα βήματα του. Ο Καρυωτάκης αποκτά οπαδούς, μαθητές. Συνολική παρουσίαση του έργου του γίνεται το 1938, δέκα χρόνια μετά την τραγική φυγή του, με φροντίδα των λογοτεχνών Κλ. Παράσχου, Τέλλου Αγρα, Χ. Σακελλαριάδη και άλλων. Ακολούθησε ή έκδοση των «Απάντων», το 1965 και εν συνεχεία το 1966, και ανατύπωση της από την «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη» το 1977. Δεκάδες οι εργασίες για το έργο του και εκατοντάδες τα κατά καιρούς δημοσιευμένα άρθρα.

Τελικά τι ήταν ο Καρυωτάκης;

Στη συζήτηση που πάντα γίνεται μεταξύ ποιητών, είχαν κατατεθεί διάφορες απόψεις. Ο Τέλλος Άγρας, ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς, ο Ρώτας, αλλά και ο Βάρναλης, και τόσοι  άλλοι μελέτησαν το έργο του σε βάθος. Ο Καρυωτάκης ήταν διαφορετικός. Ήταν ασυμβίβαστος, αθεράπευτα ευαίσθητος, αλλά και κυνικός ταυτόχρονα. Μελαγχολικός, αλλά και με διάθεση να κάνει καυστική σάτιρα σε πολλά πράγματα.

Τίτλοι ποιημάτων  δεκάδες και εκφραστικοί. Θα έλεγε κανείς πως αυτές οι τρεις συλλογές του ήταν, όπως εύστοχα είχε γράψει ο Ρώτας μία ηρωική τριλογία.  Ο Καρυωτάκης μιλά για τον πόνο του ανθρώπου, για τον έρωτα, το χαμόγελο, την άνοιξη. Μιλά για την λησμονιά, την αγάπη, τον πόθο που δεν εκπληρώνεται. Στα «Νηπενθή», γράφει χαρακτηριστικά:

«Και αν έσβησε σαν ίσκιος το όνειρο μου

Και αν έχασα για πάντα τη χαρά

Και αν σέρνομαι στα ακάθαρτα του δρόμου

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά»

  

Πολιτική θεώρηση του Καρυωτάκη

Ο Καρυωτάκης ήταν πεσιμιστής. Ήταν εθνικιστής και αντικομφορμιστής. Στις Ελεγείες και Σάτιρες, στο ποίημα του με τίτλο στο «Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά:

«Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν

Έμποροι και κονσόρτσια και εβραίοι

Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη

Πολλές οι αμαρτίες που θα διαβάσουν οι γενιές

Όταν σε παρομοιάσουν με το πορτραίτο του Dorian Gray»

Άραγε αν ζούσε σήμερα, πόσα κλητήρια θεσπίσματα θα του είχαν επιδοθεί για παράβαση του «αντιρατσιστικού « νόμου 927/79; Πόσο επίκαιρος  ιδεολογικά είναι μέχρι σήμερα;

Ο πόθος του για την  τιμή της πατρίδας  δεδομένος.  Γράφει στην ίδια συλλογή στον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά»

«Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις

Ένα πρωί από τα νερά του Βοσπόρου εκεί πέρα

Θε να προβάλλει λαμπερός  ο ασημένιος ήλιος μίας Λευτεριάς χαμένης

Ω΄ δοξασμένη ημέρα!»

Αυτό αν γραφόταν σήμερα, τι θα γινόταν ...

Θεωρώ όμως  ότι όλη η φιλοσοφία, ο πεσιμισμός αλλά και η καυστική ειρωνεία και η  επαναστατική  αντίληψη του Καρυωτάκη, περιέχεται στο περίφημο ποίημα του «Πρέβεζα», ένα ποίημα που περιγράφει ακριβώς την μίζερη ζωή της Πρέβεζας, το οποίο έχει μελοποιηθεί και ερμηνευθεί από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με μοναδικό τρόπο. Γράφει τελειώνοντας:

«Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς

Ένας πέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους

Θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία» 

Το τι πίστευε ο Καρυωτάκης τελικά, και κυρίως η επαναστατικότητα του, νομίζω ότι αποδίδεται απόλυτα από τον Μανόλη Λαμπρίδη, ο οποίος ήταν ένας από τους λογοτέχνες που τον μελέτησαν εκτενώς:

«Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα Ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον ποιητή, την Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά και την Αξιοπρέπεια, τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί…»

Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε πως: «με την ποίηση δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Εκείνο που μπορείς όμως είναι να αλλάξεις συνειδήσεις».

Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει και ο Καρυωτάκης με τα ποιήματα του. Με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Αν το πέτυχε ή όχι δεν έχει σημασία.

Τουλάχιστον προσπάθησε…

πηγή: εκδόσεις Λόγχη