του Δρ Άντριου Τζόϋς - (Andrew Joyce Phd)
Μετάφραση: Ασφάλιος
«Ο
τρόμος του Πάουντ για τον Καζίν και τους υπόλοιπους από εμάς, αν είμαστε
ειλικρινείς, είναι ο τρόμος για τον ρατσισμό του»
Θέοντορ Βάϊς, The New York Review of books, 1986.
Συχνά παίρνω μεγάλη ικανοποίηση κοιτώντας στο παρελθόν και
βρίσκοντας, μεταξύ των μεγάλων έργων και ιδιοφυϊών, ιδέες που μοιραζόμαστε σε
μεγάλο βαθμό. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Οι καιροί έχουν αλλάξει τόσο
δραματικά, και τα περιθώρια για «αποδεκτές» ιδέες έχουν τόσο ριζικά στενέψει,
ώστε σχεδόν κάθε μεγάλος παραγωγικός και σημαντικός διανοητής πριν την δεκαετία
του 1950 έτρεφε κοινωνικο-πολιτικές απόψεις που θεωρούνται ημι-φασιστικές από
την σημερινή θεώρηση. Οι περισσότεροι από εμάς θα είμαστε γνώστες, φυσικά, του
ότι αυτές οι ευρύτερες πολιτιστικές μετατοπίσεις είχαν εξαιρετικά αρνητικό
αντίκτυπο πάνω στην κοινωνικο-ιστορική κληρονομιά τέτοιων προσώπων. Εν συντομία,
στα πλαίσια μιας κοινωνικής πραγματικότητας τόσο πρόθυμης να διαγράψει τους
«λευκούς γέρους» από τα βιβλία της ιστορίας, τέτοιες μορφές θα είναι από τις
πρώτες που θα εξαφανιστούν.
Στα πλαίσια αυτού του δυσοίωνου πλαισίου, ένας συνάδελφος
και ακαδημαϊκός της λογοτεχνίας, πρόσφατα αισθάνθηκε την διάθεση να με
πληροφορήσει ότι η μεγάλη διάνοια της λογοτεχνίας, ο Έζρα Πάουντ (1885-1972), ο
οποίος έτρεφε μια γνήσια και ανοιχτή συμπάθεια για τον Φασισμό, σιγά-σιγά και
υπογείως εξοστρακίζεται από τις βιβλιογραφίες των πανεπιστημίων και τις
εγκυκλίους των σχολείων. Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει τους αναγνώστες του The Occidental Observer ότι έχοντας
φυλακιστεί στο «κελί του θανάτου» για τις συμπάθειές του κατά την διάρκεια του
πολέμου, και έχοντας οδηγηθεί πρώτα σε ψυχιατρική κλινική και μετέπειτα εκτός
της ίδιας του της πατρίδας, η τιμωρία του Πάουντ θα συνεχιζόταν και μετά
θάνατον με την καταδίκη του στην ανωνυμία. Εκεί πού ο φίλος μου είχε λάθος,
ωστόσο, ήταν το να αποδίδει την αργή εξαφάνιση του Πάουντ σε ένα άμορφο
«νεοφιλελεύθερο» zeitgeist.
Σαν ερασιτέχνης φίλος της Σύγχρονης ποίησης για σχεδόν μια δεκαετία, και
εθνικιστής για ακόμη περισσότερο, έχω οξύτερη συνείδηση της φύσης των ιδιαιτεροτήτων πίσω από την υποβάθμιση
του ταλαιπωρημένου ποιητή. Μακράν του να είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, είχα
επίσης συνείδηση του γεγονότος ότι τα σημαντικότερα βήματα για την
περιθωριοποίηση του Πάουντ είχαν γίνει δεκαετίες νωρίτερα. Έχοντας μοιραστεί με
τον συνάδελφό μου τις σκέψεις μου για αυτές τις ιδιαιτερότητες, τις παραθέτω στο παρόν κείμενο προς εξέταση από
τους αναγνώστες μας.
Η διαδικασία της εξαφάνισης μιας ιδιοφυίας και της
κοσμοθεώρησης της από την πολιτιστική μνήμη του λαού του είναι σαφής και
σχετικά κοινότυπη. Κατά την πορεία αρκετών ερευνητικών πρότζεκτ την τελευταία
δεκαετία, συνειδητοποίησα πως ακόμη κι εκεί όπου ιδεολογικά ύποπτες
προσωπικότητες επιτρέπεται να
γίνονται αντικείμενο μελέτης, οι κοινωνικό-πολιτικές ιδέες αυτών των
«λερωμένων» ατόμων, άσχετα από το πόσο δεσπόζουσες στην διαμόρφωση του
χαρακτήρα τους ή της πνευματικής τους κοσμοθεώρησης, τέτοιες ιδέες
απομονώνονται από την κοινωνική και επαγγελματική τους βιογράφιση, και συχνά
παρουσιάζονται ως δυσάρεστα «ηθικά στίγματα» σε μια κατά τα άλλα αποδεκτή και
παραγωγική πορεία. Ένα άριστο παράδειγμα κατ’ αυτό είναι το βιβλίο του 2005 του
W.J. McCormack Blood Kindred: W.B. Yeats, The Life,
The Death, The Politics, το οποίο προσπάθησε να «αποκαλύψει» και
να απομονώσει την θρυλούμενη «έντονη σχέση» του Αγγλοιρλανδού ποιητή με τον
Φασισμό και τον αντι-σημιτισμό. Με αυτό τον τρόπο, οι «προσβλητικές» αλλά «ελλάσoνες»
φιγούρες σαν τον Yeats καθίστανται «ασφαλείς» για τα νεαρά και εύπλαστα μυαλά
των Λευκών μαθητών που περνάνε μέσα από τα συστήματα των πανεπιστημίων μας.
Στις ποιο «ακραίες» περιπτώσεις ωστόσο, όπως αυτές του ανοιχτά φιλικού προς τον
Φασισμό Πάουντ, αυτές οι «ηθικές κηλίδες» και η αγανάκτηση που προκαλούν,
θεωρούνται μη διαχειρίσιμες και ασυγχώρητες. Διογκώνονται, και χρησιμοποιούνται
στην προσπάθεια να δυσφημιστεί και να υποβαθμιστεί η λόγια προσωπικότητα. Η
διαδικασία της δυσφήμισης και υποβάθμισης στο τέλος οδηγεί αυτήν την
προσωπικότητα εκτός αποδεκτούς δημόσιας συζήτησης και αναγνώρισης, κι έτσι στην
αφάνεια.
Η μέθοδος της δυσφήμισης και υποβάθμισης είναι ήπια και
αργή, όπως ο μιθριδατισμός. Εξυπηρετείται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την τώρα
πια γνωστή πρακτική της ακαδημαϊκής και πολιτιστικής θυρωρείας (gatekeeping) (σ.μ.). Παραμένοντας στο παράδειγμα του
Πάουντ, είναι διαφωτιστικό να μελετηθεί το έργο του Εβραίου ακαδημαϊκού Λούις
Μέναντ (Louis
Menand), ο οποίος
κατείχε έδρες με εξαιρετική επιρροή στην Αγγλική Λογοτεχνία στο Πρίνστον και το
Χάρβαρντ, και είναι εξέχων κριτικός λογοτεχνίας στο The New Yorker και
στο The
New
York
Review
of
Books.
Σε ένα άρθρο του 2008 με τίτλο «Το Λάθος του Πάουντ» (The Pound Error), ο Μέναντ εξαπόλυσε ακριβώς αυτό το
υποτιμητικό κατηγορητήριο το οποίο εξακολουθεί να στρώνει τον δρόμο για την
απάλειψή του Πάουντ από την πολιτιστική μνήμη. Στην απόδοση του Μέναντ σχετικά
με την προσωπικότητα του ποιητή, ο Πάουντ υπήρξε «ματαιόδοξος και ιδιόρρυθμος»,
αλλά μακράν το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν «ότι ήταν Φασίστας». Ο Μέναντ λέει για
τον Πάουντ ότι είχε καταληφθεί από μια «εμμονή με τους Εβραίους», το οποίο ναι
μεν είναι αλήθεια στο βαθμό όμως όπου είχε μια εχθρική προδιάθεση προς την
τοκογλυφία και την οικονομική ασυδοσία η οποία τον οδήγησε σε ιδεολογική
αντιπαράθεση με μερικούς από τους σημαντικούς
καινοτόμους σε αυτή την περιοχή της οικονομικής ζωής. Ο Πάουντ, ο τιτάνας
των γραμμάτων και ο εμπνευστής των W.B. Yeats, James Joyce, Wyndham Lewis, και του T.S. Eliot (μεταξύ πολλών άλλων), εν τέλει
απορρίπτεται από τον Μέναντ ως «ένας αποτυχημένος», γνωστός μόνο για «τις
χαοτικές του πολιτικές πεποιθήσεις και την περιορισμένη ποιητική του
ικανότητα».
Εκπέμποντας από τέτοια ακαδημαϊκά ύψη, οι προσβολές του
Μέναντ θα ήταν αρκετά σημαντικές στην απομείωση του έργου και της πολιτιστικής μνήμης
του Έζρα Πάουντ. Όμως η προσπάθεια είναι πιο ευρεία κι έτσι πιο αποτελεσματική.
Αν και κανείς ενστικτωδώς θα περίμενε η «αντι-σημιτική» παραγωγή ποιητών σαν
τον Πάουντ και τον T.S. Eliot να στρέψει αλλού τα βλέμματα των
Εβραίων κριτικών λογοτεχνίας, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Όντως,
ως αντίστροφο είδωλο των ισχυρισμών του Μέναντ, τελικά διαφαίνεται ότι είναι οι
Εβραίοι εκείνοι που έχουν εμμονή με
τον Πάουντ. Ο Πάουντ, ίσως
περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή, έχει ασκήσει κάποια ελκτική επιρροή πάνω σε
μια μεγάλη ομάδα Εβραίων ακαδημαϊκών, όλοι εκ των οποίων έχουν μαγνητιστεί προς
εκείνον από έναν φλεγόμενο ζήλο για να αποδομήσουν το έργο, τη ζωή και την
κληρονομιά του. Αυτή η παραλληλία μίσους με γοητεία εκφράζεται υπογείως στο
βιβλίο του Anthony
Julius, T.S. Eliot,
anti-Semitism and Literary
Form,
μέσα στο οποίο ο Julius γράφει ότι οι Εβραίοι που διαβάζουν την ποίηση του Eliot «νοιώθουν αποστροφή, παράλληλα όμως
εντυπωσιάζονται». Αυτοί οι ακαδημαϊκοί ακτιβιστές νοιώθουν αποστροφή ερχόμενοι
αντιμέτωποι με μια αδικαιολόγητη κριτική προς την εθνοτική τους ομάδα, και
αντιλαμβάνονται αυτή την κριτική ακόμη πιο μεγεθυμένη λόγω του εθνοκεντρισμού
τους. Νοιώθουν εντυπωσιασμένοι επειδή είναι σε θέση να εκτιμήσουν, αλλά και να
νοιώσουν απειλούμενοι από το χάρισμα του στόχου τους, συχνά χωρίς την θέλησή
τους. Η «έλξη» προέρχεται από την διάθεση να αποδομήσουν και να υποσκάψουν αυτό
το χάρισμα, κι έτσι να εκδικηθούν ή να μετριάσουν τον βαθμό της κριτικής.
Μετά θάνατον, στον Πάουντ δεν έλειψαν οι Εβραίοι
«θαυμαστές». Ο θάνατος μιας εξέχουσας μορφής συχνά συνοδεύεται από κάποιο
ανανεωμένο ενδιαφέρον για το έργο αυτού του ατόμου και την σημασία του. Κάποιος
μπορεί να επιχειρηματολογήσει πως, ειδικά στην σύγχρονη εποχή, τα πρώτα δέκα ή
είκοσι χρόνια μετά θάνατον ίσως να ρυθμίζουν το πώς ή το εάν αυτή την
προσωπικότητα θα την θυμούνται στο απώτερο μέλλον. Όταν πέθανε ο Πάουντ στην
Βενετία τον Νοέμβριο του 1972, το υπόλοιπο της δεκαετίας του ’70 χαρακτηρίστηκε
από ένα ευρύ και έντονο ενδιαφέρον αλλά και την επανανακάλυψη της ποίησης του,
αυτός όμως ο ενθουσιασμός δεν μοιράστηκε από Εβραίους διανοούμενους. Μετά τον
θάνατο του Πάουντ, ένας από τους πιο φανατικούς και λαλίστατους ήταν ο Alfred Kazin, σημαίνων κριτικός λογοτεχνίας και
ένας από τους New
York
Intellectuals.
Ο Alfred Kazin θα έγραφε με λανθάνον μίσος το 1986 ότι «στο μουσείο σύγχρονης
λογοτεχνίας κανείς δεν καταλαμβάνει τόσο χώρο όσο ο Πάουντ. … Η βιβλιογραφία
για τον Πάουντ είναι τεράστια και διογκώνεται με τον μήνα». Αυτό που
διέκρινε το … «ενδιαφέρον» του Kazin, και αργότερα των Theodore Weiss, Macha Rosenthal, Charles Bernstein, Nancy
Harrowitz και πιο πρόσφατα των Noel Stock, Tim Redman, Louis Menand και David Biespiel, από τον αρχικό ενθουσιασμό της
δεκαετίας του ’70, ήταν οι αποδομητικές και ανταγωνιστικές απόψεις των Εβραίων
ακαδημαϊκών.
Με λόγο που καθρεφτίζει σχεδόν τέλεια την άποψη του Julius ο οποίος ένοιωθε «αποστροφή και
εντυπωσιασμό» από το έργο του T.S. Eliot, η δηκτική επίθεση του Kazin το 1986 είχε τίτλο «Ο Τρόμος και η
Τρέλα για τον Έζρα Πάουντ» (The
Fascination
and
Terror
of
Ezra
Pound). Το
αντικείμενο της ενασχόλησης των Εβραίων δεν ήταν η συμμετοχή στην εκτίμηση και
στην εγκαθίδρυση μιας προσωπικότητας του πολιτισμού στο λογοτεχνικό πάνθεον,
αλλά μάλλον η αποδόμηση της φήμης του στόχου τους και η αποδυνάμωση της ισχύος
του στην πολιτιστική μνήμη. Επιτιθέμενοι στον μετά θάνατον ενθουσιασμό για το έργο του
Έζρα Πάουντ, αυτοί οι διανοούμενοι στην ουσία καταδίκαζαν τον Πάουντ σε έναν
δεύτερο, πολιτισμικό θάνατο. Σ’ αυτή την προσπάθεια αποδόμησης τα επιχειρήματα ήταν
ιδιαίτερα σαθρά καθώς και η μέθοδος της επίθεσης εξαιρετικά αφηρημένη και ακραία.
Οι επιθέσεις στην κληρονομιά και το έργο του Πάουντ από αυτούς τους Εβραίους
διανοούμενους κατά την δεκαετία που ακολούθησε τον θάνατό του ήταν απίστευτα
σκληρές. Όταν, το 1973, ο Άγγλος ακαδημαϊκός λογοτεχνίας Michael Wood έγραψε μια θετική κριτική δύο έργων
(μη Εβραίων συγγραφέων) σχετικά με τον ποιητή, ήρθε αντιμέτωπος με μια αξιοσημείωτη
αγριότητα από την πλευρά του Νεοϋρκέζου Εβραίου συγγραφέα Max Geltman. Ο Wood είχε διαπράξει το αμάρτημα να γράψει
ότι είχε συναντήσει μεγάλη τρυφερότητα στο έργο του Πάουντ, στο οποίο ο Geltman απάντησε ρωτώντας εάν «η λέξη ‘τρυφερότητα’
αναφέρεται στο είδος της τρυφερής φροντίδας που εξασκήθηκε στους θαλάμους
αερίων». Στην επεκτεινόμενη επίθεση του, ο Geltman ειρωνεύτηκε τον Πάουντ, με ειρωνικά
σχόλια για την αγροτική καταγωγή του: «ο σαλιάρης κομήτης που ξεπήδησε από το
Χέυλυ του Άϊνταχο».
Στην κατακλείδα, ο Geltman θα ολοκληρώσει το κείμενο με μια
αόριστη αναφορά σε ένα θλιβερό σημείωμα που δήθεν είχε γραφτεί από ένα παιδί σε
ένα «Στρατόπεδο θανάτου των Ναζί». Η απάντηση του Wood ήταν θαρραλέα και επικριτική,
περιγράφοντας την επίθεση του Geltman
ως «και ανόητη και ασυνάρτητη». Και τα καταληκτικά σχόλια
του Wood
ήταν μια τέλεια καταδίκη της τακτικής της χρήσης Εβραϊκού
συναισθηματισμού (Schmaltz)
από τον Geltman:
«Δεν υπάρχει, ωστόσο, τίποτε στον Πάουντ το οποίο να είναι τόσο άσχημο όσο η
τελευταία παράγραφος του γράμματος του κου Geltman. Εάν πίστη στην μνήμη του
Ολοκαυτώματος σημαίνει να εκμεταλλεύεσαι την μνήμη εκείνου του παιδιού για
χάριν ενός φτηνού, πολεμικού πάθους, τότε είμαι εντελώς υπέρ της λήθης». Δυστυχώς, μη Εβραίοι με ισχυρή γνώμη όπως ο Wood είχαν από την δεκαετία του ’70 μειωθεί
σε αριθμό στα υψηλότερα στρώματα της ακαδημαϊκής ζωής και της κριτικής. Ως
αποτέλεσμα, και σε οξεία αντίθεση με το ενθουσιώδες κλίμα των αρχών του ’70,
από την δεκαετία του ’80 η ζυγαριά της γενικής γνώμης σχετικά με τον Πάουντ
άρχισε να γέρνει καταφανώς εναντίον του. Η επίθεση το 1986 του Alfred Kazin στον Πάουντ ήταν ακόμη πιο καθοριστική
από το περιστατικό με τον Geltman,
και περιγράφετε από έναν φίλο του ποιητή ως «σαν να αγγίζει κάποια ύψη
μοχθηρίας», με τον «θρασύ» υπαινιγμό ότι ο Πάουντ «ήταν υπεύθυνος για τους
7.740 Ιταλο-Εβραίους που πέθαναν στο Άουσβιτς». Γι’ αυτόν τον New York Intellectual, τον Kazin, ο Πάουντ ήταν η επιτομή του «Λευκού
Ιμπεριαλιστή», «Σίγουρα, μια αμερικανικής υφής ιδιοφυία στο να οικειοποιείται
γη που δεν του ανήκει». Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, η καυστική επίθεση του Kazin αντιπροσώπευε μια προσπάθεια να
οδηγήσει τον διάσημο Πάουντ, και άλλους Μοντερνιστές ποιητές σχετιζόμενους με
την αναδόμηση του Ομηρικού μύθου, αν όχι και του volkisch τρόπου σκέψης, στην αφάνεια.
«Ο Μοντερνισμός
απειλεί να επικρατήσει του αφηγήματος. Η υπόδειξη του Eliot,
ότι η προηγούμενη λογοτεχνική παραγωγή θα πρέπει συνεχώς να ενσωματώνεται στην
αισθητική του παρόντος, είχε οδηγήσει στην σταθερή αφαίρεση και διαστρέβλωση
της πραγματικής ιστορίας. Ο Μοντερνισμός δεν πρέπει να γίνει ο μοναδικός
συγγραφέας της ιστορίας του. Ο Μοντερνισμός δεν είναι η μοναδική μας παράδοση»
Σε αυτόν τον τομέα, ο Kazin βρήκε σύμφωνο τον ακαδημαϊκό του Πρίνστον, Theodore Weiss, ο οποίος συμφώνησε ότι «όποια κι αν είναι η τρέλα τους, ο Πάουντ και ο μοντερνισμός ανήκουν εδώ και καιρό στο νεκρό παρελθόν», και πρότεινε «ο Πάουντ και ο Μοντερνισμός να αγνοηθούν ή εάν μας απασχολήσουν, να τους χειριστούμε αρνητικά, και η ίδια η ποίηση να θεωρηθεί περιφερειακή, ασήμαντη όπως όντως είναι σε μια βιομηχανική κοινωνία». Πιο πρόσφατα, ο David Biespiel δηλώνει ότι «ακόμα κι αν ο βίαιος φασισμός του Πάουντ και ο αντισημιτισμός του δεν ήταν τόσο άσχημα, η ποίησή του πρέπει να εγκαταλειφθεί επειδή ταυτίζεται όλο και λιγότερο με το σήμερα και όλο και περισσότερο χάνεται στο παρελθόν». Έτσι, μέσω της Εβραϊκής κυριαρχίας πάνω στα κυριότερα «πόστα» του πολιτισμού, είμαστε μάρτυρες της σταθερής μετατόπισης από μια κατάσταση στην οποία «Η βιβλιογραφία για τον Πάουντ είναι τεράστια και διογκώνεται με τον μήνα» σε μια κατά την οποία ο Πάουντ καθίσταται ένα «περιφερειακό» τίποτα, ένας «αποτυχημένος», ή και ακόμη χειρότερα.
Η ισχυρή παρουσία μέσα στα ελίτ τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας
των Δυτικών πανεπιστημίων ενός Εβραϊκού μπλοκ το οποίο προωθεί Εβραϊκά
συμφέροντα (περιθωριοποιώντας κάποιον «αντι-Σημίτη» και όποιο λογοτεχνικό ρεύμα
σπιλώνεται ως «αντι-Σημιτικό») είναι γεγονός κάπως ειρωνικό το δεδομένο ότι
Εβραίοι κριτικοί λογοτεχνίας σαν τον Anthony Julius εξέφρασαν μεμψιμοιρία σχετικά με το
γεγονός ότι «είναι ευρέως γνωστό ότι τα τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας στην
Αμερική ήταν κάποτε εχθρικά ειδικά σε Εβραίους υποψηφίους». Αυτό στο οποίο
αναφέρεται ο Julius
ήταν η υπόγεια σύγκρουση που έλαβε χώρα στα
πανεπιστήμια της Δύσης μεταξύ της δεκαετίας του ‘20 και του ’50, μια
σύγκρουση που έμελλε να λάβει τέλος με τους Εβραίους διανοούμενους σαν τον Weiss και τον Menand να κατακλύζουν τις ηγετικές θέσεις στα
κορυφαία πανεπιστήμια της Ivy
League, και άλλους
εβραίους διανοούμενους σαν τον Kazin
να κυριαρχούν στις κυριότερες λεωφόρους της κριτικής. Αν η «παλιά φρουρά» των WASP πραγματικά ποτέ απολάμβανε τα προνόμια
της ακαδημαϊκής και πολιτιστικής θυρωρείας (gatekeeping), κάτι τέτοιο είχε απολεσθεί οριστικά κατά
την δεκαετία του 1960 από τους Εβραίους.
Η σύγκρουση δεν μπορεί να εκληφθεί ως καλοήθης είτε κατά την
διάρκειά της είτε στα αποτελέσματά της. Στα τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας, και
πιθανώς σε πολλές άλλες κατευθύνσεις, και οι WASP και οι Εβραίοι αντιλαμβάνονταν τα
συμφέροντα της ομάδας τους ως επισφαλή. Στο Yale, οι WASP καθηγητές εξέφραζαν αμφιβολίες και ανησυχία
για το ότι «οι Εβραίοι δεν διέθεταν το πολιτισμικό και θρησκευτικό background για να διδάξουν Αγγλική λογοτεχνία».
Κάτι το οποίο πιθανά ήταν η ήπια έκφραση της άποψης πως οι Εβραίοι θα ήταν
ασυναίσθητα εχθρικοί σε μεγάλο μέρος του Κανόνα της Αγγλικής Λογοτεχνίας. Από
την άλλη πλευρά, χρειάζεται κάποιος μόνο να ψάξει μερικά από τα ημερολόγια
Εβραίων ακαδημαϊκών λογοτεχνίας για να μάθει ότι αυτή η εχθρότητα όντως υπήρχε
στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε για τις εμπειρίες του στο Yale της δεκαετίας του 1950, ο Harold Bloom απάντησε σαρκαστικά ότι ήταν «ένας
Αγγλο-Καθολικός εφιάλτης. Όλοι ήταν στα γόνατα μπροστά στον κύριο T.S. Eliot». Με δεδομένο αυτό το υλικό, όποιο επιχείρημα ότι Εβραίοι και gentiles είχαν τα ίδια πολιτισμικά συμφέροντα
θα πρέπει να τύχει υγιούς σκεπτικισμού. Όντως, είναι ανησυχητικό, το λιγότερο,
το ότι μια ομάδα που διακατέχεται από εμφανή εχθροπάθεια απέναντι σε
πολιτιστικές μορφές, συμφέροντα και την κληρονομιά των Λευκών Ευρωπαίων αυτή
την στιγμή κυριαρχεί στα ανώτατα κλιμάκια αυτής της ίδιας κουλτούρας. Οι
Εβραίοι ακαδημαϊκοί έχουν καταστεί ένα σημαντικό μέρος της εχθρικής σε εμάς
ελίτ.
Ενώ ίσως μας ενθαρρύνουν αυτοί που διαμορφώνουν την σημερινή
μας κουλτούρα να πιστέψουμε πως η είσοδος των Εβραίων στις Ανθρωπιστικές
σπουδές μας βοήθησε να γίνουμε πιο «πολίτες του κόσμου» και «αντικειμενικοί»
στην δημιουργική μας ζωή, μια νηφάλια ενατένιση πάνω στην σύγχρονη
δραστηριότητα των Εβραίων στην Αγγλική λογοτεχνία αποκαλύπτει ακριβώς το
αντίθετο. Ακόμη κι αν δεχτούμε την οπτική του Bloom, θα μπορούσαμε να πούμε ότι
αντικαταστήσαμε απλά τον «Αγγλο-Καθολικό εφιάλτη» με έναν Εβραϊκό. Και αντί να
βρισκόμαστε στα γόνατα μπροστά στον «κύριο T.S. Eliot» όλοι τώρα βρίσκονται στα γόνατα
μπροστά στην Εβραϊκή θυματοποίηση. Η φανερή Εβραϊκή αδυναμία στο να εκτιμήσουν
την Αγγλική λογοτεχνία πέρα από ένα στενά εθνοτικό πρίσμα καταδεικνύεται ακόμη
και από τις συντομότερες βιβλιογραφίες των κορυφαίων ακαδημαϊκών του τομέα
αυτού:
Derek Cohen and
Deborah Heller’s Jewish Presences in English Literature
Bryan
Cheyette’s Constructions of ‘the Jew in English Literature and Society and his
Between Race and Culture: Representations of ‘the Jew’ in English and American
Literature
Harry Levi’s
Jewish Characters in Fiction: English Literature
James Shapiro’s
Shakespeare and the Jews
Edgar
Rosenberg’s From Shylock to Svengali: Jewish Stereotypes in English Fiction
Gary Levine’s
The Merchant of Modernism: The Economic Jew in Anglo-American Literature
Heidi Kaufman’s
English Origins, Jewish Discourse, and the Nineteenth-Century British Novel
Esther Panitz’s
The Alien in the Midst: images of Jews in English Literature
Edward
Calisch’s The Jew in English Literature: As Author and as Subject
Matthew
Biberman’s Masculinity, Anti-Semitism, and Early Modern English Literature
Eva Holmberg’s
Jews in the Early Modern English Imagination
Phillip
Aronstein’s The Jews in English Poetry and Fiction
Nadia Valman’s
The Jewess in Nineteenth-Century British Literary Culture
Frank Felsenstein’s
Anti-Semitic Stereotypes: A Paradigm of Otherness in English Popular Culture
Jonathan
Freedman’s The Temple of Culture: Assimilation and Anti-Semitism in Literary
Anglo-America
Sheila
Spector’s British Romanticism and the Jews: History Culture and Literature
Anna Rubin’s
Images in Transition: the English Jew in English Literature, 1660-1830
Αυτά τα έργα αντιπροσωπεύουν μόνο την κορυφή ενός πολύ
μεγάλου και συνεχώς διογκούμενου παγόβουνου. Προστίθενται σε εκατοντάδες άρθρα
που εμφανίζονται σε σημαντικές εφημερίδες και περιοδικά. Συγγραφείς σαν τον Julius μας θέλουν να πιστέψουμε ότι οι
απόψεις των ακαδημαϊκών του Yale
της δεκαετίας του 1950 βασίζονταν σε ένα παράλογο μίσος - οι ανίδεες ανησυχίες
των σκονισμένων Λευκών γερόντων. Κι όμως, η τροχιά που πήρε η λογοτεχνία στην
Αγγλική γλώσσα, και σε σχέση με το παρελθόν αλλά και με το παρόν της, κινείται
προς μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση από τότε που έληξε η κυριαρχία των WASP. Αυτή η νέα διαφοροποίηση δεν ήταν για το καλό. Οι όμοιοι του
Πάουντ, του Yeats
και του Eliot
έχουν παραχωρήσει τώρα το πεδίο σε εθνοτικά μυωπικές δημιουργίες όπως αυτή του Philip Roth, το Portnoy’s Complaint (1969), που πραγματεύεται την ζωή ενός
νευρωτικού και ψυχαναγκαστικά αυνανιζόμενου Εβραίου, και αυτή, η παρόμοια αν
και περισσότερο περιφραστική, του Howard Jacobson, The Finkler
Question
(2010). Μισό-αστειεύομαι όταν προβλέπω ότι τα εγγόνια μας θα
μάθουν πρώτα τον Χαϊμ (Εβραϊκό όνομα) και μετά τον Όμηρο.
Ενώ έχω υπερθεματίσει πάνω στην σπουδαιότητα της ακαδημαϊκής
θυρωρείας (gatekeeping),
είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αποδόμηση μιας πολιτιστικής προσωπικότητας
μπορεί να πάρει μορφές διάφορες από τις επιθέσεις της ελίτ δημοσιογραφίας και
της συγχρονισμένης ακαδημαϊκής κριτικής. Μπορεί επίσης να παίρνει μορφές όπως
αυτή του αποκλεισμού και του κοινωνικο-πολιτισμικού ταμπού. Το 1999 ένα πάνελ
από 13 συγγραφείς και ποιητές, περιλαμβανομένου και του John Updike, ψήφισαν να τιμήσουν τον Πάουντ με μια
ανάγλυφη πλάκα που θα τον τοποθετούσε ανάμεσα σε μορφές όπως αυτές του T.S. Eliot, William Faulkner, Walt Whitman, William
Carlos Williams, Emily Dickinson και του Edgar Allan Poe σε ένα σημείο του κυρίως κλίτους του
Καθεδρικού Ναού του Αγ. Ιωάννου του θείου στη Νέα Υόρκη, εμπνεόμενοι από την
Γωνιά του Ποιητού στο Westminster
Abbey του Λονδίνου.
Αυτή η προσπάθεια τελικά ακυρώθηκε από μια καμπάνια πίεσης προς τον Καθεδρικό
Ναό ώστε να μπλοκαριστεί η συμμετοχή του Πάουντ. Ένας από τους λίγους
εκπροσώπους προς το κοινό της καμπάνιας αυτής ήταν ο ακαδημαϊκός και
«μελετητής» του Πάουντ, Tim
Redman, συγγραφέας του
βιβλίου Ο Έζρα Πάουντ και ο Ιταλικός
Φασισμός. Ο Redman,
ένας Εβραίος ακαδημαϊκός που έχει κάνει καριέρα με το να συνδυάζει το μίσος με
την διαφήμιση, εξήγησε την αντίθεση του στην συμμετοχή του Πάουντ με την
εξαιρετικά απότομη και ακαλαίσθητη απάντηση ότι: «Συνεισέφερε σε ένα περιβάλλον
σκέψης που επέτρεψε να συμβεί το Ολοκαύτωμα».
Ο T.S. Eliot συχνά κατακρίνεται βάναυσα για αυτήν
την τώρα πια διαβόητη ρήση του ότι «τα ποντίκια βρίσκονται στα θεμέλια / ο
Εβραίος κάτω απ’ αυτά». Ο Eliot
και ο Πάουντ μπορεί να χαμογελούσαν ειρωνικά εάν μάθαιναν
πως αυτός ο περίβλεπτος καθεδρικός ναός τώρα διέθετε μια Εβραία δεσμοφύλακα,
την Marsha
Ra, η οποία με
πάσα ειλικρίνεια θα εξηγούσε στους δημοσιογράφους ότι ο Πάουντ «έκανε
αντι-σημιτικές ραδιοφωνικές εκπομπές την ώρα που ο λαός μου εξοντώνονταν στους
θαλάμους αερίων». Η Ra,
μια προσήλυτη στον Χριστιανισμό, επέμεινε ότι ο Πάουντ «δεν υπήρξε
αντιπροσωπευτικός των Χριστιανικών ηθών». Οι New York
Times
αργότερα έγραψαν ότι ήταν η δεσποινίς Ra που οργάνωσε, και
έτσι ήταν «κάτω από» την συλλογή υπογραφών για να μπλοκαριστεί η συμμετοχή του
Παόυντ. Έτσι λοιπόν, ένα πάνελ δεκατριών ηγετικών φυσιογνωμιών στον τομέα της
σύγχρονης λογοτεχνίας ακυρώθηκε από τον ακτιβισμό και την παράλογη ηθικολογία
μιας μεσόκοπης Εβραίας βιβλιοθηκονόμου.
Για
να συνοψίσω, έγινε αρκετά σαφές ότι ο αγώνας για την πολιτιστική μνήμη μπορεί
να εμπλέκει περισσότερη εξειδίκευση σε επίπεδο παικτών, τάσεων και πράξης απ’
όσο θα περίμενε κανείς από κάποιο άμορφο «νεοφιλελεύθερο» zeitgeist όπως
το φαντάστηκε ο συνάδελφός μου. Ο πολιτισμός, παρ’ όλη το μεγαλείο του, είναι
στο τέλος μια εύθραυστη ύπαρξη. Απαιτεί φροντίδα, προστασία, και κατά καιρούς
λίγο κλάδεμα. Εάν η κουλτούρα μας ξεχάσει τις ιδιοφυίες της, θα γίνουμε όλοι
φτωχότεροι – ιδεολογικά, πνευματικά, σε επίπεδο τακτικής, και πολιτισμικά.
Έχουμε όλοι καθήκον να κρατήσουμε αυτές τις προσωπικότητες και το έργο τους
ζωντανά. Η ικανότητά μας ως προς αυτό θα κρίνει τελικά εάν υπάρχει πια ζωή στον
πολιτισμό μας, ή εάν, όπως φοβόταν ο Πάουντ, δεν μένει πια τίποτα παρά «μια γριά
ξεδοντιάρα».
Σ.Μετ: Gatekeeping
(θυρωρεία) = ο
έλεγχος διακίνησης δράσεων, πληροφοριών, ιδεών κλπ. από και προς μια κοινωνική
ή θεσμική οντότητα
Ο Dr.
Andrew
Joyce
είναι βασικός αρθρογράφος στην ιστοσελίδα του εξελικτικού
ψυχολόγου Kevin
MacDonald, The Occidental Observer