Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Φασισμός και εκπαίδευση (Die Griechische Zeitung)

 

Μια σύνοψη του φασιστικού εκπαιδευτικού συστήματος και η σχολή των μελλοντικών "φιλόσοφων-βασιλέων" (μεταρρύθμιση Τζεντίλε 1923)

Ο Τζεντίλε όντας Υπουργός Δημόσιας Παιδείας το 1923 επί κυβέρνηση του Ντούτσε, μαζί με τον Giuseppe Lombardo Radice, ανέπτυξε μια διαφορετική προσέγγιση φασιστικής κατήχησης και ανάδειξης των σπουδαιότερων μαθητών για την ανάληψη υψηλών ευθυνών στις κυβερνητικές θέσεις του Κράτους. 

Εν συντομία, θέσπισε να είναι υποχρεωτική η στοιχειώδης εκπαίδευση στα 10 έτη ( εκ των οποίων τα πέντε πρώτα χρόνια είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα υπόλοιπα είτε στο scuola media (θα λέγαμε το αντίστοιχο ΓΕΛ με ελληνικά δεδομένα) ή στο avviamento al lavoro (το αντίστοιχο ΕΠΑΛ) που έδινε γρήγορη πρόσβαση στα χαμηλά στρώματα του εργατικού δυναμικού).

Η κορύφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάμεσα και στις υπόλοιπες επιλογές των μαθητών, ήταν το liceo classico (Λύκειο) που για λίγα έτη θα έδινε την δυνατότητα εισαγωγής, μέσω εξετάσεων, στις πανεπιστημιακές σχολές. Το liceo classico προοριζόταν για τους λίγους, για τους πιο ταλαντούχους, για τους πιο ικανούς, για εκείνους που προορίζονταν από την φύση τους για μεγάλους ρόλους διακρίνοντας τους από την μάζα, τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας. 

Η αριστοκρατική αντίληψη αυτή απευθυνόταν μόνο σε άρρενες και όχι γυναίκες, καθώς ο ρόλος των γυναικών εθεωρείτο από την φιλοσοφία του Φασισμού, διαφορετικός του ανδρός και ως εκ τούτου επιδίωκαν την καλλιέργεια της γυναικός στα πρότυπα της και στον ιδανικό ρόλο της εντός της κοινωνίας. 

Εκτός αυτού, κατά τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας, οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να διαχειρίζονται θέσεις με υψηλό πνευματικό χαρακτήρα, γιατί δεν διακατέχονται από το απαραίτητο σθένος, τον χαρακτήρα και αυτοσυγκράτηση (χαρακτηριστικά που πίστευε οι γυναίκες δεν διακατέχονται από την φύση τους). 

Το βασικότερο περιεχόμενο διδασκαλίας  ήταν η ενασχόληση με την φιλοσοφία και την νομική καθώς αυτές ήτανε οι βασικότερες στοιχειώδεις γνώσεις για τους προοριζόμενους "φιλόσοφους-βασιλείς" της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1929 όμως, έπειτα από την Συμφωνία του Λατερανού, ήταν υποχρεωτική η εκμάθηση των θρησκευτικών (κάτι που ο Τζεντίλε, ενώ θεωρούσε απαραίτητο να διδάσκεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ευρύτερα στο λαό, στους μελλοντικούς "άρχοντες" δεν χρειαζόταν αυτή η ανάγκη, το μάθημα φιλοσοφίας ήταν πολύ ελεύθερο και δεν ακολουθούσε κάποιο κρατικό πρόγραμμα).

Σε δοκίμιο περί της "ενότητας του γυμνασίου και η ελευθερία των σπουδών" (1902) ο Τζεντίλε αναφέρει : "Οι σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι από την φύση τους αριστοκρατικές, η μάθηση για τους λίγους, για τους καλύτερους [...] επειδή προετοιμάζονται για επιστημονικές μελέτες, που δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός πέρα εκείνων των λίγων, τους οποίους η ευφυία τους προορίζει ή το οικογενειακό υπόβαθρο και ο πλούτος που μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλών ιδανικών" (*κάτι δηλαδή που ο φτωχός δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει).

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Evola και Nasser (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 

Συνεχίζοντας μια έρευνα της οποίας δόθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα σε ένα ιταλικό περιοδικό το “La Nazione Eurasia”, οι μελετητές εξέδωσαν ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Evola e l’ Islam«. Από την προσπάθεια οργανικής ανασυγκρότησης του οράματος του Evola για την ισλαμική παράδοση, προέκυψε μια εικόνα η οποία αν μερικές φορές φαίνεται ανακριβής σε ορισμένα στοιχεία και συχνά εξαρτάται από μια μάλλον προσωπική οπτική, αποτελεί ωστόσο μια αναπαράσταση εμπνευσμένη από την αναγνώριση του Evola για το τι είναι ουσιαστικά το Ισλάμ. 

Μια εκδήλωση του παραδοσιακού πνεύματος που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την «εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Το παρακάτω άρθρο – κριτική, άνοιξε μια πολεμική που προκύπτει από την πρόσφατη εκ νέου ανακάλυψη ενός άρθρου του Evola σχετικά με τη «χειραφέτηση του Ισλάμ». 

Το άρθρο χρονολογείται από μια εποχή, τη δεκαετία του ’50, κατά την οποία οι ιταλικοί φασιστικοί κύκλοι διατηρούσαν ακόμα ζωντανή τη μνήμη της φιλοαραβικής και φιλοϊσλαμικής θέσης που είχε αναλάβει η Ιταλία κατά τη διάρκεια του Φασιστικής Κυβέρνησης, καθώς και της αλληλεγγύης που τα χρόνια του παγκοσμίου πολέμου καθιερώθηκε μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα και των κινημάτων ανεξαρτησίας του μουσουλμανικού κόσμου. 

Από την άλλη πλευρά, το “Μανιφέστο της Βερόνας”, στο οποίο συνέχιζε να αναφέρεται μεγάλο μέρος των αγωνιστών του μεταπολεμικού φασισμού, είχε επισημάνει μεταξύ των βασικών σημείων της εξωτερικής πολιτικής της RSI (Κοινωνική Ιταλική Δημοκρατία) τον «απόλυτο σεβασμό προς εκείνους τους λαούς, ιδιαίτερα τους μουσουλμάνους που όπως και η Αίγυπτος, είναι ήδη πολιτισμένοι και ορθολογικά οργανωμένοι». 

Και ακριβώς στην Αίγυπτο, τη δεκαετία του 1950, η επανάσταση των “Ελεύθερων Αξιωματικών”, αφού έδιωξε τον κυβερνήτη μαριονέτα (φίλο του προδότη και φυγά βασιλιά της Σαβοΐας), ανακήρυξε τη δημοκρατία, κατάργησε την κομματική πολιτική, ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, εθνικοποίησε ξένο κεφάλαιο, έδιωξε τους Βρετανούς από τη Διώρυγα του Σουέζ, αρνήθηκε στρατιωτικές συμμαχίες λειτουργικές για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, χορήγησε άσυλο και βοήθεια στους εξόριστους του Τρίτου Ράιχ και ανέλαβε να οικοδομήσει έναν εθνικό σοσιαλισμό. 

Όλα αυτά που στη “Νασερική” γεωπολιτική προοπτική της ενότητας των αραβικών εθνών, θα είχε γίνει ένας πραγματικός παναραβικός σοσιαλισμός, βασισμένος στις πνευματικές προϋποθέσεις που παρέχει το Ισλάμ. Και όταν το 1956, μετά την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, η Αίγυπτος έπρεπε να αντιμετωπίσει την αγγλο – γαλλο – σιωνιστική επιθετικότητα, πολλοί από εκείνους που είχαν πολεμήσει συνειδητά ως πολιτικοί στρατιώτες ενάντια στις «δημοκρατικές πλουτοκρατίες της Δύσης» είδαν στην Αίγυπτο μια νέα γραμμή μετώπου ενάντια στους αιώνιους εχθρούς τους και εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στον αιγυπτιακό λαό και τον Προεδρό του, Gamal Abd el-Nasser. (1)

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Ernst von Salomon, το αριστοκρατικό μέλος των Freikorps: ο εξόριστος, ο απαγορευμένος καταστροφέας των πάντων, o εχθρός του σύγχρονου πολιτισμού (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 

Ο Ernst von Salomon ήταν ο παρίας, αυτός ο εξόριστος, καταστροφέας των πάντων, αφοσιωμένος στην περιθωριοποίηση που περπάτησε στα ερείπια από μάχη σε μάχη και πρόθυμος να καταστρέψει ακόμη και τον εαυτό του για να λιθοβολήσει τον σύγχρονο πολιτισμό. 

Κρεμασμένος στους κόλπους μιας παράλογης, καταστροφικής, αρρενωπής, αισθητικής, ηρωικής Kultur, ο von Salomon χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την «Zivilisation», με την παρακμή της  ορθολογικής και εγωιστικής αστικής τάξης, με επίκεντρο το συμφέρον του ατόμου μέσα σε μια κοινωνία που παρακμάζει.  

Ο Ernst von Salomon γεννήθηκε στο Κίελο της Γερμανίας το 1902, από μια οικογένεια μακρινής γαλλο-γερμανικής αριστοκρατικής καταγωγής. Μετά από αρκετές σχολικές αποτυχίες, ο πατέρας του τον μύησε σε μια στρατιωτική καριέρα. Ο νεαρός Ernst κοίταξε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με έκπληξη, για να ενταχθεί στα Freikorps το 1919. 

Όπως ο Junger, έτσι και αυτός ερμήνευσε τη φιγούρα της σύγχρονης εποχής ενάντια στην νεωτερικότητα του εικοστού αιώνα. Ενάντια στην  δημοκρατία των συμφερόντων, αυτή της Βαϊμάρης, ενάντια στα σύμφωνα των Βερσαλλιών και τις αξίες της αστικής Gestalt (αστική ασφάλεια, κοινωνικός έλεγχος, εμπορικό πνεύμα, οπορτουνισμός), η ζωή του von Salomon σημαδεύτηκε εξ ολοκλήρου από μια ιεραρχική-στρατιωτική αντίληψη, πάντα πολιτικοποιημένη, με στόχο την αντιπαράθεση και σε σύγκρουση εναντίον του οικοδεσπότη, εκείνου που αρνείται την ταυτότητα του άλλου. 

Στα Freikorps ο  von Salomon υπέστη τη γοητεία της βίας, που έγινε κατανοητή ως μια ερωτική και αισθητική παρόρμηση και σε αυτές τις παραστρατιωτικές και παράτυπες πολιτοφυλακές αναζητούσε τη λύτρωση του, την εκδίκηση του γερμανικού πνεύματος ενάντια στην «προδότρια» δημοκρατία.

Το 1922 καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση για τη δολοφονία του τότε υπουργού Εξωτερικών Walter Rathenau, αλλά εξέτισε μόνο λίγους μήνες από την ποινή του. Η εμπειρία του στα Freikorps, δημοσιεύτηκε στο περίφημο έργο του “Die Geächteten” (τα Απαγορευμένα), ένα ιστορικό και υπαρξιακό έπος των «στρατιωτών της τύχης» που οφείλουν  την αγριότητα τους στον εμφύλιο πόλεμο που σημάδεψε την αρχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πρωταγωνιστές πρώτα της σκληρής καταστολής κατά την οποία δολοφονήθηκαν η Rosa Luxemburg και ο Karl Liebknecht και τέλος της μακροχρόνιας τρομοκρατικής υπόθεσης που κορυφώνεται με τη δολοφονία του υπουργού Rathenau. 

Είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για την κατανόηση της ευρωπαϊκής ιστορίας που προετοίμασε τον εθνικοσοσιαλισμό και ταυτόχρονα, ένα μυθιστόρημα τρομακτικά επίκαιρο, αυτής της αισθητικής της βίας που είναι η βάση κάθε επανάστασης. Από τα “Απαγορευμένα” λοιπόν, προκύπτει σε ένα αυτοβιογραφικό κλειδί, το τρομερά βίαιο όραμα της πολιτικής και του πολέμου. 

Αυτές φαίνεται να είναι οι μόνες περιπτώσεις ικανές να απομακρύνουν τον σύγχρονο άνθρωπο από την αστική τάξη, να τον θέσουν πριν από την ακραία πράξη, την ολοκληρωτική αυτοθυσία, που αποκαλύπτει μια ιεράρχηση της κοινωνίας με βάση ένα αριστοκρατικό κριτήριο, ανώτερη από την αστική οικονομική αναλογία που διατάσσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τη νομισματική αρχή. 

Το έργο αυτό περιφρονεί τον αστό, τη μικρότητα του, τη μικροπρέπεια του, την οικονομική του αξία ως ομογενοποιητική δύναμη ικανή να εντάξει όλη την πραγματικότητα στη μορφή της. Στο βιβλίο “Überlegungen eines Unpolitischen” του Thomas Mann προτείνεται η ίδια δυναμική της σύγκρουσης στην οποία συμμετέχει ο δικός μας αιρετικός: «βαθιά κουλτούρα ενάντια στον επιφανειακό πολιτισμό, οργανική κοινότητα έναντι της μηχανικής κοινωνίας, ήρωες εναντίον εμπόρων, αίσθημα ενάντια στον συναισθηματισμό, αρετή έναντι του λογαριασμού». 

Εν ολίγοις, ο von Salomon  κατάλαβε ότι ο πόλεμος που διεξήγαγαν τα Freikorps (συχνά εκμεταλλευόμενα για δημοκρατικούς σκοπούς) και οι συγκρούσεις μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών, αποδείχθηκαν λειτουργικές για την αποκρυστάλλωση της αστικής τάξης, που τώρα κυριαρχεί. 

Αποστασιοποιήθηκε επίσης από την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία το 1933 και από τον εθνικοσοσιαλισμό, τον οποίο στο βιβλίο του θεωρεί ως συμβιβαστική εκπόρευση της αστικής ιδεολογίας. Ο Von Salomon κατέληξε στους καταλόγους των επαναστατών που αντιτάχθηκαν στο Τρίτο Ράιχ.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

O Έρνστ Ρέμ και ο Λαϊκός Στρατός

 

Γράφει ο Μαυρομετωπίτης

Ο Έρνστ Ρέμ, είχε σωστά διακριβώσει ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μία ιμπεριαλιστική σύγκρουση η οποία διακύβευε την μοιρασιά του κόσμου, των αποικιών και των αγορών μεταξύ των δύο κύριων ιμπεριαλιστικών μπλόκ της εποχής: την Αντάντ και την Γερμανική Αυτοκρατορία! 

Είχε πολύ σωστά κατηγορήσει τους αστούς πολιτικούς και την πλουτοκρατία ότι έμπλεξαν τον Γερμανό στρατιώτη σε μία μακροχρόνια θανατηφόρα περιπέτεια για χάρη των υψηλών καπιταλιστικών συμφερόντων. Ο άνθρωπος που τσάκισε τους κομμουνιστές στους δρόμους είχε πολύ σωστά διαγνώσει την ιμπεριαλιστική φύση των καπιταλιστικών πολέμων και το ποιος είναι ο ρόλος των λαϊκών μαζών σε ένα μοιραίο παιχνίδι που σκαρώνουν άλλοι για αυτούς. 

Μέσα στο έωλο αντικαπιταλιστικό του δράμα οραματίστηκε μία στρατιωτικοποιημένη κοινωνία στην οποία - όντας ο καθένας υπεύθυνος και χωρίς μία άκαπνη αστική τάξη να διατάζει -  οι πολιτικές θα υπαγορεύονται από τους στρατιώτες και έτσι και έτσι θα αποφεύγονται τα χειρότερα: (Για όλα αυτά ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ)

«Ο στρατιώτης ο οποίος θα πολεμήσει και θα πεθάνει για μία πολιτική πρέπει να έχει λόγο στην απόφαση αυτής της πολιτικής. Αν οι πολιτικές υπαγορεύονταν από τους στρατιώτες, οι οποίοι θα γνώριζαν ότι αν η πολιτική ήταν λανθασμένη τότε οι πρώτοι οι οποίοι θα βίωναν τα αποτελέσματα της θα ήταν οι ίδιοι, η ανθρωπότητα θα γλίτωνε από τρομερές δυστυχίες και θα διοικούνταν με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης».

Όταν ο Ρέμ ήταν αρχηγός του σώματος των SA εκπλήρωνε τον λαϊκό πόθο των μαζών: το όνειρο του ήταν η κατάργηση της ανίκανης Ράιχσβερ - ενός στρατιωτικού σώματος υπαγορευμένου από την δουλική συνθήκη των Βερσαλλιών - και η αντικατάσταση της με έναν Λαϊκό Στρατό, αποτελούμενο από τις εξοπλισμένες πλατιές μάζες που θα αναλάμβαναν να υπερασπιστούν την Νέα Σοσιαλιστική Πατρίδα. 

Το όνειρο του Ρέμ προϋπόθετε την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την κατάργηση της προνομιούχας κάστας των Γερμανών στρατιωτικών (σχεδόν όλοι προερχόμενοι από γαιοκτημονικές οικογένειες Πρώσων Γιούνκερς) που μόνο αμέτοχοι δεν ήταν για την σαπίλα και την παρακμή της Γερμανικής κοινωνίας αλλά και την ιμπεριαλιστική σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Οι Γιούνκερς αξιωματικοί αποτελούσαν μία κλίκα, ξεκομμένων από τον Λαό, "ευγενών" που κοιτούσαν αφ΄υψηλού τις στρατευμένες μάζες και δεν είχαν ουσιαστικό σημείο επαφής και επικοινωνίας μαζί τους. Δεν υπήρχε οργανική σχέση ηγεσίας - πλήθους αλλά κάθετη ιεραρχία με στοιχεία καταπίεσης.

Ο Ρέμ οραματιζόταν να είναι ο Στρατάρχης αυτού του Μεγάλου Λαϊκού Γερμανικού Στρατού που φυσικά θα έσβηνε για πάντα τα αστικά κατάλοιπα και την μοναρχοδεξιά αντίδραση. Δυστυχώς τα σχέδια του προσέκρουσαν πάνω στην ακροδεξιά κλίκα του Χιτλερισμού με αποτέλεσμα την γνωστή «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών».

Τα όνειρα του Ρέμ για την μελλοντική στρατιωτική οργάνωση της Γερμανίας ταυτίζονταν με αυτά των κομμουνιστών - που ως Αρχηγός των SA κυνηγούσε - οι οποίοι ζητούσαν έναν «Γερμανικό Κόκκινο Στρατό» επί της ίδιας βάσης: εξοπλισμό των πλατιών μαζών και εκπαίδευση τους για τον σχηματισμό μίας τεράστιας Λαϊκής Πολιτοφυλακής! 

Έτσι λοιπόν και για εμάς, στο Εθνικό - Λαϊκό Κράτος, θα καταργηθεί ο νατοϊκός "Εθνικός Στρατός" και θα αντικατασταθεί με τον Λαϊκό Στρατό, δηλαδή τις εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες πλατιές μάζες οι οποίες θα είναι έτοιμες να υπερασπιστούν την Πατρίδα και τον Σοσιαλισμό ανά πάσα στιγμή. 

Η νεολαία, οι γυναίκες, οι άνδρες, όλοι θα εκπαιδεύονται στα όπλα και την εργασία. Οι αξιωματικοί δεν θα επιλέγονται με τα κριτήρια της σημερινής σαπίλας (ποιος θα σκύψει περισσότερο μπροστά στην κεφαλαιοκρατία και το αστικό κατεστημένο) αλλά με βάση τον ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ τους και την ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΑΦΟΣΙΩΣΗ στην Σοσιαλιστική Πολιτεία!

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: Πώς είδαν οι Κομμουνιστές την «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών»;

Εισαγωγικό σημείωμα: Α.Π.

Παρακάτω μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και παρουσιάζεται ένα σύντομο άρθρο που εμφανίζεται στο τεύχος Ιουλίου 1934 του "The Communist", το οποίο ήταν το θεωρητικό περιοδικό του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ εκείνη την εποχή. 

Το ίδιο το άρθρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην "International Press Correspondence", κάτι που καθιστά πολύ πιθανό να ήταν ο συγγραφέας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD). 

Η μετάφραση είναι κατά καιρούς πρόχειρη, αλλά δεδομένου του πόσο θεμελιώδους σημασίας ήταν η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών - η λεγόμενη «υπόθεση Ερνστ Ρεμ» - για την εγκαθίδρυση του Χιτλερισμού ως τέτοιου, είναι ένα ενδιαφέρον ιστορικό τεκμήριο.

Συμμερίζομαι την άποψη πολλών ιστορικών ότι η 30η Ιουνίου 1934 ήταν το σημείο στο οποίο η κυβέρνηση του NSDAP του Χίτλερ πήρε τη μορφή της δικτατορίας σε συμμαχία με το γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και ότι πριν από την εκκαθάριση του Ρεμ και των S.A., τίποτα για το μέλλον του Χίτλερ και της εξουσίας του δεν ήταν σίγουρο. 

Μάλιστα, έμοιαζε προορισμένος να καταλήξει όπως κατέληξαν οι φον Πάπεν και οι Μπρύνινγκ πριν από αυτόν. Η καταστολή εναντίον του KPD και των συνδικάτων σίγουρα είχε κάνει τον Χίτλερ συμπαθή στο μεγάλο κεφάλαιο, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό, αλλά μόνο στις 29 -30 Ιουνίου 1934, η άρχουσα τάξη συμφιλιώθηκε πλήρως με τον Χίτλερ, μόνο τότε αυτή αποφάσισε ότι τον προτιμά από όλα τα άλλα δεξιόστροφα κόμματα.

Το αδύναμο σημείο του άρθρου είναι ότι αυτό προβλέπει πως σύντομα, μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο θα ξεφορτωνόταν και τον Χίτλερ. 

Η ιστορία έδειξε πως κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά αντίθετα οι μεγάλοι καπιταλιστές και γαιοκτήμονες της Γερμανίας στάθηκαν στο πλευρό του Χιτλερισμού ως το τέλος του πολέμου και αρνήθηκαν να τον ανατρέψουν ακόμα και τον Ιούλιο του 1944, ακόμα δηλαδή κι όταν ο πόλεμος είχε εμφανώς χαθεί και ορισμένοι αξιωματικοί όπως οι Ρόμελ, Μπεκ και Στάουφενμπεργκ έκαναν απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Χίτλερ, ακόμα κι εκεί ο γερμανικός καπιταλισμός αρνήθηκε να τους παράσχει κάποια βοήθεια και πήγε με τον Χίτλερ ως το τέλος. 

Κατά τη μελέτη του σύγχρονου Γερμανού ιστορικού Kurt Gossweiler, το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι Γερμανοί καπιταλιστές φοβόντουσαν περισσότερο μια λαϊκή επανάσταση παρά την ήττα σε έναν πόλεμο: άλλωστε ο ηττημένος του πολέμου μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια του με τη βοήθεια ενός Σχεδίου Μάρσαλ και να ξαναχτίσει τις επιχειρήσεις του με τη βοήθεια των νικητών Αμερικανών, ενώ ο ηττημένος μιας επανάστασης θα έχει την τύχη που είχαν οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες στη Ρωσία του 1917. 

Ο Χίτλερ είχε δείξει στους κεφαλαιοκράτες και τους Γιούνκερ ότι εξακολουθούσε να αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την αποτροπή μιας επανάστασης, καθώς, σε αντίθεση με άλλες δικτατορίες του Μεσοπολέμου, το δικό του σύστημα είχε την ιδιαιτερότητα να "μιλάει με τις μάζες" και να τις παίρνει με το μέρος του μέσω της προπαγάνδας, απομακρύνοντας τες από τη σκέψη μιας επανάστασης, και όχι μόνο να τις χτυπά με το βούρδουλα της αστυνομίας όπως έκαναν οι διάφοροι Μεταξάδες και Φράνκο.

Με αυτή την τελευταία διαπίστωση σχετίζεται και η παρατήρηση ενός άλλου αδύναμου σημείου του άρθρου: η πίστη του συγγραφέα ότι το (παράνομο) Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας σύντομα θα έπαιρνε με το μέρος του τις - απηυδισμένες από τη συνεχιζόμενη οικονομική στενωπό - μικροαστικές μάζες, τους αγρότες και τους εργάτες, που θα ανέτρεπαν τον Χίτλερ (αν δεν τον είχε ανατρέψει πρώτα το κεφάλαιο, όπως προβλέπεται αλλού μέσα στο άρθρο). 

Κάτι τέτοιο επίσης δεν συνέβη, γιατί μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών και την καταστολή των αντικαπιταλιστικών φωνών μέσα στην κοινωνία από τον Χίτλερ, ο γερμανικός μονοπωλιακός καπιταλισμός έβαλε μπρος τις μηχανές, πέτυχε τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και κατόρθωσε να επιτύχει έναν ορισμένο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης η οποία χάρισε μια - επίπλαστη φυσικά και προσωρινή, που αμέσως εξανεμίστηκε με την αρχή του πολέμου - ευημερία στους μικροαστούς, αγρότες και εργάτες, και έτσι το καθεστώς σταθεροποιήθηκε και μπόρεσε να ξεπεράσει τους όποιους τριγμούς είχε προκαλέσει η κρίση της 30ης Ιουνίου 1934.

Σε γενικές γραμμές, το άρθρο αναγνωρίζει ότι στα S.A. οργανώνονταν πλατιές μάζες με αντικαπιταλιστικά φρονήματα που είχαν εξαπατηθεί από τον Χίτλερ, και ότι η 30η Ιουνίου ήταν η κατάπνιξη της "Δεύτερης Επανάστασης", όσων δηλαδή ήθελαν να συνεχιστεί η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση του 1933 προς μια πιο σοσιαλοεπαναστατική κατεύθυνση. 

Η εφημερίδα του NSDAP, Voelkischer Beobachter, άλλωστε, είχε προειδοποιήσει από τον Ιούλιο του 1933 ότι "όσοι μιλούν για συνέχιση της επανάστασης ή για δεύτερη επανάσταση είναι εχθροί του εθνικοσοσιαλισμού" (δηλαδή, στην πραγματικότητα, εχθροί του συμβιβασμού Χίτλερ - μονοπωλίων - γαιοκτημόνων - στρατιωτικής ηγεσίας, που ήδη λάμβανε χώρα). 

Αναγνωρίζει επίσης ότι ο Χίτλερ εκείνη τη Νύχτα έδρασε για λογαριασμό του Κρουπ, όπως πιστοποιεί αργότερα ο βιογράφος του Κρουπ, William Manchester (βιβλίο "The Arms of Krupp 1587-1968"), που πήρε συνέντευξη από τον Κρουπ μεταπολεμικά όπου ο τελευταίος του είπε ότι πράγματι ο τελευταίος άνθρωπος τον οποίο είδε ο Χίτλερ πριν πάρει την απόφαση για την εξάλειψη των S.A. ήταν ο μεγιστάνας του χάλυβα. 

Αλλά δυστυχώς το άρθρο παραμένει κοντόφθαλμο όταν παραβλέπει τα αποθέματα ισχύος της Χιτλερικής δικτατορίας, η οποία μπόρεσε να βγει ισχυρότερη από αυτή την κρίση, αντί να αποδυναμωθεί. Δεν νομίζω ότι αυτό το άρθρο αποτυπώνει όλη την ουσία της υπόθεσης. 

Για την καλύτερη περιγραφή της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, μια πολύ εκτενής γερμανόγλωσση μελέτη είναι το βιβλίο του Kurt Gossweiler, Die Roehm Affaere (Η Υπόθεση Ρεμ) το οποίο όμως κυκλοφορεί μόνο στα γερμανικά.

Η Αιματοβαμμένη Τριακοστή Ιουνίου

Στις 30 Ιουνίου ο Χίτλερ πραγμάτωσε τη «Λαϊκή Κοινότητα» του. Προκάλεσε την εκτέλεση των στενότερων συντρόφων και βετεράνων του. Στις 30 Ιουνίου εξαπέλυσε έναν μικρό εμφύλιο πόλεμο με τον πιο βάναυσο, κτηνώδη και προδοτικό τρόπο ενάντια στις δικές του μαζικές οργανώσεις. Έδωσε επίσης ένα παράδειγμα εθνικοσοσιαλιστικής «συντροφικότητας» αφήνοντας ελεύθερο ένα τμήμα του κόμματος του να συντρίψει και να σφάξει το άλλο. Έφερε την εθνικοσοσιαλιστική αρχή της «πίστης για πίστη» στο λογικό της τέλος στο πνεύμα του πραγματικού «πατριωτισμού της πρώτης γραμμής» προκαλώντας τη δολοφονία των Rohm, Heines, Ernst και των άλλων ηγετών των Φαιοχιτώνων (S.A.). από τους δικούς του μελανοχίτωνες Ειδικούς Φρουρούς (S.S.). 

Αυτή τη μέρα υλοποιήθηκε επίσης η «αρχή του Ηγέτη». Οι υφιστάμενοι ηγέτες ήθελαν να ανατρέψουν τον «Ηγέτη» τους και ο «Ηγέτης» λοιδορούσε και κατακρεουργούσε ακόμη και τα πτώματα των παλιών συντρόφων και αγωνιστών του, των ίδιων ανδρών που είχαν προταθεί ως λαμπρό παράδειγμα στη νεολαία ως βετεράνοι μαχητές και νιτσεϊκοί «υπεράνθρωποι». 

Στις 30 Ιουνίου ο Χίτλερ απέδειξε την πραγματική ουσία των εθνικοσοσιαλιστικών φυλετικών θεωριών. Πράγματι, μόνο μεταξύ των «υπερανθρώπων», μόνο μεταξύ των εκπροσώπων της υψηλότερης «νορδικής-άριας φυλής» θα μπορούσαν να έχουν συμβεί τέτοιες σκηνές Σοδόμων και Γομόρρων, τέτοια όργια, τέτοια λαιμαργία, τέτοια διαστροφή, τέτοια ληστεία και τέτοια υπεξαίρεση του κοινού κεφαλαίου. 

Στις 30 Ιουνίου ο Χίτλερ επέδειξε επίσης στο έπακρο την εθνικοσοσιαλιστική ιδέα της «τιμής». Χρησιμοποίησε προβοκάτσιες, ψέματα και απάτες εναντίον των δικών του συντρόφων και φίλων και τους παρέδωσε στα εκτελεστικά αποσπάσματα για να τους σφάξουν σαν σκυλιά. Η «Λαϊκή Κοινότητα», η τιμή, η πίστη, η συντροφικότητα, ο πατριωτισμός της πρώτης γραμμής, ο ηρωισμός, οι υπεράνθρωποι, η καθαρότητα της δημόσιας ζωής, το οικογενειακό αίσθημα όλα αυτά τα ιδανικά του φασισμού αποκαλύφθηκαν με τα αληθινά τους χρώματα. 

Και μετά από ένα όργιο προδοσίας, κακίας, ψεύδους, κτηνωδίας και διεστραμμένου σαδισμού παρουσιάστηκε ως ο «Σωτήρας του Έθνους», λαμβάνοντας δηλώσεις πίστης, υποκλίσεις από τους επισκόπους, επαίνους από τους στρατηγούς, συγχαρητήρια από τους ηγέτες της βιομηχανίας, και όρκους υπακοής και υποταγής από εκείνους τους ηγέτες των S.A. που δεν είχε εκτελέσει.

Μόνο μια τάξη καταδικασμένη σε θάνατο, μόνο μια κοινωνική τάξη καταδικασμένη σε καταστροφή μπορεί να έχει τέτοιους εκπροσώπους, τέτοιους «ήρωες», τέτοιους ηγέτες. Εκφυλισμένοι και σάπιοι όπως ο γερμανικός μονοπωλιακός καπιταλισμός, εκφυλισμένοι και σάπιοι όπως η φασιστική δικτατορία, βυθίζονται στο αίμα και τη λάσπη όπως η άρχουσα τάξη της Γερμανίας αυτοί είναι οι αντιπροσωπευτικοί παράγοντες αυτού του «συστήματος». 

Η 30η Ιουνίου αποκάλυψε το βάθος της κρίσης από την οποία υποφέρει η φασιστική δικτατορία και η 30η Ιουνίου είναι η αρχή του τέλους για τη φασιστική δικτατορία στην εθνικοσοσιαλιστική της μορφή. Οι οικονομικές, κοινωνικές, εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές δυσκολίες έφθασαν στο προσκήνιο στις 30 Ιουνίου, αλλά ταυτόχρονα η 30η Ιουνίου αντιπροσωπεύει μια απεγνωσμένη προσπάθεια εκ μέρους του γερμανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού να σώσει τη φασιστική του δικτατορία και να τη μεταρρυθμίσει σε ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία σε νέα βάση.

Το κράτος αποτελείται από αποσπάσματα ενόπλων με τέτοια χαρακτηριστικά όπως οι τρόφιμοι των φυλακών, μας δίδαξε ο Ένγκελς. Στις 30 Ιουνίου το Κράτος του Τρίτου Ράιχ του Χίτλερ εμφανίστηκε στη σκηνή με όλη του τη γυμνή βαρβαρότητα. Ο στρατός, η αστυνομία και τα επιλεγμένα σώματα των S.S. εξαπολύθηκαν κατά των S.A. Οι ηγέτες των S.A. εκτελέστηκαν, άλλοι ρίχτηκαν στη φυλακή, το αρχηγείο των S.A. καταλήφθηκε, τα μέλη των S.A. στάλθηκαν «σε διακοπές», τους απαγορεύτηκε να φορούν τις στολές τους και - αν και ακούγεται σαν ένα αιματηρό και γκροτέσκο αστείο - απαγορεύεται να φορούν τους «δείκτες τιμής» τους μέχρι νεοτέρας. 

Τα S.A. πρέπει να καθαριστούν και δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες «παλαιοί και νέοι μαχητές για τον εθνικοσοσιαλισμό» πρέπει να πεταχτούν έξω. Η βασική δύναμη του Τρίτου Ράιχ του Χίτλερ συκοφαντείται τώρα με λάσπη, αλλά έτσι η αντίφαση εντός του Τρίτου Ράιχ, της φασιστικής δικτατορίας όχι μόνο δεν λύθηκε, αλλά αναπαρήχθη σε μια ανώτερη σκηνή. Η αντίφαση ήταν ότι ο γερμανικός μονοπωλιακός καπιταλισμός είχε σφυρηλατήσει για τον εαυτό του ένα όπλο για την ανέγερση της φασιστικής δικτατορίας, με τη μορφή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που μέσω αυτού του κόμματος ο γερμανικός μονοπωλιακός καπιταλισμός απευθύνθηκε στις πλατιές μάζες της μικροαστικής τάξης, τους αγρότες, τα πληβεία και τα λούμπεν προλεταριακά στοιχεία για να στήσει τη δική της τρομοκρατική δικτατορία ενάντια στο προλεταριάτο. 

Η αντίφαση ήταν ότι ο φασισμός στη Γερμανία πέτυχε όσο σε καμία άλλη χώρα να δημιουργήσει για τον εαυτό του μια ευρεία μικροαστική, αγροτική, πληβειακή, λούμπεν προλεταριακή βάση για να πραγματοποιήσει, όταν βρεθεί στην εξουσία, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, πιο σοβινιστικών και πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Τα μικροαστικά στοιχεία στις αγροτικές περιοχές και στις πόλεις, και ιδιαίτερα τα πιο ενεργά στοιχεία στα στρατεύματα των S.A. και στις φασιστικές οργανώσεις εργοστασίων, θα εξελιχθούν τώρα σε μια αντιφασιστική δύναμη, χάρη στη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση τους μια δύναμη στην οποία εμείς, οι κομμουνιστές, μπορούμε να απευθυνθούμε και να την πάρουμε με το μέρος μας.

Μόλις ανέβηκε στην εξουσία, η κυβέρνηση του Χίτλερ εφάρμοσε τη δικτατορία του μονοπωλιακού καπιταλισμού, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, αναπόφευκτα ήρθε σε σύγκρουση με τη δική της μαζική βάση. Αυτό ήταν ακόμη πιο αναπόφευκτο γιατί η φασιστική δικτατορία δεν πέτυχε και δεν μπορούσε να καταφέρει να διεισδύσει στον πυρήνα της γερμανικής εργατικής τάξης. Η περήφανη και ηρωική μας γερμανική εργατική τάξη, με επικεφαλής το Κομμουνιστικό της Κόμμα, στάθηκε σαν βράχος από γρανίτη ανάμεσα στις καταιγίδες της φασιστικής δικτατορίας. 

Όλες οι επιθέσεις του φασισμού έσπασαν τα μούτρα τους χωρίς αποτέλεσμα εναντίον αυτού του βράχου από γρανίτη. Και επειδή η φασιστική διακυβέρνηση ενέτεινε ακόμη περισσότερο την κρίση του γερμανικού καπιταλισμού, επιδείνωσε όχι μόνο την κατάσταση του προλεταριάτου, αλλά και όλων των άλλων τμημάτων των εργαζομένων μαζών, γιατί: βυθίζοντας τη χώρα σε κοινωνική, εσωτερική και εξωτερική πολιτική ατροφία, χάνει επίσης σταθερά την αγροτική και μικροαστική μαζική βάση του. 

Ο αρχικός ενθουσιασμός αυτών των τμημάτων γρήγορα μετατράπηκε σε στάση κριτικής αναμονής και αυτό με τη σειρά του εξελίσσεται τώρα σε πικρή αγανάκτηση. Η κρίση που κορυφώθηκε στις 30 Ιουνίου ήταν μόνο το αναπόσπαστο μέρος της προόδου της επαναστατικής εργατικής τάξης που ήταν πια έτοιμη να αρχίσει να τραβά στο πλευρό της τις αγανακτισμένες μάζες της μικροαστικής τάξης και τις αγροτικές μάζες στις αγροτικές περιοχές. Τα S.A. ήταν ένας πραιτοριανός στρατός του μεγάλου κεφαλαίου. 

Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, εκατοντάδες χιλιάδες νεοσύλλεκτοι εντάχθηκαν σε αυτά τα στρατεύματα, τα οποία σύντομα αριθμούσαν από 2.500.000 έως 3.000.000 άνδρες. Στον εμφύλιό της πόλεμο ενάντια στο προλεταριάτο και στις προετοιμασίες του για ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η αστική τάξη αναγκάστηκε να απευθυνθεί στις ευρύτερες δυνατές μάζες. Μαζί με αυτά τα εκατομμύρια, όμως, πήγαν και η απογοήτευση, η δυσαρέσκεια, η αγανάκτηση και η εξέγερση των μικροαστικών μαζών, των πληβείων και ακόμη και ορισμένων καθυστερημένων στοιχείων του προλεταριάτου στις τάξεις των S.A.. 

Ο Rohm, ο Ernst, ο Heines και οι άλλοι ηγέτες των S.A. ονειρεύονταν την ανατροπή του Χίτλερ και την ανέγερση ενός κράτους υπό τα S.A. Προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη δυσαρέσκεια των μαζών -σε παραμορφωμένη μορφή- για τους δικούς τους σκοπούς. Φυσικά δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού τα μικροαστικά, πληβεία και λούμπεν προλεταριακά στοιχεία βρίσκονται ανάμεσα στις σιδερένιες μυλόπετρες της σύγχρονης κοινωνίας, μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, και είναι επομένως εντελώς ανίκανοι να παίξουν έναν ανεξάρτητο ρόλο.

Η μονοπωλιακή αστική τάξη συνέτριψε την εξέγερση των μικροαστικών τμημάτων στο βαθμό που εκφράζονταν μέσα από τα S.A. Συνέτριψε την εξέγερση με αίμα και σίδερο με τη βοήθεια του στρατού, της αστυνομίας και των S.S., και μπόρεσε να το κάνει επειδή το προλεταριάτο δεν είχε ακόμη καταφέρει με τη μαζική πάλη του να κερδίσει την ηγεσία αυτών των τμημάτων. Σε αυτή την επιχείρηση ο Χίτλερ, ο Γκέρινγκ και ο Γκέμπελς ήταν μόνο οι λακέδες του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ήταν ο μανδύας που έκρυβε τα γυμνά αιματηρά και αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των μεγάλων γαιοκτημόνων Γιούνκερ. 

Ο Χίτλερ βρισκόταν στο Neudeck και έλαβε ταπεινά τις εντολές του Όλντενμπουργκ, φον Γιανουσχάου και των Γιούνκερ της Ανατολικής Ελβίας. Από το Neudeck πήγε να συναντήσει τον Κρουπ στο Έσσεν και έλαβε από αυτόν εξίσου ταπεινά τις παραγγελίες της βαριάς βιομηχανίας και του Εθνικού Επιμελητηρίου της Γερμανικής Βιομηχανίας. Από το Neudeck και το Essen πήγε στο Μόναχο. Οι παραγγελίες που ελήφθησαν στο Neudeck και στο Essen εκτελέστηκαν αμέσως στο Βερολίνο και το Μόναχο. Η 30η Ιουνίου στη Γερμανία σημαίνει ότι η φασιστική δικτατορία του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει απωθήσει οπωσδήποτε τη μικροαστική μαζική βάση της, ή μάλλον τα απομεινάρια αυτής της μαζικής βάσης, επειδή δεν ήταν πλέον δυνατό να τη διατηρήσει. 

Η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, οι Γιούνκερ, οι στρατηγοί, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι κ.λπ., άφησαν αυτή τη βρώμικη δουλειά στον Χίτλερ, τον Γκέμπελς, τον Γκέρινγκ και τον Χίμλερ. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και οι Γιούνκερ είναι αρκετά κυνικοί ώστε να «επιτρέψουν» στους λακέδες τους να πραγματοποιήσουν αυτό το βρώμικο και αιματηρό έργο σαν να πραγματοποιήθηκε τόσο ενάντια σε μια «δεύτερη επανάσταση» και ενάντια στην «αντίδραση» ταυτόχρονα. Επέτρεψαν στον Γκέμπελς και στον Γκέρινγκ να οργανώσουν μια νέα προβοκάτσια ανάλογη της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ, να μιλήσουν για μια συνωμοσία μεταξύ του Ρεμ και του στρατηγού φον Σλάιχερ και να κάνουν μυστηριώδεις υπαινιγμούς για «συνωμοσία με μια ξένη δύναμη». 

Ως ιπποτικοί κύριοι επέτρεψαν στους δολοφόνους να σφάξουν και τον φον Σλάιχερ και τη γυναίκα του και να θέσουν τον φον Πάπεν υπό αστυνομική επιτήρηση. Όλα αυτά ανήκουν στην απάτη Χίτλερ - Γκέμπελς, όπως και η αποκάλυψη όλης της σαπίλας της φασιστικής ηγεσίας από τον ίδιο τον Χίτλερ. Στο μέλλον οι μεγαλοβιομήχανοι, οι Γιούνκερ και οι στρατηγοί και ανώτατοι αξιωματούχοι πιθανότατα θα επιτρέψουν στον Χίτλερ να συνεχίσει τη βρώμικη και αιματηρή δουλειά του για μερικές εβδομάδες ή μήνες ακόμη, να διαλύσει τα S.A., να ξεκινήσει ξανά την καπιταλιστική επίθεση με ανανεωμένη ενέργεια, να βάλει τη χρεοκοπία του Κράτους με όλες τις συνέπειές της- στους ώμους του εθνικοσοσιαλισμού και ίσως ακόμη και να επωμιστεί τον πληθωρισμό. Αλλά τότε θα ξεφορτωθούν τον Χίτλερ, τον Γκέμπελς και τον Γκέρινγκ και θα παρουσιαστούν ως «Σωτήρες του Έθνους».

Υπό αυτή την έννοια, η 30η Ιουνίου αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια εκ μέρους της μονοπωλιακής αστικής τάξης και των Γιούνκερ να αναδιοργανώσουν τη φασιστική τους δικτατορία σε μια νέα αν και στενότερη βάση, αυτό είναι το σχέδιο του γερμανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Με τη βοήθεια του στρατηγού φον Μπλόμπεργκ, ο Χίτλερ, ο Γκέρινγκ, ο Γκέμπελς και ο Χίμλερ θα εξαπολύσουν ένα νέο κύμα τρόμου ενάντια στις εργαζόμενες μάζες, γιατί γνωρίζουν καλά ότι η μόνη δύναμη που μπορεί να νικήσει αυτό το σχέδιο αναδιοργάνωσης της φασιστικής δικτατορίας είναι η ανεξάρτητη ταξική δράση του προλεταριάτου, που σήμερα έχει πιο ευνοϊκές συνθήκες από ποτέ για να πάρει μαζί του τις μάζες της εργατικής μικροαστικής τάξης ως συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα της. 

Παρά το νέο αυτό κύμα τρόμου, το γερμανικό προλεταριάτο, υπό την ηγεσία του ηρωικού Κομμουνιστικού Κόμματος, θα αναπτύξει τη μαζική του δράση και τον αντιφασιστικό αγώνα του και θα συντρίψει το σχέδιο της γερμανικής φασιστικής αστικής τάξης. Το γερμανικό προλεταριάτο βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν μεγάλο και σοβαρό κίνδυνο σε αυτόν τον αγώνα. Η σοσιαλδημοκρατία αισθάνεται ότι η ευκαιρία της έρχεται ξανά. Η Deutsche Freiheit (σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα) ανακοινώνει ήδη ότι μια στρατιωτική δικτατορία θα αντιπροσώπευε ένα προοδευτικό βήμα σε σύγκριση με τη Χιτλερική δικτατορία. 

Στο θεωρητικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην Πράγα, Zeitschrift fuer Sozialismus, ο Victor Schiff υπερασπίζεται ανοιχτά τον ρεφορμισμό και την πολιτική συνασπισμού. Γράφει: «Υποτίθεται ότι ήμασταν πολύ ασυνεπείς μαρξιστές; Μήπως δεν ήμασταν πολύ μαρξιστές; Μήπως δεν ασχολούμασταν υπερβολικά μόνο με τους εργάτες της βιομηχανίας αποκλείοντας άλλα τμήματα του πληθυσμού, και η παραδοχή της ταξικής πάλης, μια ιδέα που μπορεί να απευθύνεται μόνο στο προλεταριάτο των πόλεων, δεν μας κάνει περισσότερο κακό παρά καλό;» 

Και συνεχίζει: «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να απομακρύνουμε πιθανούς συμμάχους στον αγώνα μας, συμμάχους που ίσως είναι αυτοί που μας προετοιμάζουν το δρόμο και που αυτή τη στιγμή έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα δράσης από εμάς. Θα ήταν λάθος να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες αυτή τη στιγμή». Αυτό είναι το πρόγραμμα της νέας πολιτικής συνασπισμού, δηλαδή το πρόγραμμα του λακέ των στρατηγών της Ράιχσβερ, των S.S. και των Επισκόπων. Και αυτή η χρεωκοπημένη Κεντρική Επιτροπή της Πράγας, οι άνδρες που ψήφισαν υπέρ του Χίντενμπουργκ, οι άνδρες που γονάτισαν μπροστά στον Χίτλερ και τον φον Πάπεν, τολμούν τώρα να υπαινιχθούν ότι η λάσπη και το αίμα, η ντροπή και η διαφθορά που επικρατούν σήμερα στη Γερμανία. είναι συγκρίσιμες με τον μπολσεβικισμό και μάλιστα ότι αποτελούν "το άλλο του άκρο" (!).

Για άλλη μια φορά αυτοί οι χρεωκοπημένοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες προσφέρουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στη γερμανική εργατική τάξη ως το ιδανικό τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης που πρόσφερε τη βάση για την ανάπτυξη του φασισμού. Για να αποτρέψουμε τη νέα ταξική τους προδοσία, πρέπει να σφυρηλατήσουμε την ενότητα δράσης του μαχόμενου προλεταριάτου για την ανατροπή της φασιστικής δικτατορίας, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία αυτή μπορεί να εμφανιστεί, και να κρατήσουμε αυτόν τον στόχο μπροστά μας σε όλους τους αντιφασιστικούς αγώνες μας, σε όλες τις απεργίες, στην προετοιμασία της πολιτικής. 

Στη διεξαγωγή αντιφασιστικών μαζικών δράσεων και αγώνα για να πάρουμε με το μέρος μας τα εξαπατημένα και προδομένα μέλη των S.A., των εθνικοσοσιαλιστών προλετάριων, των σοσιαλδημοκρατών, των χριστιανών και των συνδικαλιστών εργαζομένων. Η 30η Ιουνίου στη Γερμανία ανοίγει ένα νέο στάδιο του αγώνα για τον σοσιαλισμό, για τη σοσιαλιστική εξουσία, για μια σοσιαλιστική Γερμανία!

Οι αναμνήσεις ενός Ιρανού στρατηγού από τον πόλεμο στη Βοσνία

 

Αποσπάσματα συνέντευξης του Ιρανού υποστράτηγου των Φρουρών της Επανάστασης, Σαΐντ Γκασεμί, στις 13 Μαΐου 2019 (η αγγλική μετάφραση βρίσκεται στο Memri Tv)

του Α.Π.

Μετά το ψήφισμα 598 του ΟΗΕ [τερματισμός του πολέμου Ιράν-Ιράκ, τον Ιούλιο του 1988], οι δυνάμεις του ΟΗΕ ήρθαν στο ιρανικό έδαφος σαν ειρηνευτική αποστολή. Εμείς και τα παιδιά [από τους Φρουρούς της Επανάστασης] πήγαμε τότε στο ξενοδοχείο Azadi για να λειτουργήσουμε ως σύνδεσμοι με τους άνδρες του ΟΗΕ.

Είδα ότι οι άνδρες του ΟΗΕ φορούσαν στρατιωτικές στολές. Ήμουν έτοιμος να ανοίξω την πόρτα του ασανσέρ όταν είδα έναν Αμερικανό, ύψους 2,10, με δυτικά ρούχα: ένα δερμάτινο γιλέκο, παπούτσια με σπιρούνια και μια δερμάτινη ζώνη με πόρπη, έτσι... Το μόνο πράγμα που δεν είχε ήταν περίστροφο. Όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ, έπεσα πάνω στο στήθος του. Έπρεπε να κοιτάξω ψηλά για να δω το πρόσωπό του. Έφεραν στρατιώτες τέτοιου τύπου για να μας επιτηρούν - καουμπόικα ρούχα, αμερικανικό στυλ... Ότι βλέπετε στις ταινίες. Φορούσε ένα δυτικό καπέλο. Μου έδωσε ένα χαστούκι στην πλάτη και είπε: «Γεια σου, φίλε μου!».

Την επόμενη μέρα, είδα τους στρατιώτες του ΟΗΕ να πηγαίνουν στη διασταύρωση Park Vey, να παίρνουν κορίτσια από το Ιράν, να τα φέρνουν στο λόμπι του ξενοδοχείου και να τα πηγαίνουν στα δωμάτιά τους. Με συγχωρείτε, αλλά είμαστε φρουροί του στρατού του Ισλάμ! Πολεμήσαμε οχτώ χρόνια! Γιατί πολεμήσαμε; Για να μας εκπορνεύουν τα κορίτσια οι ξένοι; Την επόμενη μέρα, μας είπαν να τους πάμε στην πρώτη γραμμή κοντά στο Fakkeh, όπου βρισκόταν ακόμα το νεκρό σώμα ενός από τους πολεμιστές μας. Έπιναν αλκοόλ και πέταξαν τα μπουκάλια στο χαντάκι. Εκείνη τη στιγμή είπα: «Αυτό ήταν. Φεύγω. Αντίο σε όλους». 

Για αρκετά χρόνια μετά από αυτό, δεν εκφώνησα καμία ομιλία. Όλοι το γνωρίζουν αυτό. Διανοητικά, ήμουν ένα ερείπιο. Ακόμα και τώρα, όταν λέω την ιστορία, με βασανίζει. Το ίδιο ισχύει σήμερα. Αν οι πολιτικοί κυβερνώντες του Ιράν αποδεχτούν τη συμφωνία με τη Δύση για τα πυρηνικά, θα έρθουν – οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί, οι Αμερικανοί με τη μορφή του ΟΗΕ – και θα κάνουν ότι έκαναν στην Ιαπωνία και την Οκινάβα – βιασμούς. Επίσημους βιασμούς. Έρχονται και παίρνουν [τα κορίτσια] μπροστά στα μάτια σου, και εσύ, ως φρουρός στο στρατό του Ισλάμ, θα κάθεσαι εκεί και θα βλέπεις την τιμή σου να λεηλατείται, και θα είσαι αυτός που φυλάει [τους βιαστές]. Είπα: «Αντίο σε όλους σας!»

Το 1993, λοιπόν, ο [τότε ανώτερος αξιωματούχος των Φρουρών της Επανάστασης] Hossein Allahkaram ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε για τη Βοσνία.

Είπα: «Βοσνία;» και είπε: «Ναι». Καθώς έφευγε, η γυναίκα μου είπε: «Τι συμβαίνει; Ο πρεσβευτής του θανάτου ήρθε ξανά;» Είπα: «Όχι». Μου είπε: «Πού πας;». Απάντησα: «Θέλουμε να πάμε στη Βοσνία». Είπε: «Βοσνία;» Εκείνη την εποχή, γινόταν λόγος για σφαγή μουσουλμάνων [εκεί]. Είπα: «Μη φοβάσαι. Θα πάμε ως διπλωμάτες». Η γυναίκα μου ξέσπασε σε γέλια. Είπε: «Διπλωμάτης; Ο Σαΐντ Γκασεμί θέλει να γίνει διπλωμάτης;».

Στη Βοσνία, ο ρόλος μας ήταν συμβουλευτικός. Εκπαιδεύαμε μαχητές. Όχι μόνο ντόπιους μουσουλμάνους. Τρεις ανώτεροι στρατιωτικοί ήμασταν, που είχαμε τον βαθμό του υποστράτηγου, αυτοί που είχαμε πάει στη Βοσνία. Ο Ρεζά (Ναγκντί), ο Κασέμ (Σολεϊμανί) και εγώ. Και κάπου 5.000 προσωπικό, όλοι από τους Φρουρούς. Τώρα μπορώ να σας πω ποιος ήταν ο ρόλος μας. Όλοι γνωρίζουν τώρα. Πήγαμε ως μέλη της Ερυθράς Ημισελήνου για να παρέχουμε στρατιωτική εκπαίδευση στις δυνάμεις των μουτζαχεντίν. Έτσι, η Ερυθρά Ημισέληνος ήταν μια κάλυψη και λειτουργούσαμε ως στρατιωτικοί σύμβουλοι.

Δεδομένου ότι οι Αμερικανοί έχουν προ πολλού γράψει ήδη γι' αυτό στα βιβλία τους, δεν είναι πια μυστικό. Αρκετά βιβλία έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής. Αυτή η κυρία. Η «συμπατριώτισσά» μας. Η δημοσιογράφος που είχε έρθει εδώ και έκανε ανταποκρίσεις κατά τη διάρκεια των ταραχών του 2009, αυτή η Κριστιάν [Αμανπούρ]. Σε όλους τους πολιτικούς μας αρέσει να δίνουν συνέντευξη σε αυτήν. Στον κ. Αχμαντινετζάντ αρέσει να μιλάει μαζί της, και στον κ. Ρουχανί, για παράδειγμα... Είναι μάλλον σαν νονά για τους πολιτικούς μας. Μια από τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για την αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών [ότι δηλαδή εμείς χρησιμοποιούσαμε την Ερυθρά Ημισέληνο ως κάλυμμα για να μπαίνουμε στη Βοσνία] ήταν αυτή η άτιμη κατάσκοπος του CNN και του BBC, αυτή η Κριστιάν.

Η τελευταία φορά που ήρθε στο Ιράν ήταν κατά τη διάρκεια της αναταραχής του 2009. Η τελευταία της ανταπόκριση ήταν απευθείας από την Πλατεία της Επανάστασης (την κεντρική πλατεία της Τεχεράνης). Είπε: «Αυτό είναι το τέλος του δρόμου της επανάστασης» – δηλαδή, «αυτό το ρεπορτάζ που κάνω είναι ο τελευταίος σταθμός της επανάστασης». Ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι η ισλαμική επανάσταση, που ξεκίνησε το 1979, τέλειωνε το 2009.

Η αλήθεια είναι ότι στη Βοσνία – στην καρδιά της Ευρώπης – συνέβησαν πράγματα που έγιναν αφορμή να γεννηθούν νέα ισλαμικά κινήματα. Η Αλ Κάιντα ήρθε τότε στη Βοσνία. Υπήρξε μια εποχή που ήμασταν στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη μαζί με μέλη της Αλ Κάιντα. Αντέγραψαν το στυλ μας, από τον κεφαλόδεσμο και τις σημαίες... Ονόμασαν τα συντάγματα τους με ισλαμικά ονόματα. Όταν έκαναν την επιχείρησή τους κατά των αμερικανικών συμφερόντων στην Ανατολική Αφρική το 1998, αν θυμάστε, ανέλαβαν την ευθύνη με την ονομασία «Ισλαμικός Στρατός για την Απελευθέρωση των Αγίων Τόπων», και μάλιστα με δύο τάγματα «Καάμπα και «Αλ Άκσα». Αυτά τα ονόματα δεν τα είχαν όταν πολεμούσαν τους Σοβιετικούς στο Αφγανιστάν. Αυτά ήταν ονόματα που δίναμε εμείς στις μεραρχίες μας στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, και στη Βοσνία τα έμαθαν αυτοί [η Αλ Κάιντα] και τα πήραν από εμάς.

Κάτι νέο συνέβη εκεί στη Βοσνία – η ίδρυση μουσουλμανικών διεθνών μονάδων. Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια στη Συρία συνέβη τη δεκαετία του 1990 στη Βοσνία. Τούρκοι πιστοί στο καθεστώς και μαθητές του Ιμάμη Χομεϊνί ήρθαν από την Τουρκία. Ήρθαν και άλλοι μουτζαχεντίν από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Τυνησία. Ήταν ένα θαυμάσιο γεγονός. Ήταν οι Διεθνείς Ταξιαρχίες του μουσουλμανικού κόσμου – ήταν το όνειρο του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Οι πρώτοι σπόροι της αντίστασης σχηματίστηκαν εκεί. Είχε στείλει μαχητές και η Χεζμπολάχ, με προσωπική ευθύνη του Νασράλα. Τι να πω γι' αυτόν τον άνθρωπο; Είναι ο πραγματικός σημαιοφόρος του επαναστατικού κινήματος του Ισλάμ και ο αληθινός γιος του Αγιατολάχ Χομεϊνί.

Τώρα, αν φτάσουμε να πούμε τι είναι και πώς δημιουργήθηκε το ISIS, η Χίλαρι Κλίντον είπε: «Εγώ το δημιούργησα. Είμαι η μητέρα των μελών του ISIS». Και μετά ο Τραμπ της απάντησε, λέγοντας: «Εσύ το δημιούργησες, τώρα πήγαινε να καθαρίσεις το χάος σου». Ο Νετανιάχου είπε στη Χίλαρι: «Ηλίθια, δεν είχαμε ποτέ Ιρανούς στα σύνορα μας! Τι είναι αυτό το ανεξέλεγκτο πράγμα που έχετε δημιουργήσει;» Η ήττα του ISIS ήταν μια μεγάλη νίκη του ισλαμικού Ιράν και του άξονα της αντίστασης εναντίον της ηγεσίας της αίρεσης. Διότι αυτοί δημιούργησαν το ISIS για να βάλουν φωτιά στα σύνορα του Ιράν, αλλά τελικά αυτό που έγινε ήταν να φτάσουμε εμείς - πολεμώντας το δημιούργημά τους - ως τα δικά τους σύνορα, ως το Γκολάν και τον Νότιο Λίβανο. 

Να πω εδώ ότι οι πολιτικοί καθόλου δεν βοήθησαν σε αυτή τη νίκη. Αυτοί το μόνο που κάνουν είναι να λιβανίζουν την ανόητη και αποτυχημένη συμφωνία με τους δυτικούς για τα πυρηνικά, αλλά δεν λένε τίποτα για τη μεγάλη νίκη του στρατού του Ισλάμ στην απελευθέρωση της Συρίας. Ο Ρουχανί δεν είναι ακόμα έτοιμος να ταξιδέψει στη Συρία, ούτε μία φορά - αλλά πάει σε χώρες ασήμαντες όπως η Ταϊλάνδη. Αυτοί όλοι λοιπόν οι πολιτικάντηδες αρέσκονται να φωτογραφίζονται δίπλα στον Κασέμ [Σολεϊμανί] όταν αυτός επιστρέφει στο Ιράν από τα πεδία των μαχών, γιατί ξέρουν ότι ο λαός αυτόν αγαπάει, και θέλουν να καρπωθούν κατιτίς από τις νίκες του, δεν είναι άξιοι όμως ούτε μια τρίχα του να ακουμπήσουν.

Πολεμώντας τους τζιχαντιστές σε Συρία και Ιράκ

 

γράφει ο Α.Π.

Μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011, έγινε προφανές ότι όλες οι σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, είχαν ταχθεί αναφανδόν στο πλευρό των αντιπάλων του Άσαντ και ότι η CIA, με την επιχείρηση Timber Sycamore - της οποίας ο εμπνευστής δεν ήταν άλλος από τον Ντέιβιντ Πετρέους - βαρύς οπλισμός έφτανε από όλες τις μεριές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής στους σουνίτες τζιχαντιστές της Συρίας (ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, σύμφωνα με τα Wikileaks έστειλε το 2013 email στη Χίλαρι Κλίντον λέγοντας ότι η Αλ Κάιντα είναι με το μέρος των ΗΠΑ στη Συρία), οι οποίοι προέλαυναν και έκαναν τις ημέρες του Άσαντ να μοιάζουν μετρημένες. 

Ο Σολεϊμανί, που έκανε τόσα για να μην χάσει το Ιράκ από τους Αμερικανούς, δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει τη Συρία, και αντιλήφθηκε ότι, αφού οι σουνίτες μαχητές με τη βοήθεια Τούρκων, Σαουδαράβων και Αμερικανών είχαν μετατραπεί σε έναν διεθνή μισθοφορικό στρατό κατά του Άσαντ,  μόνο ένας άλλος διεθνής στρατός, ένας σιιτικός διεθνής στρατός από όλες τις μεριές της Μέσης Ανατολής θα ήταν ικανός να τους σταματήσει. Ο Σολεϊμανί διέταξε ορισμένες από τις ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές να εισέλθουν στη Συρία για να υπερασπιστούν τον Άσαντ. Για τον ίδιο σκοπό, δημιούργησε επίσης πρόσθετες σιιτικές μαχητικές ομάδες. Αυτές περιελάμβαναν μια ομάδα Αφγανών που κατοικούσαν στο Ιράν, τη Μεραρχία Fatemiyoun και μια πακιστανική, την Ταξιαρχία Zainebiyoun. 

Τα ίδια τα ονόματα αυτών των ομάδων δείχνουν τις θρησκευτικές προθέσεις του Ιράν: για τους σιίτες μουσουλμάνους η Φατιμά, η κόρη του Προφήτη, κατέχει θέση συγκρίσιμη με εκείνη της Παναγίας για τους καθολικούς και τους ορθόδοξους χριστιανούς. ενώ η Ζαϊνάμπ, κόρη της Φατιμά, ήταν αδελφή του Χουσεΐν, του οποίου ο θάνατος στη μάχη της Καρμπάλα αποτέλεσε κομβική στιγμή στο σχίσμα σουνιτών-σιιτών. Οι δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Σολεϊμανί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε πολλές μεγάλες μάχες του συριακού πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της ανακατάληψης του Κουσέιρ. Πιστός στο δόγμα, ο Σολεϊμανί προσπάθησε να συνδυάσει  και εδώ την κρατική και την επαναστατική εξουσία όσο το δυνατόν πιο στενά. Το προσωπικό στο μυστικό αρχηγείο του στη Δαμασκό φέρεται να περιλάμβανε Λιβανέζους και Ιρακινούς οπλαρχηγούς πολιτοφυλακών που εργάζονται μαζί με στρατηγούς τόσο από το Ιράν όσο και από τη Συρία.

Το Ιράν είχε αρκετούς ξεκάθαρους λόγους να υποστηρίξει τον Άσαντ, πέρα από την ανταπόδοση της βοήθειας που είχε παράσχει ο πατέρας του, Χαφέζ, στην Τεχεράνη κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, όταν είχε κλείσει έναν σημαντικό αγωγό που μετέφερε εξαγωγές πετρελαίου από το Ιράκ. Πρώτον, υπάρχει ο θρησκευτικός δεσμός μεταξύ των Αλαουιτών και των Σιιτών. Το Ιράν, το πιο ισχυρό σιιτικό κράτος στον κόσμο, θεωρεί εαυτόν ως προστάτη των Σιιτών και ένας από τους κύριους στόχους εξωτερικής πολιτικής του είναι να δημιουργήσει μια μεγάλη συμμαχία χωρών που διοικούνται από Σιίτες μια κατηγορία χωρών που, χάρη στην απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από τους Αμερικανούς το 2003, περιλαμβάνει τώρα το Ιράκ μαζί με τη Συρία και τον Λίβανο. Δεύτερον, το Ιράν έχει οικονομικούς λόγους για να διατηρεί τη Συρία και το Ιράκ ως συμμάχους, κυρίως το γεγονός ότι θα χρειαστεί τη συνεργασία τους εάν θελήσει να κατασκευάσει ποτέ έναν προγραμματισμένο χερσαίο αγωγό προς τη Μεσόγειο από το γιγάντιο κοίτασμα φυσικού αερίου South Pars–North Dome στον Περσικό Κόλπος. Μια σιιτική ημισέληνος από το Ιράν έως τον Λίβανο, που συγκρατείται με πίστη και υποστηρίζεται από πετρέλαιο, θα ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη. 

Ωστόσο, η μεγαλύτερη ανησυχία του Ιράν είναι να διατηρήσει τον διάδρομο ανεφοδιασμού της καλύτερα οργανωμένης σιιτικής ένοπλης οργάνωσης στη Μέση Ανατολή, της λιβανέζικης Χεζμπολάχ, που ταυτόχρονα, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της με την Παλαιστίνη, είναι η οργάνωση που δίνει στο Ιράν ένα δυνατό πάτημα στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Οι αποστολές εξοπλισμού απευθείας στον Λίβανο δεν αποτελούν επιλογή λόγω των ναυτικών και αεροπορικών περιπολιών του Ισραήλ στην περιοχή. Όμως, χάρη στη συμμαχία τους με τον Άσαντ, τα ιρανικά αεροπλάνα εφοδιασμού μπορούν ανενόχλητα να προσγειωθούν στον διάδρομο του Διεθνούς Αεροδρομίου της Δαμασκού, όπου τα όπλα και οι ρουκέτες φορτώνονται σε φορτηγά για μεταφόρτωση στα βουνά και τις σήραγγες του Λιβάνου. Εάν η συριακή κυβέρνηση έπεφτε στα χέρια σουνιτών - πόσο μάλλον εξτρεμιστών με ακραία εχθρότητα προς το Ιράν, όπως το ISIS - αυτά τα αεροπλάνα θα γύριζαν πίσω και η Χεζμπολάχ, όπως και η Χαμάς στη Γάζα, θα έμεναν πρακτικά χωρίς το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού τους. 

Επιπλέον, η Χεζμπολάχ είναι η οργάνωση που έχει αποδείξει επανειλημμένα στο παρελθόν ότι μπορεί να νικήσει το Ισραήλ και να αποτρέψει μια νέα ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο, αλλά και να αλλάξει την πορεία οποιουδήποτε πολέμου διαδραματιστεί ποτέ μέσα στο έδαφος της Συρίας. Με ιρανικά κεφάλαια, εκπαίδευση και όπλα, η Χεζμπολάχ διαθέτει ικανότητα τακτικής και πληροφοριών που άλλες οργανώσεις μπορούν μόνο να ονειρευτούν. Στις αρχές της άνοιξης του 2014, για παράδειγμα, έχοντας εντοπίσει τους κατασκευαστές βομβών που ευθύνονται για επιθέσεις αυτοκτονίας σε περιοχές του Λιβάνου υπό τον έλεγχό της, η Χεζμπολάχ έστειλε ένα μυστικό απόσπασμα κομάντο βαθιά στη Συρία, στο κομμάτι που έλεγχαν οι τζιχαντιστές, για να βρει το σπίτι όπου διέμεναν αρκετοί ύποπτοι, και το μετέτρεψε σε ερείπια με τους στόχους μέσα. Τέτοιες επιχειρήσεις αποκαλύπτουν μια πολυπλοκότητα στον σχεδιασμό και την εκτέλεση που δεν υπολείπεται σε τίποτα από τους Αμερικανούς SEALS και του Ρώσους Σπετσνάζ. Η Χεζμπολάχ έχει αναμφίβολα αλλάξει την ισορροπία της συριακής σύγκρουσης. Αλλά η Χεζμπολάχ δεν ήταν η μόνη οργάνωση που συνεργάστηκε με τον Σολεϊμανί στην περιοχή. 

Στα μέσα του 2015, υποστηριζόμενες από το Ιράν σιίτες πολιτοφυλακές από το Ιράκ (Hashd al-Shaabi), το Αφγανιστάν (Liwa Fatemiyoun) και το Πακιστάν (Liwa Zainebiyoun), μεταξύ άλλων χωρών, πολεμούσαν σχεδόν μόνες τους σουνίτες εξτρεμιστές για τον έλεγχο της μεγαλύτερης πόλης της Συρίας, του Χαλεπίου, χωρίς ουσιαστικά καμία ανάμειξη από τις δυνάμεις του Άσαντ. Αλλά και οι ίδιοι οι Φρουροί της Επανάστασης είχαν και έχουν ενεργή παρουσία στη Συρία. Οι ιρανικές τακτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις που διοικούσε ο Σολείμανί συμμετείχαν άμεσα στη μάχη κατά του ISIS και της Αλ Νούσρα (Αλ Κάιντα) μέσα στο συριακό έδαφος από το 2012 ως το 2017, βοηθώντας στη στήριξη των συριακών μονάδων που, στην αρχή του πολέμου, μαστίζονταν από αυτομολήσεις. Οι Ιρανοί δεν διοικούσαν απλά, αλλά πολεμούσαν και πέθαιναν στην πρώτη γραμμή. Ίσως έως και διακόσια από τα δύο χιλιάδες άτομα που είχαν αναπτυχθεί στο συριακό έδαφος σκοτώθηκαν στις μάχες, ανεβάζοντας το ποσοστό θνησιμότητας γύρω στο τριπλάσιο από αυτό που υπέστησαν οι πεζοναύτες των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. 

Μεταξύ των νεκρών ήταν αρκετοί υψηλόβαθμοι διοικητές, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον δύο στρατηγοί των Φρουρών της Επανάστασης. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τη διατήρηση της οδικής αρτηρίας Ιράν-Ιράκ-Συρία-Λίβανος, της "οδού Σολεϊμανί" που είναι για το Ιράν το αντίστοιχο της "οδού Χο Τσι Μινχ" (Βόρειο Βιετνάμ-Καμπότζη-Λάος-Νότιο Βιετνάμ) των Βορειοβιετναμέζων, ήταν απαραίτητη. Για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, η επιβίωση του Άσαντ ήταν και είναι ζήτημα στρατηγικό.

Με τα χρόνια, ο ίδιος ο Σολεϊμανί είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερα στενό δεσμό με τον Ιμάντ Μουγκνίγια, τον στρατιωτικό αρχηγό της Χεζμπολάχ, τον οποίο δυτικοί και ισραηλινοί αξιωματούχοι κατηγορούσαν ως τον εγκέφαλο πίσω από τη βομβιστική επίθεση στον στρατώνα των πεζοναυτών των ΗΠΑ στη Βηρυτό το 1983, τις επιθέσεις στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην πρωτεύουσα του Λιβάνου και στην πόλη του Κουβέιτ, επίσης το 1983, την αεροπειρατεία του 1985 στην πτήση 847 της TWA, κατά την οποία ένας δύτης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ ξυλοκοπήθηκε και δολοφονήθηκε. και τις βομβιστικές επιθέσεις κατά της ισραηλινής πρεσβείας και ενός εβραϊκού κοινοτικού κέντρου στο Μπουένος Άιρες το 1992 και το 1994, αντίστοιχα. Ο Σολεϊμανί σε πολλές δημόσιες συνεντεύξεις ονόμαζε τον Μουγκνίγια "αδερφό του από άλλη μητέρα". Πράγματι, τα παιδιά του Σολεϊμανί μεγάλωσαν μαζί με τα παιδιά του Μουγκνίγια και έχουν άπειρες φωτογραφίες μαζί. 

Ο Μουγκνίγια δολοφονήθηκε το 2008 στη Δαμασκό σε κοινή επιχείρηση της CIA και της Μοσάντ. Τον Φεβρουάριο του 2008, η Μοσάντ φέρεται να είχε την ευκαιρία να δολοφονήσει τον Μουγκνίγια, αλλά κάτι τέτοιο αποφεύχθηκε επειδή την κρίσιμη στιγμή ο Μουγκνίγια αγκάλιασε έναν μακροχρόνιο φίλο, τον οποίο η υπηρεσία δεν ήταν νομικά εξουσιοδοτημένη να σκοτώσει – τον Κασέμ Σολεϊμανί. Ο Μουγκνίγια σκοτώθηκε σε μια δεύτερη προσπάθεια αργότερα εκείνη την ημέρα. Όμως, υπό τη στενή καθοδήγηση του Σολεϊμανί, η Χεζμπολάχ συνέχισε να λειτουργεί μια εξαιρετικά αποτελεσματική παραστρατιωτική πτέρυγα.

Ο Σολεϊμανί δεν άργησε να δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη θυσία της Χεζμπολάχ στον πόλεμο της Συρίας. Φρόντιζε πάντα να επισκέπτεται τους τάφους και τις οικογένειες των πεσόντων, αντιμετωπίζοντάς τους με την ίδια σιωπηλή ευλάβεια που δείχνει προς τους Ιρανούς νεκρούς. Τον Ιανουάριο του 2015, φωτογραφήθηκε να διαβάζει το Κοράνι μόνος του πάνω από τους γεμάτους με λουλούδια τάφους μαχητών της Χεζμπολάχ, συμπεριλαμβανομένου του Τζιχάντ Μουγκνίγια, του νεαρού γιου του Ιμάντ.

Πόλεμος, κατοχή, απελευθέρωση, νέος πόλεμος (1982-2006)

 

γράφει ο Α.Π.

Στις 6 Ιουνίου 1982, έλαβε χώρα ένα γεγονός που άλλαξε την ιστορία της Μέσης Ανατολής. Με το ψεύτικο πρόσχημα της ενοχής της Φατάχ για μια δολοφονική επίθεση στον ισραηλινό πρέσβη στο Λονδίνο, το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο στο σύνολό του και μάλιστα επέβαλε πολιορκία στη Βηρυτό απαιτώντας την απέλαση του Γιασέρ Αραφάτ, των ηγετών της Φατάχ και άλλων ένοπλων παλαιστινιακών πολιτοφυλακών από το νότιο Λίβανο. Ήταν τόσο προφανές ότι ο ισραηλινός στρατός είχε έρθει εκ των προτέρων σε συμφωνία με τους χριστιανούς Μαρωνίτες να εκδιώξουν τους Παλαιστίνιους που αποτελούσαν μια πιεστική δύναμη στη λιβανέζικη κοινωνία. Με αυτό το στόχο, πολλές σφαγές διαπράχθηκαν εναντίον των Παλαιστινίων, η πιο σημαντική από τις οποίες είναι η σφαγή της Σάμπρα και της Σατίλα, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες Παλαιστίνιοι. Εν πάση περιπτώσει, οι Ισραηλινοί μαζί με τους Χριστιανούς Μαρωνίτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους περισσότερους Παλαιστίνιους από το νότιο Λίβανο και από τη Βηρυτό. Ωστόσο, η ισραηλινή κατοχή δεν αποσύρθηκε μετά την εκδίωξη των Παλαιστινίων. Αντίθετα, συνέχισε να δρα ως δύναμη κατοχής στο Λίβανο καταλαμβάνοντας ολόκληρο το νότιο Λίβανο.

Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των ελπίδων των Σιιτών να ιδρύσουν το κράτος τους, ειδικά καθώς ήταν χωρισμένοι σε κοσμικούς και θρησκευτικούς. Έτσι, οι θρησκευόμενοι μεταξύ τους αποφάσισαν να αποσχιστούν από το Κίνημα Αμάλ και να επικοινωνήσουν με τους ηγέτες του Ιράν για να κερδίσουν την υποστήριξή τους. Είχαν ήδη σχηματίσει μια εννεαμελή επιτροπή που ταξίδεψε στην Τεχεράνη. Κατά τη συνάντησή τους με τον Χομεϊνί, δήλωσαν την πίστη τους σε εκείνο το είδος διακυβέρνησης που λέγεται ηγεσία του ισλαμικού νομοθέτη (Velayat e-Faqih). Κατά συνέπεια, ο Χομεϊνί θα γινόταν ο ισλαμικός νομοθέτης υπό την κηδεμονία του οποίου θα υπόκεινται οι Λιβανέζοι Σιίτες. Ο Χομεϊνί εξουσιοδότησε την επιτροπή που επέστρεψε στο Λίβανο να αποσχιστεί από το Κίνημα Αμάλ και να σχηματίσει αυτό που ήταν γνωστό εκείνη την εποχή ως Ισλαμικό Κίνημα Αμάλ, του οποίου ηγείτο ο Αμπάς Μουσαβί.

Το Ιράν υποστήριξε σθεναρά τη νεοσυσταθείσα οντότητα και έστειλε περαιτέρω στην κοιλάδα Μπεκάα στο Λίβανο μέσω της Συρίας 1.500 Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης για να δώσουν στρατιωτική εκπαίδευση στο Ισλαμικό Κίνημα Αμάλ και να του παράσχουν τις απαραίτητες οικονομικές και στρατιωτικές ικανότητες. Έτσι, το εκκολαπτόμενο κίνημα κέρδισε την υποστήριξη δύο μεγάλων χωρών της περιοχής, δηλαδή του Ιράν και της Συρίας. Ωστόσο, η Συρία συνέχισε να υποστηρίζει ταυτόχρονα το κοσμικό εθνικιστικό κίνημα Αμάλ του Ναμπίχ Μπερί.

Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου συνέχισε να φουντώνει και η δύναμη του Ισλαμικού Κινήματος Αμάλ συνέχισε να αυξάνεται μέχρι που ο Αμπάς Μουσαβί κήρυξε τον Φεβρουάριο του 1985, την ίδρυση της Χεζμπολάχ ως μετεξέλιξη του Ισλαμικού Κινήματος Αμάλ. Τρεις μήνες αργότερα, δηλαδή τον Μάιο του 1985, το κοσμικό εθνικιστικό Κίνημα Αμάλ με επικεφαλής τον Ναμπίχ Μπέρι διέπραξε μια ειδεχθή σφαγή εναντίον των Παλαιστινίων, σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα σε όσους από αυτούς είχαν επιζήσει στο νότιο Λίβανο. Σε αυτά τα εγκλήματα δεν συμμετείχε η Χεζμπολάχ, που είχε από καιρού αποσχιστεί από τους εθνικιστές της Αμάλ. Η Χεζμπολάχ σε όλη την ιστορία της αποτελούσε και αποτελεί τη δύναμη που προστατεύει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στο Λίβανο.

Τη δεκαετία του 1980, η Χεζμπολάχ απέδειξε έμπρακτα τη δυνατότητά της να επιτυγχάνει εκπληκτικά αποτελέσματα με μικρούς πόρους. Οι δύο βόμβες της που τίναξαν στον αέρα την αμερικανική πρεσβεία και το στρατόπεδο Αμερικανών πεζοναυτών στη Βηρυτό το 1983 – όταν ακόμα το ένοπλο σκέλος της οργάνωσης είχε το όνομα Ισλαμική Τζιχάντ – ανάγκασαν τον Πρόεδρο Ρήγκαν να αποσύρει εσπευσμένα τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από τον Λίβανο την επόμενη χρονιά. Οι ειδικές της επιχειρήσεις κατά Ισραηλινών στόχων (βομβιστικές επιθέσεις σε συγκεντρώσεις Ισραηλινών στρατιωτών και μυστικών πρακτόρων στην Τύρο το 1982 και το 1983, αεροπειρατεία στην πτήση 847 της TWA το καλοκαίρι του 1985 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού) οδήγησαν στην απελευθέρωση χιλιάδων Παλαιστίνιων και Λιβανέζων κρατουμένων από τις φυλακές του Ισραήλ και την απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τον κεντρικό Λίβανο το 1985. 

Αλλά η αδιαμφισβήτητα πιο επιτυχημένη επιχείρηση της Χεζμπολάχ στα πρώτα της χρόνια, και η επιχείρηση που της χάρισε την πλήρη εμπιστοσύνη της ιρανικής ηγεσίας, ήταν μια επιχείρηση που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία: η ομηρία πολιτών από δυτικές χώρες στον Λίβανο. Ήταν η εποχή που ο -πάντα πανέξυπνος και πάντα αδίστακτος- Αγιατολάχ Χομεϊνί, που για να αντέξει στην επίθεση του Σαντάμ κατά της χώρας του χρειαζόταν όπλα πέρα από αυτά της Συρίας και της Βόρειας Κορέας, και γνωρίζοντας την απληστία των βιομηχανιών όπλων των Ηνωμένων Πολιτειών και την απαράμιλλη δίψα τους για κέρδη χωρίς αναστολές, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί για άλλη μια φορά τις κακές συνήθειες του «Μεγάλου Σατανά» προς όφελος της δικής του Ισλαμικής Επανάστασης. 

Αξιωματικοί των Φρουρών της Επανάστασης ήρθαν στις αρχές του 1985 σε επαφή με τον εξόριστο Ιρανό έμπορο όπλων, Μανουσέρ Γκορμπανιφάρ, ο οποίος είχε άριστες σχέσεις με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου. Ο Γκορμπανιφάρ έπεισε την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι ο Χομεϊνί θα πέθαινε σύντομα και στην εξουσία στο Ιράν θα έρχονταν μετριοπαθή στοιχεία που θα έστρεφαν το Ιράν σε μια φιλοδυτική πολιτική στάση. Τους είπε επίσης ότι αν οι ΗΠΑ έδιναν όπλα στο Ιράν σε μειωμένες τιμές, η Χεζμπολάχ θα απελευθέρωνε τους –Αμερικανούς και άλλους δυτικούς- ομήρους που κρατούσε. Και έτσι έγινε. Η κυβέρνηση Ρήγκαν εκείνη την εποχή ήθελε πάση θυσία να εξοπλίσει τους ακροδεξιούς αντάρτες Κόντρας, που μάχονταν στη Νικαράγουα εναντίον της επαναστατικής κυβέρνησης των Σαντινίστας. Έτσι δεν δίστασε να κάνει μυστικές οπλικές μπίζνες με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ, παρότι γνώριζε ότι η τελευταία είχε μόλις δολοφονήσει πάνω από 300 Αμερικανούς στρατιωτικούς και αξιωματούχους της CIA στη Βηρυτό. Για την Αμερική, το χρήμα είναι πάντα πάνω από το αίμα ή μάλλον, το αίμα (των άλλων) είναι γι’ αυτήν πάντα μια ευκαιρία για χοντρό χρήμα. 

Η κυβέρνηση Ρήγκαν θεώρησε ότι με το να πουλήσει τα όπλα στο Ιράν, θα φέρει πίσω τους ομήρους, θα πάρει το χρήμα που χρειάζεται για να εξοπλίσει στη συνέχεια τους Κόντρας, και θα επηρεάσει την ιρανική ηγεσία προς μια μελλοντική συμμαχία με τη Δύση. Αυτό διήρκεσε για δύο χρόνια, ώσπου το έβγαλε στη φόρα ένας αξιωματικός των Φρουρών της Επανάστασης, ο Μεχντί Χασεμί –που γι’ αυτή την αποκάλυψη έχασε τη ζωή του- και έγινε σκάνδαλο που οδήγησε σε απαγγελία κατηγοριών κατά του Προέδρου Ρήγκαν από το Κογκρέσο. Αλλά το Ιράν είχε πετύχει αυτό που ήθελε: είχε λάβει τα αμερικανικά όπλα - και μάλιστα σε μειωμένες τιμές - για να αμυνθεί εναντίον του Ιράκ, και είχε κοροϊδέψει την αμερικανική ηγεσία ότι τάχα μετά τον επικείμενο θάνατο του Χομεϊνί θα έρθουν στο προσκήνιο φιλοδυτικές δυνάμεις στη χώρα, κάτι που έκανε για λίγο τις ΗΠΑ να ελαφρύνει τις κυρώσεις στο Ιράν. Η Χεζμπολάχ από τη μεριά της, απέδειξε με τον προφανέστερο τρόπο ότι ήταν μια οργάνωση ικανή να πετύχει - για δικό της λογαριασμό και για χάρη του Ιράν - κατορθώματα που καμιά άλλη παρτιζάνικη οργάνωση στη Μέση Ανατολή δεν είχε πετύχει ως τότε. 

Για τον νεαρό στρατιωτικό διοικητή Κασέμ Σολεϊμανί, που δεν συμμετείχε στην υπόθεση αλλά που σίγουρα είχε πληροφορηθεί γι’ αυτήν, η ιστορία αυτή θα αποτελούσε ένα κρίσιμο μάθημα: πολλές φορές η μυστική διπλωματία, ή ο συνδυασμός αυτής και του πολέμου, μπορεί να φέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι ο πόλεμος από μόνος του. Η συνειδητοποίηση αυτή θα ακολουθούσε αυτόν και το modus operandi του για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Το Κίνημα Αμάλ ανταγωνίστηκε τη Χεζμπολάχ για την ηγεσία στο νότιο Λίβανο και την κοιλάδα Μπεκάα, όπου είναι συγκεντρωμένος ο σιιτικός πληθυσμός. Ως εκ τούτου, η σύγκρουση μεταξύ τους έγινε τόσο έντονη που κατέληξε σε μια βίαιη μάχη κατά την οποία η Χεζμπολάχ συνέτριψε το κίνημα Αμάλ το 1988. Αργότερα, περισσότερο από το 90% των μελών της Αμάλ εντάχθηκαν στη Χεζμπολάχ, που πλέον κέρδισε την αδιαφιλονίκητη στήριξη τόσο του Ιράν όσο και της Συρίας. Κατά συνέπεια, η Αμάλ εγκατέλειψε τη στρατιωτική κονίστρα και μετατράπηκε σε πολιτική ομάδα.

Αν και η Χεζμπολάχ έγινε ο μοναδικός ανταγωνιστής του Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κύρια πηγή εξουσίας της, δηλαδή ο νότιος Λίβανος, εξακολουθούσε να καταλαμβάνεται από τους Ισραηλινούς. Αυτό την ανάγκασε να κυριαρχήσει σε ορισμένες περιοχές της Βηρυτού, καθιστώντας τις σημείο εκκίνησης του αγώνα της για την απελευθέρωση του νότιου Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ δεν επεδίωξε να επιτεθεί στην ανατολική Βηρυτό όπου ζει ο χριστιανικός πληθυσμός. Αντίθετα, επιτέθηκε στη δυτική και ιδιαίτερα στη νότια Βηρυτό και άρχισε να την καταλαμβάνει με στρατιωτική δύναμη, έχοντας κατά νου ότι αυτές είναι περιοχές όπου κατοικεί ο σουνιτικός πληθυσμός. Η Χεζμπολάχ κατασκεύαζε μερικές φορές τα οικοδομήματά της σε δημόσιους χώρους και μερικές φορές σε σουνιτικά εδάφη, μια πράξη που ήταν γνωστή από την κυβέρνηση του Λιβάνου. Τελικά, το νότιο προάστιο της Βηρυτού, η Νταχία, μετατράπηκε σε μια καθαρά σιιτική περιοχή υπό τον πλήρη έλεγχο της Χεζμπολάχ.

Ο Χομεϊνί πέθανε το 1989 για να τον διαδεχθεί στη θέση του Ανώτατου Ηγέτη της Επανάστασης ο Αλί Χαμενεΐ. Αυτό δεν επηρέασε τις σχέσεις Χεζμπολάχ-Ιράν, ή μάλλον τις έκανε ακόμα στενότερες. Την ίδια χρονιά, τα αντιμαχόμενα μέρη του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου συναντήθηκαν στο Ταΐφ μέσω σαουδαραβικής διαμεσολάβησης για να υπογράψουν τη συμφωνία του Ταΐφ, η οποία τερμάτισε τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Την ίδια χρονιά, η μεγαλύτερη σουνιτική φιγούρα στο Λίβανο, ο σεΐχης Χασάν Χαλίντ δολοφονήθηκε και έτσι οι σουνίτες έχασαν την ηγεσία τους, γεγονός που έδωσε χώρο και ευκαιρία στη Χεζμπολάχ να αναδειχθεί ως ισλαμικό σύμβολο στο Λίβανο.

Η Χεζμπολάχ άρχισε να προετοιμάζεται για να πολεμήσει εναντίον των Ισραηλινών προκειμένου να απελευθερώσει τα κατεχόμενα εδάφη του νότιου Λιβάνου. Πακτωλός κεφαλαίων από το Ιράν εισέρρεε στον κορβανά της Χεζμπολάχ ετησίως, συν τη συριακή υποστήριξη. Αυτό προκάλεσε προβλήματα στους Ισραηλινούς, που με εντολή του -μετέπειτα γνωστού ως ειρηνιστή- πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν δολοφόνησαν τον Αμπάς Μουσαβί, τον γενικό γραμματέα της Χεζμπολάχ, τον οποίο διαδέχθηκε στην ηγεσία ο Χασάν Νασράλα. Την ίδια χρονιά, ένα νέο σουνιτικό σύμβολο, ο Ραφίκ Χαρίρι, ήρθε στο προσκήνιο στο Λίβανο, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν οι Λιβανέζοι σουνίτες. Ο Χαρίρι ανέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού από το 1992 έως το 1996. Ξεκίνησε την ανοικοδόμηση του Λιβάνου και κέρδισε μεγάλη δημοτικότητα.

Το 1996, οι Ισραηλινοί ξεκίνησαν μια άγρια επίθεση εναντίον του Λιβάνου, την οποία ονόμασαν Επιχείρηση Σταφύλια της Οργής. Είχε αποτέλεσμα 120 νεκρούς, όλους αμάχους, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Ο πατριωτικός ζήλος παρακίνησε τον λαό του Λιβάνου να απαλλαγεί από τη σιωνιστική κατοχή. Η Χεζμπολάχ κήρυξε το σχηματισμό λιβανικών ταξιαρχιών για αντίσταση στον σιωνιστικό εχθρό. Διαφορετικές κοινότητες του λαού του Λιβάνου εντάχθηκαν στις ταξιαρχίες, οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από σουνίτες που αποτελούσαν το 38% αυτών, ενώ οι σιίτες αποτελούσαν το 25%, οι Δρούζοι αποτελούσαν το 20% και οι χριστιανοί αποτελούσαν το 17%.

Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι ταξιαρχίες ανάγκασαν τους σιωνιστές να αποσυρθούν από τις περισσότερες περιοχές του νότιου Λιβάνου το 2000, με εξαίρεση την περιοχή των αγροκτημάτων Σεμπάα. Στη συνέχεια, η Χεζμπολάχ κατέλαβε όλα τα απελευθερωμένα εδάφη. Μετά το 2000 παρατηρείται η μεγαλύτερη σύσφιξη σχέσεων μεταξύ της ηγεσίας της Χεζμπολάχ και του στρατηγού Σολεϊμανί, η Δύναμη Κουντς του οποίου θεωρείται υπεύθυνη, μαζί με Βορειοκορεάτες και Σύριους μηχανικούς, για την κατασκευή των οχυρωματικών έργων και σηράγγων της Χεζμπολάχ στον νότιο Λίβανο, που ήταν κομβικά για την επιτυχημένη απόκρουση της ισραηλινής επίθεσης το καλοκαίρι του 2006.

Για άλλη μια φορά, ο Ραφίκ Χαρίρι ανέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού την ίδια χρονιά της αποχώρησης των Ισραηλινών. Η δύναμη της Χεζμπολάχ αυξανόταν όλο και περισσότερο, ωστόσο, η άνοδος του Χαρίρι πρόσθεσε κάποια ισορροπία στην κατάσταση στα μάτια του λαού του Λιβάνου. Το 2004, ο Χαρίρι παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού λόγω διαφοράς με τους Σύριους των οποίων η στρατιωτική παρουσία στο Λίβανο ήταν εγκατεστημένη στα βορειοανατολικά. Αργότερα, στις 14 Φεβρουαρίου 2005, ο Χαρίρι δολοφονήθηκε καθώς η αυτοκινητοπομπή του κατευθυνόταν στη Βηρυτό και έτσι οι σουνίτες έχασαν ένα μοναδικό σύμβολο. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πολλά παγκόσμια συστήματα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών, γαλλικών, συριακών, ιρανικών και λιβανικών μυστικών υπηρεσιών, εργάζονταν στην αρένα του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ κατηγόρησε την ισραηλινή Μοσάντ για τη δολοφονία, ενώ οι Δυτικοί θεώρησαν υπεύθυνη τη Συρία. Το 2020 το δικαστήριο απάλλαξε τη Χεζμπολάχ από την κατηγορία της δολοφονίας του Χαρίρι.

Ο Λίβανος συγκλονίστηκε τρομερά από τη δολοφονία του Χαρίρι. Η Δύση έδειξε με το δάχτυλο τη Συρία και έτσι απαίτησε από τη Συρία να αποσυρθεί από τον Λίβανο. Ωστόσο, η Χεζμπολάχ οργάνωσε μια μεγάλη διαδήλωση στις 8 Μαρτίου 2005 υποστηρίζοντας τη συριακή παρουσία στο Λίβανο και αρνούμενη την απόσυρση της Συρίας. Τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδήλωση μαζί με τη Χεζμπολάχ ίδρυσαν τη Συμμαχία της 8ης Μαρτίου, που ως σήμερα αποτελεί μια από τις δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Έξι μέρες αργότερα, στις 14 Μαρτίου, οργανώθηκε αντιδιαδήλωση από το Κίνημα του Μέλλοντος, το κίνημα στο οποίο ανήκει η οικογένεια του Χαρίρι με επικεφαλής τον γιο του, Σαάντ, υποστηριζόμενο από το Μέτωπο Δημοκρατικής Συγκέντρωσης με επικεφαλής τον Ουαλίντ Τζουμπλάτ (κόμμα των Δρούζων με σοσιαλιστική κατεύθυνση) και το κόμμα των Μαρωνιτικών Λιβανικών Δυνάμεων με επικεφαλής τον Σαμίρ Γκεαγκέα. Αυτά τα κόμματα ίδρυσαν τη Συμμαχία της 14ης Μαρτίου, τη δεύτερη μεγάλη πολιτική δύναμη στη χώρα ως σήμερα. Οργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση στις 14 Μαρτίου 2005 απαιτώντας την απόσυρση της Συρίας από το Λίβανο. Αργότερα, η Συρία αποσύρθηκε από τον Λίβανο τον ίδιο μήνα.

Το ίδιο εκείνο έτος 2005 η Χεζμπολάχ αποφάσισε να συμμετάσχει σε ένα σημαντικό πολιτικό έργο με άλλες δυνάμεις. Έτσι, η Χεζμπολάχ συμμετείχε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Λιβάνου συμμαχώντας με τρεις άλλες παρατάξεις, δηλαδή το Σουνιτικό Κίνημα του Μέλλοντος, το ρεύμα των Δρούζων του Ουαλίντ Τζουμπλάτ και το Κίνημα Αμάλ του Ναμπίχ Μπερί, μια συμμαχία οποίο ονομάστηκε Τετραμερής Συνασπισμός. Ο συνασπισμός κέρδισε μαζί 72 από τις συνολικά 128 έδρες στο κοινοβούλιο για να αποτελέσει την πλειοψηφία και έτσι σχημάτισε την κυβέρνηση του Λιβάνου με επικεφαλής τον Φουάντ Σινιόρα. Με αυτό τον τρόπο, η Χεζμπολάχ αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο μοντέλο της συνύπαρξης πολιτικής και αντάρτικης εξουσίας: η Χεζμπολάχ δεν είναι ούτε "κράτος ενάντια σε άλλο κράτος" στον Λίβανο, αλλά μάλλον "κράτος εν κράτει." Δεν είναι πλέον απλά μια παράλληλη εξουσία με το λιβανέζικο κράτος, αλλά μια εξουσία που σε πολλά σημεία τέμνεται με αυτό.

Στις 12 Ιουλίου του 2006, με σκοπό την απελευθέρωση των Λιβανέζων αγωνιστών που κρατούνταν στις φυλακές του Ισραήλ, η Χεζμπολάχ ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Ισραηλινών σκοτώνοντας οκτώ και συλλαμβάνοντας δύο στρατιώτες τους χωρίς καμία απώλεια. Η στρατιωτική επιχείρηση προκάλεσε τον πόλεμο Ισραήλ-Λιβάνου. Για 33 ημέρες, οι μαζικές ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές και τα πυρά του πυροβολικού στόχευαν την καταστροφή των πολιτικών υποδομών του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ απάντησε εκτοξεύοντας ρουκέτες. Πολλοί Λιβανέζοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν αναπάντεχες γι' αυτούς. Επίσης, οι Ισραηλινοί απέτυχαν να σταματήσουν τις ρουκέτες της Χεζμπολάχ, κάτι που θεωρήθηκε νίκη για τη Χεζμπολάχ λόγω των αεροπορικών επιδρομών που απέτυχαν να σταματήσουν την πυραυλική δύναμη της Χεζμπολάχ ή να φέρουν πίσω ζωντανούς τους δύο αιχμάλωτους στρατιώτες τους.

Ο Λίβανος πριν το 1982

 

γράφει ο Α.Π.

Για να κατανοήσουμε την αλήθεια για κάτι, πρέπει να εξερευνήσουμε τις ίδιες τις ρίζες του. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία από την αρχή, δηλαδή πώς και υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε και γνώρισε θεαματική άνοδο η Χεζμπολάχ. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία των ιδρυτών της, τις πεποιθήσεις, την ιδεολογία, τις φιλοδοξίες, τους στόχους και τα μέσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, πολλά διφορούμενα γεγονότα θα γίνουν σαφή.

Η Χεζμπολάχ ιδρύθηκε στο Λίβανο, μια χώρα μοναδικής φύσης στην περιοχή, καθώς αν και μικρή σε έκταση, είναι σε ακραίο βαθμό χωρισμένη με βάση την πίστη, καθώς υπάρχουν σε αυτή 18 επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες. Ήταν η ορεινή φύση του Λιβάνου που τον έκανε κέντρο θρησκευτικών κοινοτήτων και αιρέσεων που κατά τον Μεσαίωνα ήταν παράνομες και κινδύνευαν με κρατικές διώξεις στα πεδινά. Ως εκ τούτου, Χριστιανοί διαφορετικών αιρέσεων, Σιίτες, Δρούζοι και οπαδοί άλλων δογμάτων βρήκαν καταφύγιο εκεί κατά την περίοδο των μεσαιωνικών σουνιτικών χαλιφάτων. Είναι συμβατικά αποδεκτό μεταξύ των Λιβανέζων ότι οι Σουνίτες, οι Σιίτες και οι Χριστιανοί Μαρωνίτες είναι οι τρεις μεγαλύτερες αιρέσεις στο Λίβανο. Δίπλα τους, αλλά πολύ λιγότεροι σε αριθμό, είναι οι Δρούζοι, οι οποίοι συμβατικά αναγνωρίζονται ως μουσουλμάνοι, αν και στην πραγματικότητα ανήκουν σε ξεχωριστή πίστη.

Οι Γάλλοι αποικιοκράτες, οι οποίοι εισέβαλαν στο Λίβανο το 1920 μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον σεχταρισμό παρέχοντας εξουσία στους Μαρωνίτες συμμάχους τους. Εν πάση περιπτώσει, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας το 1943, διαμορφώθηκε το σύνταγμα του Λιβάνου που προέβλεπε ότι ο πρόεδρος είναι Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός είναι Σουνίτης και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είναι Σιίτης. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνταγματική διάταξη τέθηκε σε εφαρμογή μόλις το 1959: ως τότε όλες οι θέσεις εξουσίας καταλαμβάνονταν από Μαρωνίτες.

Εξαιτίας αυτού του επί αιώνες παρατεινόμενου σεχταρισμού, οι Λιβανέζοι παρέβλεψαν εντελώς τη διεξαγωγή μιας πανεθνικής απογραφής, ώστε να υπολογιστεί με ακρίβεια η αναλογία της κάθε θρησκευτικής κοινότητας στον συνολικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι περισσότερες αξιόπιστες αναλύσεις αναφέρουν ότι οι σουνίτες αποτελούν το 26%, οι σιίτες αποτελούν το 26%, οι μαρωνίτες αποτελούν το 22% και οι Δρούζοι αποτελούν το 5,6% του συνολικού πληθυσμού.

Στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα επεδίωκε να συγκεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, έτσι ώστε να αποτελέσει μια δύναμη επιρροής. Έτσι, οι Σιίτες συγκεντρώνονται στο Νότιο Λίβανο και στην κοιλάδα Μπεκάα στα ανατολικά, οι Σουνίτες συγκεντρώνονται στο Βόρειο και κεντρικό Λίβανο και σε παράκτιες πόλεις όπως η Βηρυτός, η Τρίπολη και η Σιδώνα, ενώ οι Μαρωνίτες συγκεντρώνονται στο Τζαμπάλ Λουμπνάν και την Ανατολική Βηρυτό.

Η μεγάλη συγκέντρωση των Σιιτών στο νότο μας εξηγεί το μεγάλο έρεισμα της Χεζμπολάχ στις περιοχές κοντά στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ και τις συνεχείς πολεμικές προσπάθειες των Ισραηλινών για την αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού του Νότιου Λιβάνου προς βορειότερα σημεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι σιίτες ήθελαν και θέλουν να υπερασπιστούν τις κύριες περιοχές που είναι τα λίκνα τους και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αντισταθούν. Διαφορετικά, ολόκληρη η ύπαρξη τους θα ετίθετο σε κίνδυνο.

Ας επιστρέψουμε στις ρίζες της ιστορίας μας. Σουνίτες και Σιίτες περιθωριοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με τους Μαρωνίτες που υποστηρίζονταν από τη Γαλλία και τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, οι Σουνίτες και οι Σιίτες ξεκίνησαν την κοινοτική τους αυτοπραγμάτωση και αυτοεπιβεβαίωση ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι σουνίτες του Λιβάνου επηρεάστηκαν βαθιά από τις κοσμικές ιδέες του νασερισμού και του παναραβικού σοσιαλισμού. Την ίδια εποχή, ένας ισχυρός σιίτης ιεροκήρυκας που άφησε το αποτύπωμά του στον χάρτη του Λιβάνου, ο Μούσα αλ-Σαντρ, εγκαταστάθηκε στο Λίβανο το 1959. Ο Σαντρ γεννήθηκε στην ιερή πόλη Κομ του Ιράν το 1928, όπου σπούδασε Φιλοσοφία. Στη συνέχεια διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κομ όπου δίδαξε ισλαμική νομολογία και λογική. Στη συνέχεια μετακόμισε στην ιρακινή πόλη Νατζάφ, επίσης ιερή για τους σιίτες, όπου σπούδασε υπό μεγάλους σιίτες θεολόγους όπως ο Αγιατολάχ Μουχσίν αλ-Χακίμ και ο Αμπούλ Κασίμ αλ-Χόι. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Λίβανο όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Σαντρ πήγε στο Λίβανο με σκοπό τη δημιουργία ενός σιιτικού κράτους στη χώρα. Όμως οι Λιβανέζοι Σιίτες εκείνη την εποχή δεν ήταν θρησκευόμενοι. Αν και αυτοπροσδιορίζονταν ως Σιίτες, αυτός ο προσδιορισμός ήταν περισσότερο σε επίπεδο εθνοτικής κοινότητας και λιγότερο σε επίπεδο θεολογίας.

Καθώς στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής οι σιίτες βρίσκονταν υπό καθεστώς διακρίσεων που κατευθύνονταν από σουνιτικές ή χριστιανικές κυβερνήσεις, τα σιιτικά πολιτικά κόμματα ήταν κατά βάση επαναστατικά κινήματα εναντίον κυβερνώντων καθεστώτων. Με την παρακμή της περσικής δυναστείας των Σαφαβιδών στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, οι σιίτες δεν είχαν πλέον κρατική κυριαρχία σε κανένα μέρος του κόσμου, ωστόσο, η πολιτική σκέψη τους άρχισε να αναβιώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέσα από τα γραπτά λογίων όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο Αλί Σαριατί και ο Μούσα αλ-Σαντρ. Οι σιίτες δεν φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν κράτος σε πάνω από τρεις χώρες, το Ιράν, το Ιράκ και τον Λίβανο, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Ενώ λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Χομεϊνί ηγήθηκε της επανάστασης στο Ιράν και οι κληρικοί του Νατζάφ πρωτοστάτησαν στον αγώνα των σιιτών του Ιράκ κατά του Σαντάμ, ο Μούσα αλ-Σαντρ φιλοδόξησε να πράξει κάτι παρόμοιο στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια αλληλένδετη, περίπλοκη και σκόπιμη αποστολή: οι Ιρανοί αγιατολάχ του Κομ επικοινωνούσαν πάντα με τους Ιρακινούς ομολόγους τους του Νατζάφ και με αυτούς του Λιβάνου. Συνήθως, οι σιιτικές οργανώσεις ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο προλεταριάτο και τις φτωχές τάξεις, καθώς τόσο στο Ιράκ όσο και στο Λίβανο, οι σιίτες ήταν καταδικασμένοι από αιώνες στη φτώχεια και τις διώξεις. Έτσι ήταν πιο εύκολο για τους μουλάδες να μεταλαμπαδεύσουν σε αυτούς τους ανθρώπους το επαναστατικό πνεύμα, εγγενώς εμφυτευμένο στους σιίτες, εναντίον των πλουσίων και των κατοίκων των παλατιών, ελπίζοντας, μέσω αυτού, ότι μια λαϊκή επανάσταση μπορεί να οδηγήσει στην ίδρυση του σιιτικού κράτους.

Ας επιστρέψουμε στην ιστορία του Λιβάνου. Ο Μούσα αλ-Σαντρ λοιπόν έρχεται το 1959 στον Λίβανο για να σχεδιάσει την ίδρυση ενός σιιτικού κράτους. Όντας Λιβανέζος και έχοντας καλή γνώση της αραβικής καθώς και της περσικής γλώσσας, ο Σαντρ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις τόσο με τους κληρικούς του Ιράκ όσο και με αυτούς του Ιράν, και τον συνέδεαν ισχυροί δεσμοί ειδικά με τον Χομεϊνί. Ο γιος του Χομεϊνί, Αχμάντ, ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του Σαντρ. Επιπλέον, ο γιος του Σαντρ ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Χομεϊνί. Εκτός αυτού, ο Μουσταφά Χομεϊνί, ο μεγαλύτερος γιος του Αγιατολάχ, ήταν στενός φίλος του Μούσα αλ-Σαντρ.

Ο Σαντρ βρήκε αμέσως πολλούς υποστηρικτές στον Νότιο Λίβανο, όπου ζει η πλειοψηφία του σιιτικού πληθυσμού. Άρχισε να εργάζεται σε κοινωνικό επίπεδο υπέρ των καταπιεσμένων, χωρίς να δείχνει σαφή θρησκευτική τάση. Ίδρυσε πολλά ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους άπορους. Ωστόσο, η σιιτική τάση του άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά. Ίδρυσε ισλαμικά δικαστήρια με βάση τη σιιτική νομολογία, τα οποία εκδίδουν ετυμηγορίες μεταξύ των σιιτών που υπόκεινται στη σχολή σκέψης των Δώδεκα Ιμάμηδων, έχοντας τη δυνατότητα από τη θρησκευτική φύση του Λιβάνου να το πράξουν λαμβάνοντας υπόψη την πολύ αδύναμη κατάσταση της κυβέρνησης και του στρατού του Λιβάνου. Έτσι, ενώ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η σουνιτική κοινότητα της χώρας έκανε τις κύριες ιδεολογικές της αναζητήσεις στο χώρο του κοσμικού παναραβικού σοσιαλισμού, η σιιτική κοινότητα άρχισε σταδιακά να υιοθετεί τις ιδέες ενός επαναστατικού Ισλάμ.

Το 1967 ο μαρωνίτης πρόεδρος του Λιβάνου, Σαρλ Ελού, συναινεί στην ίδρυση του Ανώτατου Σιιτικού Ισλαμικού Συμβουλίου για να εκπροσωπήσει τους Σιίτες του Λιβάνου. Επιπλέον, ψηφίζει τον νόμο 72/76 που προβλέπει ότι το Σιιτικό Συμβούλιο μπορεί να αναφέρεται στις μεγαλύτερες σιιτικές αρχές στον κόσμο (Ιράν, Ιράκ και άλλοι) σχετικά με φετφάδες, αποφάσεις και νόμους, και όχι απαραίτητα στην κρατική νομοθεσία του Λιβάνου. Το Συμβούλιο είχε ήδη συσταθεί το 1969 με επικεφαλής, φυσικά, τον Μούσα αλ-Σαντρ, και αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση το 1970, η οποία αποφάσισε περαιτέρω να δώσει βοήθεια 10 εκατομμυρίων δολαρίων στον σιιτικό νότο.

Επιπλέον, ο Σαντρ δεν παρέλειψε να ζητήσει την εύνοια των ΗΠΑ. Σε συνάντηση με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο Σαντρ δήλωσε ότι αντιστέκεται στη νασερική σοσιαλιστική επέκταση μεταξύ των σιιτών νέων. Εκεί όμως ήταν που ήρθε σε ρήξη με τον Χομεϊνί. Οι σχέσεις του Σαντρ με τους Αμερικανούς αποκαλύφθηκαν τόσο καθαρά που ο κύκλος του Χομεϊνί τον κατηγόρησε γι' αυτό, έχοντας κατά νου ότι ο Χομεϊνί, σε εκείνο το στάδιο, θεωρούσε τις ΗΠΑ ως ενδεχόμενο κίνδυνο, καθώς αυτές υποστήριζαν σθεναρά τον σάχη. Σε αντίθεση με όλες τις προσδοκίες του Σαντρ, μια σοβαρή εξέλιξη έλαβε χώρα όταν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στην Ιορδανία υπέφεραν από τη σφαγή του Μαύρου Σεπτέμβρη που διήρκεσε με την απέλαση των Παλαιστινίων μαχητών υπό την ηγεσία της Φατάχ στο Λίβανο. Η αφιλόξενη απέλαση των «σουνιτών» (αν και κοσμικών κατά κύριο λόγο) Παλαιστινίων στο νότιο Λίβανο (δίπλα στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ) έκανε τον Σαντρ να σκεφτεί ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εμπόδιο στο δρόμο του σιιτικού κρατικού σχεδίου, έχοντας κατά νου ότι η Φατάχ εκείνη την εποχή είχε σοσιαλιστική κοσμική κατεύθυνση και ήταν πολύ μακριά από τις ισλαμικές διδασκαλίες.

Παρ' όλα αυτά, ο Σαντρ επωφελήθηκε από τη δημιουργία καλών σχέσεων με τη Φατάχ με την ελπίδα ότι η Φατάχ θα δώσει στους σιίτες στρατιωτική εκπαίδευση και έτσι θα βοηθήσει στη δημιουργία σιιτικών πολιτοφυλακών που θα έχουν σοβαρή επιρροή στο Λίβανο. Από την πλευρά της, η Φατάχ αναζητούσε έναν άλλο σύμμαχο μέσα στον Λίβανο, έναν σύμμαχο πιο πολυπληθή από τους Λιβανέζους κομμουνιστές, και τον βρήκε στους επαναστατικά σκεπτόμενους σιίτες του νότου, γεγονός που παρήγαγε μια τακτική συμμαχία κοινών συμφερόντων μεταξύ Φατάχ και σιιτών.

Το 1971, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ανήλθε στην εξουσία στη Συρία. Ανήκε στους Αλεβίτες, που θεολογικά δεν ανήκουν στο σιιτικό Ισλάμ αν και γειτνιάζουν με κάποιες παραδόσεις του. Ωστόσο, ο Σαντρ, σκοπεύοντας σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Συρία, εξέδωσε έναν διάσημο φετφά κρίνοντας τους Αλεβίτες ως σιίτες και θεωρώντας έτσι τον Χαφέζ αλ-Άσαντ ομόθρησκο. Αυτό οδήγησε σε μια στενή προσέγγιση με τη Συρία και το κυβερνών καθεστώς της και στο να γίνει ο Σαντρ μεσολαβητής για συνεχή επαφή μεταξύ του Χαφέζ αλ-Άσαντ και των ηγετών της Ιρανικής Επανάστασης. Πράγματι, το 1979 ο Άσαντ υποστήριξε σθεναρά την εξέγερση εναντίον του σάχη και υποστήριξε το Ιράν στον πόλεμό του εναντίον του Ιράκ, λόγω της προσωπικής και κομματικής του έχθρας με τον Σαντάμ Χουσεΐν (και οι δύο προέρχονταν από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, το οποίο όμως διασπάστηκε το 1966 σε μια ιρακινή και μια συριακή φράξια, οι οποίες βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα).

Το 1974 ο Σαντρ ίδρυσε το Κίνημα των Απόκληρων για να πιέσει για καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τους φτωχούς. Στην αρχή, πολλοί χριστιανοί στο νότο, θεωρώντας ότι ήταν ένα εθνικό κίνημα με στόχο τη βελτίωση της κατάστασης των φτωχών στο Λίβανο, εντάχθηκαν στο κίνημα σε μεγάλους αριθμούς. Ανακαλύπτοντας τον σαφή σιιτικό προσανατολισμό του Κινήματος, αποφάσισαν να αποσυρθούν. Λίγο αργότερα, ο Σαντρ συνήψε συμφωνία με τον Γιασέρ Αραφάτ, ηγέτη της Φατάχ, με αποτέλεσμα η Φατάχ να δώσει στρατιωτική εκπαίδευση στο Κίνημα των Απόκληρων. Το 1975, ο Σαντρ διακήρυξε ότι ο σχηματισμός της πολιτοφυλακής Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης), γνωστότερης με το ακρωνύμιο Αμάλ (που σημαίνει επίσης «ελπίδα») ήταν η στρατιωτική πτέρυγα του Κινήματος των Απόκληρων, με τον ίδιο ως επικεφαλής.

Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ξέσπασε το 1975, ένας πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος στον οποίο εμπλέκονταν πολλά εσωτερικά και εξωτερικά κόμματα. Ωστόσο, πρέπει να τον χρονολογήσουμε με ειδικές αναλύσεις, ώστε να μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε σαφέστερα.

Έχοντας ιδρύσει το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο και το Κίνημα Αμάλ, ο Σαντρ μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την οργή πολλών κομμάτων. Ο Σαντρ σε πολλά συνέδρια απειλούσε να παρακινήσει τους υποστηρικτές του να επιτεθούν στα παλάτια των πλουσίων σε περίπτωση που τα αιτήματά τους δεν εκπληρωθούν. Άρχισε να επικρίνει περαιτέρω ορισμένες συμπεριφορές του Χομεϊνί και να αντιμετωπίζει ορισμένες παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να συμβουλεύεται τους αναγνωρισμένους λογίους του Κομ και του Νατζάφ. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν επισκέφθηκε το Ιράν για να πραγματοποιήσει μια συνάντηση με τον ίδιο τον σάχη για να του ζητήσει να δώσει χάρη σε δώδεκα σιίτες θρησκευτικούς ηγέτες τους οποίους ο σάχης είχε αποφασίσει να εκτελέσει. Ο Χομεϊνί θεώρησε μια τέτοια επίσκεψη παραβίαση του παγκόσμιου σιιτικού επαναστατικού συντονισμού για την αντιμετώπιση του σάχη, ο οποίος είναι εχθρός των επαναστατών. 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1978 μετά τη διάλυση των σχέσεων μεταξύ της Συρίας και του Σαντρ. Όντας υπό την πίεση των γύρω χωρών καθώς και των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ το 1977, η Συρία ήθελε μια ισχυρή υποστήριξη από τον Λίβανο, καθώς ο συριακός στρατός ήταν στο Λίβανο εκείνη την εποχή και ήθελε τον Σαντρ να συμμαχήσει μόνο με τη Συρία. Νιώθοντας ισχυρός μπροστά στη δύσκολη κατάσταση της Συρίας, ο Σαντρ ήθελε να ενισχύσει τους δεσμούς με τις αραβικές χώρες και έτσι δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις του Χαφέζ αλ-Άσαντ. Έτσι, επισκέφθηκε το Κουβέιτ και στη συνέχεια την Αλγερία και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι τον Αύγουστο του 1978. Εκεί, στις 25 Αυγούστου, εξαφανίζεται. Υπάρχει η θεωρία ότι ο Χαφέζ αλ-Άσαντ (ή ακόμα και ο ίδιος ο Χομεϊνί) είχε ζητήσει από τον Καντάφι να δολοφονήσει τον Σαντρ.

Εκείνη την εποχή, ο Σαντρ είχε πολλούς εχθρούς, πολλοί από τους οποίους κατηγορούνται ότι τον σκότωσαν. Ο κυριότερος από αυτούς ήταν ο ηγέτης της επίδοξης ιρανικής επανάστασης που πρόκειται να λάβει χώρα ένα χρόνο αργότερα, ο Χομεϊνί, ο οποίος δεν θα ήθελε μια αντίπαλη χαρισματική προσωπικότητα με διεθνείς διασυνδέσεις που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Μεγάλο Αγιατολάχ για την ηγεσία του σιιτικού κόσμου. Επιπλέον, η πρόκληση της οργής του συριακού καθεστώτος θα μπορούσε να έχει ένα τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη δολοφονία, λαμβάνοντας υπόψη τον γνωστό σκληρό τρόπο με τον οποίο ο πατέρας Άσαντ συνήθιζε να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του. Επιπλέον, η ίδια η Λιβύη είχε σχέσεις με την ηγεσία της ιρανικής επανάστασης και έτσι θα την υποστηρίξει αργότερα στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ήταν στο αποκορύφωμά του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και πολλές εσωτερικές λιβανικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να ανατρέψουν τον Σαντρ.

Η αλήθεια είναι πως η εξαφάνιση του Μούσα αλ-Σαντρ αποτελεί ένα μπερδεμένο παζλ, πολλά ανταγωνιστικά σενάρια έχουν προταθεί, αλλά τίποτα δεν έχει αποδειχθεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Σαντρ άφησε πίσω του το πρώτο ένοπλο σιιτικό κίνημα στην ιστορία του σύγχρονου Λιβάνου, την Αμάλ. Επιπλέον, η θέση του επικεφαλής του σιιτικού Ανώτατου Συμβουλίου έμεινε κενή. Ένα χρόνο αργότερα, η Ιρανική Επανάσταση θα εκδιώξει τον σάχη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ισραηλινές δυνάμεις θα εισβάλουν στο νότιο Λίβανο.

Αφού πήγε από την ιρανική πόλη Κομ στο Λίβανο έχοντας ζήσει για λίγο στη Νατζάφ του Ιράκ, ο Μούσα αλ-Σαντρ προσπάθησε να ενώσει τους σιίτες σε μια ολοκληρωμένη οντότητα που τείνει να είναι ένα μελλοντικό κράτος. Ασχολήθηκε με το σεχταριστικό χαρακτηριστικό της οντότητας και έτσι ίδρυσε το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο το 1969. Έδωσε επίσης προσοχή στη στρατιωτική πτυχή και έτσι ίδρυσε το Κίνημα Αμάλ, ακρωνύμιο για το Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniyya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης). Δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους Μαρωνίτες Χριστιανούς (τον πρόεδρο Σαρλ Ελού), καθώς και με τις ΗΠΑ, τη Συρία και τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος ζούσε στο Ιράκ εκείνη την εποχή.

Με την αυξανόμενη δύναμη του Σαντρ, άρχισε να λαμβάνει χώρα σύγκρουση συμφερόντων και προέκυψε μια διαμάχη μεταξύ αυτού και των ηγετών της επίδοξης ιρανικής επανάστασης, καθώς και μεταξύ αυτού και του προέδρου της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος μέχρι τότε είχε αποτελέσει έναν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές του. Αυτές οι διαμάχες κατέληξαν στην εξαφάνιση του Σαντρ στη Λιβύη κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1978. Ο Σαντρ άφησε πίσω του μια μεγάλη κενή θέση προς πλήρωση.

Οι Σιίτες προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και διόρισαν τον αναπληρωτή του Σαντρ, Αμπντούλ-Αμίρ Καμπαλάν, ως επικεφαλής του Ανώτατου Σιιτικού Συμβουλίου, ενώ εξακολουθούσαν να διορίζονται αναπληρωτές πρόεδροι, αφήνοντας έτσι τη θέση του προέδρου κενή μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η πνευματική εξουσία δόθηκε σε έναν από τους πιο πολυμαθείς κληρικούς της κοινότητας, τον Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα.

Ωστόσο, η κατάσταση στη σιιτική στρατιωτική πτέρυγα, γνωστή ως Κίνημα Αμάλ, επιδεινώθηκε και τα μέλη της χωρίστηκαν σε δύο κόμματα. Το πρώτο κόμμα αποτελούταν από κοσμικούς σιίτες που ήθελαν να διαχειριστούν τα πράγματα χωρίς αναφορά στον νόμο των Δώδεκα Ιμάμηδων, δεν τους άρεσε να συνδέονται με θρησκευτικές αρχές εκτός Λιβάνου και, μάλλον, υιοθετούσαν μια εθνικιστική σκέψη. Επικεφαλής αυτού του κόμματος είναι ο γνωστός ηγέτης του Λιβάνου Ναμπίχ Μπερί, που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια είναι ηγέτης του κόμματος Αμάλ και πρόεδρος της Βουλής του Λιβάνου. Το δεύτερο κόμμα αποτελούταν από εκείνους που ήθελαν να συνεχίσουν να ακολουθούν τα βήματα του Σαντρ και έτσι να εγκαθιδρύσουν ένα σιιτικό κράτος με τη δύναμη των όπλων. Ένα τέτοιο κράτος επρόκειτο να επεκτείνει την εξουσία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς και θα έπρεπε να συνδεθεί με την ηγεσία της επανάστασης στο Ιράν. Ωστόσο, το δεύτερο αυτό κόμμα δεν είχε έναν ηγέτη για να το καθοδηγήσει.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αμηχανίας, δύο σιίτες που μελέτησαν το σιιτικό δόγμα στη Νατζάφ του Ιράκ, επέστρεψαν στο Λίβανο. Αυτές οι δύο προσωπικότητες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, οι οποίοι θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη διατήρηση της θρησκευτικής γραμμής του Σαντρ.

Το 1979, έλαβε χώρα η Ιρανική Επανάσταση, ο σάχης εκδιώχθηκε και ο Χομεϊνί επέστρεψε από το Παρίσι (έχοντας εξοριστεί εκεί από το Ιράκ το 1978) στην Τεχεράνη για να αναλάβει την ηγεσία και να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Στη συνέχεια ξεφορτώθηκε τους ανταγωνιστές του και εκδίωξε εκείνους που ανήκαν σε άλλα ιρανικά ρεύματα που τον βοήθησαν. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε απολύτως να εξασφαλίσει μια βάση. Ωστόσο, δεν κατευθύνθηκε προς την ιερή πόλη Qom όπως αναμενόταν, αλλά παρέμεινε στην πρωτεύουσα Τεχεράνη.

Σταθερά εγκατεστημένος στο Ιράν, ο Χομεϊνί άρχισε να στρέφει το βλέμμα του στον Λίβανο και στο Ιράκ, καθώς περιείχαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό σιιτών και, ταυτόχρονα, οι σιιτικοί πληθυσμοί σε αυτές τις χώρες, αν και πλειοψηφικοί, μαστίζονταν από διώξεις και φτώχεια και έτσι ήταν ευεπίφοροι στις επαναστατικές ιδέες και την πράξη.

Η κατάσταση στο Ιράκ επιδεινώθηκε καθώς ο Σαντάμ Χουσεΐν κυβερνούσε τη χώρα δικτατορικά, κάτι που βίωσε ο ίδιος ο Χομεϊνί, ο οποίος έμεινε στο Ιράκ για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν απελαθεί στο Παρίσι. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί αντιλήφθηκε ότι η σιιτική οργάνωση στο Ιράκ (το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση) και το στρατιωτικό της σκέλος, η Οργάνωση Μπαντρ, δεν μπορεί να ανατρέψει το κυβερνών καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Την ίδια εποχή, οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί που έχασαν δισεκατομμύρια με την κρίση που είχε προκαλέσει η ιρανική επανάσταση το 1979 με την εθνικοποίηση των πετρελαίων του Ιράν, αποζητούσαν την ανατροπή του Χομεϊνί, ενώ και οι οπλικές εταιρείες των ΗΠΑ, που με τον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ-Αιγύπτου χάρη στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 δεν έβρισκαν ευκαιρία να πουλήσουν σε μαζική κλίμακα όπλα στη Μέση Ανατολή, πίεσαν προς έναν πόλεμο Ιράν-Ιράκ ώστε να αναπληρώσουν τις ζημίες τους. 

Έτσι λοιπόν ο Σαντάμ επιτέθηκε στο Ιράν τον Οκτώβριο του 1980 έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ αλλά και τον Αραβικό Σύνδεσμο. Από την πλευρά του, ο Χομεϊνί είδε τον πόλεμο ως ευκαιρία να συσπειρώσει την ιρανική κοινωνία πίσω από το ισλαμικό του καθεστώς, αλλά και μέσω ενός πιθανού νικηφόρου πολέμου να ανατραπεί ο Σαντάμ και να παραδοθεί η εξουσία στους σιίτες του Ιράκ. Όσο για τον μακρινό Λίβανο, χρειαζόταν μια μακρά προετοιμασία που απαιτούσε άνδρες πλήρους πίστης στον Χομεϊνί. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί ήρθε σε επαφή με τους δύο πιστούς του στον Λίβανο: αυτοί οι δύο άνδρες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, που μετά την ισραηλινή εισβολή θα ίδρυαν την οργάνωση που είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή ως Χεζμπολάχ. Από τότε, ξεκίνησε η άμεση υποστήριξη του Ιράν προς τη Χεζμπολάχ. 

Ωστόσο, το Κίνημα Αμάλ εξακολούθησε (και εξακολουθεί ως σήμερα) να καθοδηγείται από τον κοσμικό προσανατολισμό του Ναμπίχ Μπερί. Το 1981, το Κίνημα Αμάλ πραγματοποίησε το τέταρτο συνέδριό του για να θέσει τέλος στις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών εντός του κινήματος, καθένα από τα οποία φιλοδοξούσε να ελέγξει τον σιιτικό νότο. Η διάσκεψη κατέληξε σε απόφαση για ανανέωση της θητείας του Ναμπίχ Μπερί ως επικεφαλής της Αμάλ, καθιστώντας τον Αμπάς Μουσαβί αναπληρωτή του.

Λίγο νοτιότερα, στο Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπέγκιν και ειδικότερα ο «πυρομανής» υπουργός άμυνας Αριέλ Σαρόν, αναζητούσαν τρόπους να αναδιαμορφώσουν το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής προς όφελος του εβραϊκού κράτους. Η ειρήνη του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο εξασφάλιζε τα νότια και δυτικά σύνορά τους, η καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράκ και η μυστική ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ιορδανία εξασφάλιζε τα ανατολικά. Έμεναν όμως τα βόρεια, όπου στον Λίβανο η PLO υπό τον Γιασέρ Αραφάτ φαινόταν να έχει εγκαταστήσει οιονεί κράτος εν κράτει. Ο Σαρόν εξουσιοδότησε τον σύμβουλό του, Οντέτ Γινόν, να καταρτίσει ένα στρατηγικό σχέδιο για τη «βαλκανοποίηση» του Λιβάνου, της Συρίας και του Ιράκ με την πρόκληση εμφυλίων συγκρούσεων σε αυτές τις χώρες που θα απέβαιναν προς όφελος του Ισραήλ. 

Το πρώτο σκέλος του σχεδίου προέβλεπε την κατοχή του Νοτίου Λιβάνου από τους Ισραηλινούς, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να φανεί ότι το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση από την PLO. Θα ήταν λοιπόν αναγκαίο να προκληθεί η PLO μέσα από μια τεχνητή «στρατηγική της έντασης» που θα την κατηύθυνε το ίδιο το Ισραήλ με βίαιες ενέργειες – χωρίς όμως να φαίνεται ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές – ώστε να εξαναγκαστεί η παλαιστινιακή οργάνωση να απαντήσει εξίσου βίαια και να δοθεί η αφορμή στο Ισραήλ να επιτεθεί στον Λίβανο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στη διεθνή κοινότητα ως ευρισκόμενο σε νόμιμη άμυνα.