«…Το όνομα μου είναι Dino Boçari. Γεννήθηκα το 2000 σε μια περιοχή της Αθήνας στου Γκύζη. Ο πατέρας μου πέρασε παράνομα τα σύνορα το ’91 πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια και δούλεψε χρόνια στα χωράφια της Θεσσαλίας. Σκληρές εποχές. Σε μια παράγκα ζούσε με λίγα λεφτά, αρκετό κρύο και άθλιο φαγητό. Δεν ακολούθησε τα άσχημα μονοπάτια άλλων συμπατριωτών μας που είχαν βγει από τις φυλακές και στάθηκε μόνος στα πόδια του αλλά και με την βοήθεια των Ελλήνων. Άλλαξε χίλιες δουλειές κάποιοι του έφαγαν λεφτά και τον κάρφωναν στους μπάτσους αλλά ποτέ δεν μίσησε αυτό τον τόπο. Μια φορά για μεροκάματα πήγε στην Θήβα. Μια Ελληνίδα γιαγιά με το επώνυμο Μπότσαρη του έδωσε λίγη μπομπότα και νερό μια μέρα που ο ήλιος έκαιγε τα πάντα. Μιλούσε αρβανίτικα και κατάφεραν να βγάλουν άκρη. Η φάρα δεν αλλάζει αίμα.
Όταν γνώρισε την μάνα μου που ήταν από το διπλανό χωριό στην Αλβανία βάλθηκε να κάνει οικογένεια. Με ψωμί και ζάχαρη και αυγά βγάλαμε πολλές νύχτες αλλά ποτέ δεν κάναμε πίσω. Η μάνα έπλενε σκάλες και σπίτια αλλά σιγά σιγά δεν μας έλειψε τίποτα. Με σπούδασαν και μένα και την αδερφή μου και σήμερα νιώθω περήφανος. Στο Μακεδονικό το 2018 συμμετείχα και εγώ στην πρώτη γραμμή αφού μισούσα τα ψέματα των Σκοπιανών και των κομμουνιστών. Θυμάμαι ακόμη τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου πως ο παππούς μου γλύτωσε από τους παρτιζάνους του Χότζα επειδή τον είχαν για φασίστα. Θυμώνω όταν σκέφτομαι πόσο σκληρά δούλεψε νέος στα ορυχεία υπό τις εντολές του κόμματος με τα άγρια σκυλιά να φυλάνε τους σκλάβους του καθεστώτος.
Πάντα μας έλεγε τις ιστορίες με τον Σκεντέρμπεη ή Γκέργκι Καστριότι και τον πολεμικό αετό του που είναι η εθνική μας σημαία και τα βράδια σαν παραμύθι ακούγαμε τους θρύλους για το Σούλι, τους αγώνες των φατριών και τις εκκλήσεις για ένωση, τα σχέδια των αγωνιστών του '21 αλλά και των απογόνων τους για κοινή πορεία, τον ρόλο των Φαναριωτών των Τούρκων και των Αμερικανών να μας χωρίσουν, τις προδοσίες του Αλβανικού κράτους αλλά και την τραγική αδιαφορία του Ελληνικού κράτους. Όταν σκότωσαν τον Κατσίφα μίσησα περισσότερο το Αλβανικό κράτος αλλά και τους πολιτικούς στην άλλη πλευρά.
Πρόσφατα βρήκα βιβλία για τον
Midh’at Frashëri
και
τον Αριστείδη Κόλλια που επαληθεύουν όσα σκεφτόμουν αλλά δεν τολμούσα να τα πω σε
κανέναν. Πέρασα και από τα γραφεία της «Χρυσής Αυγής» και εγώ και άλλοι αλλά
έφυγα γρήγορα όταν κατάλαβα τι παίζει. Ζω σε μια πόλη που οι ξένοι δεν είμαστε
πλέον εμείς αλλά οι άλλοι από την ανατολή που έχουν τα πάντα δωρεάν και δεν σέβονται τίποτα και κανέναν ούτε την χώρα
αυτή ούτε εμάς τους «ξένους» αλλά ούτε και τους ντόπιους. Αγαπώ την γη αυτή και
ξέρω με ποια πλευρά θα πάω όταν θα έρθει η ώρα της μάχης …»
«…Andrey Burdenko το όνομα του παππού μου. Πολέμησε με τα «Παιδιά του Δάσους» στα απέραντα δάση της Ουκρανίας χρόνια μετά το επίσημο τέλος του μεγάλου πολέμου. Πήρα το όνομα του αλλά δεν τον γνώρισα ποτέ παρά μόνο μέσα από κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Με ελάχιστες δυνάμεις δίπλα του, απέναντι σε πάνοπλες στρατιές του Μπέρια και του Στάλιν που έστελναν ακόμη και φλογοβόλα άρματα με τα τάγματα της NKVD να κάψουν και να σκοτώσουν αγρότες και εργάτες. Κυνηγημένος από όλους πιστός ακόλουθος του Bandera και φανατικός ενάντια στους μπολσεβίκους, αφού οι συγγενείς του είχαν πεθάνει στον μεγάλο λιμό χρόνια πριν. Όταν το αντάρτικο «έσπασε» προσπάθησε να ξεφύγει από τα σύνορα αλλά τον κάρφωσαν οι κομμουνιστές προύχοντες ενός χωριού. Τον έστειλαν στην Σιβηρία και πέθανε από την πείνα. Δεν τον θάψαμε ποτέ.
Στην
Ελλάδα ήρθα μικρός για διακοπές αλλά τελικά έμεινα για πάντα. Όταν μεγάλωσα
λίγο βρήκα μια αγκαλιά και δουλειά στην Ουκρανική κοινότητα της νέας πατρίδας.
Έμεινα έκπληκτος όταν είδα πρόσφατα κάποιους Έλληνες «φασίστες» να στηρίζουν
την Azov
απέναντι
στους Μοσχοβίτες που ονειρεύτηκαν να μπουν στο Κίεβο με άρματα μάχης μαζί με
τους Τσετσένους μισθοφόρους του Πούτιν και τους κομμουνιστές αποσχιστές. Σήμερα
η ζωή μου είναι εδώ, η πατρίδα μου είναι και εδώ, και τα βράδια που ακούω black metal και
διαβάζω για τον Παγανισμό πολλές φορές σκέφτομαι ότι εμείς οι γιοι του Perun και πάλι νιώθουμε σαν το σπίτι μας
ανάμεσα στους Έλληνες αδερφούς μας. Μήπως το πνεύμα της Βαράγγιας Φρουράς ζει
ακόμη; Καιρός να υπερασπιστούμε και πάλι την ίδια γη…»
«…Πως σε λένε; Iliana Lupescu. Ετών; 23. Από πού είσαι; Ρουμανία. Με κοίταξε έντονα ο μπάτσος στα μάτια. Ομορφούλα είσαι μου λέει και παρατηρούσε τα ξανθά μαλλιά μου … Είπα να τον στείλω στον διάολο αλλά είχα ήδη φρικάρει που με έπιασαν. Η συνέχεια γνωστή. Δαχτυλικά αποτυπώματα, ανακριτής, δικαστήριο, καταδίκη με αναστολή. Η κατηγορία πέσιμο σε μπάτσους στην πλατεία, ξύλο από την αστυνομία, αφού μόλις είδαν ότι ήμουν μέλος «αντιεξουσιαστικής» συλλογικότητας κυριολεκτικά αφήνιασαν στο τμήμα. Αυτούς τους «ανάρχες» γνώρισα στο σχολείο, σε αυτούς εντάχθηκα. Αλλά γρήγορα άρχισα να νιώθω σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Κάτι περίεργα τσιτάτα για έμφυλες ταυτότητες, ένα απύθμενο μίσος για τους άντρες που πολλές φορές ήταν άνευ λόγου, ομιλίες υπέρ των αμβλώσεων, και άλλα τέτοια κουλά. Τι δουλειά είχα εγώ εδώ;
Οι γέροι μου ποτέ δεν μιλούσαν πολιτικά στο σπίτι. Μου έλεγαν μην μπλέξεις με αυτά. Ήξερα μόνο ότι επί Τσαουσέσκου οι δικοί μου πεινούσαν και χάρηκαν όταν τον σκότωσαν σαν το σκυλί. Άλλωστε ο παππούς είχε πεθάνει έξω από το Στάλινγκραντ και πάντα ήμασταν οι «καταραμένοι» στην γειτονιά μας στο Βουκουρέστι. Όμως μετά την πτώση του καθεστώτος τα πράγματα χειροτέρεψαν λόγω του καπιταλισμού και πήραμε δυο βαλίτσες και τον σκύλο και φύγαμε νύχτα. Ο μπαμπάς ήξερε να δουλεύει ηλεκτρολόγος, η μάνα κράταγε γριές. Δεν έχω παράπονο αλλά ψαχνόμουν για την ταυτότητα μου, ποια είμαι, από πού είμαι, τι ρίζες έχω. Δεν ήμουν ποτέ της θρησκείας αλλά μια μέρα η ζωή μου άλλαξε. Βρήκα σε έναν πάγκο στο Μοναστηράκι ένα βιβλίο στα ελληνικά για την Σιδηρά Φρουρά και τον Codreanu. Παραξενεύτηκα από το Ρουμανικό όνομα και τις αναφορές στην χώρα μου το πλήρωσα και έφυγα.
Κάθε βράδυ το διαβάζω και έτσι ανακάλυψα έναν άλλο ηρωικό κόσμο. Την μυστηριακή
Ορθοδοξία και τον Ρουμανικό Φασισμό. Έννοιες που μέχρι χτες δεν τολμούσα να
σκεφτώ, μπροστά μου πέρασε σαν ταινία η ιστορία της Ρουμανίας όπως ο Dracula που
σκότωσε χιλιάδες Τούρκους και στο τέλος ο Capitan και
το μαρτυρικό τέλος του. Έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα και άλλους που διάβαζαν
και μελετούσαν τα μυστικά της Ρουμανίας. Κάθε μέρα που σχολάω από την δουλειά σε
μια γειτονιά του Πειραιά βρίσκω κοινές παρέες σε ένα καφέ. Κάποιοι από αυτούς
με άσπρα κορδόνια στις αρβύλες και τατουάζ με μαύρους ήλιους και ρούνους. Με
δέχτηκαν σαν αδερφή τους και με φωνάζουν «συναγωνίστρια» με στηρίζουν και τους
στηρίζω. Τους αγαπώ και με αγαπούν. Μιλάμε για μουσική και πολιτική, δεν μας
αρέσει που η πόλη θυμίζει Καμπούλ …»
«…Θυμάμαι τον πατέρα να τρέχει να μας κρύψει στο υπόγειο γιατί έρχονταν τα σκυλιά του ISIS. Οι χριστιανοί κράτησαν το μέτωπο και μας βοήθησαν και οι σιιτικές φιλοιρανικές πολιτοφυλακές. Όλοι οι γείτονες παρά τις θρησκευτικές διαφορές με σημαίες της Συρίας και πορτρέτα του Assad στα σπίτια τους αλλά στο δικό μας μόνο το λάβαρο του Εθνικοσοσιαλιστικού SSNP. Εμείς παλιά μιλούσαμε και ελληνικά αλλά πλέον λίγοι παππούδες τα μιλάνε στο χωριό μας. Κλάψαμε πολλά αδέρφια που έπεσαν για την προστασία μας. Πάντα είχαμε αγάπη για την Ελλάδα αφού οι ρίζες μας δεν ήταν Αραβικές αλλά κληρονομιά του Αλέξανδρου. Είμαστε η δεύτερη Μεγάλη Ελλάδα.
Τα αρχαία μνημεία υπάρχουν παντού και μας θυμίζουν την ταυτότητα μας. Παρά το γεγονός ότι είμαστε χριστιανοί νιώθουμε μέσα μας βαριά την κληρονομιά των Σελευκιδών. Όταν το μέτωπο σταθεροποιήθηκε ο πατέρας μας έστειλε μέσω Λιβάνου σε μια ξαδέρφη μας που ζει στην Θεσσαλονίκη. Εκεί στεριώσαμε και προσπαθούμε να στηρίξουμε αυτούς που έμειναν πίσω. «Μα εσύ δεν μοιάζεις για Άραβας» μου λένε όσοι με γνωρίζουν, ναι δεν είμαι και δεν νιώθω αλλά αγαπάω την Συρία όσο και την Ελλάδα. Ο θείος μου σκοτώθηκε το ’67 ενάντια στους Ισραηλινούς και όταν τον έφεραν του βάλαμε στα μάτια νομίσματα και στα χέρια μια σημαία ελληνική. Τότε δεν ήξερα τον λόγο για όλα αυτά. Μετά έμαθα ότι είναι ελληνικό έθιμο τα νομίσματα για την ανταμοιβή στο βαρκάρη των ψυχών.
Έμαθα γρήγορα ελληνικά και οι καθηγητές μου στο
φροντιστήριο μου έδιναν συγχαρητήρια παρά το ότι ήμουν ξένος για αυτούς. Μα δεν
είμαι ξένος τους έλεγα … και αυτοί χαμογελούσαν ειρωνικά. Σύντομα βρήκα
κάποιους περίεργους τύπους ένα βράδυ να κολλάνε πολύχρωμες αφίσες για την
Συρία. Ήταν Έλληνες και «εθνίκια» όπως μου είπαν και σύντομα γίναμε φίλοι. Δεν
είχαν σχέση με κόμματα αλλά είναι πατριώτες που αγαπάνε την Συρία και μισούν
αυτούς του FSA. Φοράνε
και μπλουζάκια FCK
ISIS. Τους
είπα όλα όσα ήξερα και ένιωσα να είμαι Έλληνας όσο ποτέ. Τα βράδια που τους μαγειρεύω
συνταγές από την πατρίδα ακούμε μουσικές παραδοσιακές αλλά και για τον Ακρίτα
Διγενή που πολέμησε στα μέρη μου για μια πατρίδα κοινή απέναντι στους εισβολείς.
Κάποιος Σύριος ηγέτης είχε πει «επίθεση στην Ελλάδα σημαίνει επίθεση στην
Συρία». Με λένε Simeon
Yudeh και
δηλώνω Έλληνας της Συρίας…»
«… Ο πατέρας οικοδόμος με εργατικό ατύχημα στα νιάτα του. Η μάνα δασκάλα, λατρεύει την χώρα. Πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Πηγαίνω κάθε καλοκαίρι στην Πολωνία. Αλλά η καρδιά μου είναι εδώ. Πήγα σε μερικές συναυλίες εθνικιστικές με φίλους skinheads, καλά παιδιά οι Έλληνες και υπερήφανοι για τις ιδέες τους. Κάποιοι συμπατριώτες μου ήταν και μέλη σε γνωστό κόμμα για χρόνια αλλά ξενέρωσαν με κάποια σκηνικά. Δεν έχουμε κακό όνομα νομίζω, κάποιοι πίνουν λίγο παραπάνω αλλά μας αγκάλιασε η Ελλάδα. Και αγαπάω τα πάντα σε αυτό το μέρος. Πήγα Μυκήνες, Επίδαυρο και Βεργίνα. Μεγάλη ιστορία αυτός ο τόπος. Πονάω που μας κατάντησε το ΔΝΤ αποικία.
Αλλά δεν το βάζω κάτω. Έχω καλή δουλειά, βγάζω λεφτά, Πολωνέζα σύντροφο αλλά
δεν αντέχω να ακούω παντού αμανέδες και να βλέπω να πουλάνε κάτι τύποι
«σκοτεινοί» πρέζα έξω από σχολεία και γυμναστήρια. Ένα βράδυ που πείραξαν μια
Ελληνίδα τους άφησα με τα δόντια τους να τα μαζεύουν από το πεζοδρόμιο. Είμαι
γιος Ουσάρων που τσάκισαν τους Οθωμανούς στα πεδία των μαχών, αντικομμουνιστής
αλλά και αντικαπιταλιστής. Οι κόκες και οι σάπιες ιδέες της «νέας αριστεράς»
δεν μου λένε τίποτα αφού έχω κάνει τις επιλογές μου. Το αφεντικό με φωνάζει
«φασίστα» αλλά δεν έχω θέμα και γελάω, είμαι ότι νομίζουν. Έχω βρει Έλληνες συντρόφους και με δέχτηκαν σαν μέλος της οικογένειας τους. Στο βουνό που πάμε
για πεζοπορία, στο γήπεδο, στα μαγαζιά λένε «ήρθε ο Πολωνός», τους απαντάω
«Έλληνας και Πολωνός» αν και παρά το γεγονός ότι γελάνε το δέχονται! Δεν θέλω
να δω την σημαία των Σαλαφιστών στην Ακρόπολη. Πείτε με «φασίστα» δεν με
νοιάζει. Michał Krawiec…»
«…Varlam Jakasvili. Ξένος στην Ελλάδα, ξένος και στην Γεωργία. Οι παππούδες πολέμησαν ενάντια στους Σταλινικούς. Ακολούθησαν διώξεις. Ο πατέρας απολύθηκε από την δουλειά γιατί έκαψε ένα βράδυ τα γραφεία του κόμματος στο χωριό μας. Μας έσωσε η επιχείρηση του ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια του πολέμου το '93. Λίγο μετά σχολείο στα Σεπόλια. «Είστε κλέφτες και δολοφόνοι». Αυτό θυμάμαι να μου λέει ο διευθυντής στο σχολείο. Μα εγώ δεν είχα σχέση με αυτούς που μας ξεφτιλίζουν. Ούτε κλέψαμε ούτε πειράξαμε κανέναν. Ήρθαμε σαν πρόσφυγες της Γεωργίας αλλά είχαμε και ελληνικές ρίζες. Ξέραμε λίγα ελληνικά και τα παιδιά με έβλεπαν περίεργα. Μισώ αυτούς που σπιλώνουν το όνομα μας, μας έκανε κτήνη ο κομμουνισμός και η τουρκική απειλή αλλά τα νέα παιδιά είναι αλλιώς και θέλουν να τους νιώθουν συμπατριώτες.
Ακούω παραδοσιακή γεωργιανή μουσική που μιλάει και για αρχαία Ελλάδα και κοινές ρίζες αλλά και ελληνική με προτίμηση σε αυτά που μιλάνε για αντίσταση και λευτεριά όπως τα ριζίτικα. Ακόμη θυμάμαι την μάνα μου να τσακώνεται με μουσάτους δημοσιογράφους ακροαριστερής εφημερίδας που ήρθαν μια μέρα απρόσκλητοι στον σύλλογο της κοινότητας μας για να μας πείσουν να βγάλουμε ανακοινώσεις για τον ρατσισμό. Ποιο ρατσισμό; Αυτοί ήταν ρατσιστές που όπως μας είπαν «είσαστε υπερβολικά πατριώτες» επειδή είχαμε στον χώρο μας ελληνικές σημαίες και βιβλία για την κοινή ιστορία των δυο χωρών.
Στο στρατό που υπηρέτησα στις ειδικές δυνάμεις
ήμουν πρώτος στις βαθμολογίες, σε όλα μέσα, στο ποτάμι στον Έβρο δώσαμε μάχες
με τους Τούρκους και τους Αφγανούς που είχαν πάρει χάπια και απειλούσαν να μας
σφάξουν. Δεν απαιτώ να με δεχτούν ως Έλληνα όλοι αλλά είμαι Λευκός, νομίζω πιο
λευκός από κάτι «γύφτους» που μιλάνε για «εθνικισμό» πράγμα που δεν κατάλαβα
ποτέ. Θέλω να κάνω παιδιά που να είναι υπερήφανα για την καταγωγή τους και να
αγαπήσουν αυτή την χώρα. Αν χρειαστεί να πεθάνουν για αυτή …»
«…Arpi Tachikian γράφει η ταυτότητα. Η γιαγιά από όπου πήρα το όνομα της επέζησε μετά την καταστροφή και ήρθε στον Πειραιά μαζί με Έλληνες της Ιωνίας μέσα σε ένα σαπιοκάραβο. Έχασε τα πάντα από τους Τσέτες. Τις αδερφές της δεν τις έσωσε. Τις βίασαν και τις κρέμασαν στην κεντρική πλατεία οι Κεμαλικοί που είχαν πάρει όπλα και λίρες από τους Σοβιετικούς όπως έμαθα μετά από χρόνια. Την πέταξε το κράτος σε μια καλύβα με λάσπη στην Κοκκινιά. Γλύτωσε από τα αεροπλάνα του Σκόμπυ στα Δεκεμβριανά. Ενταγμένη στο ΕΑΜ αλλά μακριά από ακρότητες και υπερβολές που έκαναν άλλοι Αρμένιοι. Ψήφιζε ΚΚΕ και ο πατέρας και η μάνα το ίδιο επί χρόνια αλλά μετά από χρόνια ξύπνησαν.
Και εγώ με την σειρά μου εγγραφή στην ΚΝΕ. Δεν με σήκωνε το κλίμα, κάτι η ιστορική καταπίεση της ΕΣΣΔ για τα θέματα μας με τους Αζέρους κάτι το κλίμα που θύμιζε στάνη και ρομπότ άρχισα να δυσανασχετώ. Άκουγα για τα ξαδέρφια μου που πήγαιναν σε πορείες ενάντια στην Τουρκική πρεσβεία. Είχα πάει και εγώ. Επαναστατική γυμναστική. Μετά έμαθα για την ASALA. Αριστεροί εθνικιστές (!) δεν είχα ξανακούσει ποτέ για αυτούς. Στην ΚΝΕ δεν τους ήξεραν ή δεν μίλαγαν για αυτούς. Πίεσα, ρώτησα, τσακώθηκα, σιχάθηκα και έφυγα. Έψαξα μόνη μου την αλήθεια. Βρήκα μια άλλη οπτική της ιστορίας. Ομάδες θανάτου που εκδικήθηκαν το αίμα των προγόνων μας. Κάποιοι την εποχή εκείνη μαζί με τους Πόντιους στο αντάρτικο και μετά στο πλευρό του Άξονα.
Ο πρόσφατος πόλεμος στην Αρμενία με συγκλόνισε βαθιά. Αναρωτήθηκα γιατί οι συμπατριώτες μου που ήταν στην antifa ή και σε ακροαριστερές οργανώσεις δεν βοηθούσαν τον αγώνα του λαού μου. Τελικά διάβασα για κινήσεις αλληλεγγύης κάποιων εθνικιστών που στήριζαν το δίκιο μας. Κάποιοι άλλοι δεν ήταν δημοκράτες ούτε μαρξιστές κάποιοι από αυτούς που είχαν κάνει θητεία πήραν ακόμη και εισιτήριο για το Ερεβάν και πολέμησαν. Πολλοί στον κύκλο μου ξέχασαν γρήγορα τις αηδίες των δήθεν «συντρόφων» που είναι μόδα στους Αρμένιους του εξωτερικού και ένιωσαν να ξαναγεννιόνται μέσα από την εθνική υπερηφάνεια και την αντίσταση στον Ερντογάν. Πλέον στο δωμάτιο μου έχω την ελληνική σημαία και μαζί με αυτή την αρμενική. Είμαι Αρμένισσα, νιώθω και Ελληνίδα, φτύνω στα μούτρα τους μοδάτους βλάκες που βρίζουν την Ελλάδα και τον Ελληνισμό…»
Με τις ύαινες του αντιφασισμού ή με την αγέλη των Λευκών Λύκων;
Το οικτρό τέλος του κ. Ανώτερου (Περιοδικό Γαμμάδιον, Έκτο Τεύχος, Φθινόπωρο 2005)