Βιβλιοπαρουσίαση: Ο Ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος - Εθνικοσοσιαλισμός και Μπολσεβικισμός (Ερνστ Νόλτε)

Ernst Νolte

Μετάφραση: Καράπαπας Γιάννης

Εκδόσεις Τροπή

07/2015

Σελίδες 608

 Ο "Ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος" του πολύ σημαντικού Γερμανού φιλοσόφου και ιστορικού Ερνστ Νόλτε δημοσιεύτηκε το 1987 στη σκιά της αποκαλούμενης διαμάχης των ιστορικών, η οποία ξέσπασε το 1986 επ αφορμή ενός άρθρου του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, το οποίο είχε τον τίτλο "Το παρελθόν που δεν θέλει να παρέλθει".

 Το ανά χείρας έργο αποτελεί ουσιαστικά μια διεύρυνση και μια βασισμένη σε πηγές επεξεργασία του συγκεκριμένου άρθρου. Ο Νόλτε, αναπτύσσοντας την ιστορικο-γενετική εκδοχή της θεωρίας του ολοκληρωτισμού, κάνει μια πρωτότυπη και τολμηρή πολιτικοϊστορική και φιλοσοφικοϊστορική ανάλυση της σχέσης των δύο ολοκληρωτισμών, του εθνικοσοσιαλισμού και του μπολσεβικισμού, συμβάλλοντας σημαντικά στην κατανόηση και στην ερμηνεία των δύο ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Αντί ενός προλόγου για την πέμπτη έκδοση

Αυτό το βιβλίο και η "Διαμάχη των ιστορικών" - Ένας απολογισμός μετά από δέκα χρόνια

 Εισαγωγή: Οπτικές γωνίες θεώρησης της εποχής του παγκοσμίου πολέμου

 Τελικό σημείο και προανάκρουσμα το 1933: Η αντιμαρξιστική ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία

 Ανασκόπηση της περιόδου 1917 - 1932: Κομμουνιστές, Εθνικοσοσιαλιστές, Σοβιετική Ρωσία

Η κατάρρευση της Ρωσίας και η θέληση για παγκόσμια επανάσταση: Η επανάσταση του Φεβρουαρίου και η κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους το 1917

Η γένεση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας από τον παγκόσμιο πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση

Η νίκη των μπολσεβίκων και οι ήττες του KPD 1919 - 1921

Ο πρώιμος αντιμπολσεβικισμός και η πρώτη άνοδος του Χίτλερ

"Παγκόσμια επανάσταση" ή "εθνική κυβέρνηση" στη Γερμανία;

Η χρονιά της κρίσης 1923

Η Σοβιετική Ένωση από το θάνατο του Λένιν μέχρι την εγκαθίδρυση της μονοκρατορίας του Στάλιν

Η περίοδος της σταθεροποίησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης 1924 - 1929

Οι κρατικές σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση

Ο περιορισμένος εμφύλιος πόλεμος στη Γερμανία

Η παραμονή της εθνικοσοσιαλιστικής ανάληψης της εξουσίας

 Τα εχθρικά ιδεολογικά κράτη την περίοδο ειρήνης 1933 - 1941

Η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση 1933/34

Το "πραξικόπημα Ρεμ" και η δολοφονία του Κίροφ το 1934

Διεθνής πολιτική 1935/1936

Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο

Η "μεγάλη εκκαθάριση" και το πάθος για οικοδόμηση στη Σοβιετική Ένωση

Οι θρίαμβοι του Χίτλερ και η συναίνεση της λαϊκής κοινότητας

Η αποτυχία του αντικομμουνιστικού και του αντιφασιστικού σχεδίου στη μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτική

Το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν ως ξεκίνημα του ευρωπαϊκού προλόγου για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

Η εύθραυστη συμμαχία: Θρίαμβοι, κέρδη, εντάσεις

 Δομές δύο μονοκομματικών κρατών

Τα κρατικά κόμματα και οι ηγέτες τους

Τα όργανα της κρατικής ασφάλειας και της τρομοκρατίας

Οι ενώσεις νεολαίας

Αυτοαντίληψη και αντίληψη του ξένου στη λογοτεχνία και στην προπαγάνδα

Η πολιτικοποιημένη κουλτούρα

Δίκαιο και στέρηση δικαιωμάτων

Μετανάστευση και αντίσταση

Η ολική κινητοποίηση

 Ο γερμανο-σοβιετικός πόλεμος 1941 - 1945

Η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης: Αποφασιστικός αγώνας; - Εκστρατεία απελευθέρωσης; - Πόλεμος εξόντωσης;

Αναγκαιότητες, τυχαιότητες και εναλλακτικές δυνατότητες στο γερμανο-σοβιετικό πόλεμο

Παγκόσμιος πόλεμος των ιδεολογιών;

Γενοκτονίες και "τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος"

Η ανταλλαγή χαρακτηριστικών και η παράδοξη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης

 Τελική θεώρηση / Από τον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο 1917 - 1945 στον παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο 1947 - 1990

Οι εποχές του 20ού αιώνα

Συντομογραφίες

Σημειώσεις

Γράμμα του Φρανσουά Φυρέ στον Ερνστ Νόλτε

Ευρετήριο ονομάτων 

Για την φιλοσιωνιστική ακροδεξιά (του Λουκά Σταύρου)

 


Οι ακροδεξιοί θεωρούν το Ισραήλ σύμμαχο χώρα με την Κύπρο.

Πού είναι γραμμένη αυτή η συμμαχία και τι προνοεί;

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία συμμαχία με το Ισραήλ παρά μια παραχώρηση της Κύπρου στο Ισραήλ από το κουβέρνο Αναστασιάδη προς χρήση στρατηγικού βάθους.

Ενώ από την άλλη οι Ισραηλινοί κάνουν ανοίγματα συμφιλίωσης με την Τουρκία και προτείνουν διέλευση του αγωγού μέσα από το Τουρκικό έδαφος κατόπιν και της αγαστής συνεργασίας που είχαν Τούρκοι και Ισραηλινοί στην επίθεση κατά των Αρμενίων.

Λουκάς Σταύρου

Death to Israel - Majid Bani Fatemeh


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

 

Εισαγωγικό σημείωμα της συντακτικής ομάδας: 

Η δική μας ιστορική προσέγγιση απέναντι στην βιοθεωρία του Εθνικοσοσιαλισμού εδώ και χρόνια γίνεται από τα «αριστερά» δηλαδή μέσα από την σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική οπτική. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα που ονομάστηκε «Τρίτη Θέση» και «Στρασσερισμός» ή «αριστερός Εθνικοσοσιαλισμός» εκφράστηκε και στην χώρα μας μέσα από κινήσεις, εκδόσεις, ομάδες, ιστολόγια και πρόσωπα τα οποία προσπάθησαν - με τα λίγα μέσα που είχαν στην διάθεση τους - να δείξουν μια διαφορετική οπτική απέναντι στα ιστορικά ζητήματα αλλά και τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών μας.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αστικής ακροδεξιάς με τα χίλια πρόσωπα αλλά και των διαφόρων κονδυλοφόρων που συντηρεί η δεξιά - οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα ως διαπρύσιοι κήρυκες του «αντιναζισμού» - σημαντικός αριθμός συναγωνιστών και συναγωνιστριών στήριξε έμπρακτα την τάση αυτή. 

Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί και πάλι το ενδιαφέρον για την «φαιοκόκκινη» σκέψη και η συντακτική μας ομάδα σε μια σειρά από άρθρα στον σύνδεσμο εδώ, προβάλλει τις απόψεις και θέσεις της Ελληνικής «Τρίτης Θέσης». Το ίδιο συμβαίνει και με συναγωνιστές που διατηρούν τα δικά τους μέσα επικοινωνίας που μπορεί ακόμη και να διαφωνούμε μαζί τους σε επιμέρους ζητήματα.

Η σημερινή αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα ομάδες ή οργανώσεις δεν λαμβάνει μέρος για να μεταφερθεί και στο διαδίκτυο μια άγονη αντιπαράθεση για την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ως μια αναγκαία απάντηση σε όσους «σερβίρουν» εδώ και χρόνια συκοφαντίες και ψέματα προς εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Επιδιώκουμε έμπρακτα την ενότητα μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την Αντιδημοκρατική Σκέψη αλλά δεν θα μείνουμε σιωπηλοί απέναντι σε διαχρονικές ραδιουργίες και προσπάθειες για κάλπικες εντυπώσεις και αυταπάτες που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελεύθερη σκέψη των Ελλήνων.

Το παρακάτω άρθρο το οποίο μπορείτε να δείτε και εδώ πιστεύουμε ότι συμβάλει θετικά στην ιστορική έρευνα δεν είναι όμως αναγκαίο να εκφράζει το σύνολο της συντακτικής μας ομάδας.


"Η πιο απαίσια αρχή του Καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι ότι μας έχει μάθει να κρίνουμε τα πάντα και τους πάντες με βάση το χρήμα και την ιδιοκτησία". 

Gregor Strasser


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα

 του Στέφανου Linassos

Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας κατά το φθινόπωρο του 1932

Το φθινόπωρο του 1932 Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίντενμπουργκ ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που εξέφραζε τα συμφέροντα της τάξης των ισχυρών γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων της Γερμανίας. Η συμμαχία των Γερμανών γαιοκτημόνων με τους καπιταλιστές είχε προκύψει ως εξής. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας θεωρούσαν ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε κάποιο φιλελεύθερο πολιτικό πόλο. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί σε άλλες χώρες, η δομή του παραγωγικού μοντέλου της Γερμανίας δεν εμπόδιζε την συσχέτιση των μεγαλοαστών καπιταλιστών με τους γαιοκτήμονες. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που ευνόησε τη σύμπλευση των Γερμανών μεγαλοαστών με τους γαιοκτήμονες ήταν η μεγάλη δυναμική που ανέπτυσσαν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Γερμανία. Οι μεγαλοαστοί ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς σε μια συμμαχία με τους παλιούς αριστοκράτες, οι οποίοι έλεγχαν το απομεινάρι του γερμανικού στρατού (την Ράιχσβερ) και την αστυνομία, υπό τον φόβο κάποιας επανάληψης του επαναστατικού εγχειρήματος της Ρωσίας (που ήδη είχε πραγματοποιηθεί μια φορά με την εξέγερση των Σπαρτακιστών, τον Ιανουάριο του 1919).

Ο Χίντενμπουργκ είχε αυξημένες αρμοδιότητες ως Πρόεδρος. Έδινε τον γενικό προσανατολισμό της κρατικής πολιτικής και ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. Ο καγκελάριος (πρωθυπουργός) έπρεπε να χαίρει της εκτίμησής του και δεν ήταν απαραίτητο να είναι αρχηγός κάποιου ισχυρού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε περίπτωση που στο κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) κάποιο κόμμα ή κάποια συμμαχία κομμάτων δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Όμως ο ρόλος του Χίντενμπουγκ τελείωνε κάπου εκεί. Ο καγκελάριος, εφόσον αποδεχόταν τον γενικό προσανατολισμό που έδινε ο Πρόεδρος, οργάνωνε την κυβερνητική πολιτική με ικανοποιητικά περιθώρια αυτονομίας. Οι περιορισμοί στην αυτονομία του καγκελάριου προέρχονταν συνήθως από το κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο μπορούσε να καταψηφίσει νόμους που πρότεινε ο πρωθυπουργός και να καταθέσει προτάσεις δυσπιστίας κατά των κυβερνήσεων.

Το 1932, επειδή δεν υπήρχαν οι απαιτούμενοι πλειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, ο Χίντενμπουργκ είχε την ευκαιρία να πλαισιώνεται από κυβερνήσεις εξολοκλήρου προσκείμενες στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Η κοινοβουλευτική ρευστότητα του έδινε την ευκαιρία να οργανώνει κυβερνητικά σχήματα βασισμένος στους ανθρώπους που υποστήριζε το σύμπλεγμα των βιομηχανικών και των ισχυρών γεωργικών συμφερόντων. Στα τέλη της άνοιξης του 1932 πρωθυπουργός της Γερμανίας έγινε ο Φραντς φον Πάπεν. Ένας στρατιωτικός και διπλωμάτης στενά συνδεδεμένος με τον τουρκικό παράγοντα, που παλαιότερα είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δολιοφθορών. Ο Πάπεν είχε υπάρξει βουλευτής του Κεντρώου Κόμματος, που εκπροσωπούσε την Καθολική Χριστιανική εκκλησία της Γερμανίας.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Πάπεν αποδείχτηκε ο πιο αντιλαϊκός πρωθυπουργός. Αγνόησε τα συμφέροντα των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων και πήρε σκληρά μέτρα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ανάλγητη πολιτική του Πάπεν εξόργισε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. Τα επεισόδια και οι συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία καθιερώθηκαν ως συχνό φαινόμενο και αυξήθηκαν σε ένταση όσο ο Πάπεν κυβερνούσε. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος να συμπαραταχθούν από κοινού στην απεργία της Εταιρείας Συγκοινωνιών του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε την 3η Νοεμβρίου του 1932. Η απεργία εξελίχθηκε σε μικρή εξέγερση κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές από σφαίρες της αστυνομίας.

Το κοινοβούλιο κατέθετε συνεχώς προτάσεις δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Πάπεν. Αλλά ο Χίντενμπουργκ γνώριζε ότι ο Πάπεν ήταν ο πρωθυπουργός που στήριζαν οι κεφαλαιοκράτες και δήλωνε στον καγκελάριο ότι αν κρινόταν αναγκαίο θα του επέτρεπε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα συνέχιζε να κυβερνά υπό ένα καθεστώς συγκαλυμμένης δικτατορίας. Ο Πάπεν έδειχνε διστακτικός να υιοθετήσει αυτή την έσχατη λύση γιατί φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα καταβαράθρωνε το ήδη χαμηλό του κύρος.

Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο του 1932 συνέβη ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή ιδεολογική στροφή της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Η Γερμανική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς εργάτες, ήταν σταθερά προσκείμενη στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως η μεγάλη απήχηση που άρχιζαν να αποκτούν οι ιδέες των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» έκανε δημοφιλή τον εθνικισμό ακόμη και σε κάποιους κύκλους αριστερών συνδικαλιστών.

Η «συντηρητική επανάσταση» ήταν ένα ισχυρό διανοητικό ρεύμα στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος της «συντηρητικής επανάστασης» πρότειναν την αντικατάσταση του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με παραδοσιοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, τα οποία περιλάμβαναν και κάποιες εκδοχές ενός εθνικού σοσιαλισμού. Στόχος των διανοητών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ιδέες της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν να διαχύσουν σε μεγάλα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας την ιδεολογία τους και μέσα από μια μάχη ιδεών να νικήσουν τον κυρίαρχο αστικό υλισμό. Το 1932 ήταν ήδη αρκετοί οι κύκλοι αριστερών διανοητών που διαλέγονταν με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης». 

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του 1932 και με την απήχησή του ευνόησε την σύμπλευση των εθνικιστών διανοητών με κύκλους της αριστεράς ήταν το Der Arbeiter. Herrschaft und Gestalt του Έρνστ Γιούνγκερ. Ο Lothar Erdmann ήταν ένας εκδότης αριστερών φρονημάτων, που είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Γιούνγκερ. Ο Erdman εξέδιδε το μηνιαίο συνδικαλιστικό έντυπο Die Arbeit. Φίλος του Erdman ήταν ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Theodor Leipart. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 ο Leipart θεωρείτο άμεσα συνδεδεμένος με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Όμως στις 14 Οκτωβρίου ο Leipart εκφώνησε μια προγραμματική ομιλία για το μέλλον του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Την ομιλία είχε γράψει ο Erdman. Η ομιλία του Γερμανού αρχισυνδικαλιστή έπεσε ως βόμβα εν αιθρία στην ήδη ηλεκτρισμένη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά ο Leipart δήλωνε ότι οι συνδικαλιστές είχαν αποφασίσει να διαχωρίσουν την θέση τους από εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και σκόπευαν να κινηθούν ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Leipart είχε υιοθετήσει τις θέσεις του Γιούνγκερ και αναφέρθηκε στον εργάτη ως «στρατιώτη της εργασίας», ο οποίος σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό υπηρετούσε -όχι μόνο τα ταξικά του συμφέροντα- αλλά το σύνολο του έθνους. Ο Leipart απαρνήθηκε την μαρξιστική φρασεολογία της ταξικής πάλης και ανέφερε ότι τα συνδικάτα είχαν οργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να καλλιεργήσουν την έννοια της κοινότητας και ότι διαπνέονταν από το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου.

Αμέσως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε στην Αριστερά ο Leipart, κύκλοι της «συντηρητικής επανάστασης» χαιρέτισαν την ομιλία του. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau που άνηκε σε διανοητές του «κύκλου της πράξης» οι οποίοι υπάγονταν στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», δημοσίευσαν με θετικά σχόλια την ομιλία του Leipart. Ο «κύκλος της πράξης» εκπροσωπούνταν από τον Hans Zehrer. Ο Zehrer ήταν φίλος με τον Κουρτ φον Σλάιχερ, έναν στρατιωτικό που συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Πάπεν χωρίς όμως να είναι από τους υποστηρικτές των περισσότερων αποφάσεων της. Εκείνους τους μήνες, λόγω έλλειψης κομματικών αυτοδυναμιών, σχηματίζονταν κυβερνήσεις μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που διέθεταν πολιτική ισχύ. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι υπουργοί να προέρχονται από τους ίδιους πολιτικούς χώρους.

Ο Σλάιχερ ήταν μια ιδιόμορφη προσωπικότητα. Στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο παρουσιάστηκε για χρόνια λαθεμένα ως εκπρόσωπος του αστικού κατεστημένου από τους «πατριάρχες», τους παρακρατικούς και τους μανδαρίνους αρχηγού πρώην μαζικού κόμματος. Αυτό συνέβη πρώτον για λόγους αμορφωσιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμορφωσιάς των «παραγόντων» του ελλαδικού εθνικιστικού χώρου είναι ότι εκείνοι που συνήθως εκθειάζουν τον Όσβαλντ Σπένγκλερ αποθεώνουν ταυτόχρονα τον Χίτλερ και κατηγορούν τον Σλάιχερ. Αγνοούν βέβαια ότι ο Σλάιχερ ήταν μέλος του ίδιου πολιτικού και διανοητικού κύκλου με τον Σπένγκλερ ενώ ο Χίτλερ όχι. 

Επίσης η αποθέωση του Χίτλερ έχει εφαρμοστεί ως στρατηγική στην Ελλάδα για λόγους πολιτικής πειθαρχίας. Επίδοξοι αρχηγίσκοι ομάδων επιδιώκουν την απόλυτη υπακοή των στελεχών τους. Επειδή οι ίδιοι ως ασήμαντα πρόσωπα είναι αδύνατο να πετύχουν μια αφοσιωμένη υπακοή, επενδύουν στην προσωπολατρεία του «ειδώλου» Χίτλερ προκειμένου να κρύψουν τον εαυτό τους κάτω απ’ το κάδρο μιας καθαγιασμένης ιστορικής προσωπικότητας και να αποκομίσουν, εν είδει πρωθιερέων, την άκριτη υποταγή που η γενίκευση της προσωπολατρείας προϋποθέτει.

Ας αφήσουμε όμως τους γραφικούς και ας δούμε ποιος ήταν ο πραγματικός Σλάιχερ της ιστορίας. Από την μια ο Σλάιχερ ήταν ένα πρόσωπο που λειτουργούσε με υπόγειο τρόπο και βρισκόταν συχνά αναμεμειγμένος σε δίκτυα πολιτικών συνωμοσιών. Από την άλλη διέθετε εξαιρετική προσωπική καλλιέργεια και ήταν στενά συνδεδεμένος με τους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Ο Σλάιχερ την δεκαετία του 1920 συμμετείχε σε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών που προώθησαν την μυστική συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς, με αντάλλαγμα την υποστήριξή των Σοβιετικών για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Ράιχσβερ. Η συνεργασία εκείνη των Γερμανών και των Σοβιετικών στρατιωτικών αποτέλεσε το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιήθηκε αργότερα η φιλοσοφία πολέμου του Blitzkrieg και της σύνθεσης των μεραρχιών Panzer. Στρατιωτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ιδέες που εφάρμοσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βασιστεί σε εκείνη τη συνεργασία.

Ο Σλάιχερ βρέθηκε κι άλλες φορές στο επίκεντρο συνωμοσιών. Υπήρχαν υποψίες ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση της «Μαύρης Ράιχσβερ» και ότι καθοδηγούσε την ομάδα της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια κατάφερνε να θέτει εκτός του πολιτικού στίβου γραφειοκράτες και πολιτικούς που τον είχαν εμπιστευθεί με αποτέλεσμα να αναρριχηθεί τελικά εκείνος στα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής εξουσίας.

Όσο ο Σλάιχερ ήταν υπουργός Άμυνας είχε επαφές με τον Χίτλερ και ήταν εκείνος που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση των SA και των SS, όπως και την δυνατότητα σε άντρες των SS και SA να γίνουν στρατιωτικοί, που μέχρι τότε απαγορευόταν. Φιλική σχέση είχε ο Σλάιχερ με τον Έρνστ Ρεμ. Ιδεολογικά ο Σλάιχερ ήταν υπέρ μιας αριστοκρατικού τύπου εθνικιστικής πολιτείας, που θα ανέτρεπε την δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές του συντηρητικού σοσιαλισμού των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης». Επιπλέον ο Σλάιχερ, μέσω του Zehrer και άλλων διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης», είχε οικοδομήσει μια καλή σχέση με τον Leipart και αρκετούς ακόμη αριστερούς συνδικαλιστές και πολιτικούς που αναθεωρούσαν τον μαρξισμό σε εκδοχές του συντηρητικού σοσιαλισμού.

Εκτός από την εφημερίδα Tägliche Rundschau ένας ακόμη σημαντικός άντρας της γερμανικής εθνικιστικής σκέψης δήλωσε ότι η στροφή των συνδικαλιστών προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό ήταν ελπιδοφόρα. Ήταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ. Ο Στράσσερ, στις 20 Οκτωβρίου του 1932, σε μια ομιλία του στο Βερολίνο είπε ότι θα ήταν ευχής έργο αν οι συνδικαλιστές έκαναν πράξη όσα είπε ο πρόεδρός τους και εγκατέλειπαν το διεθνιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να δράσουν σαν αυτόνομη κοινωνική ομάδα με πατριωτικό φρόνημα.

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο κύριος εκφραστής της σοσιαλιστικής τάσης του NSDAP. Υπήρξε αυθεντικός εθνικιστής με ρομαντικές ιδεολογικές καταβολές, που δεν είχε καμία σχέση με τον δεξιόστροφο και κλασικιστικό ιμπεριαλισμό τον οποίο υιοθέτησε η ηγεσία του κόμματος. Ο Στράσσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης». Η ευνοϊκή του στάση προς την εθνοκεντρική στροφή των συνδικαλιστών μπορεί να ειδωθεί ως στήριξη σε ένα ιδεολογικό μέτωπο προσωπικοτήτων που αναζητούσαν μια λύση εθνικού σοσιαλισμού. Ο Στράσσερ ήταν, όπως πάντα, συνεπής στις ιδέες του. Επιπλέον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκείνη η δήλωση ως κάτι το υπονομευτικό στην όλη δράση του NSDAP. Μην ξεχνάμε ότι η χαλάρωση της έντασης με την Αριστερά ήταν τακτική που είχε υιοθετήσει ο Χίτλερ, εφόσον μετά από δεκαπέντε μέρες έγιναν οι κοινές απεργίες των εθνικοσοσιαλιστών με τους κομμουνιστές.

Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου

Όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή μετά της εκλογές της 6ης Νοεμβρίου του 1932. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα έπεσε από το 37,3% στο 33,1%. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έπεσε από το 21,6% στο 20,4%. Το ακροδεξιό κόμμα των βασιλοφρόνων, υπό την ηγεσία του Hugenberg, ανέβηκε στο 8,9% και το κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε από το 14,5% στο 16,6%. Η κυβέρνηση του Πάπεν είχε κερδίσει χρόνο καθώς οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν έδιναν την απαιτούμενη κυβερνητική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και σε καμία συμμαχία κομμάτων. Όμως το γερμανικό κεφάλαιο άρχισε να φοβάται την άνοδο των κομμουνιστών. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν σπάσει το φράγμα των 100 βουλευτών. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Ewald Heckler, που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των μεταλλουργείων Ilseder, πληροφόρησε τον Πάπεν ότι πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας, των τραπεζών και της αγροτικής οικονομίας ετοίμαζαν μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ με την οποία θα ζητούσαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Ταυτόχρονα ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Πάπεν, φον Krosigk, ζητούσε την συμμετοχή του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή ήταν μια αυθόρμητη πρόταση ορισμένων κύκλων που είχαν συμπεράνει ότι ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός υπό το φόβο μιας ανόδου των κομμουνιστών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όποιος έχει την παραμικρή γνώση του πως λειτουργούν τα πολιτικά κυκλώματα θα γνωρίζει ότι προκειμένου να τοποθετηθούν δημοσίως κοινωνικές ομάδες με τέτοια ισχύ έχουν προηγηθεί ΣΙΓΟΥΡΑ διερευνητικές επαφές με το κόμμα στο οποίο θα προσφέρουν την στήριξή τους. Επίσης οι συζητήσεις γίνονται με έμπιστους ανθρώπους της ηγεσίας του κόμματος και όχι με οποιοδήποτε στέλεχος.

Ο Πάπεν επιχείρησε μάταια να βρει κάποιο ισχυρό κόμμα ώστε να στηρίξει την κυβέρνησή του. Στις 17 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η εθνική συσπείρωση ήταν ανέφικτη όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και έπειτα παρέδωσε στον Χίντενμπουργκ την παραίτησή του. Ο Πρόεδρος την δέχτηκε αλλά ζήτησε από τους υπουργούς να συνεχίσουν να ασκούν προσωρινά τα καθήκοντά τους.

Στις 19 Νοεμβρίου αρκετοί βιομήχανοι, τραπεζίτες και μεγαλογαιοκτήμονες έστειλαν τελικά την επιστολή στον Χίντενμπουργκ, ζητώντας να γίνει πρωθυπουργός ο Χίτλερ. Στα τέλη Νοεμβρίου, στο συνέδριο της Ένωσης Langnam της βαριάς βιομηχανίας στο Ντύσελντορφ, ήταν εμφανές ότι όλη η γερμανική βαριά βιομηχανία στήριξε το αίτημα της ανάθεσης της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να κάνουν κάτι τέτοιο είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού που θα εφάρμοζε ο Χίτλερ δεν θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίντενμπουργκ ξεκίνησε ο ίδιος συνομιλίες με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μίλησε με τον Χίτλερ στις 19 και 21 Νοεμβρίου αλλά δεν συμφώνησαν.

Εκείνη την ιστορική στιγμή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μπήκε στο παιχνίδι ο Σλάιχερ. Ο Σλάιχερ άρχισε να πλαγιοκοπεί τον Χίντενμπουργκ ζητώντας ο ίδιος μια ευκαιρία να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι ο Χίντενμπουργκ του έδωσε την άδεια να συζητήσει με όποιον νόμιζε, ο Σλάιχερ άρχισε τις δικές του πολιτικές επαφές. Πρώτα εξασφάλισε την στήριξη του προέδρου της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, Theodor Leipart. Ο Leipart είχε εκφωνήσει τον επίμαχο λόγο της 14ης Οκτωβρίου στον οποίο είχε υιοθετήσει την φρασεολογία του Γιούνγκερ. Ο Leipart ήταν εκείνος που είχε αποφασίσει να απομακρύνει το συνδικαλιστικό κίνημα από τους σοσιαλδημοκράτες. Ο Σλάιχερ δεσμεύτηκε ότι θα καταργούσε έναν πρόσφατο αντεργατικό νόμο του Πάπεν και ο Leipart του υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση τα συνδικάτα θα του έδιναν έναν χρόνο να κυβερνήσει δίχως να του ασκήσουν αφόρητη πίεση. Αμέσως μετά ο Σλάιχερ ενεργοποίησε όλη την πολιτική επιρροή του δικτύου των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» και των προσωπικών γνωριμιών που είχε αναπτύξει ο ίδιος με διάφορους πολιτικούς φορείς τα προηγούμενα χρόνια. Οι δυνάμεις της Αριστεράς τον προτιμούσαν σε σχέση με τον Πάπεν και, πλην των κομμουνιστών, έδειχναν ότι θα ήταν περισσότερο ανεκτικές απέναντί του. 

Εκείνο που ζητούσε διακαώς ο Σλάιχερ ώστε να στήσει μια κυβέρνηση της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν η στήριξη του Χίτλερ. Στις 30 Νοεμβρίου ο Σλάιχερ πρότεινε στον Χίτλερ να γίνει αντικαγκελάριος σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Έπειτα πέρασε σε μια εναλλακτική εκδοχή. Το ιδανικό για τον Σλάιχερ θα ήταν η συμμετοχή του Γκρέγκορ Στράσσερ στην κυβέρνηση, με την άδεια του Χίτλερ. Ο Στράσσερ ήταν συμπαθής τόσο στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης» όσο και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και η συμμετοχή του θα γινόταν αρεστή σε ευρύ φάσμα πολιτικών του γερμανικού πολιτικού στερεώματος. Επιπλέον, επειδή δεν ήταν αρχηγός του κόμματος, η υπουργοποίησή του δεν θα ξεσήκωνε τις αντιδράσεις της ηγεσίας των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που γινόταν υπουργός ο Χίτλερ. Ωστόσο ο Χίτλερ απέρριψε άνευ συζήτησης και αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Χίντνεμπουργκ, όσο οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ τη λύση της έκτακτης ανάγκης. Επανέφερε στον Πάπεν την ιδέα να κάνει ένα βελούδινο πραξικόπημα με αφορμή την ακυβερνησία. Ο Πάπεν αρνήθηκε. Τελικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 ο Πρόεδρος έκανε τον Σλάιχερ πρωθυπουργό.

Η κυβέρνηση του Σλάιχερ

Ο Σλάιχερ βλέποντας ότι χρειαζόταν μαζική στήριξη από τον εθνικιστικό χώρο προκειμένου να συγκροτήσει μια εθνικιστική κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα συντηρητικού σοσιαλισμού, έκανε την κίνηση που προκάλεσε την ρήξη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Στράσσερ. Πρότεινε, στις 4 Δεκεμβρίου, στον Στράσσερ να μπει στην κυβέρνησή του ως αντικαγκελάριος, αν και γνώριζε ότι ο Χίτλερ το είχε αρνηθεί.

Ο Στράσσερ, μολονότι αντιλαμβανόταν τις καλές προοπτικές του σχεδίου και παρότι γνώριζε ότι η πολιτική του Σλάιχερ θα ήταν συνεπής με τις περισσότερες από τις βλέψεις των εθνικοσοσιαλιστών, θεώρησε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκοπή της «αριστερής» πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Για να μην προκαλέσει ένα τέτοιο πλήγμα στο κόμμα του αρνήθηκε την θέση. Αυτό όμως δεν έγινε σεβαστό από την καμαρίλα του Χίτλερ.

Πάντως ακόμη και χωρίς την στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ο Σλάιχερ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο προκειμένου να εφαρμόσει εθνικιστικά σοσιαλιστικές πολιτικές. Η πλειοψηφία του γερμανικού εκλογικού σώματος πληροφορήθηκε με ανακούφιση την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ και την απομάκρυνση από την εξουσία της μαριονέτας του μεγάλου κεφαλαίου, Πάπεν.

Μόνο που το μεγάλο κεφάλαιο δεν θα άφηνε να εφαρμοστεί μια σοσιαλιστική πολιτική από κάποιον ιδεολογικά καλλιεργημένο και δύσκολα προσεγγίσιμο πολιτικό. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ οι εφημερίδες Deutshe Allgemeine Zeitung και Rheinisch-Westfälische Zeitung, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον Σλάιχερ: Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν εξασφάλιζε την συμμαχία του Χίτλερ. Αν υπάρχουν κάποιοι σήμερα που θέλουν να μας πείσουν ότι ο Χίτλερ δεν είχε σχέση με όλο αυτό και ότι απλώς οι αρχικαπιταλιστές μαγεύτηκαν από τα πολιτικά του χαρίσματα και άρχισαν να αρθρογραφούν υπέρ του, δεν θα τους πιστέψουμε.

Η θέση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά ιδεολογικά συνεπής. Ο Στράσσερ θεώρησε ότι το κόμμα του θα έπρεπε να τηρήσει τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Σλάιχερ στάση αναμονής. Να έδινε στη νέα κυβέρνηση ένα διάστημα κάποιων μηνών ώστε να διαπίστωνε αν ο Σλάιχερ θα εφάρμοζε την εθνικιστική και σοσιαλιστική πολιτική που είχε υποσχεθεί. Ούτως ή άλλως μια κυβέρνηση που δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη. Ο Στράσσερ γνώριζε ότι αν ο Σλάιχερ υποχωρούσε από τον αρχικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές θα μπορούσαν να τον αντιπολιτευθούν αποτελεσματικά.

Αντιθέτως στην ηγεσία του NSDAP επικράτησαν οι αρπακτικές προθέσεις μιας μακιαβελικά προσωπικής βουλιμίας για εξουσία, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε υποχώρηση από κάποιες ιδεολογικές αρχές. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ, συμμαχώντας με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έστησε την πρώτη κοινοβουλευτική παγίδα στον Σλάιχερ. Ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν ότι ο Χίντενμπουργκ, λόγω του ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία (85 ετών), μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα της θητείας του να αρρώσταινε και να μην ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το άρθρο 51 του Συντάγματος προέβλεπε ότι σε περίπτωση κωλύματος ο καγκελάριος θα αναπλήρωνε τον Πρόεδρο. Στην ουσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έδινε μια καλή ευκαιρία για τον Σλάιχερ να κυβερνήσει χωρίς τον φόβο του κοινοβουλίου για το διάστημα που θα χρειαζόταν προκειμένου να γίνουν νέες προεδρικές εκλογές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και των σοσιαλδημοκρατών η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 51 την 9η Δεκεμβρίου και στέρησε στον Σλάιχερ αυτή την δυνατότητα. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου του Χίτλερ στην κυβέρνηση που είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις έξι μέρες πριν. Και, μάλιστα, μια κήρυξη πολέμου που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο Στράσσερ βλέποντας ότι η ηγεσία του NSDAP έβαζε την προσωπική στρατηγική του αρχηγού υπεράνω των ιδεολογικών προσανατολισμών του κόμματος, παραιτήθηκε απογοητευμένος από όλες τις κομματικές του θέσεις. Σε όσους υποστηρίξουν ότι ο Στράσσερ γνώριζε ότι το κόμμα ήταν οργανωμένο στην βάση της χαρισματικής ηγεσίας και κατά συνέπεια αντιστρατεύτηκε μια κομματική αρχή με αυτή του την απόφαση, θα τους απαντήσω ότι κάνουν λάθος. Η περίφημη αρχή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη αύξανε την έντασή της σταδιακά και απέκτησε την τελική καισαρική της εκδοχή μόνο όταν ο Χίτλερ έγινε Φύρερ στην θέση του εκλιπόντος Προέδρου Χίντενμπουργκ. Ας διαβάσουν το βιβλίο του The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism του Eugene Davidson για να διαπιστώσουν ότι για πολλά έτη ο Χίτλερ γινόταν αντιληπτός στο ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας ως ο απλός άνθρωπος του λαού, που είχε το χάρισμα να ηγείται μιας μεγάλης κομματικής προσπάθειας. Όχι ως κάποιος υπερβατικός Φύρερ. Συνεπώς η απόφαση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά καθόλα συνεπής με τις αρχές και τις αξίες ενός ανθρώπου που έβαζε το συμφέρον της πατρίδας και την ιδεολογική του συνέπεια πάνω απ’ όλα.

Επιστρέφοντας στα της παραίτησης του Στράσσερ θα σταθώ στο γεγονός που αποτέλεσε την αρχή του πολιτικού και βιολογικού του τέλους. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau, που άνηκε σε ανθρώπους της «συντηρητικής επανάστασης», πρόβαλε την παραίτηση του Στράσσερ ως πιθανή του εναντίωση προς τον Χίτλερ. Δεν έχει διαπιστωθεί σήμερα αν αυτό συνέβη λόγω λαθεμένης εκτίμησης των δημοσιογράφων του συγκεκριμένου εντύπου ή αν ήταν μια προβοκατόρικη κίνηση που είχε οργανώσει ο Σλάιχερ, σε μια προσπάθεια να διασπάσει το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να πάρει με το μέρος του τον Στράσσερ και την αριστερή του πτέρυγα. Το πιο πιθανό είναι να ισχύει το πρώτο. Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Σλάιχερ επιδίωκε την συνεννόηση με τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές ακόμη και στα μέσα του Δεκεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε στήσει το δίκτυο συμμαχιών που θα δούμε παρακάτω.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στράσσερ είχε πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Οι ιστορικοί αποδέχονται σήμερα αυτή την εκδοχή. Αν ο Στράσσερ ήθελε να προκαλέσει εσωκομματικό ρήγμα θα έπρεπε τις επόμενες μέρες, μετά την παραίτησή του, να οργάνωνε τα δικά του δίκτυα και να διατηρούσε ενεργό το γραφείο του. Αντιθέτως, απογοητευμένος καθώς ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 9 Δεκεμβρίου, ταξίδεψε στο Μόναχο για να συναντήσει την οικογένειά του και μετά πήγαν δυο εβδομάδες διακοπές στο νότιο Τιρόλο. Κάποιος που συνωμοτεί δεν αφήνει την πολιτική δράση για να πάει διακοπές.

Από την άλλη, την ίδια μέρα που έφυγε ο Στράσσερ ο Χίτλερ κάλεσε τα μεσαία και τα ανώτερα στελέχη του κόμματος να ορκιστούν πίστη στο όνομά του. Μάλιστα χρησιμοποίησε και το εξής παράδοξο επιχείρημα. Αν δεν ορκίζονταν να τον ακολουθήσουν σε όποια προσωπική επιλογή έκανε, εκείνος απείλησε να αυτοκτονήσει!! Λίγες μέρες μετά θα γίνονταν γνωστές οι προσωπικές του επιλογές για τις οποίες έβαλε τα στελέχη του NSDAP να ορκιστούν.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1933 ο Σλάιχερ κυβερνούσε έναν μήνα. Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του εφάρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων και δημοσίων έργων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας!! Πιθανόν αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν στην πολιτική του Σλάιχερ.

Διαδοχικές προβοκάτσιες, συγκάλυψη σκανδάλων και πτώση του Σλάιχερ

Ωστόσο το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί με την πολιτική του Σλάιχερ. Την 5η Ιανουαρίου του 1933 οι εφημερίδες ανακοίνωσαν μια απρόσμενη συνάντηση. Την προηγούμενη ημέρα, στην οικία του τραπεζίτη Schröder στην Κολωνία, ο πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου Πάπεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ!! Οι δυο άντρες επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο συνεννόησης για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα έριχνε από την καγκελαρία τον Σλάιχερ. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε άμεσο αποτέλεσμα καθώς υπήρχαν διαφορές στο ποιος θα έπαιρνε τα κατάλληλα κυβερνητικά πόστα.

Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ο Χίτλερ οργάνωσε την πτώση του Σλάιχερ συνεργαζόμενος με τον πιο αντιλαϊκά αστό πολιτικό του Κέντρου, αρκεί για να θρυμματίσει το επιχείρημα των ακροδεξιών ότι τάχα ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών. Ο Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών εθνικιστών της «συντηρητικής επανάστασης» και δεν σχεδίασε καμία συνωμοσία. Ο Χίτλερ ήταν συνομιλητής των Κεντρώων καπιταλιστών και εξελίχθηκε σε συνεργάτη τους.

Λίγες μέρες μετά την συνάντηση του Χίτλερ με τον Πάπεν, μάλλον καθόλου τυχαία, η Εθνική Αγροτική Συνομοσπονδία, που εξέφραζε τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, εξέδωσε ένα ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ. Ποιο ήταν λέτε το επιχείρημα; Οι μεγαλογαιοκτήμονες κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ότι εφάρμοζε αδιανόητες μαρξιστικές αντιλήψεις στην αγροτική του πολιτική. Ο  πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κόμης Kalckreuth, δήλωσε ότι η «βρωμερή μπολσεβικοποίηση είχε καταλάβει την γερμανική πολιτική ζωή» μέσω της κυβέρνησης Σλάιχερ. Δυο μέρες αργότερα ο υπεύθυνος της αγροτικής πολιτικής του NSDAP Walter Darre συμφώνησε με τον Kalckreuth και υποστήριξε ότι ο Σλάιχερ μπολσεβικοποιούσε την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Αν μη τι άλλο, οι ακροδεξιές προβοκάτσιες παραμένουν αναλλοίωτες εδώ και εκατό χρόνια!!

Στις 16 Ιανουαρίου ο Χίτλερ απόκοψε οριστικά τον Γκρέγκορ Στράσσερ από το κόμμα. Παρόλα αυτά ο Σλάιχερ συνέχισε να ζητά την υποστήριξη του Χίτλερ. Του φαινόταν εύλογο το NSDAP να στήριζε μια πολιτική με σοσιαλιστικά στοιχεία, που εκείνος ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει με επιτυχία. Φαίνεται ότι δεν είχε πεισθεί ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με έναν πολιτικό που εξέφραζε τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές ιδέες, όπως ήταν ο Πάπεν.

Ο Σλάιχερ σχεδίασε το επόμενο βήμα του ως εξής. Το κοινοβούλιο θα άνοιγε στις 24 Ιανουαρίου του 1933. Αν το κοινοβούλιο αντιμετώπιζε τον Σλάιχερ όπως τον Πάπεν, δηλαδή με συνεχής προτάσεις δυσπιστίας, ο Σλάιχερ θα ζητούσε από τον Χίντενμπουργκ την διάλυσή του. Ο νόμος έλεγε ότι αν διαλυόταν το κοινοβούλιο θα γίνονταν εκλογές σε δυο μήνες. Αν οδηγούνταν εκεί τα πράγματα ο Σλάιχερ αποφάσισε να προτείνει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, προκειμένου να φανούν οι καρποί της κυβερνητικής του προσπάθειας. Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούσε ένα άρθρο του Συντάγματος. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του κατέφυγε σε μια νομική ερμηνεία του Καρλ Σμιτ, που επίσης ήταν μέλος του κύκλου της «συντηρητικής επανάστασης». Στις 16 Ιανουαρίου έπεισε το υπουργικό του συμβούλιο να υποστηρίξει αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο.

Στην ουσία εκείνες τις μέρες συγκρούονταν στη Γερμανία δυο ελίτ εξουσίας. Η μια ήταν εκείνη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή η ελίτ εξουσίας ήταν η ισχυρότερη, διέθετε τα κλειδιά του κράτους και ήθελε τον σταδιακό εκσυγχρονισμό της Γερμανίας σε μια δυτικού τύπου χώρα, όπου η αριστοκρατία με του εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας θα συγχωνεύονταν σε έναν ενιαίο κοινωνικό πόλο (όπως είχε γίνει στη Βρετανία). Προκειμένου να γινόταν αυτό εφικτό σε ένα προσεχές μελλοντικό στάδιο, υπήρχε πρόνοια ώστε να χρησιμοποιηθεί το εθνικιστικό κίνημα παροδικά, σαν ασπίδα, ενάντια σε κάθε προοπτική σοσιαλισμού. Κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος αυτής της ελίτ στα τέλη του 1932 και τις αρχές του 1933 ήταν ο Πάπεν.

Η αντίπαλη ελίτ εξουσίας ήταν εκείνη της «συντηρητικής επανάστασης». Αυτή ήταν οργανωμένη από παλιούς αριστοκράτες και εκπροσώπους των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που διέθεταν ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό αλλά όχι σε κομβικά πόστα εξουσίας. Στόχος της δεύτερης ελίτ ήταν να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ενάντια σε αυτή δυτικού φιλελευθερισμού. Να οικοδομήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα εξέφραζε τον παραδοσιακό γερμανικό κοινοτισμό σε μια εκδοχή εθνικού σοσιαλισμού (όπως έγραφε ο Σπένγκλερ). Πολιτικός της εκφραστής ήταν ο Σλάιχερ.

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ιδεολογικά συνδεδεμένοι με την δεύτερη ελίτ. Όμως ό Χίτλερ για λόγους τακτικής επέλεξε να συμμαχήσει με την πρώτη. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου συναντήθηκε ξανά με τον Πάπεν και μεθόδευσαν την πτώση του Σλάιχερ. Στο σημείο που διαφωνούσαν ήταν η κατανομή των υπουργείων. Δεν είναι σίγουρο το πότε σχεδίαζαν να χτυπήσουν τον Σλάιχερ μέχρι εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες.

Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι σχεδιασμοί αναπροσαρμόστηκαν όταν την 19η Ιανουαρίου ήρθε στο φως ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που έπληττε την ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. Ήταν η μέρα που ο κεντρώος βουλευτής Joseph Ersing ενημέρωσε την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι ορισμένοι μεγαλοτσιφλικάδες της Ανατολικής Πρωσίας (αυτοί που κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ως μαρξιστή) είχαν υφαρπάξει τεράστια κρατικά κονδύλια και αντί να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το δημόσιο είχαν αγοράσει αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας. Στο σκάνδαλο ήταν εμπλεκόμενος και ένας προσωπικός φίλος του Προέδρου Χίντενμπουργκ. Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η τάση όσων υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους κατά του σοσιαλισμού να απολαμβάνουν κρυφά τα οφέλη των κρατικών επιχορηγήσεων.

Πολλοί βουλευτές θεώρησαν ότι το σκάνδαλο έπρεπε να διερευνηθεί από την Βουλή. Αμέσως οι θορυβημένοι κύκλοι της μεγάλης ιδιοκτησίας ανέπτυξαν παρασκηνιακή δραστηριότητα προκειμένου να προκαλέσουν την άμεση διάλυση της Βουλής ώστε να σταματήσει η διερεύνηση του θέματος. Την επόμενη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών ομάδων της Βουλής αποφάσισαν να αναβάλουν τη σύγκλιση της ολομέλειας από την 24η που είχε προγραμματιστεί αρχικά για την 31η Ιανουαρίου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε και πάλι στις ψήφους των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών. Ούτε και για αυτή την απόφαση του Χίτλερ υπάρχει σαφής ερμηνεία των ιστορικών σήμερα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν την πήρε για να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες του με τον Πάπεν ή αν την έλαβε για να βοηθήσει το στρατόπεδο των μεγάλων γαιοκτημόνων. 

Εντωμεταξύ η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκίνησε να ερευνά το σκάνδαλο των μεγαλοτσιφλικάδων. Την 21η Ιανουαρίου το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg που συμμετείχε στις επαφές Χίτλερ-Πάπεν με παράλληλες επαφές που διατηρούσε με τους δυο πόλους, επιστρατεύτηκε από τους μεγαλοτσιφλικάδες και συνέταξε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ ότι διέθετε (sic) μαρξιστική πολιτική ατζέντα. Μια ακόμη ακροδεξιά πολιτική δύναμη εξίσωνε προβοκατόρικα τον συντηρητικό σοσιαλισμό της «συντηρητικής επανάστασης» με τον μπολσεβικισμό. Ήταν πλέον προφανές ότι για το μεγάλο κεφάλαιο της Γερμανίας ο Σλάιχερ ήταν δηλωμένος εχθρός που έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την καγκελαρία.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Χίτλερ, ο Πάπεν, ο γιος του Χίντεμπουργκ και τα επιτελεία τους έκαναν μια κομβική συζήτηση. Ο Χίτλερ καταλάβαινε ότι το γερμανικό κεφάλαιο ήταν στριμωγμένο και πίεσε αποτελεσματικά ώστε να γίνει εκείνος πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τον Σλάιχερ. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά εύστοχη τακτική κίνηση ενός ευφυούς πολιτικού. Όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος είχε σχεδόν χαθεί στο λαβύρινθο αυτών των κινήσεων τακτικής.

Ο Σλάιχερ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί ότι η αντίπαλη ελίτ εξουσίας θα εκδήλωνε την επίθεσή της τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Την 23η Ιανουαρίου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο και τον ενημέρωσε ότι αν η Βουλή κατέθετε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής του εκείνος θα προκαλούσε την διάλυση της Βουλής και θα ζητούσε από τον Πρόεδρο να του επιτρέψει να καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Χίντενμπουργκ, που μέχρι πριν ένα μήνα προσπαθούσε ο ίδιος να κρατήσει το αντιδημοφιλές και αποτυχημένο πολιτικά πιόνι του κεφαλαίου, δηλαδή τον Πάπεν, στην κυβέρνηση, προτείνοντας ο ίδιος την λύση της έκτακτης ανάγκης, εκείνη την ημέρα απάντησε στον Σλάιχερ σα να ήταν ο πλέον φιλελεύθερος συνταγματολόγος. Του είπε ότι η λύση που πρότεινε θα παραβίαζε ένα άρθρο του Συντάγματος και πως δεν ήταν πρόθυμος να χρεωθεί ως Πρόεδρος μια τέτοια αντιδημοκρατική απόφαση.

Ωστόσο ο Σλάιχερ δεν κατάλαβε (ή έκανε ότι δεν κατάλαβε) ένα από τα υπονοούμενα που άφησε ο Χίντενμπουργκ σε εκείνη τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος προσπάθησε να συμπεράνει αν ο Σλάιχερ θα ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι έρευνες για τα σκάνδαλα των μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Πρόεδρος συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ότι ο Σλάιχερ δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει αυτή την οδό. Αυτό ήταν! Ο Σλάιχερ είχε τελειώσει μολονότι ήταν ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δέκα ετών. Σύγχρονοι ερευνητές σημειώνουν ότι ο άμεσα εμπλεκόμενος φίλος του Χίντνενμουργκ στο σκάνδαλο, ο Januschau, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πρόεδρο να ρίξει τον Σλάιχερ προκειμένου να ησυχάσουν οι καθεστηκυίες δυνάμεις της Γερμανίας από τον φόβο της μπολσεβικοποίησης που υποτίθεται ότι προωθούσε.

Την επόμενη μέρα, 24 Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε το κείμενο του ακροδεξιού κόμματος των βασιλοφρόνων στο οποίο ηγείτο ο Hugenberg, που κατήγγειλε τον Σλάιχερ, λίγο πολύ, ως μαρξιστή. Αλλά και οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν έμειναν πίσω. Στις 25 Ιανουαρίου οι σοσιαλδημοκράτες προειδοποίησαν τον Σλάιχερ να μην αναβάλει τις εκλογές σε περίπτωση που αυτές προέκυπταν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Την 26η Ιανουαρίου στο ίδιο ύφος ήταν και η σχετική ανακοίνωση του Κεντρώου Κόμματος της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα σε αυτή την ανακοίνωση δριμύ κατηγορώ δεχόταν και ο Καρλ Σμιτ, γιατί με την νομική του θεωρία έδινε το πάτημα στον Σλάιχερ να υπονομεύσει την δημοκρατία.

Σύσσωμο το βαθύ γερμανικό κράτος έπαιζε τα ρέστα του ώστε να πέσει ο Σλάιχερ. Οι ιστορικοί τονίζουν σήμερα ότι τον Ιανουάριο του 1933 τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας είτε διατυμπάνιζαν (Κέντρο) είτε συναινούσαν (σοσιαλδημοκράτες) ότι η δημοκρατία απειλούνταν από τον Σλάιχερ και πως η μόνη δημοκρατική διέξοδος συνεπαγόταν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Προφανώς μια τέτοια μεταστροφή δεν είχε συμβεί επειδή τα κόμματα αυτά είχαν πειστεί από τις δημοκρατικές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η στροφή τους στο θέμα της ανάληψης της καγκελαρίας από τον αρχηγό του NSDAP είχε προετοιμαστεί από τους ανθρώπους που ήλεγχαν τις δομές του βαθέως γερμανικού κράτους.

Ωστόσο για να παιχτεί το σενάριο που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ που εξουσίαζε την Γερμανία έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να πραγματοποιηθεί, χωρίς αναταραχές, η μετάβαση από έναν πρωθυπουργό που έχαιρε μεγάλης λαϊκής συμπάθειας, όπως ήταν ο Σλάιχερ. Η κλίκα του Χίντενμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε μέσω του τύπου την φήμη ότι ο Πρόεδρος θα αντικαθιστούσε τον Σλάιχερ με μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία πρωθυπουργός θα ήταν ο Πάπεν και οι εθνικοσοσιαλιστές με τους ακροδεξιούς θα την στήριζαν. Το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg αναπαρήγαγε αυτή την φήμη. Ο Χίτλερ δήλωσε αμέσως ότι διαφωνεί και ότι θα πολεμήσει με κάθε τρόπο μια τέτοια κυβέρνηση.

Η φήμη ότι θα επέστρεφε ο Πάπεν στην καγκελαρία, και μάλιστα ως δικτάτορας, άρχισε να απλώνει τον πανικό στην γερμανική κοινωνία. Τα συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στην κοινωνία και πως ετοίμαζαν τα οδοφράγματα. Ο ίδιος ο Σλάιχερ, που είχε ήδη πέσει αλλά δεν το γνώριζε, είπε στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Ιανουαρίου ότι  ο Χίντενμπουργκ θα έκανε κάτι παρανοϊκό αν κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση και υποστήριξε ότι αν ήταν να χάσει την καγκελαρία τουλάχιστον να την έπαιρνε ο Χίτλερ, ώστε η νέα κυβέρνηση να είχε ένα μαζικό κόμμα να την στηρίζει. Ασφαλώς αυτή ήταν μια μπλόφα του κατεστημένου που εξουσίαζε τη Γερμανία. Μέσω της μπλόφας αυτής προετοιμάστηκε η προώθηση του Χίτλερ στην καγκελαρία χωρίς η λαϊκή βάση των σοσιαλδημοκρατών και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις να απειλήσουν με άμεσο ξεσηκωμό, όπως θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σλάιχερ επισκέφθηκε την ίδια μέρα ως πρωθυπουργός τον Πρόεδρο και του ζήτησε να διαλύσει τη Βουλή και να του επιτρέψει να κυβερνήσει τουλάχιστον για δυο ακόμη μήνες, μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ έκανε εκείνο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε την άμεση πτώση του Σλάιχερ. Απάντησε αρνητικά. Ο Σλάιχερ, μη έχοντας να κάνει τίποτε άλλο, παραιτήθηκε.

Το άκουσμα της πτώσης του Σλάιχερ από την πρωθυπουργία σηματοδότησε την έναρξη των προετοιμασιών για έναν εμφύλιο των εργατικών δυνάμεων κατά της νέας κυβέρνησης του Πάπεν, που όλοι περίμεναν. Όμως τελικά, την 29 Ιανουαρίου, άπαντες ηρέμησαν. Ο Πάπεν είχε ετοιμάσει το καινούργιο υπουργικό σχήμα. Νέος καγκελάριος θα γινόταν ο αρχηγός του μαζικότερου κόμματος, ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο υπουργικό συμβούλιο θα συμμετείχαν μόνο τρία μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ένας ημιφασίστας της οργάνωσης Stahlhelm. Όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Την 30η Ιανουαρίου ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος.

Συμπεράσματα

Ανατρέχοντας στις κρίσιμες εκείνες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ‘30 το τελικό συμπέρασμα που εξάγω είναι το εξής. Ο Χίτλερ, ο Στράσσερ και τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος είχαν αντιληφθεί ότι στα τέλη του 1932 η δυναμική του κόμματος είχε φτάσει στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Το αστικό σύστημα εξουσίας διαθέτει πάντα δικλείδες ασφαλείας. Εκείνες τις δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν επέτρεπαν στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και αν το εκλογικό του ποσοστό κυμαινόταν στο 40%. Επιπλέον όλες οι στρατιωτικές μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ούτε οι εθνικοσοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν την Ράιχσβερ και την αστυνομία σε μια ενδεχόμενη ένοπλη εξέγερση. Ο Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν γνώριζαν ότι μόνο αν συμμαχούσαν οι κομμουνιστές με τους εθνικοσοσιαλιστές σε ένα ένοπλο μέτωπο και ταυτόχρονα η Πολωνία έκανε επίθεση στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, υπήρχε περίπτωση να χάσει την εξουσία, με επαναστατικό τρόπο, το γερμανικό αστικό κατεστημένο. Πράγμα που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον.

Στην ουσία τα κλειδιά του γερμανικού κράτους κρατούσε μια εκσυγχρονιστική ομάδα κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με πρόθυμους παλιούς αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες. Ο μοναδικός πυρήνας που διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία από εκείνη την πλουτοκρατική ελίτ ήταν αυτός του δικτύου των εκπροσώπων της «συντηρητικής επανάστασης». Κομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές και λοιπές μαζικές πολιτικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες να κονταροχτυπιούνται σε ένα κοινοβουλευτικό θέατρο σκιών, χωρίς να μπορούν να υπερβούν το θεσμικό φράγμα προς την εξουσία που είχε ορθώσει το γερμανικό κεφάλαιο. Χίτλερ και Στράσσερ γνώριζαν ότι η κοινοβουλευτική δράση δεν είχε να προσφέρει άλλους καρπούς στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε προκειμένου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα να κάνει το απαιτούμενο βήμα προς την εξουσία. Έπρεπε να πείσει κάποια από τις δυο ελίτ ότι μπορούσε να παίξει ρόλο ως εξουσιαστικός πόλος. Η επίμονη εργασία του Χίτλερ και των συνεργατών του έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μισό του 1932 τόσο ο εξουσιαστικός πυρήνας του βαθέως γερμανικού κράτους όσο και το δίκτυο των «συντηρητικών επαναστατών» αποζητούσαν την συμμαχία των εθνικοσοσιαλιστών.

Οι «συντηρητικοί επαναστάτες» είχαν έναν κοινό πολιτικό στόχο με τους εθνικοσοσιαλιστές. Θεωρούσαν όμως ότι κατά τα πρώτα χρόνια που θα έπαιρναν την εξουσία την γενική πολιτική κατεύθυνση θα έπρεπε να δώσει μια ελίτ μορφωμένων πολιτικών, που θα γνώριζε καλά τους συσχετισμούς δυνάμεων ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να αποτελέσουν την βάση στην οποία θα οικοδομούνταν η μελλοντική συνέχεια του πολιτικού αυτού μετώπου. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ιδεολογικά συνεπής με τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά προϋπέθετε ότι η ηγεσία του κόμματος δεν θα έπαιζε ανεξάρτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη φάση, όταν το κόμμα θα βρισκόταν, τρόπον τινά, σε διαρκή διάλογο για τη συνδιαμόρφωση των πολιτικών με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης».

Αντιθέτως οι κεφαλαιοκράτες, που είχαν τα κλειδιά της εξουσίας, νιώθοντας περικυκλωμένοι από την ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων (κομμουνιστικών, ρεφορμιστικών, εθνικοσοσιαλιστικών, «συντηρητικών επαναστατών»), αντιλήφθηκαν ότι δεν γινόταν να κυβερνούν επί μακρόν με μειοψηφικά σχήματα. Αναζήτησαν έτσι μια ισχυρή συμμαχία. Θεώρησαν ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να τους προσφέρει μια καλή συμφωνία και πως αν τον έβαζαν στο παιχνίδι της εξουσίας θα εφάρμοζε μια ισχνή μορφή σοσιαλισμού, η οποία και τα λαϊκά στρώματα θα καθησύχαζε και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ θα απέφευγε να χτυπήσει με μεγάλη ένταση.

Σε αυτό το δίλλημα ο Γκρέγκορ Στράσσερ επέλεξε το δρόμο της ιδεολογικής συνέπειας. Ο Χίτλερ επέλεξε το δρόμο που θεώρησε ότι θα του έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες προσωπικής ευελιξίας. ΣΕ ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν παραβλέπω ότι το σχέδιο του Χίτλερ, μολονότι ήταν μακιαβελικό και παρέκαμπτε ιδεολογικούς φραγμούς, είχε σωστή στόχευση. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έγινε πιόνι της εκσυγχρονιστικής ελίτ εξουσίας και έπαιξε επιδέξια το δικό του παιχνίδι. Μέχρι που τελικά εξουδετέρωσε προσωρινούς συμμάχους και αντιπάλους και έγινε εκείνος ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης. Ωστόσο για να φέρει σε πέρας αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο χρειάστηκε να παρακάμψει ιδεολογικές αρχές, να συναναστραφεί με το πιο χυδαίο πλουτοκρατικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, να μετατρέψει τα στελέχη του κόμματος του από αγωνιστές σε άβουλους χειροκροτητές και να εξοντώσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα.

Δεν είναι τυχαίο ότι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξαφανίστηκε από το διανοητικό προσκήνιο το ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης». Τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του τα 4/5 των εντύπων της «συντηρητικής επανάστασης» είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί η εξήγηση ότι οι διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης» εκφράστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ και μείωσαν τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Η αλήθεια είναι ότι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που βοήθησαν τον Χίτλερ να ανέβη στην εξουσία θεωρούσαν πιο επικίνδυνους εχθρούς τους «συντηρητικούς επαναστάτες». Για αυτό και απαίτησαν από τον Χίτλερ να εξαφανίσει το κίνημά τους, όπως και την στρασσερική τάση του κόμματός του. Ο Χίτλερ έπραξε αυτό που του ζήτησαν οι άνθρωποι του κατεστημένου. Άσχετα αν στο τέλος περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή ώστε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να θέσει τους δικούς του όρους από θέση ισχύος στην αστική ελίτ που τον είχε βοηθήσει.

Συμπερασματικά ο Χίτλερ υποκατέστησε μεγάλο μέρος από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος με την κυνική ιδιοφυία της πολιτικής του ευστροφίας. Ο Σλάιχερ επιχείρησε μια έξυπνα αθόρυβη αντικατάσταση της αστικής εξουσίας με εκείνη των δυνάμεων της «συντηρητικής επανάστασης» αλλά αποτράπηκε την τελευταία στιγμή από το να το πετύχει. 

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας από τους πιο συνεπής με τις ιδεολογικές τους αρχές πολιτικούς άντρες του μεσοπολέμου, που πλήρωσε με χυδαίο τρόπο αυτή του την συνέπεια.  

πηγή

Βιβλιογραφία

-HEINRICH A WINKLER- ΒΑΙΜΑΡΗ Η ΑΝΑΠΗΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1918-1933), Πόλις, Αθήνα 2013.

 -ΣΤΑΝΛΕΫ ΠΕΪΝ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

 -JEFFREY HERF-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. ΤΕΧΝΟΛΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ Γ' ΡΑΙΧ, ΠΕΚ, Κρήτη 2012.

 -SERGE BERSTEIN& PIERRE MILZA, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

 -Κώστας Υφαντής-Θεόδωρος Ηλιάδης, Σημειώσεις μαθήματος Αμυντική Πολιτική και Στρατηγική, ΕΚΠΑ, Σχολή ΝΟΠΕ.

 - Andreas Dorpalen- Hindenberg and the Weimar Republic, Princeton Legacy Library 1964.

 - Peter D. Stachura- Gregor Strasser and the Rise of Nazism, Allen & Unwin, London 1983.

 - Eugene Davidson- The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism, University of Missouri Press, 1997.



Ιούλιος Έβολα: Κράτος - Έθνος - Δημοκρατία

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κίτσιος

Υπήρξε επίσης και η άποψη, ότι μόνον εν σχέση με το κράτος υπάρχει το έθνος και διαθέτει μία αυτογνωσία, μία θέληση, μία ανώτερη πραγματικότητα. Αυτή η ιδέα έχει μία ακριβή ιστορική επιβεβαίωση, ειδικά εάν αναφέρεται σε αυτό που μαζί με τον Vico θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “το δίκαιο των ηρωϊκών λαών στην γέννηση των σπουδαιότερων ευρωπαϊκών εθνών”. 

Εάν “πατρίδα” σημαίνει βέβαια “γη των πατέρων”, ο όρος μπορεί να είχε αυτήν την έννοια μόνον σε ένα σημείο εκκινήσεως, πολύ πίσω στον χρόνο, γιατί οι ιστορικές πατρίδες και τα ιστορικά έθνη σε μας γνωστά, είναι σχεδόν πάντα ιδρυμένα σε εδάφη-γαίες που δεν ήταν οι πρωταρχικές και σε κάθε περίπτωση, σε περιοχές πιο εκτεταμένες από τις αρχικές, διά μέσου κατακτήσεων και διαδικασιών ενσωμάτωσης και οργάνωσης, οι οποίες προϋποθέτουν την συνέχεια μίας πολιτικής εξουσίας, μίας βασιλικής αρχής και εξουσίας όπως επίσης την ενότητα μίας ομάδας ανθρώπων που μία κοινή ιδέα και μία κοινή πίστη κρατούσε ενωμένους, που αναζητούσαν έναν ίδιο σκοπό και υπάκουαν στον ίδιο εσωτερικό νόμο, που αντανακλούσε ένα ακριβές πολιτικό και κοινωνικό ιδανικό. Αυτή είναι η γεννήτρια αρχή και η βάση κάθε μεγάλου έθνους. 

Ο πολιτικός πυρήνας ταιριάζει λοιπόν στο έθνος με την φυσική του έννοια, όπως η ψυχή σαν ενδελέχεια - η λέξη υπάρχει ελληνικά στο κείμενο - υπάρχει στο σώμα: Ο πολιτικός πυρήνας δίνει λοιπόν την μορφή στο έθνος, το κρατά ενωμένο, το ωθεί να λάβει μέρος σε μία ανώτερη ζωή. Με διαφορά σε αυτό μπορεί επίσης να λεχθή ότι το έθνος υπάρχει και εκτείνεται όπου επαναπαράγεται η ίδια “εσωτερική μορφή”, δηλαδή το χρίσμα, το αποτύπωμα που δόθηκε από την ανώτερη πολιτική δύναμη και απ’ αυτούς που είναι σε φορείς, χωρίς γεωγραφικά όρια, ακόμη περισσότερο ούτε και εθνικά σε στενή έννοια. Είναι έτσι που στην Αρχαία Ρώμη θα ήταν χωρίς νόημα να μιλήσουμε για ένα “έθνος”, με την σύγχρονη έννοια. 

Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα “πνευματικό έθνος”, σαν μία ενότητα καθορισθείσα από τον “Ρωμαίο άνθρωπο”. Το ίδιο ισχύει για τα δημιουργήματα των Φράγκων, των Γερμανών, των Αράβων υπερασπιστών του Ισλάμ, χωρίς να θέλουμε να αναφερθούμε και σ’ άλλα παραδείγματα. Η πιο σημαντική περίπτωση παραμένει ίσως εκείνη του Πρωσσικού κράτους, που προέρχεται από μία τάξη (τυπική έκφραση μίας κοινωνίας ανθρώπων), την τάξη των Τευτόνων Ιπποτών, που μετά χρησίμευσε σαν σκελετός και “μορφή” στο Γερμανικό Reich. Μόνον όταν η ένταση χαλαρώνει και η ομάδα των ανθρώπων που συγκεντρώνεται γύρω, από το σύμβολο το εξυψωμένο της ταυτότητας και της εξουσίας, αδυνατίζει και διαλύεται μόνον τότε αυτό που είναι μόνο αποτέλεσμα και οντότητα “σχηματισμένη” - το έθνος - μπορεί να αυτονομηθεί και να αποχωρισθεί μέχρι σχεδόν να αποκτήσει φαινομενικά, ανεξάρτητη ζωή. 

Και έτσι είναι πλέον η έννοια του έθνους, ξεκινώντας από την Γαλλική Επανάσταση και μετά. Είναι σχεδόν το δημιούργημα που θέλει να επιβληθεί στον Δημιουργό του, όταν κινούμενο πλέον προς αυτήν την κατεύθυνση, ουδεμία πλέον ανισότητα αναγνωρίζεται που να μην εκπροσωπεί και να αντανακλά την “θέληση του Έθνους”. Από την πολιτική τάξη εννοούμενη σαν τάξη και “κοινωνία ανθρώπων”, περνάμε τότε στους δημαγωγούς ή στους υπηρέτες του “Έθνους”, στους δημοκρατικούς διευθύνοντες που υποτίθεται ότι “εκπροσωπούν” τον λαό και με το να τον κολακεύουν και με κατάλληλες κινήσεις εσωτερικής πολιτικής και οχυρώνουν την μία ή την άλλη θέση εξουσίας. Της καταδειχθήσας οπισθοδρομήσεως είναι λοιπόν φυσική, μοιραία συνέπεια η ελαφρότητα, μα πάνω από όλα η κακή ποιότητα αυτών που στις ημέρες μας συνθέτουν την έτσι λεγόμενη “πολιτική τάξη”. 

Δικαίως ελέχθη (από τον V. Pareto - Σύγγραμμα γενικής κοινωνιολογίας”, Atema 1973 παρ. 1713) ότι σε προηγούμενους καιρούς, δεν υπήρχε άρχοντας τόσο απόλυτος που εναντίον του να μην μπορούσε να ξεσηκωθεί η αντιπολίτευση των ευγενών ή του κλήρου, ενώ σήμερα κανείς δεν είναι σε θέση να ελέγξει τον “λαό” και να μην πιστεύει στο έθνος και ακόμη περισσότερο να τους αντισταθεί φανερά. Αυτό όμως, δεν εμποδίζει αυτούς (τους πολιτικούς) να “εμπαίζουν” τον λαό, να τον εξαπατούν και να τον εκμεταλλεύονται, όπως ήδη έπραξαν οι “δημαγωγοί” των Αθηνών και όπως σε καιρούς όχι τόσο μακρινούς, οι υπηρέτες της βασιλικής αυλής συνήθιζαν να πράττουν με βασιλείς εκφυλισμένους και ανίκανους. Και αυτό διότι ποτέ ο Δήμος (ελληνικά στο κείμενο), εκ φύσεως γένους θηλυκού, δεν θα έχει μία δική του καθαρή βούληση.

Αξίζει τώρα να προσθέσουμε την παρατήρηση, ότι το ίδιο σύστημα το σταθεροποιημένο πλέον στην Δύση με την έλευση των Δημοκρατικών (εκείνο το πλειοψηφικό με γενικές εκλογές) – επιβάλλει εξ’ αρχής την υποβάθμιση της άρχουσας τάξης. Πράγματι, η πλειοψηφία, ελεύθερη από οποιονδήποτε περιορισμό και ποιοτικό έλεγχο, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται από την πλευρά των πιο χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, για να προσελκύσει την συμπάθειά τους, το σύστημα, και για να έλθουν στην εξουσία από τις ψήφους των οι αντιπρόσωποι του, θα χρειάζεται να μιλά την γλώσσα, την μοναδική που πλέον αυτά τα κατώτερα στρώματα αντιλαμβάνονται, να θέτει σε πρώτο επίπεδο τα πρωτεύοντα συμφέροντα τους, που είναι φυσικά και τα πιο χονδροειδή, υλικά και απατηλά, υποσχόμενοι πάντοτε οι εκπρόσωποι του συστήματος και ποτέ απαιτώντας. 

Έτσι κάθε Δημοκρατία, είναι και από την ίδια της την έννοια, ένα σχολείο ανηθικότητας, μία προσβολή προς την αξιοπρέπεια, εσωτερική σταθερότητα και συμπεριφορά, τις πρέπουσες σε μία αληθινή πολιτική τάξη.

πηγή

Συναγωνιστή Sébastien Deyzieu: Αθάνατος!

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Την 9η Μαΐου 1994, ο Sébastien Deyzieu (1972-1994), ένας εθνικοεπαναστάτης ακτιβιστής του κινήματος  L'Œuvre Française, συμμετείχε σε μια  διαδήλωση ενάντια στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Philippe Massoni είχε εκδώσει εντολή για την απαγόρευση αυτής της διαδήλωσης με το όνομα «Καλώς ήλθατε εχθροί της Ευρώπης».

 Η αστική δημοκρατία τότε υπάκουε στις εντολές της κυβέρνησης του Édouard Balladur, του κολλητού του Nicola "Αμερικανού" Sárközy, και του υπουργού Εσωτερικών τους Charles Pasqua. Ο τελευταίος  είχε διοριστεί εκεί ένα χρόνο νωρίτερα. Πολύ κοντά στους Gaullists και συγκεκριμένα στους «σκληρούς», συμπεριλαμβανομένων των εγκληματιών της Υπηρεσίας Πολιτικής Δράσης (SAC), ο Philippe Massoni ήταν προηγουμένως επικεφαλής του προσωπικού του νονού της Κορσικής, Charles Pasqua. 

Πριν ενταχθεί στην κυβέρνηση, είχε κάνει μια μακρά καριέρα στην αστυνομική δύναμη και ιδίως στη Γενική Ασφάλεια Πληροφοριών. Παρ 'όλα αυτά, οι εθνικιστές κινητοποιήθηκαν για να καταγγείλουν την ανοησία των εορτασμών της 50ης επετείου της D-Day, η οποία  οδήγησε στην υποδούλωση της Ευρώπης.


Ο Σεμπαστιέν Ντεϊζίου βρέθηκε στην Place Denfert - Rochereau στις 9 Μαΐου, όπου οι  φύλακες της Δημιοκρατίας , οι αστυνομικοί ήταν πάρα πολλοί. Η καταστολή ήταν αδίστακτη: επιτέθηκαν βίαια στους νέους Γάλλους. 107 συνελήφθησαν όταν μερικοί, μόνοι ή σε ομάδες, κατάφεραν να διαφύγουν. Ανάμεσά τους ήταν ο Sébastien Deyzieu τον οποίο οι άντρες του Pasqua εντοπίζουν και κυνηγούν χωρίς οίκτο. 

Ο νεαρός 22χρονος εθνικιστής ακτιβιστής σκέφτηκε να βρει καταφύγιο σε ένα κτίριο που βρίσκεται στην οδό 4 rue des Chartreux, όπου ανέβηκε στην ταράτσα για να κρυφτεί. Ασφαλίτες , σύμφωνα με μαρτυρίες, τον ακολούθησαν. Υπό «ασαφείς» συνθήκες, έπεσε από το κτίριο ...

Έτσι, ο Sébastien Deyzieu εντάχθηκε στη μεγάλη ομάδα των Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων νεαρών που πέθαναν για την εθνική υπόθεση, δείχνοντας, όπως οι πρεσβύτεροι του, το δρόμο προς την νεολαία της Γαλλίας με απόλυτη αφοσίωση για την απελευθέρωση της πατρίδας του.

Από τότε, κάθε χρόνο, στις 9 Μαΐου οι Γάλλοι εθνικιστές τον τιμούν. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ενώ η Ευρώπη εξακολουθεί να καταλαμβάνεται, οι εθνικιστές συνεχίζουν τον αγώνα και δεν ξεχνάνε.

Αποκλειστικό για τον «Μαύρο Κρίνο»: Συνέντευξη με τον Φινλανδό διανοητή και καθηγητή Kai Murros



«Χωρίς μίσος για την αδικία δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη»

«Η δύναμη μας έγκειται στο εξής γεγονός. Ότι κανείς δεν επιθυμεί να πεθάνει για τα λεφτά και τον καπιταλισμό. Αλλά εκατομμύρια και εκατομμύρια είναι έτοιμα να πεθάνουν για το έθνος. Αυτό είναι κάτι που ο καπιταλισμός δεν μπορεί να καταλάβει για αυτό και θα χάσει»

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από τον ιδεαλισμό και τον φανατισμό των νέων ανθρώπων»


Η συντακτική ομάδα του «Μαύρου Κρίνου» έχει την χαρά και την τιμή να σας παρουσιάσει μια αποκλειστική συνέντευξη του Φινλανδού συγγραφέα και ομιλητή, διανοητή και ακτιβιστή, πανεπιστημιακού καθηγητή και θεωρητικού Kai Murros. 

Γεννημένος στο Ελσίνκι το 1969 και κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου στην ιστορία και τις ανατολικές γλώσσες. Απέκτησε το Master του με διατριβή για την σταδιακή μεταμόρφωση του «Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας» από έναν αντάρτικο στρατό σε έναν σύγχρονο επαγγελματικό στρατό. 

Ένας μαχητής των ιδεών που από τον «Μαοϊσμό» πέρασε στην «Τρίτη Θέση» και τον «Στρασσερισμό» και εκφράζει την «εθνικοεπαναστατική» σκέψη ενώ συμμετέχει σε συναντήσεις των Ευρωπαίων Ταυτοτιστών. 

Ο «Σοσιαλιστικός Εθνικισμός» του Kai Murros μέσα από τα έργα του (τα οποία κυκλοφορούν με κορυφαίο το «Επανάσταση: πώς να το πράξεις σε μια μοντέρνα κοινωνία») οι ομιλίες του σε χώρους σκέψης του εξωτερικού καθώς η δυναμική παρουσία του σε κανάλια και ραδιόφωνα προκάλεσαν αντιδράσεις, αφού ο επαναστατικός λόγος του είναι ένα ανηλεές σφυροκόπημα ενάντια στην αποχαυνωμένη και απολιθωμένη αστική ακροδεξιά αλλά και μια κίνηση αφύπνισης που καλεί σε γενικό συναγερμό για την υπεράσπιση της Ευρώπης από τους σκοτεινούς εχθρούς και τους παγκόσμιους καπιταλιστές τοκογλύφους.

Παλαιότερα άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην ετικέτα εδώ ενώ μπορείτε να ακούσετε μια αγγλόφωνη συνέντευξη του εδώ. 

Η επιμέλεια και η μετάφραση για το ιστολόγιο μας έγινε από τον Τίτο.


Στην Ελλάδα ένα άτομο με τις δικές σας θέσεις θα ήταν πολύ δύσκολο να είναι ακαδημαϊκός. Το φιλελεύθερο εθνομηδενιστικό σύστημα δεν θα σας άφηνε. Γνωρίζουμε από ομιλία σας ότι στη Φινλανδία υπήρχε αυτή η πολιτιστική κυριαρχία της εθνομηδενιστικής αριστεράς. Ποια είναι η κατάσταση σήμερα;

Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 η Φινλανδία γνώρισε την ίδια ριζοσπαστικοποίηση των νέων, όπως όλες οι δυτικές χώρες. Αυτοί οι νεαροί αριστεροί πλημμύρισαν πρώτα τα πανεπιστήμια και αργότερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον πολιτιστικό μηχανισμό κ.λπ. Σήμερα το κόκκινο χρώμα έχει ξεθωριάσει, αλλά αντ' αυτού, έχουμε φιλελεύθερους που, δυστυχώς, αποδείχθηκαν εξίσου φανατικοί και ολοκληρωτικοί με τους κομμουνιστές των '70. Η κατάσταση στον ακαδημαϊκό κόσμο εξακολουθεί να είναι εξίσου ασφυκτική όπως πριν από 40 χρόνια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Οι Κομμουνιστές και οι Φιλελεύθεροι είναι οι Ιακωβίνοι της εποχής μας. Και οι δύο είναι εξίσου κακοί.

Το κίνημα στη Φινλανδία

Υπάρχουν πολλές μικρές εθνικιστικές ομάδες στη Φινλανδία, αλλά ακολουθώ μόνο το κόμμα των Αληθινών Φινλανδών, το οποίο, με χαρά το λέω, είναι σήμερα το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στη Φινλανδία με 20,9% υποστήριξη στις δημοσκοπήσεις. Το κόμμα Αληθινοί Φινλανδοί είναι ένα λαϊκιστικό εθνικιστικό κόμμα που έχει δεσμευτεί για τη δημοκρατία. Επομένως, μην περιμένετε τίποτα ριζοσπαστικό από αυτό. Ωστόσο, είναι ένα σημάδι των καιρών.

Το Παν Σκανδιναβικό/Νορδικό Κίνημα και η Φινλανδία.

Ο Φινλανδικός εθνικισμός επικεντρώνεται κυρίως στα  Φινλανδικά και της Φινλανδίας ζητήματα. Έχουμε ένα Κίνημα Σκανδιναβικής Αντίστασης που στοχεύει στη δημιουργία μιας κατάστασης που θα συνδυάζει όλες τις Σκανδιναβικές χώρες. Ωστόσο, το Κίνημα Σκανδιναβικής Αντίστασης παρέμεινε μικρό και τώρα έχει απαγορευτεί με δικαστική απόφαση. Φυσικά, οι πατριώτες της Σκανδιναβικής Αντίστασης συνεχίζουν τον ακτιβισμό τους. Το κόμμα Αληθινοί Φινλανδοί έχει προφανώς στενούς δεσμούς με άλλα Σκανδιναβικά εθνικιστικά/λαϊκίστικά κόμματα, αλλά, απ' όσο καταλαβαίνω, οι Αληθινοί Φινλανδοί δεν έχουν ιδιαίτερο Νορδικό/Σκανδιναβικό προσανατολισμό.


Τι γνωρίζουν οι Φινλανδοί για την Ελλάδα και τους Έλληνες; Θεωρούν το Βυζάντιο μέρος της Ευρωπαϊκής κληρονομιάς;

Οι Φινλανδοί γνωρίζουν πολύ καλά την πρώιμη ελληνική ιστορία αν είχαν παραμείνει ξύπνιοι στα μαθήματα ιστορίας στο σχολείο. Φαντάζομαι ότι όλοι οι Φινλανδοί γνωρίζουν την ιστορία του δράματος, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της Αθήνας, της Σπάρτης κ.λπ. Έπειτα η Σύγχρονη Ελλάδα είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς διακοπών για τους Φινλανδούς, έτσι οι Φινλανδοί γνωρίζουν την Ελλάδα πιθανώς καλύτερα από ό, τι οι Έλληνες γνωρίζουν τη Φινλανδία. Η ατυχής οικονομική αναταραχή στην Ελλάδα συζητήθηκε επίσης λεπτομερώς στα Φινλανδικά μέσα ενημέρωσης.

Οι Φινλανδοί θεωρούν σίγουρα τον ορθόδοξο πολιτισμό ως αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πιστεύω ότι τουλάχιστον υποσυνείδητα οι Φινλανδοί πιστεύουν ότι η διαχωριστική γραμμή είναι πάντα ο Χριστιανισμός εναντίον του Ισλάμ. Οι Φινλανδοί είναι πολύ κοσμικοί άνθρωποι, αλλά αυτό το χάσμα πηγαίνει τόσο βαθιά που είναι σχεδόν αταβιστικό. Χρησιμοποιώ τον όρο Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη εδώ γιατί για τον μέσο Φινλανδό η λέξη Βυζάντιο σημαίνει πιθανώς κάτι πολύ παλιό και εξωτικό. Απλώς αντιδρούμε στις λέξεις πολύ διαφορετικά.

«Φινλανδοποίηση» της Ελλάδας από την Τουρκία. Μαθήματα από την Φινλανδική εμπειρία με τη Σοβιετική Ένωση.

Θεωρώ ότι αναφέρεστε σε αυτό: https://en.wikipedia.org/wiki/Finlandization

Ειλικρινά, εκπλήσσομαι που η Τουρκία θα μπορούσε ποτέ να ασκήσει τέτοια επιρροή στην Ελλάδα όπως η Σοβιετική Ένωση στη Φινλανδία. Η Τουρκία είναι μετά βίας συγκρίσιμη με τη ισχυρή Σοβιετική Ένωση: Η διαφορά στην ισχύ/πληθυσμό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν πλησιάζει την Φινλανδία και την Σοβιετική Ένωση. Η ιστορία είναι διαφορετική: πολεμήσαμε δύο πολέμους μεταξύ 1939-1940 και 1941-1944 και τους χάσαμε (παρόλο που παραμείναμε ανεξάρτητοι, δημοκρατικοί και στην οικονομία της αγοράς). Η γεωπολιτική κατάσταση είναι διαφορετική: οι Φινλανδοί πολέμησαν μόνοι τον πόλεμο του 1939-1940 και μετά το 1944 η Φινλανδία ήταν και πάλι εντελώς μόνη με τη Σοβιετική Ένωση. Μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, γνωρίζαμε πάντα ότι αν η Σοβιετική Ένωση επιτεθεί, κανείς δεν θα έρθει να μας βοηθήσει. Αυτή η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς όταν αντιμετωπίζαμε τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης τραυματίζει την εθνική συλλογική ψυχή. Θυμάμαι ακόμα τον φόβο που νιώσαμε. 

Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν είναι μόνη, Έχετε το ΝΑΤΟ και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος θα σας βοηθούσε - και σήμερα είναι σαφές ότι και η Ρωσία θα σας βοηθούσε εάν η Τουρκία έκανε επίθεση. Η ψυχολογία είναι διαφορετική: Πάντα θεωρούσα τους Έλληνες σκληρούς και περήφανους ανθρώπους, πάντα έτοιμοι να σηκώσουν τα όπλα εάν απειληθεί η ελευθερία ή η τιμή τους. Οι Φινλανδοί από την άλλη πλευρά μπορεί μερικές φορές να είναι αρκετά ελαστικοί και υποτακτικοί. Πραγματικά δεν είχα ιδέα ότι η «Φινλανδοποίηση» θα μπορούσε να είναι ένα ζήτημα στην Ελλάδα. Πρέπει να μου πείτε περισσότερα για αυτό.

Παν-τουρανισμός και Φινλανδία.

Η θεωρία ότι οι Φίννο-Ουγγρικές γλώσσες σχετίζονται με τις Τουρκικές και Μογγολικές γλώσσες απορρίφθηκε από τους mainstream γλωσσολόγους εδώ και εκατό χρόνια. Εδώ στη Φινλανδία μόνο μια χούφτα βιβλιοκεντρικών εκκεντρικών, όπως εγώ, έχουν ακούσει ακόμη και τον όρο «Παν-Τουρανισμός» ή γνωρίζουν τι σημαίνει. Ο Παν-Τουρανισμός δεν έχει καμία σχέση με τη Φινλανδία, μοιάζει περισσότερο με αστείο. Ωστόσο, ορισμένοι Φινλανδοί δεν έχουν ξεχάσει ακόμα (... ή συγχωρήσει ...) ότι υπήρχε μια εποχή που οι Φινλανδοί χαρακτηρίστηκαν Μογγόλοι ...

Ευρασία του Jean Thiriart. Από τον Ατλαντικό στα Ουράλια ή από το Δουβλίνο έως Βλαδιβοστόκ; Ευρώπη ή Λευκό Πανευρωπαϊκό Imperium παντού στον κόσμο;

Θέλω μια παγκόσμια συνομοσπονδία κυρίαρχων Λευκών/Ευρωπαϊκών Εθνών.

Πανευρωπαϊκό Έθνος ή Ευρώπη των Εθνών;

Η δύναμη και η αδυναμία της Ευρώπης ήταν ανέκαθεν η εθνοτική και πολιτιστική της πολυμορφία. Όλοι οι πόλεμοι και η βία που μαστίζουν την ιστορία της Ευρώπης προέρχονται από αυτήν την κατάσταση καθώς και από τη δημιουργικότητα, τον πολιτιστικό πλούτο και την πρόοδο. Τυχόν προσπάθειες για διαγραφή ή παραβίαση αυτής της ποικιλομορφίας θα οδηγήσει σε καταστροφή.

Αν κάποιος μπόρεσε να δημιουργήσει ένα μονολιθικό υπερκράτος στην Ευρώπη και να δηλώσει ότι οι Ευρωπαίοι έχουν πλέον γίνει ένα ενωμένο έθνος, πολύ σύντομα θα εμφανιστούν ρωγμές σε αυτόν τον μονόλιθο και τελικά θα μεγαλώνουν όλο και περισσότερο έως ότου καταρρεύσει ο μονόλιθος. Η φυσική ποικιλομορφία της Ευρώπης θα διαβρώνει πάντα κάθε προσπάθεια δημιουργίας μιας συγκεντρωτικής δύναμης στην Ευρώπη. Οι αξιολύπητες συγκρούσεις της ΕΕ είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του τι συμβαίνει όταν κανείς πάει την ολοκλήρωση στα άκρα στην Ευρώπη.

Προτιμώ την Ευρώπη των εθνών και την Ευρώπη των περιφερειών. Μόνο εάν τα ελεύθερα και κυρίαρχα Έθνη δρουν μαζί είναι εθελοντικά διαρκής η ολοκλήρωση. Κάποιος μπορεί να είναι καλός Ευρωπαίος μόνο αν είναι πρώτα καλός Έλληνας, Φινλανδός, Γερμανός κ.λπ. κ.λπ. Δεν νομίζω ότι μπορείς να είσαι καλός Ευρωπαίος πρώτα και μόνο τότε Έλληνας ή Φινλανδός.

Πρέπει να απορρίψουμε όλες τις προσπάθειες διαφθοράς του Παν-Ευρωπαισμού σε άλλη μία τεχνητή, ελιτιστική και κοσμοπολίτικη ταυτότητα. Η αληθινή ευρωπαϊκή ταυτότητα αναπτύσσεται από το λαϊκό επίπεδο προς τα πάνω.

Ισλάμ

Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο Ισλάμ ή τον ισλαμικό κόσμο να εξαπλωθεί στην Ευρώπη. Μπορώ πραγματικά να σεβαστώ το Ισλάμ και τον ισλαμικό πολιτισμό, αλλά μόνο αν παραμείνει στις παραδοσιακές του περιοχές.

Νέα διπολικότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ή ένας πολυπολικός κόσμος;

Θα κάνω μια πρόβλεψη: Θα δούμε όχι μόνο την ΕΕ αλλά και τις ΗΠΑ και την Κίνα να καταρρέουν.

Δεν θα υπάρξει νέα διπολικότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, γιατί αυτό θα απαιτούσε τις τρέχουσες τάσεις να συνεχιστούν χωρίς διακοπή. Ωστόσο, μπορούμε ήδη να δούμε τις ΗΠΑ να κινούνται προς τον εμφύλιο πόλεμο. Οι ΗΠΑ έφτασαν σε εξέχουσα θέση από τον καπιταλισμό και τώρα που η ενέργεια έχει εξαντληθεί και ο καπιταλισμός έχει στραφεί εναντίον των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ζουν και πεθαίνουν από τον καπιταλισμό. Καθώς η τελική κατακλυσμική οικονομική κατάρρευση χτυπά τον κόσμο μας, θα έχει μαζικά καταστροφικές συνέπειες στην Κίνα, η οποία εδώ και 40 χρόνια μπόρεσε να εμπλουτιστεί με την εξωτερική/ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή. Μετατοπίζουμε τα εργοστάσια μας στην Κίνα και μετά αγοράζουμε αυτά τα προϊόντα με χρήματα που πρέπει να δανειστούμε. Μόλις αδυνατήσουμε να αγοράσουμε κινεζικά προϊόντα, η κινεζική οικονομία και το πολιτικό σύστημα της Κίνας θα καταρρεύσει. Μέχρι στιγμής η Κίνα δεν είχε εμπειρία με οικονομικά προβλήματα καθώς η οικονομία της έχει αναπτυχθεί, χωρίς διακοπή, για 40 χρόνια. Μόλις τελειώσει αυτή η ανάπτυξη, θα είμαστε σε θέση να δούμε ποια είναι η ικανότητα της Κίνας να επιβιώσει από την οικονομική ύφεση. Η πρόβλεψή μου είναι ότι όλα τα σφάλματα και οι αδυναμίες του Κινεζικού συστήματος θα αυξηθούν ανεξέλεγκτα υπό την πίεση της οικονομικής αναταραχής και, ως αποτέλεσμα, η Κίνα θα βυθιστεί στο χάος.

Δεν πρόκειται να εισέλθουμε σε έναν διπολικό κόσμο, καθώς θα απαιτούσε σταθερότητα. Αντ' αυτού, κατευθυνόμαστε προς μια νέα ΜΕΣΟΒΑΣΙΛΕΙΑ μια εποχή πολυπολικότητας και χάους.

Ο Χριστιανικός κλήρος στις ευρωπαϊκές χώρες είναι τόσο διεφθαρμένος και εκφυλισμένος όσο και το πολιτικό προσωπικό. Ωστόσο, σε χώρες όπως η Ελλάδα, που υπέστη την οθωμανική κατάκτηση, αλλά και αλλού, όπως η Πολωνία, οι άνθρωποι θεωρούν τον Χριστιανισμό ως μέρος της εθνικής τους ταυτότητας, μαζί με την αναφορά στην αρχαιότητα. Μια υπόγεια ζύμωση φαίνεται να λαμβάνει χώρα. Μια διαλεκτική ταυτότητας μεταξύ Εθνικής (παγανιστικής) και Χριστιανικής, ως συστατικά της Εθνικής Ταυτότητας. Υπάρχει κάτι παρόμοιο στη Φινλανδία; Βλέπετε τη συμφιλίωση και τη ζύμωση μεταξύ του ευρωπαϊκού παγανισμού και του λαϊκού χριστιανισμού ως κάτι εφικτό;

Δεν βλέπω κάτι τέτοιο να συμβαίνει στη Φινλανδία. Έχω παρατηρήσει ότι συχνά αυτοί οι Εθνικιστές που αναγνωρίζουν τον παγανισμό είναι έντονα ανταγωνιστικοί απέναντι στον Χριστιανισμό και εκείνοι οι Χριστιανοί που πραγματικά πιστεύουν στον Ιησού, τον Θεό και τη Βίβλο κ.λπ. δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τον Παγανισμό. Οι Φινλανδοί, γενικά, είναι φιλελεύθερης/κοσμικής φύσης και όσοι είναι ανοιχτά θρησκευόμενοι συχνά ανήκουν σε διάφορες ομολογίες και, ειλικρινά, φαίνεται ότι είναι λίγο ή πολύ λωλοί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα κάνουν ποτέ συμβιβασμούς με τον Παγανισμό.

Περίπου το 70-80% των Φινλανδών εξακολουθούν να είναι φορολογικά μέλη της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας της Φινλανδίας (συμπεριλαμβανομένου και εμού, αν και είμαι άθεος). Η εκκλησία καταφέρνει και επιβιώνει προσαρμοζόμενη στις φιλελεύθερες/κοσμικές στάσεις του πληθυσμού. Όντας τόσο φιλελεύθερη, η Φινλανδική εκκλησία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πλατφόρμα για οποιοδήποτε εθνικιστικό/ταυτοτικό κίνημα. Οι προτεσταντικές εκκλησίες γενικά είναι τόσο φιλελεύθερες που είναι πρακτικά άσεμνες.

Δεν νομίζω ότι μπορείτε να συνδυάσετε τον Παγανισμό με τον Χριστιανισμό. Μόνο οι κοσμικοί διανοούμενοι μπορούν να απολαύσουν τέτοιες ιδέες αλλά όχι οι αληθινοί πιστοί. Στη Φινλανδία η θρησκεία διαδραματίζει όλο και μικρότερο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων - επιβιώνει περισσότερο ως συνήθεια παρά παράδοση. Όσο οι άνθρωποι δεν δίνουν μεγάλη προσοχή στην εκκλησία ξεχνούν να την αφήσουν και έτσι η εκκλησία σώζεται.


Στρασσερισμός στον 21ο αιώνα: Ο καπιταλισμός «φεουδαρχικοποιείται». Πρέπει να επιδιώξουμε την επιστροφή στο έθνος κράτος ή την ποιοτική μετατροπή του (πανευρωπαϊκού) φεουδαρχισμού σε κοινοτισμό;

Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι, στην ομιλία μου «Αμερική, Μεσαία τάξη και το τέλος της Ανάπτυξης» κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το τελικό στάδιο του καπιταλισμού θα είναι ο φεουδαρχισμός - υπάρχει μια αίσθηση ιστορικής ειρωνείας σε όλα αυτά, καθώς ήταν ο Καπιταλισμός που κατέστρεψε τη Φεουδαρχία αρχικά.

Ωστόσο, η μόνη πρακτική στρατηγική για εμάς είναι η επιστροφή στο έθνος-κράτος. Δεν πιστεύω ότι εμείς οι εθνικοί επαναστάτες θα έχουμε ποτέ τη δύναμη να δημιουργήσουμε οποιονδήποτε πανευρωπαϊκό φεουδαρχισμό ή κοινοτισμό. Θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που μας έρχονται και να κατανοήσουμε τους περιορισμούς μας. Πρέπει να δούμε το ρόλο μας στο Μεγάλο Παιχνίδι. Είμαστε δημιουργήματα της ιστορίας μας και είμαστε μέρος μιας ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία λειτουργεί μέσα μας και μέσω ημών. Απλώς δεν μπορώ να δω ότι μακροπρόθεσμα ο φεουδαρχισμός ή ο κοινοτισμός θα ήταν το λογικό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ παραγωγής, τεχνολογίας, οργάνωσης της εργασίας και ταξικής πάλης. Ο ίδιος ο φεουδαρχικός καπιταλισμός είναι μόνο ένα μικρό διάλειμμα προτού καταρρεύσει το τρέχον παγκοσμιοποιημένο φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα μετά το οποίο προχωράμε παραπέρα.

Σύγκρουση Πολιτισμών αλά Huntington ή κάτι πιο περίπλοκο;

Θα είναι λίγο και τα δύο. Όπως είπα, πηγαίνουμε προς μια χαοτική και βίαιη περίοδο  ΜΕΣΟΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. Οι πολιτισμοί θα συγκρουστούν, ωστόσο, συχνά αυτοί οι πολιτισμοί δεν είναι μονολιθικά συγκροτήματα. Ο Ισλαμικός κόσμος και η Αφρική θα μας προκαλέσουν πολλά προβλήματα, αλλά ακόμα δεν μπορώ να τους δω να ενώνονται πολιτικά, στρατιωτικά ή οικονομικά για να μας προκαλέσουν. Στην πραγματικότητα, το Ιράν και η Συρία του Άσαντ είναι εντάξει από την άποψη μας. Η υπερανάπτυξη του πληθυσμού και οι μαζικές μεταναστεύσεις θα είναι το κύριο μέλημά μας και όχι κάποιος γιγαντιαίος μουσουλμανικός ή αφρικανικός στρατός. Και όπως είπα, η Κίνα μπορεί να είναι πολύ πιο αδύναμη στο μέλλον από ό, τι, ίσως, μπορούμε να φανταστούμε.

Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει κάθε ευκαιρία να γίνει πολύ πιο ενοποιημένος παράγοντας από οποιονδήποτε από τους αντιπάλους του. Αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε, έχοντας κατά νου ότι για να επιτύχουμε τους στόχους μας δεν χρειαζόμαστε κανένα παγκόσμιο ενοποιημένο υπερκράτος. Αρκεί μια Συνομοσπονδία Κυρίαρχων Ευρωπαϊκών Εθνών.

Προδοτικές ελίτ και μεσαία τάξη που πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται φυλετικά. Ποια είναι η θέση των μεταναστών από τις φτωχές ευρωπαϊκές χώρες σε πλουσιότερες; Εθνική αλληλεγγύη με συμπατριώτες μικρούς εργοδότες ή φυλετική αλληλεγγύη με συν-Ευρωπαίους εργαζόμενους;

Πράγματι, έχετε δίκιο ότι οι ελίτ και η μεσαία τάξη πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται φυλετικά. Μέχρι στιγμής τυφλώνονται από το φιλελεύθερο-παγκόσμιο παράδειγμα. Κατανοώ ότι η ελίτ υποστηρίζει την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, καθώς αυτό το παράδειγμα επιτρέπει στην ελίτ να γίνει πλουσιότερη και πιο ισχυρή. Η μεσαία τάξη, ωστόσο, είναι απλώς ηλίθια και υπηρέτρια της ελίτ. Μόνο μια συνολική οικονομική και κοινωνική κατάρρευση θα οδηγήσει στη Μεγάλη Μεταστροφή Παραδείγματος, που σημαίνει ότι η μεσαία τάξη θα ξεκινήσει να επανεκτιμά την οικονομική και κοινωνική της θέση και τελικά θα αρχίσει να σκέφτεται με φυλετικούς/εθνοτικούς όρους. Η τρέχουσα ελίτ μας, ωστόσο, θα καεί απλώς μαζί με το φιλελεύθερο-παγκοσμιοποιητικό παράδειγμα.

Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους Ευρωπαίους να μετακινούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για αναζήτηση εργασίας. Περίπου την εποχή που γεννήθηκα, 300.000 Φινλανδοί μετακινήθηκαν στη Σουηδία αναζητώντας εργασία. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι μαζικές μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού μπορούν επίσης να προκαλέσουν διαταραχές στην αγορά εργασίας. Όχι μόνο σε χώρες που λαμβάνουν νέο εργατικό δυναμικό, αλλά και σε χώρες που χάνουν τους εκπαιδευμένους και μορφωμένους νέους τους. Ενώ οι μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη είναι φυσιολογικές, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες δεν θα εκμεταλλευτούν το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό για να ρίξουν τους μισθούς. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτό θα οδηγούσε σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού εργατικού δυναμικού.

Μήνυμα προς τους Έλληνες Συναγωνιστές

Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους με 3.000 χρόνια καταγεγραμμένης ιστορίας; Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους που έχουν βιώσει στιγμές υπέρτατης δόξας, αλλά και στιγμές ακραίου σκοταδιού και πόνου; Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους που ήταν ο σπόρος και η ρίζα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και το προπύργιο και ο προμαχώνας του ενάντια στις δυνάμεις του σκότους; Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχε Ευρώπη, όπως τη γνωρίζουμε; Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους που έχουν προδοθεί τόσο βίαια από την Ευρώπη ή από το μπάσταρδο τέρας - την ΕΕ - που ισχυρίζεται ότι είναι η Ευρώπη; Τι μπορώ να πω σε ανθρώπους που έχουν μαχαιρωθεί στην πλάτη από τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις των αδελφικών τους εθνών; 

Η Ευρώπη που εν μέρει έχετε δημιουργήσει και εσείς και πάντα την υπερασπιζόσασταν στις καλύτερες των δυνατοτήτων σας, σας έριξε στους λύκους, σας έριξε στο έλεος της παγκόσμιας τραπεζικής μαφίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη παρέμεινε σιωπηλή καθώς ο ελληνικός λαός πεινούσε. Η Φιλελεύθερη Ευρώπη παρέμεινε μακρινή, αποσπασμένη και μη ανταποκρινόμενη όταν οι Έλληνες διέπρατταν αυτοκτονίες στην απελπισία τους. Για να σωθούν oi γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, Ευρωπαίοι πολιτικοί, γραφειοκράτες και οικονομολόγοι θεώρησαν ότι είναι καλύτερο να πεθάνουν οι Έλληνες. Όταν οι Έλληνες εξαπατήθηκαν για να χάσουν τις αποταμιεύσεις τους, η φιλελεύθερη Ευρώπη επέλεξε να κοιτάξει χαρούμενη από την άλλη πλευρά. Όταν η Ελλάδα κόπηκε σε κομμάτια και ο εθνικός της πλούτος δημοπρατήθηκε η φιλελεύθερη Ευρώπη επέλεξε να ενωθεί με τις ύαινες. Όταν οι Έλληνες φώναζαν για βοήθεια, τα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης επιτέθηκαν στους Έλληνες, τους περιφρόνησαν και τους κατηγόρησαν ότι ήταν όλο δικό τους το λάθος. 

Μπορείτε ποτέ να συγχωρήσετε την Ευρώπη; Είναι δυνατόν μια μέρα, ακόμη και μετά από ό, τι έχει συμβεί, η αληθινή Ευρώπη και η Ελλάδα να στέκονται μαζί - ψηλά και περήφανα; Είναι εφικτό ακόμη και να στοχαστούμε κάτι τέτοιο; Λοιπόν, πριν συμβεί αυτό, η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ριζικά. Για να μπορέσουν οι Έλληνες να απελευθερωθούν ξανά, η φιλελεύθερη Ευρώπη - αυτή η πόρνη και μαστροπός - πρέπει να πεθάνουν. Για να μπορέσουν οι Έλληνες να πάρουν οποιαδήποτε δικαιοσύνη η φιλελεύθερη Ευρώπη - αυτή η ψεύτρα και απατεώνας - πρέπει να χαθούν. Για να μπορέσουν οι Έλληνες να αναπνεύσουν μια ανάσα ανακούφισης, η φιλελεύθερη Ευρώπη - η μπογιατισμένη και διεστραμμένη πόρνη - πρέπει να τιμωρηθεί.

Και ρωτώ επίσης: είναι δυνατόν μια μέρα η Ελλάδα να επιστρέψει στα φυσικά της σύνορα πριν από τις εισβολές από την Κεντρική Ασία; Είναι εφικτό η ιστορία να επιστρέψει στο ξεκίνημα της ... και μετά να τελειώσει ώστε να ξεκινήσουμε ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην ιστορία της φυλής μας; Είναι δυνατόν να αποκαταστήσουμε την κληρονομιά των αυτοκρατόρων Ιουστινιανού και Ηρακλείου και μετά να ξεκινήσουμε το κοινό μας ταξίδι στο μέλλον; Είμαι ονειροπόλος, χωρίς αμφιβολία, ωστόσο, όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά κάθε πραγματικού ευρωπαϊκού εθνικιστικού κινήματος.

Δικός σας 

Kai Murros



"Οτιδήποτε είναι επιζήμιο για την σημερινή τάξη πραγμάτων έχει την υποστήριξή μας. Διότι εμείς επιζητούμε την Καταστροφή. Σε ένα κόσμο που μας έχει περιθωριοποιήσει, υψώνουμε την αρχή της θέλησης για καταστροφή, διότι μόνο η καταστροφή που θα καθαρίσει τα πάντα από το σάπιο φιλελεύθερο σύστημα θα ανοίξει τον δρόμο σε εμάς τους Εθνικοσοσιαλιστές. Γι' αυτό και εμείς παλεύουμε για να επιταχύνουμε την αρχή της καταστροφής του σημερινού συστήματος στηρίζοντας ότι εναντιώνεται σε αυτό και το βλάπτει, όπως κάθε απεργία, κάθε κυβερνητική κρίση, κάθε αδυναμία του Κράτους. Κάθε αποδυνάμωση του είναι καλή, πολύ καλή για μας και πάντα εμείς θα προσπαθούμε να δυναμώνουμε όλες τις παραπάνω δυσκολίες για το κράτος, με πείσμα και με θέληση ώσπου αυτό τελικά πεθάνει".

 Gregor Strasser.