Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

In memoriam: Franco Anselmi, 6 Μαρτίου 1978

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο» (1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του. 

Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα, πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον Giusva Fioravanti.

Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς τρομοκράτες και από την αστυνομία. 

Ο Anselmi είχε  μαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισε  στους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑR  αποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα», εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών ακτιβιστών.

Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια. 

Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα χρόνια.

Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία. 

Ο Franco και ο Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιού  Centofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι και  οι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να φύγουν από το μπάνιο. 

Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά». 

Τα αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο πρώτος μάρτυρας των NAR, θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.

Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης Ρωμαίων νεοφασιστών.

Εις μνήμην Βαγγέλη Ρωχάμη: καλό ταξίδι «Πεταλούδα»

 


γράφει ο Ανέστης Θεοφίλου

Όλοι μας όταν ακούμε ή διαβάζουμε  την λέξη Πεταλούδας το μυαλό μας ταξιδεύει στην ομώνυμη ταινία με τον Στηβ Μακουίν και τον Ντάστιν Χόφμαν. Όμως και στην πραγματική ζωή υπάρχουν ακόμα οι καταραμένοι οι οποίοι λες και βγήκαν από βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε δηλώνουν την άρνηση τους απέναντι στην κοινωνία η οποία δεχόμενη τις προσλαμβάνουσες της άρχουσας τάξης (οικονομικής και πολιτικής) έχει αποβάλει την φύση του Άναρχου κατά Junger αλλά και την αντίληψη του Γκρεμιστή κατά Νίτσε (τάδε έφη Ζαρατούστρα). Η παράδοση της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα, Νταβέλης, Γιαγκούλας, Γκαντάρας και οι αδερφοί Ρετζαίοι τραγουδιούνται μέχρι σήμερα  από την δημοτική μας παράδοση.

Μία λοιπόν από τις ζώσες φιγούρες αυτής της παράδοσης ήταν ο Βαγγέλης Ρωχάμης, φίλος του Θόδωρου Βερνάρδου του ληστή με τις γλαδιόλες. Ο Ρωχάμης αποτέλεσε μια φιγούρα αντίδρασης απέναντι σε ένα υπάρχων και σαθρό σύστημα. Το πρόβλημα του κράτους με τον Ρωχάμη δεν ήταν πως λήστευε τράπεζες και ηλεκτρικές συσκευές, αυτό το έκαναν και άλλοι. Το επί της ουσίας πρόβλημα του συστήματος ήταν πως ο Ρωχάμης με τις αποδράσεις του κατάφερε να εκθέσει έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό ο οποίος έπρεπε να αποδείξει σε ΕΟΚ και ΗΠΑ πως η Ελλάδα της χρεωστικής Παπανδρέου Α.Ε. εκσυγχρονίζεται και δεν θυμίζει σε τίποτα την παράδοση του Ευρωπαίου που κουρσεύει και ληστεύει γιατί αρνείται να είναι δούλος.

Επί στρατιωτικού καθεστώτος ο Ρωχάμης υπηρετούσε την θητεία του, το 1971 ήθελε μεγάλα κότσια να αρπάξεις από τον γιακά αξιωματικό και να του πεις ''ρε άσε αυτά τα καραβανικά που ξέρεις, πότε θα βγω να δω την κόρη μου''. Επίσης ήθελε ακόμα μεγαλύτερα κότσια να το σκάσεις από τον στρατό γιατί η ηθική σου υπερβαίνει τις όποιες κρατικές και στρατιωτικές διαταγές. Ο Ρωχάμης λοιπόν φέρθηκε σαν ένας αντάρτης των συνειδήσεων, όπως είπε και ο Dominique Venner ''ο στρατιωτικός ηρωισμός έχει λίγα κοινά με τον επαναστατικό ηρωισμό. Χωρίς αμφιβολία ο στρατιώτης αντιμετωπίζει επίσης θάνατο και βάσανα, αλλά συμφωνεί απόλυτα με την κοινωνία και την εξουσία που του δίνουν νομιμοποίηση και του παρέχουν ηθική υποστήριξη, τιμές και διακρίσεις. Είναι μια ουσιαστική διαφορά με τον επαναστάτη ή τον αντάρτη, που εκτός από όλους τους προσωπικούς κινδύνους, πρέπει να αντλήσει από τον εαυτό του τις δικαιολογίες για να αντιμετωπίσει την αποδοκιμασία, την εχθρότητα, την κατασταλτική δράση της κοινωνίας που αντιμετωπίζει καθημερινά.''

Η άποψη λοιπόν του Venner δεν θα μπορούσε να ταιριάζει σε κανένα άλλο πέρα από τον Ρωχάμη ο οποίος στην ουσία ήταν ένας ανυπότακτος άνθρωπος που απλώς εκφράστηκε μέσα από την παρανομία. Όταν άρχισε τις ληστείες ο Ρωχάμης το στρατιωτικό καθεστώς είχε πέσει, οπότε για την Γ' Ελληνική Δημοκρατία ήταν ένα μεγάλο δέλεαρ να αποδείξει πως όλα λειτουργούν ομαλά. Η αμερικανική παρέμβαση και η ψυχροπολεμική αντισοβιετική διάθεση δεν ήθελε επουδενί να αποδείξει την σαθρότητα της στην κοινή γνώμη η οποία κοιμόταν και ξυπνούσε με την παραμύθα της νοικοκυρεμένης Δύσης ενώ η Ευρώπη εποικιζόταν από αφροασιάτες (δεδομένου πως η Ελλάδα τότε δεν είχε μεταναστευτικό πρόβλημα). Το 1981 ο Ρωχάμης πρωτοστατεί στην εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες κράτησης όπως και καλύτερη μεταχείριση των κρατουμένων από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όπου σύμφωνα με τους ίδιους τους κρατούμενους, υπήρχαν κρυφά βασανιστήρια για τα οποία κάνεις δημοκράτης ποτέ δεν μίλησε. Για την δράση του αυτή ο Ρωχάμης δικάστηκε και του προστέθηκαν συν 27 μήνες φυλάκιση. Βλέπετε αγαπητοί αναγνώστες η απαίσια και σαθρή δημοκρατία δεν μπορούσε να διαχειριστεί πως η ίδια είναι η γεννεσιουργός αρχή κάποιων κοινωνικών ταραχών, διότι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας οι φυλακές είναι κάτι που μας αφορά όλους, γιατί μια μέρα όλοι μπορεί να βρεθούμε εκεί μέσα και όχι απαραίτητα για ποινικούς λόγους.

Όμως ο Ρωχάμης δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια και εξέθεσε όλο το μπατσολόι του Κορυδαλλού. Ενδεδυμένος δικηγόρος και με πλαστή ταυτότητα διέφυγε από τις φυλακές Κορυδαλλού με ολόκληρο το σύστημα να έχει μείνει στήλη άλατος από αυτή την πραγματικά χλευαστική απόδραση του Βαγγέλη Ρωχάμη. Το ίδιο και στην Κέρκυρα ο Ρωχάμης κατάφερε με αντικλείδι να ξεκλειδώσει τις επτά πόρτες (μια δώρο σύμφωνα με τον ίδιο) και να αποδράσει. Σε μια από τις πολλές αποδράσεις του πήγε σε ένα νυχτερινό μαγαζί και αφού ακούμπησε την τσάντα με τα πιστόλια στο τραπέζι έριξε ένα λεβέντικο ζεϊμπέκικο με το μαγαζί να τον αποθεώνει γνωρίζοντας ποιος είναι. Αφού έφυγε κέρασε όλο το μαγαζί και εξαφανίστηκε. Μάλιστα μια μαρτυρία λέει πως ο Ρωχάμης μια φορά κέρασε ένα τραπέζι με μπάτσους ουίσκι και στο τέλος τους άφησε ένα χαρτάκι που έγραφε ''με  αγάπη και καθόλου μίσος Βαγγέλης Ρωχάμης''. Οι διωκτικές αρχές μη διαχειριζόμενες την καζούρα του Ρωχάμη έφτασαν στο σημείο να συλλάβουν την κόρη του προκειμένου να τον αναγκάσουν να παραδοθεί. Τότε ο Ρωχάμης πήρε ένα πενηντάρι πολυβόλο εφαρμοσμένο πάνω σε όχημα και γάζωσε όλο το τμήμα Χαϊδαρίου χωρίς εννοείται να σκοτώσει κάποιον αστυνομικό και να σημειωθεί πως ο Ρωχάμης ουδέποτε σκότωσε άνθρωπο από άποψη και αυτό θέλει μαγκιά.

Η αντιμετώπιση της κοινωνίας προς τον Ρωχάμη ήταν σε πλειοψηφία θετική διότι μέσα από την ανυποταξία του, ο κόσμος έβλεπε την μετουσίωση της γνώμης του απέναντι στην εξουσία την οποία δεν είχε την δύναμη να πολεμήσει. Επίσης η αμφισβήτηση του Ρωχάμη απέναντι στο σύστημα γέννησε μια λαϊκή έκφραση απέναντι σε κάθε τι εκτιθόταν στα μάτια του κόσμου με αποτέλεσμα αυτό να γεννά τριγμούς στο κομματικό πελατειακό κράτος.

Με την αποφυλάκιση του το 2000, ο Βαγγέλης Ρωχάμης γύρισε στην Εύβοια από όπου και καταγόταν και άνοιξε μια ταβέρνα στο Λευκαντί. Έκτοτε η ταβέρνα του Ρωχάμη αποτέλεσε στέκι για τους Αθηναίους και τους Χαλκιδαίους, με τον Ρωχάμη να αφηγείται στους θαμώνες τις ιστορίες του γύρω από την παρανομία αλλά και την πολυτάραχη ζωή του η οποία κάποια στιγμή είμαι πεισμένος πως θα βγει ταινία. Τα ζεϊμπέκικα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν μέσα στο μαγαζί του και μια πραγματική αντιεξουσιαστική χροιά συνόδευε την ατμόσφαιρα. Σαν έφηβος πήγα και εγώ με την παρέα μου στο ταβερνάκι του Ρωχάμη και αφού μας είπε τις ιστορίες του με όλη του την καρδιά στο τέλος μας λέει ''παλληκάρια το τραπέζι δικό μου ευχαριστώ που ξανάνιωσα''. Όταν τον ρώτησαν πως και δεν κάνεις καμιά ληστεία απάντησε δεν έχουν λεφτά οι τράπεζες.

Αυτός ήταν ο Βαγγέλης Ρωχάμης ένας γνήσιος αντιεξουσιαστής ο οποίος έγινε λαϊκός ήρωας για τον απλούστατο λόγω πως δεν έσκυψε το κεφάλι και έζησε όπως ήθελε. Όπως εύστοχα τόνισε πριν πολλά χρόνια ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Hunter Thomson ''Σε ένα έθνος από φοβισμένους και δούλους θα υπάρχει μεγάλη έλλειψη παρανόμων. Και αυτοί λίγοι που θα το καταφέρουν σε ένα βαθμό να γίνουν, θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι'' και είχε δίκιο στην κρίση του αυτή ο Thomson γιατί στην περίπτωση του Ρωχάμη ταιριάζει γάντι. Ο Ρωχάμης στην πραγματικότητα ήταν η μόνη λαϊκή αντιπολίτευση η οποία ποτέ δεν ψηφίστηκε. Στην μνήμη λοιπόν του Έλληνα Albert Spaggiari  αφήνουμε αυτό το άρθρο ως έναν «φαιοκόκκινο» αντιεξουσιαστικό επικήδειο.

5η Δεκεμβρίου 1981: Ο Alessandro Alibrandi βρίσκει έναν όμορφο θάνατο

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Στις πύλες της Ρώμης, πριν από 42 χρόνια, σε ηλικία 21 ετών, σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, βρίσκει τον θάνατο ο Alessandro Alibrandi, ένας από τους πρωταγωνιστές του ένοπλου εθνικιστικού αγώνα στην Ιταλία. Όταν οι νέοι του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος - MSI, και του Μετώπου Νεολαίας, Fronte della Gioventu, άρχισαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη φωτιά και τις σφαίρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το 1975, στη Ρώμης ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Ένοπλος Πυρήνας (NAR) ως ένδειξη πολιτικής ένοπλης αντίδρασης. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες ιταλικές πόλεις, οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στο Σαλέρνο, τον Ιούλιο του 1973, ο Carlo Falvella, φοιτητής και μαχητής του FUAN, (του εθνικιστικού φοιτητικού κινήματος), μαχαιρώθηκε. Στην Πάντοβα, τον Ιούνιο του 1974, οι Gianluca Giralucci και Giuseppe Mazzola δολοφονήθηκαν μέσα στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μίκης Μάντακας, Έλληνας φοιτητής και ακτιβιστής του FUAN, πυροβολήθηκε θανάσιμα από αριστερό ένοπλης ομάδας. 

Στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1975, ο Sergio Ramelli, φοιτητής και ακτιβιστής του Μετώπου Νεολαίας, δολοφονείται από φοιτητές της Ιατρικής αριστερούς, με βάναυσα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένια εργαλεία, ενώ και πάλι στη Ρώμη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μάριο Ζιτσέιρι, φοιτητής και μαχητής του Μετώπου της Νεολαίας, πυροβολείται μπροστά στα γραφεία του κινήματος από αριστερούς.

Ήταν η αρχή του ένοπλου εθνικοεπαναστατικού αγώνα, από νεαρούς 18ρηδες που είδαν ότι πλέον η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία και ότι το κόμμα τους είχε σχεδόν εγκαταλείψει και μάλιστα συζητούσε και με το … δημοκρατικό τόξο της εποχής μόνο για πολιτικά θέματα, χωρίς καμιά αντίδραση.

Έτσι ξεκίνησαν να απαντούν και όχι μόνο ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στο Σύστημα δολοφονώντας αστυνομικούς, δημοσιογράφους και δικαστές. Ένας από αυτούς τους νεαρούς ακτιβιστές, ο Alessandro Alibrandi, υπηρέτησε για πρώτη φορά στο Μέτωπο της Νεολαίας, στη συνέχεια, στο FUAN, και τελικά, αγκάλιασε τον ένοπλο αγώνα, και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Επαναστατικού Ένοπλου Πυρήνα, ΝΑR.

Η πρώτη ένοπλη δράση στην οποία συμμετείχε ήταν ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στο Borgo Pio στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1977. Κατηγορούμενος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του ακτιβιστή της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη, ένοπλη αριστερή ομάδα) Walter Rossi, το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1977, συνελήφθη, μαζί με άλλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, αλλά αθωώθηκε από την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάστηκε για σωματικές βλάβες. 

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Alibrandi, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός άλλου μαθητή της Lotta Continua, του Roberto Scialabba, τον Φεβρουάριο του 1978, και των αστυνομικών, Straullu και Di Roma, στο «Οκτώβριος 1981. Τον κατηγόρησαν ορισμένοι μετανοούντες φυλακισμένοι που συμμετείχαν σε διάφορες εκτελέσεις. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τον Ρωμαίο δικαστή, ο Alessandro Alibrandi αποφάσισε να πάρει το δρόμο της φυγοδικίας.

Τον Ιούλιο του 1981, έφυγε στον Λίβανο και εντάχθηκε στο κίνημα Maronite Falange που πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί των NAR στην Ιταλία συνελήφθησαν από την αστυνομία και ο Alessandro αποφάσισε να επιστρέψει για να σχηματίσει το "Nuovi Nar" μαζί με τους λίγους επιζώντες. Αλλά ο χρόνος πλέον έφτανε στο τέλος, αυτής της περιπετειώδους ζωής. Ο Alessandro, ενώ ο κλοιός του καθεστώτος σφίγγει, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει και να δολοφονήσει τον αστυνομικό Angelino, ο οποίος τον είχε συλλάβει πριν καιρό ως ύποπτο για μια δολοφονία δικαστή και τον είχε χτυπήσει πολύ άσχημα μέσα στο κελί του.

Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου 1981, με τον αχώριστο Sordi και δύο άλλους βετεράνους της εμπειρίας του Λιβάνου, τον Belsito και τον Ciro Lai, ο "Alì Babà", έτσι τον φώναζαν, αποφασίζει ότι είναι η ιδανική μέρα για την εκτέλεση του αστυνόμου. Αλλά όταν η ομάδα φτάνει στο σπίτι του αστυνομικού, δεν υπάρχει ίχνος από τον Αντζελίνο. Έτσι, οι τέσσερις έφυγαν και άρχισαν να περιπλανιούνται στη Ρώμη. Φτάνουν στο Labaro, ένα χωριουδάκι στη Φλαμίνια. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι με φρούτα και λαχανικά.

Σταματούν και αγοράζουν μερικά μανταρίνια. Λίγο μετά περνά ένα αστυνομικό αμάξι και οι τέσσερις νεαροί αποφασίζουν να πάρουν θέση και να περιμένουν να επιστρέψει για να αφοπλίσουν τους αστυνομικούς (ένας από τους τρόπους να προμηθεύονται όπλα και σφαίρες, ο άλλος ήταν οι ληστείες σε τράπεζες). Αλλά το αυτοκίνητο δεν έρχεται. 

Στις 12.50, ενώ ο Alibrandi κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και τρώει ένα μανταρίνι, περνά ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, το οποίο ξαφνικά κάνει μια όπισθεν και σταματά μπροστά από τον "Alì Babà", ο οποίος σε δέκατα του δευτερολέπτου αποφασίζει να ενεργήσει, όπως είχε κάνει στο Μιλάνο, τραβώντας το πιστόλι του και έτσι ξεκινά το χάος. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν, ο αστυνομικός που καθόταν στο πίσω κάθισμα δέχεται αρκετές, ενώ οι δυο μπροστινοί, μπόρεσαν αν και τραυματισμένοι να βγουν και να καλυφθούν ανταποδίδοντας τα πυρά, που ήδη έριχναν και οι άλλοι τρεις νεαροί.

Ο Sordi τραυματίζεται ενώ ο Allesandro πέφτει στο έδαφος αιμόφυρτος. Τότε οι τρεις καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα ζόρισαν και μπαίνουν μέσα στο περιπολικό με τον ήδη νεκρό αστυνόμο και το σκάνε. Σε μια οδό εγκαταλείπουν το όχημα και κλέβουν με την βία ένα άλλο. Ο Alibrandi, μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώνεται ο θάνατος του. Πεθαίνει έτσι ένας από τους πιο αγαπητούς νεοφασίστες της Ρώμης. Φίλος των Φαλαγγιτών Χριστιανών, και σούπερ-ενθουσιώδης οπαδός της Λάτσιο, ο «Αλί Μπαμπά» θα παραμείνει ο «απαγορευμένος μύθος» γενεών νεοφασιστικών ακτιβιστών σε όλη την Ιταλία. Όταν πέθανε, φορούσε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του με μια χρυσή ηλιακή σβάστικα.

Ας μην βιαστούμε να κρίνουμε τις πράξεις και τις επιλογές του νεαρού. Την περίοδο εκείνη, η επιβίωση ενός εθνικοεπαναστάτη ήταν μόνο η ένοπλη άμυνα η οποία, μετατράπηκε σε επίθεση για λόγους που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με εκείνα τα χρόνια. Οι νεαροί εκείνοι συναγωνιστές έδωσαν την ζωή τους στις πλατείες, στους δρόμους, καθημερινά δίνοντας άνισες μάχες ενάντια στα σκυλιά του καθεστώτος, την αριστερή λαίλαπα που κυριαρχούσε παντού, αλλά και ενάντια στο ίδιο το σύστημα, μαχόμενοι για την Ιδέα, για την μεγάλη Ιδέα της επανάστασης των Εθνών. 

Εκείνα τα παιδιά δεν ήταν απλοί πατριώτες του καναπέ που απλά ασχολούταν μόνο για μια βουλευτική καρέκλα, ήταν αληθινοί μαχητές, ήταν αυτοί που έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νεαρούς εθνικιστές να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο ενάντια στην κρατική και αριστερή βία.

«…και να αισθάνεσαι μέσα σου ότι στα είκοσι σου χρόνια προσπαθείς να δώσεις ένα νόημα στην επανάσταση σου…»

Συναγωνιστής Alessandro Alibrandi: Presente!

Αθάνατοι

 γράφει ο Μοναχικός Λύκος

Ήταν 1η Νοεμβρίου του 2013 όταν τα σώματα του Γεωργίου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη έπεφταν στο έδαφος ποτίζοντας με το αίμα τους την γη. Οι σφαίρες των θρασύδειλων δολοφόνων έσκισαν τον αέρα και καρφώθηκαν στα σώματα των Εθνικιστών που αγωνίζονταν για μία άλλη Ελλάδα. 

Τα παιδιά με τις μαύρες μπλούζες που τόσο πολύ λοιδορήθηκαν και στοχοποιήθηκαν αγωνιζόταν για ένα Έθνος ανεξάρτητο και ελεύθερο για μία Ελλάδα χωρίς μνημόνια, χωρίς εγκληματικότητα, χωρίς λαθρομετανάστες, χωρίς ανεργία και ναρκωτικά. Για μία Ελλάδα υπερήφανη και ελεύθερη και όχι για ένα άθλιο προτεκτοράτο της Δύσεως που υιοθετεί καθετί ξένο προς τον πολιτισμό μας. 

10 χρόνια μετά και το ανθελληνικό σύστημα θέλοντας να καταστείλει κάθε ίχνος Εθνικής Αντίστασης απαγορεύει την Τελετή Μνήμης των νεκρών συναγωνιστών μας. 10 χρόνια μετά και το άθλιο προτεκτοράτο δείχνει τα δόντια του απέναντι στους εναπομείναντες ελεύθερους και έμψυχους αγωνιστές που συνεχίζουν να κρατούν την δάδα αναμμένη. 

Για άλλη μία φορά το σύστημα προστατεύει τους λοβοτομημένους οργανωτές των αντισυγκεντρώσεων και απαγορεύει το μνημόσυνο νεκρών ελληνόπουλων. Δεν μας εκπλήσσει τίποτα, οι εθνικιστές είμαστε μαθημένοι στις συκοφαντίες, τις διώξεις, τις φυλακίσεις και τις επιθέσεις από κράτος και παρακράτος. Ξέρουμε όμως ένα πράγμα:  δεν πρόκειται να κάνουμε ποτέ πίσω! 

Καμία δολοφονία, καμία φυλάκιση και καμία απαγόρευση δεν θα μας εμποδίσει να δώσουμε μέχρι τέλους τον ιερό αγώνα για την επιβίωση της φυλής μας. Μέσα σε αυτόν τον βούρκο της πνευματικής και ηθικής παρακμής που βιώνει η χώρα μας εμείς θα πολεμούμε πάντα τον υλισμό, την δειλία και την μεμψιμοιρία. Θα αγωνιζόμαστε μέχρι τέλους γιατί σε αντίθεση με εσάς τους πουλημένους έχουμε ιερό και όσιο, έχουμε ψυχή, έχουμε σθένος και παραμένουμε άνθρωποι. 

Εσείς οι προσκυνημένοι αγαπάτε το χρήμα και την υποτέλεια σε αυτό, αγαπάτε την εξουσία και έτσι καταστρέφετε κάθε ίχνος ανθρωπιάς μέσα σας. Με κάθε σας πράξη δείχνετε πόσο απάνθρωποι είστε. Ζούμε στην εποχή που λίγοι έχουν το κουράγιο να αγωνιστούν, λίγοι αλλά πάντα σταθεροί και άτεγκτοι στα πιστεύω τους.

 Λίγοι αλλά ανυπότακτοι!

Ακούστε λοιπόν όλοι εσείς οι προσκυνημένοι και καταλάβετε το:

Ούτε οι σφαίρες ούτε οι φυλακές κανένας δεν λυγίζει τους εθνικιστές!

Γιώργος Φουντούλης και Μανώλης Καπελώνης: Αθάνατοι!

Μνήμη Δρέσδης 13.02.1945 (Ανάκτηση)


Ο βομβαρδισμός της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διήρκεσε πέντε χρόνια και είναι ένα γεγονός που όμοιό του δεν συναντάται στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας ερήμωσε, με τη διαφυγή και το διωγμό των κατοίκων από εκεί. Η  Γερμανία  γνώρισε τη μεγαλύτερη συμφορά μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Και περισσότερες από χίλιες πόλεις και χωριά βομβαρδίστηκαν. 

Σχεδόν ένα εκατομμύριο τόνοι βόμβες έπεσαν πάνω σε τριάντα εκατομμύρια πολίτες, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Σ’ όλη τη γερμανική επικράτεια, σημειώθηκαν εκρήξεις και ξέσπασαν πυρκαγιές, υπήρξαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο θύματα, ενώ πόλεις, που χρονολογούνταν από το Μεσαίωνα, υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Βέβαια, ο πύρινος όλεθρος στο Αμβούργο και στη Δρέσδη έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του Γερμανικού έθνους και είναι ευρέως γνωστός. Ωστόσο, λίγα γνωρίζουμε για το τι πραγματικά συνέβη στο Πφόρτσχαϊμ, το Ντόρτμουντ, το Ντάρμστατ, το Κρέφελντ, και το Κάσελ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις που έγιναν στάχτη. 

Στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου 410.000 Γερμανούς πολίτες σκοτώθηκαν από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές. Από τον Ιούλιο 1944  έως τον  Ιανουάριο  1945, κατά μέσο όρο 13.536 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους κάθε μήνα. Στο Αμβούργο και μόνο περίπου 49.000 άμαχοι σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς, και στο Βερολίνο περίπου 35.000. Κατά τη διάρκεια μιας και μόνον  επίθεσης που  πραγματοποιήθηκε τη νύχτα από 1 – 14 Φεβρουάριος 1945, περισσότεροι από 130.000 πολίτες σκοτώθηκαν στη Δρέσδη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές οι  πόλεις είχαν πέσει θύματα των στρατηγικών βομβαρδισμών  των Συμμάχων.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

«Άσε την ψυχή σου εκεί έξω και η Βαλχάλλα θα σε περιμένει» (απόσπασμα από την σελίδα «Έλληνες φίλοι του Κινήματος Azov» & σχετικό βίντεο)








Την 22η Δεκεμβρίου την μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, ένα πειρατικό πλοίο των Βίκινγκς το φημισμένο Drakkar - φέρει στην πλώρη το ομοίωμα ενός δράκου που πίστευαν πως τρομάζει τα εχθρικά πλοία - κάηκε στην κορυφή ενός λόφου παρουσία χιλιάδων μαχητών του εθελοντικού πολιτικοστρατιωτικού σχηματισμού Azov

Οι Ουκρανοί κρατούν αναμμένους πυρσούς στη μνήμη των νεκρών εν όπλοις αδελφών τους, που έπεσαν κατά την διάρκεια της εισβολής του Κρεμλίνου. Οι ψυχές των νεκρών μεταφέρονται στην θρυλική Βαλχάλλα. 

Τα φερέφωνα της ομοσπονδιακής Ρωσίας -  ελληνικά και ξένα - έσπευσαν να μιλήσουν για «σατανιστική τελετή και μαύρο τελετουργικό».

28/12/2022 Berlin

Graffiti of Der III. Weg