ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger
Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger
Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger
Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος - Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger
Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: η Ελληνοαλβανική προσέγγιση του 1944
Οι αντίπαλοι του κινηματογραφικού Μπάτμαν ως παραδοσιοκρατικοί χαρακτήρες
Βιβλιοπαρουσίαση: Παράλογο Σύμπαν - του Κώστα Ριζιώτη
πηγή
Το μανιφέστο του «Μαύρου Μετώπου»
Αυτόνομη Δράση ενάντια στα ψευτοπατριωτικά είδωλα της Δεξιάς και των "νεοεθνικιστών"
Ο Ίων Δραγούμης για τον Βενιζελισμό
Κώστας Καρυωτάκης: ο επαναστάτης μελαγχολικός
Μέσα στο μετρό, κάποια στιγμή, δύο παιδιά συζητούσαν. Ο ένας
γυρνά στον άλλον και του λέει «σου είχα πει ότι η Χριστίνα δεν πολύ πάει καλά.
Όλο Καρυωτάκη διαβάζει τώρα τελευταία»…
Η πλέον συνηθισμένη εντύπωση που έρχεται στο μυαλό κάποιου
που ακούει για Καρυωτάκη, είναι αυτή. Η εντύπωση του περίεργου, του
μελαγχολικού, του μη δοσμένου σωστά στα μυαλά του. Τι ήταν τελικά ο Κώστας
Καρυωτάκης; Ήταν ένας περίεργος ποιητής, ένας κλειστός τύπος, ένας “βαρεμένος”
πνευματικά;
Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896. Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός στο δημόσιο τομέα, και συγκεκριμένα στο υπουργείο Δημοσίων Έργων. Έζησε σε διάφορες πόλεις λόγω ακριβώς των μεταθέσεων του πατέρα του. Το Γυμνάσιο πάντως το τελείωσε στα Χανιά το 1913. Ύστερα μπαίνει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1917. Τελειώνοντας τη Νομική το 1917, γράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως δεν θα τελειώσει ποτέ.
Δεν πρέπει στόχος του να ήταν η δικηγορία ή το να γίνει
δικαστής. Οι αναζητήσεις του και οι
προβληματισμοί του είχαν αρχίσει ήδη να φαίνονται. Η παρουσία του στον χώρο της
ποίησης σημειώνεται για πρώτη φορά το 1912, όταν ποιήματα του βραβεύτηκαν από
το περιοδικό «Παιδικός Αστήρ». Στα 1918
τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «ο πόνος του ανθρώπου και
των πραγμάτων». Ήταν ένα μικρό βιβλίο, ένα είδος περιοδικού, μόλις 16
σελίδες, που όμως πέρασε
απαρατήρητο. Στα 1919, έρχεται η δεύτερη
συλλογή του, τα «Νηπενθή», για την οποία και παίρνει διάκριση στον Φιλαδέλφειο
Διαγωνισμό.
Το 1920, ο Καρυωτάκης διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, υπαγόμενος στο υπουργείο Εσωτερικών. Μετά από σειρά μεταθέσεων, Σύρο, Άρτα, διάφορες πόλεις της Βορείου Ελλάδος, καταλήγει στην Αθήνα. Εκεί, καταφέρνει και παίρνει μετάταξη στο υπουργείο Πρόνοιας, το οποίο αφενός ήταν σαν θέση δημοσίου αξιοζήλευτη για την εποχή εκείνη, αφετέρου δεν είχε τόσες μεταθέσεις, όσες είχαν άλλες θέσεις του Δημοσίου. Με τα προσόντα του, την καλλιέργεια την εργατικότητα και την μόρφωση του, καταλαμβάνει μία αξιοζήλευτη θέση στον μηχανισμό του υπουργείου του. Παράλληλα ασχολείται συνεχώς με την ποίηση. Οι αναζητήσεις του όμως δεν σταματούν. Ο Καρυωτάκης συνδικαλίζεται στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι πολιτικές του απόψεις σαφώς αντιβενιζελικές, με εθνικιστικό και κοινωνικό
προσανατολισμό, κάτι που αρχίζει να διαφαίνεται και στα ποιήματα του. Εκλέγεται
Γενικός Γραμματέας της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δημοσίων υπαλλήλων. Οι
γύρω του, αρχίζουν να βλέπουν στον Καρυωτάκη μία ιδιαίτερη ευαισθησία, έναν
άνθρωπο με μία διάθεση μελαγχολική, έναν άνθρωπο με φοβερό χαρακτήρα, αλλά
κλεισμένο στον εαυτό του. Το πολιτικό κατεστημένο της εποχής, τον αντιμετωπίζει
σαν έναν περίεργο τύπο. Έρχεται σε προστριβές με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου
του, η οποία δεν μπορεί να του συγχωρήσει τις απόψεις του. Δεν μπορούν να του
συγχωρήσουν το γεγονός ότι έχοντας τις πολιτικές πεποιθήσεις που είχε,
κατόρθωσε να ψηφιστεί στα συνδικαλιστικά όργανα, ακόμα και από υπαλλήλους που
ιδεολογικά ήταν ενδεχομένως απέναντι του.
Πάντοτε στις ζωές των ανθρώπων, υπάρχουν στιγμές οι οποίες αλλάζουν την μοίρα τους. Στιγμές μικρές ή μεγάλες, που όμως οριοθετούν καταστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Καρυωτάκη. Άγνωστο πως, έγγραφα του υπουργείου του, στα οποία φαινόταν ότι τα πράγματα στην εν γένει διοίκηση του δεν ήταν καλά (τι πρωτοτυπία άραγε ...), έγγραφα αρκετά εμπιστευτικά, δημοσιεύονται σε αντιβενιζελική εφημερίδα. Η κατάσταση γίνεται αρκετά τεταμένη. Οι υποψίες της διαρροής πέφτουν στον Καρυωτάκη, αφού συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις.
Ήταν αντιβενιζελικός, ήταν συνδικαλιστής, ήταν άνθρωπος με αναζητήσεις που οι μικροαστοί της εποχής του, όπως και κάθε εποχής δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν. Ήταν περίεργος, ήταν ακραίος. Άρα το εύκολο θύμα, σε αυτές τις περιπτώσεις. Όλοι λοιπόν έπεσαν πάνω του. Έρευνες, ένορκες διοικητικές εξετάσεις και προσπάθεια του βενιζελικού κατεστημένου της εποχής, ενός κατεστημένου που στα λόγια μόνο ήταν φιλελεύθερο και δημοκρατικό, ενώ στην πράξη ήταν πέρα για πέρα ολοκληρωτικό. Ενός κατεστημένου που όπλισε τους δολοφόνους του Ίωνα Δραγούμη.
Ο Καρυωτάκης
γλιτώνει την απόταξη. Παίρνει όμως δυσμενή μετάθεση, στην πόλη της Πρέβεζας.
Που όπως είχε γράψει κάποτε ένας κριτικός της λογοτεχνίας «είναι η θλιβερότερη
επαρχία, του θλιβερότερου τόπου του κόσμου, που είναι η Ελλάς». Βαρύς ίσως
χαρακτηρισμός. Ο ποιητής Καρυωτάκης, με την μεγάλη ευαισθησία και τον ανήσυχο,
προκλητικά ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, δεν μπορεί, δεν την παλεύει, όπως θα
λέγαμε σήμερα στην διάλεκτο της καθημερινότητας. Παίρνει πολύ βαριά το όλο σκηνικό. Εκεί, στην
επαρχιακή αυτή πόλη ο Καρυωτάκης, ασφυκτιώντας σε μία μίζερη και μελαγχολική
μικροαστική καθημερινότητα, εκδίδει την
τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του, τα «Ελεγεία και Σάτιρες», ίσως
μία από τις ωραιότερες ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ.
Προσπαθούσε με διάφορες κινήσεις του να πάρει μετάθεση για
Αθήνα. Δεν κατέστη όμως δυνατό. Το κατεστημένο ήθελε να τον εξοντώσει. Και
ήξερε πως με την μετάθεση αυτή, αυτό ακριβώς έκανε. Στην πόλη της Πρέβεζας, που
όπως ο ίδιος έγραψε σε ένα από τα
ανέκδοτα ποιήματα του «τα πάντα είναι θάνατος», ζώντας μέσα σε μία απελπισία,
με νωπή μία ερωτική απογοήτευση και περιμένοντας μια ανάκληση της μεταθέσεως
του που δεν θα έρθει ποτέ, ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 1928, έθεσε τέρμα
στην ζωή του με μια πιστολιά.
Το τέλος του Καρυωτάκη τραγικό. Και όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η δικαίωση έρχεται πάντοτε post mortem .Τα πνεύματα της εποχής, έχουν συνταραχθεί από τον χαμό του. Αυτό το τέλος στάθηκε η αφετηρία μίας τάσης μέσα στην ελληνική ποίηση που ονομάστηκε «Καρυωτακισμός». Αρχίζει μία σειρά συζητήσεων. Οι ποιητές ένοιωθαν χρέος τους να μιμηθούν τα βήματα του. Ο Καρυωτάκης αποκτά οπαδούς, μαθητές. Συνολική παρουσίαση του έργου του γίνεται το 1938, δέκα χρόνια μετά την τραγική φυγή του, με φροντίδα των λογοτεχνών Κλ. Παράσχου, Τέλλου Αγρα, Χ. Σακελλαριάδη και άλλων. Ακολούθησε ή έκδοση των «Απάντων», το 1965 και εν συνεχεία το 1966, και ανατύπωση της από την «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη» το 1977. Δεκάδες οι εργασίες για το έργο του και εκατοντάδες τα κατά καιρούς δημοσιευμένα άρθρα.
Τελικά τι ήταν ο Καρυωτάκης;
Στη συζήτηση που πάντα γίνεται μεταξύ ποιητών, είχαν
κατατεθεί διάφορες απόψεις. Ο Τέλλος Άγρας, ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς, ο Ρώτας,
αλλά και ο Βάρναλης, και τόσοι άλλοι
μελέτησαν το έργο του σε βάθος. Ο Καρυωτάκης ήταν διαφορετικός. Ήταν
ασυμβίβαστος, αθεράπευτα ευαίσθητος, αλλά και κυνικός ταυτόχρονα. Μελαγχολικός,
αλλά και με διάθεση να κάνει καυστική σάτιρα σε πολλά πράγματα.
Τίτλοι ποιημάτων
δεκάδες και εκφραστικοί. Θα έλεγε κανείς πως αυτές οι τρεις συλλογές του
ήταν, όπως εύστοχα είχε γράψει ο Ρώτας μία ηρωική τριλογία. Ο Καρυωτάκης μιλά για τον πόνο του ανθρώπου,
για τον έρωτα, το χαμόγελο, την άνοιξη. Μιλά για την λησμονιά, την αγάπη, τον
πόθο που δεν εκπληρώνεται. Στα «Νηπενθή», γράφει χαρακτηριστικά:
«Και αν έσβησε σαν ίσκιος το όνειρο μου
Και αν έχασα για πάντα τη χαρά
Και αν σέρνομαι στα ακάθαρτα του δρόμου
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά»
Πολιτική θεώρηση του Καρυωτάκη
Ο Καρυωτάκης ήταν πεσιμιστής. Ήταν εθνικιστής και
αντικομφορμιστής. Στις Ελεγείες και Σάτιρες, στο ποίημα του με τίτλο στο
«Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά:
«Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
Έμποροι και κονσόρτσια και εβραίοι
Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη
Πολλές οι αμαρτίες που θα διαβάσουν οι γενιές
Όταν σε παρομοιάσουν με το πορτραίτο του Dorian Gray»
Άραγε αν ζούσε σήμερα, πόσα κλητήρια θεσπίσματα θα του είχαν επιδοθεί για παράβαση του «αντιρατσιστικού « νόμου 927/79; Πόσο επίκαιρος ιδεολογικά είναι μέχρι σήμερα;
Ο πόθος του για την
τιμή της πατρίδας δεδομένος. Γράφει στην ίδια συλλογή στον «Μαρμαρωμένο
Βασιλιά»
«Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις
Ένα πρωί από τα νερά του Βοσπόρου εκεί πέρα
Θε να προβάλλει λαμπερός
ο ασημένιος ήλιος μίας Λευτεριάς χαμένης
Ω΄ δοξασμένη ημέρα!»
Αυτό αν γραφόταν σήμερα, τι θα γινόταν ...
Θεωρώ όμως ότι όλη η
φιλοσοφία, ο πεσιμισμός αλλά και η καυστική ειρωνεία και η επαναστατική
αντίληψη του Καρυωτάκη, περιέχεται στο περίφημο ποίημα του «Πρέβεζα»,
ένα ποίημα που περιγράφει ακριβώς την μίζερη ζωή της Πρέβεζας, το οποίο έχει
μελοποιηθεί και ερμηνευθεί από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με μοναδικό τρόπο.
Γράφει τελειώνοντας:
«Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς
Ένας πέθαινε από αηδία
Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους
Θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία»
Το τι πίστευε ο Καρυωτάκης τελικά, και κυρίως η
επαναστατικότητα του, νομίζω ότι αποδίδεται απόλυτα από τον Μανόλη Λαμπρίδη, ο
οποίος ήταν ένας από τους λογοτέχνες που τον μελέτησαν εκτενώς:
«Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα Ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον ποιητή, την Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά και την Αξιοπρέπεια, τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί…»
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε πως: «με την ποίηση δεν μπορείς να
αλλάξεις τον κόσμο. Εκείνο που μπορείς όμως είναι να αλλάξεις συνειδήσεις».
Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει και ο Καρυωτάκης με τα
ποιήματα του. Με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Αν το πέτυχε ή όχι δεν έχει σημασία.
Τουλάχιστον προσπάθησε…