ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Η προειδοποίηση Νασράλα προς την κυπριακή κυβέρνηση (άρθρο του Λουκά Σταύρου)

 


γράφει ο Λουκάς Σταύρου

Η προειδοποίηση του αρχηγού της Χεσμπολάχ Νασράλα ότι σε περίπτωση που χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως βάση επίθεσης κατά των Παλαιστινίων της Λωρίδας της Γάζας δεν θα μείνει αναπάντητη, εδράζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα που μάλλον δεν κρύβονται.

Τα γεγονότα αυτά είναι δύο.

Πρώτο το άνοιγμα της Κύπρου προς το Ισραήλ με κοινές ασκήσεις και χρήση του χώρου της Κύπρου από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό το άνοιγμα που εξελίσσεται σε πλήρη παράδοση του κυπριακού χώρου ως στρατηγικό βάθος του Ισραήλ άρχισε από την κυβέρνηση Αναστασιάδη και συνεχίζεται από την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη.

Κοινές ασκήσεις με τον στρατό του Ισραήλ για όσους γνωρίζουν σημαίνει ισχυρή παρουσία των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στη Κύπρο που την είδαμε να εκδηλώνεται και με το γνωστό βανάκι συλλογής πληροφοριών και παρακολούθησης των πάντων.

Κοινές ασκήσεις με το Ισραήλ σημαίνει επέκταση της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ στη Κύπρο επί μονίμου βάσεως.

Δεύτερο η ανεξέλεγκτη χρησιμοποίηση των αγγλικών βάσεων από τους εγγλέζους και το ΝΑΤΟ το οποίο τάσσεται αναφανδόν υπέρ της γενοκτονίας του Ισραήλ κατά του παλαιστινιακού λαού.

Αυτά τα δυο γεγονότα μετατρέπουν την Κύπρο σε πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των αντιμαχομένων δυνάμεων και η Κύπρος χάνει την ουδετερότητα της ως χώρος και κατά συνέπεια και ως πολιτική επιλογή. Σύρεται η Κύπρος στο πεδίο της σύγκρουσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων από την φιλοϊσραηλινή πολιτική των δυο τελευταίων κυβερνήσεων.

Η προειδοποίηση Νασράλα μάλλον δεν θα σταματήσει την παράδοση της Κύπρου στο Ισραήλ και το ΝΑΤΟ αλλά θα αποτελέσει δικαιολογία για περαιτέρω ενρίζωση αυτών των δυνάμεων στη Κύπρο.

Η μόνη λύση για να απεμπλακεί η Κύπρος από αυτή την κατάσταση και να απομακρυνθεί ο κίνδυνος της σύγκρουσης των αντιμαχομένων στο χώρο της είναι να υπάρξουν νέες πολιτικές δυνάμεις είτε ως ισχυρή αντιπολίτευση είτε ως κυβέρνηση που να αλλάξουν πορεία και ως προς το Ισραήλ και ως προς τις αγγλικές βάσεις.

Αν κρίνουμε από τις υπάρχουσες πολιτικές τοποθετήσεις ολόκληρη η δεξιά με τα ακροδεξιά και κεντρώα συγκοινωνούντα δοχεία της τάσσεται υπέρ του Ισραήλ και προτάσσει την ισλαμοφοβία για να εκθειάσει την γενοκτονία των Παλαιστινίων. 

Το ελαμ μάλιστα αναφέρει πως η αιτία που διέκοψε τις σχέσεις του με την Χρυσή Αυγή είναι η αγάπη που τρέφει προς το Ισραήλ σε αντίθεση με τους χρυσαυγίτες που είναι εναντίον του. Έκαναν δηλαδή την σχέση τους με το Ισραήλ ταυτοτικό στοιχείο της ιδεολογίας τους.

Η μόνη πολιτική δύναμη που αντιτάσσεται στην ισραηλινή πολιτική της γενοκτονίας, είναι το ΑΚΕΛ.

Όμως πότε το ΑΚΕΛ κατήγγειλε την επικίνδυνη συνεργασία της ανίσχυρης Κύπρου με το ισχυρό Ισραήλ;

Πότε κατανόησε το μεγάλο ψέμα του eastmed ως ισραηλινό δέλεαρ για την επέκταση της στρατιωτικής του ισχύος στη Κύπρο και στον ελλαδικό χώρο;

Το ΑΚΕΛ σίγησε και άφησε την δεξιά φιλοσιωνιστική κυβέρνηση Αναστασιάδη να κάνει το καταστροφικό έργο της ανενόχλητη. 

Επίσης πότε το ΑΚΕΛ απαίτησε την κατάργηση των βάσεων όταν ευθύς μετά την άνοδο στην εξουσία του Χριστόφια έσπευσε να υπογράψει μνημόνιο συναντίληψης με την Μ. Βρετανία;

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο έχει κάνει την Κύπρο ξέφραγο αμπέλι.

Δεξιοί, ακροδεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί πρώην κομουνιστές και νυν δικαιωματιστές, ακολουθούν πολιτική υποταγής τόσο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους εγγλέζους όσο και προς το Ισραήλ.

Αναφέρω ακόμα το ξεπούλημα της Κύπρου στους Εβραίους “επενδυτές” ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που καθορίζει η Ευρωζώνη και η ντόπια τραπεζοκρατία. Μια οικονομία που συρρικνώνεται διαρκώς και απλώνει το χέρι στους ξένους επενδυτές δημιουργεί συνθήκες εξάρτησης και συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας.

Εμείς ως εθνικοκοινοτιστές απαιτούμε την άμεση κατάργηση των αγγλικών βάσεων και την απεμπλοκή της Κύπρου από την ζώνη ελέγχου του Ισραήλ.

Απαιτούμε επίσης την ομοσπονδιακή ένωση των δυο κρατών του ελληνισμού και την ενοποίηση των εθνικών ενόπλων δυνάμεων που η παρουσία τους στη Κύπρο θα επισφραγίσει την εθνική ελληνική κυριαρχία στον ενιαίο εθνικό χώρο και έτσι διάφοροι που επιβουλεύονται την Κύπρο θα αλλάξουν πορεία.

Το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Πάφου θα καταστεί ο χώρος μόνιμης παρουσίας της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας και ο ελληνικός πολεμικός στόλος θα αποκτήσει έδρα στη Κύπρο.

Συνακόλουθα απαιτούμε την ανασυγκρότηση της οικονομίας που είναι και ο σημαντικότερος παράγοντας ισχύος, με έξοδο από την Ευρωζώνη και εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος ώστε να διοχετευθούν χρήματα στις λαϊκές παραγωγικές δυνάμεις.

Κλείνω λέγοντας πως το κυπριακό κατεστημένο έχει παραδώσει την Κύπρο στην διαχείριση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στην επικίνδυνη επιρροή του Ισραήλ που μας εμπλέκει με την Αραβοϊσραηλινή σύγκρουση.

Το ζητούμενο είναι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας αφενός και αφετέρου η ουδετερότητα σε κάθε σύγκρουση ξένων δυνάμεων συμπεριλαμβανομένης και της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Διότι και στο ζήτημα της Ουκρανίας η Κύπρος ζημιώθηκε και θα ζημιωθεί ακόμα περισσότερο από την καταναγκαστική εναντίωση της προς την Ρωσία κατά απαίτηση της Ε.Ε.

Πόλεμος, κατοχή, απελευθέρωση, νέος πόλεμος (1982-2006)

 

γράφει ο Α.Π.

Στις 6 Ιουνίου 1982, έλαβε χώρα ένα γεγονός που άλλαξε την ιστορία της Μέσης Ανατολής. Με το ψεύτικο πρόσχημα της ενοχής της Φατάχ για μια δολοφονική επίθεση στον ισραηλινό πρέσβη στο Λονδίνο, το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο στο σύνολό του και μάλιστα επέβαλε πολιορκία στη Βηρυτό απαιτώντας την απέλαση του Γιασέρ Αραφάτ, των ηγετών της Φατάχ και άλλων ένοπλων παλαιστινιακών πολιτοφυλακών από το νότιο Λίβανο. Ήταν τόσο προφανές ότι ο ισραηλινός στρατός είχε έρθει εκ των προτέρων σε συμφωνία με τους χριστιανούς Μαρωνίτες να εκδιώξουν τους Παλαιστίνιους που αποτελούσαν μια πιεστική δύναμη στη λιβανέζικη κοινωνία. Με αυτό το στόχο, πολλές σφαγές διαπράχθηκαν εναντίον των Παλαιστινίων, η πιο σημαντική από τις οποίες είναι η σφαγή της Σάμπρα και της Σατίλα, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες Παλαιστίνιοι. Εν πάση περιπτώσει, οι Ισραηλινοί μαζί με τους Χριστιανούς Μαρωνίτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους περισσότερους Παλαιστίνιους από το νότιο Λίβανο και από τη Βηρυτό. Ωστόσο, η ισραηλινή κατοχή δεν αποσύρθηκε μετά την εκδίωξη των Παλαιστινίων. Αντίθετα, συνέχισε να δρα ως δύναμη κατοχής στο Λίβανο καταλαμβάνοντας ολόκληρο το νότιο Λίβανο.

Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των ελπίδων των Σιιτών να ιδρύσουν το κράτος τους, ειδικά καθώς ήταν χωρισμένοι σε κοσμικούς και θρησκευτικούς. Έτσι, οι θρησκευόμενοι μεταξύ τους αποφάσισαν να αποσχιστούν από το Κίνημα Αμάλ και να επικοινωνήσουν με τους ηγέτες του Ιράν για να κερδίσουν την υποστήριξή τους. Είχαν ήδη σχηματίσει μια εννεαμελή επιτροπή που ταξίδεψε στην Τεχεράνη. Κατά τη συνάντησή τους με τον Χομεϊνί, δήλωσαν την πίστη τους σε εκείνο το είδος διακυβέρνησης που λέγεται ηγεσία του ισλαμικού νομοθέτη (Velayat e-Faqih). Κατά συνέπεια, ο Χομεϊνί θα γινόταν ο ισλαμικός νομοθέτης υπό την κηδεμονία του οποίου θα υπόκεινται οι Λιβανέζοι Σιίτες. Ο Χομεϊνί εξουσιοδότησε την επιτροπή που επέστρεψε στο Λίβανο να αποσχιστεί από το Κίνημα Αμάλ και να σχηματίσει αυτό που ήταν γνωστό εκείνη την εποχή ως Ισλαμικό Κίνημα Αμάλ, του οποίου ηγείτο ο Αμπάς Μουσαβί.

Το Ιράν υποστήριξε σθεναρά τη νεοσυσταθείσα οντότητα και έστειλε περαιτέρω στην κοιλάδα Μπεκάα στο Λίβανο μέσω της Συρίας 1.500 Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης για να δώσουν στρατιωτική εκπαίδευση στο Ισλαμικό Κίνημα Αμάλ και να του παράσχουν τις απαραίτητες οικονομικές και στρατιωτικές ικανότητες. Έτσι, το εκκολαπτόμενο κίνημα κέρδισε την υποστήριξη δύο μεγάλων χωρών της περιοχής, δηλαδή του Ιράν και της Συρίας. Ωστόσο, η Συρία συνέχισε να υποστηρίζει ταυτόχρονα το κοσμικό εθνικιστικό κίνημα Αμάλ του Ναμπίχ Μπερί.

Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου συνέχισε να φουντώνει και η δύναμη του Ισλαμικού Κινήματος Αμάλ συνέχισε να αυξάνεται μέχρι που ο Αμπάς Μουσαβί κήρυξε τον Φεβρουάριο του 1985, την ίδρυση της Χεζμπολάχ ως μετεξέλιξη του Ισλαμικού Κινήματος Αμάλ. Τρεις μήνες αργότερα, δηλαδή τον Μάιο του 1985, το κοσμικό εθνικιστικό Κίνημα Αμάλ με επικεφαλής τον Ναμπίχ Μπέρι διέπραξε μια ειδεχθή σφαγή εναντίον των Παλαιστινίων, σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα σε όσους από αυτούς είχαν επιζήσει στο νότιο Λίβανο. Σε αυτά τα εγκλήματα δεν συμμετείχε η Χεζμπολάχ, που είχε από καιρού αποσχιστεί από τους εθνικιστές της Αμάλ. Η Χεζμπολάχ σε όλη την ιστορία της αποτελούσε και αποτελεί τη δύναμη που προστατεύει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στο Λίβανο.

Τη δεκαετία του 1980, η Χεζμπολάχ απέδειξε έμπρακτα τη δυνατότητά της να επιτυγχάνει εκπληκτικά αποτελέσματα με μικρούς πόρους. Οι δύο βόμβες της που τίναξαν στον αέρα την αμερικανική πρεσβεία και το στρατόπεδο Αμερικανών πεζοναυτών στη Βηρυτό το 1983 – όταν ακόμα το ένοπλο σκέλος της οργάνωσης είχε το όνομα Ισλαμική Τζιχάντ – ανάγκασαν τον Πρόεδρο Ρήγκαν να αποσύρει εσπευσμένα τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από τον Λίβανο την επόμενη χρονιά. Οι ειδικές της επιχειρήσεις κατά Ισραηλινών στόχων (βομβιστικές επιθέσεις σε συγκεντρώσεις Ισραηλινών στρατιωτών και μυστικών πρακτόρων στην Τύρο το 1982 και το 1983, αεροπειρατεία στην πτήση 847 της TWA το καλοκαίρι του 1985 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού) οδήγησαν στην απελευθέρωση χιλιάδων Παλαιστίνιων και Λιβανέζων κρατουμένων από τις φυλακές του Ισραήλ και την απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τον κεντρικό Λίβανο το 1985. 

Αλλά η αδιαμφισβήτητα πιο επιτυχημένη επιχείρηση της Χεζμπολάχ στα πρώτα της χρόνια, και η επιχείρηση που της χάρισε την πλήρη εμπιστοσύνη της ιρανικής ηγεσίας, ήταν μια επιχείρηση που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία: η ομηρία πολιτών από δυτικές χώρες στον Λίβανο. Ήταν η εποχή που ο -πάντα πανέξυπνος και πάντα αδίστακτος- Αγιατολάχ Χομεϊνί, που για να αντέξει στην επίθεση του Σαντάμ κατά της χώρας του χρειαζόταν όπλα πέρα από αυτά της Συρίας και της Βόρειας Κορέας, και γνωρίζοντας την απληστία των βιομηχανιών όπλων των Ηνωμένων Πολιτειών και την απαράμιλλη δίψα τους για κέρδη χωρίς αναστολές, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί για άλλη μια φορά τις κακές συνήθειες του «Μεγάλου Σατανά» προς όφελος της δικής του Ισλαμικής Επανάστασης. 

Αξιωματικοί των Φρουρών της Επανάστασης ήρθαν στις αρχές του 1985 σε επαφή με τον εξόριστο Ιρανό έμπορο όπλων, Μανουσέρ Γκορμπανιφάρ, ο οποίος είχε άριστες σχέσεις με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου. Ο Γκορμπανιφάρ έπεισε την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι ο Χομεϊνί θα πέθαινε σύντομα και στην εξουσία στο Ιράν θα έρχονταν μετριοπαθή στοιχεία που θα έστρεφαν το Ιράν σε μια φιλοδυτική πολιτική στάση. Τους είπε επίσης ότι αν οι ΗΠΑ έδιναν όπλα στο Ιράν σε μειωμένες τιμές, η Χεζμπολάχ θα απελευθέρωνε τους –Αμερικανούς και άλλους δυτικούς- ομήρους που κρατούσε. Και έτσι έγινε. Η κυβέρνηση Ρήγκαν εκείνη την εποχή ήθελε πάση θυσία να εξοπλίσει τους ακροδεξιούς αντάρτες Κόντρας, που μάχονταν στη Νικαράγουα εναντίον της επαναστατικής κυβέρνησης των Σαντινίστας. Έτσι δεν δίστασε να κάνει μυστικές οπλικές μπίζνες με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ, παρότι γνώριζε ότι η τελευταία είχε μόλις δολοφονήσει πάνω από 300 Αμερικανούς στρατιωτικούς και αξιωματούχους της CIA στη Βηρυτό. Για την Αμερική, το χρήμα είναι πάντα πάνω από το αίμα ή μάλλον, το αίμα (των άλλων) είναι γι’ αυτήν πάντα μια ευκαιρία για χοντρό χρήμα. 

Η κυβέρνηση Ρήγκαν θεώρησε ότι με το να πουλήσει τα όπλα στο Ιράν, θα φέρει πίσω τους ομήρους, θα πάρει το χρήμα που χρειάζεται για να εξοπλίσει στη συνέχεια τους Κόντρας, και θα επηρεάσει την ιρανική ηγεσία προς μια μελλοντική συμμαχία με τη Δύση. Αυτό διήρκεσε για δύο χρόνια, ώσπου το έβγαλε στη φόρα ένας αξιωματικός των Φρουρών της Επανάστασης, ο Μεχντί Χασεμί –που γι’ αυτή την αποκάλυψη έχασε τη ζωή του- και έγινε σκάνδαλο που οδήγησε σε απαγγελία κατηγοριών κατά του Προέδρου Ρήγκαν από το Κογκρέσο. Αλλά το Ιράν είχε πετύχει αυτό που ήθελε: είχε λάβει τα αμερικανικά όπλα - και μάλιστα σε μειωμένες τιμές - για να αμυνθεί εναντίον του Ιράκ, και είχε κοροϊδέψει την αμερικανική ηγεσία ότι τάχα μετά τον επικείμενο θάνατο του Χομεϊνί θα έρθουν στο προσκήνιο φιλοδυτικές δυνάμεις στη χώρα, κάτι που έκανε για λίγο τις ΗΠΑ να ελαφρύνει τις κυρώσεις στο Ιράν. Η Χεζμπολάχ από τη μεριά της, απέδειξε με τον προφανέστερο τρόπο ότι ήταν μια οργάνωση ικανή να πετύχει - για δικό της λογαριασμό και για χάρη του Ιράν - κατορθώματα που καμιά άλλη παρτιζάνικη οργάνωση στη Μέση Ανατολή δεν είχε πετύχει ως τότε. 

Για τον νεαρό στρατιωτικό διοικητή Κασέμ Σολεϊμανί, που δεν συμμετείχε στην υπόθεση αλλά που σίγουρα είχε πληροφορηθεί γι’ αυτήν, η ιστορία αυτή θα αποτελούσε ένα κρίσιμο μάθημα: πολλές φορές η μυστική διπλωματία, ή ο συνδυασμός αυτής και του πολέμου, μπορεί να φέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι ο πόλεμος από μόνος του. Η συνειδητοποίηση αυτή θα ακολουθούσε αυτόν και το modus operandi του για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Το Κίνημα Αμάλ ανταγωνίστηκε τη Χεζμπολάχ για την ηγεσία στο νότιο Λίβανο και την κοιλάδα Μπεκάα, όπου είναι συγκεντρωμένος ο σιιτικός πληθυσμός. Ως εκ τούτου, η σύγκρουση μεταξύ τους έγινε τόσο έντονη που κατέληξε σε μια βίαιη μάχη κατά την οποία η Χεζμπολάχ συνέτριψε το κίνημα Αμάλ το 1988. Αργότερα, περισσότερο από το 90% των μελών της Αμάλ εντάχθηκαν στη Χεζμπολάχ, που πλέον κέρδισε την αδιαφιλονίκητη στήριξη τόσο του Ιράν όσο και της Συρίας. Κατά συνέπεια, η Αμάλ εγκατέλειψε τη στρατιωτική κονίστρα και μετατράπηκε σε πολιτική ομάδα.

Αν και η Χεζμπολάχ έγινε ο μοναδικός ανταγωνιστής του Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κύρια πηγή εξουσίας της, δηλαδή ο νότιος Λίβανος, εξακολουθούσε να καταλαμβάνεται από τους Ισραηλινούς. Αυτό την ανάγκασε να κυριαρχήσει σε ορισμένες περιοχές της Βηρυτού, καθιστώντας τις σημείο εκκίνησης του αγώνα της για την απελευθέρωση του νότιου Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ δεν επεδίωξε να επιτεθεί στην ανατολική Βηρυτό όπου ζει ο χριστιανικός πληθυσμός. Αντίθετα, επιτέθηκε στη δυτική και ιδιαίτερα στη νότια Βηρυτό και άρχισε να την καταλαμβάνει με στρατιωτική δύναμη, έχοντας κατά νου ότι αυτές είναι περιοχές όπου κατοικεί ο σουνιτικός πληθυσμός. Η Χεζμπολάχ κατασκεύαζε μερικές φορές τα οικοδομήματά της σε δημόσιους χώρους και μερικές φορές σε σουνιτικά εδάφη, μια πράξη που ήταν γνωστή από την κυβέρνηση του Λιβάνου. Τελικά, το νότιο προάστιο της Βηρυτού, η Νταχία, μετατράπηκε σε μια καθαρά σιιτική περιοχή υπό τον πλήρη έλεγχο της Χεζμπολάχ.

Ο Χομεϊνί πέθανε το 1989 για να τον διαδεχθεί στη θέση του Ανώτατου Ηγέτη της Επανάστασης ο Αλί Χαμενεΐ. Αυτό δεν επηρέασε τις σχέσεις Χεζμπολάχ-Ιράν, ή μάλλον τις έκανε ακόμα στενότερες. Την ίδια χρονιά, τα αντιμαχόμενα μέρη του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου συναντήθηκαν στο Ταΐφ μέσω σαουδαραβικής διαμεσολάβησης για να υπογράψουν τη συμφωνία του Ταΐφ, η οποία τερμάτισε τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Την ίδια χρονιά, η μεγαλύτερη σουνιτική φιγούρα στο Λίβανο, ο σεΐχης Χασάν Χαλίντ δολοφονήθηκε και έτσι οι σουνίτες έχασαν την ηγεσία τους, γεγονός που έδωσε χώρο και ευκαιρία στη Χεζμπολάχ να αναδειχθεί ως ισλαμικό σύμβολο στο Λίβανο.

Η Χεζμπολάχ άρχισε να προετοιμάζεται για να πολεμήσει εναντίον των Ισραηλινών προκειμένου να απελευθερώσει τα κατεχόμενα εδάφη του νότιου Λιβάνου. Πακτωλός κεφαλαίων από το Ιράν εισέρρεε στον κορβανά της Χεζμπολάχ ετησίως, συν τη συριακή υποστήριξη. Αυτό προκάλεσε προβλήματα στους Ισραηλινούς, που με εντολή του -μετέπειτα γνωστού ως ειρηνιστή- πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν δολοφόνησαν τον Αμπάς Μουσαβί, τον γενικό γραμματέα της Χεζμπολάχ, τον οποίο διαδέχθηκε στην ηγεσία ο Χασάν Νασράλα. Την ίδια χρονιά, ένα νέο σουνιτικό σύμβολο, ο Ραφίκ Χαρίρι, ήρθε στο προσκήνιο στο Λίβανο, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν οι Λιβανέζοι σουνίτες. Ο Χαρίρι ανέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού από το 1992 έως το 1996. Ξεκίνησε την ανοικοδόμηση του Λιβάνου και κέρδισε μεγάλη δημοτικότητα.

Το 1996, οι Ισραηλινοί ξεκίνησαν μια άγρια επίθεση εναντίον του Λιβάνου, την οποία ονόμασαν Επιχείρηση Σταφύλια της Οργής. Είχε αποτέλεσμα 120 νεκρούς, όλους αμάχους, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Ο πατριωτικός ζήλος παρακίνησε τον λαό του Λιβάνου να απαλλαγεί από τη σιωνιστική κατοχή. Η Χεζμπολάχ κήρυξε το σχηματισμό λιβανικών ταξιαρχιών για αντίσταση στον σιωνιστικό εχθρό. Διαφορετικές κοινότητες του λαού του Λιβάνου εντάχθηκαν στις ταξιαρχίες, οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από σουνίτες που αποτελούσαν το 38% αυτών, ενώ οι σιίτες αποτελούσαν το 25%, οι Δρούζοι αποτελούσαν το 20% και οι χριστιανοί αποτελούσαν το 17%.

Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι ταξιαρχίες ανάγκασαν τους σιωνιστές να αποσυρθούν από τις περισσότερες περιοχές του νότιου Λιβάνου το 2000, με εξαίρεση την περιοχή των αγροκτημάτων Σεμπάα. Στη συνέχεια, η Χεζμπολάχ κατέλαβε όλα τα απελευθερωμένα εδάφη. Μετά το 2000 παρατηρείται η μεγαλύτερη σύσφιξη σχέσεων μεταξύ της ηγεσίας της Χεζμπολάχ και του στρατηγού Σολεϊμανί, η Δύναμη Κουντς του οποίου θεωρείται υπεύθυνη, μαζί με Βορειοκορεάτες και Σύριους μηχανικούς, για την κατασκευή των οχυρωματικών έργων και σηράγγων της Χεζμπολάχ στον νότιο Λίβανο, που ήταν κομβικά για την επιτυχημένη απόκρουση της ισραηλινής επίθεσης το καλοκαίρι του 2006.

Για άλλη μια φορά, ο Ραφίκ Χαρίρι ανέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού την ίδια χρονιά της αποχώρησης των Ισραηλινών. Η δύναμη της Χεζμπολάχ αυξανόταν όλο και περισσότερο, ωστόσο, η άνοδος του Χαρίρι πρόσθεσε κάποια ισορροπία στην κατάσταση στα μάτια του λαού του Λιβάνου. Το 2004, ο Χαρίρι παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού λόγω διαφοράς με τους Σύριους των οποίων η στρατιωτική παρουσία στο Λίβανο ήταν εγκατεστημένη στα βορειοανατολικά. Αργότερα, στις 14 Φεβρουαρίου 2005, ο Χαρίρι δολοφονήθηκε καθώς η αυτοκινητοπομπή του κατευθυνόταν στη Βηρυτό και έτσι οι σουνίτες έχασαν ένα μοναδικό σύμβολο. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πολλά παγκόσμια συστήματα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών, γαλλικών, συριακών, ιρανικών και λιβανικών μυστικών υπηρεσιών, εργάζονταν στην αρένα του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ κατηγόρησε την ισραηλινή Μοσάντ για τη δολοφονία, ενώ οι Δυτικοί θεώρησαν υπεύθυνη τη Συρία. Το 2020 το δικαστήριο απάλλαξε τη Χεζμπολάχ από την κατηγορία της δολοφονίας του Χαρίρι.

Ο Λίβανος συγκλονίστηκε τρομερά από τη δολοφονία του Χαρίρι. Η Δύση έδειξε με το δάχτυλο τη Συρία και έτσι απαίτησε από τη Συρία να αποσυρθεί από τον Λίβανο. Ωστόσο, η Χεζμπολάχ οργάνωσε μια μεγάλη διαδήλωση στις 8 Μαρτίου 2005 υποστηρίζοντας τη συριακή παρουσία στο Λίβανο και αρνούμενη την απόσυρση της Συρίας. Τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδήλωση μαζί με τη Χεζμπολάχ ίδρυσαν τη Συμμαχία της 8ης Μαρτίου, που ως σήμερα αποτελεί μια από τις δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Έξι μέρες αργότερα, στις 14 Μαρτίου, οργανώθηκε αντιδιαδήλωση από το Κίνημα του Μέλλοντος, το κίνημα στο οποίο ανήκει η οικογένεια του Χαρίρι με επικεφαλής τον γιο του, Σαάντ, υποστηριζόμενο από το Μέτωπο Δημοκρατικής Συγκέντρωσης με επικεφαλής τον Ουαλίντ Τζουμπλάτ (κόμμα των Δρούζων με σοσιαλιστική κατεύθυνση) και το κόμμα των Μαρωνιτικών Λιβανικών Δυνάμεων με επικεφαλής τον Σαμίρ Γκεαγκέα. Αυτά τα κόμματα ίδρυσαν τη Συμμαχία της 14ης Μαρτίου, τη δεύτερη μεγάλη πολιτική δύναμη στη χώρα ως σήμερα. Οργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση στις 14 Μαρτίου 2005 απαιτώντας την απόσυρση της Συρίας από το Λίβανο. Αργότερα, η Συρία αποσύρθηκε από τον Λίβανο τον ίδιο μήνα.

Το ίδιο εκείνο έτος 2005 η Χεζμπολάχ αποφάσισε να συμμετάσχει σε ένα σημαντικό πολιτικό έργο με άλλες δυνάμεις. Έτσι, η Χεζμπολάχ συμμετείχε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Λιβάνου συμμαχώντας με τρεις άλλες παρατάξεις, δηλαδή το Σουνιτικό Κίνημα του Μέλλοντος, το ρεύμα των Δρούζων του Ουαλίντ Τζουμπλάτ και το Κίνημα Αμάλ του Ναμπίχ Μπερί, μια συμμαχία οποίο ονομάστηκε Τετραμερής Συνασπισμός. Ο συνασπισμός κέρδισε μαζί 72 από τις συνολικά 128 έδρες στο κοινοβούλιο για να αποτελέσει την πλειοψηφία και έτσι σχημάτισε την κυβέρνηση του Λιβάνου με επικεφαλής τον Φουάντ Σινιόρα. Με αυτό τον τρόπο, η Χεζμπολάχ αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο μοντέλο της συνύπαρξης πολιτικής και αντάρτικης εξουσίας: η Χεζμπολάχ δεν είναι ούτε "κράτος ενάντια σε άλλο κράτος" στον Λίβανο, αλλά μάλλον "κράτος εν κράτει." Δεν είναι πλέον απλά μια παράλληλη εξουσία με το λιβανέζικο κράτος, αλλά μια εξουσία που σε πολλά σημεία τέμνεται με αυτό.

Στις 12 Ιουλίου του 2006, με σκοπό την απελευθέρωση των Λιβανέζων αγωνιστών που κρατούνταν στις φυλακές του Ισραήλ, η Χεζμπολάχ ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Ισραηλινών σκοτώνοντας οκτώ και συλλαμβάνοντας δύο στρατιώτες τους χωρίς καμία απώλεια. Η στρατιωτική επιχείρηση προκάλεσε τον πόλεμο Ισραήλ-Λιβάνου. Για 33 ημέρες, οι μαζικές ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές και τα πυρά του πυροβολικού στόχευαν την καταστροφή των πολιτικών υποδομών του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ απάντησε εκτοξεύοντας ρουκέτες. Πολλοί Λιβανέζοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν αναπάντεχες γι' αυτούς. Επίσης, οι Ισραηλινοί απέτυχαν να σταματήσουν τις ρουκέτες της Χεζμπολάχ, κάτι που θεωρήθηκε νίκη για τη Χεζμπολάχ λόγω των αεροπορικών επιδρομών που απέτυχαν να σταματήσουν την πυραυλική δύναμη της Χεζμπολάχ ή να φέρουν πίσω ζωντανούς τους δύο αιχμάλωτους στρατιώτες τους.

Ο Λίβανος πριν το 1982

 

γράφει ο Α.Π.

Για να κατανοήσουμε την αλήθεια για κάτι, πρέπει να εξερευνήσουμε τις ίδιες τις ρίζες του. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία από την αρχή, δηλαδή πώς και υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε και γνώρισε θεαματική άνοδο η Χεζμπολάχ. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία των ιδρυτών της, τις πεποιθήσεις, την ιδεολογία, τις φιλοδοξίες, τους στόχους και τα μέσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, πολλά διφορούμενα γεγονότα θα γίνουν σαφή.

Η Χεζμπολάχ ιδρύθηκε στο Λίβανο, μια χώρα μοναδικής φύσης στην περιοχή, καθώς αν και μικρή σε έκταση, είναι σε ακραίο βαθμό χωρισμένη με βάση την πίστη, καθώς υπάρχουν σε αυτή 18 επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες. Ήταν η ορεινή φύση του Λιβάνου που τον έκανε κέντρο θρησκευτικών κοινοτήτων και αιρέσεων που κατά τον Μεσαίωνα ήταν παράνομες και κινδύνευαν με κρατικές διώξεις στα πεδινά. Ως εκ τούτου, Χριστιανοί διαφορετικών αιρέσεων, Σιίτες, Δρούζοι και οπαδοί άλλων δογμάτων βρήκαν καταφύγιο εκεί κατά την περίοδο των μεσαιωνικών σουνιτικών χαλιφάτων. Είναι συμβατικά αποδεκτό μεταξύ των Λιβανέζων ότι οι Σουνίτες, οι Σιίτες και οι Χριστιανοί Μαρωνίτες είναι οι τρεις μεγαλύτερες αιρέσεις στο Λίβανο. Δίπλα τους, αλλά πολύ λιγότεροι σε αριθμό, είναι οι Δρούζοι, οι οποίοι συμβατικά αναγνωρίζονται ως μουσουλμάνοι, αν και στην πραγματικότητα ανήκουν σε ξεχωριστή πίστη.

Οι Γάλλοι αποικιοκράτες, οι οποίοι εισέβαλαν στο Λίβανο το 1920 μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον σεχταρισμό παρέχοντας εξουσία στους Μαρωνίτες συμμάχους τους. Εν πάση περιπτώσει, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας το 1943, διαμορφώθηκε το σύνταγμα του Λιβάνου που προέβλεπε ότι ο πρόεδρος είναι Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός είναι Σουνίτης και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είναι Σιίτης. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνταγματική διάταξη τέθηκε σε εφαρμογή μόλις το 1959: ως τότε όλες οι θέσεις εξουσίας καταλαμβάνονταν από Μαρωνίτες.

Εξαιτίας αυτού του επί αιώνες παρατεινόμενου σεχταρισμού, οι Λιβανέζοι παρέβλεψαν εντελώς τη διεξαγωγή μιας πανεθνικής απογραφής, ώστε να υπολογιστεί με ακρίβεια η αναλογία της κάθε θρησκευτικής κοινότητας στον συνολικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι περισσότερες αξιόπιστες αναλύσεις αναφέρουν ότι οι σουνίτες αποτελούν το 26%, οι σιίτες αποτελούν το 26%, οι μαρωνίτες αποτελούν το 22% και οι Δρούζοι αποτελούν το 5,6% του συνολικού πληθυσμού.

Στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα επεδίωκε να συγκεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, έτσι ώστε να αποτελέσει μια δύναμη επιρροής. Έτσι, οι Σιίτες συγκεντρώνονται στο Νότιο Λίβανο και στην κοιλάδα Μπεκάα στα ανατολικά, οι Σουνίτες συγκεντρώνονται στο Βόρειο και κεντρικό Λίβανο και σε παράκτιες πόλεις όπως η Βηρυτός, η Τρίπολη και η Σιδώνα, ενώ οι Μαρωνίτες συγκεντρώνονται στο Τζαμπάλ Λουμπνάν και την Ανατολική Βηρυτό.

Η μεγάλη συγκέντρωση των Σιιτών στο νότο μας εξηγεί το μεγάλο έρεισμα της Χεζμπολάχ στις περιοχές κοντά στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ και τις συνεχείς πολεμικές προσπάθειες των Ισραηλινών για την αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού του Νότιου Λιβάνου προς βορειότερα σημεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι σιίτες ήθελαν και θέλουν να υπερασπιστούν τις κύριες περιοχές που είναι τα λίκνα τους και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αντισταθούν. Διαφορετικά, ολόκληρη η ύπαρξη τους θα ετίθετο σε κίνδυνο.

Ας επιστρέψουμε στις ρίζες της ιστορίας μας. Σουνίτες και Σιίτες περιθωριοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με τους Μαρωνίτες που υποστηρίζονταν από τη Γαλλία και τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, οι Σουνίτες και οι Σιίτες ξεκίνησαν την κοινοτική τους αυτοπραγμάτωση και αυτοεπιβεβαίωση ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι σουνίτες του Λιβάνου επηρεάστηκαν βαθιά από τις κοσμικές ιδέες του νασερισμού και του παναραβικού σοσιαλισμού. Την ίδια εποχή, ένας ισχυρός σιίτης ιεροκήρυκας που άφησε το αποτύπωμά του στον χάρτη του Λιβάνου, ο Μούσα αλ-Σαντρ, εγκαταστάθηκε στο Λίβανο το 1959. Ο Σαντρ γεννήθηκε στην ιερή πόλη Κομ του Ιράν το 1928, όπου σπούδασε Φιλοσοφία. Στη συνέχεια διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κομ όπου δίδαξε ισλαμική νομολογία και λογική. Στη συνέχεια μετακόμισε στην ιρακινή πόλη Νατζάφ, επίσης ιερή για τους σιίτες, όπου σπούδασε υπό μεγάλους σιίτες θεολόγους όπως ο Αγιατολάχ Μουχσίν αλ-Χακίμ και ο Αμπούλ Κασίμ αλ-Χόι. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Λίβανο όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Σαντρ πήγε στο Λίβανο με σκοπό τη δημιουργία ενός σιιτικού κράτους στη χώρα. Όμως οι Λιβανέζοι Σιίτες εκείνη την εποχή δεν ήταν θρησκευόμενοι. Αν και αυτοπροσδιορίζονταν ως Σιίτες, αυτός ο προσδιορισμός ήταν περισσότερο σε επίπεδο εθνοτικής κοινότητας και λιγότερο σε επίπεδο θεολογίας.

Καθώς στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής οι σιίτες βρίσκονταν υπό καθεστώς διακρίσεων που κατευθύνονταν από σουνιτικές ή χριστιανικές κυβερνήσεις, τα σιιτικά πολιτικά κόμματα ήταν κατά βάση επαναστατικά κινήματα εναντίον κυβερνώντων καθεστώτων. Με την παρακμή της περσικής δυναστείας των Σαφαβιδών στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, οι σιίτες δεν είχαν πλέον κρατική κυριαρχία σε κανένα μέρος του κόσμου, ωστόσο, η πολιτική σκέψη τους άρχισε να αναβιώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέσα από τα γραπτά λογίων όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο Αλί Σαριατί και ο Μούσα αλ-Σαντρ. Οι σιίτες δεν φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν κράτος σε πάνω από τρεις χώρες, το Ιράν, το Ιράκ και τον Λίβανο, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Ενώ λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Χομεϊνί ηγήθηκε της επανάστασης στο Ιράν και οι κληρικοί του Νατζάφ πρωτοστάτησαν στον αγώνα των σιιτών του Ιράκ κατά του Σαντάμ, ο Μούσα αλ-Σαντρ φιλοδόξησε να πράξει κάτι παρόμοιο στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια αλληλένδετη, περίπλοκη και σκόπιμη αποστολή: οι Ιρανοί αγιατολάχ του Κομ επικοινωνούσαν πάντα με τους Ιρακινούς ομολόγους τους του Νατζάφ και με αυτούς του Λιβάνου. Συνήθως, οι σιιτικές οργανώσεις ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο προλεταριάτο και τις φτωχές τάξεις, καθώς τόσο στο Ιράκ όσο και στο Λίβανο, οι σιίτες ήταν καταδικασμένοι από αιώνες στη φτώχεια και τις διώξεις. Έτσι ήταν πιο εύκολο για τους μουλάδες να μεταλαμπαδεύσουν σε αυτούς τους ανθρώπους το επαναστατικό πνεύμα, εγγενώς εμφυτευμένο στους σιίτες, εναντίον των πλουσίων και των κατοίκων των παλατιών, ελπίζοντας, μέσω αυτού, ότι μια λαϊκή επανάσταση μπορεί να οδηγήσει στην ίδρυση του σιιτικού κράτους.

Ας επιστρέψουμε στην ιστορία του Λιβάνου. Ο Μούσα αλ-Σαντρ λοιπόν έρχεται το 1959 στον Λίβανο για να σχεδιάσει την ίδρυση ενός σιιτικού κράτους. Όντας Λιβανέζος και έχοντας καλή γνώση της αραβικής καθώς και της περσικής γλώσσας, ο Σαντρ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις τόσο με τους κληρικούς του Ιράκ όσο και με αυτούς του Ιράν, και τον συνέδεαν ισχυροί δεσμοί ειδικά με τον Χομεϊνί. Ο γιος του Χομεϊνί, Αχμάντ, ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του Σαντρ. Επιπλέον, ο γιος του Σαντρ ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Χομεϊνί. Εκτός αυτού, ο Μουσταφά Χομεϊνί, ο μεγαλύτερος γιος του Αγιατολάχ, ήταν στενός φίλος του Μούσα αλ-Σαντρ.

Ο Σαντρ βρήκε αμέσως πολλούς υποστηρικτές στον Νότιο Λίβανο, όπου ζει η πλειοψηφία του σιιτικού πληθυσμού. Άρχισε να εργάζεται σε κοινωνικό επίπεδο υπέρ των καταπιεσμένων, χωρίς να δείχνει σαφή θρησκευτική τάση. Ίδρυσε πολλά ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους άπορους. Ωστόσο, η σιιτική τάση του άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά. Ίδρυσε ισλαμικά δικαστήρια με βάση τη σιιτική νομολογία, τα οποία εκδίδουν ετυμηγορίες μεταξύ των σιιτών που υπόκεινται στη σχολή σκέψης των Δώδεκα Ιμάμηδων, έχοντας τη δυνατότητα από τη θρησκευτική φύση του Λιβάνου να το πράξουν λαμβάνοντας υπόψη την πολύ αδύναμη κατάσταση της κυβέρνησης και του στρατού του Λιβάνου. Έτσι, ενώ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η σουνιτική κοινότητα της χώρας έκανε τις κύριες ιδεολογικές της αναζητήσεις στο χώρο του κοσμικού παναραβικού σοσιαλισμού, η σιιτική κοινότητα άρχισε σταδιακά να υιοθετεί τις ιδέες ενός επαναστατικού Ισλάμ.

Το 1967 ο μαρωνίτης πρόεδρος του Λιβάνου, Σαρλ Ελού, συναινεί στην ίδρυση του Ανώτατου Σιιτικού Ισλαμικού Συμβουλίου για να εκπροσωπήσει τους Σιίτες του Λιβάνου. Επιπλέον, ψηφίζει τον νόμο 72/76 που προβλέπει ότι το Σιιτικό Συμβούλιο μπορεί να αναφέρεται στις μεγαλύτερες σιιτικές αρχές στον κόσμο (Ιράν, Ιράκ και άλλοι) σχετικά με φετφάδες, αποφάσεις και νόμους, και όχι απαραίτητα στην κρατική νομοθεσία του Λιβάνου. Το Συμβούλιο είχε ήδη συσταθεί το 1969 με επικεφαλής, φυσικά, τον Μούσα αλ-Σαντρ, και αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση το 1970, η οποία αποφάσισε περαιτέρω να δώσει βοήθεια 10 εκατομμυρίων δολαρίων στον σιιτικό νότο.

Επιπλέον, ο Σαντρ δεν παρέλειψε να ζητήσει την εύνοια των ΗΠΑ. Σε συνάντηση με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο Σαντρ δήλωσε ότι αντιστέκεται στη νασερική σοσιαλιστική επέκταση μεταξύ των σιιτών νέων. Εκεί όμως ήταν που ήρθε σε ρήξη με τον Χομεϊνί. Οι σχέσεις του Σαντρ με τους Αμερικανούς αποκαλύφθηκαν τόσο καθαρά που ο κύκλος του Χομεϊνί τον κατηγόρησε γι' αυτό, έχοντας κατά νου ότι ο Χομεϊνί, σε εκείνο το στάδιο, θεωρούσε τις ΗΠΑ ως ενδεχόμενο κίνδυνο, καθώς αυτές υποστήριζαν σθεναρά τον σάχη. Σε αντίθεση με όλες τις προσδοκίες του Σαντρ, μια σοβαρή εξέλιξη έλαβε χώρα όταν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στην Ιορδανία υπέφεραν από τη σφαγή του Μαύρου Σεπτέμβρη που διήρκεσε με την απέλαση των Παλαιστινίων μαχητών υπό την ηγεσία της Φατάχ στο Λίβανο. Η αφιλόξενη απέλαση των «σουνιτών» (αν και κοσμικών κατά κύριο λόγο) Παλαιστινίων στο νότιο Λίβανο (δίπλα στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ) έκανε τον Σαντρ να σκεφτεί ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εμπόδιο στο δρόμο του σιιτικού κρατικού σχεδίου, έχοντας κατά νου ότι η Φατάχ εκείνη την εποχή είχε σοσιαλιστική κοσμική κατεύθυνση και ήταν πολύ μακριά από τις ισλαμικές διδασκαλίες.

Παρ' όλα αυτά, ο Σαντρ επωφελήθηκε από τη δημιουργία καλών σχέσεων με τη Φατάχ με την ελπίδα ότι η Φατάχ θα δώσει στους σιίτες στρατιωτική εκπαίδευση και έτσι θα βοηθήσει στη δημιουργία σιιτικών πολιτοφυλακών που θα έχουν σοβαρή επιρροή στο Λίβανο. Από την πλευρά της, η Φατάχ αναζητούσε έναν άλλο σύμμαχο μέσα στον Λίβανο, έναν σύμμαχο πιο πολυπληθή από τους Λιβανέζους κομμουνιστές, και τον βρήκε στους επαναστατικά σκεπτόμενους σιίτες του νότου, γεγονός που παρήγαγε μια τακτική συμμαχία κοινών συμφερόντων μεταξύ Φατάχ και σιιτών.

Το 1971, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ανήλθε στην εξουσία στη Συρία. Ανήκε στους Αλεβίτες, που θεολογικά δεν ανήκουν στο σιιτικό Ισλάμ αν και γειτνιάζουν με κάποιες παραδόσεις του. Ωστόσο, ο Σαντρ, σκοπεύοντας σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Συρία, εξέδωσε έναν διάσημο φετφά κρίνοντας τους Αλεβίτες ως σιίτες και θεωρώντας έτσι τον Χαφέζ αλ-Άσαντ ομόθρησκο. Αυτό οδήγησε σε μια στενή προσέγγιση με τη Συρία και το κυβερνών καθεστώς της και στο να γίνει ο Σαντρ μεσολαβητής για συνεχή επαφή μεταξύ του Χαφέζ αλ-Άσαντ και των ηγετών της Ιρανικής Επανάστασης. Πράγματι, το 1979 ο Άσαντ υποστήριξε σθεναρά την εξέγερση εναντίον του σάχη και υποστήριξε το Ιράν στον πόλεμό του εναντίον του Ιράκ, λόγω της προσωπικής και κομματικής του έχθρας με τον Σαντάμ Χουσεΐν (και οι δύο προέρχονταν από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, το οποίο όμως διασπάστηκε το 1966 σε μια ιρακινή και μια συριακή φράξια, οι οποίες βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα).

Το 1974 ο Σαντρ ίδρυσε το Κίνημα των Απόκληρων για να πιέσει για καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τους φτωχούς. Στην αρχή, πολλοί χριστιανοί στο νότο, θεωρώντας ότι ήταν ένα εθνικό κίνημα με στόχο τη βελτίωση της κατάστασης των φτωχών στο Λίβανο, εντάχθηκαν στο κίνημα σε μεγάλους αριθμούς. Ανακαλύπτοντας τον σαφή σιιτικό προσανατολισμό του Κινήματος, αποφάσισαν να αποσυρθούν. Λίγο αργότερα, ο Σαντρ συνήψε συμφωνία με τον Γιασέρ Αραφάτ, ηγέτη της Φατάχ, με αποτέλεσμα η Φατάχ να δώσει στρατιωτική εκπαίδευση στο Κίνημα των Απόκληρων. Το 1975, ο Σαντρ διακήρυξε ότι ο σχηματισμός της πολιτοφυλακής Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης), γνωστότερης με το ακρωνύμιο Αμάλ (που σημαίνει επίσης «ελπίδα») ήταν η στρατιωτική πτέρυγα του Κινήματος των Απόκληρων, με τον ίδιο ως επικεφαλής.

Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ξέσπασε το 1975, ένας πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος στον οποίο εμπλέκονταν πολλά εσωτερικά και εξωτερικά κόμματα. Ωστόσο, πρέπει να τον χρονολογήσουμε με ειδικές αναλύσεις, ώστε να μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε σαφέστερα.

Έχοντας ιδρύσει το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο και το Κίνημα Αμάλ, ο Σαντρ μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την οργή πολλών κομμάτων. Ο Σαντρ σε πολλά συνέδρια απειλούσε να παρακινήσει τους υποστηρικτές του να επιτεθούν στα παλάτια των πλουσίων σε περίπτωση που τα αιτήματά τους δεν εκπληρωθούν. Άρχισε να επικρίνει περαιτέρω ορισμένες συμπεριφορές του Χομεϊνί και να αντιμετωπίζει ορισμένες παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να συμβουλεύεται τους αναγνωρισμένους λογίους του Κομ και του Νατζάφ. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν επισκέφθηκε το Ιράν για να πραγματοποιήσει μια συνάντηση με τον ίδιο τον σάχη για να του ζητήσει να δώσει χάρη σε δώδεκα σιίτες θρησκευτικούς ηγέτες τους οποίους ο σάχης είχε αποφασίσει να εκτελέσει. Ο Χομεϊνί θεώρησε μια τέτοια επίσκεψη παραβίαση του παγκόσμιου σιιτικού επαναστατικού συντονισμού για την αντιμετώπιση του σάχη, ο οποίος είναι εχθρός των επαναστατών. 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1978 μετά τη διάλυση των σχέσεων μεταξύ της Συρίας και του Σαντρ. Όντας υπό την πίεση των γύρω χωρών καθώς και των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ το 1977, η Συρία ήθελε μια ισχυρή υποστήριξη από τον Λίβανο, καθώς ο συριακός στρατός ήταν στο Λίβανο εκείνη την εποχή και ήθελε τον Σαντρ να συμμαχήσει μόνο με τη Συρία. Νιώθοντας ισχυρός μπροστά στη δύσκολη κατάσταση της Συρίας, ο Σαντρ ήθελε να ενισχύσει τους δεσμούς με τις αραβικές χώρες και έτσι δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις του Χαφέζ αλ-Άσαντ. Έτσι, επισκέφθηκε το Κουβέιτ και στη συνέχεια την Αλγερία και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι τον Αύγουστο του 1978. Εκεί, στις 25 Αυγούστου, εξαφανίζεται. Υπάρχει η θεωρία ότι ο Χαφέζ αλ-Άσαντ (ή ακόμα και ο ίδιος ο Χομεϊνί) είχε ζητήσει από τον Καντάφι να δολοφονήσει τον Σαντρ.

Εκείνη την εποχή, ο Σαντρ είχε πολλούς εχθρούς, πολλοί από τους οποίους κατηγορούνται ότι τον σκότωσαν. Ο κυριότερος από αυτούς ήταν ο ηγέτης της επίδοξης ιρανικής επανάστασης που πρόκειται να λάβει χώρα ένα χρόνο αργότερα, ο Χομεϊνί, ο οποίος δεν θα ήθελε μια αντίπαλη χαρισματική προσωπικότητα με διεθνείς διασυνδέσεις που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Μεγάλο Αγιατολάχ για την ηγεσία του σιιτικού κόσμου. Επιπλέον, η πρόκληση της οργής του συριακού καθεστώτος θα μπορούσε να έχει ένα τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη δολοφονία, λαμβάνοντας υπόψη τον γνωστό σκληρό τρόπο με τον οποίο ο πατέρας Άσαντ συνήθιζε να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του. Επιπλέον, η ίδια η Λιβύη είχε σχέσεις με την ηγεσία της ιρανικής επανάστασης και έτσι θα την υποστηρίξει αργότερα στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ήταν στο αποκορύφωμά του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και πολλές εσωτερικές λιβανικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να ανατρέψουν τον Σαντρ.

Η αλήθεια είναι πως η εξαφάνιση του Μούσα αλ-Σαντρ αποτελεί ένα μπερδεμένο παζλ, πολλά ανταγωνιστικά σενάρια έχουν προταθεί, αλλά τίποτα δεν έχει αποδειχθεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Σαντρ άφησε πίσω του το πρώτο ένοπλο σιιτικό κίνημα στην ιστορία του σύγχρονου Λιβάνου, την Αμάλ. Επιπλέον, η θέση του επικεφαλής του σιιτικού Ανώτατου Συμβουλίου έμεινε κενή. Ένα χρόνο αργότερα, η Ιρανική Επανάσταση θα εκδιώξει τον σάχη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ισραηλινές δυνάμεις θα εισβάλουν στο νότιο Λίβανο.

Αφού πήγε από την ιρανική πόλη Κομ στο Λίβανο έχοντας ζήσει για λίγο στη Νατζάφ του Ιράκ, ο Μούσα αλ-Σαντρ προσπάθησε να ενώσει τους σιίτες σε μια ολοκληρωμένη οντότητα που τείνει να είναι ένα μελλοντικό κράτος. Ασχολήθηκε με το σεχταριστικό χαρακτηριστικό της οντότητας και έτσι ίδρυσε το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο το 1969. Έδωσε επίσης προσοχή στη στρατιωτική πτυχή και έτσι ίδρυσε το Κίνημα Αμάλ, ακρωνύμιο για το Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniyya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης). Δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους Μαρωνίτες Χριστιανούς (τον πρόεδρο Σαρλ Ελού), καθώς και με τις ΗΠΑ, τη Συρία και τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος ζούσε στο Ιράκ εκείνη την εποχή.

Με την αυξανόμενη δύναμη του Σαντρ, άρχισε να λαμβάνει χώρα σύγκρουση συμφερόντων και προέκυψε μια διαμάχη μεταξύ αυτού και των ηγετών της επίδοξης ιρανικής επανάστασης, καθώς και μεταξύ αυτού και του προέδρου της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος μέχρι τότε είχε αποτελέσει έναν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές του. Αυτές οι διαμάχες κατέληξαν στην εξαφάνιση του Σαντρ στη Λιβύη κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1978. Ο Σαντρ άφησε πίσω του μια μεγάλη κενή θέση προς πλήρωση.

Οι Σιίτες προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και διόρισαν τον αναπληρωτή του Σαντρ, Αμπντούλ-Αμίρ Καμπαλάν, ως επικεφαλής του Ανώτατου Σιιτικού Συμβουλίου, ενώ εξακολουθούσαν να διορίζονται αναπληρωτές πρόεδροι, αφήνοντας έτσι τη θέση του προέδρου κενή μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η πνευματική εξουσία δόθηκε σε έναν από τους πιο πολυμαθείς κληρικούς της κοινότητας, τον Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα.

Ωστόσο, η κατάσταση στη σιιτική στρατιωτική πτέρυγα, γνωστή ως Κίνημα Αμάλ, επιδεινώθηκε και τα μέλη της χωρίστηκαν σε δύο κόμματα. Το πρώτο κόμμα αποτελούταν από κοσμικούς σιίτες που ήθελαν να διαχειριστούν τα πράγματα χωρίς αναφορά στον νόμο των Δώδεκα Ιμάμηδων, δεν τους άρεσε να συνδέονται με θρησκευτικές αρχές εκτός Λιβάνου και, μάλλον, υιοθετούσαν μια εθνικιστική σκέψη. Επικεφαλής αυτού του κόμματος είναι ο γνωστός ηγέτης του Λιβάνου Ναμπίχ Μπερί, που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια είναι ηγέτης του κόμματος Αμάλ και πρόεδρος της Βουλής του Λιβάνου. Το δεύτερο κόμμα αποτελούταν από εκείνους που ήθελαν να συνεχίσουν να ακολουθούν τα βήματα του Σαντρ και έτσι να εγκαθιδρύσουν ένα σιιτικό κράτος με τη δύναμη των όπλων. Ένα τέτοιο κράτος επρόκειτο να επεκτείνει την εξουσία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς και θα έπρεπε να συνδεθεί με την ηγεσία της επανάστασης στο Ιράν. Ωστόσο, το δεύτερο αυτό κόμμα δεν είχε έναν ηγέτη για να το καθοδηγήσει.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αμηχανίας, δύο σιίτες που μελέτησαν το σιιτικό δόγμα στη Νατζάφ του Ιράκ, επέστρεψαν στο Λίβανο. Αυτές οι δύο προσωπικότητες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, οι οποίοι θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη διατήρηση της θρησκευτικής γραμμής του Σαντρ.

Το 1979, έλαβε χώρα η Ιρανική Επανάσταση, ο σάχης εκδιώχθηκε και ο Χομεϊνί επέστρεψε από το Παρίσι (έχοντας εξοριστεί εκεί από το Ιράκ το 1978) στην Τεχεράνη για να αναλάβει την ηγεσία και να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Στη συνέχεια ξεφορτώθηκε τους ανταγωνιστές του και εκδίωξε εκείνους που ανήκαν σε άλλα ιρανικά ρεύματα που τον βοήθησαν. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε απολύτως να εξασφαλίσει μια βάση. Ωστόσο, δεν κατευθύνθηκε προς την ιερή πόλη Qom όπως αναμενόταν, αλλά παρέμεινε στην πρωτεύουσα Τεχεράνη.

Σταθερά εγκατεστημένος στο Ιράν, ο Χομεϊνί άρχισε να στρέφει το βλέμμα του στον Λίβανο και στο Ιράκ, καθώς περιείχαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό σιιτών και, ταυτόχρονα, οι σιιτικοί πληθυσμοί σε αυτές τις χώρες, αν και πλειοψηφικοί, μαστίζονταν από διώξεις και φτώχεια και έτσι ήταν ευεπίφοροι στις επαναστατικές ιδέες και την πράξη.

Η κατάσταση στο Ιράκ επιδεινώθηκε καθώς ο Σαντάμ Χουσεΐν κυβερνούσε τη χώρα δικτατορικά, κάτι που βίωσε ο ίδιος ο Χομεϊνί, ο οποίος έμεινε στο Ιράκ για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν απελαθεί στο Παρίσι. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί αντιλήφθηκε ότι η σιιτική οργάνωση στο Ιράκ (το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση) και το στρατιωτικό της σκέλος, η Οργάνωση Μπαντρ, δεν μπορεί να ανατρέψει το κυβερνών καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Την ίδια εποχή, οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί που έχασαν δισεκατομμύρια με την κρίση που είχε προκαλέσει η ιρανική επανάσταση το 1979 με την εθνικοποίηση των πετρελαίων του Ιράν, αποζητούσαν την ανατροπή του Χομεϊνί, ενώ και οι οπλικές εταιρείες των ΗΠΑ, που με τον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ-Αιγύπτου χάρη στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 δεν έβρισκαν ευκαιρία να πουλήσουν σε μαζική κλίμακα όπλα στη Μέση Ανατολή, πίεσαν προς έναν πόλεμο Ιράν-Ιράκ ώστε να αναπληρώσουν τις ζημίες τους. 

Έτσι λοιπόν ο Σαντάμ επιτέθηκε στο Ιράν τον Οκτώβριο του 1980 έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ αλλά και τον Αραβικό Σύνδεσμο. Από την πλευρά του, ο Χομεϊνί είδε τον πόλεμο ως ευκαιρία να συσπειρώσει την ιρανική κοινωνία πίσω από το ισλαμικό του καθεστώς, αλλά και μέσω ενός πιθανού νικηφόρου πολέμου να ανατραπεί ο Σαντάμ και να παραδοθεί η εξουσία στους σιίτες του Ιράκ. Όσο για τον μακρινό Λίβανο, χρειαζόταν μια μακρά προετοιμασία που απαιτούσε άνδρες πλήρους πίστης στον Χομεϊνί. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί ήρθε σε επαφή με τους δύο πιστούς του στον Λίβανο: αυτοί οι δύο άνδρες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, που μετά την ισραηλινή εισβολή θα ίδρυαν την οργάνωση που είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή ως Χεζμπολάχ. Από τότε, ξεκίνησε η άμεση υποστήριξη του Ιράν προς τη Χεζμπολάχ. 

Ωστόσο, το Κίνημα Αμάλ εξακολούθησε (και εξακολουθεί ως σήμερα) να καθοδηγείται από τον κοσμικό προσανατολισμό του Ναμπίχ Μπερί. Το 1981, το Κίνημα Αμάλ πραγματοποίησε το τέταρτο συνέδριό του για να θέσει τέλος στις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών εντός του κινήματος, καθένα από τα οποία φιλοδοξούσε να ελέγξει τον σιιτικό νότο. Η διάσκεψη κατέληξε σε απόφαση για ανανέωση της θητείας του Ναμπίχ Μπερί ως επικεφαλής της Αμάλ, καθιστώντας τον Αμπάς Μουσαβί αναπληρωτή του.

Λίγο νοτιότερα, στο Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπέγκιν και ειδικότερα ο «πυρομανής» υπουργός άμυνας Αριέλ Σαρόν, αναζητούσαν τρόπους να αναδιαμορφώσουν το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής προς όφελος του εβραϊκού κράτους. Η ειρήνη του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο εξασφάλιζε τα νότια και δυτικά σύνορά τους, η καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράκ και η μυστική ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ιορδανία εξασφάλιζε τα ανατολικά. Έμεναν όμως τα βόρεια, όπου στον Λίβανο η PLO υπό τον Γιασέρ Αραφάτ φαινόταν να έχει εγκαταστήσει οιονεί κράτος εν κράτει. Ο Σαρόν εξουσιοδότησε τον σύμβουλό του, Οντέτ Γινόν, να καταρτίσει ένα στρατηγικό σχέδιο για τη «βαλκανοποίηση» του Λιβάνου, της Συρίας και του Ιράκ με την πρόκληση εμφυλίων συγκρούσεων σε αυτές τις χώρες που θα απέβαιναν προς όφελος του Ισραήλ. 

Το πρώτο σκέλος του σχεδίου προέβλεπε την κατοχή του Νοτίου Λιβάνου από τους Ισραηλινούς, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να φανεί ότι το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση από την PLO. Θα ήταν λοιπόν αναγκαίο να προκληθεί η PLO μέσα από μια τεχνητή «στρατηγική της έντασης» που θα την κατηύθυνε το ίδιο το Ισραήλ με βίαιες ενέργειες – χωρίς όμως να φαίνεται ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές – ώστε να εξαναγκαστεί η παλαιστινιακή οργάνωση να απαντήσει εξίσου βίαια και να δοθεί η αφορμή στο Ισραήλ να επιτεθεί στον Λίβανο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στη διεθνή κοινότητα ως ευρισκόμενο σε νόμιμη άμυνα.

KULTURKAMPF: Ο Νίτσε προειδοποίησε: «Γράψε με αίμα και θα ανακαλύψεις ότι το αίμα είναι πνεύμα».

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στο βιβλίο του Paul Sérant, “Ο Φασιστικός Ρομαντισμός” του 1971, διαβάζουμε: 

Μία εκ των τελευταίων ημερών του Παρισιού πριν από την απελευθέρωση. Ένας νεαρός πολιτοφύλακας, απογοητευμένος από την αποτυχία της Εθνικής Επανάστασης του Βισύ, συναντώντας τον Robert Brasillach σε ένα πάρκο, του εκμυστηρεύτηκε: «Εξάλλου, είμαστε αναρχοφασίστες». 

Αυτό το επεισόδιο ευχαρίστησε τόσο πολύ τον συγγραφέα, που αποφάσισε να μείνει στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια να παραδοθεί, να υποβληθεί σε μια γελοία και διαβόητη δίκη και να καταλήξει στην πυρά για όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 6 Φεβρουαρίου 1945, με μια φωτογραφία της μητέρας του πάνω στην καρδιά και ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του. 

Ήταν ένα πολύ νεαρό ταλέντο γαλλικών «γραμμάτων», που  εκφράζει στα μυθιστορήματα, τα δοκίμια, τα θεατρικά έργα του καθώς και στα περισσότερα άρθρα που εμφανίζονται στα περιοδικά των “Συνεργατών” μια βαθιά και άμεση αίσθηση για τη νιότη, τη φιλία, τη χαρά της ζωής και την αναζήτηση για μια πιθανή ευτυχία. 

«Ζούμε σε αυτήν την εξέχουσα αξιοπρέπεια του προσωρινού, που είναι τόσο αντίθετο με την αστική αντίληψη της ζωής. Αν αυτό είναι φασισμός - και είναι φασισμός - δεν είναι χρωματισμένος με έναν σκωπτικό και ανάλαφρο τρόπο που τον κάνει, με τους τρόπους και τις χειρονομίες του, να μοιάζει με τον αναρχισμό;».

Ακριβώς αυτούς τους αναφαίρετους λόγους αντιπροσωπεύει ο φασισμός στα μάτια του. Ως μαθητής στο διάσημο λύκειο του ”Λουδοβίκος ο Μέγας”, θυμάται, «Υποψιάζομαι ότι πρώτα από όλα ήμασταν αναρχικοί στην ιδιοσυγκρασία, όπως οικειοθελώς διαβάσαμε στην «Le Canard Enchainé» (σατυρική εφημερίδα της άκρας αριστεράς) και την “L'Action Française”(πρωτοφασιστική εφημερίδα). Είχαμε μπερδεμένες ιδέες και αηδία για τον σύγχρονο κόσμο για δεκαοκτώ χρόνια και επίσης μια συγκεκριμένη υποκειμενική πρόταση για αναρχία»

Το έργο “Η ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου” δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1939, γραμμένο μαζί  με τον φίλο και γαμπρό του Maurice Bardéche, όπου η επιλογή του πεδίου των δύο συγγραφέων είναι εμφανής, αλλά ο Brasillach εκτιμά το θάρρος πάρα πολύ για να μην αποτίει φόρο τιμής και σε εκείνους που τοποθετούνται στην αντίπαλη μεριά. 

Για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη, όταν «οι Καταλανοί αναρχοσυνδικαλιστές συγκέντρωσαν τους εργάτες και ξεχύθηκαν στους δρόμους», προκαλώντας την αποτυχία της εξέγερσης των στρατευμάτων του Φράνκο. Και προσθέτει: «...αντιπροσωπεύει μια από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Υπόθεση Ilaria Salis: παρέμβαση Αυτόνομων Εθνικιστών στο Ουγγρικό προξενείο της Πάτρας

 

Στην Πάτρα πραγματοποιήθηκε έξω από το Ουγγρικό προξενείο μια συμβολική και συνάμα μαχητική δράση. Η δράση αφορούσε την υπόθεση της Ilaira Salis της Ιταλίδας ακροαριστερής η οποία αποπειράθηκε μαζί με άλλους Ιταλούς ακροαριστερούς να δολοφονήσει Ούγγρους Εθνικιστές που πήγαιναν να τιμήσουν τους Ούγγρους πατριώτες που το 1945 αντιμετώπισαν τις σοβιετικές ορδές. 

Η αναμφισβήτητα αυτή τρομοκρατική ενέργεια έχει βαθύ ιδεολογικό πρόσημο, με τον ίδιο τρόπο στα χρόνια του μολυβιού Ιταλοί κομμουνιστές φοιτητές σκότωσαν με γαλλικά κλειδιά τον Ιταλό φασίστα Sergio Ramelli επειδή άνηκε στην τοπική οργάνωση της Νεολαίας του  MSI.

    Η δυναμική αυτόνομη εθνικιστική νεολαία της Πάτρας, αποφάσισε να προβεί σε αυτή την ενέργεια περνώντας το μήνυμα ''όχι στην τρομοκρατία της αριστεράς'' και πάνω από όλα σκοπεύει να στείλει ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση του Victor Orban ο οποίος μετά τις δηλώσεις υπέρ του ΝΑΤΟ και του Stondelberg ξεπλένοντας ταυτόχρονα την Von Der Laian απελευθερώνει την Ιταλίδα δολοφόνο. 

Το σχέδιο τους είναι να εργαλειοποιήσουν την τρομοκρατία εναντίον του εθνικιστικού κινήματος το οποίο αμφισβητεί τόσο την Woke πολιτική των ΗΠΑ όσο και τον Ευρασιανισμό του Κρεμλίνου.

Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΚΤΟΡ ΟΡΜΠΑΝ ΥΠΟΘΑΛΠΕΙ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Το Φεβρουάριο του 2023 έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη η ετήσια εκδήλωση τιμής και  μνήμης των Γερμανών και Ούγγρων στρατιωτών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι οποίοι πολέμησαν σθεναρά εναντίον των Σοβιετικών εισβολέων που πολιορκούσαν την πόλη της Βουδαπέστης το 1944-1945. Η πόλη όμως δυστυχώς έπεσε στα χέρια των κομμουνιστών με τα γνωστά αποτελέσματα (βιασμοί γυναικών, εκτελέσεις αμάχων κλπ.). 

Η συγκεκριμένη εκδήλωση είναι γνωστή ως “Day of Honour” στην οποία συμμετέχουν Εθνικιστές από όλη την Ευρώπη. Η εκδήλωση είναι μία ήσυχη συγκέντρωση Εθνικιστών με μοναδικό σκοπό την απόδοση τιμών στους Γερμανούς και Ούγγρους ήρωες. Παρόλα αυτά κάθε χρόνο συμμορίες της (ακρο)αριστεράς οργανώνουν αντισυγκεντρώσεις με τη συμμετοχή ακροαριστερών τρομοκρατών από χώρες της Κεντροδυτικής κυρίως Ευρώπης. 

Αποκορύφωμα των αντισυγκεντρώσεων αυτών ήταν η ενέδρα που έστησε στις 10 Φεβρουαρίου 2023 η Ιταλίδα κομμουνίστρια “Ilaria Salis” μαζί με ομοϊδεάτες της  κατά ενός μεμονωμένου ανθρώπου ο οποίος φορούσε στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και ένα μπουφάν με παραδοσιακά σύμβολα της Ουγγαρίας. 

Λόγω της ενδυμασίας του, η Ilaria Salis θεώρησε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν Ούγγρος Εθνικιστής με αποτέλεσμα να χτυπηθεί από την Ilaria και τους ομοϊδεάτες της με σφυριά, προκαλώντας του σοβαρά τραύματα. 

Η Ilaria αφού συνελήφθη οδηγήθηκε στη φυλακή. Η Ουγγρική Δικαιοσύνη ένα χρόνο μετά, όταν έγινε το δικαστήριο, την καταδίκασε σε 11 χρόνια φυλάκιση. Λίγους μήνες μετά την απόφαση του δικαστηρίου η Ilaria αποφυλακίζεται και στέλνεται σε κατ’οίκον περιορισμό (!) παρόλο που είχε εξακριβωθεί η συμμετοχή και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ακροαριστερής Ιταλίδας στην απόπειρα δολοφονίας. 

Αποκορύφωμα της ανοχής που δείχνει η Ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν στην τρομοκρατία της αριστεράς, είναι η οριστική  αποφυλάκιση της “Ilaria Salis” μετά την εκλογή της στο Ευρωκοινοβούλιο(!). Την ίδια στιγμή οι Ούγγροι Εθνικιστές διώκονται χωρίς λόγο από την “συντηρητική” Ουγγρική κυβέρνηση και τον Βίκτορ Όρμπαν ο οποίος απαγορεύει τις πολιτικές εκδηλώσεις της οργάνωσης “Legio Hungaria”. 

Η συγκεκριμένη εξέλιξη δείχνει τον προσανατολισμό του καθεστώτος Όρμπαν ο οποίος παρά τις εξαγγελίες του εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει να υποτάσσεται στα κελεύσματα της, μη τολμώντας να αντισταθεί πραγματικά στο κατεστημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Επειδή ο Ελληνικός και ο Ουγγρικός λαός έχουν υποφέρει από τις συμμορίες των κομμουνιστών κατά το παρελθόν, θεωρούμε ως “Αυτόνομοι Εθνικιστές Πάτρας” πως η Ουγγρική κυβέρνηση θα πρέπει να απαγορεύσει την δραστηριοποίηση κάθε κομμουνιστικής και ακροαριστερής οργάνωσης και να θεσπίσει αυστηρές και ουσιαστικές  ποινές για παρόμοια εγκλήματα προς παραδειγματισμό. 

Επίσης η Ουγγρική κυβέρνηση οφείλει να πιέσει με κάθε τρόπο την Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να επιστρέψει στη φυλακή η Ilaria Salis για την αποφυγή νέων εγκλημάτων και την απόδοση δικαιοσύνης.

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΑΥΤΟΝΟΜΟΙ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ ΠΑΤΡΑΣ

Οι Ουκρανοί Εθνικιστές λένε όχι στο Gay Pride

 

γράφει ο Ανέστης Θεοφίλου

(Πηγή: Kultura Europa)

Ο Ιούνιος στην παρηκμασμένη Δύση κατά Σπένγκλερ είναι ο μήνας των ομοφυλόφιλων και συλλήβδην της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Έτσι λοιπόν η ΕΕ σε συνεργασία με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι διοργάνωσαν «παρέλαση υπερηφάνειας» στους δρόμους του Κιέβου. Οι Ουκρανοί εθνικιστές, εθνικοσοσιαλιστές και πατριώτες μαζί με στρατιώτες του Μετώπου είχαν άλλη άποψη από αυτή της κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα μέλη του Δεξιού Τομέα (Pravi Sector) μαζί με στρατιώτες της ταξιαρχίας AZOV, διοργάνωσαν πορεία διαμαρτυρίας εναντίον της παρέλασης που προβάλει τον επιδοτούμενο από τις πρεσβείες «δικαιωματισμό». Στο πλευρό της Ουκρανικής ριζοσπαστικής εθνικοεπαναστατικής τάσης στάθηκαν πολλές οικογένειες παραδοσιακρατών Ουκρανών με σύνθημα «Όχι στο Gay Pride».

Οι αστυνομικές δυνάμεις παρότι προσπάθησαν να εμποδίσουν τους Ουκρανούς Εθνικιστές, εν τέλει δεν τα κατάφεραν καθώς η διαδήλωση κατάφερε να σπάσει τον αστυνομικό κλοιό με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η ομοφυλοφιλική φιέστα, που λειτουργεί ως γεωπολιτικός βραχίονας της Washington στο αντίστοιχο αφήγημα της ''παραδοσιακής'' Ρωσίας.

Οι Αμερικανοί λοιπόν μαζί με την μαριονέτα τους Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν υπολόγισαν τα αντανακλαστικά της Ουκρανικής κοινωνίας η οποία είναι βαθειά εθνικιστική, αντινεωτερική και παραδοσιακή. Δεν αντιλήφθηκαν πως ο λαός αυτός δεν πολεμά για κανένα ΝΑΤΟ και καμιά ΕΕ, πολεμά για την ελευθερία του απέναντι στον προαιώνιο εχθρό του που είναι ο Μοσχοβίτης του βαθέως κράτους του Κρεμλίνου. 

Οι Ουκρανοί απλώς έχουν αντιληφθεί πως τα συμφέροντα τους από την στιγμή που προωθούνται έστω και μερικώς από την Δύση, προσπαθούν συσφίξουν τις σχέσεις τους με αυτή. Όμως  οι Ουκρανοί απέδειξαν πως επιθυμούν παραδοσιακή Ευρώπη και κυρίως εθνοτική τόσο απέναντι στην νεοτσαρική Ρωσία του Πούτιν, όσο και απέναντι στην Woke ατζέντα των ΗΠΑ.

Οι Ευρωπαίοι λοιπόν πήραν ένα μήνυμα, πως οι Ουκρανοί δεν θα είναι τα άβουλα πιόνια της Washington σε περίπτωση εισόδου τους στην ΕΕ. Αντιθέτως είναι μια κοινωνία με φωνή και εθνική συνείδηση που θέτει ζητήματα ισχυρού εθνικού κράτους απέναντι στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Αφιερωμένο στους φιλορώσους, στην ρωσική κυβέρνηση αλλά και στους νεοπιονιέρους του Κρεμλίνου που βαυκαλίζονται πως μόνο αυτοί πολεμούν το νεωτερικό τέρας της παγκοσμιοποίησης. Αφιερωμένο στους χιλιάδες οπαδούς της νεοκομιντέρν που λένε στους Ευρωπαίους πως είναι με τον Ζελένσκι. Η απάντηση δόθηκε από τον Ουκρανικό εθνικιστικό «χώρο» και δεν χρειάζεται να αφιερώσουμε άλλο μελάνι.

Αναμνήσεις ενός Παλαιστίνιου Φενταγίν από τα στρατόπεδα στην Ιορδανία το 1969


Ο Αζάμ ήταν 26 ετών όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, Τζενίν, στη Δυτική Όχθη κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών και να φτάσει στην Ιορδανία με τα πόδια. Πρέπει να είχε δυσκολίες να βρει δουλειά στο Αμμάν, γιατί στις αρχές του φθινοπώρου του 1967 μετακόμισε στη Σαουδική Αραβία για να διδάξει για ένα χρόνο ιδιαίτερα μαθήματα. Το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψε στο Αμμάν και βρήκε δουλειά ως δάσκαλος στο γυμνάσιο al-Taj στην περιοχή Jabal al-Taj του Αμμάν. Η εισροή Παλαιστίνιων προσφύγων από τη Δυτική Όχθη είχε αυξήσει δραματικά τη ζήτηση για δασκάλους στην Ιορδανία. 

Ο Αζάμ δίδασκε την πρωινή βάρδια, γιατί εκείνη την περίοδο τα σχολεία πρόσφεραν δύο συνεδρίες την ημέρα για να φιλοξενήσουν όλους τους νέους μαθητές από τη Δυτική Όχθη. Στα μέσα του 1968 το κίνημα των ένοπλων Παλαιστίνιων ανταρτών Φενταγίν κέρδιζε δυναμική και τον επόμενο χειμώνα ο Αζάμ άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στη δράση του. Στα απομνημονεύματα του λέει ότι αποφάσισε να συμμετάσχει στους Φενταγίν αφού βίωσε κάτι σαν πολιτική επιφοίτηση στη μέση της νύχτας. Ένα βράδυ στις αρχές του 1969, σύμφωνα με τον ίδιο:

"Ξύπνησα στη μέση της νύχτας από μια ομάδα αριστερών που τραγουδούσαν έναν εθνικιστικό ύμνο που ξεσήκωσε τα συναισθήματα μου: «Πατρίδα μου, πατρίδα μου, πατρίδα μου» (Biladi, Biladi, Biladi). Ο απόηχος του τραγουδιού αντηχούσε όλη τη νύχτα. Αυτό είχε βαθιά επίδραση στην καρδιά μου, και είπα [στον εαυτό μου]: «Δεν ντρέπεσαι, Αμπντάλα; Αυτοί οι άνθρωποι αγαπάνε την πατρίδα μας πιο πολύ από ό,τι εσύ;» Έτσι αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να ξεκινήσω τον αγώνα, με οποιοδήποτε κόστος."

Στη συνέχεια, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1969, ο Αζάμ εντάχθηκε στους Φενταγίν. Σύμφωνα με τα λόγια της συζύγου του Αζάμ, «η PLO ανακοίνωσε το άνοιγμα των Βάσεων του Ιρμπίντ στη βόρεια Ιορδανία, και εκείνος άφησε τη διδασκαλία δύο μήνες πριν τελειώσει η χρονιά και εντάχθηκε στον αγώνα». Η απόφαση έφερε την οικογένεια σε οικονομική αβεβαιότητα. Ακολουθεί η αφήγηση της Σαμίρα για τη λιγότερο από ένδοξη ζωή της ως σύζυγος ενός μαχητή:

"Μου είπε, «Ετοιμάσου, σε δύο μέρες θα φύγω. Κράτα το σχέδιο μυστικό. Δεν θέλω να το αποκαλύψεις, γιατί θέλω να σε πάω σε ένα μέρος κοντά στο σπίτι του ξαδέρφου σου στο Jerash, ώστε να μην βλέπεις την οικογένεια μου και να μπορώ να σε επισκέπτομαι στα διαλείμματα μου χωρίς να με δει κανείς. Θέλω να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι έχω πάει στην Αίγυπτο για να συνεχίσω τις σπουδές μου εκεί, για να μην διαδοθούν τα νέα». Έτσι με άφησε καθώς ήμουν οκτώ μηνών έγκυος στον γιο μας, τον Μοχάμεντ, και είχα μόνο τις προμήθειες μιας εβδομάδας. Είπε, «Θα έρχομαι σε σένα κάθε μήνα με ό,τι χρειάζεσαι». Μετά από τέσσερις μήνες ζήτησε να μετακομίσω στη Ζάρκα για να ζήσω με μια από τις αδερφές μου της οποίας ο σύζυγος, ο οποίος ήταν μαχητής όπως ο Αζάμ, και ήθελε να είμαι μαζί της. Ήταν σκληρό γιατί ήταν θυμωμένη με τον σύζυγο της που άφησε τη δουλειά του και εντάχθηκε στον αγώνα. 

Προσπάθησα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να τη στηρίξω και να φτιάξω τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτήν και τον άντρα της. Δεν είχα τίποτα εναντίον του, αλλά εκείνη με κοίταξε και μου είπε, "Μα θα μείνεις σε ένα μονόκλινο δωμάτιο χωρίς κουζίνα". Έμεινα σε αυτό το πλινθόκτιστο δωμάτιο που ήταν τέσσερα μέτρα επί δυόμισι μέτρα για εμένα και τα τρία μου παιδιά, σε αυτό το δωμάτιο έπλενα ρούχα και πιάτα, μαγείρευα, κοιμόμουν, δεχόμουν καλεσμένους. Αλλά προς Θεού ένιωθα την ευτυχία να κατακλύζει την καρδιά και την ψυχή μου. Ο Αζάμ με κοιτούσε πάντα με στοργή, νιώθοντας ότι μού είχε δυσκολέψει τη ζωή κάνοντάς με να μένω στο δωμάτιό του. Έδινε 14 δηνάρια το μήνα για εμένα και τα τρία παιδιά, ερχόταν σπίτι στα διαλείμματά του, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο τέσσερις ημέρες το μήνα."

Η απόφαση αντιμετωπίστηκε επίσης με αποδοκιμασία από πολλούς στην οικογένεια. Ο ξάδερφος του Αζάμ, Φαγέζ, έγραψε αργότερα:

"Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μια ομάδα συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του, ήρθε να τον πείσει να αφήσει το δρόμο του. Εκείνα τα χρόνια, το να είσαι μαχητής θεωρούνταν λίγο περίεργο, ειδικά για έναν εργαζόμενο, μορφωμένο άνδρα καλής οικογένειας. Η άποψη των περισσότερων ήταν ότι ο αγώνας είναι για τους ανέργους! Αυτό ήταν στο χωριό Ρασίφα όπου έμενε η αδερφή του. Ο πατέρας του του είπε: «Γιε μου, ήλπιζα ότι θα γίνεις μεγάλος δικαστής στο Αμμάν, και εδώ είσαι με μικρά παιδιά και νέους στα βουνά». Τότε [ο πατέρας] και η μητέρα άρχισαν να κλαίνε. Ο Αζάμ θύμωσε και σηκώθηκε και έφυγε. Από εκείνη την ημέρα, η άποψη του ήταν ότι κανείς δεν χρειάζεται γονική άδεια για να γίνει εθελοντής μαχητής."

Ο πατέρας του Αζάμ είπε αργότερα ότι είχε πιεστεί από τις ισραηλινές αρχές για να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο:

"Όταν [οι Εβραίοι] έμαθαν ότι ο Αμπντάλα είχε σχέση με [τους Φενταγίν], ήρθαν σε εμάς και προσπάθησαν να μας δωροδοκήσουν με χρήματα για να σταματήσουμε τις μαχητικές δραστηριότητες του Αμπντάλα, και όταν απέτυχαν, άρχισαν να μας απειλούν με τιμωρίες και ποινές. Μου ζήτησαν να τον φέρω πίσω στην Παλαιστίνη. Τους είπα, λέτε ότι είστε ισχυρό κράτος, οπότε πηγαίνετε να τον πάρετε μόνοι σας."

Αυτός ο ισχυρισμός είναι δύσκολο να επαληθευτεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, ο πατέρας του Αζάμ είχε άλλους λόγους να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο, κυρίως μια ανησυχία για την ευημερία και το οικονομικό μέλλον του τελευταίου. Ενώ ο Αζάμ μάλωνε με τους γονείς του, η Σαμίρα φέρεται να υπέφερε από τα περιπαικτικά βλέμματα των γυναικών συγγενών και φίλων της. Ο Φαγέζ σημείωσε ότι «οι απόψεις και ο σεβασμός των γυναικών προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του άλλαξαν επειδή πριν ήταν σύζυγος δημόσιου υπαλλήλου και τώρα ήταν σύζυγος ενός μαχητή που τριγυρνούσε στα βουνά με μικρά παιδιά». Η ίδια είπε αργότερα ότι ο σύζυγός της «ρωτούσε πάντα αν με επισκέπτονταν κάποιοι φίλοι ή συγγενείς, και είπα «Μερικοί ναι, άλλοι όχι, γιατί με σνομπάρουν ως σύζυγο ενός ταπεινού Φενταγίν που δεν έχει αγαθά σε αυτόν τον κόσμο».

Η ζωή στα στρατόπεδα

Αφού βρήκε στέγη για την έγκυο σύζυγό του και τα παιδιά τους στο Jerash, ο Αζάμ κατευθύνθηκε στον καταυλισμό στο δάσος Dibbin, που είχε γίνει στρατόπεδο της PLO. Φαίνεται ότι ήταν μέρος της πρώτης ομάδας περίπου δέκα μαχητών που εκπαιδεύτηκαν στο νέο στρατόπεδο. Δεν έχουμε λεπτομερείς αναφορές για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, αλλά γνωρίζουμε ότι τα στρατόπεδα της Φατάχ στο Ντιμπίν συνήθως εκπαίδευαν μερικές δεκάδες νεοσύλλεκτους ανά έτος, υπό σπαρτιατικές συνθήκες. Οι νεοσύλλεκτοι κοιμόντουσαν σε σκηνές κάτω από τα πεύκα και ακολουθούσαν ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα που διαρκούσε από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. Ξεκινούσαν τη μέρα με ένα τρέξιμο πριν από το πρωινό στις 5 π.μ. κλείνοντας το βράδυ με ιδεολογικές συζητήσεις. Η ιδεολογική κατήχηση στα στρατόπεδα της Φατάχ και του Λαϊκού Μετώπου περιείχε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ενώ  σε αυτά των Αδελφών Μουσουλμάνων το Κοράνι. Η στρατιωτική ζωή άλλαξε αρκετά τον νεαρό ακαδημαϊκό, αλλά το απολάμβανε:

"Η εκπαίδευση κράτησε τέσσερις μήνες, και θυμάμαι ότι μόνο μια φορά ένιωσα την κοιλιά μου γεμάτη. Για ολόκληρους τεσσεράμισι μήνες είχαμε ψωμί για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό... ναι, πεινούσαμε πολύ, αλλά ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Νιώθαμε βασιλιάδες, γιατί είχαμε απελευθερωθεί από τα πάντα και κανείς δεν είχε εξουσία πάνω μας."

Και άλλοι βρήκαν την εκπαίδευση απαιτητική. Θυμάται ο Ibrahim Ghusheh:

"Πήγαμε για εκπαίδευση για λίγες μέρες σε ένα στρατόπεδο στη Ζάρκα. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν με τον αδελφό Fayz al-Hazina και άλλους, ο Salah Hassan (Abu Amr) μας ζήτησε να κάνουμε έναν ελιγμό, περπατώντας με τα πόδια και κρατώντας όπλα, για μια απόσταση 60 χιλιομέτρων. Ήμασταν νέοι άντρες που δεν ήμασταν συνηθισμένοι στο περπάτημα. Μετά από αυτή τη βόλτα λοιπόν, μείναμε δύο μέρες ταλαιπωρημένοι από πρησμένα πόδια."

Μετά την αρχική εκπαίδευση, ο Αζάμ μετακόμισε στις Βάσεις του Ιρμπίντ στο βορρά. Οι βάσεις έπρεπε να είναι σχετικά κοντά στα ισραηλινά σύνορα, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ κοντά ή πολύ εκτεθειμένες, διαφορετικά θα βομβαρδίζονταν από ισραηλινά αεροπλάνα. Οι Φενταγίν δρούσαν στα βορειοδυτικά της Ιορδανίας, όπου ο σχετικά στενός ποταμός Γιαρμούκ διασχίζει το λοφώδες τοπίο για να σχηματίσει ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ. Μερικά από τα στρατόπεδα και οι βάσεις εμπροσθοφυλακής ήταν κυριολεκτικά σπήλαια. Γύρω στο 2008, για ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Αζάμ, ο Ahmad Nawfal πήγε τον δημοσιογράφο του al-Jazeera Yasir Abu Hilala σε μια περιοδεία σε ορισμένες από τις περιοχές στις οποίες δρούσαν οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν. 

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε τον Nawfal να δίνει συνέντευξη πάνω σε μια πλαγιά λόφου με θέα σε αυτό που φαίνεται να είναι η κοιλάδα του ποταμού Γιαρμούκ, και μπορούμε να δούμε τον Abu Hilala να περπατά σε ένα μακρύ τούνελ και να βγαίνει από ένα άνοιγμα σπηλιάς στο άλλο άκρο. Μπορούμε να πάρουμε μια αίσθηση της ζωής σε τέτοια στρατόπεδα από τη μαρτυρία του Βέλγου δημοσιογράφου Gérard Chaliand, ο οποίος πέρασε χρόνο με τους αριστερούς Φενταγίν στην Ιορδανία γύρω στο 1969. Ένα από τα μέρη που επισκέφθηκε ήταν ένα στρατόπεδο που ανήκε στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης περίπου την ίδια περιοχή με τις Βάσεις του Ιρμπίντ:

"Βορειοδυτικά του Irbid, σε μια βάση του Λαϊκού Μετώπου που έχει δημιουργηθεί σε μια τεράστια σπηλιά. Τέσσερις το πρωί και ακόμα σκοτάδι. Η βαθιά μαυρίλα του ουρανού είναι διαπερασμένη με μυριάδες αστραφτερά αστέρια – μια νύχτα σχεδόν τόσο όμορφη όσο οι υπέροχες νύχτες της Σαχάρας. Απέναντι από το στρατόπεδο, στην αόρατη μακρινή όχθη του ποταμού, τα φώτα των ισραηλινών κιμπούτζ. Τρέξιμο τριών μιλίων τη νύχτα, ακολουθούμενο από σωματική προπόνηση ενός τετάρτου της ώρας. Το πρωινό αποτελείται από σκληρά μπισκότα, πράσινες ελιές και ζεματιστό τσάι. Ξημερώνει, αποκαλύπτοντας ένα στενό γυμνό έλος όπου κυριαρχεί ο καταυλισμός. Στα βόρεια, τα υψώματα του Γκολάν είναι αμυδρά ορατά. Οι αποξηραμένοι λόφοι είναι αραιά διάστικτοι με λεύκες. 

Το σπήλαιο φιλοξενεί περίπου δεκαπέντε Φενταγίν, με τον εξοπλισμό και τα αποθέματα τους σε τρόφιμα. Κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, ένα αντιαεροπορικό όπλο – ένα Dikitiriov. Η βάση, η πέμπτη του τύπου της, υπάρχει εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Η βάση αποτελείται από είκοσι πέντε Φενταγίν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που λείπουν για επιχειρήσεις ή σε ομάδες εργασίας στα χωριά. Η ομάδα έχει πραγματοποιήσει σαράντα επιχειρήσεις, σε δέκα από τις οποίες δεν χρειάστηκε να δώσει καμιά μάχη. Οι μερίδες κατασκήνωσης αποτελούνται βασικά από αμυλούχα τρόφιμα (φασόλια, φακές, πατάτες, ζυμαρικά), αυγά, ντομάτες και κονσέρβες (σαρδέλες, κορν μπιφ). Το κρέας τρώγεται μόνο μία φορά την εβδομάδα."

Ο Chaliand γράφει επίσης ότι οι στρατιωτικές βάσεις του Μετώπου συνήθως επανδρώνονταν από περίπου σαράντα πέντε αντάρτες. Οι Βάσεις του Ιρμπίντ παραδίπλα, πιθανότατα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερες, πράγμα που σημαίνει ότι τα τέσσερα στρατόπεδα των Φενταγίν εκεί πιθανώς χωρούσαν συνολικά μεταξύ 100 και 200 μαχητές ανά πάσα στιγμή. Ως μορφωμένος και δάσκαλος, ο Αζάμ ήταν μια σχετικά ανώτερη προσωπικότητα μεταξύ των μαχητών, γι' αυτό πιθανώς διορίστηκε διοικητής (amir) της βάσης της Ιερουσαλήμ στο Marw. Ένας επισκέπτης αναφέρθηκε αργότερα στον Αζάμ ως ένα από τα τρία «εξέχοντα» άτομα στα στρατόπεδα, δίπλα στον Ahmad Nawfal και τον Dhib Anis. Ωστόσο, ο Αζάμ ήταν ακόμα σχετικά αρχάριος σε στρατιωτικά θέματα. Όπως διηγήθηκε αργότερα ένας από τους συντρόφους του, ο Μοχάμεντ Νουρ:

"Κάποτε, όταν ήταν με τους Φενταγίν στην Ιορδανία, ο Αζάμ έκανε ένα μικρό λάθος σε ένα στρατιωτικό ζήτημα στη βάση του Μπάιτ αλ-Μάκντις όπου ήταν ο αρχηγός και υπεύθυνος της ομάδας. Όταν ο μάρτυρας Αμπού Αμρ –ο εκπαιδευτής της ομάδας– θύμωσε μαζί του, ο Αζάμ σηκώθηκε, έδωσε στρατιωτικό χαιρετισμό και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να δεχτεί οποιαδήποτε επίπληξη του άξιζε."

Σύντομα, ωστόσο, ο Αζάμ έμαθε τα χρήσιμα πολεμικά διδάγματα και άρχισε να δίνει οδηγίες σε άλλους. Ο μαχητής Ισμαήλ αλ-Σάτι έγραψε αργότερα:

"Σε θυμάμαι ακόμα στα οροπέδια και τα βουνά του Irbid, ανάμεσα στις σπηλιές και τους βράχους του, και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, και στις όχθες του Yarmuk. Φορούσες χακί και κουβαλούσες το καλάσνικοφ και είχες πάντα το Κοράνι στην τσέπη του στήθους σου. Μπορώ ακόμα να νιώθω το δυνατό σου πιάσιμο γύρω από το χέρι μου καθώς με έμαθες πώς να στοχεύω, πώς να ρίχνω μια οβίδα και πώς να πυροβολώ. Θυμάμαι ακόμα τα δάκρυα σου να στάζουν στα γένια σου καθώς έκλαιγες για τα αδέρφια σου που έπεσαν μάρτυρες στις επιχειρήσεις."

Ο Αζάμ συμμετείχε επίσης σε μάχες σε αυτήν την περίοδο. Συμμετείχε σε πολλές επιδρομές σε ισραηλινούς στόχους κατά μήκος των συνόρων, όπως και οι άλλοι Φενταγίν. Τα απομνημονεύματά του και άλλες πηγές μιλούν για «πολλές επιχειρήσεις» και παρουσιάζουν τα στρατόπεδα ως μια σοβαρή στρατιωτική προσπάθεια. Είχαν αξιοπρεπή στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων εναέριων χαρτών της συνοριακής περιοχής. Σύμφωνα με μια πηγή, ο ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ υποτίθεται ότι ζήτησε από τη Φατάχ «επιχειρήσεις όπως αυτές των μαχητών του Ιρμπίντ». Σύμφωνα με τον Ahmad Nawfal:

"Ο Αζάμ πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά μια από αυτές, στην περιοχή Baqura, ήταν μια από τις πιο εξέχουσες επιχειρήσεις που ανέλαβε. Τον βομβάρδιζαν με αεροπλάνα όλη μέρα, και τα ρούχα του ήταν σκισμένα από σκάγια και σφαίρες, αλλά δεν του ήρθε κανένας τραυματισμός ή μαρτύριο. Θυμάμαι ότι ήταν το Ραμαζάνι, και κατεβαίναμε καθημερινά αναζητώντας το μαρτύριο, αναζητώντας τον αγώνα. Κάθε μέρα αναλαμβάναμε επιχειρήσεις ελεύθερου σκοπευτή. Ο Αζάμ συμμετείχε στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις, εκτός από αυτές που είπα ότι γίνονταν καθημερινά."

Πρώτα ήταν η «μάχη του αλ-Μασρού», μια μάχη με τον Ισραηλινό Στρατό το 1969 από την οποία οι Φενταγίν μόλις που βγήκαν ζωντανοί. Μια μικρή ομάδα μαχητών, συμπεριλαμβανομένου του Αζάμ, είχε επιτεθεί σε έναν στόχο του Ισραήλ αλλά βρέθηκε αποκομμένη κάτω από μια γέφυρα, με έναν μαχητή να τραυματίζεται σοβαρά. Σώθηκαν με παρέμβαση του ιορδανικού στρατού, ο οποίος έριξε στους Ισραηλινούς ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού ως κάλυψη των Φενταγίν. Ένας Ιορδανός διοικητής τραυματίστηκε στη μάχη, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη του Αζάμ και των συντρόφων του. Η δεύτερη συμπλοκή ήταν η «μάχη της 5ης Ιουνίου 1970», στην οποία μια ομάδα έξι μαχητών με επικεφαλής τον ίδιο τον Αζάμ αντιμετώπισε δύο τανκ και ένα ναρκαλιευτικό, σκοτώνοντας τουλάχιστον δώδεκα στρατιώτες του ισραηλινού στρατού. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Νταγιάν είχε στείλει έναν Καναδό και έναν Αμερικανό ανταποκριτή για να τους συνοδεύσουν στα σύνορα και να τους δείξουν ότι οι επιχειρήσεις των Φενταγίν είχαν τελειώσει. Τότε [οι Φενταγίν] έπεσαν πάνω τους σαν φαντάσματα από τα υπόγεια και τους βομβάρδισαν και τραυμάτισαν τους δύο δημοσιογράφους. Οι Εβραίοι παραδέχτηκαν ότι έχασαν δώδεκα στρατιώτες αλλά οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτό."

Τρίτη ήταν η «επιχείρηση Sayyid Qutb», η οποία έλαβε χώρα στις 29 Αυγούστου 1970 για να σηματοδοτήσει την τετραετή επέτειο από την εκτέλεση του Qutb. Πρέπει επίσης να ήταν μια από τις τελευταίες μάχες των Φενταγίν από το ιορδανικό έδαφος, γιατί ακολούθησε ο Μαύρος Σεπτέμβρης. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Αμπού Αμρ (Σαλάχ Χασάν) προετοίμαζε μια επιχείρηση πυραύλων την οποία ονόμασε «επιχείρηση Σαγίντ Κουτμπ» εναντίον μιας περιπόλου πολλών αρμάτων μάχης. Έκανε το σχέδιο και έλεγξε την τοποθεσία και έστησε τους πυραύλους που επρόκειτο να πυροδοτήσει με μια ηλεκτρική ασφάλεια, αλλά έπεσε σε ενέδρα από τους Εβραίους και ξέσπασε μια μάχη στην οποία ο Αμπού Αμρ έπεσε μάρτυρας μαζί με τον Μαχμούντ αλ Μπαρκάουι και τον Ζουχάιρ Καϊσού (από τη Χάμα της Συρίας). Η ημερομηνία του μαρτυρίου τους συνέπεσε με εκείνη του Sayyid Qutb, δηλαδή 29 Αυγούστου."

Οι πηγές λένε ότι δεκατρείς μαχητές σκοτώθηκαν σε μάχες κατά τη διάρκεια της ύπαρξης των στρατοπέδων του Ιρμπίντ. Γνωρίζουμε τα ονόματα εννέα από αυτών: Salah Hasan (Αίγυπτος), Mahdi al-Idlibi (Χάμα, Συρία), Nasr Isa (Χάμα, Συρία), Zuhayr Qayshu (Χάμα, Συρία), Ridwan Krishan (Ma'an, Ιορδανία) , Ridwan Bal'a (Δαμασκός, Συρία), Muhammad Sa'id Ba'abbad (Υεμένη), Mahmud al-Barqawi (Παλαιστίνη) και Abu al-Hasan Ibrahim al-Ghazzi (Παλαιστίνη). Το να έχεις μαχητές από τόσες πολλές διαφορετικές χώρες έθετε ένα πρακτικό πρόβλημα – αυτό του επαναπατρισμού των νεκρών. Το σώμα του Salah Hasan, για παράδειγμα, έπρεπε να μεταφερθεί στο Κουβέιτ, όπου ζούσε η οικογένειά του που είχε μεταναστεύσει εκεί από την Αίγυπτο. Ο Abd al-Mun'im Abu Zant περιέγραψε αργότερα πώς αυτός και ο Αζάμ μετέφεραν το σώμα του Hasan στο νοσοκομείο Ashrafiyya στο Αμμάν για μεταφορά στο Κουβέιτ. Σε άλλη περίπτωση, ο Αζάμ έφερε το σώμα του Zuhayr Qayshu στη Συρία:

"Όσο για την κηδεία του Zuhayr, έφερα [το σώμα] στη Χάμα στη Συρία και έμεινα εκεί αρκετές μέρες ως καλεσμένος του Marwan Hadid. Ενώ ήμουν εκεί, μια άλλη σορός μεταφέρθηκε στη Χάμα, αυτή του Νασρ Ίσα, του αδερφού του γιατρού Ρασίντ Ίσα, ο οποίος είχε περάσει χρόνια μαζί μας στην Παλαιστίνη συνοδεύοντας μια ομάδα μαχητών από τη Χάμα. Μαζί μας εκείνη την εποχή ήταν ο Abd al-Sattar Zaim."

(Πηγή: Thomas Hegghammer, The Caravan, σελ. 53-60, μετάφραση Α. Π.)