Με αφορμή το άρθρο του Συμιγδαλά: Εθνικοσοσιαλιστές & Φασίστες ή «Εθνοδημοκράτες» ;



του Αλεξόπουλου Στέλιου

Εύκολο το συμπέρασμα για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Ο Συμιγδαλάς είναι ο ανερχόμενος  «αστέρας» της λεγόμενης αντιφασιστικής ακροδεξιάς.  Ως γνωστόν το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου Πλεύρη. Εμφανίζεται ως ο οργανωτικός νους της κίνησης του Γιάννη Λαγού ο οποίος είχε υπάρξει φιλοξενούμενος σε σειρά εκπομπών. Ο άνθρωπος που έχει αναλάβει τις εκδόσεις «Ήλεκτρον» καθώς και τον διαδικτυακό δίαυλο «Επανελλήνισις». Για πολλούς ένας «αλεξιπτωτιστής» του «χώρου» για άλλους μια προσωπικότητα που προσπαθεί να ισορροπήσει στις εξελίξεις που έρχονται μετά την εκλογική ήττα της «Χρυσής Αυγής».

Αφορμή για το παρακάτω κείμενο το άρθρο του με τίτλο «Εθνικοδημοκρατία ή Εθνοδημοκρατία» το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Δεν χρειάζεται να μπει κάποιος στην διαδικασία να απαντήσει σε όλο το εύρος του κειμένου. Άλλωστε είναι ένα άρθρο που όχι μόνο δεν έχει να προσθέσει κάτι στην ιδεολογική αναζήτηση των αναγνωστών αλλά προκαλεί και τις όποιες αναμενόμενες αντιδράσεις ανάμεσα σε αυτούς που μισούν κάθε τι το δημοκρατικό και αισθάνονται σήμερα ΕΧΘΡΟΙ του Καθεστώτος. Καμιά αναφορά για την πραγματική φύση της Δημοκρατίας, κανένας σχολιασμός για τους διαπρύσιους κήρυκες αυτής, καμιά αναφορά στα εγκλήματα του Δημοκρατικού καθεστώτος.  

Στο εν λόγω άρθρο κάνει αρχικά μεγάλη εντύπωση ο τίτλος αφού στον λεγόμενο «εθνικιστικό χώρο» είναι λίγοι αυτοί που ξέρουν να δίνουν την πρέπουσα σημασία και βαρύτητα στις λέξεις. Διαβάζοντας το άρθρο του θυμήθηκα έναν άλλο αστέρα της ίδιας «γραμμής» τον Χρίστο Γούδη για τον οποίο είχαμε γράψει εδώ. Μια από τα ίδια. Και οι 2 απαιτούν με θράσος χιλίων πιθήκων είναι η αλήθεια να συμπορευτεί αναγκαστικά ο εθνικισμός … με την δημοκρατία! Χωρίς καμιά ιδεολογική συνέχεια και συνέπεια προσπαθούν να εμφανίσουν το άσπρο ως μαύρο, αποδέχονται πλήρως τον κοινοβουλευτισμό και την αστική δημοκρατία και κραδαίνουν την «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια όλων αυτών που δεν αποδέχονται τα λεγόμενα τους.

Το ύφος του κειμένου στο σύνολο του με κορυφαία κατάληξη φυσικά το «κλείσιμο του ματιού» προς τον Μητσοτάκη - στο τέλος του άρθρου - είναι αρκετά για να καταλάβουμε τι παιχνίδι παίζουν κάποιοι. Βρίσκονται φυσικά στο άμεσο περιβάλλον ενός ανθρώπου που παρουσιάζεται την ίδια στιγμή ως ο «Πατριάρχης» του ελληνικού εθνικισμού ενώ οι αντιφασίστες τον θεωρούν ως την κορυφαία προσωπικότητα του «ελληνικού νεοναζισμού». Ουδεμία αντίδραση φυσικά για τα γραφόμενα του Συμιγδαλά, γεγονός που αποδεικνύει στην πράξη ότι και ο Πλεύρης συμφωνεί με τους λίβελους και τις θεωρητικές «αναζητήσεις» του στενού συνεργάτη του. Τον δικαιολογώ όμως έως ένα σημείο. Όταν έχεις γιο βουλευτή στην προδοτική Καραμανλική Δεξιά είναι δύσκολο να δηλώνεις εχθρός της Δημοκρατίας στα γεράματα.

Να σημειώσω τέλος ότι ο Συμιγδαλάς στον δίαυλο που έχει υπό την εποπτεία του φιλοξενεί γνωστή εκπομπή μιας ομάδας του «χώρου» στην οποία ακούγεται σε ρυθμό πολυβόλου η φράση «Εθνικοσοσιαλισμός». Και όμως σε ένα χαρακτηριστικό κρεσέντο θράσους γράφει σε ένα απόσπασμα χαρακτηριστικά: «Οι κρατούσες παγκοσμίως ιδεολογίες είναι συγκεκριμένες. Ο κομμουνισμός με όλες τις αποχρώσεις και τα άρρωστα βλαστήματα του, ο Σοσιαλισμός και ο Αριστερισμός η άμεσοι απόγονοι του κομμουνισμού, ο Εθνικισμός με τις καρκινικές αποφύσεις του, του φασισμού και του ναζισμού, η Δημοκρατία, η Μοναρχία, η δικτατορία καθώς και συνδυασμοί αυτών των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων και καθεστώτων όπως Εθνικοσοσιαλισμός, Σοσιαλδημοκρατία, και άλλοι».


Καρκίνος του Εθνικισμού σύμφωνα με τον Συμιγδαλά ο Φασισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός … Θα τολμήσουν άραγε αυτοί που υπερασπίζονται στις ζωντανές εκπομπές  κατά τα λεγόμενα τους τον «Εθνικοσοσιαλισμό» να απαντήσουν σε αυτή την αισχρή ρητορική; Έχουν κάποιο λόγο να μην το κάνουν; Και αν ναι ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι;

O Ίων Δραγούμης και η ζωή ως πνευματική μάχη




του Σταμάτη Μαμούτου

Ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) ως λογοτέχνης κατατάσσεται στην γενιά των ρεαλιστών η οποία ανήλθε στο προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1880 και διαμόρφωσε τα λογοτεχνικά πρότυπα στην χώρα μας μέχρι και τις αρχές εκείνης του 1930. Ωστόσο μια συνολική μελέτη του έργου και της ζωής του που πέρα από τα μυθιστορήματα θα συμπεριλάβει την αρθρογραφία, την επιστολογραφία και την ιστορική του διαδρομή, μπορεί να βοηθήσει τον ερευνητή να αντιληφθεί ότι στον φιλοσοφικό και τον πολιτικό του στοχασμό καθώς επίσης και στην προσωπική του στάση ζωής, ο Δραγούμης αποτέλεσε έναν γνήσιο Έλληνα εκφραστή του ρομαντικού πνεύματος, μολονότι ο Ρομαντισμός είχε υποχωρήσει ως πνευματική τάση στην χώρα μας, ήδη από την δεκαετία του 1880.

Πολυσχιδής και φαινομενικά αντιφατικός ο Δραγούμης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρκετών μελετητών, δεν κατάφερε να ισορροπήσει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του επιρροές σε μια συνεκτική προσωπική πρόταση. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως η άποψη αυτή χωρά πολλή συζήτηση. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει σήμερα ικανοποιητικός αριθμός Ελλήνων ερευνητών που έχουν αντιληφθεί τι πραγματικά ήταν ο Ρομαντισμός. Και η αλήθεια είναι πως η κατανόηση ενός ρομαντικού στοχαστή καθίσταται από δύσκολη έως αδύνατη στην περίπτωση που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς το ρομαντικό πεδίο.

Γνώμη μου είναι ότι η περίπτωση του Δραγούμη διαθέτει μια μοναδικότητα, ιδιότροπη βέβαια και με ριψοκίνδυνες ισορροπίες όπως καθετί ρομαντικό, στην οποία όμως μπορεί να ανιχνευθεί η προσωπική του πρόταση στο πνευματικό γίγνεσθαι της νεότερης Ελλάδος. Μέσω των φιλοσοφικών του αναζητήσεων ο Ίων Δραγούμης εισήλθε κατά την διάρκεια της ζωής του σε έναν πνευματικό αγώνα ο οποίος εκδηλώθηκε σε δυο πεδία. Σε εκείνο της ιδεολογίας και σε αυτό της απόπειρας να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία.


Στο πεδίο της ιδεολογίας ο Έλληνας στοχαστής προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους, τον οικουμενιστικό ανθρωπισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό. Από την μια ένοιωθε ότι ήταν ένας άνθρωπος που υιοθετούσε την εποπτική θέαση ενός οικουμενικού πνεύματος και από την άλλη αντιλαμβανόταν ότι ο στοχαστικός του προσανατολισμός ήταν προδιαγεγραμμένος από την εθνική του καταγωγή. Στα κείμενα του Δραγούμη αυτή η αντίθεση επανέρχεται συνεχώς και με ισχυρή ένταση. Η ισορροπία που επιχειρεί να επιτύχει τον κάνει να μοιάζει με πνευματικό σχοινοβάτη, που ενώ επιθυμεί να διαλεχθεί με την ιδέα της οικουμενικότητας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κύτταρο ενός συγκεκριμένου συλλογικού οργανισμού όπως είναι το έθνος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε σε ένα χωρίο που παραπέμπει στην πολιτική σκέψη του Έντμουντ Μπέρκ «μεσ’ στην πατρίδα ταξιδεύω δουλευτής, μεσ’ στην πατρίδα θυμούμαι περασμένα, τωρινά κι ερχόμενα και πρέπει να είμαι δεσμός των παλαιών με τα μελλούμενα[1]», καθώς επίσης και σε μια δήλωση της οργανιστικής πολιτικής του αντίληψης υποστήριξε «εγώ δεν είμαι άτομο, μα πρέπει το άτομό μου να το καταλάβω για να νοιώσω πως δεν είμαι άτομο. Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά στο Γένος[2]». Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί πως ο πνευματικός άνθρωπος είναι «πάντα ξένος, ερημοσπίτης, δίχως σταθμό και δίχως λιμάνι κανένα ποτέ[3]» και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να «περπατεί στο δρόμο που η μοίρα του προόρισε. Βλέπει σα σε ζωγραφιά, και τη δική του ζωή και των άλλων ανθρώπων και τις ζωές ανθρώπων άλλων καιρών και την ιστορία όλη των ανθρώπων. Και μέσα σ’ αυτή την κοντή προοπτική, που ανοίγει τόσο μεγάλον ορίζοντα, σβήνουν και χάνονται οι ψιλοκοπιές της καθημερινής τους ζωής κι απομένουν μόνον εκείνα που χαράζονται άθελα στην ψυχή του, τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που αιώνια θα μείνουν ανάλλαχτα[4]». 

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ

Το DNA του ΠΑΣΟΚ και των άλλων Δημοκρατικών δυνάμεων.


Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ή έστω να το δεχτεί ως υπόθεση εργασίας, ότι ο Τρότσκυ θα μπορούσε να έχει ερείσματα στην χώρα μας; 

Ποιος θα μπορούσε να δεχτεί ότι θα υπήρχαν άνθρωποι, που μάλιστα κυβέρνησαν, οι οποίοι ελκύονταν από τις ανεφάρμοστες ιδέες του; Είναι δυνατόν η ηγεσία ενός κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, που για 2 δεκαετίες ταλάνισε την χώρα μας να εμπνέονταν από τον σφαγέα, έναν εκ των πολλών, του ρωσικού λαού; 

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι η συνέχεια αυτής της ιστορίας και το κυριότερο μπορεί η Νέα Δημοκρατία να εξυπηρετεί κατά βάθος τους ίδιους σκοπούς με τους Διεθνείς τροτσκιστές; 

Μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο σε αυτό οι ΗΠΑ και κυρίως οι ανατολικές ακτές τους;Όλα είναι πιθανά και σε όλα μας δίνει απαντήσεις ο καθηγητής Δημήτρης Μιχαλόπουλος με αυτό το νέο του αποκαλυπτικό βιβλίο.   

για να το παραγγείλετε εδώ

Ούτε με την Σκύλλα, ούτε με την Χάρυβδη!



του Wolverine

Πολλές οι διεργασίες μέσα στον εθνικιστικό «χώρο». Συναντήσεις, προτάσεις, ζυμώσεις, ατέρμονες συζητήσεις και μια απίστευτη παραφιλολογία συνθέτουν το σκηνικό. Δυο στρατόπεδα ξεχωρίζουν στην σκακιέρα των εξελίξεων. Από την μια μεριά τα πολιτικά «ζόμπι» της «Χρυσής Αυγής» που προσπαθούν να μας πείσουν ότι θα επιστρέψουν στις πολιτικές επάλξεις και από την άλλη κάποια πρώην μέλη και στελέχη του κόμματος του Μιχαλολιάκου που βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά του Κωνσταντίνου Πλεύρη.

Η «αλεπού» της ελληνικής ακροδεξιάς προσπαθεί να παίξει κομβικό ρόλο στις εξελίξεις μέσω αντιπροσώπων, χωρίς ο ίδιος να εκτίθεται ιδιαίτερα. Από τον εκδοτικό του οίκο στο Κολωνάκι και την πολυτελή έπαυλη του στα περίχωρα των Αθηνών είναι σίγουρο ότι απολαμβάνει την προσπάθεια πολλών να τον συμβουλευτούν και να πάρουν την πολιτική του «ευλογία» αφού θεωρείται ο Πάπας του «εθνικισμού». Είναι γνωστός ο βίος και η πολιτεία του στις τάξεις των Ελλήνων Εθνικοσοσιαλιστών. Μπορεί να μην κατάφερε να πείσει τον ίδιο του τον γιο και βουλευτή για την «ποιότητα» του Καραμανλισμού και της «δεξιάς» αλλά σίγουρα κατάφερε να πείσει χιλιάδες άλλους για τον δήθεν ενδιαφέρον του. Για άλλη μια φορά θα εμφανιστεί ως ο «άγιος» του «χώρου» λόγω της κατάρρευσης της «Χρυσής Αυγής».

Από την άλλη ο Κασιδιάρης δείχνει να έχει την δική του ατζέντα στα εσωτερικά του κόμματος. Οι φήμες που έκαναν λόγο για το δαχτυλίδι της διαδοχής δείχνουν να μην επιβεβαιώνονται μέχρι στιγμής. Η εμφάνιση του στην Θεσσαλονίκη με αφορμή την ΔΕΘ αποτέλεσε ένα επικοινωνιακό show που είχε ως στόχο την απάντηση στις διάφορες φήμες που κυκλοφορούν. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά σε ποιο μονοπάτι θα κινηθεί στο μέλλον. Οι εξελίξεις στο επερχόμενο τέλος της δίκης του κόμματος είναι σίγουρο ότι θα σημάνουν την έναρξη νέων φυγόκεντρων δυνάμεων στα εσωτερικά της οργάνωσης.

Απλοί θεατές απέναντι στις όποιες εξελίξεις παραμένουν χιλιάδες Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες. Υπάρχουν και αυτοί που δεν γοητεύονται από τις Σειρήνες της ακροδεξιάς «διανόησης» αλλά και του κομματικού «ακτιβισμού». Προτιμούν να παραμείνουν αμέτοχοι παρά να λάβουν μέρος σε κινήσεις με ημερομηνία λήξης. Είναι λογικό να συμβαίνει αυτό αφού τόσο το περιβάλλον και οι συνεργάτες του Πλεύρη όσο και οι κινήσεις των Χρυσαυγιτών που συνεχίζουν να στηρίζουν τον Μιχαλολιάκο, δεν μπορούν να πείσουν όλους αυτούς που έχουν ένα άλλο όραμα και άλλες προσδοκίες.


Κανένα από τα 2 κύρια «στρατόπεδα» δεν δείχνει ικανό να συγκρουστεί με την αστική δεξιά και την κυβερνητική συμμορία. Κανείς από τους εμφανιζόμενους ως «σωτήρες» δεν μπορεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες της κοινωνίας και να προτείνει άμεσες λύσεις. Η κίνηση του Λαγού πορεύεται στα ίδια επικοινωνιακά βήματα με αυτά του παρελθόντος, οι φλυαρίες του Κασιδιάρη δεν έχουν να δείξουν κάτι το καινούργιο στον μέσο εθνικιστή και εθνικοσοσιαλιστή.  Και οι 2 πλευρές αδυνατούν να πιάσουν τον παλμό των ημερών μας και να συγκροτήσουν την επαναστατική πρόταση που είναι αναγκαία σήμερα. Οι Συναγωνιστές μας είναι κουρασμένοι και αηδιασμένοι αφού κατάλαβαν τον ρόλο της αστικής ακροδεξιάς τα προηγούμενα επτά χρόνια. Κάποιοι έχουν ξυπνήσει και δεν πρόκειται να παίξουν τον ρόλο του θηράματος στο στόμα των «τεράτων» της ντόπιας «εθνικοφροσύνης».

Dominique Venner, Ο αιών του 1914



“Οι άνδρες των Freikorps ήταν υιοί του πολέμου, της ήττας και της επαναστάσεως του Νοεμβρίου. Ήταν απ’ ευθείας συγγενείς των «arditi»  του Fiume και των «squadristi», οι οποίοι εμφανίσθηκαν λίγο αργότερα στην Ιταλία και ενσάρκωναν ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, που δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά. Σχηματίσθηκαν αρχικά στα χαρακώματα του Α’ Π.Π. Ο πόλεμος είχε εξαλείψει τους άνδρες που είχαν καταρρεύσει ψυχολογικά ή ηθικά συνθλιμμένοι από το μαρτύριο, και είχε ξεχωρίσει εκείνους, οι οποίοι βγήκαν δυνατότεροι και σκληρότεροι από πριν. 

Ο Jünger τους συνέκρινε με τους παλαιούς Γερμανούς μισθοφόρους, των οποίων η μοναδική πατρίδα ήταν η σημαία τους. Ο πόλεμος είχε καταργήσει όλες τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ τους, εξισώνοντάς τους σύμφωνα με κριτήρια, τα οποία δεν είχαν σχέση με την ζωή του πολίτη. Οι κοινωνικές ταξινομήσεις είχαν αντικατασταθεί από την τόλμη και το θάρρος, και ήθελαν πλέον να μεταφέρουν αυτήν την νέα ιεράρχηση  αξιών στην μεταπολεμική αστική κοινωνία. Με τον τρόπο τους ήταν σοσιαλιστές. Ο σοσιαλισμός τους, όμως, ήταν στρατιωτικός και δεν είχε σχέση με την επιδίωξη της ασφαλείας και της υλικής ευμάρειας.  

Η μόνη ιεραρχία που αναγνώριζαν ήταν αυτή της αξίας. Όλοι τους μοιράζονταν την ίδια πίστη στην δύναμη της θελήσεως και στην ειλικρινή απόλαυση των συνοπτικών μεθόδων. Ενώ αναμφισβήτητα δεν αποτελούσαν την επιτομή όλης της ουσίας του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, ήταν θεμελιώδες στοιχείο των κινημάτων αυτών, υπό την έννοια ότι ενσάρκωναν στην εποχή τους την πλέον ριζοσπαστική εξέγερση εναντίον του αστικού κόσμου”. 


Georges Sorel



του Alain de Benoist


Μολονότι η βία βρίσκεται πάντα στην ημερησία διάταξη, η πεντηκοστή επέτειος του θανάτου του Georges Sorel θα είχε περάσει απαρατήρητη, εάν οι εκδόσεις Marcel Rivière δεν είχαν την ιδέα να επανεκδώσουν το «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence , Paris: Éditions Marcel Rivière, 1973).

«Ο Sorel, το αίνιγμα του εικοστού αιώνος, φαίνεται να είναι η μετενσάρκωση του Proudhon, του αινίγματος του δεκάτου ενάτου αιώνος», έγραψε ο Daniel Halévy στο πρόλογο του στο βιβλίο του M. Pierre Andreu «Ο Δάσκαλός μας, M. Sorel» (Paris: Grasset, 1953). Αίνιγμα, πράγματι: ένας ιδεολόγος με διάπλαση γίγαντος, με αυτιά κολλημένα στο κεφάλι, δυνατή μύτη, καθαρά μάτια, λευκή γενειάδα. Αίνιγμα: αυτός ο ανένδοτος σοσιαλιστής, ο οποίος δεν ένοιωθε άνετα με την Ρωσική Επανάσταση, ο οποίος συμπαθούσε την Action Française και ήταν θαυμαστής των Renan, Hegel, Bergson, Maurras, Marx, and Mussolini.


Ο Georges Sorel γεννήθηκε στο Cherbourgon στις 2 Νοεμβρίου 1847. Η καταγωγή του ήταν Νορμανδική και από δύο πλευρές: από την Μάγχη και την Calvados. Ο πρώτος του εξάδελφος, Albert Sorel, θα γινόταν ο ιστορικός της Αυτοκρατορίας και της Επαναστάσεως. Απόφοιτος του Πολυτεχνείου, μηχανικός γεφυρών και δρόμων, ο Sorel αφοσιώθηκε στα κοινωνικά προβλήματα μόνον μετά το 1892. Τα βιβλία του, τα οποία ελάχιστοι διαβάζουν πια, έχουν το δίχως άλλο διατηρήσει την αξία τους - ιδιαιτέρως τα «Οι ψευδαισθήσεις της προόδου» (Les illusions du progrès) «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence) «Περί της Εκκλησίας και του Κράτους» (De l’Église et de l’État), «Περί της χρησιμότητας του Πραγματισμού» (De lutilité du pragmatisme), «Η αποσύνθεση του Μαρξισμού» (La décomposition du marxisme), «Από τον Αριστοτέλη στον Μαρξ» (DAristote à Marx), «Η κατάρρευση του αρχαίου κόσμου» (La ruine du monde antique), «Η δίκη του Σωκράτη» (Le procès de Socrate) κλπ.

Το βιβλίο «Σκέψεις πάνω στην βία» εξεδόθη για πρώτη φορά το 1908 και έκτοτε επανεξεδόθη το 1973 στην συλλογή «Σπουδές πάνω στην κοινωνική αλλαγή» (Études sur le devenir social), της οποίας υπεύθυνος είναι ο M. Julien Freund, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το βιβλίο αυτό αμέσως παρουσιάσθηκε ως το θεμελιώδες έργο του επαναστατικού συνδικαλισμού.

Εχθρικά διακείμενος απέναντι στον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό και στον Jean Jaurès, τον οποίον κατηγόρησε ότι εξετράφη με αστική ιδεολογία, ο Georges Sorel τους αντέταξε αυτό που αποκαλούσε «νέα σχολή». Είδε στην απεργία την ουσιώδη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μέσω της γενικής απεργίας η κοινωνία θα χωρισθεί σε εχθρικές φατρίες και το αστικό κράτος θα καταστραφεί. Η απεργία είναι «η πιο καταστρεπτική εκδήλωση της ατομικιστικής δυνάμεως εντός των στασιαζουσών μαζών». Η απεργία συνεπάγεται βία. Σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές της εποχής του (εξαιρουμένου του Proudhon), ο Sorel δεν αντέτασσε την εργασία στην βία. Ηρνείτο την επίφαση «της επιθυμίας των εργατών για ειρήνη». Η βία ήταν για εκείνον μία πράξη πολέμου. «Μια πράξη γνησίου αγώνος, παρόμοια με αυτόν των στρατών σε εκστρατεία», έγραφε.

«Η εξομοίωση αυτή της απεργίας με τον πόλεμο είναι καθοριστική» σημειώνει ο Claude Polin στον πρόλογο της καινούργιας εκδόσεως του Réflexions sur la violence, «διότι ο,τιδήποτε αγγίζει ο πόλεμος γίνεται δίχως μίσος και δίχως πνεύμα εκδικήσεως: στον πόλεμο ουδείς σκοτώνει τους ηττημένους, ουδείς υποβάλει τους αμάχους στα ίδια μαρτύρια, από τα οποία υποφέρουν οι στρατοί στο πεδίο της μάχης». Τούτο εξηγεί γιατί ο Sorel κατέκρινε την «εκδικητική βία» των επαναστατών του 1793: «Είναι απαραίτητο να μην συγχέουμε την βία με τις ανούσιες αιμοδιψείς ωμότητες.»

Εν αρχή ήν η δράσις

Εκκινώντας από την διάκριση, έκτοτε κλασική, μεταξύ «δικαίου» και «αδίκου» πολέμου, αντιτάσσει την αστική βία στην προλεταριακή βία. Στα μάτια του η τελευταία κατέχει μία διπλή αρετή. Όχι μόνον πρέπει να εξασφαλίσει την μελλοντική επανάσταση, αλλά αποτελεί το μοναδικό μέσον των Ευρωπαϊκών εθνών, «αποχαυνωμένων από τον ανθρωπισμό», να επανακτήσουν την προτέρα ενέργεια τους. Η ταξική πάλη είναι, επομένως, μία σύγκρουση βουλήσεων, οι οποίες είναι ακλόνητες και όχι τυφλές. Η βία γίνεται η εκδήλωση μίας βουλήσεως. Ασκεί, ταυτοχρόνως, και ένα είδος ηθικής λειτουργίας: παράγει μία «επική» διανοητική κατάσταση. «Η βία» διεκήρυττε ο Sorel στον φίλο του Jean Variot «είναι μία διανοητική διδασκαλία: η θέληση των ισχυρών εγκεφάλων, που γνωρίζουν τι θέλουν. Η πραγματική βία είναι αυτό που είναι απαραίτητο να ακολουθεί τις ιδέες μέχρι τέλους». (Propos de Georges Sorel [Paris: Gallimard, 1935]).

Ο Sorel θα ενέκρινε τον στίχο του Goethe: «Εν αρχή ήν η δράσις.» Για εκείνον, ο άνθρωπος που δρά, ο,τιδήποτε και εάν κάνει, είναι πάντοτε ανώτερος από εκείνον που υποτάσσεται: «Η πραγματική βία φανερώνει, πρώτον και πάνω απ’ όλα, την υπερηφάνεια των ελεύθερων ανθρώπων.» Προκειμένου να επανακτηθεί η ενέργεια στον σύγχρονο κόσμο, είναι απαραίτητος ένας μύθος, φερ’ ειπείν ένα θέμα, το οποίο δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές, αλλά το οποίο ενεργεί ισχυρά στο μυαλό, το κινητοποιεί και του υποδαυλίζει την δράση.

Ο Georges Sorel είδε στην Πρωσία του 19ου αιώνος τον κληρονόμο της αρχαίας Ρώμης. Εξυμνώντας τις «Πρωσικές αρετές», υιοθετεί έναν τόνο, ο οποίος είναι υποβλητικός στον Moeller van den Bruck (Der preussische Stil). «Ο Sorel, ο χειροτέχνης, πίστευε στην θρησκεία της καλής και ολοκληρωμένης δουλειάς» παρατηρεί ο Claude Polin «και αυτή η δουλειά συνιστά από μόνη της έναν σκοπό, ανεξάρτητο από τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει κάποιος από αυτόν. Η ανιδιοτέλεια αυτή αποτελεί την ποιότητα της βίας: στην βάση της σκέψεως του Sorel υπάρχει αυτή η διαίσθηση, ότι κάθε εργασία είναι μία μάχη και ειδικά κάθε καλή και ολοκληρωμένη δουλειά, ακόμα ότι κάθε δουλειά γίνεται καλά μόνον εάν είναι μία μάχη. Η ιδέα αυτή ανατρέχει στην διαίσθηση του θεμελιωδώς προμηθεϊκού χαρακτήρος της εργασίας»

Βαθμιαία, ο Sorel τελειώνει αποκηρύσσοντας την δημοκρατία (την «γνήσια δικτατορία της ανικανότητας») συνδυάζοντας τις ρήσεις ενός Μωρράς, ενός Μπακούνιν και ενός Σεκρετάν. Η δικτατορία του προλεταριάτου φάνταζε σε εκείνον εξίσου απατηλή: «Πρέπει να είσαι πολύ αφελής, ώστε να υποθέτεις ότι οι άνθρωποι που επωφελούνται από την δημαγωγική δικτατορία θα είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα κέρδη τους» Απορρίπτει τον πρωτοποριακό ρόλο, τον οποίον ισχυρίζεται ότι παίζει η διανόηση του Μπολσεβικισμού : «Ολόκληρο το μέλλον του σοσιαλισμού εναπόκειται στην αυτόνομη ανάπτυξη των εργατικών σωματείων.» (Matériaux pour une théorie du prolétariat, υλικά για μια θεωρία του προλεταριάτου). «Ο Μαρξ δεν είχε πάντοτε και πολλή έμπνευση» συνέχιζε. «Τα γραπτά του κατέληγαν να επαναλαμβάνουν πολλά από τα σκουπίδια των ουτοπικών σοσιαλιστών.»

Η ιδέα αυτή της δράσεως έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θεωρίες περί «πρωτοπορίας» (για παράδειγμα, ο Τροτσκισμός). Την βρίσκουμε, όμως, στις προτάσεις για επαναστατικό συνδικαλισμό και αναρχο-συνδικαλισμό.

Τελικώς, εάν ο Sorel υπερασπίσθηκε το προλεταριάτο με τόση επιμονή, δεν το έπραξε μέσω συναισθηματισμού, όπως ο Ζολά, ούτε λόγω ενός μικροπρεπούς αστικούς αισθήματος ενοχής, ούτε καν επειδή ένοιωθε μία «ταξική συνείδηση». Το έκανε, επειδή είχε πεισθεί ότι εντός της αστικής κοινωνίας, μόνον μέσα από τον λαό μπορούσε ακόμα κάποιος να ανακτήσει την ενέργεια, την οποίαν είχαν απωλέσει οι άρχουσες τάξεις. Έχοντας συνείδηση των «ψευδαισθήσεων της προόδου», διεπίστωσε ότι οι κοινωνίες, όπως και οι άνθρωποι, είναι θνητές. Σε αυτήν την μοιρολατρία αντέταξε μία θέληση για ζωή, μία από τις εκδηλώσεις της οποίας είναι η βία.

Σήμερα ο Sorel θα απεκήρυττε την εμπορική κοινωνία όπως και τους ηγετικούς αντιφρονούντες της Νέας Αριστεράς. «Ο Μαρκούζε θα εκπροσωπούσε κατά την κρίση του» γράφει ο Polin «το τυπικό παράδειγμα ανθρώπου που έχει εκφυλισθεί από την αφελή πίστη στην πρόοδο, που έχει παραπλανηθεί από την πρόοδο, επειδή δεν καταλαβαίνει τίποτα και περιμένει τα πάντα, που είναι ανίκανος να εναποθέσει τις ελπίδες του οπουδήποτε αλλού παρά στην επαυξημένη και ριζοσπαστικοποιημένη πρόοδο, σε αυτό το όνειρο μίας αφθονίας τόσο αυτοματοποιημένης, ώστε θα μοιράζει Ευτυχία και θα καθιστά δυνατή την τυχαία ικανοποίηση των πλέον τρελλών παθών: με λίγα λόγια, ανίκανος να κατανοήσει ότι η πηγή του κακού έγκειται στην ψυχή του ανθρώπου, ο οποίος έχει από-αρρενοποιηθεί εξαιτίας της πίστεως στην οικονομία.»

Το Όνομα της Αρχαίας Αντιοχείας

Ξεκινώντας από το 1907, ο Georges Sorel ήταν ο αρχιτέκτων μίας προσεγγίσεως μεταξύ των αντιδημοκρατών της Δεξιάς και της Αριστεράς. Το όργανο της προσεγγίσεως αυτής ήταν το “Revue critique des idées et des livres» (Κριτική Επιθεώρηση των ιδεών και των ελευθεριών), όπου ο εθνικιστής Georges Valois εξέδιδε τα αποτελέσματα των ερευνών του για την μοναρχία και την εργατική τάξη. Το 1910 εμφανίσθηκε η επιθεώρηση La Cité française και έπειτα από το 1911 μέχρι το 1913 η LIndépendance (Η Ανεξαρτησία). Μπορεί να βρεί κάποιος σε αυτές τις υπογραφές των Georges Sorel, Jean Variot, Édouard Berth, και Daniel Halévy, όπως και των αδελφών Tharaud, των René Benjamin, Maurice Barrès και Paul Bourget.

Το 1913 ο δημοσιογράφος Édouard Berth, συγγραφέας του Les Méfaits des intellectuels, χαιρέτισε στους Maurras και Sorel «τους δύο ηγέτες της Γαλλικής και της Ευρωπαϊκής αναγεννήσεως.» Τον Σεπτέμβριο, όμως, του 1914 έγραψε ο Sorel σε αυτόν: «Εισήλθαμε σε μια εποχή, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί άνετα από την σύγκριση με την αρχαία Αντιόχεια. Ο Renan περιέγραψε πολύ καλά αυτήν την μητρόπολη των αυλικών, των τσαρλατάνων και των εμπόρων. Πολύ σύντομα θα έχουμε την ευχαρίστηση να δούμε τον Maurras να καταδικάζεται από το Βατικανό, η οποία θα είναι η ποινή για τις παρεκτροπές του. Και τι μπορούσε να ανταποκρίνεται σε ένα βασιλόφρον κόμμα σε μία Γαλλία που θα κυριαρχείται από την απόλαυση της εύκολης ζωής της Αντιοχείας;»

«Ο Sorel», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Gaëtan Pirou, «κατηγόρησε τον Maurras ως πολύ δημοκρατικό, μία κατηγορία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανεί παράδοξη. Στην πραγματικότητα αυτό που ο Sorel ήθελε να πει είναι ότι ο Maurras, θετικιστής και διανοητής, είχε αποκηρύξει την δημοκρατία μόνον ως προς την πολιτική της διάσταση και όχι στο φιλοσοφικό της θεμέλιο» (Georges Sorel [Paris: Marcel Rivière, 1927]).

Εθνικο-επαναστάτες

Ο Sorel θα επηρέαζε τους Barrès και Péguy, όπως, επίσης, και τον Lenin. Ο τελευταίος, ωστόσο, θα τον απεκήρυσσε ως «ομιχλώδη διανοητή» στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκρατία».

Μετά την Γαλλία, παρατήρησε ο Alexandre Croix στο έργο του «La Révolution prolétarienne» (Η προλεταριακή επανάσταση), η Ιταλία ήταν αυτή που θα γινόταν «η γη της επαγγελίας για τον Σορελιανισμό». Εξ αρχής ο Sorel ήσκησε μεγάλη επιρροή στην ιταλική συνδικαλιστική σχολή με επικεφαλής τον Arturo Labriola, μέλλοντα Ιταλό Υπουργό Εργασίας (1920–1921). Ο Labriola, από το 1903, μετέφρασε το βιβλίο Lavenir socialiste des syndicats στην Εμπροσθοφυλακή του Μιλάνο. Ένας από τους συνεργάτες του, ο Enrico Leone, έγραψε τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση του Réflexions, η οποία θα κυκλοφορούσε στην Ιταλία το 1906 με τον Lo sciopero generale e la violenza(Η γενική απεργία και η βία).

Μεταγενέστερα, ο Sorel επηρέασε, επίσης, τους Vilfredo Pareto, Benedetto Croce, Giovanni Gentile και με ενδιάμεσο τον Hubert Lagardelle, τον Benito MussoliniΣτην Γερμανία ο Σορελιανισμός βρήκε ένα είδος συνέχειας του στα εθνικο-επαναστατικά και τα εθνικο-κομμουνιστικά ρεύματα που εμφανίσθηκαν κατά την διάρκεια της Βαϊμάρης στα μέσα της δεκαετίας του 1920. (Cf. Michael Freund, Georges Sorel: Der revolutionäre Konservatismus [Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, 1932 and 1972].)

Όταν ο Sorel πέθανε το 1922 ο μοναρχικός Georges Valois στην L’Action française, και ο σοσιαλιστής Robert Louzon, στην La Vie ouvrière έκαναν αφιερώματα με τον ίδιον θαυμασμό. Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Μουσολίνι, εισερχόμενος στην Ρώμη, δήλωσε σε έναν Ισπανό δημοσιογράφο: «Στον Sorel οφείλω τα περισσότερα». Η Σοβιετική κυβέρνηση και το Φασιστικό κράτος πρότειναν την ίδια ημέρα να αναλάβουν την συντήρηση του τάφου του.

Βιβλιογραφικό Σημείωμα

Ο Jules Monnerot, σε μία συλλογή άρθρων υπό τον τίτλο Inquisitions (José Corti, 1974), δημοσίευσε το εκπληκτικό κείμενο “Georges Sorel ou l’introduction aux mythes modernes” [(pp. 7–47), («Georges Sorel ή εισαγωγή στους σύγχρονους μύθους», σελ. 7-47). Σε αυτό χαρακτηρίζει την «συνοχή της Σορελιανής προσεγγίσεως» ως μία επίμονη αναζήτηση για το «ανυπέρβλητο», όρος ο οποίος καθορίζει την πηγή, συλλογική και ατομική, «των ψυχολογικών κινητοποιήσεων, οι οποίες είναι ανίκητες σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή-ανίκητες κατά περίπτωση.» Για τον Sorel το ανυπέρβλητο είναι μία «ψυχική τροφή» απαραίτητη για τις Δυτικές Κοινωνίες, Όταν εξαφανίζεται, εμφανίζεται η παρακμή. «Το όλο μυστικό του περάσματος του Sorel από τον επαναστατικό συνδικαλισμό, έπειτα στον ακτιβιστικό εθνικισμό, μετά σε ένα είδος Μπολσεβικισμού ή ενός Ευρωπαϊκού εθνικού σοσιαλισμού, τον οποίον ο θάνατος δεν άφησε να αναπτύξει ολοκληρωτικά», γράφει ο Monnerot, «το όλο μυστικό του έργου του Sorel φαίνεται να συμπυκνώνεται στην φράση του: “το ανυπέρβλητο είναι νεκρό στην μπουρζουαζία…”»