Εν τέλει μέσα και πέρα από όλα αυτά ο Ίδας (Ίων Δραγούμης)
μένει ένας λεβέντης, ένα παλληκάρι από ρίζα παλιά, Ελλαδική. Ως γνωστόν οι
λεβέντες και τα παλληκάρια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε στο χώρο της πολιτικής.
Καμιά φορά το πολύ πολύ, στο χώρο της λογοτεχνίας ή του λόγου και της σκέψης,
γενικότερα μπορούν να φέρουν έναν αέρα αψύ, ξανασαστικό, που καίει τα πλεμόνια
και ξαναθέτει πρώτες ιδέες. Στα μεγαλύτερά της μεγέθη αυτή η ποιότητα δίνει
έναν Νίτσε ή έναν Κάρλαϋλ, και στις μικρότερές της ποιότητες, στις εδώ
διαστάσεις μας, έστω έναν Περικλή Γιαννόπουλο. Όταν οι τύποι αυτοί βρουν αρκετή
αυτογνωσία και μείνουν οι εαυτοί τους, ασυμβίβαστοι με τους οχετούς, υπάρχει
ελπίδα για αυτούς να δώσουν σε λόγο αυτή την πνοή που οιστρηλατεί τη ζωή τους.
Σε λόγο ή σε οτιδήποτε άλλο το δημιουργικό.
Είναι ένας μεγαλεξανδρισμός αυτή η ποιότητα, είναι ακριβώς
το ηρωίζεσθαι του Κάρλαυλ. Αλλά η ποιότητα αυτή ή θα είναι η ανάσα μιάς γνήσια
και ισχυρότατα ηγετικής στόφας που θα καταφέρη να σύρει πίσω της επαρκείς
απλούς Σάντσους, ώστε να αποτελούν αποδοτικό όργανο κρούσης των πραγμάτων, και
τότε θα δημιουργήσουν ιστορία, ή αλλοιώς είναι χαμένοι για χαμένοι, αν δεν
περιορισθούν στην απόλυτη προσωπική αποχή, και σε αυτό που λέμε: κάθε λογής
καλλιτεχνική δημιουργία.
Από τους τρεις - Περικλή Γιαννόπουλο, Παύλο Μελά, Ίωνα Δραγούμη
- ο Ίδας υπήρξε ο πιο αυτοσπαταλημένος και αυτοαδικημένος. Πολύ σωστότερα ο
Παύλος Μελάς, που ακριβώς δεν είχε την πνευματικότητα του Δραγούμη και ούτε την
αυτογνωσία του, με το ένστικτο όμως βρήκε τι είχε να κάνη για να φερθή
παλληκαρίσια και κατ'απόλυτη εξαίρεση από όλους, σαν ένας ευγενής ταξικός
λεβέντης, απομεινάρι δηλαδή φεουδαρχικού Μεσαίωνα (αυτό είναι το ψυχολογικό του
αρχέτυπο) και πάει εκεί να πιαστή με τους βούλγαρους κομιτατζήδες, τρώγοντας
όσους μπορούσε περισσότερους. Γίνηκε έτσι ένα σωστό και στέρεο ίνδαλμα, σωστό
και στέρεο πρόσταγμα, σύμμετρο δε εν εσχάτη αναλύσει για κάθε προσωπική
πατριωτική συνείδηση που θέλει μόνη της «να καθαρίση» και να αναμετρηθή με ότι
θεωρεί εχθρό.
Σύμμετρο δε πρόσταγμα, ακριβώς γιατί η δύναμη τέτοιων
παλληκαριών, που δεν έχουν τη στόφα του μεγάλου ηγέτη, έχουν όμως τη λεβεντιά
μέσα σε οποιαδήποτε παράταξη και αν βρεθούν, δεν είναι δύναμη ικανή να
πραγματώση περισσότερα από τέτοια έργα προσωπικού ηρωισμού. Και βέβαια τα έθνη,
οι λαοί, οι αγώνες, οι παρατάξεις, πάντα χρειάζονται πολλά τέτοια
παλληκάρια-θύματα και δίκαια τα τιμούν και τα ινδαλματοποιούν. Είναι λύκοι ή
μαντρόσκυλα αυτά, μιάς κοινότητας, είναι τίγρεις ατομικού αγώνα μέσα στα
πλαίσια του όποιου ομαδικού. Είναι η στόφα των μονομάχων, και υπάρχουν πάντα
πλαίσια στους ομαδικούς αγώνες που χωρούν και χρειάζονται τους μονομάχους.
Ένας εθνικός οργανισμός που λειτουργεί σωστά, με υγεία,
πάντα βρίσκει τον τρόπο και τα σχήματα και τα πλαίσια, σε ειρήνη και σε πόλεμο
να εντάξει τα παλληκάρια αυτά, τις τίγρεις, τους μονομάχους, και να καρπωθή από
τη λεβεντιά τους και να τιμήση τις αυτοθυσίες τους. Όταν όμως είναι ανήμπορος ο
εθνικός οργανισμός, ή όποια ομάδα περιέχει αυτά τα παλληκάρια, να τα εντάξη και
να τα καρπωθεί, τότε αυτά εκτρέπονται συνήθως και μεγαλοανδρίζωνται ζητώντας να
παίξουν ρόλο πρώτων ηγετών, και πάνε χαμένα για χαμένα.
Στους καιρούς μας, εθνικοί οργανισμοί που είχαν αυτή την
υγεία και δύναμη πέτυχαν πάντα αυτές τις εντάξεις: Να η Αγγλία με τους ήρωες
της Ραφ της και του Ναυτικού της, να η Γερμανία, με τους ήρωες της Λουφτβάφε
και των μηχανοκινήτων της, να η Ιαπωνία με τους ανθρώπους- τορπίλλες και τους
καμικάζι, να η παληότερη Γαλλία, με την Λεγεώνα των ξένων της, να όλες οι
μονάδες κομάντος όλων των εθνών που είχαν βιολογική υγεία και ισχύ κοινωνικών
ορμών.
Εδώ ούτε θυσιαστήρια για τέτοιους η νεοελληνική
πραγματικότητα. Έτσι εκτρέπεται ο Δραγούμης, αυτοκτονεί ο Περικλής Γιαννόπουλος
και ζουν καλά οι μέτριοι, οι ανηρωικοί, χωρίς να κερδίζουμε και τίποτε από τους
ελάχιστους ηρωιζόμενους, μέσα σ' όποιους αγώνες ή παρατάξεις.
(Ῥένος
Ἀποστολίδης, ἀνέκδοτο σημείωμα, Μάιος 1978)