Ο Εθνικοσοσιαλιστής πολιτειολόγος και φιλόσοφος του δικαίου Carl Schmitt (1888 - 1985)

 


γράφει ο Μυρμιδών

Ένα σύντομο βιογραφικό

Ο Carl Schmitt αποτέλεσε και αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του εθνικοσοσιαλισμού, καθώς επηρέασε με την νομική και πολιτική του σκέψη όχι μόνο το ίδιο το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, αλλά και τα υπόλοιπα ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού. Γεννημένος στο Πλέτενμπεργκ της Βεστφαλίας από οικογένεια καθολικών το διάστημα 1915-1921 σπούδασε νομικά και έπειτα ακολούθησε την διδακτορική του διατριβή ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Griefswald. Σύντομα εντάχθηκε στο NSDAP το 1933, όντας ήδη πλέον καθηγητής, και το Νοέμβριο του ίδιου έτους χρίστηκε Πρόεδρος της «Ένωσης Νομικών Εθνικοσοσιαλιστών» με απώτερο σκοπό του να στεφθεί «Νομικός του Γ’ Ράιχ». Οι επαφές που διατήρησε για ένα διάστημα με κύκλους Εβραίων και μαρξιστών εμπόδισαν την προαναφερθείσα προοπτική, αλλά παρά ταύτα, ο ίδιος εξακολούθησε την πίστη του στο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες και το νομικό του έργο ακόμη και μετά τον πόλεμο. Αν και δεν παραπέμφθηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης, κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις και το 1946 επέστρεψε στην γενέτειρα του, όπου συνέχισε το έργο του και την πίστη του στις αρχές του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος μέχρι και τον θάνατο του.


Ernst Junger και Carl Schmitt

Η Πολιτική του Θεωρία

Διόλου τυχαία ο Carl Schmitt έμεινε γνωστός, μεταξύ άλλων, ως ο «Thomas Hobbes του 20ου Αιώνα», καθώς ο Άγγλος πολιτικός θεωρητικός τον επηρέασε πάρα πολύ στην όλη θεωρία του, την τελευταία του οποίου μάλιστα προσπάθησε να εμπλουτίσει. Ως εθνικιστές πολλά απ’ όσα εκφράζει ο Hobbes στο έργο του «Λεβιάθαν», κυρίως εις ότι αφορά την πλήρη εναντίωση του προς τον ιδεαλισμό, την ιδέα του ρομαντισμού, του θείου και την ολοκληρωτική-οργανική μορφή κοινωνίας είναι ενάντια με την δική μας ιδεολογία, καθώς οι έννοιες αυτές είναι πλήρως συμβατές με τον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά εκεί όπου εστιάζει ο Carl Schmitt και εν συνεχεία εμπνέεται στο έργο του, είναι το ζήτημα της κυριαρχίας του κράτους, διότι ουσιαστικά ο Schmitt θέλει να τεκμηριώσει, βάσει και του «Λεβιάθαν», την εξαιρετική σημασία και επιρροή της κυριαρχίας για την επίτευξη της ομαλότητας σε μία κοινωνία. Αρχικά, πρέπει να εξηγηθεί ο όρος της σμιτιανής θεωρίας που είναι το «Πολιτικό», έτσι ώστε να γίνει, εν συνεχεία, κατανοητό το νόημα της θεωρίας του στο κράτος. Το «Πολιτικό» στον Schmitt ορίζεται ως η διάκριση μεταξύ «Φίλου & Εχθρού», κάτι το οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι είναι απολύτως υπαρκτό εις ότι αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ κρατών. 

Το «Πολιτικό» ως εκ τούτου, η διάκριση μεταξύ του «Φίλου & Εχθρού» πρέπει να είναι η βάση της κρατικής κυριαρχίας, το κράτος είναι αυτό, το οποίο πρέπει να ορίζει ποιος είναι σύμμαχος και το ποιος το εχθρεύεται, προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει το σύνολο της κοινωνίας. Το «Πολιτικό» μάλιστα είναι τόσο σημαντικό, που προηγείται του «Κρατικού», δηλαδή υπάρχει πριν καν την ίδρυση του κράτους στην σμιτιανή θεωρία, άρα σε ένα βαθμό το κράτος υπάρχει ως εργαλείο ή μέσο προκειμένου να εξασφαλίσει την διάκριση αυτή. Ο «Φίλος & Εχθρός» όμως δεν είναι ζήτημα ιδιωτικής φύσεως, γι’ αυτό άλλωστε και η θέσπιση του κράτους προκύπτει από αυτήν, αλλά είναι ζήτημα δημόσιο, ο «Εχθρός» είναι μία άλλη αντιμαχόμενη δημόσια ολότητα, η οποία νομοτελειακά, αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με μία άλλη κοινότητα/εθνότητα που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο παρά ένα άλλο κράτος. Γι’ αυτό και το κράτος δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, παρά να προετοιμάσει τους πολίτες του γι’ αυτή την σύγκρουση και να πείσει τον λαό να ταυτιστεί με το «Πολιτικό» του κράτους, ακόμη και με ολοκληρωτικές μεθόδους, διότι εάν ο απλός πολίτης δεν συσπειρωθεί με την βούληση του κράτους και εφαρμόσει το «Πολιτικό» σε ατομικό επίπεδο, τότε χάνεται η ενότητα εντός του λαού και κατ’ επέκταση το Έθνος, όντας διαιρεμένο και αποδιοργανωμένο, είναι, εν ολίγοις, έρμαιο και βορά των εχθρών του. 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα όσα ήδη εκτέθηκαν, είναι κρίσιμο τώρα να γίνει αντιληπτή η έννοια της «κυριαρχίας» στον Schmitt ειδικά σε σχέση με την «Κατάσταση Εξαίρεσης». Για τον Γερμανό νομικό, κυρίαρχος δεν είναι άλλος παρά εκείνος που θα αποφασίσει την εξαίρεση, αυτός, ο οποίος θα επιβάλλει την δικτατορία, διότι έτσι φαίνεται ποιος παράγοντας έχει τον πλήρη έλεγχο και της ομαλής κατάστασης, αλλά και της εξαιρετικής. Για τον Schmitt, όμως, η θεωρία του προχωρά και εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο, καθώς όχι μόνο κάνει διακρίσεις μεταξύ των 2, κατά την γνώμη του, ειδών δικτατορίας, ήτοι της «Δικτατορίας των Επιτρόπων» και της «Δικτατορίας του Κυρίαρχου», αλλά καταλήγει στο εξής φαινομενικά παράδοξο, αλλά εξίσου εύλογο συμπέρασμα, ότι δηλαδή «η εξαίρεση φτιάχνει τον κανόνα». Επειδή, όπως συμφωνούν όλοι, πραγματεύεται ο Schmitt, ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια σε περιόδους κρίσεων παραδίδεται η εξουσία σε έναν κυρίαρχο, ο οποίος καταλύει το πολίτευμα για να επιλύσει την κατάσταση εξαιρετικής σημασίας, καταστατική αρχή που υπάρχει μέχρι και στις ημέρες μας στα συντάγματα με υπάρχουσα σχετική ρύθμιση όλων των κρατών σχεδόν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και επειδή με αυτόν τον τρόπο η έκτακτη κατάσταση επιλύεται, διότι είναι η πλέον αποτελεσματική μορφή διακυβέρνησης, γιατί, αναρωτιέται ο Schmitt, αυτή η εξαίρεση να μην δημιουργήσει τον κανόνα; Άρα, έτσι τεκμηριώνεται η συνέχισή της προκειμένου να αποφευχθεί η κρίση σε μία περίοδο ομαλότητας, με άλλα λόγια μία νέα εξαίρεση, η οποία είναι η ανωμαλία σε μία περίοδο μία κανονικότητας, η οποία όμως προήλθε, με την σειρά της, από μία εξαίρεση. 

Ίσως φαίνεται αλλόκοτο, αλλά το παράδοξο αυτό έχει νόημα, αν και φυσικά στις ημέρες της απόλυτης κυριαρχίας του φιλελευθερισμού, ο επιφορτισμένος με την απόλυτη κυριαρχία θεωρείται ως το απόλυτο κακό, αλλά και γι’ αυτό, το ζήτημα, δηλαδή, του φιλελευθερισμού, έρχεται να ασκήσει δριμεία κριτική και πάλι ο Schmitt στην συνέχεια του σπουδαίου έργου του. Χρήζει αναφοράς όμως το ότι στο έργο του, ο εχθρός δεν είναι μόνο ζήτημα εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό, δίνοντας έτσι έναυσμα και για την τότε Γερμανία, αλλά και τις σημερινές εποχές, να εξαλειφθεί το στοιχείο στο εσωτερικό των κρατών, το οποίο τα διαιρεί και τα καταστρέφει, όπως είναι οι κομμουνιστές ή οι αναρχικοί κλπ, οι οποίοι καθιστούν την ενότητα δύσκολη και το έθνος ευάλωτο σε απειλές εξωτερικές. Τέλος, πάνω στην πολιτική του θεωρία σημασία για τον Σμιτ έχει η πλήρης εναντίωση με τον φιλελευθερισμό και το διεθνές δίκαιο, έννοιες επικίνδυνες για ένα Έθνος, έννοιες, μαζί με το ζήτημα του εσωτερικού εχθρού για τις οποίες παρηγορούσε τον Hobbes, διότι στο έργο του δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή, ακόμη και αν το ζήτημα του Διεθνούς Δικαίου δεν ήταν την περίοδο του τελευταίου υπαρκτό σε τέτοιο βαθμό, όσο μετέπειτα.

Η κριτική του στον φιλελευθερισμό και στο Διεθνές Δίκαιο

Ο Schmitt θεωρεί ότι ο φιλελευθερισμός είναι καταστροφικός, γιατί στερεί την δυναμική της διάκρισης του «Πολιτικού», ανάγει τον ατομικισμό σε τέτοιο βαθμό που πλέον ο Εχθρός δεν είναι ζήτημα δημόσιας φύσεως, αλλά ιδιωτικής και συνεπώς ο καθείς τον αντιλαμβάνεται όπως θέλει, αδιαφορώντας ως εκ τούτου για τις συνέπειες στο σύνολο. Συγκεκριμένα, ο Εχθρός μπορεί να είναι «Ωφέλιμος» ή «Επιβλαβής», «Όμορφος» ή «Άσχημος», «Ηθικός» ή «Ανήθικος» σε ατομικό επίπεδο, ανάλογα με τον κάθε πολίτη, δηλαδή. Στην φιλελεύθερη ιδεολογία ο ιδιώτης δεν χρειάζεται να ταυτιστεί με την βούληση του κυρίαρχου και να αντιμετωπίσει τον «Εχθρό», το πρόβλημα, συνεπώς, του φιλελευθερισμού είναι ότι όχι απλά, όπως αναφέρθηκε, νομιμοποιεί και ανάγει την διάκριση σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ότι προωθεί την συναλλαγή, την φιλία και γενικότερα την βοήθεια και στήριξη στον «Εχθρό», βάζοντας, ως εκ τούτου, το σύνολο, το Έθνος δηλαδή, σε κίνδυνο. Οι αρνητικές όψεις ενός εχθρού, ένας «Εχθρός» δηλαδή, ο οποίος είναι επί παραδείγματι «Άσχημος», «Επιβλαβής» ή «Ανήθικος», είναι χρήσιμες, διότι καθιστούν πολύ πιο εύκολα αντιληπτή σε προσωπικό και ιδιωτικό επίπεδο την σημασία της διάκρισης αυτής σε δημόσιο επίπεδο, ήτοι χρησιμεύουν εργαλειακά οι προαναφερθείσες διακρίσεις. Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη, καταστρέφει αυτή την διάκριση, καθώς την μεταφέρει στο ατομικό επίπεδο ή όπως λέει ο ίδιος ο Schmitt εύστοχα και χαρακτηριστικά: «Το Πολιτικό υποτάσσεται στο Οικονομικό, μέσω του Ηθικού». 

Η κριτική της σμιτιανής θεωρίας στον φιλελευθερισμό δεν σταματάει όμως εκεί και ειδικά εις ότι έχει να κάνει με την φιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας. Πέραν από την εμπορευματοποίηση ή τον εξωραϊσμό του «Εχθρού», η δημοκρατία, ειδικά με την φιλελεύθερη μορφή της στην σμιτιανή θεωρία, είναι απολύτως αναποτελεσματική και υποκριτική στην αντιμετώπιση του Εχθρού και κατά συνέπεια στην επιβίωση του Έθνους. Ο Schmitt πραγματεύεται ότι η δημοκρατία πρέπει να βασίζεται συνεχώς στην συναίνεση του λαού, ειδάλλως εκλείπει η «δημοκρατικότητα» της. Αν το σκεφτεί κανείς αυτό θα καταλάβει την σημασία και την αποτυχία ή υποκρισία του «φιλελεύθερου» ειδικά συστήματος δημοκρατίας. Οι αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται, συνεχίζει ο Schmitt, άνευ της συναίνεσης του κόσμου, από τους «αντιπροσώπους του» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μορφή «δικτατορίας», καθώς υπάρχει η έλλειψη της συναίνεσης του λαού, κατά την νομοθέτηση. 

Μία αντίληψη, η οποία βρυχάται εντόνως από διάφορες ύαινες αμόρφωτων όχλων, αλλά που κρύβει μία υπάρχουσα αλήθεια, την οποία ελάχιστοι μπόρεσαν να τεκμηριώσουν με τον λόγο τους και με επιχειρήματα. Από την άλλη, το Διεθνές Δίκαιο για τον Schmitt δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά ένας τρόπος χαλιναγώγησης του λαού και έκθεσης του στον Εχθρό, διότι βασίζει όλη του θεωρία στο ότι ο Εχθρός δεν θα κάνει κάτι εις βάρος μίας άλλης ενότητας, εφόσον υπάρχουν γενικά παραδεκτοί κανόνες. Επιπροσθέτως, επιδιώκει κάτι, το οποίο δεν θα γίνει ποτέ μα ποτέ αποδεκτό, ούτε είναι λογικό, ήτοι να αφοπλιστεί πλήρως, εκ των πραγμάτων, ένα έθνος σκεπτόμενο ότι κατά αυτόν τον τρόπο δεν θα δεχθεί επίθεση από άλλον. Ο Carl Schmitt υπαινίχθηκε χαρακτηριστικά στα κείμενα του ότι αυτό το σόφισμα του «Διεθνούς Δικαίου» όχι μόνο δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ποτέ, αλλά και δεν εφαρμόστηκε ποτέ και αυτό διότι όποιο κράτος το έπραξε είτε χάθηκε, επειδή κάποιο άλλο του επιτέθηκε και δεν μπόρεσε, άρα, να διαδώσει αυτό τον ανεδαφικό κανόνα, είτε επειδή κανένας δεν θα ήταν ούτως ή άλλως τόσο ανόητος για να το πράξει και να χαθεί, με άλλα λόγια και να υπήρχε κάποιος που έκανε το σφάλμα να εφαρμόσει αυτό του δόγμα του «αφοπλισμού» στο Διεθνές Δίκαιο δεν έζησε, ούτε θα ζήσει ποτέ για να το διδάξει και στους άλλους.

Ως επίλογο...

Όλο αυτό ήταν μία σύντομη ανασκόπηση του σπουδαίου έργου του Carl Schmitt, ένα πρόσωπο, δυστυχώς, ελάχιστα ή καθόλου γνωστό, παρ’ όλο που η πολιτική του σκέψη εξέθεσε σημαντικά τον φιλελευθερισμό, αναγκάζοντας ακόμη και κύματα μαρξιστών να τον επικαλεστούν για να εναντιωθούν σε αυτόν. Το έργο του Γερμανού νομικού είναι πολύ ευανάγνωστο και κατανοήσιμο, καθώς αναλύει πράγματα και σκέψεις απολύτως λογικές, εύστοχες και καθημερινές, την παράνοια ολόκληρου του συστήματος του φιλελευθερισμού. Είναι ειλικρινά αξιοσημείωτο, το ότι με αρκετά απλά λόγια, χάρη στην ολοκληρωμένη συνοχή της σκέψης του, ο Schmitt παρουσιάζει μία πλήρη αποδόμηση της φιλελεύθερης σκέψης, του δημοκρατικού συστήματος και μάλιστα, προς επίρρωση των συλλογισμών του, εκθέτει μία σειρά από ιστορικά γεγονότα και απόψεις πολλών πολιτικών θεωρητικών, πράγμα, το οποίο επαληθεύει την οξύτητα της σκέψης του και το εύρος των γνώσεων του. 

Τα βιβλία του επίσης είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και δεν κουράζουν καθόλου τον κοινό αναγνώστη, φροντίζει μάλιστα να παρουσιάζει την θεωρία του και την σκέψη του από νωρίς τα κείμενα του, έτσι ώστε να καθηλώσει τον αναγνώστη και να του εξηγήσει, έπειτα, με παραδείγματα και εύκολες σκέψεις το πως ακριβώς βασίζεται η θεωρία του. Άτομα του δικού μας χώρου θα έπρεπε να τον διαβάσουν για να έρθουν σε επαφή με μία ναι μεν λιγότερο ιδεαλιστική προσέγγιση της εθνικοσοσιαλιστικής ιδέας, αλλά αρκετά πιο πρακτική και ως εκ τούτου χρήσιμη για την πλήρη αποδόμηση του φιλελεύθερου και σε μικρότερο βαθμό του μαρξιστικού δόγματος.

Ενδεικτικά προτείνω τα εξής βιβλία: «Η Έννοια του Πολιτικού», «Πολιτική Θεολογία», «Ο Λεβιάθαν στην Πολιτειολογία του Τόμας Χομπς». Για όσους θέλουν μία ακόμη πιο ειδική ενασχόληση με το έργο του, θα μπορούσαν επίσης να διαβάσουν το βιβλίο του «Dictatorship», το οποίο κυκλοφορεί μόνο στα Αγγλικά, την «Θεωρία του Αντάρτη» και το «Σχετικά με τα 3 Είδη της Νομικής Σκέψης», ειδικά τα 3 πρώτα μπορείτε να τα βρείτε σε πολύ καλές τιμές.

Βιβλιοπαρουσίαση: Ο Ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος - Εθνικοσοσιαλισμός και Μπολσεβικισμός (Ερνστ Νόλτε)

Ernst Νolte

Μετάφραση: Καράπαπας Γιάννης

Εκδόσεις Τροπή

07/2015

Σελίδες 608

 Ο "Ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος" του πολύ σημαντικού Γερμανού φιλοσόφου και ιστορικού Ερνστ Νόλτε δημοσιεύτηκε το 1987 στη σκιά της αποκαλούμενης διαμάχης των ιστορικών, η οποία ξέσπασε το 1986 επ αφορμή ενός άρθρου του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, το οποίο είχε τον τίτλο "Το παρελθόν που δεν θέλει να παρέλθει".

 Το ανά χείρας έργο αποτελεί ουσιαστικά μια διεύρυνση και μια βασισμένη σε πηγές επεξεργασία του συγκεκριμένου άρθρου. Ο Νόλτε, αναπτύσσοντας την ιστορικο-γενετική εκδοχή της θεωρίας του ολοκληρωτισμού, κάνει μια πρωτότυπη και τολμηρή πολιτικοϊστορική και φιλοσοφικοϊστορική ανάλυση της σχέσης των δύο ολοκληρωτισμών, του εθνικοσοσιαλισμού και του μπολσεβικισμού, συμβάλλοντας σημαντικά στην κατανόηση και στην ερμηνεία των δύο ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Αντί ενός προλόγου για την πέμπτη έκδοση

Αυτό το βιβλίο και η "Διαμάχη των ιστορικών" - Ένας απολογισμός μετά από δέκα χρόνια

 Εισαγωγή: Οπτικές γωνίες θεώρησης της εποχής του παγκοσμίου πολέμου

 Τελικό σημείο και προανάκρουσμα το 1933: Η αντιμαρξιστική ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία

 Ανασκόπηση της περιόδου 1917 - 1932: Κομμουνιστές, Εθνικοσοσιαλιστές, Σοβιετική Ρωσία

Η κατάρρευση της Ρωσίας και η θέληση για παγκόσμια επανάσταση: Η επανάσταση του Φεβρουαρίου και η κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους το 1917

Η γένεση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας από τον παγκόσμιο πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση

Η νίκη των μπολσεβίκων και οι ήττες του KPD 1919 - 1921

Ο πρώιμος αντιμπολσεβικισμός και η πρώτη άνοδος του Χίτλερ

"Παγκόσμια επανάσταση" ή "εθνική κυβέρνηση" στη Γερμανία;

Η χρονιά της κρίσης 1923

Η Σοβιετική Ένωση από το θάνατο του Λένιν μέχρι την εγκαθίδρυση της μονοκρατορίας του Στάλιν

Η περίοδος της σταθεροποίησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης 1924 - 1929

Οι κρατικές σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση

Ο περιορισμένος εμφύλιος πόλεμος στη Γερμανία

Η παραμονή της εθνικοσοσιαλιστικής ανάληψης της εξουσίας

 Τα εχθρικά ιδεολογικά κράτη την περίοδο ειρήνης 1933 - 1941

Η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση 1933/34

Το "πραξικόπημα Ρεμ" και η δολοφονία του Κίροφ το 1934

Διεθνής πολιτική 1935/1936

Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο

Η "μεγάλη εκκαθάριση" και το πάθος για οικοδόμηση στη Σοβιετική Ένωση

Οι θρίαμβοι του Χίτλερ και η συναίνεση της λαϊκής κοινότητας

Η αποτυχία του αντικομμουνιστικού και του αντιφασιστικού σχεδίου στη μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτική

Το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν ως ξεκίνημα του ευρωπαϊκού προλόγου για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

Η εύθραυστη συμμαχία: Θρίαμβοι, κέρδη, εντάσεις

 Δομές δύο μονοκομματικών κρατών

Τα κρατικά κόμματα και οι ηγέτες τους

Τα όργανα της κρατικής ασφάλειας και της τρομοκρατίας

Οι ενώσεις νεολαίας

Αυτοαντίληψη και αντίληψη του ξένου στη λογοτεχνία και στην προπαγάνδα

Η πολιτικοποιημένη κουλτούρα

Δίκαιο και στέρηση δικαιωμάτων

Μετανάστευση και αντίσταση

Η ολική κινητοποίηση

 Ο γερμανο-σοβιετικός πόλεμος 1941 - 1945

Η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης: Αποφασιστικός αγώνας; - Εκστρατεία απελευθέρωσης; - Πόλεμος εξόντωσης;

Αναγκαιότητες, τυχαιότητες και εναλλακτικές δυνατότητες στο γερμανο-σοβιετικό πόλεμο

Παγκόσμιος πόλεμος των ιδεολογιών;

Γενοκτονίες και "τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος"

Η ανταλλαγή χαρακτηριστικών και η παράδοξη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης

 Τελική θεώρηση / Από τον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο 1917 - 1945 στον παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο 1947 - 1990

Οι εποχές του 20ού αιώνα

Συντομογραφίες

Σημειώσεις

Γράμμα του Φρανσουά Φυρέ στον Ερνστ Νόλτε

Ευρετήριο ονομάτων 

Για την φιλοσιωνιστική ακροδεξιά (του Λουκά Σταύρου)

 


Οι ακροδεξιοί θεωρούν το Ισραήλ σύμμαχο χώρα με την Κύπρο.

Πού είναι γραμμένη αυτή η συμμαχία και τι προνοεί;

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία συμμαχία με το Ισραήλ παρά μια παραχώρηση της Κύπρου στο Ισραήλ από το κουβέρνο Αναστασιάδη προς χρήση στρατηγικού βάθους.

Ενώ από την άλλη οι Ισραηλινοί κάνουν ανοίγματα συμφιλίωσης με την Τουρκία και προτείνουν διέλευση του αγωγού μέσα από το Τουρκικό έδαφος κατόπιν και της αγαστής συνεργασίας που είχαν Τούρκοι και Ισραηλινοί στην επίθεση κατά των Αρμενίων.

Λουκάς Σταύρου

Death to Israel - Majid Bani Fatemeh


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

 

Εισαγωγικό σημείωμα της συντακτικής ομάδας: 

Η δική μας ιστορική προσέγγιση απέναντι στην βιοθεωρία του Εθνικοσοσιαλισμού εδώ και χρόνια γίνεται από τα «αριστερά» δηλαδή μέσα από την σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική οπτική. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα που ονομάστηκε «Τρίτη Θέση» και «Στρασσερισμός» ή «αριστερός Εθνικοσοσιαλισμός» εκφράστηκε και στην χώρα μας μέσα από κινήσεις, εκδόσεις, ομάδες, ιστολόγια και πρόσωπα τα οποία προσπάθησαν - με τα λίγα μέσα που είχαν στην διάθεση τους - να δείξουν μια διαφορετική οπτική απέναντι στα ιστορικά ζητήματα αλλά και τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών μας.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αστικής ακροδεξιάς με τα χίλια πρόσωπα αλλά και των διαφόρων κονδυλοφόρων που συντηρεί η δεξιά - οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα ως διαπρύσιοι κήρυκες του «αντιναζισμού» - σημαντικός αριθμός συναγωνιστών και συναγωνιστριών στήριξε έμπρακτα την τάση αυτή. 

Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί και πάλι το ενδιαφέρον για την «φαιοκόκκινη» σκέψη και η συντακτική μας ομάδα σε μια σειρά από άρθρα στον σύνδεσμο εδώ, προβάλλει τις απόψεις και θέσεις της Ελληνικής «Τρίτης Θέσης». Το ίδιο συμβαίνει και με συναγωνιστές που διατηρούν τα δικά τους μέσα επικοινωνίας που μπορεί ακόμη και να διαφωνούμε μαζί τους σε επιμέρους ζητήματα.

Η σημερινή αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα ομάδες ή οργανώσεις δεν λαμβάνει μέρος για να μεταφερθεί και στο διαδίκτυο μια άγονη αντιπαράθεση για την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ως μια αναγκαία απάντηση σε όσους «σερβίρουν» εδώ και χρόνια συκοφαντίες και ψέματα προς εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Επιδιώκουμε έμπρακτα την ενότητα μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την Αντιδημοκρατική Σκέψη αλλά δεν θα μείνουμε σιωπηλοί απέναντι σε διαχρονικές ραδιουργίες και προσπάθειες για κάλπικες εντυπώσεις και αυταπάτες που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελεύθερη σκέψη των Ελλήνων.

Το παρακάτω άρθρο το οποίο μπορείτε να δείτε και εδώ πιστεύουμε ότι συμβάλει θετικά στην ιστορική έρευνα δεν είναι όμως αναγκαίο να εκφράζει το σύνολο της συντακτικής μας ομάδας.


"Η πιο απαίσια αρχή του Καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι ότι μας έχει μάθει να κρίνουμε τα πάντα και τους πάντες με βάση το χρήμα και την ιδιοκτησία". 

Gregor Strasser


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα

 του Στέφανου Linassos

Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας κατά το φθινόπωρο του 1932

Το φθινόπωρο του 1932 Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίντενμπουργκ ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που εξέφραζε τα συμφέροντα της τάξης των ισχυρών γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων της Γερμανίας. Η συμμαχία των Γερμανών γαιοκτημόνων με τους καπιταλιστές είχε προκύψει ως εξής. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας θεωρούσαν ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε κάποιο φιλελεύθερο πολιτικό πόλο. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί σε άλλες χώρες, η δομή του παραγωγικού μοντέλου της Γερμανίας δεν εμπόδιζε την συσχέτιση των μεγαλοαστών καπιταλιστών με τους γαιοκτήμονες. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που ευνόησε τη σύμπλευση των Γερμανών μεγαλοαστών με τους γαιοκτήμονες ήταν η μεγάλη δυναμική που ανέπτυσσαν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Γερμανία. Οι μεγαλοαστοί ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς σε μια συμμαχία με τους παλιούς αριστοκράτες, οι οποίοι έλεγχαν το απομεινάρι του γερμανικού στρατού (την Ράιχσβερ) και την αστυνομία, υπό τον φόβο κάποιας επανάληψης του επαναστατικού εγχειρήματος της Ρωσίας (που ήδη είχε πραγματοποιηθεί μια φορά με την εξέγερση των Σπαρτακιστών, τον Ιανουάριο του 1919).

Ο Χίντενμπουργκ είχε αυξημένες αρμοδιότητες ως Πρόεδρος. Έδινε τον γενικό προσανατολισμό της κρατικής πολιτικής και ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. Ο καγκελάριος (πρωθυπουργός) έπρεπε να χαίρει της εκτίμησής του και δεν ήταν απαραίτητο να είναι αρχηγός κάποιου ισχυρού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε περίπτωση που στο κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) κάποιο κόμμα ή κάποια συμμαχία κομμάτων δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Όμως ο ρόλος του Χίντενμπουγκ τελείωνε κάπου εκεί. Ο καγκελάριος, εφόσον αποδεχόταν τον γενικό προσανατολισμό που έδινε ο Πρόεδρος, οργάνωνε την κυβερνητική πολιτική με ικανοποιητικά περιθώρια αυτονομίας. Οι περιορισμοί στην αυτονομία του καγκελάριου προέρχονταν συνήθως από το κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο μπορούσε να καταψηφίσει νόμους που πρότεινε ο πρωθυπουργός και να καταθέσει προτάσεις δυσπιστίας κατά των κυβερνήσεων.

Το 1932, επειδή δεν υπήρχαν οι απαιτούμενοι πλειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, ο Χίντενμπουργκ είχε την ευκαιρία να πλαισιώνεται από κυβερνήσεις εξολοκλήρου προσκείμενες στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Η κοινοβουλευτική ρευστότητα του έδινε την ευκαιρία να οργανώνει κυβερνητικά σχήματα βασισμένος στους ανθρώπους που υποστήριζε το σύμπλεγμα των βιομηχανικών και των ισχυρών γεωργικών συμφερόντων. Στα τέλη της άνοιξης του 1932 πρωθυπουργός της Γερμανίας έγινε ο Φραντς φον Πάπεν. Ένας στρατιωτικός και διπλωμάτης στενά συνδεδεμένος με τον τουρκικό παράγοντα, που παλαιότερα είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δολιοφθορών. Ο Πάπεν είχε υπάρξει βουλευτής του Κεντρώου Κόμματος, που εκπροσωπούσε την Καθολική Χριστιανική εκκλησία της Γερμανίας.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Πάπεν αποδείχτηκε ο πιο αντιλαϊκός πρωθυπουργός. Αγνόησε τα συμφέροντα των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων και πήρε σκληρά μέτρα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ανάλγητη πολιτική του Πάπεν εξόργισε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. Τα επεισόδια και οι συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία καθιερώθηκαν ως συχνό φαινόμενο και αυξήθηκαν σε ένταση όσο ο Πάπεν κυβερνούσε. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος να συμπαραταχθούν από κοινού στην απεργία της Εταιρείας Συγκοινωνιών του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε την 3η Νοεμβρίου του 1932. Η απεργία εξελίχθηκε σε μικρή εξέγερση κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές από σφαίρες της αστυνομίας.

Το κοινοβούλιο κατέθετε συνεχώς προτάσεις δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Πάπεν. Αλλά ο Χίντενμπουργκ γνώριζε ότι ο Πάπεν ήταν ο πρωθυπουργός που στήριζαν οι κεφαλαιοκράτες και δήλωνε στον καγκελάριο ότι αν κρινόταν αναγκαίο θα του επέτρεπε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα συνέχιζε να κυβερνά υπό ένα καθεστώς συγκαλυμμένης δικτατορίας. Ο Πάπεν έδειχνε διστακτικός να υιοθετήσει αυτή την έσχατη λύση γιατί φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα καταβαράθρωνε το ήδη χαμηλό του κύρος.

Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο του 1932 συνέβη ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή ιδεολογική στροφή της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Η Γερμανική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς εργάτες, ήταν σταθερά προσκείμενη στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως η μεγάλη απήχηση που άρχιζαν να αποκτούν οι ιδέες των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» έκανε δημοφιλή τον εθνικισμό ακόμη και σε κάποιους κύκλους αριστερών συνδικαλιστών.

Η «συντηρητική επανάσταση» ήταν ένα ισχυρό διανοητικό ρεύμα στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος της «συντηρητικής επανάστασης» πρότειναν την αντικατάσταση του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με παραδοσιοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, τα οποία περιλάμβαναν και κάποιες εκδοχές ενός εθνικού σοσιαλισμού. Στόχος των διανοητών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ιδέες της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν να διαχύσουν σε μεγάλα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας την ιδεολογία τους και μέσα από μια μάχη ιδεών να νικήσουν τον κυρίαρχο αστικό υλισμό. Το 1932 ήταν ήδη αρκετοί οι κύκλοι αριστερών διανοητών που διαλέγονταν με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης». 

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του 1932 και με την απήχησή του ευνόησε την σύμπλευση των εθνικιστών διανοητών με κύκλους της αριστεράς ήταν το Der Arbeiter. Herrschaft und Gestalt του Έρνστ Γιούνγκερ. Ο Lothar Erdmann ήταν ένας εκδότης αριστερών φρονημάτων, που είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Γιούνγκερ. Ο Erdman εξέδιδε το μηνιαίο συνδικαλιστικό έντυπο Die Arbeit. Φίλος του Erdman ήταν ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Theodor Leipart. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 ο Leipart θεωρείτο άμεσα συνδεδεμένος με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Όμως στις 14 Οκτωβρίου ο Leipart εκφώνησε μια προγραμματική ομιλία για το μέλλον του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Την ομιλία είχε γράψει ο Erdman. Η ομιλία του Γερμανού αρχισυνδικαλιστή έπεσε ως βόμβα εν αιθρία στην ήδη ηλεκτρισμένη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά ο Leipart δήλωνε ότι οι συνδικαλιστές είχαν αποφασίσει να διαχωρίσουν την θέση τους από εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και σκόπευαν να κινηθούν ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Leipart είχε υιοθετήσει τις θέσεις του Γιούνγκερ και αναφέρθηκε στον εργάτη ως «στρατιώτη της εργασίας», ο οποίος σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό υπηρετούσε -όχι μόνο τα ταξικά του συμφέροντα- αλλά το σύνολο του έθνους. Ο Leipart απαρνήθηκε την μαρξιστική φρασεολογία της ταξικής πάλης και ανέφερε ότι τα συνδικάτα είχαν οργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να καλλιεργήσουν την έννοια της κοινότητας και ότι διαπνέονταν από το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου.

Αμέσως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε στην Αριστερά ο Leipart, κύκλοι της «συντηρητικής επανάστασης» χαιρέτισαν την ομιλία του. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau που άνηκε σε διανοητές του «κύκλου της πράξης» οι οποίοι υπάγονταν στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», δημοσίευσαν με θετικά σχόλια την ομιλία του Leipart. Ο «κύκλος της πράξης» εκπροσωπούνταν από τον Hans Zehrer. Ο Zehrer ήταν φίλος με τον Κουρτ φον Σλάιχερ, έναν στρατιωτικό που συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Πάπεν χωρίς όμως να είναι από τους υποστηρικτές των περισσότερων αποφάσεων της. Εκείνους τους μήνες, λόγω έλλειψης κομματικών αυτοδυναμιών, σχηματίζονταν κυβερνήσεις μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που διέθεταν πολιτική ισχύ. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι υπουργοί να προέρχονται από τους ίδιους πολιτικούς χώρους.

Ο Σλάιχερ ήταν μια ιδιόμορφη προσωπικότητα. Στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο παρουσιάστηκε για χρόνια λαθεμένα ως εκπρόσωπος του αστικού κατεστημένου από τους «πατριάρχες», τους παρακρατικούς και τους μανδαρίνους αρχηγού πρώην μαζικού κόμματος. Αυτό συνέβη πρώτον για λόγους αμορφωσιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμορφωσιάς των «παραγόντων» του ελλαδικού εθνικιστικού χώρου είναι ότι εκείνοι που συνήθως εκθειάζουν τον Όσβαλντ Σπένγκλερ αποθεώνουν ταυτόχρονα τον Χίτλερ και κατηγορούν τον Σλάιχερ. Αγνοούν βέβαια ότι ο Σλάιχερ ήταν μέλος του ίδιου πολιτικού και διανοητικού κύκλου με τον Σπένγκλερ ενώ ο Χίτλερ όχι. 

Επίσης η αποθέωση του Χίτλερ έχει εφαρμοστεί ως στρατηγική στην Ελλάδα για λόγους πολιτικής πειθαρχίας. Επίδοξοι αρχηγίσκοι ομάδων επιδιώκουν την απόλυτη υπακοή των στελεχών τους. Επειδή οι ίδιοι ως ασήμαντα πρόσωπα είναι αδύνατο να πετύχουν μια αφοσιωμένη υπακοή, επενδύουν στην προσωπολατρεία του «ειδώλου» Χίτλερ προκειμένου να κρύψουν τον εαυτό τους κάτω απ’ το κάδρο μιας καθαγιασμένης ιστορικής προσωπικότητας και να αποκομίσουν, εν είδει πρωθιερέων, την άκριτη υποταγή που η γενίκευση της προσωπολατρείας προϋποθέτει.

Ας αφήσουμε όμως τους γραφικούς και ας δούμε ποιος ήταν ο πραγματικός Σλάιχερ της ιστορίας. Από την μια ο Σλάιχερ ήταν ένα πρόσωπο που λειτουργούσε με υπόγειο τρόπο και βρισκόταν συχνά αναμεμειγμένος σε δίκτυα πολιτικών συνωμοσιών. Από την άλλη διέθετε εξαιρετική προσωπική καλλιέργεια και ήταν στενά συνδεδεμένος με τους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Ο Σλάιχερ την δεκαετία του 1920 συμμετείχε σε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών που προώθησαν την μυστική συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς, με αντάλλαγμα την υποστήριξή των Σοβιετικών για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Ράιχσβερ. Η συνεργασία εκείνη των Γερμανών και των Σοβιετικών στρατιωτικών αποτέλεσε το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιήθηκε αργότερα η φιλοσοφία πολέμου του Blitzkrieg και της σύνθεσης των μεραρχιών Panzer. Στρατιωτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ιδέες που εφάρμοσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βασιστεί σε εκείνη τη συνεργασία.

Ο Σλάιχερ βρέθηκε κι άλλες φορές στο επίκεντρο συνωμοσιών. Υπήρχαν υποψίες ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση της «Μαύρης Ράιχσβερ» και ότι καθοδηγούσε την ομάδα της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια κατάφερνε να θέτει εκτός του πολιτικού στίβου γραφειοκράτες και πολιτικούς που τον είχαν εμπιστευθεί με αποτέλεσμα να αναρριχηθεί τελικά εκείνος στα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής εξουσίας.

Όσο ο Σλάιχερ ήταν υπουργός Άμυνας είχε επαφές με τον Χίτλερ και ήταν εκείνος που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση των SA και των SS, όπως και την δυνατότητα σε άντρες των SS και SA να γίνουν στρατιωτικοί, που μέχρι τότε απαγορευόταν. Φιλική σχέση είχε ο Σλάιχερ με τον Έρνστ Ρεμ. Ιδεολογικά ο Σλάιχερ ήταν υπέρ μιας αριστοκρατικού τύπου εθνικιστικής πολιτείας, που θα ανέτρεπε την δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές του συντηρητικού σοσιαλισμού των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης». Επιπλέον ο Σλάιχερ, μέσω του Zehrer και άλλων διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης», είχε οικοδομήσει μια καλή σχέση με τον Leipart και αρκετούς ακόμη αριστερούς συνδικαλιστές και πολιτικούς που αναθεωρούσαν τον μαρξισμό σε εκδοχές του συντηρητικού σοσιαλισμού.

Εκτός από την εφημερίδα Tägliche Rundschau ένας ακόμη σημαντικός άντρας της γερμανικής εθνικιστικής σκέψης δήλωσε ότι η στροφή των συνδικαλιστών προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό ήταν ελπιδοφόρα. Ήταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ. Ο Στράσσερ, στις 20 Οκτωβρίου του 1932, σε μια ομιλία του στο Βερολίνο είπε ότι θα ήταν ευχής έργο αν οι συνδικαλιστές έκαναν πράξη όσα είπε ο πρόεδρός τους και εγκατέλειπαν το διεθνιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να δράσουν σαν αυτόνομη κοινωνική ομάδα με πατριωτικό φρόνημα.

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο κύριος εκφραστής της σοσιαλιστικής τάσης του NSDAP. Υπήρξε αυθεντικός εθνικιστής με ρομαντικές ιδεολογικές καταβολές, που δεν είχε καμία σχέση με τον δεξιόστροφο και κλασικιστικό ιμπεριαλισμό τον οποίο υιοθέτησε η ηγεσία του κόμματος. Ο Στράσσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης». Η ευνοϊκή του στάση προς την εθνοκεντρική στροφή των συνδικαλιστών μπορεί να ειδωθεί ως στήριξη σε ένα ιδεολογικό μέτωπο προσωπικοτήτων που αναζητούσαν μια λύση εθνικού σοσιαλισμού. Ο Στράσσερ ήταν, όπως πάντα, συνεπής στις ιδέες του. Επιπλέον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκείνη η δήλωση ως κάτι το υπονομευτικό στην όλη δράση του NSDAP. Μην ξεχνάμε ότι η χαλάρωση της έντασης με την Αριστερά ήταν τακτική που είχε υιοθετήσει ο Χίτλερ, εφόσον μετά από δεκαπέντε μέρες έγιναν οι κοινές απεργίες των εθνικοσοσιαλιστών με τους κομμουνιστές.

Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου

Όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή μετά της εκλογές της 6ης Νοεμβρίου του 1932. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα έπεσε από το 37,3% στο 33,1%. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έπεσε από το 21,6% στο 20,4%. Το ακροδεξιό κόμμα των βασιλοφρόνων, υπό την ηγεσία του Hugenberg, ανέβηκε στο 8,9% και το κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε από το 14,5% στο 16,6%. Η κυβέρνηση του Πάπεν είχε κερδίσει χρόνο καθώς οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν έδιναν την απαιτούμενη κυβερνητική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και σε καμία συμμαχία κομμάτων. Όμως το γερμανικό κεφάλαιο άρχισε να φοβάται την άνοδο των κομμουνιστών. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν σπάσει το φράγμα των 100 βουλευτών. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Ewald Heckler, που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των μεταλλουργείων Ilseder, πληροφόρησε τον Πάπεν ότι πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας, των τραπεζών και της αγροτικής οικονομίας ετοίμαζαν μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ με την οποία θα ζητούσαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Ταυτόχρονα ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Πάπεν, φον Krosigk, ζητούσε την συμμετοχή του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή ήταν μια αυθόρμητη πρόταση ορισμένων κύκλων που είχαν συμπεράνει ότι ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός υπό το φόβο μιας ανόδου των κομμουνιστών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όποιος έχει την παραμικρή γνώση του πως λειτουργούν τα πολιτικά κυκλώματα θα γνωρίζει ότι προκειμένου να τοποθετηθούν δημοσίως κοινωνικές ομάδες με τέτοια ισχύ έχουν προηγηθεί ΣΙΓΟΥΡΑ διερευνητικές επαφές με το κόμμα στο οποίο θα προσφέρουν την στήριξή τους. Επίσης οι συζητήσεις γίνονται με έμπιστους ανθρώπους της ηγεσίας του κόμματος και όχι με οποιοδήποτε στέλεχος.

Ο Πάπεν επιχείρησε μάταια να βρει κάποιο ισχυρό κόμμα ώστε να στηρίξει την κυβέρνησή του. Στις 17 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η εθνική συσπείρωση ήταν ανέφικτη όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και έπειτα παρέδωσε στον Χίντενμπουργκ την παραίτησή του. Ο Πρόεδρος την δέχτηκε αλλά ζήτησε από τους υπουργούς να συνεχίσουν να ασκούν προσωρινά τα καθήκοντά τους.

Στις 19 Νοεμβρίου αρκετοί βιομήχανοι, τραπεζίτες και μεγαλογαιοκτήμονες έστειλαν τελικά την επιστολή στον Χίντενμπουργκ, ζητώντας να γίνει πρωθυπουργός ο Χίτλερ. Στα τέλη Νοεμβρίου, στο συνέδριο της Ένωσης Langnam της βαριάς βιομηχανίας στο Ντύσελντορφ, ήταν εμφανές ότι όλη η γερμανική βαριά βιομηχανία στήριξε το αίτημα της ανάθεσης της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να κάνουν κάτι τέτοιο είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού που θα εφάρμοζε ο Χίτλερ δεν θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίντενμπουργκ ξεκίνησε ο ίδιος συνομιλίες με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μίλησε με τον Χίτλερ στις 19 και 21 Νοεμβρίου αλλά δεν συμφώνησαν.

Εκείνη την ιστορική στιγμή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μπήκε στο παιχνίδι ο Σλάιχερ. Ο Σλάιχερ άρχισε να πλαγιοκοπεί τον Χίντενμπουργκ ζητώντας ο ίδιος μια ευκαιρία να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι ο Χίντενμπουργκ του έδωσε την άδεια να συζητήσει με όποιον νόμιζε, ο Σλάιχερ άρχισε τις δικές του πολιτικές επαφές. Πρώτα εξασφάλισε την στήριξη του προέδρου της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, Theodor Leipart. Ο Leipart είχε εκφωνήσει τον επίμαχο λόγο της 14ης Οκτωβρίου στον οποίο είχε υιοθετήσει την φρασεολογία του Γιούνγκερ. Ο Leipart ήταν εκείνος που είχε αποφασίσει να απομακρύνει το συνδικαλιστικό κίνημα από τους σοσιαλδημοκράτες. Ο Σλάιχερ δεσμεύτηκε ότι θα καταργούσε έναν πρόσφατο αντεργατικό νόμο του Πάπεν και ο Leipart του υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση τα συνδικάτα θα του έδιναν έναν χρόνο να κυβερνήσει δίχως να του ασκήσουν αφόρητη πίεση. Αμέσως μετά ο Σλάιχερ ενεργοποίησε όλη την πολιτική επιρροή του δικτύου των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» και των προσωπικών γνωριμιών που είχε αναπτύξει ο ίδιος με διάφορους πολιτικούς φορείς τα προηγούμενα χρόνια. Οι δυνάμεις της Αριστεράς τον προτιμούσαν σε σχέση με τον Πάπεν και, πλην των κομμουνιστών, έδειχναν ότι θα ήταν περισσότερο ανεκτικές απέναντί του. 

Εκείνο που ζητούσε διακαώς ο Σλάιχερ ώστε να στήσει μια κυβέρνηση της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν η στήριξη του Χίτλερ. Στις 30 Νοεμβρίου ο Σλάιχερ πρότεινε στον Χίτλερ να γίνει αντικαγκελάριος σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Έπειτα πέρασε σε μια εναλλακτική εκδοχή. Το ιδανικό για τον Σλάιχερ θα ήταν η συμμετοχή του Γκρέγκορ Στράσσερ στην κυβέρνηση, με την άδεια του Χίτλερ. Ο Στράσσερ ήταν συμπαθής τόσο στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης» όσο και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και η συμμετοχή του θα γινόταν αρεστή σε ευρύ φάσμα πολιτικών του γερμανικού πολιτικού στερεώματος. Επιπλέον, επειδή δεν ήταν αρχηγός του κόμματος, η υπουργοποίησή του δεν θα ξεσήκωνε τις αντιδράσεις της ηγεσίας των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που γινόταν υπουργός ο Χίτλερ. Ωστόσο ο Χίτλερ απέρριψε άνευ συζήτησης και αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Χίντνεμπουργκ, όσο οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ τη λύση της έκτακτης ανάγκης. Επανέφερε στον Πάπεν την ιδέα να κάνει ένα βελούδινο πραξικόπημα με αφορμή την ακυβερνησία. Ο Πάπεν αρνήθηκε. Τελικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 ο Πρόεδρος έκανε τον Σλάιχερ πρωθυπουργό.

Η κυβέρνηση του Σλάιχερ

Ο Σλάιχερ βλέποντας ότι χρειαζόταν μαζική στήριξη από τον εθνικιστικό χώρο προκειμένου να συγκροτήσει μια εθνικιστική κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα συντηρητικού σοσιαλισμού, έκανε την κίνηση που προκάλεσε την ρήξη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Στράσσερ. Πρότεινε, στις 4 Δεκεμβρίου, στον Στράσσερ να μπει στην κυβέρνησή του ως αντικαγκελάριος, αν και γνώριζε ότι ο Χίτλερ το είχε αρνηθεί.

Ο Στράσσερ, μολονότι αντιλαμβανόταν τις καλές προοπτικές του σχεδίου και παρότι γνώριζε ότι η πολιτική του Σλάιχερ θα ήταν συνεπής με τις περισσότερες από τις βλέψεις των εθνικοσοσιαλιστών, θεώρησε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκοπή της «αριστερής» πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Για να μην προκαλέσει ένα τέτοιο πλήγμα στο κόμμα του αρνήθηκε την θέση. Αυτό όμως δεν έγινε σεβαστό από την καμαρίλα του Χίτλερ.

Πάντως ακόμη και χωρίς την στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ο Σλάιχερ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο προκειμένου να εφαρμόσει εθνικιστικά σοσιαλιστικές πολιτικές. Η πλειοψηφία του γερμανικού εκλογικού σώματος πληροφορήθηκε με ανακούφιση την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ και την απομάκρυνση από την εξουσία της μαριονέτας του μεγάλου κεφαλαίου, Πάπεν.

Μόνο που το μεγάλο κεφάλαιο δεν θα άφηνε να εφαρμοστεί μια σοσιαλιστική πολιτική από κάποιον ιδεολογικά καλλιεργημένο και δύσκολα προσεγγίσιμο πολιτικό. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ οι εφημερίδες Deutshe Allgemeine Zeitung και Rheinisch-Westfälische Zeitung, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον Σλάιχερ: Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν εξασφάλιζε την συμμαχία του Χίτλερ. Αν υπάρχουν κάποιοι σήμερα που θέλουν να μας πείσουν ότι ο Χίτλερ δεν είχε σχέση με όλο αυτό και ότι απλώς οι αρχικαπιταλιστές μαγεύτηκαν από τα πολιτικά του χαρίσματα και άρχισαν να αρθρογραφούν υπέρ του, δεν θα τους πιστέψουμε.

Η θέση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά ιδεολογικά συνεπής. Ο Στράσσερ θεώρησε ότι το κόμμα του θα έπρεπε να τηρήσει τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Σλάιχερ στάση αναμονής. Να έδινε στη νέα κυβέρνηση ένα διάστημα κάποιων μηνών ώστε να διαπίστωνε αν ο Σλάιχερ θα εφάρμοζε την εθνικιστική και σοσιαλιστική πολιτική που είχε υποσχεθεί. Ούτως ή άλλως μια κυβέρνηση που δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη. Ο Στράσσερ γνώριζε ότι αν ο Σλάιχερ υποχωρούσε από τον αρχικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές θα μπορούσαν να τον αντιπολιτευθούν αποτελεσματικά.

Αντιθέτως στην ηγεσία του NSDAP επικράτησαν οι αρπακτικές προθέσεις μιας μακιαβελικά προσωπικής βουλιμίας για εξουσία, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε υποχώρηση από κάποιες ιδεολογικές αρχές. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ, συμμαχώντας με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έστησε την πρώτη κοινοβουλευτική παγίδα στον Σλάιχερ. Ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν ότι ο Χίντενμπουργκ, λόγω του ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία (85 ετών), μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα της θητείας του να αρρώσταινε και να μην ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το άρθρο 51 του Συντάγματος προέβλεπε ότι σε περίπτωση κωλύματος ο καγκελάριος θα αναπλήρωνε τον Πρόεδρο. Στην ουσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έδινε μια καλή ευκαιρία για τον Σλάιχερ να κυβερνήσει χωρίς τον φόβο του κοινοβουλίου για το διάστημα που θα χρειαζόταν προκειμένου να γίνουν νέες προεδρικές εκλογές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και των σοσιαλδημοκρατών η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 51 την 9η Δεκεμβρίου και στέρησε στον Σλάιχερ αυτή την δυνατότητα. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου του Χίτλερ στην κυβέρνηση που είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις έξι μέρες πριν. Και, μάλιστα, μια κήρυξη πολέμου που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο Στράσσερ βλέποντας ότι η ηγεσία του NSDAP έβαζε την προσωπική στρατηγική του αρχηγού υπεράνω των ιδεολογικών προσανατολισμών του κόμματος, παραιτήθηκε απογοητευμένος από όλες τις κομματικές του θέσεις. Σε όσους υποστηρίξουν ότι ο Στράσσερ γνώριζε ότι το κόμμα ήταν οργανωμένο στην βάση της χαρισματικής ηγεσίας και κατά συνέπεια αντιστρατεύτηκε μια κομματική αρχή με αυτή του την απόφαση, θα τους απαντήσω ότι κάνουν λάθος. Η περίφημη αρχή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη αύξανε την έντασή της σταδιακά και απέκτησε την τελική καισαρική της εκδοχή μόνο όταν ο Χίτλερ έγινε Φύρερ στην θέση του εκλιπόντος Προέδρου Χίντενμπουργκ. Ας διαβάσουν το βιβλίο του The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism του Eugene Davidson για να διαπιστώσουν ότι για πολλά έτη ο Χίτλερ γινόταν αντιληπτός στο ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας ως ο απλός άνθρωπος του λαού, που είχε το χάρισμα να ηγείται μιας μεγάλης κομματικής προσπάθειας. Όχι ως κάποιος υπερβατικός Φύρερ. Συνεπώς η απόφαση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά καθόλα συνεπής με τις αρχές και τις αξίες ενός ανθρώπου που έβαζε το συμφέρον της πατρίδας και την ιδεολογική του συνέπεια πάνω απ’ όλα.

Επιστρέφοντας στα της παραίτησης του Στράσσερ θα σταθώ στο γεγονός που αποτέλεσε την αρχή του πολιτικού και βιολογικού του τέλους. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau, που άνηκε σε ανθρώπους της «συντηρητικής επανάστασης», πρόβαλε την παραίτηση του Στράσσερ ως πιθανή του εναντίωση προς τον Χίτλερ. Δεν έχει διαπιστωθεί σήμερα αν αυτό συνέβη λόγω λαθεμένης εκτίμησης των δημοσιογράφων του συγκεκριμένου εντύπου ή αν ήταν μια προβοκατόρικη κίνηση που είχε οργανώσει ο Σλάιχερ, σε μια προσπάθεια να διασπάσει το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να πάρει με το μέρος του τον Στράσσερ και την αριστερή του πτέρυγα. Το πιο πιθανό είναι να ισχύει το πρώτο. Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Σλάιχερ επιδίωκε την συνεννόηση με τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές ακόμη και στα μέσα του Δεκεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε στήσει το δίκτυο συμμαχιών που θα δούμε παρακάτω.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στράσσερ είχε πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Οι ιστορικοί αποδέχονται σήμερα αυτή την εκδοχή. Αν ο Στράσσερ ήθελε να προκαλέσει εσωκομματικό ρήγμα θα έπρεπε τις επόμενες μέρες, μετά την παραίτησή του, να οργάνωνε τα δικά του δίκτυα και να διατηρούσε ενεργό το γραφείο του. Αντιθέτως, απογοητευμένος καθώς ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 9 Δεκεμβρίου, ταξίδεψε στο Μόναχο για να συναντήσει την οικογένειά του και μετά πήγαν δυο εβδομάδες διακοπές στο νότιο Τιρόλο. Κάποιος που συνωμοτεί δεν αφήνει την πολιτική δράση για να πάει διακοπές.

Από την άλλη, την ίδια μέρα που έφυγε ο Στράσσερ ο Χίτλερ κάλεσε τα μεσαία και τα ανώτερα στελέχη του κόμματος να ορκιστούν πίστη στο όνομά του. Μάλιστα χρησιμοποίησε και το εξής παράδοξο επιχείρημα. Αν δεν ορκίζονταν να τον ακολουθήσουν σε όποια προσωπική επιλογή έκανε, εκείνος απείλησε να αυτοκτονήσει!! Λίγες μέρες μετά θα γίνονταν γνωστές οι προσωπικές του επιλογές για τις οποίες έβαλε τα στελέχη του NSDAP να ορκιστούν.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1933 ο Σλάιχερ κυβερνούσε έναν μήνα. Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του εφάρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων και δημοσίων έργων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας!! Πιθανόν αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν στην πολιτική του Σλάιχερ.

Διαδοχικές προβοκάτσιες, συγκάλυψη σκανδάλων και πτώση του Σλάιχερ

Ωστόσο το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί με την πολιτική του Σλάιχερ. Την 5η Ιανουαρίου του 1933 οι εφημερίδες ανακοίνωσαν μια απρόσμενη συνάντηση. Την προηγούμενη ημέρα, στην οικία του τραπεζίτη Schröder στην Κολωνία, ο πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου Πάπεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ!! Οι δυο άντρες επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο συνεννόησης για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα έριχνε από την καγκελαρία τον Σλάιχερ. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε άμεσο αποτέλεσμα καθώς υπήρχαν διαφορές στο ποιος θα έπαιρνε τα κατάλληλα κυβερνητικά πόστα.

Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ο Χίτλερ οργάνωσε την πτώση του Σλάιχερ συνεργαζόμενος με τον πιο αντιλαϊκά αστό πολιτικό του Κέντρου, αρκεί για να θρυμματίσει το επιχείρημα των ακροδεξιών ότι τάχα ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών. Ο Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών εθνικιστών της «συντηρητικής επανάστασης» και δεν σχεδίασε καμία συνωμοσία. Ο Χίτλερ ήταν συνομιλητής των Κεντρώων καπιταλιστών και εξελίχθηκε σε συνεργάτη τους.

Λίγες μέρες μετά την συνάντηση του Χίτλερ με τον Πάπεν, μάλλον καθόλου τυχαία, η Εθνική Αγροτική Συνομοσπονδία, που εξέφραζε τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, εξέδωσε ένα ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ. Ποιο ήταν λέτε το επιχείρημα; Οι μεγαλογαιοκτήμονες κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ότι εφάρμοζε αδιανόητες μαρξιστικές αντιλήψεις στην αγροτική του πολιτική. Ο  πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κόμης Kalckreuth, δήλωσε ότι η «βρωμερή μπολσεβικοποίηση είχε καταλάβει την γερμανική πολιτική ζωή» μέσω της κυβέρνησης Σλάιχερ. Δυο μέρες αργότερα ο υπεύθυνος της αγροτικής πολιτικής του NSDAP Walter Darre συμφώνησε με τον Kalckreuth και υποστήριξε ότι ο Σλάιχερ μπολσεβικοποιούσε την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Αν μη τι άλλο, οι ακροδεξιές προβοκάτσιες παραμένουν αναλλοίωτες εδώ και εκατό χρόνια!!

Στις 16 Ιανουαρίου ο Χίτλερ απόκοψε οριστικά τον Γκρέγκορ Στράσσερ από το κόμμα. Παρόλα αυτά ο Σλάιχερ συνέχισε να ζητά την υποστήριξη του Χίτλερ. Του φαινόταν εύλογο το NSDAP να στήριζε μια πολιτική με σοσιαλιστικά στοιχεία, που εκείνος ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει με επιτυχία. Φαίνεται ότι δεν είχε πεισθεί ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με έναν πολιτικό που εξέφραζε τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές ιδέες, όπως ήταν ο Πάπεν.

Ο Σλάιχερ σχεδίασε το επόμενο βήμα του ως εξής. Το κοινοβούλιο θα άνοιγε στις 24 Ιανουαρίου του 1933. Αν το κοινοβούλιο αντιμετώπιζε τον Σλάιχερ όπως τον Πάπεν, δηλαδή με συνεχής προτάσεις δυσπιστίας, ο Σλάιχερ θα ζητούσε από τον Χίντενμπουργκ την διάλυσή του. Ο νόμος έλεγε ότι αν διαλυόταν το κοινοβούλιο θα γίνονταν εκλογές σε δυο μήνες. Αν οδηγούνταν εκεί τα πράγματα ο Σλάιχερ αποφάσισε να προτείνει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, προκειμένου να φανούν οι καρποί της κυβερνητικής του προσπάθειας. Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούσε ένα άρθρο του Συντάγματος. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του κατέφυγε σε μια νομική ερμηνεία του Καρλ Σμιτ, που επίσης ήταν μέλος του κύκλου της «συντηρητικής επανάστασης». Στις 16 Ιανουαρίου έπεισε το υπουργικό του συμβούλιο να υποστηρίξει αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο.

Στην ουσία εκείνες τις μέρες συγκρούονταν στη Γερμανία δυο ελίτ εξουσίας. Η μια ήταν εκείνη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή η ελίτ εξουσίας ήταν η ισχυρότερη, διέθετε τα κλειδιά του κράτους και ήθελε τον σταδιακό εκσυγχρονισμό της Γερμανίας σε μια δυτικού τύπου χώρα, όπου η αριστοκρατία με του εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας θα συγχωνεύονταν σε έναν ενιαίο κοινωνικό πόλο (όπως είχε γίνει στη Βρετανία). Προκειμένου να γινόταν αυτό εφικτό σε ένα προσεχές μελλοντικό στάδιο, υπήρχε πρόνοια ώστε να χρησιμοποιηθεί το εθνικιστικό κίνημα παροδικά, σαν ασπίδα, ενάντια σε κάθε προοπτική σοσιαλισμού. Κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος αυτής της ελίτ στα τέλη του 1932 και τις αρχές του 1933 ήταν ο Πάπεν.

Η αντίπαλη ελίτ εξουσίας ήταν εκείνη της «συντηρητικής επανάστασης». Αυτή ήταν οργανωμένη από παλιούς αριστοκράτες και εκπροσώπους των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που διέθεταν ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό αλλά όχι σε κομβικά πόστα εξουσίας. Στόχος της δεύτερης ελίτ ήταν να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ενάντια σε αυτή δυτικού φιλελευθερισμού. Να οικοδομήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα εξέφραζε τον παραδοσιακό γερμανικό κοινοτισμό σε μια εκδοχή εθνικού σοσιαλισμού (όπως έγραφε ο Σπένγκλερ). Πολιτικός της εκφραστής ήταν ο Σλάιχερ.

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ιδεολογικά συνδεδεμένοι με την δεύτερη ελίτ. Όμως ό Χίτλερ για λόγους τακτικής επέλεξε να συμμαχήσει με την πρώτη. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου συναντήθηκε ξανά με τον Πάπεν και μεθόδευσαν την πτώση του Σλάιχερ. Στο σημείο που διαφωνούσαν ήταν η κατανομή των υπουργείων. Δεν είναι σίγουρο το πότε σχεδίαζαν να χτυπήσουν τον Σλάιχερ μέχρι εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες.

Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι σχεδιασμοί αναπροσαρμόστηκαν όταν την 19η Ιανουαρίου ήρθε στο φως ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που έπληττε την ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. Ήταν η μέρα που ο κεντρώος βουλευτής Joseph Ersing ενημέρωσε την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι ορισμένοι μεγαλοτσιφλικάδες της Ανατολικής Πρωσίας (αυτοί που κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ως μαρξιστή) είχαν υφαρπάξει τεράστια κρατικά κονδύλια και αντί να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το δημόσιο είχαν αγοράσει αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας. Στο σκάνδαλο ήταν εμπλεκόμενος και ένας προσωπικός φίλος του Προέδρου Χίντενμπουργκ. Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η τάση όσων υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους κατά του σοσιαλισμού να απολαμβάνουν κρυφά τα οφέλη των κρατικών επιχορηγήσεων.

Πολλοί βουλευτές θεώρησαν ότι το σκάνδαλο έπρεπε να διερευνηθεί από την Βουλή. Αμέσως οι θορυβημένοι κύκλοι της μεγάλης ιδιοκτησίας ανέπτυξαν παρασκηνιακή δραστηριότητα προκειμένου να προκαλέσουν την άμεση διάλυση της Βουλής ώστε να σταματήσει η διερεύνηση του θέματος. Την επόμενη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών ομάδων της Βουλής αποφάσισαν να αναβάλουν τη σύγκλιση της ολομέλειας από την 24η που είχε προγραμματιστεί αρχικά για την 31η Ιανουαρίου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε και πάλι στις ψήφους των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών. Ούτε και για αυτή την απόφαση του Χίτλερ υπάρχει σαφής ερμηνεία των ιστορικών σήμερα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν την πήρε για να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες του με τον Πάπεν ή αν την έλαβε για να βοηθήσει το στρατόπεδο των μεγάλων γαιοκτημόνων. 

Εντωμεταξύ η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκίνησε να ερευνά το σκάνδαλο των μεγαλοτσιφλικάδων. Την 21η Ιανουαρίου το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg που συμμετείχε στις επαφές Χίτλερ-Πάπεν με παράλληλες επαφές που διατηρούσε με τους δυο πόλους, επιστρατεύτηκε από τους μεγαλοτσιφλικάδες και συνέταξε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ ότι διέθετε (sic) μαρξιστική πολιτική ατζέντα. Μια ακόμη ακροδεξιά πολιτική δύναμη εξίσωνε προβοκατόρικα τον συντηρητικό σοσιαλισμό της «συντηρητικής επανάστασης» με τον μπολσεβικισμό. Ήταν πλέον προφανές ότι για το μεγάλο κεφάλαιο της Γερμανίας ο Σλάιχερ ήταν δηλωμένος εχθρός που έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την καγκελαρία.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Χίτλερ, ο Πάπεν, ο γιος του Χίντεμπουργκ και τα επιτελεία τους έκαναν μια κομβική συζήτηση. Ο Χίτλερ καταλάβαινε ότι το γερμανικό κεφάλαιο ήταν στριμωγμένο και πίεσε αποτελεσματικά ώστε να γίνει εκείνος πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τον Σλάιχερ. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά εύστοχη τακτική κίνηση ενός ευφυούς πολιτικού. Όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος είχε σχεδόν χαθεί στο λαβύρινθο αυτών των κινήσεων τακτικής.

Ο Σλάιχερ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί ότι η αντίπαλη ελίτ εξουσίας θα εκδήλωνε την επίθεσή της τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Την 23η Ιανουαρίου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο και τον ενημέρωσε ότι αν η Βουλή κατέθετε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής του εκείνος θα προκαλούσε την διάλυση της Βουλής και θα ζητούσε από τον Πρόεδρο να του επιτρέψει να καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Χίντενμπουργκ, που μέχρι πριν ένα μήνα προσπαθούσε ο ίδιος να κρατήσει το αντιδημοφιλές και αποτυχημένο πολιτικά πιόνι του κεφαλαίου, δηλαδή τον Πάπεν, στην κυβέρνηση, προτείνοντας ο ίδιος την λύση της έκτακτης ανάγκης, εκείνη την ημέρα απάντησε στον Σλάιχερ σα να ήταν ο πλέον φιλελεύθερος συνταγματολόγος. Του είπε ότι η λύση που πρότεινε θα παραβίαζε ένα άρθρο του Συντάγματος και πως δεν ήταν πρόθυμος να χρεωθεί ως Πρόεδρος μια τέτοια αντιδημοκρατική απόφαση.

Ωστόσο ο Σλάιχερ δεν κατάλαβε (ή έκανε ότι δεν κατάλαβε) ένα από τα υπονοούμενα που άφησε ο Χίντενμπουργκ σε εκείνη τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος προσπάθησε να συμπεράνει αν ο Σλάιχερ θα ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι έρευνες για τα σκάνδαλα των μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Πρόεδρος συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ότι ο Σλάιχερ δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει αυτή την οδό. Αυτό ήταν! Ο Σλάιχερ είχε τελειώσει μολονότι ήταν ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δέκα ετών. Σύγχρονοι ερευνητές σημειώνουν ότι ο άμεσα εμπλεκόμενος φίλος του Χίντνενμουργκ στο σκάνδαλο, ο Januschau, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πρόεδρο να ρίξει τον Σλάιχερ προκειμένου να ησυχάσουν οι καθεστηκυίες δυνάμεις της Γερμανίας από τον φόβο της μπολσεβικοποίησης που υποτίθεται ότι προωθούσε.

Την επόμενη μέρα, 24 Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε το κείμενο του ακροδεξιού κόμματος των βασιλοφρόνων στο οποίο ηγείτο ο Hugenberg, που κατήγγειλε τον Σλάιχερ, λίγο πολύ, ως μαρξιστή. Αλλά και οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν έμειναν πίσω. Στις 25 Ιανουαρίου οι σοσιαλδημοκράτες προειδοποίησαν τον Σλάιχερ να μην αναβάλει τις εκλογές σε περίπτωση που αυτές προέκυπταν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Την 26η Ιανουαρίου στο ίδιο ύφος ήταν και η σχετική ανακοίνωση του Κεντρώου Κόμματος της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα σε αυτή την ανακοίνωση δριμύ κατηγορώ δεχόταν και ο Καρλ Σμιτ, γιατί με την νομική του θεωρία έδινε το πάτημα στον Σλάιχερ να υπονομεύσει την δημοκρατία.

Σύσσωμο το βαθύ γερμανικό κράτος έπαιζε τα ρέστα του ώστε να πέσει ο Σλάιχερ. Οι ιστορικοί τονίζουν σήμερα ότι τον Ιανουάριο του 1933 τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας είτε διατυμπάνιζαν (Κέντρο) είτε συναινούσαν (σοσιαλδημοκράτες) ότι η δημοκρατία απειλούνταν από τον Σλάιχερ και πως η μόνη δημοκρατική διέξοδος συνεπαγόταν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Προφανώς μια τέτοια μεταστροφή δεν είχε συμβεί επειδή τα κόμματα αυτά είχαν πειστεί από τις δημοκρατικές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η στροφή τους στο θέμα της ανάληψης της καγκελαρίας από τον αρχηγό του NSDAP είχε προετοιμαστεί από τους ανθρώπους που ήλεγχαν τις δομές του βαθέως γερμανικού κράτους.

Ωστόσο για να παιχτεί το σενάριο που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ που εξουσίαζε την Γερμανία έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να πραγματοποιηθεί, χωρίς αναταραχές, η μετάβαση από έναν πρωθυπουργό που έχαιρε μεγάλης λαϊκής συμπάθειας, όπως ήταν ο Σλάιχερ. Η κλίκα του Χίντενμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε μέσω του τύπου την φήμη ότι ο Πρόεδρος θα αντικαθιστούσε τον Σλάιχερ με μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία πρωθυπουργός θα ήταν ο Πάπεν και οι εθνικοσοσιαλιστές με τους ακροδεξιούς θα την στήριζαν. Το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg αναπαρήγαγε αυτή την φήμη. Ο Χίτλερ δήλωσε αμέσως ότι διαφωνεί και ότι θα πολεμήσει με κάθε τρόπο μια τέτοια κυβέρνηση.

Η φήμη ότι θα επέστρεφε ο Πάπεν στην καγκελαρία, και μάλιστα ως δικτάτορας, άρχισε να απλώνει τον πανικό στην γερμανική κοινωνία. Τα συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στην κοινωνία και πως ετοίμαζαν τα οδοφράγματα. Ο ίδιος ο Σλάιχερ, που είχε ήδη πέσει αλλά δεν το γνώριζε, είπε στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Ιανουαρίου ότι  ο Χίντενμπουργκ θα έκανε κάτι παρανοϊκό αν κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση και υποστήριξε ότι αν ήταν να χάσει την καγκελαρία τουλάχιστον να την έπαιρνε ο Χίτλερ, ώστε η νέα κυβέρνηση να είχε ένα μαζικό κόμμα να την στηρίζει. Ασφαλώς αυτή ήταν μια μπλόφα του κατεστημένου που εξουσίαζε τη Γερμανία. Μέσω της μπλόφας αυτής προετοιμάστηκε η προώθηση του Χίτλερ στην καγκελαρία χωρίς η λαϊκή βάση των σοσιαλδημοκρατών και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις να απειλήσουν με άμεσο ξεσηκωμό, όπως θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σλάιχερ επισκέφθηκε την ίδια μέρα ως πρωθυπουργός τον Πρόεδρο και του ζήτησε να διαλύσει τη Βουλή και να του επιτρέψει να κυβερνήσει τουλάχιστον για δυο ακόμη μήνες, μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ έκανε εκείνο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε την άμεση πτώση του Σλάιχερ. Απάντησε αρνητικά. Ο Σλάιχερ, μη έχοντας να κάνει τίποτε άλλο, παραιτήθηκε.

Το άκουσμα της πτώσης του Σλάιχερ από την πρωθυπουργία σηματοδότησε την έναρξη των προετοιμασιών για έναν εμφύλιο των εργατικών δυνάμεων κατά της νέας κυβέρνησης του Πάπεν, που όλοι περίμεναν. Όμως τελικά, την 29 Ιανουαρίου, άπαντες ηρέμησαν. Ο Πάπεν είχε ετοιμάσει το καινούργιο υπουργικό σχήμα. Νέος καγκελάριος θα γινόταν ο αρχηγός του μαζικότερου κόμματος, ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο υπουργικό συμβούλιο θα συμμετείχαν μόνο τρία μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ένας ημιφασίστας της οργάνωσης Stahlhelm. Όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Την 30η Ιανουαρίου ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος.

Συμπεράσματα

Ανατρέχοντας στις κρίσιμες εκείνες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ‘30 το τελικό συμπέρασμα που εξάγω είναι το εξής. Ο Χίτλερ, ο Στράσσερ και τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος είχαν αντιληφθεί ότι στα τέλη του 1932 η δυναμική του κόμματος είχε φτάσει στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Το αστικό σύστημα εξουσίας διαθέτει πάντα δικλείδες ασφαλείας. Εκείνες τις δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν επέτρεπαν στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και αν το εκλογικό του ποσοστό κυμαινόταν στο 40%. Επιπλέον όλες οι στρατιωτικές μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ούτε οι εθνικοσοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν την Ράιχσβερ και την αστυνομία σε μια ενδεχόμενη ένοπλη εξέγερση. Ο Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν γνώριζαν ότι μόνο αν συμμαχούσαν οι κομμουνιστές με τους εθνικοσοσιαλιστές σε ένα ένοπλο μέτωπο και ταυτόχρονα η Πολωνία έκανε επίθεση στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, υπήρχε περίπτωση να χάσει την εξουσία, με επαναστατικό τρόπο, το γερμανικό αστικό κατεστημένο. Πράγμα που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον.

Στην ουσία τα κλειδιά του γερμανικού κράτους κρατούσε μια εκσυγχρονιστική ομάδα κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με πρόθυμους παλιούς αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες. Ο μοναδικός πυρήνας που διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία από εκείνη την πλουτοκρατική ελίτ ήταν αυτός του δικτύου των εκπροσώπων της «συντηρητικής επανάστασης». Κομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές και λοιπές μαζικές πολιτικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες να κονταροχτυπιούνται σε ένα κοινοβουλευτικό θέατρο σκιών, χωρίς να μπορούν να υπερβούν το θεσμικό φράγμα προς την εξουσία που είχε ορθώσει το γερμανικό κεφάλαιο. Χίτλερ και Στράσσερ γνώριζαν ότι η κοινοβουλευτική δράση δεν είχε να προσφέρει άλλους καρπούς στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε προκειμένου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα να κάνει το απαιτούμενο βήμα προς την εξουσία. Έπρεπε να πείσει κάποια από τις δυο ελίτ ότι μπορούσε να παίξει ρόλο ως εξουσιαστικός πόλος. Η επίμονη εργασία του Χίτλερ και των συνεργατών του έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μισό του 1932 τόσο ο εξουσιαστικός πυρήνας του βαθέως γερμανικού κράτους όσο και το δίκτυο των «συντηρητικών επαναστατών» αποζητούσαν την συμμαχία των εθνικοσοσιαλιστών.

Οι «συντηρητικοί επαναστάτες» είχαν έναν κοινό πολιτικό στόχο με τους εθνικοσοσιαλιστές. Θεωρούσαν όμως ότι κατά τα πρώτα χρόνια που θα έπαιρναν την εξουσία την γενική πολιτική κατεύθυνση θα έπρεπε να δώσει μια ελίτ μορφωμένων πολιτικών, που θα γνώριζε καλά τους συσχετισμούς δυνάμεων ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να αποτελέσουν την βάση στην οποία θα οικοδομούνταν η μελλοντική συνέχεια του πολιτικού αυτού μετώπου. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ιδεολογικά συνεπής με τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά προϋπέθετε ότι η ηγεσία του κόμματος δεν θα έπαιζε ανεξάρτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη φάση, όταν το κόμμα θα βρισκόταν, τρόπον τινά, σε διαρκή διάλογο για τη συνδιαμόρφωση των πολιτικών με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης».

Αντιθέτως οι κεφαλαιοκράτες, που είχαν τα κλειδιά της εξουσίας, νιώθοντας περικυκλωμένοι από την ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων (κομμουνιστικών, ρεφορμιστικών, εθνικοσοσιαλιστικών, «συντηρητικών επαναστατών»), αντιλήφθηκαν ότι δεν γινόταν να κυβερνούν επί μακρόν με μειοψηφικά σχήματα. Αναζήτησαν έτσι μια ισχυρή συμμαχία. Θεώρησαν ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να τους προσφέρει μια καλή συμφωνία και πως αν τον έβαζαν στο παιχνίδι της εξουσίας θα εφάρμοζε μια ισχνή μορφή σοσιαλισμού, η οποία και τα λαϊκά στρώματα θα καθησύχαζε και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ θα απέφευγε να χτυπήσει με μεγάλη ένταση.

Σε αυτό το δίλλημα ο Γκρέγκορ Στράσσερ επέλεξε το δρόμο της ιδεολογικής συνέπειας. Ο Χίτλερ επέλεξε το δρόμο που θεώρησε ότι θα του έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες προσωπικής ευελιξίας. ΣΕ ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν παραβλέπω ότι το σχέδιο του Χίτλερ, μολονότι ήταν μακιαβελικό και παρέκαμπτε ιδεολογικούς φραγμούς, είχε σωστή στόχευση. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έγινε πιόνι της εκσυγχρονιστικής ελίτ εξουσίας και έπαιξε επιδέξια το δικό του παιχνίδι. Μέχρι που τελικά εξουδετέρωσε προσωρινούς συμμάχους και αντιπάλους και έγινε εκείνος ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης. Ωστόσο για να φέρει σε πέρας αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο χρειάστηκε να παρακάμψει ιδεολογικές αρχές, να συναναστραφεί με το πιο χυδαίο πλουτοκρατικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, να μετατρέψει τα στελέχη του κόμματος του από αγωνιστές σε άβουλους χειροκροτητές και να εξοντώσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα.

Δεν είναι τυχαίο ότι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξαφανίστηκε από το διανοητικό προσκήνιο το ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης». Τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του τα 4/5 των εντύπων της «συντηρητικής επανάστασης» είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί η εξήγηση ότι οι διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης» εκφράστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ και μείωσαν τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Η αλήθεια είναι ότι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που βοήθησαν τον Χίτλερ να ανέβη στην εξουσία θεωρούσαν πιο επικίνδυνους εχθρούς τους «συντηρητικούς επαναστάτες». Για αυτό και απαίτησαν από τον Χίτλερ να εξαφανίσει το κίνημά τους, όπως και την στρασσερική τάση του κόμματός του. Ο Χίτλερ έπραξε αυτό που του ζήτησαν οι άνθρωποι του κατεστημένου. Άσχετα αν στο τέλος περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή ώστε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να θέσει τους δικούς του όρους από θέση ισχύος στην αστική ελίτ που τον είχε βοηθήσει.

Συμπερασματικά ο Χίτλερ υποκατέστησε μεγάλο μέρος από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος με την κυνική ιδιοφυία της πολιτικής του ευστροφίας. Ο Σλάιχερ επιχείρησε μια έξυπνα αθόρυβη αντικατάσταση της αστικής εξουσίας με εκείνη των δυνάμεων της «συντηρητικής επανάστασης» αλλά αποτράπηκε την τελευταία στιγμή από το να το πετύχει. 

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας από τους πιο συνεπής με τις ιδεολογικές τους αρχές πολιτικούς άντρες του μεσοπολέμου, που πλήρωσε με χυδαίο τρόπο αυτή του την συνέπεια.  

πηγή

Βιβλιογραφία

-HEINRICH A WINKLER- ΒΑΙΜΑΡΗ Η ΑΝΑΠΗΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1918-1933), Πόλις, Αθήνα 2013.

 -ΣΤΑΝΛΕΫ ΠΕΪΝ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

 -JEFFREY HERF-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. ΤΕΧΝΟΛΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ Γ' ΡΑΙΧ, ΠΕΚ, Κρήτη 2012.

 -SERGE BERSTEIN& PIERRE MILZA, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

 -Κώστας Υφαντής-Θεόδωρος Ηλιάδης, Σημειώσεις μαθήματος Αμυντική Πολιτική και Στρατηγική, ΕΚΠΑ, Σχολή ΝΟΠΕ.

 - Andreas Dorpalen- Hindenberg and the Weimar Republic, Princeton Legacy Library 1964.

 - Peter D. Stachura- Gregor Strasser and the Rise of Nazism, Allen & Unwin, London 1983.

 - Eugene Davidson- The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism, University of Missouri Press, 1997.