Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Φασισμός και εκπαίδευση (Die Griechische Zeitung)

 

Μια σύνοψη του φασιστικού εκπαιδευτικού συστήματος και η σχολή των μελλοντικών "φιλόσοφων-βασιλέων" (μεταρρύθμιση Τζεντίλε 1923)

Ο Τζεντίλε όντας Υπουργός Δημόσιας Παιδείας το 1923 επί κυβέρνηση του Ντούτσε, μαζί με τον Giuseppe Lombardo Radice, ανέπτυξε μια διαφορετική προσέγγιση φασιστικής κατήχησης και ανάδειξης των σπουδαιότερων μαθητών για την ανάληψη υψηλών ευθυνών στις κυβερνητικές θέσεις του Κράτους. 

Εν συντομία, θέσπισε να είναι υποχρεωτική η στοιχειώδης εκπαίδευση στα 10 έτη ( εκ των οποίων τα πέντε πρώτα χρόνια είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα υπόλοιπα είτε στο scuola media (θα λέγαμε το αντίστοιχο ΓΕΛ με ελληνικά δεδομένα) ή στο avviamento al lavoro (το αντίστοιχο ΕΠΑΛ) που έδινε γρήγορη πρόσβαση στα χαμηλά στρώματα του εργατικού δυναμικού).

Η κορύφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάμεσα και στις υπόλοιπες επιλογές των μαθητών, ήταν το liceo classico (Λύκειο) που για λίγα έτη θα έδινε την δυνατότητα εισαγωγής, μέσω εξετάσεων, στις πανεπιστημιακές σχολές. Το liceo classico προοριζόταν για τους λίγους, για τους πιο ταλαντούχους, για τους πιο ικανούς, για εκείνους που προορίζονταν από την φύση τους για μεγάλους ρόλους διακρίνοντας τους από την μάζα, τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας. 

Η αριστοκρατική αντίληψη αυτή απευθυνόταν μόνο σε άρρενες και όχι γυναίκες, καθώς ο ρόλος των γυναικών εθεωρείτο από την φιλοσοφία του Φασισμού, διαφορετικός του ανδρός και ως εκ τούτου επιδίωκαν την καλλιέργεια της γυναικός στα πρότυπα της και στον ιδανικό ρόλο της εντός της κοινωνίας. 

Εκτός αυτού, κατά τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας, οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να διαχειρίζονται θέσεις με υψηλό πνευματικό χαρακτήρα, γιατί δεν διακατέχονται από το απαραίτητο σθένος, τον χαρακτήρα και αυτοσυγκράτηση (χαρακτηριστικά που πίστευε οι γυναίκες δεν διακατέχονται από την φύση τους). 

Το βασικότερο περιεχόμενο διδασκαλίας  ήταν η ενασχόληση με την φιλοσοφία και την νομική καθώς αυτές ήτανε οι βασικότερες στοιχειώδεις γνώσεις για τους προοριζόμενους "φιλόσοφους-βασιλείς" της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1929 όμως, έπειτα από την Συμφωνία του Λατερανού, ήταν υποχρεωτική η εκμάθηση των θρησκευτικών (κάτι που ο Τζεντίλε, ενώ θεωρούσε απαραίτητο να διδάσκεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ευρύτερα στο λαό, στους μελλοντικούς "άρχοντες" δεν χρειαζόταν αυτή η ανάγκη, το μάθημα φιλοσοφίας ήταν πολύ ελεύθερο και δεν ακολουθούσε κάποιο κρατικό πρόγραμμα).

Σε δοκίμιο περί της "ενότητας του γυμνασίου και η ελευθερία των σπουδών" (1902) ο Τζεντίλε αναφέρει : "Οι σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι από την φύση τους αριστοκρατικές, η μάθηση για τους λίγους, για τους καλύτερους [...] επειδή προετοιμάζονται για επιστημονικές μελέτες, που δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός πέρα εκείνων των λίγων, τους οποίους η ευφυία τους προορίζει ή το οικογενειακό υπόβαθρο και ο πλούτος που μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλών ιδανικών" (*κάτι δηλαδή που ο φτωχός δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει).

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Ο Che Guevara για τον Φασισμό

 

«Ο αληθινός καθαρός φασισμός, όπως τον φαντάστηκε ο Μουσολίνι, είναι παρόμοιος με μια μορφή σοσιαλισμού. Ήταν μια προσπάθεια επιβολής του εθνικιστικού προγράμματος μέσω της δικτατορίας και της ένοπλης βίας. Το κίνημα απαλλάχθηκε από τον μαρξισμό και τον φιλελευθερισμό. Και σε αυτό βλέπουμε τον ρομαντικό συναισθηματισμό, τον ακραίο εθνικισμό, τη λατρεία της θέλησης και του «ανθρώπου της δράσης», και πάνω απ 'όλα είδαμε μια αγάπη για τη χώρα πάνω από όλα τα ατομικά μικροσυμφέροντα. Ο στόχος ήταν η εθνικοποίηση της βιομηχανίας και η υποταγή όλων των τάξεων στις ανάγκες του κράτους. Οι εργατικές τάξεις θα ωφελούνταν από αυτή την επανάσταση, όπως και ολόκληρος ο κόσμος»

Ο Alain de Benoist για τον Φασισμό


«Έχουν προταθεί αμέτρητοι ορισμοί του Φασισμού. Το απλούστερο εξακολουθεί να είναι το καλύτερο: ο Φασισμός είναι μια επαναστατική πολιτική μορφή που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση τριών βασικών στοιχείων: έναν Εθνικισμό τύπου Ιακωβίνου, έναν μη Δημοκρατικό Σοσιαλισμό και το αυταρχικό κάλεσμα για μαζική κινητοποίηση. Στο βαθμό που είναι ιδεολογία, ο Φασισμός προκύπτει από έναν επαναπροσανατολισμό του Σοσιαλισμού σε μια κατεύθυνση εχθρική προς τον υλισμό και τον διεθνισμό. Απευθυνόμενος σε ένα κατεξοχήν δεξιό εκλογικό σώμα, είχε συχνά υποστηρικτές μεταξύ των αριστερών»

Alain de Benoist

«Είναι ο Fidel Castro φασίστας;» του Maurice Bardèche (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 Λίγοι ξέρουν ότι κατά την διάρκεια της Κουβανικής Επανάστασης 1955-1959, ο Φιντέλ Κάστρο κουβαλούσε παντού μαζί του τα "Άπαντα" του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, αρχηγού της Ισπανικής Φάλαγγας 

Ο Κάστρο μελέτησε τον Χίτλερ σε βάθος. Ο Ισπανός Ιησουίτης ιερέας Armando Llorente, δάσκαλος, μέντορας και φίλος του Φιντέλ στο Colegio de Belén, είπε πριν από χρόνια ότι ο Κάστρο ζήτησε από τη βιβλιοθήκη του σχολείου το βιβλίο «Mein Kampf» του Χίτλερ και «τον εντυπωσίασε πολύ». 

Ο Φιντέλ Κάστρο εισέβαλε στους στρατώνες της Μονκάδα, απέτυχε, τράπηκε σε φυγή, ανακαλύφθηκε και συνελήφθη. Στη δίκη είπε στο δικαστήριο: «Η σημερινή σιωπή δεν έχει σημασία. Η ιστορία σίγουρα θα τα πει όλα». 

Αυτό δημοσιεύθηκε από τη δημοσιογράφο Marta Rojas (η οποία κάλυψε τη δίκη) στο περιοδικό Bohemia, στις 27 Δεκεμβρίου 1953 στο τμήμα "Στην Κούβα". 

Ο δημοσιογράφος δεν έγραψε «Καταδικάστε με, δεν πειράζει, η ιστορία θα με απαλλάξει», γιατί δεν ήταν αυτό που είπε ο κατηγορούμενος στη δίκη. 

Αργότερα, ήδη φυλακισμένος (22 μήνες), μετά από πρόταση του συγγραφέα και φίλου Jorge Mañach, ο caudillo έδωσε ένα μικρότερο και πιο λυρικό τέλος στην έκκληση του (πιθανώς για να δυσκολέψει την ανακάλυψη της λογοκλοπής της φράσης του Χίτλερ), το μόνο πολιτικό πρόγραμμα που έκανε σε ολόκληρη τη ζωή του και το ονόμασε "Η ιστορία θα με απαλλάξει".

link: Όταν ο Fidel Castro διάβαζε Jose Antonio Primo de Rivera και ο Guevara ήταν λαϊ(κι)στής*

Σήμερα σας παραθέτω σε μετάφραση, μια επιλογή μου από το βιβλίο «qu’est-ce que le fascisme» (Τι είναι ο φασισμός), του 1961 από τον διανοούμενο Maurice Bardèche

Ο Bardèche ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης, ήταν επίσης κουνιάδος του Robert Brasillach, που εκτελέστηκε μετά την απελευθέρωση. 

Δυναμικός, με πνεύμα και λόγο, έγραψε βιβλία που προκάλεσαν τους πολιτικά ορθούς. 

Άρθρο για τον διανοούμενο αυτόν, θα βρείτε στο ιστολόγιο. 

Σας αφήνω λοιπόν να διαβάσετε το ενδιαφέρον κεφάλαιο από το βιβλίο του:

«Είναι ο Fidel Castro φασίστας;»

Γιατί οι φασίστες που αναγνωρίζουν, γενικά και χωρίς πολλές επιφυλάξεις, τον φασισμό του Nasser, να είναι απείρως πιο επιφυλακτικοί απέναντι στο καθεστώς του Fidel Castro και μάλιστα πολύ συχνά να είναι αποφασιστικά εχθρικοί προς το νέο Καθεστώς της Κούβας; 

Παρόλα αυτά, η προέλευση των δύο κινημάτων είναι παρόμοια. Και στις δύο περιπτώσεις είναι μια εθνικιστική επανάσταση, που έχει ως αντικείμενο την απελευθέρωση της χώρας από την ξένη κυριαρχία. Και στις δύο περιπτώσεις τα όργανα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ήταν μια τοπική δικτατορία, ένα καθεστώς σύγχυσης και μοχθηρίας, μια πραιτοριανή φρουρά, ένα σύστημα τρόμου. 

Και στις δύο περιπτώσεις είναι οι εκφραστές της κατώτερης μεσαίας τάξης που ηγούνται του απελευθερωτικού κινήματος, ο λαός τους υποστηρίζει, τους καταξιώνει τη στιγμή της νίκης, χωρίς όμως να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στον αγώνα.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Για τον Duce: Mistica Fascista

 

Μετάφραση: Wolverine

Το σχολείο του Φασιστικού Μυστικισμού εγκαθιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1930 από τον Niccolò Giani, μπορείτε να διαβάσετε σχετικά άρθρα εδώ και εδώ. Ο σκοπός ήταν να εκπαιδευτούν τα στελέχη των ηγετών του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. 

Ο Giani αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον όρο «Μυστικιστής» για να βαφτίσει τις ιδέες του αφού διάβασε τον ορισμό της έννοιας που έδωσε ο Γάλλος φιλόσοφος Louis Rougier: «Ο μυστικισμός είναι ένα σύνολο προτάσεων στις οποίες κάποιος εμμένει από την παράδοση ή από το συναίσθημα». Συνέλαβε την Ευρώπη χωρισμένη σε δύο μπλοκ: ένα πνευματιστικό που αναπτύχθηκε από την ανάπτυξη του ελληνολατινικού πνεύματος και ένα υλιστικό που γεννήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση. 

Καθώς οι δύο θέσεις ήταν ασυμβίβαστες σύμφωνα με τον Giani, αργά ή γρήγορα θα συγκρούονταν μεταξύ τους για να καθορίσουν ποια από τις δύο ήταν η ισχυρότερη (ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν, σύμφωνα με τον Giani, ένα πρώτο δείγμα της προφητείας του). Ο Giani υποστήριξε ότι ο υλισμός είχε διαμορφώσει έναν στρατηγικό άξονα που συνέδεε τη Μόσχα με το Λονδίνο, τους κομμουνιστές με τους φιλελεύθερους και ότι οι εφευρέτες αυτής της συμμαχίας ήταν οι Εβραίοι. 

Ως αποτέλεσμα, ο Φασιστικός Μυστικισμός διέδωσε τον αντιιουδαϊσμό και πρότεινε ότι η Ιταλία θα πρέπει να συνεργαστεί στενά με το Τρίτο Ράιχ για την επίλυση του Εβραϊκού ζητήματος. Σύμφωνα με τους Φασίστες Μυστικιστές, το βασικό χαρακτηριστικό του νέου Ιταλού ήταν η ικανότητα του να επιβάλλεται ενάντια στις αντιξοότητες. Το Φασιστικό μυστήριο θα ήταν έτσι πίστη και έργα, απόλυτη πεποίθηση αλλά ταυτόχρονα και απόλυτη ευθύνη. Αν και ο Φασιστικός Μυστικισμός παρουσιάστηκε ως ένα σαφώς Ιταλικό δόγμα, το αποτύπωμα ξένων στοχαστών όπως ο Friedrich Nietzsche ή ο Henri Bergson ήταν περισσότερο από εμφανές.

Οι δογματικές αρχές του Φασιστικού Μυστικισμού διατυπώθηκαν κυρίως από τον Niccolò Giani και τους στενότερους συνεργάτες του: Berto Ricci, Guido Pallotta, Ferdinando Mezzasoma, Giuseppe Bottai, Telesio Interlandi και Virginio Gayda. Ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι, κατά τη σύνταξη του «Programa per gioventù fascista») – που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1932 στο Giornale della gioventù fascista – συνεργάστηκε με το κίνημα περιγράφοντας τις πολιτιστικές κατευθυντήριες γραμμές που έπρεπε να ακολουθήσουν οι νέοι Ιταλοί για να γίνουν αυθεντικοί Φασίστες. Άλλοι υποστηρικτές του Φασιστικού Μυστικισμού ήταν ο παιδαγωγός Luigi Stefanini και ο δημοσιογράφος Paolo Orano. 

Ο Julius Evola συνεργάστηκε με τη Σχολή του Φασιστικού Μυστικισμού. Αποδέχθηκε τη θέση ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια ιστορική συνέχεια μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Φασιστικής Ιταλίας, αλλά υποστήριξε ότι, για να είναι αποτελεσματική αυτή η ιδέα, οι Φασίστες έπρεπε να επιστρέψουν στον Παγανισμό, απορρίπτοντας την Καθολική παράδοση. Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση του Έβολα στη Σχολή του Φασιστικού Μυστικισμού συνέβη επειδή ο φιλόσοφος προσπάθησε να διορθώσει δογματικά τον Φασισμό προκειμένου να οδηγήσει το κίνημα εκεί που δεν έφτασε ποτέ: την προώθηση υψηλότερων αξιών. Για το λόγο αυτό, για τον Έβολα, ο Φασιστικός Μυστικισμός δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή προσπάθεια (αν και μια καλοπροαίρετη προσπάθεια) να συγκροτηθεί μια λειτουργική ηθική. 

Ο Μουσολίνι είχε περιγράψει τον Φασισμό ως «την εκκλησία των χιλίων αιρέσεων» και ως μια «θρησκευτική προσέγγιση της ζωής που προωθεί την πνευματική κοινότητα». Υποστήριζαν ιδρυτές  ότι ο Φασισμός δεν χρειαζόταν να συγκροτηθεί ως ορθολογικό δόγμα, αλλά έπρεπε να αναπτυχθεί ως Μυθολογία στην οποία κάποιος θα προσκολληθεί μέσω της πίστης. Οι ιδρυτές της σχολής σκέψης προήλθαν από σπουδαστές πανεπιστημιακών σχολών και βρήκαν στέγη στον «Φασιστικό Οίκο» που ήταν μέρος του ινστιτούτου της Φασιστικής Κουλτούρας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 αρκετά Ιταλικά πανεπιστήμια δημιούργησαν τις δικές τους έδρες Φασιστικού Μυστικισμού. 

Κεντρικό ρόλο στην διεύθυνση τους έπαιξε ο αδερφός του Μουσολίνι Arnaldo. Η πολιτική μόρφωση και η πλήρης κατανόηση των αρχών του Φασισμού υπήρξε ο κύριος στόχος της σχολής ένας προορισμός που δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε συνθήκες πίεσης από τις αστικές δημοκρατίες και μέσα στην ρευστή καθημερινότητα του καθεστώτος. Ομιλίες συνέδρια και αρθογραφία ήταν μόνο μερικές από τις δραστηριότητες. 

Η έκδοση περιοδικών και βιβλίων υπήρξε βασική παράμετρος για την διαμόρφωση της σκέψης. Παρά την σύναψη συμφωνίας με το Βατικανό πάντα υπέβοσκε μια κρίση με την εκκλησιαστική εξουσία η οποία όμως φαινόταν χαμηλής ισχύος. Η χρήση του όρου «Μυστικισμός» απορρίφθηκε από την Καθολική Εκκλησία, η οποία συνέλαβε τη λέξη ως συνδεδεμένη με το καθαρά θρησκευτικό και όχι με το πολιτικό. Ωστόσο, ο Giani αρνήθηκε ότι η χρήση του όρου ήταν θρησκευτικής φύσης, έτσι ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο, ένας Φασίστας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Καθολικός ή ένας Καθολικός θα μπορούσε να είναι απόλυτα Φασίστας, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να επιλέξει μία από τις δύο θέσεις απορρίπτοντας την άλλη. 

Ο Μουσολίνι βλέποντας την δυναμική του Πάπα προσπαθούσε να υποτάξει μέρος της εκκλησίας χωρίς όμως να φέρνει την κατάσταση στα άκρα. Η άλλη μεριά όποτε ένιωθε την πίεση έσπευδε να καταγγείλει τον «παγανισμό» του καθεστώτος. Για τον Μουσολίνι ο Φασιστικός Μυστικισμός ήταν το αντίβαρο στην εκκλησιαστική εξουσία. Ο κορυφαίος Φασιστής φιλόσοφος Giovanni Gentile τόνιζε την ανάγκη να αντιπαρατεθεί ο Φασισμός με τον Καθολικισμό. 

Κορυφαία στελέχη της σχολής πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις ενώ ο πρωτοπόρος Niccolò Giani βρίσκει τον θάνατο στις 14 Μαρτίου του 1941 στα βουνά της Αλβανίας. Ο Giani προσφέρθηκε εθελοντικά σε μια επικίνδυνη αποστολή που περιελάμβανε την κατάκτηση μιας καλά εξοπλισμένης ελληνικής θέσης. Η επίθεση ήταν αρχικά επιτυχής με την κατάληψη της θέσης, αλλά ανασυντάχθηκαν, οι Έλληνες ηγήθηκαν μιας αντεπίθεσης με επικεφαλής τον Έλληνα αξιωματικό Ιωάννη Φουσκάκη που ανέκτησε τις χαμένες θέσεις. Ο Giani έπεσε στη σύγκρουση. 

Το περιοδικό L'Illustrazione Italiana έγραψε ότι ο Έλληνας αξιωματικός που τον είχε πυροβολήσει μέχρι θανάτου θα έλεγε ότι στη σύγκρουση ο Giani είχε σταθεί μπροστά του «σαν θεός ή δαίμονας». Ένα χρόνο αργότερα η Μαρία Σαμπιέτρο, η σύζυγος του κλήθηκε στη Ρώμη για να λάβει το χρυσό μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας στη μνήμη του συζύγου της. Με την ευκαιρία αυτή, αφού ζήτησε ακρόαση από τον Μουσολίνι ζήτησε να επιτραπεί στον κουνιάδο της και στον αδελφό της Άλντο Σαμπιέτρο να φύγουν για την Αλβανία. 

Ο τελευταίος, με τη βοήθεια του Έλληνα αξιωματικού Φουσκάκη, ο οποίος είχε ηγηθεί της ελληνικής περιπόλου που είχε συγκρουστεί με τον Ιταλό Μυστικιστή στις 10 Ιουνίου 1942 βρήκε το πτώμα θαμμένο στο ελληνικό έδαφος. Η σορός μεταφέρθηκε στο μικρό στρατιωτικό νεκροταφείο της Κλεισούρας. 

Οι απώλειες κορυφαίων στοχαστών έφεραν το σταδιακό τέλος της σχολής που διαδραμάτισε τον δικό της ρόλο στην κληρονομιά της αντιδημοκρατικής σκέψης. Κορυφαίοι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με τα τεκταινόμενα της σχολής σκέψης ενώ μέχρι και σήμερα εκδίδονται σχετικά βιβλία και πανεπιστημιακές μελέτες.

«Η Φύση και ο Ρόλος του Νεοφασισμού»: Μία κριτική του «αριστερού φασισμού» στην μεταπολεμική Ιταλική Δεξιά

 

Μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης

Ο Gazpare Ferretti Fantauzzi ήταν βετεράνος πολεμιστής της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (RSI) και διετέλεσε ως Πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Μαχητών της RSI. Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Avanguardia» τον Ιούνιο του 2002.

Ο σύντροφος Gazpare Ferretti Fantauzzi δεν βρίσκεται πιά ανάμεσα μας. Ήταν επικεφαλής της Εθνικής Ομοσπονδίας Μαχητών της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, πολιτικός φρουρός της κοινωνικής και επαναστατικής, αντιπλουτοκρατικής και αντιμασονικής ουσίας του Φασισμού. Ο θάνατος του αποτελεί σοβαρή πολιτική και ανθρώπινη απώλεια για όσους σήμερα παλεύουν ενάντια στους ίδιους θανάσιμους εχθρούς που επιθυμούσαν την στρατιωτική ήττα του Ευρωπαϊκού Φασισμού.

Θέλουμε να θυμηθούμε τον σύντροφο Gaspare δημοσιεύοντας την ομιλία με την οποία  ανοίξει τις εργασίες του το συνέδριο «Επαναστατική Εναλλακτική στο Σύστημα» που πραγματοποιήθηκε την περασμένη 26η Μαΐου στην Civita Castellana. Θα είναι πάντα δίπλα μας και θα παλεύει μαζί μας! Ο δρόμος που χαράξαμε μαζί είναι αυτός που θα μας οδηγήσει στη νίκη!

ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ GAZPARE FERRETTI FANTAUZZI ΠΑΡΩΝ!

Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να εκπληρώσω το καθήκον μου να είμαι σήμερα μαζί σας. Ωστόσο θα ήθελα να σας εκφράσω τις σκέψεις της FNCRSI σχετικά με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και μαζί να εκφράσω την ελπίδα ότι μπορείτε να ξεκαθαρίσετε με διαύγεια τους λόγους της συμπόρευσης σας, ενόψει αυτής της μάχης που δεν θα είναι ούτε σύντομη, ούτε εύκολη.

Για να έχουμε ξεκάθαρες βάσεις για το μέλλον, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τρείς θεμελιώδεις παράγοντες από το παρελθόν.

1) Η λεγόμενη «δημοκρατία» γεννήθηκε μέσα από την αντίσταση που ξεκίνησε πριν τον εμφύλιο.

2) «Όταν η νέα αντιφασιστική νομενκλατούρα επέστρεψε στην Ιταλία, θεσπίστηκε μία μυστική συμφωνία: οι Ιταλοί θα δέχονταν να κυβερνηθούν από μία νέα πολιτική τάξη, που δεν θα τους ζητούσε να λογοδοτήσουν για το πως έζησαν την Εικοσαετία (1922-1942). Αυτή η συμφωνία ήταν επωφελής για πολλούς επιφανείς αντιφασίστες, καθώς δεν θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις ευθύνες της περιόδου 1922 - 1942 και μαζί την ενθουσιώδη προσκόλληση που έδειξαν στον φασισμό...»

3) Οι Ιταλοί διακατέχονται από την ηλιθιότητα να θέλουν να χτίσουν το έθνος τους με τύπους σαν τον Μπαντόλιο που το 1944 δήλωνε σε έναν Άγγλο δημοσιογράφο: «Ούτε ο βασιλιάς, ούτε εγώ, έχουμε επέμβει ποτέ στους συμμάχους για να μειώσουν τους βομβαρδισμούς τους. Όσο περισσότερο βομβαρδίζονταν οι Ιταλοί από τους συμμάχους, τόσο περισσότερο θα μισούσαν τους Γερμανούς» (R. Zangrandi, «1943: 8 Σεπτεμβρίου», Feltrinelli, Μιλάνο 1967).

Η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού που γεννήθηκε από την απομάκρυνση του Μπαντόλιο, ορίστηκε από τον Τσόρτσιλ ως «μία συμμορία εξαιρετικά ανάξια εμπιστοσύνης», ενώ οι Ιταλοί, δεδομένης της παρουσίας σε αυτήν πολιτικά απαξιωμένων προσώπων (Ορλάντο - Νίτι - Μπονόμι) έβλεπαν σε αυτή την σαρκαστική εκταφή του ONB (Opera Nazionale Balilla) που υπήρξε ο πιο ευεργετικός και αποτελεσματικός θεσμός του φασιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια τόσο οι αριστεροί, όσο και οι δεξιοί προσποιούνταν ότι πολεμούσαν το σύστημα από τα σπλάχνα του οποίου είχαν γεννηθεί.

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ

Η φύση και η λειτουργία των φαινομένων, των γεγονότων, των πραγμάτων, κλπ είναι έννοιες που συνδέονται με μία αμοιβαία εξαρτημένη σχέση. Αυτό που θα μπορούσε να πεί κανείς officium presupponit naturam.

Τα εθνικά και ξένα αντικομμουνιστικά κέντρα προσποιήθηκαν ότι δεν κατάλαβαν το αληθινό νόημα της λεγόμενης Καμπής του Σαλέρνο, που επιβλήθηκε πλήρως από τον Στάλιν στο πλαίσιο της νέας σοβιετικής στρατηγικής με στόχο την ταυτόχρονη εμπλοκή των ιταλικών, γαλλικών και ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων. Μόνο η Γιουγκοσλαβία έμεινε εκτός.

Στην Ιταλία ο αντικομμουνιστικός μηχανισμός τελειοποιήθηκε με την δημιουργία του MSI, με πρωταρχικό στόχο να συγκεντρώσει τους «ρεπουμπλικάνους φασίστες», κυρίως τους νέους, έξυπνους και πρόθυμους για εκδίκηση, να τους ελέγξει και εν συνεχεία να τους εξουδετερώσει και να τους εκμεταλλευτεί για χάρη του ατλαντικού καθεστώτος. Όλα αυτά με την υποχρέωση να καταγγείλει τα «επικίνδυνα περιθωριακά στοιχεία» του νεοφασισμού. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορία του σύγχρονου FAR (Fasci di Azione Rivoluzionaria), την καταγγελία του στην αστυνομία και την συνακόλουθη δίκη.

Δεν άργησε να συνειδητοποιηθεί ότι υπήρχε μία μυρωδιά «σαπίλας» γύρω από την ηγεσία του MSI, η πολιτική της οποίας αποκαλύφθηκε ως εντελώς αντιφασιστική και σαφώς αντίθετη με τις προθέσεις των πρώτων οπαδών του Κινήματος, πολλοί από τους οποίους αποστασιοποιήθηκαν με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερα πράγματα έξω από αυτό. Εν τέλει γνώρισαν μόνο τον εξοστρακισμό και τις καταγγελίες.

Αλλά είναι κατανοητό ότι όσοι παρέμειναν στο MSI και του έδιναν την ψήφο τους για περίπου 50 χρόνια δεν κατάλαβαν πραγματικά ότι η σύνδεση με τους μοναρχικούς, η προσχώρηση στο Ατλαντικό Σύμφωνο και το ΝΑΤΟ, η υποστήριξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η υποστήριξη του Ισραήλ εναντίον του Νάσερ και των Παλαιστινίων, η αποθέωση του Ντε Γκώλ, της Δύσης, των ΗΠΑ, του Ίαν Σμίθ, της Νότιας Αφρικής που συμμάχησε με το Ισραήλ, της Γαλλικής Αλγερίας, των Ελλήνων συνταγματαρχών και των Τούρκων στρατηγών, κλπ, κλπ ήταν απολύτως αντίθετες με τις πολιτικές που υποστήριζε ο Μουσολίνι και ο αυθεντικός φασισμός.

Οι «εκατόνταρχοι του Ισραήλ» (όπως τους ορίσαμε) υποσχέθηκαν να χτίσουν οδοφράγματα σε περίπτωση που ο Καντάφι ερχόταν στην Ιταλία (επειδή είχε διώξει 30.000 φιλοϊσραηλινούς Ιταλούς, μαζί και πολλούς Εβραίους της Λιβύης) αλλά όταν ήρθε ο δολοφόνος Τίτο (που έσφαξε χιλιάδες και έδιωξε 35.000 από τα ιταλικά εδάφη) δεν κούνησαν το δάχτυλο τους.

Χρόνια νωρίτερα είχαν χειροκροτήσει τον απαίσιο Αλμιράντε, όταν από μία αντικομμουνιστική και φιλοαμερικανική προοπτική, δήλωσε ότι «σε αυτή την κατάσταση δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων. Η τελευταία ελπίδα για την Ιταλία είναι μία λύση στα πρότυπα της Ελλάδος» (σσ. εννοεί την Χούντα των Συνταγματαρχών).

ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ

Ο λεγόμενος «νεοφασισμός» είναι ένα κακό που πλήττει ορισμένους οπορτουνιστές και μία μεγάλη μάζα υποκειμένων που έχουν αποκηρύξει στην ουσία τον φασισμό, αλλά δεν έχουν το θάρρος να το κάνουν ρητά και επίσημα, προφανώς για να μην εμφανιστούν ως προδότες της Ιδέας (βλ. σελ. π.χ. ΑΝ). Είναι ένα σύνδρομο, παρόμοιο με τον αναλφαβητισμό, που πλήττει όσους, παρά το γεγονός ότι έχουν μάθει την ορθοδοξία - ως σύστημα σκέψης συμβατό με ένα δεδομένο πολιτικό δόγμα - έχουν κατανοήσει και βιώσει μόνο την ορθοπραξία της ορθοδοξίας.

Μπορεί όμως να υπάρξει και παραποίηση, αφού λόγω του προβλήματος της αντίθεσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, δίνεται μεγαλύτερος χώρος στην πράξη ως κριτήριο αλήθειας. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο φασισμός, ενώ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη δογματική ορθοδοξία, δυστυχώς ευνόησε την τάση προς αυτή την απόκλιση, κυρίως μέσω της υπερβολικής εξύψωσης του βολονταρισμού, αν και αυτό έγινε με την αξιέπαινη πρόθεση να προσελκύσει στις τάξεις του εκείνους τους αξιόλογους ανθρώπους που για διάφορους λόγους έμειναν αδρανείς.

Ο Φασισμός προϋποθέτει να παραμένετε απρόσβλητοι από οποιαδήποτε ασθένεια - και να το έχετε αυτό υπόψη σας όταν ρωτάτε τον εαυτό σας «γιατί πολεμώ;» - προϋποθέτει αξιώνει και απαιτεί να είστε «ένα Τάγμα Πιστών και Αγωνιστών!».

πηγή: http://fncrsi.altervista.org/

KULTURKAMPF: Ο Νίτσε προειδοποίησε: «Γράψε με αίμα και θα ανακαλύψεις ότι το αίμα είναι πνεύμα».

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στο βιβλίο του Paul Sérant, “Ο Φασιστικός Ρομαντισμός” του 1971, διαβάζουμε: 

Μία εκ των τελευταίων ημερών του Παρισιού πριν από την απελευθέρωση. Ένας νεαρός πολιτοφύλακας, απογοητευμένος από την αποτυχία της Εθνικής Επανάστασης του Βισύ, συναντώντας τον Robert Brasillach σε ένα πάρκο, του εκμυστηρεύτηκε: «Εξάλλου, είμαστε αναρχοφασίστες». 

Αυτό το επεισόδιο ευχαρίστησε τόσο πολύ τον συγγραφέα, που αποφάσισε να μείνει στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια να παραδοθεί, να υποβληθεί σε μια γελοία και διαβόητη δίκη και να καταλήξει στην πυρά για όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 6 Φεβρουαρίου 1945, με μια φωτογραφία της μητέρας του πάνω στην καρδιά και ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του. 

Ήταν ένα πολύ νεαρό ταλέντο γαλλικών «γραμμάτων», που  εκφράζει στα μυθιστορήματα, τα δοκίμια, τα θεατρικά έργα του καθώς και στα περισσότερα άρθρα που εμφανίζονται στα περιοδικά των “Συνεργατών” μια βαθιά και άμεση αίσθηση για τη νιότη, τη φιλία, τη χαρά της ζωής και την αναζήτηση για μια πιθανή ευτυχία. 

«Ζούμε σε αυτήν την εξέχουσα αξιοπρέπεια του προσωρινού, που είναι τόσο αντίθετο με την αστική αντίληψη της ζωής. Αν αυτό είναι φασισμός - και είναι φασισμός - δεν είναι χρωματισμένος με έναν σκωπτικό και ανάλαφρο τρόπο που τον κάνει, με τους τρόπους και τις χειρονομίες του, να μοιάζει με τον αναρχισμό;».

Ακριβώς αυτούς τους αναφαίρετους λόγους αντιπροσωπεύει ο φασισμός στα μάτια του. Ως μαθητής στο διάσημο λύκειο του ”Λουδοβίκος ο Μέγας”, θυμάται, «Υποψιάζομαι ότι πρώτα από όλα ήμασταν αναρχικοί στην ιδιοσυγκρασία, όπως οικειοθελώς διαβάσαμε στην «Le Canard Enchainé» (σατυρική εφημερίδα της άκρας αριστεράς) και την “L'Action Française”(πρωτοφασιστική εφημερίδα). Είχαμε μπερδεμένες ιδέες και αηδία για τον σύγχρονο κόσμο για δεκαοκτώ χρόνια και επίσης μια συγκεκριμένη υποκειμενική πρόταση για αναρχία»

Το έργο “Η ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου” δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1939, γραμμένο μαζί  με τον φίλο και γαμπρό του Maurice Bardéche, όπου η επιλογή του πεδίου των δύο συγγραφέων είναι εμφανής, αλλά ο Brasillach εκτιμά το θάρρος πάρα πολύ για να μην αποτίει φόρο τιμής και σε εκείνους που τοποθετούνται στην αντίπαλη μεριά. 

Για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη, όταν «οι Καταλανοί αναρχοσυνδικαλιστές συγκέντρωσαν τους εργάτες και ξεχύθηκαν στους δρόμους», προκαλώντας την αποτυχία της εξέγερσης των στρατευμάτων του Φράνκο. Και προσθέτει: «...αντιπροσωπεύει μια από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Ο «φασιστικός σοσιαλισμός» του Drieu la Rochelle (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 


Ο Pierre Drieu La Rochelle ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς. Παραγνωρισμένος στα σχολικά προγράμματα στη Γαλλία, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες για διανοούμενους μη κομφορμιστές, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία ο Ezra Pound ή ο Berto Ricci

Ο Drieu παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της προπολεμικής «κρίσης» του φιλελεύθερου και αστικού κόσμου, στην οποία επιχείρησαν ο κομμουνισμός και ο φασισμός να δώσει απάντηση. 

Είναι αυτές τις μέρες, στις 15 Μαρτίου το 1945, που αυτοκτόνησε αηδιασμένος από την ήδη υπάρχουσα αλλά και επερχόμενη παρακμή. Είναι από τους αγαπημένους εμπνευστές σκέψης μου, οπότε και με αφορμή τον θάνατο του θα κάνω κάποιο μικρό αφιέρωμα. Είναι ένα πνεύμα που αξίζει πραγματικά να ασχοληθείτε. Εγώ θα σας δώσω μέσα και από αυτό το άρθρο και από άλλα φυσικά, δείγματα του πνεύματος και της σκέψης του.

Το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle δημοσίευσε το εξαίσιο πολιτικό έργο του, ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ένα κρίσιμο βιβλίο για την κατανόηση της πολιτικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Σε αυτό το έργο ο Drieu εξέτασε την ασυνέπεια των δύο κατηγοριών, «αριστερά-δεξιά», όπως ήδη εκδηλώθηκε στην εποχή του, εκείνη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. 

Φορτωμένες με σχεδόν μεταφυσικές αξίες στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες είναι ιστορικά κινητές, τα περιεχόμενά τους είναι ανταλλάξιμα και μπορούν να συγχωνευθούν σε νέες συνθέσεις. Αυτή ακριβώς ήταν η σύνθεση, ή η προσπάθεια μιας σύνθεσης, που παρήγαγε τον φασισμό ως σύγκλιση και συγχώνευση μεταξύ εθνικισμού και σοσιαλισμού. 

Μια προσπάθεια που βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και ίσως, από την εποχή των Ιακωβίνων και τη ρομαντική εποχή, με όλα τα συνδεδεμένα φαινόμενα που αφορούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία. 

Ο Pierre Drieu La Rochelle ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε καθόλου απολογητικούς τόνους. Στο έργο του, ενώ τηρούσε ιδανικά την προσπάθεια, διατήρησε μια ορισμένη απόσπαση ως διανοούμενος που κατέγραφε τις τάσεις της εποχής του. 

Δεν δίστασε – μαζί με την εκτίμηση διαφόρων πτυχών όπως τις καινοτόμες και επαναστατικές, «αριστερές» – να τους υποβάλει σε κριτική μαζί με άλλες πτυχές των φασιστικών καθεστώτων και των γαλλικών κινημάτων που εμπνεύστηκαν από τον φασισμό και που κατά τη γνώμη του, δεν είχαν ακόμη επιτύχει μια αποτελεσματική σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και έθνους. 

Θα έλεγα ότι στον Drieu, ήταν δύσπεπτος ο «χορωδιακός κομφορμισμός», όπως έγραφε. Από την άλλη αναπόφευκτα συνδέθηκε με τη μαζική συναίνεση που απολάμβαναν οι φασισμοί, κάτι που ο Pierre Drieu La Rochelle κατανοούσε τέλεια ακόμη και ως «ελευθεριακός» που ήταν γράφοντας στο βιβλίο του αυτό: 

«Η ελευθερία έχει εξαντληθεί, ο άνθρωπος πρέπει να αποκατασταθεί στα πιο σκοτεινά του βάθη. Είμαι εγώ που το λέω – εγώ, ο διανοούμενος, ο αιώνιος ελευθεριακός».

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

In memoriam: Franco Anselmi, 6 Μαρτίου 1978

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο» (1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του. 

Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα, πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον Giusva Fioravanti.

Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς τρομοκράτες και από την αστυνομία. 

Ο Anselmi είχε  μαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισε  στους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑR  αποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα», εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών ακτιβιστών.

Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια. 

Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα χρόνια.

Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία. 

Ο Franco και ο Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιού  Centofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι και  οι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να φύγουν από το μπάνιο. 

Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά». 

Τα αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο πρώτος μάρτυρας των NAR, θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.

Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης Ρωμαίων νεοφασιστών.

Η περίεργη περίπτωση του Φασιστικού κινήματος στην Κούβα, μεταξύ Φαλαγγισμού, Περονισμού και Καστρισμού (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Δημοσιεύτηκε εδώ

Mετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Η “Κουβανική Φαλαγγα” Cuban Falange,  ήταν μια Φασιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους Antonio Avendaño και Alfonso Serrano Vilariño τον Ιούνιο του 1936 και εμπνεύστηκε από το μοντέλο της Ισπανικής Φάλαγγας. Υπήρξε μέχρι το 1940, όταν διαλύθηκε από το μιλιταριστικό και φιλοαμερικανικό καθεστώς του Fulgencio Batista, που απέρριπτε περιφρονητικά τη φασιστική ιδεολογία, θεωρούμενη ως επαναστατική και λαϊκή. 

Η δραστηριότητα της κουβανικής φάλαγγας και η αναζήτηση μιας τρίτης εθνικής οδού, που ευνοήθηκε από τη βοήθεια της Ισπανίας, πιθανότατα τρόμαξε τον Batista, οδηγώντας τον στη δημοσίευση του νόμου που απαγόρευε τα πολιτικά κινήματα τα οποία έκαναν ειδική αναφορά σε ξένα κινήματα παρόλο που η κουβανική φάλαγγα ήταν ρητά εθνικιστική και πατριωτική.

Το 1941 ο Batista κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση του Βισύ και παραχώρησε περαιτέρω βάσεις στο Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών στο νησί, επίσημα για να παρακολουθούν συνεχώς τα ιταλογερμανικά ανθυποβρυχιακά πλοία. Λόγω του καθεστώτος Κάστρο που εμφανίζεται από τη δεκαετία του 1950, είναι δύσκολο σήμερα να βρούμε λεπτομερείς πληροφορίες για αυτό το ελάχιστα γνωστό κίνημα, το οποίο έφτασε να έχει πάνω από πέντε χιλιάδες υποστηρικτές το 1938.

Υπάρχουν μερικές περίεργες θεωρίες στα ισπανικά που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε μια διείσδυση πολυάριθμων Κουβανών Φαλαγγιτών στο «Κίνημα της 26ης Ιουλίου» (M 26-7), το λαϊκό κίνημα που ξεκίνησε την «κουβανική επανάσταση», με την επίθεση στους στρατώνες Moncada, που συνέβη στις 26 Ιουλίου 1953, η αρχή της ανόδου του Fidel Castro. Σίγουρα το Κίνημα της 26ης Ιουλίου και ο ιδρυτής του, δεν ήταν μαρξιστές στην αρχή και εμπνεύστηκαν από την ελευθεριακή και αντιιμπεριαλιστική σκέψη του εθνικού ήρωα και ποιητή José Martí.

Και εκτός από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, πολλοί αγωνιστές του Movimiento Nacionalista Revolucionario και πολλοί νέοι διαφορετικών ιδεών, προσχώρησαν στο M 26-7. Μόνο αργότερα η κουβανική επανάσταση βασίστηκε στη μαρξιστική δυναμική και δεν είναι εντελώς λάθος να πιστεύουμε ότι ήταν ένα σημείο καμπής που επιθυμούσε ο στρατηγικός νους του Castro, για τις πολιτικές ευκαιρίες που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Αυτό θα δικαιολογούσε τη βοήθεια του Ernesto Che Guevara και του Castro, να κάνουν τους Κουβανούς Φαλαγγίτες να εκπατριστούν χωρίς αντίποινα, υπό τον όρο ότι αυτές οι θεωρίες που εξακολουθούν να είναι θεωρίες συνωμοσίας είναι αληθινές.

Όσο αληθοφανείς κι αν είναι οι θεωρίες, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων αποχρώσεων του «Καστρισμού», αρκεί να ανατρέξουμε στα πολιτικά γεγονότα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι σήμερα, την χριστιανική μεταστροφή του ηγέτη, τον ισχυρό κουβανικό εθνικισμό και τον «όχι πολύ ορθόδοξο οικονομικό μαρξισμό» που τον καθιστά έναν άτυπο κομμουνισμό. Για να μην υποτιμήσουμε τις ιδεολογικές συγκλίσεις μεταξύ του «Καστρισμού» και των επαναστατικών παραρτημάτων του «Περονισμού», αφού ο ίδιος ο ίδιος ο Peron είπε: «Η κουβανική επανάσταση έχει το ίδιο σημάδι».

Εν ολίγοις, ένα είδος αμερικανολατινικής αλληλοβοήθειας (με εθνικιστική και αντιιμπεριαλιστική λειτουργία), την ίδια που ο Castro φαίνεται να μην περιφρονούσε και αργότερα τις προσωπικές του σχέσεις με τον Hugo Chávez, του οποίου τις «φασιστικές - περονιστικές» παρορμήσεις φαινόταν να ανέχεται αν δεν τις συμπαθούσε θα λέγαμε, όπως όταν συνέκρινε τον Lenin με τον Mussolini ή όταν δήλωνε δημόσια περονιστής μπροστά στην πρόεδρο της Αργεντινής Cristina F. Kirchner, ξεκινώντας με το: «Είμαι περονιστής της αλήθειας».

Κάποιοι βέβαια θα φέρουν αντιρρήσεις  ότι σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να βρεθεί κάποια «φαλαγγίτικη» ιδεολογική μήτρα ή συνέχεια στον «Καστρισμό», λόγω των απλών μιλιταριστικών και καθολικών - κληρικών θέσεων του «Φρανκισμού» (Στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με το "caudillismo" τύπου Μπατίστα). Επίσης και ότι ακόμη και ο αρχικός «Φαλαγγισμός» του Antonio Primo de Riveraπου ενέπνευσε την κουβανική Φάλαγγα, ήταν πολύ μακριά από τον «Καστρισμό», πιο συγκρίσιμος σε ορισμένες αποχρώσεις με τον αρχικό ιταλικό φασισμό και την RSI. Σίγουρα είναι εμβληματική  η αποδοχή του Κάστρο της έννοιας του Χριστιανισμού στη σοσιαλιστική και λαϊκή εξαίρεση, ήδη πολιτιστική κληρονομιά του λατινοαμερικανικού σοσιαλιστικού εθνικισμού, που απομακρύνει όλο και περισσότερο την Κούβα από τον μαρξιστικό αθεϊσμό. 

Ο ίδιος ο Chàvez σε μια δήλωση σε βίντεο στις 28 Ιουνίου 2007 (όπου διευκρίνισε ότι ο σοσιαλισμός του ήταν εθνικός, χριστιανικός και όχι μαρξιστικός), αναφέρεται στην εμπιστοσύνη που του έδωσε ο πρόεδρος της Νικαράγουας Daniel Ortega, στον οποίο ο ίδιος ο Castro τον συμβούλεψε κατά την πρώτη επέτειο της Επανάστασης του Ιουνίου του 1980, να ξαναχτίσει έναν κατεστραμμένο καθεδρικό ναό, συμβουλή που δεν έγινε αποδεκτή από τον Ortega, τότε άθεο, ο οποίος τώρα έχει επίσης προσηλυτιστεί στον «Λαϊκό Χριστιανισμό».

Το βέβαιο είναι ότι, στη Λατινική Αμερική όπως και στον αραβικό κόσμο, είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν με ετικέτες τα κινήματα, σύμφωνα με προκαθορισμένα πρότυπα, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, τα όρια είναι ασαφή και προκαλούν ιδιαίτερα, συναρπαστικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα.

Berto Ricci

 

Η φασιστική αντι-αστική τάξη πρέπει, πάνω απ' όλα, να μην είναι απλώς πολεμική. Πρέπει να είναι κατασκευή, εκπαίδευση. Ο αστός δεν υπάρχει μόνο στο καθαρό κράτος. 

Ο αστός είναι μέσα μας, στον καθένα μας, με τις απαρνήσεις και τις φιλοδοξίες του, με τις υποτιμήσεις του και τις αμφιβολίες, την ιδιαιτερότητά του ως άτομο, ως οικογένεια, ως τάξη, η επιθυμία του για πλούτο, ο -ιδιαίτερος- φόβος του για τη φτώχεια.   

Ο φόβος του για το θάρρος του, το κουβάρι των επιθυμιών του, την αποξένωση του από τη φυσική ζωή και από το μεγάλο μέρος της φύσης που χρειάζεται για τον πολιτισμένο άνθρωπο για να μην παραμορφωθεί ο πολιτισμός στην πιο ασήμαντη βαρβαρότητα.

Ο αντιαστικός αγώνας είναι επομένως, στην ύψιστη σημασία του, μια ωμή εκπαίδευση για όλους μας. 

Ένας-ένας, γιατί μόνο μια φασιστική ανθρωπότητα, στην οποία κανείς δεν ψάχνει δικαιολογίες και κανείς δεν βρίσκει, όλοι δέχονται καθήκοντα και όλοι τα λαμβάνουν, θα μπορεί να αναγνωρίσει την υπεροχή του πνεύματος, να εκθρονίσει τον πλούτο από τη ζωή.

Berto Ricci

Σκέψεις για τον Περονισμό: του Αdriano Romualdi (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ένα από τα πιο σύνθετα πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας είναι αναμφίβολα ο «Περονισμός». Από τη μια πλευρά αυτός είχε κάποιες συμπάθειες και κάποιες συγγένειες με τα ευρωπαϊκά Φασιστικά καθεστώτα και η γενική του θέση ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό και μεταξύ των ρωσικών και αμερικανικών εναλλακτικών, θυμίζει αυτή των Φασιστικών κινημάτων μεταξύ 1920 και 1945. Από την άλλη πλευρά, έχει έναν έντονο αυτόχθονο, νοτιοαμερικανικό χαρακτήρα, έτσι που μπορεί να φαίνεται σαν μια παραλλαγή του Caudillismo και των στρατιωτικών δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής. Τέλος, η μακροχρόνια εξορία του Peron, η μετωπική αντίθεση στη στρατιωτική ολιγαρχία και η έλξη του «Καστρισμού», έχουν μπερδέψει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές γραμμές της εικόνας σε σημείο να τις καθιστούν σχεδόν ανεξήγητες.

Το αίμα που χύθηκε πριν από ένα μήνα μεταξύ δεξιών και αριστερών Περονιστών, η αποχώρηση Campora και η ανάληψη της προεδρίας από τον Peron, είναι ίσως το προοίμιο μιας επερχόμενης διευκρίνισης. Εν τω μεταξύ, παραμένει το πρόβλημα της  ανάλυσης του φαινομένου του Περονισμού, από πολιτική και κοινωνική σκοπιά. Ένας από τους πιο οξυδερκείς μελετητές του Περονισμού, είναι αναμφίβολα ο Ιταλο-Αργεντινός κοινωνιολόγος Gino Germani. Στο δοκίμιο του “Integracion Politica de las Masas y el Totalitarianismo” και στο βιβλίο “Κοινωνιολογία του Εκσυγχρονισμού”, μελέτησε κινήματα φασιστικού τύπου και μεταξύ αυτών τον Περονισμό, ως φαινόμενο «κινητοποίησης» των μαζών σε μια εποχή κρίσης.

Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από αυξημένη «κοινωνική κινητικότητα». Όταν η κοινωνική κινητικότητα αποκτά ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς, η κοινωνία δεν είναι σε θέση να την απορροφήσει μέσα στα συνηθισμένα κανάλια και τότε γεννιούνται μαζικά εξτρεμιστικά κινήματα. Για τους Γερμανούς η κινητοποίηση μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. 

Πρωτογενής όταν οι τάξεις εισάγονται για πρώτη φορά στη διαδικασία κινητοποίησης, δηλαδή τα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού. 

Δευτερογενής, όταν η κινητοποίηση αφορά ήδη κινητοποιημένες τάξεις, όπως η κατώτερη μεσαία τάξη όταν βρίσκεται «εκτοπισμένη» από την κοινωνική κρίση ή από τον πληθωρισμό. 

Η διαφορά μεταξύ Περονισμού και Φασισμού θα συνίστατο στο γεγονός ότι, ενώ ο Φασισμός ήταν προϊόν μιας «δευτερογενούς κινητοποίησης», δηλαδή της έκφρασης της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης που μπήκε σε κρίση στη μεταπολεμική περίοδο, ο Περονισμός θα ήταν ένα φαινόμενο «πρωταρχικής κινητοποίησης» των εργατικών τάξεων και των υποπρολετάριων. Εν ολίγοις, ο «Περονισμός» ήταν ουσιαστικά ένα «λαϊκιστικό», «εθνικολαϊκό» κίνημα.

Αυτή η διευκρίνιση κοινωνιολογικού χαρακτήρα, είναι ακριβής. Ο Περονισμός είναι ένα φαινόμενο στα όρια μεταξύ του «Φασισμού» - από τον οποίο συμμερίζεται ορισμένες αυταρχικές τάσεις και τον αντικομμουνισμό - και ενός είδους λαϊκής δημαγωγίας, που στόχευε στις μάζες των Αργεντινών αποκληρωμένων ανθρώπων. Ακόμη και τα Φασιστικά και τα Ναζιστικά καθεστώτα ήταν «λαϊκίστικα». Ήταν ο Mussolini που δήλωσε ότι ήταν απαραίτητο να «πάμε προς τον λαό» και ποτέ η λέξη «λαός» (Volk) δεν ακούστηκε τόσο πολύ στη Γερμανία, όσο κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών του Τρίτου Ράιχ. Παρόλα αυτά, προέκυψαν Φασιστικά κινήματα ως αντίδραση ενάντια στην πολύ ορμητική «πρωτογενή κινητοποίηση» του προλεταριάτου που έγινε κάτω από μπολσεβίκικες φόρμουλες και συνθήματα. Ήταν κινήματα που αναπτύχθηκαν στο έδαφος της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης, που βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική αναταραχή των προλετάριων που ελέγχονταν από τις κόκκινες οργανώσεις.

Φυσικά η «δευτερεύουσα κινητοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων στον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό, δεν στόχευε μόνο ενάντια στο μπολσεβικικό προλεταριάτο αλλά και ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την κερδοσκοπία, τα τραστ, ως εκφράσεις μιας απάνθρωπης οικονομίας που απειλούσε την ίδια την μικροαστική και μεσαία τάξη και του ιδιόρρυθμου κόσμου της. Αλλά αναμφίβολα, τα Φασιστικά κινήματα κατέληξαν να συμμαχήσουν με τις παραδοσιακές άρχουσες τάξεις. Στην Ιταλία καθώς ο Φασισμός σταδιακά έγινε καθεστώς, ταυτιζόμενος με τη Μοναρχία και το εθνικιστικό κίνημα, έδωσε όλο και μεγαλύτερο χώρο στην ανώτερη αστική τάξη και στις παλιές ολιγαρχίες, λιγότερο θαρραλέες και λιγότερο γενναιόδωρες από εκείνες τις πιο μετριοπαθείς, αλλά και πιο ενεργητικές, κοινωνικές δυνάμεις που ήταν στις απαρχές του Φασισμού. Αυτή η ταλάντωση του Φασισμού ανάμεσα στους δύο πόλους, τον μικροαστικό, αυτό τον πιο γνήσιο και ιδεαλιστικά Φασιστικό και τον μεγαλοαστικό, μοναρχικό, συντηρητικό και υπολογιστικό, σκιαγράφησε ο De Felice με μεγάλη ιστορική οξύνοια.

Στην Αργεντινή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διαφορετικό φαινόμενο. Η βάση του Περονισμού δεν συμμάχησε ποτέ με τις παλιές ολιγαρχίες της Αργεντινής, που ποτέ δεν έκρυψαν την αποδοκιμασία τους για τη «δημαγωγία» του Peron και ωρίμασαν την αντίθεση τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Φασισμού, εδώ υπήρχε ακριβής οριοθέτηση προς τα δεξιά, ενώ - εκτός από τον γενικό αντικομμουνισμό - δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρη προσέγγιση προς την αριστερά. Αυτό κατέστησε δυνατό ότι κατά τη μακρά απουσία του στρατηγού, στη μαρξιστική ιστοριογραφία έγινε μια προσπάθεια να απεικονίσουν τους φασισμούς ως καθαρή «αντίδραση». 

Κι όμως αυτοί διέφεραν από τις  «δικτατορίες της ανάπτυξης» των μη ευρωπαϊκών χωρών - στις οποίες ανήκει ο Περονισμός - λόγω της πολυπλοκότητας του πολιτιστικού τους περιεχομένου και της συγκεκριμένης απάντησης που έδωσαν στην «κρίση του πολιτισμού». Καθώς προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις αντίστοιχες χώρες τους, ο Φασισμός, ο Ναζισμός, η Σιδηρά Φρουρά και όλα τα άλλα Φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1930 αναζήτησαν επίσης μια νέα επαφή με την παράδοση. Η δική τους ήταν μια «συντηρητική επανάσταση»: εξ ου και η πρωτοτυπία τους σε σύγκριση με τον Περονισμό και τις δικτατορίες ανάπτυξης.

Αλλά αυτή ακριβώς την πρωτοτυπία δεν μπορεί να έχει ένα φαινόμενο όπως ο Περονισμός, που γεννήθηκε σε μια χώρα φτωχή σε παραδόσεις. Όμως παρόλα αυτά, ο εθνικός συνδικαλισμός του, ως η τρίτη δύναμη μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, μπόρεσε να ασκήσει στη νεολαία της Λατινικής Αμερικής την ίδια γοητευτική απήχηση που ασκούσαν παρόμοια συνθήματα πριν από σαράντα χρόνια.

5η Δεκεμβρίου 1981: Ο Alessandro Alibrandi βρίσκει έναν όμορφο θάνατο

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Στις πύλες της Ρώμης, πριν από 42 χρόνια, σε ηλικία 21 ετών, σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, βρίσκει τον θάνατο ο Alessandro Alibrandi, ένας από τους πρωταγωνιστές του ένοπλου εθνικιστικού αγώνα στην Ιταλία. Όταν οι νέοι του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος - MSI, και του Μετώπου Νεολαίας, Fronte della Gioventu, άρχισαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη φωτιά και τις σφαίρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το 1975, στη Ρώμης ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Ένοπλος Πυρήνας (NAR) ως ένδειξη πολιτικής ένοπλης αντίδρασης. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες ιταλικές πόλεις, οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στο Σαλέρνο, τον Ιούλιο του 1973, ο Carlo Falvella, φοιτητής και μαχητής του FUAN, (του εθνικιστικού φοιτητικού κινήματος), μαχαιρώθηκε. Στην Πάντοβα, τον Ιούνιο του 1974, οι Gianluca Giralucci και Giuseppe Mazzola δολοφονήθηκαν μέσα στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μίκης Μάντακας, Έλληνας φοιτητής και ακτιβιστής του FUAN, πυροβολήθηκε θανάσιμα από αριστερό ένοπλης ομάδας. 

Στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1975, ο Sergio Ramelli, φοιτητής και ακτιβιστής του Μετώπου Νεολαίας, δολοφονείται από φοιτητές της Ιατρικής αριστερούς, με βάναυσα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένια εργαλεία, ενώ και πάλι στη Ρώμη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μάριο Ζιτσέιρι, φοιτητής και μαχητής του Μετώπου της Νεολαίας, πυροβολείται μπροστά στα γραφεία του κινήματος από αριστερούς.

Ήταν η αρχή του ένοπλου εθνικοεπαναστατικού αγώνα, από νεαρούς 18ρηδες που είδαν ότι πλέον η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία και ότι το κόμμα τους είχε σχεδόν εγκαταλείψει και μάλιστα συζητούσε και με το … δημοκρατικό τόξο της εποχής μόνο για πολιτικά θέματα, χωρίς καμιά αντίδραση.

Έτσι ξεκίνησαν να απαντούν και όχι μόνο ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στο Σύστημα δολοφονώντας αστυνομικούς, δημοσιογράφους και δικαστές. Ένας από αυτούς τους νεαρούς ακτιβιστές, ο Alessandro Alibrandi, υπηρέτησε για πρώτη φορά στο Μέτωπο της Νεολαίας, στη συνέχεια, στο FUAN, και τελικά, αγκάλιασε τον ένοπλο αγώνα, και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Επαναστατικού Ένοπλου Πυρήνα, ΝΑR.

Η πρώτη ένοπλη δράση στην οποία συμμετείχε ήταν ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στο Borgo Pio στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1977. Κατηγορούμενος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του ακτιβιστή της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη, ένοπλη αριστερή ομάδα) Walter Rossi, το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1977, συνελήφθη, μαζί με άλλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, αλλά αθωώθηκε από την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάστηκε για σωματικές βλάβες. 

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Alibrandi, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός άλλου μαθητή της Lotta Continua, του Roberto Scialabba, τον Φεβρουάριο του 1978, και των αστυνομικών, Straullu και Di Roma, στο «Οκτώβριος 1981. Τον κατηγόρησαν ορισμένοι μετανοούντες φυλακισμένοι που συμμετείχαν σε διάφορες εκτελέσεις. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τον Ρωμαίο δικαστή, ο Alessandro Alibrandi αποφάσισε να πάρει το δρόμο της φυγοδικίας.

Τον Ιούλιο του 1981, έφυγε στον Λίβανο και εντάχθηκε στο κίνημα Maronite Falange που πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί των NAR στην Ιταλία συνελήφθησαν από την αστυνομία και ο Alessandro αποφάσισε να επιστρέψει για να σχηματίσει το "Nuovi Nar" μαζί με τους λίγους επιζώντες. Αλλά ο χρόνος πλέον έφτανε στο τέλος, αυτής της περιπετειώδους ζωής. Ο Alessandro, ενώ ο κλοιός του καθεστώτος σφίγγει, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει και να δολοφονήσει τον αστυνομικό Angelino, ο οποίος τον είχε συλλάβει πριν καιρό ως ύποπτο για μια δολοφονία δικαστή και τον είχε χτυπήσει πολύ άσχημα μέσα στο κελί του.

Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου 1981, με τον αχώριστο Sordi και δύο άλλους βετεράνους της εμπειρίας του Λιβάνου, τον Belsito και τον Ciro Lai, ο "Alì Babà", έτσι τον φώναζαν, αποφασίζει ότι είναι η ιδανική μέρα για την εκτέλεση του αστυνόμου. Αλλά όταν η ομάδα φτάνει στο σπίτι του αστυνομικού, δεν υπάρχει ίχνος από τον Αντζελίνο. Έτσι, οι τέσσερις έφυγαν και άρχισαν να περιπλανιούνται στη Ρώμη. Φτάνουν στο Labaro, ένα χωριουδάκι στη Φλαμίνια. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι με φρούτα και λαχανικά.

Σταματούν και αγοράζουν μερικά μανταρίνια. Λίγο μετά περνά ένα αστυνομικό αμάξι και οι τέσσερις νεαροί αποφασίζουν να πάρουν θέση και να περιμένουν να επιστρέψει για να αφοπλίσουν τους αστυνομικούς (ένας από τους τρόπους να προμηθεύονται όπλα και σφαίρες, ο άλλος ήταν οι ληστείες σε τράπεζες). Αλλά το αυτοκίνητο δεν έρχεται. 

Στις 12.50, ενώ ο Alibrandi κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και τρώει ένα μανταρίνι, περνά ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, το οποίο ξαφνικά κάνει μια όπισθεν και σταματά μπροστά από τον "Alì Babà", ο οποίος σε δέκατα του δευτερολέπτου αποφασίζει να ενεργήσει, όπως είχε κάνει στο Μιλάνο, τραβώντας το πιστόλι του και έτσι ξεκινά το χάος. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν, ο αστυνομικός που καθόταν στο πίσω κάθισμα δέχεται αρκετές, ενώ οι δυο μπροστινοί, μπόρεσαν αν και τραυματισμένοι να βγουν και να καλυφθούν ανταποδίδοντας τα πυρά, που ήδη έριχναν και οι άλλοι τρεις νεαροί.

Ο Sordi τραυματίζεται ενώ ο Allesandro πέφτει στο έδαφος αιμόφυρτος. Τότε οι τρεις καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα ζόρισαν και μπαίνουν μέσα στο περιπολικό με τον ήδη νεκρό αστυνόμο και το σκάνε. Σε μια οδό εγκαταλείπουν το όχημα και κλέβουν με την βία ένα άλλο. Ο Alibrandi, μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώνεται ο θάνατος του. Πεθαίνει έτσι ένας από τους πιο αγαπητούς νεοφασίστες της Ρώμης. Φίλος των Φαλαγγιτών Χριστιανών, και σούπερ-ενθουσιώδης οπαδός της Λάτσιο, ο «Αλί Μπαμπά» θα παραμείνει ο «απαγορευμένος μύθος» γενεών νεοφασιστικών ακτιβιστών σε όλη την Ιταλία. Όταν πέθανε, φορούσε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του με μια χρυσή ηλιακή σβάστικα.

Ας μην βιαστούμε να κρίνουμε τις πράξεις και τις επιλογές του νεαρού. Την περίοδο εκείνη, η επιβίωση ενός εθνικοεπαναστάτη ήταν μόνο η ένοπλη άμυνα η οποία, μετατράπηκε σε επίθεση για λόγους που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με εκείνα τα χρόνια. Οι νεαροί εκείνοι συναγωνιστές έδωσαν την ζωή τους στις πλατείες, στους δρόμους, καθημερινά δίνοντας άνισες μάχες ενάντια στα σκυλιά του καθεστώτος, την αριστερή λαίλαπα που κυριαρχούσε παντού, αλλά και ενάντια στο ίδιο το σύστημα, μαχόμενοι για την Ιδέα, για την μεγάλη Ιδέα της επανάστασης των Εθνών. 

Εκείνα τα παιδιά δεν ήταν απλοί πατριώτες του καναπέ που απλά ασχολούταν μόνο για μια βουλευτική καρέκλα, ήταν αληθινοί μαχητές, ήταν αυτοί που έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νεαρούς εθνικιστές να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο ενάντια στην κρατική και αριστερή βία.

«…και να αισθάνεσαι μέσα σου ότι στα είκοσι σου χρόνια προσπαθείς να δώσεις ένα νόημα στην επανάσταση σου…»

Συναγωνιστής Alessandro Alibrandi: Presente!

Η συνέντευξη του Gabriele Adinolfi που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αποστάτης» (Νοέμβριος 2022)

 

Αγαπητέ συναγωνιστή, σε ευχαριστούμε για τον χρόνο και την τιμή. Πες μας λίγα λόγια για σένα για όσους δεν σε γνωρίζουν. Που και πότε γεννήθηκες και πότε εντάχθηκες στο Ιταλικό κίνημα. Από όσο γνωρίζουμε είσαι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Terza Posizione. Πες μας λίγα λόγια για εκείνη την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν καθώς και την συνεισφορά αυτής της οργάνωσης.

Γεννήθηκα στη Ρώμη πριν από 67 χρόνια. Ξεκίνησα να κάνω ακτιβισμό το 1968, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Πήγα πρώτα στην τοπική οργάνωση του MSI της γειτονιάς μου για λίγο καιρό και μετά σε φοιτητικές οργανώσεις. Συμμετείχα και σε αρκετές εξωκοινοβουλευτικές (Fronte Studentesco, Avanguardia Nazionale, Lotta di Popolo). Το 1976 ήμουν ένας από τους ιδρυτές της Lotta Studentesca που ενάμιση χρόνο αργότερα θα γίνει  η  Terza Posizione (τρίτη θέση). Εν τω μεταξύ, είχαμε αποκτήσει  εμπειρίες στον κόσμο των αγροτών και της εργατικής τάξης.

Όταν ιδρύσαμε αυτό το κίνημα , ήμουν 22 χρονών και ο παλαιότερος. Εκείνες τις μέρες ο δρόμος ανήκε περισσότερο στην αριστερά που γινόταν όλο  και πιο βίαιη και προστατεύονταν από το δικαστικό σώμα και τον τύπο. Ήταν η στιγμή που ειπώθηκε το μακάβριο: "η δολοφονία ενός φασίστα δεν είναι έγκλημα". Και στην πραγματικότητα, σχεδόν κανένας δεν πλήρωσε για τις περισσότερες από τριάντα δολοφονίες  συντρόφων. Κάποιοι λίγοι που έχουν καταδικαστεί έχουν υποστεί γελοίες κυρώσεις. Και μιλάμε για άγριες δολοφονίες, με ανθρώπους έμειναν  περισσότερο από ένα μήνα στην εντατική πριν πεθάνουν. Ή ακόμα και παιδιά έκαψαν ζωντανά στα σπίτια τους οι αριστεροί, όπως τα αδέρφια Mattei (22 και 8 ετών!) των οποίων ο δολοφόνος, ο Achille Lollo, φυγάς στη Βραζιλία που περιμένει την απόφαση μετά από τόσα χρόνια,  μιας ελαφριάς ποινής και έγινε ακόμη και μέρος της κυβέρνησης  του προέδρου Lula.

Όλοι όμως κρατήσαμε τον δρόμο ούτως ή άλλως, αντιμετωπίσαμε χτυπήματα και ανταποδώσαμε επίσης και, καταφέραμε να προχωρήσουμε πολιτικά στα σχολεία, στις γειτονιές της εργατικής τάξης. Αναγεννήσαμε τον πολιτικό λόγο της εποχής και βλέπω ότι αφήσαμε το σημάδι μας στον εθνικό-επαναστατικό κόσμο σχεδόν παντού στον κόσμο. Στη συνέχεια, ήρθε η τελική καταστολή και πολλοί από εμάς περάσαμε πολλά χρόνια στη φυλακή ή καταφέραμε να δραπετεύσουμε και, όπως στην περίπτωση μου, να κρυβόμαστε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήμουν για είκοσι χρόνια στο κυνήγι, αλλά δεν σταμάτησα ποτέ την πολιτική, την  πνευματική, οργανωτική και μαχητική μου δέσμευση στον ακτιβισμό.

Θεωρείσαι από τους εμπνευστές και καθοδηγητές της Casa Pound. Πως βλέπεις την σημερινή πορεία της και ποια η πρόταση σου για όσους θέλουν να ακολουθήσουν αυτό το μοντέλο οργάνωσης σκέψης και δράσης;

Δεν είναι ακριβώς σωστό. Αυτή η εντύπωση προέρχεται από την αρχική μου ισχυρή υποστήριξη για εκείνο το κίνημα  που ήταν οι πρώτοι νεαροί  που είχαν σηκώσει το γάντι  της πρόκλησης και έσπευσαν να παλέψουν με μεγάλη ικανοποίηση και χαρά για το μέλλον. Ένα υψηλού επιπέδου υπαρξιακό και πολιτιστικό εργαστήριο γεννήθηκε.

Αλλά μετά πήραν ένα μονοπάτι που με πολλούς τρόπους δεν είναι δικό μου. Μετατράπηκαν σε ένα είδος κόμματος που μπήκε στα σχήματα και πατήματα  της κλασικής δεξιάς. Κατά τη γνώμη μου, κατέβασαν πολύ τον πήχη των ικανοτήτων τους και διέκοψαν αυτή τη δυναμική ακτιβισμού  για την οποία θαυμάζονταν από όλους.

Πότε ιδρύθηκε το ινστιτούτο Polaris και ποια η αφορμή για αυτή την κίνηση; Ποια είναι τα βιβλία που έχεις εκδώσει, ποια η θεματολογία τους και πως μπορεί κάποιος να τα προμηθευτεί;

Το Polaris ως κέντρο μελέτης γεννήθηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια,  το περιοδικό πριν από έντεκα χρόνια. Ήδη κρυμμένος στο Παρίσι, είχα δημιουργήσει ένα κέντρο μελέτης, Orientementi & Ricerca, το οποίο είχε ζήσει για περίπου δέκα χρόνια. Ο λόγος για την πρωτοβουλία μου αυτή  βασίζεται στην ιδέα μου για την πολυαπασχόληση σε όλα τα θέματα θα μπορούσα να πω. Εννοώ ότι διάφορα εργαλεία πρέπει να είναι κινούμενα ώστε κάθε ένα να επιδιώκει έναν διαφορετικό στόχο, αλλά όλα κοινά.

Το κέντρο μελέτης πρέπει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των αναλύσεων και των προτάσεων. Και είναι ακριβώς  στο σημείο ότι στο τεύχος 1, πριν από έντεκα χρόνια, εξετάστηκε η υπόθεση των μεγάλων επιδημιών και ορίστηκε ότι το ενδιαφέρον των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών θα μπορούσε να συνεπέσει με αυτό των ολιγαρχιών. Όπως και έγινε.

Αντιμετωπίσαμε κοινωνιολογικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, οικολογικά ζητήματα. Το τελευταίο τεύχος, ακριβώς έξω, αφορά το Grand Reset. Για αυτό το κέντρο μελέτης έχουμε συγκεντρώσει εμπειρογνώμονες και ακαδημαϊκούς υψηλού επιπέδου. Με αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να ξεκινήσουμε διάλογο με τοπικές διοικήσεις, πανεπιστήμια, πρεσβείες, επιχειρηματικές οργανώσεις, συνδικάτα. Έχουμε κινήσει συζητήσεις που οδήγησαν σε πολιτικούς από τη δεξιά και την αριστερά, ακόμη και από τον ΟΗΕ, να μιλήσουν μαζί μας.

Ο στόχος είναι η σπορά και η δημιουργία νέων δικτύων σχέσεων. Μπορούμε να το ονομάσουμε τακτική Gramsci. Αλλά θα ήταν αυτοσκοπός αν δεν υπήρχαν πολλά άλλα θέματα που ασχολούνται με άλλους στόχους. Όπως πολιτικές πληροφορίες, εσωτερική εκπαίδευση, πολιτικές σχέσεις, σχηματισμός στελεχών και ακόμη και διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Το Polaris είναι ένα αστέρι ενός γαλαξία όπου βρίσκουμε τα Landsknechts της Ευρώπης (μια ευρωπαϊκή συνεργασία Ιδεών), το EurHope (στις Βρυξέλλες) και άλλες δημιουργίες όπως το kulturaeruopa.eu, το Accademia Europa online και άλλα. Η δέσμευση είναι σε διάφορα επίπεδα και δεν περιορίζεται στην Ιταλία.

Όσο για μένα, προσπαθούμε επίσης να κάνουμε χρήση της φιγούρας μου και να ασκήσουμε πολιτικές και πολιτιστικές επιρροές. Αυτό συμβαίνει με τις διαλέξεις μου, τις συνεντεύξεις μου, τα blogs μου και τα βιβλία μου. Αυτά είναι πολλά. Ορισμένα έχουν μεταφραστεί, στα γαλλικά και στα ισπανικά. Έχουν να κάνουν επίσης με τα «χρόνια του μολυβιού», με εμπειρίες από την περίοδο της ζωής ως φυγάδες, με ιδεολογικά οράματα όπως ο Μύθος της Ευρώπης ή η Τορτούγκα. Η λίστα είναι μεγάλη και μπορεί να βρεθεί στη wikιpedia στην καταχώρισή μου. Ορισμένα βιβλία μπορούν να αγοραστούν διαδικτυακά στο gabrieleadinolfi.eu στην ενότητα "αγορά online". Αλλά είναι στα ιταλικά.

Οι συνεντεύξεις σου στην «Ελεύθερη Τηλεόραση» αλλά και σε έντυπες εκδόσεις τα τελευταία χρόνια προκάλεσαν θετικότητα σχόλια ανάμεσα στους Έλληνες συναγωνιστές. Ποια η άποψη σου για τον Ελληνισμό και τους Έλληνες αλλά και για τους συναγωνιστές μας.

Χαίρομαι που έλαβα  κάποια θετικά σχόλια από τους Έλληνες συντρόφους. Η Ελλάδα είναι η μητέρα όλων μας. Εν τω μεταξύ, η οικογένειά μου προέρχεται από μια πόλη της Magna Graecia, την Νάπολη. Τα ελληνικά είναι η αληθινή παγκόσμια γλώσσα, η αληθινή παγκόσμια σκέψη, αυτή του Λόγου.

Παγκόσμια στην ανάδειξη των ταυτοτήτων, όπως και σε οποιαδήποτε αυτοκρατορική λογική, η οποία μπορεί να μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το μέλλον και να αμφισβητήσουμε τον παγκοσμιοποίηση χωρίς συνθηκολόγηση, όπως συμβαίνει με την τύχη των αντιδραστικών και, συνεπώς, των κλειστών στον εαυτό τους ατόμων που υπάρχουν στις τάξεις μας κατά κάποιο τρόπο. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφίας που δεν είχε καμία σχέση με τις ορθολογικές αφαιρέσεις των σύγχρονων, αλλά ήταν τρόπος ζωής.

"Kαι Ίων ειμί!" Θα έμπαινα  στον πειρασμό να πω επίσης, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου, όπως αναγνώρισα τον εαυτό μου στους Δελφούς. Ωστόσο, δεν μπορώ να δώσω μια ακριβή αξιολόγηση των Ελλήνων συντρόφων, γιατί δεν έχω ζήσει ποτέ στην Ελλάδα. Μπορώ να εκφράσω μόνο τις εντυπώσεις μου. Φαίνονται παθιασμένοι και μαχητικοί, λίγο ρομαντικοί και λίγο στωικοί. Πιθανότατα έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους μεσογειακούς συντρόφους: την τάση να κατακερματιστούν, να είναι ατομικιστές και να διαφωνούν με άλλους συντρόφους. Ελαττώματα που μπορούν να διορθωθούν εάν η υπερηφάνεια δεν συνδέεται με τον εαυτό του αλλά με κάτι υψηλότερο.

Μέσα από ποιες διαδικτυακές επάλξεις προωθείς τις ιδέες σου;

Facebook, twitter, telegram, η πλατφόρμα web της Accademia, και τα blogs.

Δεν μπορούμε να μην σε ρωτήσουμε για τον μάρτυρα Μίκη Μάντακα. Τι νιώθεις ως Ιταλός όταν ακούς αυτό το όνομα;

Ακόμα κι αν πέρασαν  σαράντα έξι χρόνια, θυμάμαι εκείνη την ημέρα σαν να ήταν σήμερα. Ο θάνατος του Μάντακα με χτύπησε για τα σύμβολα που τον συνοδεύουν. Εκείνη την εποχή στην Ιταλία πίστευαν ότι όλοι οι Έλληνες ήταν αριστεροί, και αντ 'αυτού ο μόνος μάρτυρας ήταν στο πλευρό μας. Ήταν τότε ο Έλληνας που έπεσε στη Ρώμη, σαν να σφράγισε τις ελληνορωμαϊκές ρίζες της Ευρώπης και του πολιτισμού.

Ήταν πάνω απ 'όλα ένας πεσμένος σύντροφος και για εμάς ο σύντροφος σήμαινε πολύ περισσότερα από το να είσαι  Ιταλός  ή  Έλληνας  γιατί εκείνα τα χρόνια  λέγαμε  ότι «η πατρίδα μου είναι όπου παλεύω για τις ιδέες μου». Σύντροφος , στον πόλεμο, είναι πέρα ​​από κάθε διάκριση. Φυσικά για εμάς το έθνος ήταν θεμελιώδες, αλλά ψηλότερα υπήρχε κάτι που το ξεπέρασε. Η θυσία του Μίκη σε μια ξένη χώρα τον ηρωοποιούσε  με ακραίο τρόπο.

Όταν ο σύντροφός μου Walter Spedicato πέθανε στην εξορία στο Παρίσι, η ιερή επιγραφή στη μνήμη του έφερε αυτή τη γερμανική φράση που επέλεξε ο Alain de Benoist. «Όποιος πέφτει για τις ιδέες του βρίσκεται στο σπίτι του ακόμη και σε μια ξένη χώρα». Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει ξένη γη για εμάς στην Ευρώπη.

Πως βλέπεις την σημερινή κατάσταση με την υγειονομική τρομοκρατία των κυβερνήσεων;

Σε αυτό αφιέρωσα ένα πολιτικό έγγραφο, με τίτλο Αντισώματα, το οποίο δημοσίευσα τον περασμένο Νοέμβριο. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις γραμμικές εξηγήσεις, τη λογική της δυαδικής γλώσσας και τους απλοϊκούς τρόπους έκφρασης. Ότι προκάλεσε ο Covid, σήμερα, εμείς το βιώνουμε σαν  μια ανθρωπολογική και διανοητική επανάσταση.

Η φαντασία του περασμένου αιώνα δεν αντιστοιχεί πλέον στην εξέλιξη της τεχνολογίας και σε αυτό που προκάλεσε. Από τη μετάλλαξη των σχέσεων μεταξύ χώρου και χρόνου στην ίδια φυσική κατάσταση. Αυτό που ονομάζεται Grand Reset είναι απλώς μια προσπάθεια να συνδυάσει το φανταστικό με την πραγματικότητα. Αυτό που πολλοί φοβούνται  και απαιτούν να ξορκίσουν προς αποτροπή δεν θα συμβεί αύριο, έχει ήδη συμβεί για πάνω από είκοσι χρόνια. Είναι το αποτέλεσμα της τεχνολογικής έκρηξης και της απορρύθμισης.

Για εκείνους που γνωρίζουν ότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός είναι πάντα ενωμένος και διχασμένος ταυτόχρονα, αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές διαφορές αντικατοπτρίζονται επίσης στην πρόκληση των εμβολίων και των οικονομιών στο Covid. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη γεωπανδημία.

Δεν έχει κανένα νόημα να αντιταχθούμε σε όλα αυτά προσπαθώντας να υπερασπιστούμε τα συντρίμμια του αστικού μοντέλου, αντίθετα πρέπει να «οδηγήσουμε την τίγρη» και να αντιταχθούμε σε άλλα οργανωτικά, οικονομικά, φιλοσοφικά και πολιτικά μοντέλα που πρέπει να δημιουργήσουμε αυτόνομα και τα οποία, όπως ένας ιός, πρέπει να εξαπολύσει μια πανδημία αναγέννησης.

Tι πιστεύεις για την σημερινή κατάσταση στην Ιταλία

Στην Ιταλία, όπως και αλλού, είμαστε μάρτυρες της εποχικής αποτυχίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δυστυχώς, αυτό μετατρέπεται σε κατάσχεση εξουσίας από τεχνικούς και πολιτικούς επιτρόπους. Στην πράξη, ο κομμουνισμός διαχειρίζεται το κεφάλαιο και μετατρέπει την κοινωνία σε κομμουνιστική ακριβώς μέσω του κεφαλαίου.

Στην Ιταλία, όπως παντού, δεν μπορούμε να ελπίζουμε για μια θεσμική πολιτική απάντηση: μπορεί να βρεθεί μόνο στην αυτόνομη οργάνωση των οργανικών πραγματικοτήτων που συνδέονται τόσο με την επικράτεια όσο και με τα συμφέροντα της κατηγορίας της. Όταν το κράτος παραιτείται από το ρόλο του επειδή δεν είναι πλέον σε θέση να το αναλάβει, και γίνεται φορολογικός συλλέκτης, φύλακας φυλακών και πωλητής καπνού, είναι απαραίτητο να καλυφθούν τα κενά που αφήνει πίσω και έτσι να σχηματιστούν οι εξουσίες των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει επίσης τη διαμόρφωση των ανθρώπων. Επειδή στον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό, τον υλισμό, υπάρχουν μόνο μάζες και άτομα, δεν υπάρχουν πλέον λαοί.

Όποιος σήμερα ονειρεύεται λαϊκές εξεγέρσεις είναι παραληρηματικός. Όπως και στον Ζαρατούστρα, σκεφτόμενος  να ταλαιωρήσει τον λαό, θα φύγει και θα κρατήσει ένα πτώμα στα χέρια του.

Πιστεύεις ότι ο Φασισμός είναι αυτό που έλεγε ο Mussolini «η εκκλησία των χιλίων αιρέσεων»; Ποια η θέση του Φασισμού στον 21ο αιώνα; Από τον Ιταλικό Φασισμό εκτός τον Mussolini ποια άλλα πρόσωπα θεωρείς κορυφαία στην ιδεολογική και οργανωτική συνεισφορά του κινήματος σας;

Ο Μουσολίνι ήταν η ιδιοφυΐα που κατάφερε να προτείνει στη σύγχρονη εποχή έναν τρόπο συλλογισμού και διαβίωσης που είναι αυτός των ιστορικών και φιλοσοφικών μας ριζών. Ο φασισμός για αυτόν δεν ήταν ποτέ σημείο άφιξης, αλλά παράμετρος για τη συνεχή σχεδίαση νέων συνθέσεων για το μέλλον.

Το 2021 πολλά από τα επιτεύγματα του φασισμού μπορεί να φαίνονται ξεπερασμένα επειδή η κοινωνία έχει αλλάξει ριζικά. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, ωστόσο, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει χωρίς υπερβολική προσπάθεια ότι οι συντεχνιακές απαντήσεις  που προέρχονταν από τον φασισμό θα ήταν επί του παρόντος η μόνη μη κομμουνιστική απάντηση, η μη ολιγαρχική και η  μη τρομοκρατική μέσα στη μετα-δημοκρατία και θα εγγυόταν τη συμμετοχή όλων, τα δικά τους πεπρωμένα.

Όχι μόνο αυτό: ο corporatism θα εξακολουθούσε να αποδεικνύεται ότι είναι η μόνη επαναστατική εναλλακτική λύση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό σήμερα, όπως χθες. Εκτός από αυτό, ωστόσο, το πνεύμα του φασισμού είναι θεμελιώδες, το οποίο είναι ένα κλασικό, ανδρικό και κοινωνικό πνεύμα. Που είναι πνευματικό, αισθητικό και υλικό. Και είναι τόσο «αιρετικά» ανοιχτό που πάντα αναζητά τη σύνθεση.

Θα έλεγα ότι, αν υπάρχει κάτι μέχρι και σήμερα, σήμερα το βρίσκουμε ακριβώς στον φασισμό. Όσο για τις ιδεολογικές συνεισφορές στο κίνημα μου, δεν περιορίζονταν μόνο στον ιταλικό φασισμό. Τους βρήκαμε και στη Ρουμανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Αργεντινή και στην πολιτιστική και πολιτική δέσμευση των νεοφασιστών πρωτοπόρων της δεκαετίας του '50 και της δεκαετίας του '60 στην Ιταλία, αλλά και στη Γαλλία με την ομάδα GRECE  καθώς και στο Βέλγιο του Jean Thiriart με αυτή την ονειρική προσπάθεια κατά της πρωτοπορίας που ήταν η Jeune Europe .

Και οφείλουμε επίσης κάτι  μικρό σε άλλες αιρέσεις, που δεν συμφωνούν ακριβώς με την Ιδέα μας για τον Κόσμο, όπως ένα μικρό μέρος του Γκωλικού ρεύματος ... Μερικοί συγγραφείς ή καλλιτέχνες, όχι φυσικά τόσο στο ύψος του φασίστα Pirandello, άλλα μας βοήθησαν να ανακαλύψουμε  τη δημοκρατική κωμωδία στα μάτια μας: όπως είναι ο διανοούμενος σαν τον Débord, ζωγράφος όπως ο Magritte ή σόουμαν όπως ο Gaber. Ο Julius Evola ήταν και είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η σφαγή στα βουνά της Ηπείρου το 1940 και ποιες οι ευθύνες τόσο της ελληνικής όσο και της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με την δική σου ανάγνωση της ιστορίας;

Όχι μόνο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αλλά θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί απολύτως. Κάθε πόλεμος μεταξύ των Ευρωπαίων είναι εμφύλιος πόλεμος, ακόμη περισσότερο μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων, που είναι οι πατέρες του πολιτισμού, και επιπλέον μεταξύ κυβερνήσεων που προσανατολίζονται με τον ίδιο τρόπο! Δυστυχώς, η ιταλική επέκταση στις θάλασσες, που τόσο μισούσε η Αγγλία, έπληξε επίσης την Ελλάδα. Φοβάμαι ότι η αντιπαράθεση ήταν τότε αναπόφευκτα τραγική. Η Ιταλία την αντιμετώπισε με υπερηφάνεια και απροσεξία και μπλοκαρίστηκε από τους Έλληνες που έδειξαν αξιοθαύμαστη υπερηφάνεια και μαχητικότητα. Στη συνέχεια, με την ιταλική και πάνω απ 'όλα γερμανική κατοχή, αυτή η υπερηφάνεια έγινε κομματική (μοναρχική ή κομμουνιστική) και αυτό απορρόφησε μεγάλη ενέργεια από την αιτία που θα έπρεπε να ήταν κοινή. Αλλά ποτέ δεν κλαίνε για το χυμένο γάλα. Προσπαθούμε να αντλήσουμε μαθήματα για το μέλλον.

Ποια η κληρονομιά της R.S.I. και πως αναγεννήθηκε το κίνημα μετά τον πόλεμο;

Ας συνοψίσουμε για τους αναγνώστες γιατί μιλάμε. Αφού οι σύμμαχοι προσγειώθηκαν στη Σικελία στις 25 Ιουλίου 1943, πραγματοποιήθηκε το Μεγάλο Συμβούλιο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Ο Μουσολίνι βρέθηκε  σε μειονεκτική θέση και στάλθηκε μήνυμα  στον Βασιλιά Βιτόριο Εμμανουέλ ΙΙΙ για τη συνολική διαχείριση του πολέμου.

Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς είχε συλλάβει τον Μουσολίνι και ανακοίνωσε ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Ζήτησε από τον Χίτλερ να στείλει γερμανικά στρατεύματα για να υπερασπιστεί την ιταλική επικράτεια και δεσμεύτηκε να πληρώσει όλα τα έξοδα για τα προς το ζην. Ήταν μια παγίδα επειδή οι Ιταλοί θα έπρεπε να γυρίσουν τα όπλα τους εναντίον των συμμάχων τους. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς υπέγραψε την προδοσία και έφυγε με τον πρωθυπουργό Badoglio πέρα ​​από τις γραμμές  του εχθρού. Οι ένοπλες δυνάμεις αφέθηκαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο ιταλικός στόλος, ο οποίος δεν είχε λάβει συγκεκριμένες διαταγές, βομβαρδίστηκε τέσσερις φορές την ίδια ημέρα από γερμανικά, βρετανικά και αμερικανικά αεροπλάνα.

Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Μουσολίνι απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία του στο Gran Sasso. Στις 23 Σεπτεμβρίου γέννησε την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία η οποία εξασφάλισε την υπεράσπιση της ιταλικής επικράτειας και εφάρμοσε ριζικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων. Το 1945, μετά την απώλεια του πολέμου, η RSI παρέδωσε τον ισολογισμό σε πλεόνασμα παρά την πολεμική οικονομία και τα έξοδα για τη συντήρηση των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών. Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι προσχώρησαν στο RSI, συμπεριλαμβανομένου ενός από τους ιδρυτές του κομμουνιστικού κόμματος, τον Nicola Bombacci, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους αντιστασιακούς την ίδια ημέρα με τον Mussolini, στις 28 Απριλίου 1945.

Για αυτό μιλάμε. Δεν συμμερίζομαι μια από τις κοινές πεποιθήσεις ότι η RSI  θα σήμαινε επιστροφή στην επαναστατική προέλευση μετά από έναν μακρύ κυβερνητικό συμβιβασμό. Πολιτικά αντιπροσωπεύει τη συνέχιση μιας σταδιακής αλλά συνεχούς επανάστασης που είχε πραγματοποιήσει ο Μουσολίνι για είκοσι χρόνια.  Οι μόνες διαφορές συνίστανται στο γεγονός ότι ο «αντιδικός»  του, ο αντιδραστικός, δεν ήταν πλέον παρών στα θεσμικά όργανα επειδή είχε φύγει προς τα νότια στα χέρια των εισβολέων και ότι ήταν επομένως ευκολότερο να επιταχυνθεί από τους ριζοσπαστικούς νόμους που, ωστόσο, υπέστησαν τις δυσκολίες μιας διχασμένης Ιταλίας, σε δύο και έναν πόλεμο που χάθηκε.

Η RSI όμως σήμαινε και κάτι άλλο. Ήταν η απόδειξη μπροστά σε όλον τον κόσμο  και κυρίως στον εχθρό, που την θαύμαζε, ότι οι Ιταλοί δεν ήταν τελικά δειλοί όπως έδειξε η προδοσία του βασιλιά και είχαν ακόμη την αίσθηση της τιμής.

Ακολούθησε η λεγόμενη «εκκαθάριση» με δεκάδες χιλιάδες δολοφονίες, μερικές τρομερές, και με την δαιμονοποίηση των Βετεράνων. Αυτό σηματοδότησε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Από τη θετική πλευρά, επειδή το να είσαι φασίστας μετά το 1945 σήμαινε να προχωράς με το κεφάλι ψηλά και να πληρώνεις ένα υψηλό τίμημα, εναντίον όλων. Αρνητικά επειδή η ιδέα της ήττας παρέμεινε στο DNA και επειδή η δυσπιστία για όλα και όλοι δεν μπορούσαν να διευκολύνουν την πολιτική δράση.

Έπειτα από κάποιες προσπάθειες δημιουργίας ενός πολιτικού φορέα και μετά τις προπαγανδιστικές και στρατιωτικές πράξεις του κινήματος FAR, δημιουργήθηκε το MSI το οποίο  ήταν ο πρωταγωνιστής αυτής της μνήμης προς το μέλλον. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει διανοητικά την ήττα και το κλείσιμο στον κόσμο, οπότε όταν, δύο γενιές αργότερα, οι ιστορικές συνθήκες του επέτρεψαν να εισέλθει στον κυβερνητικό χώρο, οι εκφραστές του δεν βρήκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να διώξουν από πάνω τους αυτό που τους παρέλυε.

Αυτό που σχεδόν ποτέ δεν έχει λυθεί στον ιταλικό νεοφασισμό είναι το κόμπλεξ. Ένα κόμπλεξ ενοχής, ένα κόμπλεξ δίωξης, ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Πράγματα που οι φασίστες δεν θα είχαν δοκιμάσει ποτέ και για τα οποία θα αισθανόταν αηδιασμένοι.

Κρίμα, γιατί η υπερηφάνεια και η επιμονή των χρόνων αγώνα και θυσίας, μετά από αιώνες και αιώνες φυλακών και δεκάδες και δεκάδες θανάτους, θα άξιζαν καλύτερα από τους αστούς και τους γονείς που ήθελαν μόνο να γίνουν αποδεκτοί

Τι προτείνεις για το μέλλον στους νεολαίους συναγωνιστές της χώρας μας που δηλώνουν Εθνικιστές, Εθνικοσοσιαλιστές και Φασίστες;

«Δύο άνθρωποι κοιτάζουν μέσα από τα ίδια κάγκελα, το ένα βλέπει τη λάσπη, το άλλο τα αστέρια». Αυτά τα λόγια του Λάνγκρι, ενός Θιβετιανού κληρικού του 11ου αιώνα, είναι θεμελιώδη, ανεξάρτητα από το μοντέλο που έχετε επιλέξει. Επειδή το μοντέλο πρέπει να λειτουργεί για να σας κάνει να γίνετε καλύτεροι και δυνατοί. Μόνο του δεν είναι αρκετό. Το να σας δηλώσω κάτι δεν σημαίνει ότι είστε κιόλας κάτι. Και ακόμη λιγότερο μπορείς πραγματικά να είσαι κάτι αν είσαι πολύπλοκος.

Ίσως είναι απαραίτητη η αναφορά σε ένα πολιτικό αρχέτυπο που αντιπροσωπεύει μια Ιδέα του κόσμου ριζικά διαφορετική από την κυρίαρχη. Κανείς  περισσότερο από τους Έλληνες  θα έπρεπε να το καταλάβει αυτό. Η παρακμή της νεωτερικότητας, η οποία είναι προοδευτική και μεσσιανική, βασίζεται στην Ουτοπία, δηλαδή σε ένα μοντέλο που θα εφευρεθεί, το οποίο δεν έχει κανόνες και το οποίο δεν επιτρέπει σε κάποιον να ενεργήσει πάνω του. Αντ 'αυτού, ο Μύθος κάνει ακριβώς το αντίθετο: σας διδάσκει ένα μοντέλο να το επαναλάβετε, να το ανανεώνετε, το οποίο ενεργεί πάνω σας και αντικατοπτρίζει όλα όσα ενεργείτε, θέτοντας το χώρο σε τάξη. Ο Κόσμος που λυγίζει το Χάος και εξάγει τη μορφή από την ύλη. Είναι ένα αιώνιο μοντέλο, το οποίο υπάρχει ήδη, και ως εκ τούτου μπορεί και πρέπει να πάντα να  μιμείται, και θα είναι πάντα έτσι.

Οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν ένα γραμματικό χρόνο που για εμάς τους μοντέρνους δεν είναι ποτέ μεταφράσιμος: τον αόριστο. Αυτός ο αόριστος, που είναι ένα παρελθόν χωρίς να είναι εντελώς παρελθόν, αναφέρεται στη σύλληψη του Όντος, την οποία οι Έλληνες, ας αναφέρουμε τον Παρμενίδη, είχαν αντιληφθεί και που αντιτίθεται στην παρακμή του Να γίνει, όπως ο Κόσμος ενεργεί στο Χάος και όπως ο Μύθος νικά την Ουτοπία.

Από όλους τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς, ο ελληνικός μπόρεσε να εκφράσει τη σοφία μέσω μυθολογίας όπως κανένας άλλος. Στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν όλες οι απαντήσεις σε οποιαδήποτε κατάσταση και είναι σαφέστατος ο δρόμος που πρέπει να πάρετε, πως θα βαδίσετε με ποιο τρόπο και κόστος και με ποια μεταμόρφωση. Ωστόσο, κάποιος πρέπει να είναι ισχυρά παρών και να αποκτήσει μια φωτεινή Ολυμπιακή γαλήνη. Προσέξτε να μην το αφήσετε αυτό όταν πρόκειται  αναλαμβάνετε πολιτικές αναφορές "καταραμένες", γιατί αν τις ερμηνεύσετε με σύγχυση, με θυμό, με σκοτεινό τρόπο, όλα θα καταστραφούν.

Τα τελευταία λόγια δικά σου προς τους αναγνώστες του περιοδικού μας.

Σου λέω τρία πράγματα. Πρώτα. Η Ευρώπη και ο Πολιτισμός χρειάζονται την  Ελλάδα και η Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ευρώπη (την οποία ίδρυσε στις Θερμοπύλες και τις  Πλαταιές) και χωρίς Πολιτισμό. Αφιερώνω τον εαυτό μου στη δημιουργία σχέσεων μεταξύ ποιοτικών ανθρώπων από όλη την Ευρώπη, ειδικά μέσω του Lanzichenecchi, το οποίο λαμβάνει τη μορφή συναντήσεων μεταξύ Ευρωπαίων, δύο εκ των οποίων, στην Ιταλία και τη Γαλλία, είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Υπάρχουν επίσης αναφορές στο διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Ισπανούς και τους Άγγλους, οι Έλληνες μιλούν συχνά άλλες γλώσσες και η συμβολή τους είναι ιδιαίτερα πολύτιμη.

Δεύτερο. Είναι άχρηστο να αισθάνεσαι αγωνία, άγχος ή ελπίδα σε μαζικές αντιδράσεις, σε βιαστικές πολιτικές λύσεις ή στις νίκες ενός λαϊκισμού που δεν έχει στρατηγική, ηγεσία, σχέδια και που παραμένει στο έλος της ιδέας ενός υλιστή και φιλελεύθερου κόσμου. Είναι οι συνειδητοί avant-gardes, οργανωμένοι και με ξεκάθαρες ιδέες, οι μόνοι που μπορούν πραγματικά να παίξουν στις πολιτικές και πολιτιστικές προκλήσεις. Και είναι να εκπαιδεύσουμε αυτούς τους πρωτοπόρους που πρέπει να ανησυχούμε, όχι πολιτικές λύσεις που στο χάος μπορούν να είναι φευγαλέες και εμφανείς.

Τρίτο. Ο καθένας πρέπει να καταλάβει ότι η ζωή ενός λαού δεν συμπίπτει με τη δική του, ότι τα πεπρωμένα των γενεών δεν μετριούνται από αυτό που ζει, ότι ο χρόνος δεν τελειώνει αύριο. Ακόμα κι αν η κατάσταση μπορεί να φαίνεται απελπισμένη, ακόμη και αν δεν βλέπουμε λύσεις που να προσφέρουν ελπίδα για το άμεσο μέλλον, πρέπει να είναι γνωστό ότι δεν θα είναι μερικές γενιές ηλιθίων, γεμάτες Ubris, που μπορούν να σκοτώσουν το πνεύμα της Ελλάδας, που ούτε καν αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας κατάφεραν να πνίξουν. Πρέπει να είμαστε σταθεροί, θαρραλέοι και πάνω απ όλα χαρούμενοι και αδάμαστοι και να κάνουμε ό, τι πρέπει να γίνει. Μπορεί να μην το δούμε, αλλά σε κάθε περίπτωση ξέρουμε ότι αυτό που είχε προβλεφθεί θα συμβεί μια μέρα: ο Απόλλωνας θα επιστρέψει και θα είναι για πάντα.