Ο Ρουμανικός Επαναστατικός Εθνικισμός.


του Kitas

Ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των Φασισμών, του Εθνικοσοσιαλισμού και των Εθνικών δικτατοριών στην Ευρώπη κατέχει ο Ρουμανικός εθνικισμός , όπως εκδηλώθηκε ως κίνημα από τις αρχές του προηγουμένου αιώνα και μέχρι την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό γιατί εμφανίζεται οργανωμένος πολύ πριν ο Μουσολίνι ή ο Χίτλερ προχωρήσουν στην ίδρυση κινημάτων και διότι επηρεάζεται από διαφορετικούς παράγοντες ή από τους ίδιους, αλλά με τρόπο διαφορετικό. Στη χρονική αυτή πρωτοπορία συνέβαλαν η ισχυρή παρουσία Εβραίων στην Ρουμανία και η έκρηξη της Οκτωβριανής Επαναστάσεως το 1917 με επακόλουθο την άμεση απειλή της ίδιας της κρατικής υποστάσεως της Ρουμανίας τόσο εξαιτίας της ρωσικής μειονότητας στην Μολδαβία όσο και της άμεσης γειτνίασης της με την νεαρά τότε ΕΣΣΔ, που διευκόλυνε την ταχεία διάδοση των επικίνδυνων διεθνιστικών ιδεωδών της παγκοσμίου κομμουνιστικής επανάστασης.


Ήδη το 1910 ο Codreanu και οι συναγωνιστές του ορκίζονται στο δάσος της Dubrina ότι θα αντισταθούν σε μία σοβιετική εισβολή, σε μία εποχή που ο Χίτλερ ήταν ακόμη στρατιώτης, ο Μουσολίνι σοσιαλιστής, ο Mosley συντηρητικός και ο Maurras προσπαθούσε να διαδώσει την αξία του «ολοκληρωμένου εθνικισμού» στην ριζοσπαστική δεξιά Action Francaise . Φορείς των διεθνιστικών και κομμουνιστικών ιδεών αυτών ήταν εκείνη την εποχή στην Ρουμανία και οι Εβραίοι κάτοικοί της, οι οποίοι, ως είθισται, μολονότι αποτελούσαν μειοψηφία, ήλεγχαν το εμπόριο και τα ελεύθερα επαγγέλματα Το 1907 οι Ρουμάνοι γεωργοί μίας εβραϊκής γεωργικής ιδιοκτησίας εξηγέρθησαν με επακόλουθο την επέμβαση το στρατού και την δολοφονία 10.000 Ρουμάνων αγροτών. Την εξέγερση τούτη υπεστήριξαν διάφοροι εθνικιστές διανοούμενοι, ανάμεσά τους ο A.C.Cuza, ο επονομαζόμενος «Ρουμάνος Drumont», καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου, ο ιστορικός Iorga και ο Ίων Zelea Codreanu , πατέρας του Κορνήλιου Codreanu.

Η σημαντικότερη χρονολογία για τον ρουμανικό εθνικισμό δεν συμπίπτει με την έκρηξη ή με τον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τοποθετείται στο 1923, έτος της σκανδαλώδους παραχωρήσεως πολιτικών δικαιωμάτων στους Εβραίους της Ρουμανίας με την αναθεώρηση του άρθρου 7 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι 2.000.000 Εβραίοι που κατοικούσαν τότε στην Ρουμανία αποκτούσαν την ρουμανική υπηκοότητα και επισήμως πλέον την πρόσβαση στην δημόσια και πολιτική ζωή της Ρουμανίας. Οι θυελλώδεις αντιδράσεις στα Πανεπιστήμια, σε ορισμένες σχολές των οποίων οι Εβραίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία, σηματοδοτούν την έναρξη του Φοιτητικού Κινήματος εναντίον της αναθεωρήσεως. Οι φιλελεύθεροι της κυβερνήσεως αντέδρασαν δυναμικά μέσω του στρατού, ο οποίος κτύπησε τους φοιτητές, οι αρχές προέβησαν σε συλλήψεις, ενώ κατήργησαν τις φοιτητικές εστίες και τις υποτροφίες, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να επιστρέψουν στα μαθήματά τους, έχοντας, όμως, προηγηθεί έξη μήνες κινητοποιήσεων και αγώνων ( ο νους μας τρέχει στο ψευδεπίγραφο «φοιτητικό κίνημα» των κομματόσκυλων , των βολεμένων και των ιδιοτελών αγωνιστών των προστατευμένων από το πανεπιστημιακό άσυλο αμφιθεάτρων της μεταπολιτευτικής αηδίας). Ο Codreanu ήδη από το 1920 είχε δημιουργήσει τον «Εθνικό Χριστιανικό Σοσιαλισμό» στο Ιάσιο, όπου σπούδαζε Νομική και κατάφερε, παρά τις διώξεις εκ μέρους της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου του Ιασίου, να γίνει πρόεδρος του συλλόγου φοιτητών της Νομικής Σχολής.



Η κίνηση του, όμως, δεν έτυχε ιδιαίτερης απήχησης. Από το 1923 μέχρι το 1927 συνδεόταν την Λίγκα της Εθνικής Χριστιανικής Αμύνης (LANC), της οποίας προΐστατο ο καθηγητής Cuza. Η Λίγκα της Εθνικής Χριστιανικής Αμύνης είχε στις τάξεις της έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων, ίσως την ελίτ των διανοουμένων της Ρουμανίας. Τέτοια σύνθεση την καθιστούσε αξιόλογη ποιοτικά μεν, αποστερούσε, όμως, την οιαδήποτε δυνατότητα τουλάχιστον επιρροής στις μάζες. Οι σχέσεις του Codreanu με το την LANC είχαν διαταραχθεί από το 1923, όταν είχε συλληφθεί και φυλακισθεί με την κατηγορία της απειλής ότι θα σκότωνε «προδότες» και το 1925 με την κατηγορία της δολοφονίας. Το 1927, λοιπόν, απεφάσισε να αποχωρήσει από την Λίγκα της Εθνικής Χριστιανικής Αμύνης. «Σήμερα στις 27 Ιουνίου 1927 στις 10 το βράδυ ιδρύεται υπό την ηγεσία μου η «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Όποιος πιστεύει δίχως ιδιοτέλεια, ας ενωθεί με τις τάξεις μας. Όποιος αμφιβάλλει, ας μείνει στην άκρη». Κάλεσε συναγωνιστές του από όλη την Ρουμανία και ζήτησε από το καθηγητή Cuza να τους απαλλάξει από τον όρκο που είχαν δώσει με την ένταξη τους στην Λίγκα της Εθνικής Χριστιανικής Αμύνης. Ο Cuza τους απάλλαξε και με πατρικό τόνο τους συμβούλεψε για τις παγίδες της πολιτικής. «Έπειτα έσφιξε το χέρι του με όλους μας και φύγαμε. Σκεφτήκαμε ότι ήταν σωστό που πράξαμε έτσι και ότι αυτός ήταν ο τιμημένος τρόπος που μας επέβαλε η αξιοπρέπειά μας ως πολεμιστές.[…]



Αφήνοντας τον αισθανθήκαμε πόσο μόνοι ήμαστε, μόνοι όπως σε μία έρημο, και ετοιμαζόμασταν να χαράξουμε τον δρόμο μας στην ζωή με τις δικές μας δυνάμεις» Το 1930 ο Capitan , όπως τον προσφωνούσαν οι συναγωνιστές του, ιδρύει το μαχητικό τμήμα της Λεγεώνας, την «Σιδηρά Φρουρά» (Garda de Fier). Η Λεγεώνα μπήκε δυναμικά στην πολιτική ζωή της Ρουμανίας και θεωρήθηκε το μοναδικό εθνικιστικό κίνημα που συγκέντρωσε τόσο μίσος από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Εν μέσω διώξεων μελών της για δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και μετά την πρώτη απαγόρευση της Λεγεώνας από την ρουμανική αντίδραση , ο Codreanu αναλαμβάνει τον έλεγχο του πολιτικού σχηματισμού «Όλα για την Πατρίδα» (Totul pentru patria) , τον οποίον είχε δημιουργήσει ο στρατηγός Catacuzina και παρεχώρησε όλη την εξουσία στον Capitan. Τούτο συνέβη τον Νοέμβριο του 1938. Είχε προηγηθεί η έκδοση επτά εφημερίδων από την Φρουρά, η απαγόρευση της, μία φορά μάλιστα από τον εθνικιστή Iorga, και η άρση της απαγορεύσεως της δις από τα δικαστήρια με τελική την απαγόρευσή της από τον φιλελεύθερο πολιτικό Duca, ο οποίος δολοφονήθηκε από Λεγεωνάριους ως εκδίκηση για τους εκατοντάδες συλληφθέντες και έξη δολοφονηθέντων Λεγεωνάριων. Την δολοφονία ακολούθησαν συλλήψεις, δίκες, και η περίοδος της τρομοκρατίας εναντίον των Λεγεωνάριων, οι οποίοι έφτασαν τους 18.000! Τελικώς η Φρουρά επανήλθε στην νομιμότητα. Από την περίοδο της τρομοκρατίας καθιερώθηκε το σύμβολο της Φρουράς με τις τρείς κάθετες γραμμές και τις τρείς οριζόντιες, που συμβολίζουν τα κάγκελα της φυλακής.



Παράλληλα με την Λεγεώνα και την Φρουρά έδρασαν λιγότερο σημαντικές ομάδες και κόμματα, όπως η «Εθνικοχριστιανική Λεγεώνα» του Cuza, η οποία είχε ως σύμβολό της τον αγκυλωτό σταυρό και ενώθηκε το 1935 με μία μικρότερη εθνικιστική οργάνωση και σχημάτισε το «Εθνικοχριστιανικό Κόμμα», στο συνέδριο του οποίου το 1936 παρέστησαν 200.000 άτομα, εκ των οποίων 30.000 ανήκαν στο παραστρατιωτικό τμήμα των «λογχοφόρων». Παρά την μαζικότητα, δεν κατάφεραν να αποκτήσουν σημαντική δυναμική. Υπήρχε το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» με αρχηγό τον συνταγματάρχη Tatarescu, η ομάδα «Σβάστικα της Φωτιάς» (Svastica de foc) ιδρυθείσα υπό του δικηγόρου Enqilian και η προβοκατόρικη «Σταυροφορία του Ρουμανισμού» με αρχηγό τον πρώην Λεγεωνάριο Stelescu, ο οποίος δολοφονήθηκε από ομάδα Λεγεωνάριων. Ο βασιλιάς Κάρολος είχε δημιουργήσει την νεολαιίστικη οργάνωση «Φρουρά της Πατρίδος», η οποία ένωνε τις νεολαίες όλων των κομμάτων και δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει σημαντικό πόλο και να ανταγωνισθεί τις νεολαίες άλλων καθεστώτων.

Η Λεγεώνα είχε δομηθεί στην ισχυρή και χαρισματική προσωπικότητα του Codreanu, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έλειπαν οι σημαντικοί, ικανοί και αποφασισμένοι άνδρες από τις τάξεις της. Ένας από αυτούς ήταν ο Ίων Mota , δεξί χέρι του Codreanu. Η πρώτη τους επαφή έγινε όταν ο Ίων αναμείχθηκε ενεργά με το φοιτητικό κίνημα του 1923. Εκπροσώπησε την Λεγεώνα στην πρώτη σοβαρή προσπάθεια να οργανωθούν τα φασιστικά και τα εθνικιστικά κινήματα σε πανευρωπαϊκή βάση στο Συνέδριο του Montreaux τον Δεκέμβριο του 1934. Στο συνέδριο αυτό ο Mota ανέπτυξε την θέση ότι οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν στηρίζονται σε νομικές αφαιρέσεις, αλλά στην βάση των κυρίαρχων πολιτικών πραγματικοτήτων, με άλλα λόγια διατύπωνε την θέση της realpolitik, της κατεύθυνσης, δηλαδή, ενός κράτους προς αύξηση της ισχύος του σε διεθνές επίπεδο, ενίοτε με οποιοδήποτε μέσον. Στο ίδιο συνέδριο πρότεινε την επίκαιρη ιδέα της δημιουργίας εθνικιστικών ομάδων σκέψεως προκειμένου να αποφευχθούν οι συγκρούσεις των ευρωπαϊκών εθνών εξαιτίας παλαιών αντιπαλοτήτων και στείρων διεκδικήσεων, ενώ πρότεινε την σταδιακή ενοποίηση των φασιστικών χωρών υπό την σκέπη της Ρώμης. Γνωστός, όμως, στην Ιστορία έμεινε με τον θάνατό του στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή Majadahonda, κοντά στην Μαδρίτη. Ο Mota ανήκε στο σώμα των 10.000 μελών της Λεγεώνας, οι οποίοι εθελοντικά συμμετείχαν στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό των εθνικιστών του J.A. Primo de Rivera, και σκοτώθηκε με τον λεγεωνάριο Marin στις 13-1-1937.



Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1937 ο συνδυασμός « totul pentru tara» συγκέντρωσε το 16% των ψήφων και ήλθε δεύτερο κόμμα με 66 έδρες. Επειδή δεν συγκέντρωσε κάποιο κόμμα ικανοποιητικό εκλογικό ποσοστό, ο βασιλιάς της Ρουμανίας Κάρολος Β’ κάλεσε τους Cuza και Goga να σχηματίσουν κυβέρνηση. Μολονότι εθνικιστές και αντισημίτες, αντιμετώπισαν εχθρικά την Φρουρά, αλλά η τύχη τους δεν ήταν και η καλύτερη. Εξαιτίας των πιέσεων που άσκησαν εναντίον τους οι Εβραίοι και δεδομένης της επιρροής τους στον βασιλιά και μέσω της Εβραίας ερωμένης του Magda Lupescu, ο Κάρολος διέλυσε την κυβέρνηση Cuza-Goga και επέβαλε δικτατορία σε συνεργασία με τον Ρουμάνο πατριάρχη τον Φεβρουάριο του 1938. Στην δικτατορική κυβέρνηση υπουργική θέση στο υπουργείο Αμύνης πήρε ο συμπαθών την Φρουρά στρατηγός Antonescu, πρόσωπο που έπαιξε καταλυτικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική της Ρουμανίας. Ένα άλλο σημαντικό για τις εξελίξεις πρόσωπο ήταν ο υπουργός εσωτερικών Calinescu, δεξί χέρι του βασιλέως και βασικός μοχλός δημιουργίας του βασιλικού δικτατορικού καθεστώτος, . Ο βασιλιάς ίδρυσε το «Μέτωπο Εθνικής Ανανεώσεως» στο οποίο ενταχθήκαν υποχρεωτικά όλα τα κόμματα, καθιέρωσε τον ρωμαϊκό χαιρετισμό και τις στολές στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, τα οποία επέλεγε και διόριζε ο ίδιος.

Λόγω της πιεστικής καταστάσεως που άρχιζε να δημιουργείται από το ψευδοφασιστικό καθεστώς του Καρόλου και ενόψει του αναμενόμενης εκστρατείας εναντίον του, ο Codreanu για λόγους προστασίας των μελών του διέλυσε την Φρουρά. Πραγματικά, ο Codreanu κατηγορείται για την σύνταξη απειλητικής επιστολής κατά του Iorga, συλλαμβάνεται στις 17 Απριλίου του 1938, σύρεται σε δίκη από στρατοδικείο και τελικώς καταδικάζεται σε δεκαετή φυλάκιση με καταναγκαστικά έργα, παρόλη την δημόσια υποστήριξη από τον στρατηγό Antonescu. Στις 29 προς 30 Νοεμβρίου 1938 δολοφονείται δια στραγγαλισμού σε δάσος. Λίγους μήνες αργότερα Λεγεωνάριοι δολοφόνησαν τον Calinescu. Τον Codreanu διαδέχτηκε ο Horia Sima και παρόλο το λουτρό αίματος που εξαπέλυσε η βασιλική δικτατορία το 1939 για άλλη μία φορά εναντίον των Λεγεωνάριων με πρόσχημα την από μέρους τους προετοιμασίας κινήματος κατά του καθεστώτος, ο βασιλιάς-δικτάτορας έδωσε αμνηστία τον Απρίλιο του 1940, Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να εδραιώσει την εξουσία του. Οι Λεγεωνάριοι και ο Sima , από την άλλη, δέχθηκαν την συνεργασία με το καθεστώς ενόψει του σοβιετικού κινδύνου. Η λυκοφιλία, ωστόσο, δεν κράτησε και πολύ, διότι τον Αύγουστο του 1940 η δικτατορία παρεχώρησε ρουμανικά εδάφη στην Ουγγαρία (περιοχή Siebenbuergen), την Βουλγαρία (νότια Δοβρουτσά) και την Σοβιετική Ένωση (Βεσσαραβία και Βόρεια Βουκοβίνα). Στις 3 Αυγούστου οι Λεγεωνάριοι επαναστατούν, επικρατούν στις επαρχίες, αλλά αποτυγχάνουν να ελέγξουν ολόκληρο το Βουκουρέστι. Ο βασιλιάς Κάρολος εγκαταλείπει την χώρα του (συνήθης τακτική των γαλαζοαίματων…) και αναλαμβάνει την εξουσία πρίγκιπας Μιχαήλ, ουσιαστικά όμως, ο Antonescu, ο οποίος ιδρύει την «Πολιτεία των Εθνικο Λεγεωνάριων». Και πάλι ο Sima και οι Λεγεωνάριοι συμμετέχουν στην κυβέρνηση, επικρατεί, όμως, έντονη καχυποψία από μέρος των στρατιωτικών στελεχών της κυβέρνησης προς τους Λεγεωνάριους, ενώ οι τελευταίοι αποσκοπούν στην αποκάθαρση της κυβέρνησης από τα στοιχεία των αντιδραστικών στρατιωτικών και των αστών.


Στις 21 Ιανουαρίου η Λεγεώνα προχωρεί σε καινούργιο ένοπλο κίνημα και ο Sima ζητά από τον Antonescu να παραδώσει την εξουσία. Οι μάχες με τον στρατό διήρκεσαν δύο ημέρες, μεγάλος αριθμός Λεγεωνάριων σκοτώθηκαν και δολοφονήθηκαν, το κίνημα αποτυγχάνει , ο Antonescu διαλύει την «Πολιτεία των Εθνικολεγεωνάριων» και ιδρύει την «Εθνικοκοινωνική Πολιτεία». Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Στήριξη του Αντονέσκου από τον Χίτλερ, φυγάδευση Λεγεωνάριων από SS στην Γερμανία και εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως υπό σχετικά καλές συνθήκες κρατήσεως, διάλυση της συμμαχίας Γερμανίας-Ρουμανίας, προσπάθεια δημιουργίας εξόριστης ρουμανικής αντικομμουνιστικής κυβέρνησης με στελέχη της Λεγεώνας, ανατροπή του Antonescu από τον βασιλέα Μιχαήλ και τα παλαιά κόμματα στις 23 Αύγουστου 1944, εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην Ρουμανία στις 31 Αυγούστου, επιβολή λαϊκής δημοκρατίας. Η επιρροή του ρουμανικού εθνικισμού στις δυτικές χώρες υπήρξε, δυστυχώς, μικρή και η δράση του παρέμεινε για πολλά χρόνια ελάχιστα γνωστή. Αυτό που τον διέκρινε από τα υπόλοιπα κινήματα της Ευρώπης ήταν η αυθεντική επαφή των εθνικιστών με τα λαϊκά και τα αγροτικά στρώματα σε όλη την διάρκεια της πολιτικής δραστηριότητάς τους και η ευθεία ρήξη και σύγκρουση με το καθεστώς, ακόμη και όταν αυτό προσπάθησε να εκφρασθεί δια της μιμήσεως φασιστικών προτύπων έχοντας ως ιδεολογικό υπόβαθρο μία βαθιά αντιδραστική «εθνική» ιδεολογία. Ο συμβιβασμός του ιταλικού φασισμού με το παλάτι και το Βατικανό και οι πικρές διαπιστώσεις του Αδόλφου Χίτλερ στην πολιτική διαθήκη του σχετικά με κάποιες πολιτικές επιλογές του αποτελούν κτυπητά παραδείγματα. Ας μην μιλήσουμε για την εθελούσια διάλυση όλων σχεδόν των εθνικιστικών, φιλοφασιστικών και φιλοεθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδος του Μεσοπολέμου μετά την κήρυξη της φιλοβασιλικής ακροδεξιάς δικτατορίας του Μεταξά…

Δεσπόζουσα θέση έως μονοπώλιο στην ιστορία του ρουμανικού εθνικισμού κατέχει η Λεγεώνα. Ο δε Codreanu παρέμεινε ζωντανός στην μνήμη του ρουμανικού λαού σε τέτοιον βαθμό, ώστε η ρουμανική ελληνορθόδοξη εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο!!! Όταν στις 30 Νοεμβρίου του 1940 μεταφέρθηκαν τα οστά του σε μαυσωλείο, στην μεταφορά παρευρέθησαν περίπου 155.000 Ρουμάνοι. 

Μνήμη Λογγίνου Παξινόπουλου & Νικολάου Τσάμη.


του Αχέροντος

Κάθε χρόνο την 24η Νοεμβρίου τιμούμε την μνήμη δύο μαχητών του Ελληνικού Εθνικοσοσιαλισμού. Του Νικολάου Τσάμη και του Λογγίνου Παξινόπουλου.

Νικόλαος Τσάμης 24.11.2000

Έμενε στο Παγκράτι σε μια περιοχή με πλούσια Εθνικοεπαναστατική ιστορία. Από μικρός φανατικός εχθρός της δημοκρατίας και του Καραμανλισμού. Άντεξε όσο λίγοι απέναντι στις απειλές, διώξεις και έρευνες των σκυλιών του ανθελληνικού καθεστώτος. Έφεδρος αξιωματικός κατά την διάρκεια της θητείας του, Πολιτικός Στρατιώτης του Ελληνικού Εθνικοσοσιαλισμού ένας λαμπρός Σύντροφος. Αρθογράφος του Εθνικοεπαναστατικού περιοδικού «Αντίδοτο» και αλληλέγγυος απέναντι σε όλους όσους ζητούσαν την βοήθεια του. Έφυγε ξαφνικά και ο θάνατος του υπήρξε κραυγή αντίστασης απέναντι στις ύαινες της αντιφασιστικής ακροδεξιάς. Βρίσκεται θαμμένος στο νεκροταφείο του Ζωγράφου. Το βιβλίο για τον Βρετανό Φασιστή Oswald Mosley «Εκατό Ερωτήσεις Για τον Φασισμό» είναι αφιερωμένο στην μνήμη του. Κάποιοι προσπάθησαν να κρύψουν την προσφορά του στο Κίνημα των Ιδεών, όμως δεν τα κατάφεραν.

«Ψηλά το Μέτωπο και η ζωή αν σβήσει, Και το Σκοτάδι αν απλωθεί μες τη ματιά, Εις τα Ουράνια θέλει αντηχήσει, Και των νεκρών μας η ατέλειωτη Στρατιά»

Λογγίνος Παξινόπουλος 24.11.1993

Από το 1965 στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Η οικία του γεμάτη από όπλα σημαίες και λάφυρα των πολέμων ενάντια στους Ασιάτες εισβολείς. Ο πατέρας του υπήρξε Αξιωματικός στο Μικρασιατικό Μέτωπο, και ο ίδιος με τους αγώνες του συνέχισε την προσφορά στην Πατρίδα. Κατηγορήθηκε για «τρομοκρατία» δεν υπέκυψε όμως στις πιέσεις και στους ψευδομάρτυρες, φυλακίστηκε κατά επανάληψη από το τυραννικό δημοκρατικό καθεστώς για τις ιδέες του. Ακτιβιστής και αγωνιστής στους δύσκολους καιρούς του αγώνα. Στάθηκε αγέρωχος απέναντι στα προβλήματα υγείας αν και κάποιοι κατηγόρησαν το τότε καθεστώς για τον θάνατο του. Τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι την ημέρα που οι Έλληνες Εθνικοσοσιαλιστές και Φασίστες αποχαιρετούσαν τον Νικόλαο Τσάμη συμπληρώνονταν 7 χρόνια από τον θάνατο του Λογγίνου.

Αθάνατοι!

Με εξαιρετική επιτυχία διεξήχθη η εκδήλωση του κύκλου "Ιδεάπολις"

Όταν ο Fidel Castro έκλινε ευλαβικά το γόνυ στον Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα!






ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΓΡΙΒΑ ΟΤΑΝ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ:


«Στρατηγέ, ο αγώνας σας με γοήτευσε και αποτέλεσε παράδειγμα για την απελευθέρωση της Πατρίδας μου. Συγχαρητήρια» (1959)
Σοσιαλισμός ή Θάνατος ! Sosialismo o Muerte !

Ο Έζρα Πάουντ, ο εβραϊκός ακτιβισμός και ο αγώνας για την πολιτισμική μνήμη.



του Δρ Άντριου Τζόϋς - (Andrew Joyce Phd)

Μετάφραση: Ασφάλιος

«Ο τρόμος του Πάουντ για τον Καζίν και τους υπόλοιπους από εμάς, αν είμαστε ειλικρινείς, είναι ο τρόμος για τον ρατσισμό του»

Θέοντορ Βάϊς, The New York Review of books, 1986.


Συχνά παίρνω μεγάλη ικανοποίηση κοιτώντας στο παρελθόν και βρίσκοντας, μεταξύ των μεγάλων έργων και ιδιοφυϊών, ιδέες που μοιραζόμαστε σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Οι καιροί έχουν αλλάξει τόσο δραματικά, και τα περιθώρια για «αποδεκτές» ιδέες έχουν τόσο ριζικά στενέψει, ώστε σχεδόν κάθε μεγάλος παραγωγικός και σημαντικός διανοητής πριν την δεκαετία του 1950 έτρεφε κοινωνικο-πολιτικές απόψεις που θεωρούνται ημι-φασιστικές από την σημερινή θεώρηση. Οι περισσότεροι από εμάς θα είμαστε γνώστες, φυσικά, του ότι αυτές οι ευρύτερες πολιτιστικές μετατοπίσεις είχαν εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο πάνω στην κοινωνικο-ιστορική κληρονομιά τέτοιων προσώπων. Εν συντομία, στα πλαίσια μιας κοινωνικής πραγματικότητας τόσο πρόθυμης να διαγράψει τους «λευκούς γέρους» από τα βιβλία της ιστορίας, τέτοιες μορφές θα είναι από τις πρώτες που θα εξαφανιστούν.

Στα πλαίσια αυτού του δυσοίωνου πλαισίου, ένας συνάδελφος και ακαδημαϊκός της λογοτεχνίας, πρόσφατα αισθάνθηκε την διάθεση να με πληροφορήσει ότι η μεγάλη διάνοια της λογοτεχνίας, ο Έζρα Πάουντ (1885-1972), ο οποίος έτρεφε μια γνήσια και ανοιχτή συμπάθεια για τον Φασισμό, σιγά-σιγά και υπογείως εξοστρακίζεται από τις βιβλιογραφίες των πανεπιστημίων και τις εγκυκλίους των σχολείων. Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει τους αναγνώστες του The Occidental Observer ότι έχοντας φυλακιστεί στο «κελί του θανάτου» για τις συμπάθειές του κατά την διάρκεια του πολέμου, και έχοντας οδηγηθεί πρώτα σε ψυχιατρική κλινική και μετέπειτα εκτός της ίδιας του της πατρίδας, η τιμωρία του Πάουντ θα συνεχιζόταν και μετά θάνατον με την καταδίκη του στην ανωνυμία. Εκεί πού ο φίλος μου είχε λάθος, ωστόσο, ήταν το να αποδίδει την αργή εξαφάνιση του Πάουντ σε ένα άμορφο «νεοφιλελεύθερο» zeitgeist. Σαν ερασιτέχνης φίλος της Σύγχρονης ποίησης για σχεδόν μια δεκαετία, και εθνικιστής για ακόμη περισσότερο, έχω οξύτερη συνείδηση της φύσης των ιδιαιτεροτήτων πίσω από την υποβάθμιση του ταλαιπωρημένου ποιητή. Μακράν του να είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, είχα επίσης συνείδηση του γεγονότος ότι τα σημαντικότερα βήματα για την περιθωριοποίηση του Πάουντ είχαν γίνει δεκαετίες νωρίτερα. Έχοντας μοιραστεί με τον συνάδελφό μου τις σκέψεις μου για αυτές τις ιδιαιτερότητες, τις παραθέτω στο παρόν κείμενο προς εξέταση από τους αναγνώστες μας.


Η διαδικασία της εξαφάνισης μιας ιδιοφυίας και της κοσμοθεώρησης της από την πολιτιστική μνήμη του λαού του είναι σαφής και σχετικά κοινότυπη. Κατά την πορεία αρκετών ερευνητικών πρότζεκτ την τελευταία δεκαετία, συνειδητοποίησα πως ακόμη κι εκεί όπου ιδεολογικά ύποπτες προσωπικότητες επιτρέπεται να γίνονται αντικείμενο μελέτης, οι κοινωνικό-πολιτικές ιδέες αυτών των «λερωμένων» ατόμων, άσχετα από το πόσο δεσπόζουσες στην διαμόρφωση του χαρακτήρα τους ή της πνευματικής τους κοσμοθεώρησης, τέτοιες ιδέες απομονώνονται από την κοινωνική και επαγγελματική τους βιογράφιση, και συχνά παρουσιάζονται ως δυσάρεστα «ηθικά στίγματα» σε μια κατά τα άλλα αποδεκτή και παραγωγική πορεία. Ένα άριστο παράδειγμα κατ’ αυτό είναι το βιβλίο του 2005 του  W.J. McCormack Blood Kindred: W.B. Yeats, The Life, The Death, The Politics, το οποίο προσπάθησε να «αποκαλύψει» και να απομονώσει την θρυλούμενη «έντονη σχέση» του Αγγλοιρλανδού ποιητή με τον Φασισμό και τον αντι-σημιτισμό. Με αυτό τον τρόπο, οι «προσβλητικές» αλλά «ελλάσoνες» φιγούρες σαν τον Yeats καθίστανται «ασφαλείς» για τα νεαρά και εύπλαστα μυαλά των Λευκών μαθητών που περνάνε μέσα από τα συστήματα των πανεπιστημίων μας. Στις ποιο «ακραίες» περιπτώσεις ωστόσο, όπως αυτές του ανοιχτά φιλικού προς τον Φασισμό Πάουντ, αυτές οι «ηθικές κηλίδες» και η αγανάκτηση που προκαλούν, θεωρούνται μη διαχειρίσιμες και ασυγχώρητες. Διογκώνονται, και χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια να δυσφημιστεί και να υποβαθμιστεί η λόγια προσωπικότητα. Η διαδικασία της δυσφήμισης και υποβάθμισης στο τέλος οδηγεί αυτήν την προσωπικότητα εκτός αποδεκτούς δημόσιας συζήτησης και αναγνώρισης, κι έτσι στην αφάνεια.

Η μέθοδος της δυσφήμισης και υποβάθμισης είναι ήπια και αργή, όπως ο μιθριδατισμός. Εξυπηρετείται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την τώρα πια γνωστή πρακτική της ακαδημαϊκής και πολιτιστικής θυρωρείας (gatekeeping) (σ.μ.). Παραμένοντας στο παράδειγμα του Πάουντ, είναι διαφωτιστικό να μελετηθεί το έργο του Εβραίου ακαδημαϊκού Λούις Μέναντ (Louis Menand), ο οποίος κατείχε έδρες με εξαιρετική επιρροή στην Αγγλική Λογοτεχνία στο Πρίνστον και το Χάρβαρντ, και είναι εξέχων κριτικός λογοτεχνίας στο The New Yorker και στο The New York Review of Books. Σε ένα άρθρο του 2008 με τίτλο «Το Λάθος του Πάουντ» (The Pound Error), ο Μέναντ εξαπόλυσε ακριβώς αυτό το υποτιμητικό κατηγορητήριο το οποίο εξακολουθεί να στρώνει τον δρόμο για την απάλειψή του Πάουντ από την πολιτιστική μνήμη. Στην απόδοση του Μέναντ σχετικά με την προσωπικότητα του ποιητή, ο Πάουντ υπήρξε «ματαιόδοξος και ιδιόρρυθμος», αλλά μακράν το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν «ότι ήταν Φασίστας». Ο Μέναντ λέει για τον Πάουντ ότι είχε καταληφθεί από μια «εμμονή με τους Εβραίους», το οποίο ναι μεν είναι αλήθεια στο βαθμό όμως όπου είχε μια εχθρική προδιάθεση προς την τοκογλυφία και την οικονομική ασυδοσία η οποία τον οδήγησε σε ιδεολογική αντιπαράθεση με μερικούς από τους σημαντικούς καινοτόμους σε αυτή την περιοχή της οικονομικής ζωής. Ο Πάουντ, ο τιτάνας των γραμμάτων και ο εμπνευστής των W.B. Yeats, James Joyce, Wyndham Lewis, και του T.S. Eliot (μεταξύ πολλών άλλων), εν τέλει απορρίπτεται από τον Μέναντ ως «ένας αποτυχημένος», γνωστός μόνο για «τις χαοτικές του πολιτικές πεποιθήσεις και την περιορισμένη ποιητική του ικανότητα».


Εκπέμποντας από τέτοια ακαδημαϊκά ύψη, οι προσβολές του Μέναντ θα ήταν αρκετά σημαντικές στην απομείωση του έργου και της πολιτιστικής μνήμης του Έζρα Πάουντ. Όμως η προσπάθεια είναι πιο ευρεία κι έτσι πιο αποτελεσματική. Αν και κανείς ενστικτωδώς θα περίμενε η «αντι-σημιτική» παραγωγή ποιητών σαν τον Πάουντ και τον T.S. Eliot να στρέψει αλλού τα βλέμματα των Εβραίων κριτικών λογοτεχνίας, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Όντως, ως αντίστροφο είδωλο των ισχυρισμών του Μέναντ, τελικά διαφαίνεται ότι είναι οι Εβραίοι εκείνοι που έχουν εμμονή με τον Πάουντ. Ο Πάουντ, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή, έχει ασκήσει κάποια ελκτική επιρροή πάνω σε μια μεγάλη ομάδα Εβραίων ακαδημαϊκών, όλοι εκ των οποίων έχουν μαγνητιστεί προς εκείνον από έναν φλεγόμενο ζήλο για να αποδομήσουν το έργο, τη ζωή και την κληρονομιά του. Αυτή η παραλληλία μίσους με γοητεία εκφράζεται υπογείως στο βιβλίο του Anthony Julius, T.S. Eliot, anti-Semitism and Literary Form, μέσα στο οποίο ο Julius γράφει ότι οι Εβραίοι που διαβάζουν την ποίηση του Eliot «νοιώθουν αποστροφή, παράλληλα όμως εντυπωσιάζονται». Αυτοί οι ακαδημαϊκοί ακτιβιστές νοιώθουν αποστροφή ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια αδικαιολόγητη κριτική προς την εθνοτική τους ομάδα, και αντιλαμβάνονται αυτή την κριτική ακόμη πιο μεγεθυμένη λόγω του εθνοκεντρισμού τους. Νοιώθουν εντυπωσιασμένοι επειδή είναι σε θέση να εκτιμήσουν, αλλά και να νοιώσουν απειλούμενοι από το χάρισμα του στόχου τους, συχνά χωρίς την θέλησή τους. Η «έλξη» προέρχεται από την διάθεση να αποδομήσουν και να υποσκάψουν αυτό το χάρισμα, κι έτσι να εκδικηθούν ή να μετριάσουν τον βαθμό της κριτικής.

Μετά θάνατον, στον Πάουντ δεν έλειψαν οι Εβραίοι «θαυμαστές». Ο θάνατος μιας εξέχουσας μορφής συχνά συνοδεύεται από κάποιο ανανεωμένο ενδιαφέρον για το έργο αυτού του ατόμου και την σημασία του. Κάποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει πως, ειδικά στην σύγχρονη εποχή, τα πρώτα δέκα ή είκοσι χρόνια μετά θάνατον ίσως να ρυθμίζουν το πώς ή το εάν αυτή την προσωπικότητα θα την θυμούνται στο απώτερο μέλλον. Όταν πέθανε ο Πάουντ στην Βενετία τον Νοέμβριο του 1972, το υπόλοιπο της δεκαετίας του ’70 χαρακτηρίστηκε από ένα ευρύ και έντονο ενδιαφέρον αλλά και την επανανακάλυψη της ποίησης του, αυτός όμως ο ενθουσιασμός δεν μοιράστηκε από Εβραίους διανοούμενους. Μετά τον θάνατο του Πάουντ, ένας από τους πιο φανατικούς και λαλίστατους ήταν ο Alfred Kazin, σημαίνων κριτικός λογοτεχνίας και ένας από τους New York Intellectuals. Ο Alfred Kazin θα έγραφε με λανθάνον μίσος το 1986 ότι «στο μουσείο σύγχρονης λογοτεχνίας κανείς δεν καταλαμβάνει τόσο χώρο όσο ο Πάουντ. … Η βιβλιογραφία για τον Πάουντ είναι τεράστια και διογκώνεται με τον μήνα». Αυτό που διέκρινε  το … «ενδιαφέρον» του Kazin, και αργότερα των Theodore Weiss, Macha Rosenthal, Charles Bernstein, Nancy Harrowitz και πιο πρόσφατα των Noel Stock, Tim Redman, Louis Menand και David Biespiel, από τον αρχικό ενθουσιασμό της δεκαετίας του ’70, ήταν οι αποδομητικές και ανταγωνιστικές απόψεις των Εβραίων ακαδημαϊκών.


Με λόγο που καθρεφτίζει σχεδόν τέλεια την άποψη του Julius ο οποίος ένοιωθε «αποστροφή και εντυπωσιασμό» από το έργο του T.S. Eliot, η δηκτική επίθεση του Kazin το 1986 είχε τίτλο «Ο Τρόμος και η Τρέλα για τον Έζρα Πάουντ» (The Fascination and Terror of Ezra Pound). Το αντικείμενο της ενασχόλησης των Εβραίων δεν ήταν η συμμετοχή στην εκτίμηση και στην εγκαθίδρυση μιας προσωπικότητας του πολιτισμού στο λογοτεχνικό πάνθεον, αλλά μάλλον η αποδόμηση της φήμης του στόχου τους και η αποδυνάμωση της ισχύος του στην πολιτιστική μνήμη. Επιτιθέμενοι στον μετά θάνατον ενθουσιασμό για το έργο του Έζρα Πάουντ, αυτοί οι διανοούμενοι στην ουσία καταδίκαζαν τον Πάουντ σε έναν δεύτερο, πολιτισμικό θάνατο. Σ’ αυτή την προσπάθεια αποδόμησης τα επιχειρήματα ήταν ιδιαίτερα σαθρά καθώς και η μέθοδος της επίθεσης εξαιρετικά αφηρημένη και ακραία. Οι επιθέσεις στην κληρονομιά και το έργο του Πάουντ από αυτούς τους Εβραίους διανοούμενους κατά την δεκαετία που ακολούθησε τον θάνατό του ήταν απίστευτα σκληρές. Όταν, το 1973, ο Άγγλος ακαδημαϊκός λογοτεχνίας Michael Wood έγραψε μια θετική κριτική δύο έργων (μη Εβραίων συγγραφέων) σχετικά με τον ποιητή, ήρθε αντιμέτωπος με μια αξιοσημείωτη αγριότητα από την πλευρά του Νεοϋρκέζου Εβραίου συγγραφέα Max Geltman. Ο Wood είχε διαπράξει το αμάρτημα να γράψει ότι είχε συναντήσει μεγάλη τρυφερότητα στο έργο του Πάουντ, στο οποίο ο Geltman απάντησε ρωτώντας εάν «η λέξη ‘τρυφερότητα’ αναφέρεται στο είδος της τρυφερής φροντίδας που εξασκήθηκε στους θαλάμους αερίων». Στην επεκτεινόμενη επίθεση του, ο Geltman ειρωνεύτηκε τον Πάουντ, με ειρωνικά σχόλια για την αγροτική καταγωγή του: «ο σαλιάρης κομήτης που ξεπήδησε από το Χέυλυ του Άϊνταχο». 



Στην κατακλείδα, ο Geltman θα ολοκληρώσει το κείμενο με μια αόριστη αναφορά σε ένα θλιβερό σημείωμα που δήθεν είχε γραφτεί από ένα παιδί σε ένα «Στρατόπεδο θανάτου των Ναζί». Η απάντηση του Wood ήταν θαρραλέα και επικριτική, περιγράφοντας την επίθεση του Geltman ως «και ανόητη και ασυνάρτητη». Και τα καταληκτικά σχόλια του Wood ήταν μια τέλεια καταδίκη της τακτικής της χρήσης Εβραϊκού συναισθηματισμού (Schmaltz) από τον Geltman: «Δεν υπάρχει, ωστόσο, τίποτε στον Πάουντ το οποίο να είναι τόσο άσχημο όσο η τελευταία παράγραφος του γράμματος του κου Geltman. Εάν πίστη στην μνήμη του Ολοκαυτώματος σημαίνει να εκμεταλλεύεσαι την μνήμη εκείνου του παιδιού για χάριν ενός φτηνού, πολεμικού πάθους, τότε είμαι εντελώς υπέρ της λήθης». Δυστυχώς, μη Εβραίοι με ισχυρή γνώμη όπως ο Wood είχαν από την δεκαετία του ’70 μειωθεί σε αριθμό στα υψηλότερα στρώματα της ακαδημαϊκής ζωής και της κριτικής. Ως αποτέλεσμα, και σε οξεία αντίθεση με το ενθουσιώδες κλίμα των αρχών του ’70, από την δεκαετία του ’80 η ζυγαριά της γενικής γνώμης σχετικά με τον Πάουντ άρχισε να γέρνει καταφανώς εναντίον του. Η επίθεση το 1986 του Alfred Kazin στον Πάουντ ήταν ακόμη πιο καθοριστική από το περιστατικό με τον Geltman, και περιγράφετε από έναν φίλο του ποιητή ως «σαν να αγγίζει κάποια ύψη μοχθηρίας», με τον «θρασύ» υπαινιγμό ότι ο Πάουντ «ήταν υπεύθυνος για τους 7.740 Ιταλο-Εβραίους που πέθαναν στο Άουσβιτς». Γι’ αυτόν τον New York Intellectual, τον Kazin, ο Πάουντ ήταν η επιτομή του «Λευκού Ιμπεριαλιστή», «Σίγουρα, μια αμερικανικής υφής ιδιοφυία στο να οικειοποιείται γη που δεν του ανήκει». Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, η καυστική επίθεση του Kazin αντιπροσώπευε μια προσπάθεια να οδηγήσει τον διάσημο Πάουντ, και άλλους Μοντερνιστές ποιητές σχετιζόμενους με την αναδόμηση του Ομηρικού μύθου, αν όχι και του volkisch τρόπου σκέψης, στην αφάνεια.

«Ο Μοντερνισμός απειλεί να επικρατήσει του αφηγήματος. Η υπόδειξη του Eliot, ότι η προηγούμενη λογοτεχνική παραγωγή θα πρέπει συνεχώς να ενσωματώνεται στην αισθητική του παρόντος, είχε οδηγήσει στην σταθερή αφαίρεση και διαστρέβλωση της πραγματικής ιστορίας. Ο Μοντερνισμός δεν πρέπει να γίνει ο μοναδικός συγγραφέας της ιστορίας του. Ο Μοντερνισμός δεν είναι η μοναδική μας παράδοση»

Σε αυτόν τον τομέα, ο Kazin βρήκε σύμφωνο τον ακαδημαϊκό του Πρίνστον, Theodore Weiss, ο οποίος συμφώνησε ότι «όποια κι αν είναι η τρέλα τους, ο Πάουντ και ο μοντερνισμός ανήκουν εδώ και καιρό στο νεκρό παρελθόν», και πρότεινε «ο Πάουντ και ο Μοντερνισμός να αγνοηθούν ή εάν μας απασχολήσουν, να τους χειριστούμε αρνητικά, και η ίδια η ποίηση να θεωρηθεί περιφερειακή, ασήμαντη όπως όντως είναι σε μια βιομηχανική κοινωνία». Πιο πρόσφατα, ο David Biespiel δηλώνει ότι «ακόμα κι αν ο βίαιος φασισμός του Πάουντ και ο αντισημιτισμός του δεν ήταν τόσο άσχημα, η ποίησή του πρέπει να εγκαταλειφθεί επειδή ταυτίζεται όλο και λιγότερο με το σήμερα και όλο και περισσότερο χάνεται στο παρελθόν». Έτσι, μέσω της Εβραϊκής κυριαρχίας πάνω στα κυριότερα «πόστα» του πολιτισμού, είμαστε μάρτυρες της σταθερής μετατόπισης από μια κατάσταση στην οποία «Η βιβλιογραφία για τον Πάουντ είναι τεράστια και διογκώνεται με τον μήνα» σε μια κατά την οποία ο Πάουντ καθίσταται ένα «περιφερειακό» τίποτα, ένας «αποτυχημένος», ή και ακόμη χειρότερα.

Η ισχυρή παρουσία μέσα στα ελίτ τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας των Δυτικών πανεπιστημίων ενός Εβραϊκού μπλοκ το οποίο προωθεί Εβραϊκά συμφέροντα (περιθωριοποιώντας κάποιον «αντι-Σημίτη» και όποιο λογοτεχνικό ρεύμα σπιλώνεται ως «αντι-Σημιτικό») είναι γεγονός κάπως ειρωνικό το δεδομένο ότι Εβραίοι κριτικοί λογοτεχνίας σαν τον Anthony Julius εξέφρασαν μεμψιμοιρία σχετικά με το γεγονός ότι «είναι ευρέως γνωστό ότι τα τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας στην Αμερική ήταν κάποτε εχθρικά ειδικά σε Εβραίους υποψηφίους». Αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Julius ήταν η υπόγεια σύγκρουση που έλαβε χώρα στα  πανεπιστήμια της Δύσης μεταξύ της δεκαετίας του ‘20 και του ’50, μια σύγκρουση που έμελλε να λάβει τέλος με τους Εβραίους διανοούμενους σαν τον Weiss και τον Menand να κατακλύζουν τις ηγετικές θέσεις στα κορυφαία πανεπιστήμια της Ivy League, και άλλους εβραίους διανοούμενους σαν τον Kazin να κυριαρχούν στις κυριότερες λεωφόρους της κριτικής. Αν η «παλιά φρουρά» των WASP πραγματικά ποτέ απολάμβανε τα προνόμια της ακαδημαϊκής και πολιτιστικής θυρωρείας (gatekeeping), κάτι τέτοιο είχε απολεσθεί οριστικά κατά την δεκαετία του 1960 από τους Εβραίους.

Η σύγκρουση δεν μπορεί να εκληφθεί ως καλοήθης είτε κατά την διάρκειά της είτε στα αποτελέσματά της. Στα τμήματα Αγγλικής λογοτεχνίας, και πιθανώς σε πολλές άλλες κατευθύνσεις, και οι WASP και οι Εβραίοι αντιλαμβάνονταν τα συμφέροντα της ομάδας τους ως επισφαλή. Στο Yale, οι WASP καθηγητές εξέφραζαν αμφιβολίες και ανησυχία για το ότι «οι Εβραίοι δεν διέθεταν το πολιτισμικό και θρησκευτικό background για να διδάξουν Αγγλική λογοτεχνία». Κάτι το οποίο πιθανά ήταν η ήπια έκφραση της άποψης πως οι Εβραίοι θα ήταν ασυναίσθητα εχθρικοί σε μεγάλο μέρος του Κανόνα της Αγγλικής Λογοτεχνίας. Από την άλλη πλευρά, χρειάζεται κάποιος μόνο να ψάξει μερικά από τα ημερολόγια Εβραίων ακαδημαϊκών λογοτεχνίας για να μάθει ότι αυτή η εχθρότητα όντως υπήρχε στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε για τις εμπειρίες του στο Yale της δεκαετίας του 1950, ο Harold Bloom απάντησε σαρκαστικά ότι ήταν «ένας Αγγλο-Καθολικός εφιάλτης. Όλοι ήταν στα γόνατα μπροστά στον κύριο T.S. Eliot». Με δεδομένο αυτό το υλικό, όποιο επιχείρημα ότι Εβραίοι και gentiles είχαν τα ίδια πολιτισμικά συμφέροντα θα πρέπει να τύχει υγιούς σκεπτικισμού. Όντως, είναι ανησυχητικό, το λιγότερο, το ότι μια ομάδα που διακατέχεται από εμφανή εχθροπάθεια απέναντι σε πολιτιστικές μορφές, συμφέροντα και την κληρονομιά των Λευκών Ευρωπαίων αυτή την στιγμή κυριαρχεί στα ανώτατα κλιμάκια αυτής της ίδιας κουλτούρας. Οι Εβραίοι ακαδημαϊκοί έχουν καταστεί ένα σημαντικό μέρος της εχθρικής σε εμάς ελίτ.

Ενώ ίσως μας ενθαρρύνουν αυτοί που διαμορφώνουν την σημερινή μας κουλτούρα να πιστέψουμε πως η είσοδος των Εβραίων στις Ανθρωπιστικές σπουδές μας βοήθησε να γίνουμε πιο «πολίτες του κόσμου» και «αντικειμενικοί» στην δημιουργική μας ζωή, μια νηφάλια ενατένιση πάνω στην σύγχρονη δραστηριότητα των Εβραίων στην Αγγλική λογοτεχνία αποκαλύπτει ακριβώς το αντίθετο. Ακόμη κι αν δεχτούμε την οπτική του Bloom, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικαταστήσαμε απλά τον «Αγγλο-Καθολικό εφιάλτη» με έναν Εβραϊκό. Και αντί να βρισκόμαστε στα γόνατα μπροστά στον «κύριο T.S. Eliot» όλοι τώρα βρίσκονται στα γόνατα μπροστά στην Εβραϊκή θυματοποίηση. Η φανερή Εβραϊκή αδυναμία στο να εκτιμήσουν την Αγγλική λογοτεχνία πέρα από ένα στενά εθνοτικό πρίσμα καταδεικνύεται ακόμη και από τις συντομότερες βιβλιογραφίες των κορυφαίων ακαδημαϊκών του τομέα αυτού:

Derek Cohen and Deborah Heller’s Jewish Presences in English Literature
Bryan Cheyette’s Constructions of ‘the Jew in English Literature and Society and his Between Race and Culture: Representations of ‘the Jew’ in English and American Literature
Harry Levi’s Jewish Characters in Fiction: English Literature
James Shapiro’s Shakespeare and the Jews
Edgar Rosenberg’s From Shylock to Svengali: Jewish Stereotypes in English Fiction
Gary Levine’s The Merchant of Modernism: The Economic Jew in Anglo-American Literature
Heidi Kaufman’s English Origins, Jewish Discourse, and the Nineteenth-Century British Novel
Esther Panitz’s The Alien in the Midst: images of Jews in English Literature
Edward Calisch’s The Jew in English Literature: As Author and as Subject
Matthew Biberman’s Masculinity, Anti-Semitism, and Early Modern English Literature
Eva Holmberg’s Jews in the Early Modern English Imagination
Phillip Aronstein’s The Jews in English Poetry and Fiction
Nadia Valman’s The Jewess in Nineteenth-Century British Literary Culture
Frank Felsenstein’s Anti-Semitic Stereotypes: A Paradigm of Otherness in English Popular Culture
Jonathan Freedman’s The Temple of Culture: Assimilation and Anti-Semitism in Literary Anglo-America
Sheila Spector’s British Romanticism and the Jews: History Culture and Literature
Anna Rubin’s Images in Transition: the English Jew in English Literature, 1660-1830

Αυτά τα έργα αντιπροσωπεύουν μόνο την κορυφή ενός πολύ μεγάλου και συνεχώς διογκούμενου παγόβουνου. Προστίθενται σε εκατοντάδες άρθρα που εμφανίζονται σε σημαντικές εφημερίδες και περιοδικά. Συγγραφείς σαν τον Julius μας θέλουν να πιστέψουμε ότι οι απόψεις των ακαδημαϊκών του Yale της δεκαετίας του 1950 βασίζονταν σε ένα παράλογο μίσος - οι ανίδεες ανησυχίες των σκονισμένων Λευκών γερόντων. Κι όμως, η τροχιά που πήρε η λογοτεχνία στην Αγγλική γλώσσα, και σε σχέση με το παρελθόν αλλά και με το παρόν της, κινείται προς μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση από τότε που έληξε η κυριαρχία των WASPΑυτή η νέα διαφοροποίηση δεν ήταν για το καλό. Οι όμοιοι του Πάουντ, του Yeats και του Eliot έχουν παραχωρήσει τώρα το πεδίο σε εθνοτικά μυωπικές δημιουργίες όπως αυτή του Philip Roth, το Portnoys Complaint (1969), που πραγματεύεται την ζωή ενός νευρωτικού και ψυχαναγκαστικά αυνανιζόμενου Εβραίου, και αυτή, η παρόμοια αν και περισσότερο περιφραστική, του Howard Jacobson, The Finkler Question (2010). Μισό-αστειεύομαι όταν προβλέπω ότι τα εγγόνια μας θα μάθουν πρώτα τον Χαϊμ (Εβραϊκό όνομα) και μετά τον Όμηρο.

Ενώ έχω υπερθεματίσει πάνω στην σπουδαιότητα της ακαδημαϊκής θυρωρείας (gatekeeping), είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αποδόμηση μιας πολιτιστικής προσωπικότητας μπορεί να πάρει μορφές διάφορες από τις επιθέσεις της ελίτ δημοσιογραφίας και της συγχρονισμένης ακαδημαϊκής κριτικής. Μπορεί επίσης να παίρνει μορφές όπως αυτή του αποκλεισμού και του κοινωνικο-πολιτισμικού ταμπού. Το 1999 ένα πάνελ από 13 συγγραφείς και ποιητές, περιλαμβανομένου και του John Updike, ψήφισαν να τιμήσουν τον Πάουντ με μια ανάγλυφη πλάκα που θα τον τοποθετούσε ανάμεσα σε μορφές όπως αυτές του T.S. Eliot, William Faulkner, Walt Whitman, William Carlos Williams, Emily Dickinson και του Edgar Allan Poe σε ένα σημείο του κυρίως κλίτους του Καθεδρικού Ναού του Αγ. Ιωάννου του θείου στη Νέα Υόρκη, εμπνεόμενοι από την Γωνιά του Ποιητού στο Westminster Abbey του Λονδίνου. Αυτή η προσπάθεια τελικά ακυρώθηκε από μια καμπάνια πίεσης προς τον Καθεδρικό Ναό ώστε να μπλοκαριστεί η συμμετοχή του Πάουντ. Ένας από τους λίγους εκπροσώπους προς το κοινό της καμπάνιας αυτής ήταν ο ακαδημαϊκός και «μελετητής» του Πάουντ, Tim Redman, συγγραφέας του βιβλίου Ο Έζρα Πάουντ και ο Ιταλικός Φασισμός. Ο Redman, ένας Εβραίος ακαδημαϊκός που έχει κάνει καριέρα με το να συνδυάζει το μίσος με την διαφήμιση, εξήγησε την αντίθεση του στην συμμετοχή του Πάουντ με την εξαιρετικά απότομη και ακαλαίσθητη απάντηση ότι: «Συνεισέφερε σε ένα περιβάλλον σκέψης που επέτρεψε να συμβεί το Ολοκαύτωμα». 

Ο T.S. Eliot συχνά κατακρίνεται βάναυσα για αυτήν την τώρα πια διαβόητη ρήση του ότι «τα ποντίκια βρίσκονται στα θεμέλια / ο Εβραίος κάτω απ’ αυτά». Ο Eliot και ο Πάουντ μπορεί να χαμογελούσαν ειρωνικά εάν μάθαιναν πως αυτός ο περίβλεπτος καθεδρικός ναός τώρα διέθετε μια Εβραία δεσμοφύλακα, την Marsha Ra, η οποία με πάσα ειλικρίνεια θα εξηγούσε στους δημοσιογράφους ότι ο Πάουντ «έκανε αντι-σημιτικές ραδιοφωνικές εκπομπές την ώρα που ο λαός μου εξοντώνονταν στους θαλάμους αερίων». Η Ra, μια προσήλυτη στον Χριστιανισμό, επέμεινε ότι ο Πάουντ «δεν υπήρξε αντιπροσωπευτικός των Χριστιανικών ηθών». Οι New York Times αργότερα έγραψαν ότι ήταν η δεσποινίς Ra που οργάνωσε, και έτσι ήταν «κάτω από» την συλλογή υπογραφών για να μπλοκαριστεί η συμμετοχή του Παόυντ. Έτσι λοιπόν, ένα πάνελ δεκατριών ηγετικών φυσιογνωμιών στον τομέα της σύγχρονης λογοτεχνίας ακυρώθηκε από τον ακτιβισμό και την παράλογη ηθικολογία μιας μεσόκοπης Εβραίας βιβλιοθηκονόμου.

Για να συνοψίσω, έγινε αρκετά σαφές ότι ο αγώνας για την πολιτιστική μνήμη μπορεί να εμπλέκει περισσότερη εξειδίκευση σε επίπεδο παικτών, τάσεων και πράξης απ’ όσο θα περίμενε κανείς από κάποιο άμορφο «νεοφιλελεύθερο» zeitgeist όπως το φαντάστηκε ο συνάδελφός μου. Ο πολιτισμός, παρ’ όλη το μεγαλείο του, είναι στο τέλος μια εύθραυστη ύπαρξη. Απαιτεί φροντίδα, προστασία, και κατά καιρούς λίγο κλάδεμα. Εάν η κουλτούρα μας ξεχάσει τις ιδιοφυίες της, θα γίνουμε όλοι φτωχότεροι – ιδεολογικά, πνευματικά, σε επίπεδο τακτικής, και πολιτισμικά. Έχουμε όλοι καθήκον να κρατήσουμε αυτές τις προσωπικότητες και το έργο τους ζωντανά. Η ικανότητά μας ως προς αυτό θα κρίνει τελικά εάν υπάρχει πια ζωή στον πολιτισμό μας, ή εάν, όπως φοβόταν ο Πάουντ, δεν μένει πια τίποτα παρά «μια γριά ξεδοντιάρα».

Σ.Μετ: Gatekeeping (θυρωρεία) = ο έλεγχος διακίνησης δράσεων, πληροφοριών, ιδεών κλπ. από και προς μια κοινωνική ή θεσμική οντότητα

Ο Dr. Andrew Joyce είναι βασικός αρθρογράφος στην ιστοσελίδα του εξελικτικού ψυχολόγου Kevin MacDonald, The Occidental Observer