Ίων Δραγούμης


«Ω έθνος μαργωμένο, πού είναι η περηφάνια σου;

Μην έχεις πεποίθηση σε κανένα, μήτε στους Μεγάλους ξένους της γης, μήτε στους Μεγάλους προγόνους σου, παρά μόνο στον εαυτό σου. Από κανένα μην περιμένεις τίποτε, παρά μόνον από τον  ε α υ τ ό  σου»

Ιδεολογική Απεμπλοκή


Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μεταπολεμικές γενιές της Ευρώπης εκπαιδεύτηκαν σε μια αντιεθνικιστική συναίνεση. Μέσα από την δημόσια εκπαίδευση, μέσα από την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε, μέσα από τις συνδηλώσεις της τέχνης, ο εθνικισμός μπήκε στο στόχαστρο και παρουσιάστηκε ως η υποτιθέμενη μήτρα πολλών κοινωνικών παθογενειών. Από την δεκαετία του 1960 και έπειτα ο συστημικός ιδεολογικός πόλεμος κατά του εθνικισμού απέκτησε νέες εκδοχές. Φροϋδικές πομφόλυγες επιστρατεύτηκαν από την εξουσιαστική πολιτική προπαγάνδα. Μετα-μαρξιστές, νεομαρξιστές και φιλελεύθεροι διανοητές ανάμιξαν αυτά τα απαχθέντα φροϋδικά στοιχεία με άλλα δεδομένα της μεταμοντέρνας χύτρας του εξουσιαστικού διεθνισμού και δημιούργησαν, εν τέλει, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη τον οποίο παρουσίασαν ως εργαλείο της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης. Όπως αποδείχτηκε ο καθρέφτης αυτός βοήθησε στην αναπαραγωγή της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού. Γιατί μέσω της χρήσης του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μπορούσε πλέον να χρεώνει στον εθνικισμό δικές του παθογένειες, ανάμεσα στα άλλα, και με το να εισάγει στην πολιτική ανάλυση αυθαίρετους ψυχολογικούς όρους.

 Σύμφωνα με αυτούς τους αναλυτικούς όρους κάθε μορφή αυταρχισμού θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκπηγάζει από, ή να συνδέεται με, εθνικιστικά σχήματα. Αυτή η χοντροκομμένη αυθαιρεσία παρουσιάστηκε ως εργαλείο πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μασκαρεύτηκε με την «τήβεννο» της επιστημονικής αλήθειας και αναπαράχθηκε από τα πανεπιστήμια και τα Μ.Μ.Ε, παραπλανώντας τον κόσμο με το εξής φαιδρό συμπέρασμα: Εφόσον κάθε μορφή αυταρχισμού πρέπει αναγκαστικά να είναι εθνικιστική και φασιστική, άρα και κάθε παθογένεια με αυταρχικά γνωρίσματα που παρουσιάζεται στις συνθήκες μια φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι κατάλοιπο κάποιας απροσδιόριστης παραδοσιοκρατικής συνήθειας του παρελθόντος και έχει ριζώσει ως υποτιθέμενη ψυχολογική «φασιστική» προδιάθεση σε κάποιο βαθύ σημείο του ψυχισμού.

 Πόσο βολικό συμπέρασμα για την εξουσία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης!! Μονομιάς έβγαλε έξω απ’ το κάδρο της όποιας ευθύνης όλες τις υπόλοιπες ιδεολογίες (ή πολιτικές θεωρίες) και φόρτωσε μια σειρά παθογενειών σε κάποιο αόριστο φασιστικό κατάλοιπο. Ασχέτως, βέβαια, αν μια αναδρομή στην πολιτική ιστορία ή στην ιστορία των ιδεών οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα και καταδεικνύει ότι ο αυταρχισμός δεν υπήρξε γνώρισμα μόνο κάποιων εθνικιστικών και παραδοσιοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων, αλλά πολύ περισσότερο του φιλελευθερισμού (από τις γκιλοτίνες της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τις σφαγές πληθυσμών που δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό των φιλελεύθερων αμερικανικών κυβερνήσεων) και του διεθνιστικού σοσιαλισμού (αυταρχισμός και εγκλήματα κομμουνιστικών ή διεθνιστικά σοσιαλιστικών κυβερνήσεων). Εκείνο που έχει σημασία για την ιδεολογική ηγεμονία της εξουσιαστικού φιλελευθερισμού είναι ότι με τέτοιους τρόπους καταφέρνει και υπερβαίνει την όποια κρίση του καπιταλισμού προκύπτει κρατώντας όλες τις συζητήσεις που θα μπορούσαν να γεννήσουν εναλλακτικές προοπτικές εντός του ιδεολογικού φάσματος που ελέγχει.

για να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ ...

Karl Hans Strobl: Ένας λησμονημένος βάρδος της λογοτεχνίας του φανταστικού



Ο Καρλ Χανς Στρομπλ (1877-1946) υπήρξε ένας ταλαντούχος συγγραφέας της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μεγάλωσε στην Τσεχία αλλά ήταν Αυστριακής καταγωγής. Γρήγορα έδειξε την κλίση του στην λογοτεχνία και υπήρξε θαυμαστής του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ωστόσο σε αντίθεση με τον Ρίλκε, που δεν ένιωθε βολικά με την γερμανική του καταγωγή και υιοθέτησε την τσεχική κουλτούρα, ο Στρομπλ αφοσιώθηκε από μικρός στην «γερμανικότητά» του. 

Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με διάφορες νεορομαντικές θεωρίες που αναπτύσσονταν σε μικρούς κύκλους στοχαστών κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και σε νεαρή ηλικία άρχισε να υιοθετεί εθνικιστικές απόψεις. Παρόλα αυτά δεν ενεπλάκη νωρίς στην πολιτική.

 Το 1919 κυκλοφόρησε μαζί με τον Alfons von Czibulka το πρώτο περιοδικό φανταστικής λογοτεχνίας στην νεότερη εποχή, που έφερε τον τίτλο Der Orchideengarten. Είχε είκοσι τέσσερις σελίδες και κυκλοφόρησαν πενήντα ένα τεύχη του, μέχρι τον Νοέμβριο του 1921. Ο Στρομπλ απέκτησε αρκετή δημοφιλία και νουβέλες του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.

 Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στρομπλ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την πολιτική. Στον μεσοπόλεμο υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, προωθώντας το όραμα της ζωής του που ήταν η  ένωση των δυο Γερμανιών (της Γερμανίας με την Αυστρία). Πέθανε το 1946 ενώ προηγουμένως είχε αναγκαστεί να εργαστεί ως αιχμάλωτος του σοβιετικού στρατού.

 Η ιδεολογία του Στρομπλ καταδίκασε το έργο του στην αφάνεια. Μεταπολεμικά οι αρχές φρόντισαν να εξαφανίσουν τα περισσότερα αντίτυπα των βιβλίων του. Πρόκειται ασφαλώς για μια ακόμη άδικη τιμωρία, καθώς οι περισσότερες νουβέλες του αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας τρόμου ενώ δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο ικανό να δικαιολογήσει την λογοκρισία τους. Η λήθη στην οποία τιμώρησε τον Στρομπλ το εκδοτικό κατεστημένο της φιλελεύθερης εξουσίας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής πολιτικής που στοχεύει στην γενική αποσιώπηση λογοτεχνών με μη αρεστές ιδεολογικές αρχές. Κατά τα άλλα τα κείμενά του μπορούν να διαβαστούν από τον καθένα, ασχέτως ιδεολογικών προτιμήσεων.

 Η λέσχη μας., όπως πάντοτε κόντρα στο ρεύμα, ανέσυρε μερικά διηγήματα του Στρομπλ από την αφάνεια και τα μετέφρασε. Πρώτο απ’ αυτά είναι Ο κυνηγός Μαγισσών. Τα υπόλοιπα θα δημοσιευθούν στο περιοδικό μας συνοδευόμενα από ένα πιο πλήρες κείμενο για την ζωή και τις ιδέες του λησμονημένου αυτού βάρδου ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σπέρα. Από τον διεθνιστικό αναρχισμό στον εθνικό συνδικαλισμό

 


Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.

Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό «Brothers College». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.

 Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός, καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.

 Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς. Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914 συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή οι απεργίες ήταν παράνομες.

Η εξέγερση της Σερίφου

 Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού διχασμού.  Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς).  Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».

 Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία, δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2% του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής, για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.

 Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες, κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα, ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας.

 Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον αγώνα τους.  Στις 21 Αυγούστου αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους. Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία. Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον Γρόμαν.

 Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη διακοσίων πενήντα  ανδρών και ενός ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος.  Τότε  ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.

 Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας, απολύθηκαν  όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες, καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.

 Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. - Σ.Ε.Κ.Ε.

 Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς εκείνης της εποχής.

 Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα εργατικά δικαιώματα, τον  βοήθησαν να κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.

 Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του, για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές συνδικαλιστές από την άλλη[1] .

 Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.

 Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.

 Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το 1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών φασμάτων.

 Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες, εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή. Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ.Ε.).

 Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Muammar Qaddafi

«Δημιουργούν οι ίδιοι τον ιό και στη συνέχεια σας πουλάνε τα αντίδοτα, προσποιούνται ότι αφιερώνουν χρόνο για να βρουν την λύση ενώ την έχουν ήδη έτοιμη»

Μνήμη Leon Degrelle (15.06.1906 - 31.03.1994): «Etsi mortuus urit» - «Αν και νεκρός, καίει ...»



του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Όταν μιλάμε για τον Leon Degrelle, έρχονται στο μυαλό τα έργα του, η διαθήκη του, τα οποία μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο ζέσταναν τις καρδιές και τις ψυχές των εθνικoεπαναστατών μαχητών. Τα βιβλία του παρείχαν μια τεράστια ιστοριογραφική συνεισφορά στα πάθη που φλόγισαν εκείνη την περίοδο τόσο πλούσια σε εντάσεις και αναλύσεις, και μια εξίσου σημαντική κληρονομιά πνευματικής ανύψωσης για τηn διαμόρφωση του εσωτερικού μας εαυτού. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Degrelle ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους πολεμιστές του περασμένου αιώνα που κατάφερε να συγχωνεύσει την πολιτική πολιτοφυλακή και την πολιτοφυλακή της ψυχής σε ένα κοινό σημείο.

O Degrelle γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1906 στη Bouillon, στο γαλλόφωνο Βέλγιο, το μέρος όπου ζούσε επίσης ο Godfrey της Bouillon, ένας από τους φεουδάρχες που γέννησε την πρώτη Σταυροφορία (θα μπορούσε να είναι σύμπτωση;).

Το 1935 δημιούργησε το Rex, ένα περήφανo καθολικό κίνημα (Christus Rex), αντλώντας αρχικά έμπνευση από την «Action Française» του Maurras και σύντομα το έφερε στην πλευρά των ευρωπαϊκών φασιστικών κινημάτων. Και χάρη στην ρητορική του και την επαναστατική του ιδιοσυγκρασία, θα φουντώσει τις φλόγες στις πλατείες και στις καρδιές  της Βελγικής νεολαίας. Ενέπνευσε επίσης τον σχεδιαστή Herge: Τα χαρακτηριστικά του Degrelle  εμφανίζονται στο πρόσωπο του Tin Tin.

Η μαρτυρία του Robert Brasillach φαίνεται σημαντική για εμάς, ο οποίος στις σελίδες του περιοδικού "Je suis partout" περιέγραψε με εμφανή συμπάθεια την πληθωρική προσωπικότητα του Lèon Degrelle, περιμένοντας να τον συναντήσει και να του πάρει συνέντευξη:

«Βλέπω αυτόν τον ευκίνητο, όμορφο νεαρό άντρα να προχωράει προς μένα, του οποίου τα μάτια λάμπουν τόσο χαρούμενα σε ένα γεμάτο πρόσωπο. Μου μιλάει  για τα πλήθη, με δυνατή φωνή που είναι απίστευτα φυσική. Ακόμα δεν ξέρω τι θα μου πει, δεν ξέρω τι αξίζει. Ξέρω μόνο ότι εμπνέει μια χαρά για την ζωή, μια αγάπη για την ζωή και ταυτόχρονα την επιθυμία να βελτιώσει αυτή την ζωή για όλους, για να πολεμήσουμε για την ζωή, που είναι ήδη όλα τα αξιοθαύμαστα πράγματα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μεγάλοι ηγέτες χωρίς κάποιο είδος δυναμικής ζωτικότητας, φυσικής λαμπρότητας. Δεν ξέρω αν ο Lèon Degrelle έχει άλλες ιδιότητες: αλλά πάνω απ 'όλα έχει αυτά. Υπάρχουν πολλά άλλα εξίσου ορατά, από την άλλη, και όλα τόσο ενστικτώδη (...)»

Για την έντονη και απερίσκεπτη ζωή του Léon Degrelle, θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα πραγματικό έπος, αλλά αυτό δεν είναι η πρόθεση αυτού του σύντομου άρθρου, οπότε ας πάμε κατευθείαν στους λόγους που ενέπνευσαν αυτές τις γραμμές.

Το Feldpost (οι σημειώσεις ενός πολιτικού στρατιώτη) δημοσιεύθηκε στο Βέλγιο το 1944 από τον εκδοτικό οίκο Rexist Party. Η ανάγνωση αυτού του σύντομου αλλά έντονου κειμένου προτάθηκε σε μέλη της Ρεξιστικής  νεολαίας, η οποία, με παρότρυνση από το παράδειγμα των ηγετών τους, τρέμανε από ενθουσιασμό, εν αναμονή της συμμετοχής τους στην Ευρωπαϊκή Σταυροφορία κατά του Μπολσεβικισμού, στο Ανατολικό Μέτωπο. Θα ήταν η επίθεση τους στον παράδεισο.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι το συνηθισμένο στρατιωτικό ημερολόγιο, όπου περιγράφονται πολεμικά γεγονότα ή άλλες πτυχές αυστηρά πολεμικού χαρακτήρα. Η αφήγηση στρέφεται σε άλλους ορίζοντες, πολύ βαθύτερους και πιο περίπλοκους. Ο ίδιος ο Degrelle το εξηγεί στις πρώτες γραμμές της εισαγωγικής του σημείωσης:

«Το Feldpost είναι ένα απλό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο στρατιώτη. Συλλέγει μια σειρά από γρήγορες σημειώσεις που έγραφα αμέσως, κάθε μέρα, ακριβώς, στα φύλλα του Feldpost. Αυτά τα χαρτιά, που γράφτηκαν στους απροσδόκητους δρόμους και τις μάχες στη Ρωσία, είχαν σκοπό να μεταφέρουν τις σκέψεις μου στο σπίτι. Μην ψάχνετε για ζωντανές σελίδες μάχης, δεν είναι στρατιωτικό ημερολόγιο. Χωρίς να ξέρω τι θα μπορούσε η μοίρα να μου φυλάει στον πόλεμο, βιάστηκα να εκφράσω τις ιδέες και τα συναισθήματα που έζησα μέσα μου».

Αυτό που αναδύεται είναι ο στρατιώτης Degrelle, ή καλύτερα, ο «πολιτικός στρατιώτης» Degrelle. Ο άνθρωπος που αποφάσισε με πλήρη συνειδητοποίηση και με αξιοθαύμαστο ιδεαλισμό να πιάσει τα όπλα, παρά τους κινδύνους και τις τεράστιες δυσκολίες, για την επιβεβαίωση ενός καθαρού και απόλυτου οράματος για τον κόσμο και τη ζωή. Ακόμα κι αν η πιθανότητα πληρωμής των συνεπειών ήταν πραγματικά υψηλή, ήξερε πολύ καλά ότι ο θάνατος τον ακολουθεί πάντα σαν μια σκιά εκείνη που παίρνει το δρόμο των όπλων. Ο δρόμος του πολεμιστή είναι δύσβατος, ασύγκριτος από δυσκολίες και τα δεινά που μπορεί να προσφέρει σε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν, αλλά είναι επίσης υπέροχος για τους καρπούς της πνευματικής ανύψωσης και  η υπέρβαση των ορίων που δίνει γενναιόδωρα σε όσους ξέρουν πώς να τον διαβούν. Ο Degrelle ήξερε πως να τον ακολουθήσει.

Επιπλέον, βλέπουμε στον  Degrelle την προσπάθεια του πολιτικού στρατιώτη -  και στην περίπτωσή του ειδικότερα της τυπικής συνύπαρξης του μοναχού πολεμιστή - να θέλει να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του στο πεδίο της μάχης μέσω της αγνής δράσης, δράσης όχι μόνο με την έννοια του ανδρικού και πολεμικού  ασκητισμού, αλλά πάνω απ 'όλα τον εσωτερικό καθαρμό του πνεύματος και την μετάβαση σε υψηλότερες μορφές ζωής.

Να θυμίσουμε επίσης ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν καθόλου μια απλή στρατιωτική σύγκρουση, συγκρίσιμη με άλλα προηγούμενα γεγονότα, και δεν βιώθηκε ως τέτοια. Ήταν μια τιτάνια σύγκρουση με υψηλή ηθική και ιδεολογική ένταση. Υπήρχαν δύο εντελώς αντίθετοι ΚΟΣΜΟΙ: η εμφάνιση ενός Ευρωπαϊκού Εθνικού Σοσιαλισμού, ενάντια στον Διεθνή Σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ.

Εκτός από αυτά στον Degrelle, βρίσκουμε και μια σοβαρή κριτική για τον αστικό κόσμο, ψεύτικο, υποκριτικό, υπηρέτη του θεού του χρήματος. Η ίδια δειλή μετριότητα που κυριαρχεί στην καθημερινή μας ύπαρξη. Μια μετριότητα, που δεν πρέπει καθόλου να ρέει μέσα στο βάλτο της. Η προτροπή είναι πάντοτε να πολεμάμε και να παλεύουμε στο άκρο, μαζί με τον πιο πιστό μας σύντροφο, αυτό το όραμα του κόσμου που ώθησε τον ίδιο τον Degrelle να αντιμετωπίσει τον εαυτό του και τον εχθρό.

"Είμαι εδώ γιατί το ιδανικό που με έκαιγε  όταν έφυγα, έχει κάνει την ατμόσφαιρα ασφυκτική, με τη μυρωδιά της μούχλας του παλιού αστικού σύμπαντος  που πεθαίνει. Η ζωή του στρατιώτη στο μέτωπο είναι η μόνη, αυτή την στιγμή, που είναι πραγματικά απλή, αδιάφορη . Εδώ, μπροστά στο θάνατο, ή τουλάχιστον μπροστά στον καθημερινό πόνο, η ψυχή υψώνεται πάνω από το τέλμα της παρακμής …

Σε έναν αιώνα στον οποίο κάποιος ζει μόνο για τον εαυτό του, θα είναι απαραίτητο εκατοντάδες, χιλιάδες άντρες να μην ζουν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά για ένα κοινό ιδεώδες, πρόθυμοι από την αρχή να υποφέρουν όλες τις θυσίες, όλους τους εξευτελισμούς, όλους τους ηρωισμούς για αυτό. Μετράει μόνο η πίστη, η ένθερμη εμπιστοσύνη, η πλήρης απουσία εγωισμού και ατομικισμού, η ένταση ολόκληρου του όντος προς τον σκοπό».


Μαύρες Φλόγες - podcast#5 με τον Κωνσταντίνο Στυλιανού (Εθνικοί αγώνες & 1η Απριλίου 1955)




Πίνακες του ζωγράφου Γιάννη Γίγα. Οι εννέα απαγχονισθέντες της ΕΟΚΑ (αριστερά) και οι εν Ιρλανδία δέκα μάρτυρες του IRA (δεξιά)

Η τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας «Διγενής» στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» την 5η Νοεμβρίου 1973, λίγο πριν τον θάνατο του (.pdf)

Με αφορμή την 1η Απριλίου 1955, ημερομηνία εκκίνησης του εθνικιστικού  αντάρτικου ενάντια στους Άγγλους αντιφασίστες, η συντακτική μας ομάδα αναδημοσιεύει σήμερα την τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας «Διγενής» στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» την 5η Νοεμβρίου 1973, λίγο πριν τον θάνατο του.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» την 3η Απριλίου του 2011. Μπορείτε να πατήσετε πάνω στις εικόνες ή να την κατεβάσετε σε μορφή αρχείου .pdf εδώ…

Ο άνθρωπος που πολέμησε σε όλα τα πεδία των μαχών μέχρι που ηττήθηκε από τον Χάροντα στο κρησφύγετο του στην Λεμεσό, ο πολέμαρχος που δεν έβγαλε ποτέ την στολή και δεν φοβήθηκε τις αντιξοότητες, ο στρατιωτικός που θέλησε την Ένωση της ιδιαίτερης πατρίδας του με την μητέρα Ελλάδα και έμεινε να παλεύει έως το τέλος παρά το γεγονός ότι δέχτηκε ελάχιστη βοήθεια, ο αντάρτης που αρνήθηκε να σεβαστεί το μελάνι της προδοσίας, σε αυτές τις γραμμές αποκαλύπτει το σκεπτικό του και δίνει απαντήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις.




Για το 1821: στο λόφο του Λυκαβηττού (Propatria)


 

Lotta Di Popolo. (Λαϊκός Αγώνας). Από τον Έβολα στο Μάο: Ένα βιβλίο για τους νεαρούς νεοφασίστες στις δεκαετίες του 1960 και του 1970

 

Εισαγωγικό σημείωμα: Η γη της Ρώμης που μορφοποίησε τον Επαναστατικό Φασισμό δεν έπαψε να παράγει την αναγκαία σύνθεση ακόμη και μετά την ήττα του πολέμου. Κάποιες ομάδες και κινήσεις των νεοφασιστών δεν φοβήθηκαν να δοκιμάσουν να πορευτούν σε ιδεολογικές ατραπούς που φαινομενικά ήταν δύσβατες ή δυσδιάκριτες αλλά στην πράξη τις έφερναν ακόμη πιο κοντά στον στόχο που δεν ήταν άλλος από την αποτελεσματική πολεμική ενάντια στον εχθρό.

Οι «nazi-maoists» ήταν αυτοί οι «αιρετικοί» που ονειρεύονταν μια κολεκτιβιστική Πολιτεία την οποία ανακάλυπταν και στο έργο του Πλάτωνα, επιθυμούσαν την συμμαχία με την «άκρα αριστερά» που πολεμούσε με κάθε τρόπο το Ισραήλ και έκαναν αυστηρή κριτική στις συμβιβασμένες ηγεσίες των ακροδεξιών που ποδηγετούσαν τους κομματικούς μηχανισμούς.

Η αποδοχή της κοινής συμπαράταξης ενός «τριτοδρομικού» Ισλαμισμού μαζί με τους μύθους και την παράδοση του παγανισμού, την κληρονομιά των Εθνικοσοσιαλιστών και των Φασιστών σε συνάρτηση με την μεθοδολογία του Μαοϊκού Λαϊκού Στρατού που θύμιζε τον αγροτοφασισμό του 1919 ήταν το κύριο ιδεολογικό σχήμα που έμοιαζε αλλόκοτο ή γοητευτικό και σίγουρα ριζοσπαστικό.

Οι ιδέες του Ιρανού Khomeini μαζί με τα γραπτά των Julius Evola, Horia Sima, Corneliu Codreanu, Robert Brasillach, Rene Guenon, Frithof  Schuon, είναι τα κομμάτια του νέου παζλ του «Ιερού Πολέμου» που παίρνει σάρκα και οστά σε ολόκληρο τον πλανήτη ενάντια στην εκφυλισμένη Δύση και τον Διεθνή Σιωνισμό .

Εμβληματική μορφή της εν λόγω τάσης ο αντάρτης πόλης και φυλετιστής Franco Freda ενώ δεν μπορεί να μην αναφερθεί και το Ελληνικό φοιτητικό ΕΣΕΣΙ στα σπλάχνα του οποίου αναπτύχθηκε η εθνικοεπαναστατική σκέψη με πρωτοβουλία του συναγωνιστή Βεντούρη.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος & Τίτος


Lotta Di Popolo. (Λαϊκός Αγώνας). Από τον Έβολα στο Μάο: Ένα βιβλίο για τους νεαρούς νεοφασιστές στις δεκαετίες του 1960 και του 1970

Ένα βιβλίο του Alfredo Villano. Μια διαυγής και κατά κάποιο τρόπο διευκρινιστική ανάλυση. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Il Secolo d'Italia τις τελευταίες ημέρες, το οποίο δημοσιεύουμε πλήρως. Άνοιξε επίσης τη συζήτηση για το ρόλο που έπαιξε το αρχιπέλαγος των ομάδων και των κινημάτων που περιστράφηκαν γύρω από τον εξωκοινοβουλευτικό χώρο της ακροδεξιάς εκείνα τα χρόνια. Μαθαίνουμε για να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε.

Όχι μόνο η ιστορία του MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα) και οι πολλαπλές ψυχές του αποτέλεσαν αντικείμενο, πρόσφατα, μελετών και ιδεών. Διερευνώνται επίσης πρωτοβουλίες, ομάδες και έργα φαινομενικά μειονοτικά, αλλά που κατάφεραν να επιδράσουν καταλυτικά ως προς την ενέργεια και τον ενθουσιασμό, αφήνοντας πίσω τους ένα ετερογενές αιρετικό φορτίο.

Αυτή είναι η περίπτωση της μελέτης του Alfredo Villano (Από τον Έβολα στον Μάο. Η ριζοσπαστική δεξιά από τον νεοφασισμό στους Ναζί-Μαοϊστές, Luni Editore, Μιλάνο, σελίδες 384) που εστιάζει στην εξέλιξη του νεολαιΐστικου νεοφασισμού που οδήγησε, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, στο σχηματισμό αντικαθεστωτικών κινήσεων σχετικά με τη γραμμή εισαγωγής στα θεσμικά όργανα (στμ. "εκ των έσω") που υποστήριζε το MSI: η Εθνική Αριστερά και η Νέα Τάξη, η Νέα Ευρώπη και επίσης το κίνημα του Randolfo Pacciardi, Nuova Repubblica (Νέα Πολιτεία) με την νεολαιΐστικη οργάνωση του Primula Goliardica.

Αλλά ειδικότερα, το βιβλίο του Alfredo Villano εξετάζει την προέλευση και τις πολιτικές φιλοδοξίες της Lotta di Popolo (Λαϊκός Αγώνας), ένα φαινόμενο που κατά την γνώμη του συγγραφέα ήταν ο δείκτης «της ενεργητικής ιδεολογικής αντίδρασης, ριζοσπαστικής υφής, προς έναν νεοφασισμό που εξακολουθούσε να είναι επιρρεπής σε νοσταλγικές εκτροπές».

Αυτό που σκόπευε να δημιουργήσει η Lotta di Popolo, επίσης βάσει μιας έντονης κριτικής για την αντιδραστική στάση που ανέλαβε το MSI έναντι του 1968 (στο εξώφυλλο του βιβλίου, δεν προκαλεί έκπληξη, υπάρχουν οι συγκρούσεις του Valle Giulia), ήταν μια δύναμη ικανή να ενώσει στον αγώνα «όλα τα άτομα που δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στο παραγωγικό-καταναλωτικό σύστημα»: οι επαναστατικές μειονότητες του βιομηχανικού προλεταριάτου, μαθητές, αγρότες και μη οργανικοί διανοούμενοι. Σε αυτό το πλαίσιο, η Lotta di Popolo ανέπτυξε επίσης μια σειρά εγγράφων για την υποστήριξη των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων, εξετάζοντας με συμπάθεια τον Παλαιστινιακό και τον Ιρλανδικό λαό.

Ανάμεσα στα προκριματικά σημεία του πρότζεκτ της Lotta di Popolo υπήρχε πάνω απ' όλα η «ευρωπαϊκή κεντρικότητα» ενάντια στους ιμπεριαλισμούς, προϋπόθεση βάσει της οποίας επιτεύχθηκε η συμβολή της Lotta di Popolo στο Ιταλικό γκρουπ της Giovane Europa.

Το πρότζεκτ, ωστόσο, με το εξωσυστημικό του κάλεσμα (ούτε το κόκκινο μέτωπο ούτε η αντίδραση ήταν ένα από τα συνθήματα) και έξω από τις κλασικές αντιθέσεις δεξιάς - αριστεράς και φασισμού - αντιφασισμού, προοριζόταν να αντιπροσωπεύσει πάνω απ' όλα μια λεκάνη ιδεών και πολιτιστικών αναφορών, χωρίς όμως να καταφέρει να εδραιωθεί και να δομηθεί βαθιά στο έδαφος.

Μια λεκάνη που προσέλκυσε εκφραστές όπως ο Paolo Signorelli, και κινήσεις όπως η Terza Posizione (Τρίτη Θέση), βοηθώντας να δοθεί ουσία σε αυτήν την τάση του «φαίο-κόκκινου κοινοτισμού» που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να υποστηρίζεται από μερικές εφημερίδες και περιοδικά, όπως το Rinascita του Ugo Gaudenzi και τα περιοδικά Ευρασία και Orion των Claudio Mutti και Maurizio Murelli αντίστοιχα.

Γιατί όμως να μελετήσουμε σε βάθος το φαινόμενο Lotta di Popolo σήμερα; "Επειδή - απαντά ο συγγραφέας Alfredo Villano - κανείς δεν το είχε κάνει στο παρελθόν και η Lotta di Popolo επηρέασε πολύ τους ριζοσπαστικούς κύκλους της δεκαετίας του '70''.

Υπάρχει ένα αντικειμενικό ενδιαφέρον για τη μελέτη αυτού του ρεύματος σκέψης το οποίο, ξεκινώντας από το MSI, καθιστά τον αντισυστημικό αγώνα το στοιχείο ταυτοποίησης και πήξης πέρα από τα κλασικά σχήματα του νεοφασισμού.

Εξ ου και ο τίτλος: από τον Έβολα, συγγραφέα cult των παραδοσιοκρατών της δεκαετίας του 1950, περνάει στην συμπάθεια κυριολεκτικά ακόμα και για τον Μάο, κατά ένα πολιτικό ερμηνευτικό κλειδί του τι κινείται στο παρόν που δεν εξαρτάται πλέον από τη νοσταλγία.

Η "Εθνική Αριστερά" και η "Νέα Τάξη", η "Νέα Πολιτεία" του Pacciardi και τα αγόρια του από την Primula Goliardica: ποιο είναι το κόκκινο νήμα που ενώνει ομάδες τόσο διαφορετικές όσον αφορά το ξεπήδημα και την ιδεολογική προέλευση, τις εμπνεύσεις και τις φιλοδοξίες;

Εάν στη δεκαετία του πενήντα αυτή η εξεγερτικότητα αγκαλιάζει αναπόφευκτα τις κοινωνικές ρίζες του Φασισμού και του RSI (Ιταλική Κοινωνική Πολιτεία) ή ο πνευματισμός εβολιανής υφής, προκαλώντας προοπτικές και λύσεις που ενώνονται από έναν ισχυρό "αδιαλλαξισμό" προς την πολιτική γραμμή της "Φλόγας", η δεκαετία του εξήντα δεν οδηγεί απαραίτητα σε παρόμοια συμπεράσματα και εξόδους της ίδιας φύσης. Τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής διαιρούν και φλέγουν τους νέους εξτρεμιστές οι οποίοι, ξεκινώντας από τους αντιϊμπεριαλιστικούς προβληματισμούς σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο του Jean Thiriart και της Νέας Ευρώπης του, ξεκινούν και με κάποιο τρόπο συνεχίζουν έναν πολιτικο-πολιτισμικό δρόμο ο οποίος, περνώντας από την εμπειρία της Primula Goliardica, την ομάδα νέων της Nuova Repubblica, θα οδηγήσει στη γέννηση του πιο αμφιλεγόμενου κινήματος της φοιτητικής διαμαρτυρίας: την Lotta di Popolo.

Είναι σε μεγάλο βαθμό νέοι από τις τάξεις της δεξιάς εξεγερτικότητας που, με σκοπό να ξεπεράσουν την αντιπαλότητα φασισμού - αντιφασισμού, προσελκύθησαν από την αντι-κομματοκρατική και προεδρική μάχη του κινήματος επικεφαλής του οποίου ήταν ο  αντιφασίστας Randolfo Pacciardi. Ο Pacciardi επικεντρώνεται έντονα στους νέους γενικά, αλλά κυρίως σε εκείνους της Primula ώστε να είναι σε θέση να αποδείξει την δύναμη και την ζωτικότητα του κινήματος του. Ανάμεσα τους, πολλοί δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στις ατλαντικές και φιλοισραηλινές θέσεις του ηγέτη του κινήματος και θα εισχωρήσουν βαθειά στη φοιτητική διαμαρτυρία μέχρι και την Valle Giulia. Αυτή η ομάδα, της οποίας η γένεση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εμπειρία του Φοιτητικού Κινήματος της Νομικής της Ρώμης, από μια αντι-αστική και αντι-ιμπεριαλιστική οπτική, θα αναπτύξει ένα πρωτότυπο μείγμα ιδεών κατά το οποία η Ευρώπη θα γίνει ο φάρος των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων και οι απόλυτοι εχθροί είναι η ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ και οι πιστοί τους σύμμαχοι όπως το Ισραήλ.

Είναι ο λαός που ξεσπά στη σκηνή και γίνεται άξονας της ιστορίας και της αλλαγής αυτής: οι «Ναζί-Μαοϊκοί» της PLO, στην τολμηρή τους επεξεργασία ενός βαθιά αντι-αστικού στιλ, που προκαλούν, αναθεωρώντας και διορθώνοντας, θέματα ήδη αγαπητά τον εθνικό σοσιαλισμό, και να θυμηθούμε το γεωπολιτικό όραμα της Νέας Ευρώπης, το οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει την αντισυστημική εμπειρία της Primula που σχημάτισε ένα πολιτιστικό και αξιακό φορτίο το οποίο, αφού ακούστηκε για χρόνια σε εγκάρσια μεταξύ τους περιβάλλοντα, ακόμα και σήμερα, κερδίζει χώρο σε σημαντικές κινήσεις, περιοδικά και εφημερίδες

Ο συγγραφέας:

Ο Alfredo Villano, ο οποίος αποφοίτησε στην Πίζα με διατριβή πάνω στις ρίζες του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, δημοσίευσε το «Η τελευταία Μαύρη Λεγεώνα» το 2008. Το κίνημα Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) μεταξύ παράδοσης και επανάστασης (1954-1973), η πρώτη ανάλυση του ακροδεξιού κινήματος Νέα Τάξη, το οποίο ακολούθησε το 2011 το Rodolfo Graziani, ένας Φασιστής που αμφισβητήθηκε. Η δύσκολη σχέση με το MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), οι φευγαλέες επαφές με το PCI (ΚΚΙ), η εξέλιξη του «μαύρου» μαχητισμού (1947-1962). Το 2015 είναι ο συγγραφέας μιας έκθεσης με τίτλο ''η γοητεία του Pacciardi για τους νεαρούς νεοφασιστές''.

πηγή

Για μια θετική κριτική: βιβλίο μάχης του Dominique Venner



Μπορεί ένα βιβλίο που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 60', να μιλήσει στον αναγνώστη του σήμερα; Μπορεί ένα βιβλίο 153 μικρών σελίδων να αποτελέσει εγχειρίδιο εθνικιστική δράσης; Μπορεί το πόνημα ενός διανοουμένου να είναι συνάμα ένα κάλεσμα σε πολιτική μάχη; Όταν το βιβλίο είναι το "Για μια θετική Κριτική" και συγγραφέας του είναι ο Dominique Venner, η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα είναι, φυσικά και ναι. Τον συγγραφέα, τον έμαθε η παγκόσμια κοινή γνώμη από την αυτοχειρία του στην Παναγία των Παρισίων, πράξη συνειδητής πολιτικής διαμαρτυρίας για τον εποικισμό από αλλόφυλους και την γενικότερη παρακμή της Ευρώπης. 

Οι Εθνικιστές τον γνωρίζουν επίσης από τα πολλά βιβλία του, πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου. Στην Ελλάδα, είχε εκδοθεί μέχρι σήμερα, το υπέροχο "Ο Λευκός ήλιος των ηττημένων", με θέμα την ιστορία του Αμερικανικού Νότου. Όμως, το "Για μια θετική κριτική", που τυπώθηκε πρόσφατα από την Fatria Zentropa, δεν περιλαμβάνεται στα συνήθη βιβλία του Venner. Είναι ένα κάλεσμα μάχης, ένα μήνυμα εθνικιστικής αντίδρασης και τρόπος μάχης συνάμα. Κείμενο οργισμένο, γραμμένο στην φυλακή όπου εξέτισε διετή ποινή ο συγγραφέας για την συμμετοχή του στον OAS, ξεπερνά τον χρόνο, τον χώρο και έρχεται να δώσει ένα ράπισμα στο εθνικιστικό κίνημα. 

Όπως και η Γαλλία των αρχών του 60' μετά την ήττα της δράσης για την γαλλική Αλγερία, έτσι και στην Ελλάδα του 2021, ο Εθνικισμός έχει ανάγκη από ένα great reset. Η ανάγκη του διαχωρισμού από τους συστημικούς εθνικόφρονες, ο προσδιορισμός του εσωτερικού, ιδεολογικού, εχθρού ως σημαντικότερου από τον εξωτερικό. Η κριτική στην φιλελεύθερη κοινωνία των οικονομικών ελίτ και των αριστερών δεκανικιών τους. Η προτροπή της αποφυγής της λατρείας των προσωπικοτήτων και των παραγόντων του χώρου. Η αδυναμία των συμμαχιών με ευκαιριακούς ιδεολογικούς πολτούς. Η σημασία της τοπικής δράσης, της νεολαίας, της δράσης με πρωτοβουλίες και όχι εκ καθέδρας. Η καταδίκη της τρομοκρατίας, της ψευτοεπαναστατικότητας, του ιδεολογικού αναχωρητισμού. 

Τέλος, η σημασία της συνεργασίας των εθνικιστικών κινημάτων της Ευρώπης έναντι του κοινού εχθρού. Όλα αυτά και πολλά ακόμα, είναι μερικές από τις θεματικές της "Κριτικής". Αν σας αγγίζουν, αν σας κάνουν να βλέπετε την πολιτική δράση και αγωνία σας σε κάτι από τα παραπάνω, όχι μόνο διαβάστε αλλά διαδώστε το βιβλίο αυτό. Αν είστε νέος στον εθνικισμό, το βιβλίο αυτό θα αποτελεί τον μπούσουλα σας. Αν σας ενοχλεί κάτι από τα παραπάνω, τότε, απλά διαβάζεται λάθος έντυπο η ιστοσελίδα.