Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Carl Schmitt. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Carl Schmitt. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Κριτική του Carl Schmitt ενάντια στον Φιλελευθερισμό και η έννοια της Απο-Πολιτικοποίησης (Λαϊκός Παρατηρητής)

Το 1932, στις τελευταίες ημέρες της θνήσκουσας δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Carl Schmitt εκδίδει το βιβλίο του "Η Έννοια του Πολιτικού" (The Concept of the Political - Der Begriff des Politischen). Ο Schmitt αναλύει διεξοδικά ποια είναι η φύση του Πολιτικού στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Συνοπτικά, η έννοια του Κράτους προϋποθέτει την έννοια του Πολιτικού. 

Έχοντας ο συγγραφέας στο μυαλό του τα σύγχρονα εθνικά κράτη, και όχι τις διάφορες πολιτικές οντότητες της αρχαίας ή μεσαιωνικής περιόδου, ορίζει το Κράτος «με την κυριολεκτική του έννοια και την ιστορική του εμφάνιση» ως μία συγκεκριμένη οντότητα ενός λαού, η οποία αντιθέτως με τα υπόλοιπα συλληφθέντα είδη οντοτήτων, αποτελεί στην τελική περίπτωση την απόλυτη εξουσία.

Ο Schmitt θεωρεί πως όλες οι έννοιες έχουν μία δική τους βαθύτερη ουσία, παρόλα αυτά εκείνη του Πολιτικού, δεν είχε οριστεί και πάντοτε χρησιμοποιείτο κατά τρόπο αρνητικό, δηλαδή κατά σύγκρισιν, με άλλες έννοιες, όπως για παράδειγμα "Πολιτική και Ηθική", "Πολιτική και Οικονομία" και ούτω καθεξής. Έτσι, το Πολιτικό «πρέπει επομένως να βασίζεται στις δικές του τελικές διακρίσεις, στις οποίες μπορεί να ανιχνευθεί κάθε δράση με συγκεκριμένο πολιτικό νόημα». Εφόσον στην Αισθητική όλα μπορούν να αναχθούν σε τελικό επίπεδο, στο Όμορφο και το Άσχημο, στην Ηθική ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, στην Οικονομία στο Κέρδος και την Ζημία, στο Πολιτικό μπορεί να συμπυκνωθεί στην διαφοροποίηση μεταξύ Φίλου-Εχθρού. 

Το Πολιτικό αποτελεί την αιώνια τάση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων να αντιλαμβάνεται η μία την άλλη ως εχθρική - δηλαδή ως συγκεκριμένες ενσαρκώσεις διαφορετικών και ξένων τρόπων ζωής, ηθών, ιδεών και ούτω καθεξής. Ο Εχθρός υπάρχει μόνον, όταν μία εμπόλεμη συλλογικότητα ανθρώπων συναντά μία παρόμοια συλλογικότητα. Ο Φιλελευθερισμός σε ένα από τα τυπικά του οικονομικά και διανοητικά διλήμματα, γράφει ο Schmitt, προσπάθησε να μετατρέψει τον εχθρό εξ όψεως των οικονομικών σε έναν ανταγωνιστή, και στο διανοητικό πεδίο ως απλώς έναν αντίπαλο συζήτησης (debating adversary) - «Στον τομέα της οικονομίας δεν υπάρχουν εχθροί, μόνο ανταγωνιστές, και σε έναν απόλυτα ηθικό κόσμο ίσως μόνο διχογνωμούντες συνδιαλεγόμενοι». 

Τονίζεται όμως, από τον Schmit, πως ο Εχθρός δεν είναι απλώς ανταγωνιστής, αλλά ούτε και κάποιος με τον οποίο έχουμε προσωπική έχθρα. Ο Εχθρός είναι μόνον και απαραίτητα ο δημόσιος εχθρός, διότι όλα όσα έχουν σχέση με μία τέτοια συλλογικότητα ανθρώπων, ειδικά με ένα έθνος, γίνονται δημόσια, δυνάμει μίας τέτοιας σχέσης. Δανειζόμενος την διάκριση που έκανε και ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία», ο Schmitt γράφει πως ο Εχθρός είναι «hostis», όχι «inimicus», δηλαδή «πολέμιος», όχι «εχθρός», που σημαίνει μισητός στα αρχαία ελληνικά. 

Το συχνά αναφερόμενο «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Matt. 5:44; Luke 6:27), μεταφράζεται στα λατινικά ως "diligite inimicos vestros" και όχι ως "diligite hοstes vestrοs". «Πουθενά δεν γίνεται αναφορά περί του Πολιτικού Εχθρού», σημειώνει, και συνεχίζει λέγοντας «Ποτέ στη χιλιετή πάλη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων δεν σκέφτηκε ένας Χριστιανός να παραδώσει αντί να υπερασπιστεί την Ευρώπη από αγάπη προς τους Σαρακηνούς ή τους Τούρκους. ο εχθρός με την πολιτική έννοια δεν χρειάζεται να μισείται προσωπικώς».

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Ο Καρλ Σμιτ και η "αντιτρομοκρατία" της Δύσης

 

Σελίδες 62-65 στο: Domenico Losurdo "Η Γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Λεξικό της Αμερικάνικης Ιδεολογίας", μετάφραση Άβα Μπουλούμπαση, εκδόσεις Α/συνέχεια, 2006.

Η τρομοκρατική χρήση της καταγγελίας για τρομοκρατία, φτάνει στο απόγειό της στην Παλαιστίνη. Όπως παρατηρεί ένας καθηγητής του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, στην επίσημη καταμέτρηση των «εχθρικών τρομοκρατικών ενεργειών» η ισραηλινή κυβέρνηση περιλαμβάνει και τον «λιθοβολισμό». Αν όμως πρέπει να χαρακτηριστεί «τρομοκράτης» κάθε μικρός Παλαιστίνιος που αντιδρά στην κατοχή πετώντας πέτρες, δεν πρέπει ταυτόχρονα να θεωρήσουμε πρωτοπαλίκαρο του αντιτρομοκρατικού αγώνα τον ισραηλινό στρατιώτη που κάνει το ίδιο; Δεν μιλάμε για υποθετική περίπτωση. Μια ισραηλινή δικηγόρος που υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους λέει πως «ένα παιδάκι δέκα χρονών σκοτώθηκε κοντά σε ένα σημείο ελέγχου, στην έξοδο της Ιερουσαλήμ, από έναν στρατιώτη ενάντια στον οποίο είχε πετάξει μια πέτρα». 

Ακόμη, σε ένα από τα πιο έγκυρα αμερικανικά περιοδικά, μπορούμε να βρούμε περιγραφές για «ανατριχιαστικές σκηνές θανάτου», «όταν ένα ισραηλινό τεθωρακισμένο και ένα ελικόπτερο άνοιξαν πυρ στο στρατόπεδο προσφύγων στη Ράφα, ενάντια σε μια ομάδα Παλαιστίνιων διαδηλωτών στην οποία υπήρχαν και παιδάκια». Συχνή αναφορά σε τέτοια περιστατικά δεν γίνεται μόνο από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο ιστορικού του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ που ασχολείται με το Ιράκ και τη Μέση Ανατολή, περιγράφεται ωμά η συμπεριφορά των βρετανικών στρατευμάτων το 1920: όταν για να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους προχώρησαν σε «σκληρά αντίποινα», «έβαλαν φωτιά στα χωριά τους και προέβησαν σε άλλες πράξεις που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε απάνθρωπες, αν όχι βάρβαρες στην κυριολεξία». 

Ο Τσόρτσιλ όχι μόνο δεν τους σταμάτησε, αλλά αντίθετα καλούσε την αεροπορία να δώσει ένα σκληρό μάθημα στους «εξαγριωμένους ιθαγενείς» χτυπώντας τους «πειραματικά» με «τοξικά αέρια και ιδιαίτερα με υπερίτη». Χαρακτηρίζοντας απαράδεκτες αυτές τις ενέργειες, ο Βρετανός ιστορικός προσθέτει : «Να τονίσουμε πως αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή όπου πλήθαιναν οι απώλειες και οι στρατιωτικές ήττες των Βρετανών, ενώ λίγο πριν είχαν δολοφονηθεί (murdered), αξιωματούχοι του βρετανικού στρατού».

Φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της αποικιοκρατικής δύναμης, που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί χημικά όπλα και που καμάρωνε για την εξόντωση όχι μόνο των εξεγερμένων αλλά και των «εξαγριωμένων ιθαγενών» και όλων τελικά των κατοίκων. Αντίθετα, οι Ιρακινοί που παλεύουν για την ανεξαρτησία τους, χαρακτηρίζονται «δολοφόνοι» μόνο και μόνο γιατί επιτίθενται στο στρατό κατοχής. Για να ερμηνεύσουμε αυτόν τον «επαναπροσδιορισμό των ηθικών αξιών» -για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Νίτσε- δεν αρκεί να πούμε ότι ο ιστορικός που αναφέραμε «διετέλεσε σύμβουλος του Τόνι Μπλερ», όπως διαβάζουμε στην τρίτη σελίδα της εισαγωγής του βιβλίου. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια αντιπροσωπευτική περίοδο της αποικιοκρατικής παράδοσης, που μεταγενέστερα απόκτησε έναν μεγάλο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Καρλ Σμιτ. Τη δεκαετία του 1960, ενώ αναπτυσσόταν ραγδαία το κίνημα ανεξαρτησίας των λαών των αποικιών σε πλανητικό επίπεδο, αυτός ο Γερμανός νομομαθής περιγράφει έτσι τον αγώνα που έφερε το τέλος της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα:

"Εδώ οι κομμουνιστές κατάφεραν να παρασύρουν και τον μη πολιτικοποιημένο λαό. Έδιναν διαταγές ακόμη και στους υποτακτικούς των Γάλλων επιτελών και αξιωματούχων ή στους εργάτες των γαλλικών αποστολών. Εισέπρατταν φόρους από το λαό και εκτελούσαν κάθε είδους τρομοκρατικές ενέργειες, για να αναγκάσουν τους Γάλλους να απαντήσουν με αντιτρομοκρατικά αντίποινα κατά των ιθαγενών, έτσι ώστε να ενταθεί ακόμη περισσότερο το μίσος κατά των Γάλλων."

Έτσι, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, αν και αγκαλιάζει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, γίνεται συνώνυμο της τρομοκρατίας, ενώ οι ενέργειες του στρατού κατοχής, ξένου και μισητού στους πολίτες της κατεχόμενης χώρας, χαρακτηρίζονται «αντιτρομοκρατικές». Βέβαια, τα «αντίποινα» μπορεί να είναι πολύ σκληρά, αλλά - παρατηρεί ο Σμιτ, αναφερόμενος αυτή τη φορά στην Αλγερία- πρέπει να λάβουμε υπόψη την «ακαταμάχητη λογική του παλαιού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αντάρτες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με αντάρτικες μεθόδους». Όπως βλέπουμε, ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην τρομοκρατία και την αντιτρομοκρατία δεν είναι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (δηλαδή οι επιπτώσεις σε βάρος, ή η συμμετοχή, των πολιτών). Αυτή συμπίπτει με τα σύνορα μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. 

Η δύναμη που καθορίζει κάθε φορά ποιοι είναι οι βάρβαροι, καθορίζει επίσης και ποιοι είναι οι τρομοκράτες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 2006, ο διεθνής τύπος έγραψε ότι οι ισραηλινοί στρατιώτες που συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Λιβανέζους της Χεζμπολάχ κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιχείρησης, έπεσαν «θύματα απαγωγής», «που άρπαξαν» και κρατούσαν «ομήρους» οι «τρομοκράτες». Ενώ αντίθετα, γράφτηκε ότι «συνελήφθησαν» οι δημοκρατικά εκλεγμένοι Παλαιστίνιοι βουλευτές και υπουργοί της Χαμάς, που χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση συνελήφθησαν στα σπίτια τους από τον ισραηλινό στρατό, φορώντας πιτζάμες. Από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ (όχι όμως από την Ε.Ε., τη Ρωσία και την Κίνα), οι μαχητές της Χεζμπολάχ χαρακτηρίζονται τρομοκράτες: η οργάνωση τους, που δημιουργήθηκε στον αγώνα κατά της ισραηλινής κατοχής του νότιου τμήματος της χώρας (που τυπικά κράτησε δεκαοκτώ χρόνια μετά το 1982, αλλά συνεχίστηκε και με άλλες μορφές, με τις συχνές παραβιάσεις του εναέριου χώρου και την υφαρπαγή των υδάτινων πόρων), επειδή έχει ρίζες στο λαό και ξέρει να συνδυάζει τη στρατιωτική με την πολιτική δράση, πολλές φορές παρομοιάζεται με το αντάρτικα του Βιετνάμ. 

Μήπως θα έπρεπε άραγε να χαρακτηρίσουμε τρομοκρατικό ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά απελευθερωτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, και σαν ηγέτιδα του αντιτρομοκρατικού αγώνα την υπερδύναμη που έλουσε με βόμβες και διοξίνη έναν ολόκληρο λαό; Μια τέτοια συλλογιστική πολύ θα άρεσε στον Σμιτ, τον μεγάλο θεωρητικό των αποικιοκρατικών και «αντιτρομοκρατικών» πολέμων, που στην εποχή του υποστήριξε παρόμοια τις εκστρατείες του Μουσολίνι κατά της Αιθιοπίας και του Χίτλερ κατά της Ανατολικής Ευρώπης.

Για να αποδείξουμε πώς η ιδεολογία του πολέμου καταφέρνει να επηρεάσει ακόμη και ορισμένους δημοσιογράφους που συνήθως είναι μετρημένοι και προσεκτικοί, παραθέτουμε ένα ρεπορτάζ: «δώδεκα έφεδροι (του ισραηλινού στρατού) δολοφονήθηκαν από ένα πύραυλο Κατιούσα» που έριξε η Χεζμπολάχ. Στο Λίβανο «19 πολίτες πέθαναν σε διάφορα χωριά που βομβάρδισε η ισραηλινή αεροπορία». Άσχετα από το ποια είναι τα θύματα, αυτοί που «εξολοθρεύουν», δηλαδή «σκοτώνουν με ιδιαίτερη αγριότητα», όπως εξηγεί το εγκυκλοπαιδικό λεξικό (κάνοντας σαφή αναφορά στη συνηθισμένη συμπεριφορά των τρομοκρατών), είναι πάντα οι βάρβαροι.

Το 2002, ζήτησαν από τον στρατηγό Νταν Χαλούτζ, το σημερινό αρχηγό του Γενικού Στρατιωτικού Επιτελείου του Ισραήλ, που τότε ήταν επικεφαλής της ισραηλινής αεροπορίας, να πει τι ένιωσε όταν έμαθε πως η βόμβα ενός τόνου που είχε ρίξει από το αεροπλάνο του ενάντια σε έναν ηγέτη της Χαμάς, είχε σκοτώσει και εννέα παλαιστίνια παιδάκια, κάτι που θα έπρεπε να περιμένει, αφού έριξε τη βόμβα σε μια πολυκατοικία όπου έμεναν οικογένειες πολιτών. Όπως ξέρουμε, αυτός απάντησε ότι ένιωσε μόνο «ένα ελαφρύ τράνταγμα» τη στιγμή που έπεφτε η βόμβα. Πρόσθεσε δε ότι εκείνη τη νύχτα, δόξα τω Θεώ, κοιμήθηκε μια χαρά. Η αναισθησία τοu Χαλούτζ, που φάνηκε στη δήλωσή τοu, δεν εμπόδισε την προαγωγή τοu στο σημερινό ανώτατο βαθμό (ως ΑΓΕΕΘΑ, σήμερα, διεξήγαγε τον πόλεμο κατά του Λιβάνου με παρόμοιους τρόπους, ισοπεδώνοντας ολόκληρη τη συνοικία Dahia της Βηρυτού - γιατί υποτίθεται ότι έτσι θα ανάγκαζε τη Χεζμπολάχ να εγκαταλείψει τις υπόγειες οχυρωμένες θέσεις της - και προκαλώντας 20.000 νεκρούς και τραυματίες αμάχους), και αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα πως οι παράπλευρες συνέπειες των ισραηλινών αντιποίνων είναι το αποτέλεσμα, όχι τόσο κάποιων ανθρώπινων λαθών, όσο της εγκληματικής αδιαφορίας των Ισραηλινών.

Αυτή όμως η αναισθησία δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή στην ουσία της αν δεν τη συνδέσουμε με ένα άλλο δόγμα του Σμιτ, από το ίδιο βιβλίο (Theory of the Partisan), αυτό του "πολέμου χωρίς αισθήματα". Ο Σμιτ γράφει ότι η ουσία του γερμανικού στρατού που δημιουργείται τώρα ορίζεται ως ένας «στρατός χωρίς συναισθήματα». Το πολεμικό αίσθημα, λέει το επιχείρημα, σημαίνει υπερβολή των πολεμικών αξιών, είναι επίσης προϊόν εθνικής συνείδησης, θέλησης για αγώνα και ανδρικής υπερηφάνειας. Στο παρελθόν, μια τέτοια αίσθηση συνδέθηκε με την πραγματικότητα των πολέμων. Αυτός ο σύνδεσμος έσπασε με την προπαγάνδα του Χίτλερ, αλλά οι στρατιώτες στο μέτωπο, έχοντας εγκαταλείψει κάθε συναίσθημα, προσπάθησαν να εξαφανίσουν τον εχθρό όπου ήταν δυνατόν. Από όλα αυτά ο Σμιτ έβγαλε τα εξής συμπεράσματα: «Ο αγώνας των βιομηχανοποιημένων εθνών δεν γνωρίζει πλέον το «πάθος» του πολέμου... Στην πραγματικότητα τα αμερικανικά στρατεύματα αποτελούν, στις μεθόδους εκπαίδευσής τους και στο πεδίο της μάχης, έναν στρατό χωρίς αισθήματα».

Το συμπέρασμα, εδώ, είναι εξίσου ενδιαφέρον με το επιχείρημα που οδηγεί σε αυτό. Ο Σμιτ αντιλήφθηκε ξεκάθαρα ότι οι παλιοί πόλεμοι ήταν φορτισμένοι με αίσθημα (δηλαδή με περιεχόμενο που εμπνέει το έθνος, τις μάζες) και ότι υπό τον Χίτλερ το συναίσθημα εξαφανίστηκε. Αλλά επειδή ο Σμιτ δεν ήταν σε θέση να αντικαταστήσει τους απάνθρωπους πολεμικούς στόχους του Χίτλερ με πραγματικά κοινωνικά-ανθρώπινα ιδανικά, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία σε γενικούς ιδεολογικούς όρους. Αντέταξε στην κενή προπαγάνδα του Χίτλερ ένα απόλυτο κενό ιδεών, εντοπίζοντας την αιτία αυτής της απώλειας του «πάθους» στην εκβιομηχάνιση της Γερμανίας και των ΗΠΑ και όχι στην αντιδραστική στροφή που πήρε η κοινωνική ανάπτυξη αυτών των χωρών.

Βιβλιοπαρουσίαση: Ένας επικίνδυνος νους - η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό

Από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, ο Καρλ Σμιτ (1888 - 1985), ο αποκαλούμενος "νομικός του Γ΄ Ράιχ", μπορεί να έχει προκαλέσει αποστροφή σε κάποιους κύκλους, έχει όμως ασκήσει σε πολλούς σύγχρονούς του, αλλά και μεταγενέστερους διανοούμενους, και την ανάποδη όψη της: τη γοητεία.

Ο Jan - Werner Muller ανιχνεύει τα όρια της επίδρασης των θεωριών του Σμιτ σε όλο το φάσμα του πολιτικού στοχασμού της μεταπολεμικής Ευρώπης: από τη Δεξιά και την άκρα Δεξιά (αναμενόμενο), ως την άκρα Αριστερά (εκ πρώτης όψεως, παράδοξο).

 Παρακολουθώντας, με ένα γλαφυρό κείμενο, την προσωπική διαδρομή του Καρλ Σμιτ, εντοπίζει και αναλύει διεξοδικά τις ενίοτε επικίνδυνες συνέπειες των ιδεών αυτού του επιφανέστερου πολεμίου του φιλελευθερισμού. 

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

 

Ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος μεταφράζει μια ανάλυση της γεωπολιτικής σκέψης του Carl Schmitt, γραμμένη από τον Robert Steuckers, και τέσσερις αρθρογράφοι της ΦΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. παραθέτουν προσεγγίσεις για το πως μπορεί να αναγνωστεί η περίπτωση της Ελλάδος στο ερμηνευτικό σχήμα του Γερμανού διανοητή.

 

μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Η μελέτη του έργου του Carl Schmitt υποχρεώνει τον πολιτικό επιστήμονα να διακρίνει τις διαφορετικές φάσεις αυτής της εργασίας και, κυρίως, να το εντάξει  στο πλαίσιό του, αυτό της μετάβασης από την Τάξη Ράιχ του Bismarck (ένα εξουσιαστικό κράτος) σε εκείνη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (ένα δυτικό μοντέλο), μετά τη γερμανική ήττα του 1918. Στη συνέχεια η μετάβαση από αυτή τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο Τρίτο Ράιχ και, τέλος, μεταξύ αυτού του Τρίτου Ράιχ και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία του 1949.

Αυτό το πλαίσιο είναι εξαιρετικά περίπλοκο και ασταθές και απαιτεί από τον ερευνητή να έχει ενδελεχή γνώση της γερμανικής πολιτικής και θεσμικής ιστορίας, ειδικά όταν προσπαθεί να εξηγήσει μια βασική έννοια στο έργο του Carl Schmitt, την έννοια της απόφασης. Το εξουσιαστικό κράτος του Bismarck κράτησε βασικούς τομείς της πολιτικής ελεύθερους από τις αντικρουόμενες συζητήσεις του κοινοβουλευτισμού, όπως ο χειρισμός στρατιωτικών υποθέσεων και διπλωματίας. Αυτή η συμφωνία επέτρεπε γρήγορες αποφάσεις και, στον τομέα της διπλωματίας, μια μυστικότητα.

Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δημοσιοποίησαν τα πάντα και εξάλειψαν την ανάγκη για μυστικότητα στις διεθνείς σχέσεις. Όλα τα θέματα κουβεντιάζονταν στον Άρειο Πάγο της Βαϊμάρης. Θέματα όπως η διαχείριση των ενόπλων δυνάμεων που είχαν περιοριστεί στην απλούστερη μορφή τους μετά τις ρήτρες της Συνθήκης των Βερσαλλιών, οι συμφωνίες που έκανε η Reichswehr με τη νεαρή Σοβιετική Ρωσία, όπου τα έμβρυα ενός μελλοντικού ανασυγκροτημένου γερμανικού στρατού είχαν εκπαιδευτεί στην περιοχή του Kazan κ.λπ. Αυτό το «δημοκρατικό άνοιγμα» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σήμαινε ότι όλα έπρεπε να συζητηθούν και ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων είχε  επιβραδυνθεί.

Η πρώτη σημαντική φάση του έργου του Carl Schmitt αφορά την ανάγκη να φανεί η απειρία ενός συστήματος που επιδίδεται σε στείρες συζητήσεις και αναλύσεις και την ανάγκη λήψης γρήγορων και αποτελεσματικών αποφάσεων για το κοινό καλό του κράτους και του λαού. Αυτό το όραμα λήψης αποφάσεων για την πολιτική εξακολουθεί να είναι επίκαιρο για την κριτική της βραδύτητας των δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Στην Κίνα, η δύναμη του Xi Jinping είναι με αυτή την έννοια θα λέγαμε «Σμιτιανή» (ας μας επιτραπεί ο όρος), παρόλο  τον μαρξιστικό-μαοϊκό μανδύα της. Αυτό εξηγεί την τρέχουσα αγάπη των Κινέζων στοχαστών με το έργο του Carl Schmitt.

Στην αναταραχή των δύο τελευταίων ετών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν οι εθνικοσοσιαλιστές κέρδιζαν σταθερά ψήφους στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Carl Schmitt  τα «λούστηκε» με διάφορους και με αντιφατικούς τρόπους, πρώτα υποστηρίζοντας καγκελαρίους που ήθελαν να αποκλείσουν τα κομμουνιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα από την εξουσία, μετά υποστηρίζοντας την κατάληψη της εξουσίας από τους τελευταίους και, κυρίως, υποστηρίζοντας την απόφαση του Χίτλερ να εξοντώσει τα στελέχη της SA κατά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», τον Ιούνιο του 1934.  Αυτή η υποστήριξη για τη νέα  εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση, βέβαια, δεν εμπόδισε την απόλυσή του το 1936. Ο Schmitt δεν ανησυχούσε πλέον τόσο πολύ για τη γερμανική εσωτερική πολιτική, αλλά έστρεψε την προσοχή του σε μια πολύ σημαντική έννοια, αυτή του «ανοιχτού χώρου» ή Grossraum.

Για τον Schmitt, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχτεί «Καθολικός», παρά τον αφορισμό του μετά το διαζύγιο, συνέχισε να πιστεύει ότι αληθινός Καθολικισμός είναι περισσότερο Ρωμαϊκός, κληρονόμος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, παρά ευαγγελικός. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι ένα έδαφος του οποίου η επέκταση πρέπει να οργανωθεί και τα σύνορά του πρέπει να καθοριστούν.

Για τον Schmitt, η νέα ρωμαιο-γερμανική αυτοκρατορία της δεκαετίας του 1930 είναι μια αναστημένη Γερμανία, απαλλαγμένη από το αμφιλεγόμενο έρμα της Βαϊμάρης. Μια Γερμανία που  μέσω της γεωγραφικής της κεντρικής θέσης, πρέπει να προσελκύσει τις περιφέρειές της για να εξαλείψει τις άχρηστες συγκρούσεις που υπονομεύουν τη συνοχή του ευρωπαϊκού  πολιτισμού στο σύνολό του.

Επομένως ο  Schmitt είναι ένας  θεωρητικός της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την λογική  ότι η μεσαιωνική, καθολική και οικουμενική έννοια της Αυτοκρατορίας, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή του Ράιχ, πρέπει να δώσει τη θέση της στην πραγματιστική αντίληψη του Grossraum για έναν «μεγάλο χώρο». Με αυτόν τον τρόπο, ο Schmitt προσδοκά μια πολύ τρέχουσα αντίληψη, που διαδόθηκε επίσης από έναν συγγραφέα όπως ο Samuel Huntington όταν, το 1993, προκάλεσε τη σύγκρουση των πολιτισμών. Ο Grossräume είναι στην πραγματικότητα «χώροι πολιτισμού» όπου οι συγγένειες μεταξύ των συστατικών προέρχονται από ένα ισχυρό ή διαδεδομένο αίσθημα κοινής κληρονομιάς.

Όταν ο Huntington μιλούσε  για έναν κόσμο χωρισμένο στον δυτικό πολιτισμό, στον ορθόδοξο, στον ισλαμικό και στον κομφουκιανικό , προφανώς υπονοούσε ότι η δυτική ιδεολογία (φιλελεύθερη με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου) δόμησε τον χώρο που υπόκειται στην αμερικανική ηγεμονία, ότι η μίξη της ορθοδοξίας και του μετακομμουνισμού δόμησε τον ρωσικό χώρο, ότι η ισλαμική θρησκεία δόμησε έναν μουσουλμανικό κόσμο που πήγε από το Μαρόκο στην Ινδονησία, και ότι ο πολιτικός χώρος του Κομφούκιου  ήταν αυτός με επίκεντρο την Κίνα.

Για τον Huntington, επομένως, οι χώροι του πολιτισμού είχαν έναν ηγεμόνα σαφώς αντιληπτό, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία. Ο  μουσουλμανικός κόσμος δεν ήταν επικεντρωμένος σε μια ηγεμονική ισχύ η οποία να επιτρέπει στις δυνάμεις εντός του χώρου του μουσουλμανικού πολιτισμού να διεκδικήσουν μια τέτοια καθοδήγηση.  Η Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί σήμερα. Το ίδιο κάνει και το Ιράν, αλλά μόνο στη σιιτική σφαίρα, που δεν καλύπτει ολόκληρο τον εξισλαμισμένο χώρο.

Στη σημερινή Ρωσία, ο Aleksandr Dugin συνοψίζει τέλεια την σκέψη του  Schmitt, την  έννοια του «Grossraum». Στα κεφάλαια που του αφιερώνει σε έναν από τους τόμους του για την «Τέταρτη Πολιτική Θεωρία», γράφει, παραφράζοντας τον Schmitt:

Η τάξη του Grossraum (του «μεγάλου χώρου») στο διεθνές δίκαιο θα έχει ως συνέπεια την απαγόρευση ξένων δυνάμεων στον ίδιο αυτό χώρο. Πράγματι, εάν το διεθνές δίκαιο είχε διατηρήσει την ιδέα του Grossraum και την είχε γενικεύσει στο δίκαιο και τη διεθνή διπλωματία, ή εάν το διεθνές δίκαιο θα είχε  καθαγιάσει μια μέρα τη διαίρεση του κόσμου σε ομοιογενείς και συνεκτικές αστικές περιοχές, θα έχει ως ρητή συνέπεια την ιδέα της απαγόρευσης κάθε επέμβασης από εξωτερικές δυνάμεις. Θα απαγορευόταν η πρακτική της ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός αστικού και γεωπολιτικού χώρου.

Η ιδέα του Schmitt για μια τόσο μεγάλη περιοχή πολιτικής συνοχής βασίζεται στην πραγματικότητα στη μελέτη της ευρωπαϊκής και βορειοαμερικανικής διπλωματίας από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και, ειδικότερα, στην εμφάνιση του δόγματος Monroe στη Δύση (αμερικανικό) ημισφαίριο. Το 1823, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών διακήρυξε ότι η Αμερική θα ανήκει μόνο στον αμερικανικό λαό και ότι οι εξωτερικές δυνάμεις, ευρασιατικές ή  του παλαιού κόσμου, δεν επεμβαίνουν πλέον ούτε κρατούν αποικιακές ή στρατηγικές περιοχές και αυτόχθονες πληθυσμούς ή αποικισμένους Κρεολούς.

Αυτή η διακήρυξη ήταν μια διεκδίκηση των Κρεολών κατά της παραδοσιακής Ισπανίας, η οποία είχε προηγουμένως στην κατοχή της  ολόκληρη την ήπειρο από το Ρίο Γκράντε έως τη Γη του Πυρός, αλλά και κατά της Ρωσίας (η οποία κρατούσε ακόμη την Αλάσκα και τη Βόρεια Καλιφόρνια μέχρι το Fort Ross). Επίσης και κατά  της Μεγάλης Βρετανίας,  (η τελευταία Αγγλικοαμερικανική  σύγκρουση  είχε λάβει χώρα μόνο εννέα χρόνια πριν από τη διακήρυξη του Δόγματος Μονρόε).  Σε μικρότερο βαθμό κατά της Γαλλίας, η οποία κατείχε μόνο μερικά μικρά νησιά στην Καραϊβική, και κατά της Δανίας, η οποία κατείχε τις Παρθένες Νήσους.

Κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, η ιδέα του Schmitt, αναζητούσε επομένως, in tempore suspecto, τη λύση που, στα μάτια του ως Γερμανού Καθολικού και πρώην Πρώσου  υπηκόου, θα ήταν η πιο ισορροπημένη λύση για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Η γερμανοκεντρική ευρωπαϊκή ιδέα του Schmitt αντικατοπτρίστηκε επίσης στον γεωπολιτικό διάλογο  της εποχής του, ειδικά στο σχολείο που διηύθυνε  ο στρατηγός Karl  Haushofer, στο οποίο δίδασκε και ο γεωπολιτικός Gustav Fochler-Hauke ​​(1906-1996), του οποίου η δραστηριότητα συνεχίστηκε μετά το 1945 στην Γερμανία. Ο Fochler-Hauke ​​ήταν, μεταξύ άλλων, ο εμπνευστής του ετήσιου αλμανάκ Fischer, το οποίο λειτούργησε  ως έργο αναφοράς για τα υπουργεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.

Αυτοί οι γεωπολιτικοί επιστήμονες, μαζί με τον Carl Schmitt, ήθελαν την ανάδυση μιας αυτάρκους Ευρώπης (ιδίως από άποψη τροφίμων), απαλλαγμένη από τις βλαβερές επιρροές των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων. Ο Haushofer και η ομάδα του ήθελαν, όπως το γενικό επιτελείο επί των ημερών μιας περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μια συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Schmitt έβλεπε τον σοβιετικό εδαφικό χώρο ως ξένο προς την Ευρώπη. Για τον Schmitt, η ευρωπαϊκή ενότητα γύρω από τη Γερμανία (τουλάχιστον αν είχε βγει νικήτρια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) θα είχε επιτευχθεί, όπως ήλπιζε, με τον αφρικανικό αποκλεισμό των ευρωπαϊκών αποικιών. Η μοίρα όμως των όπλων θα αποφασιζόταν υπέρ των Σοβιετικών και των Αγγλοσαξόνων. Ο Haushofer αυτοκτόνησε το 1946. Ο Schmitt εξοστρακίστηκε από την επικρατούσα ακαδημαϊκή κοινότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά το γεγονός ότι είχε προσωπική επιρροή στους διαμορφωτές αποφάσεων ή στους στοχαστές που ήταν καλά αγκυροβολημένοι στο νέο μεταπολεμικό σύστημα.

Η απώλεια των ευρωπαϊκών αποικιών ξεκινώντας από το 1957 (το έτος της ανεξαρτησίας της Γκάνας) σήμανε τον θάνατο για την ιδέα της Eurafrica, η οποία είχε θεωρητικοποιηθεί στη Γερμανία το 1951, από τον πολιτικό και αναλυτή Anton Zischka (1904-1997), υποστηρικτή της ευρωπαϊκής (και ευρωαφρικανικής) ενοποίησης μέσω μιας ειρηνικής τεχνοκρατίας. Αυτός ο εθελοντικός ευρωπαϊσμός βασίστηκε στην κινητοποίηση της επιστημονικής και τεχνικής κληρονομιάς των μη ιδεολογικοποιημένων ευρωπαϊκών ελίτ και στην αξία της «εργασίας» σε αντίθεση με την οικονομική κερδοσκοπία. Αυτή η φιλοευρωπαϊκή βούληση δεν απέκλειε, ακόμη και στη μέση του Ψυχρού Πολέμου, όταν μαινόταν ο πόλεμος της Κορέας και ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ (η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα»), γόνιμες σχέσεις με την Ασία, όπως αποδεικνύεται από το βιβλίο του το 1950.

Η τετραπλή ανάγνωση των Schmitt, Haushofer, Fochler-Hauke ​​και Zischka μας οδηγεί στο να υποθέσουμε μια ενωμένη Ευρώπη αλλά αποκομμένη από τον αγγλοσαξονικό (πιο συγκεκριμένα τον αμερικανικό) ηγεμονισμό, μια Ευρώπη ελεύθερη να συνάψει γόνιμες σχέσεις με οποιαδήποτε αφρικανική ή ασιατική χώρα. Αυτή η γεωπολιτική θέση είναι περίπου ισοδύναμη με το  ευρασιατικό όραμα του Alexander Dugin, το οποίο αντικαθιστά τον  ηγεμόνα της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας που απέτυχε, με μια αποσοβιετοποιημένη Ρωσία που δεν κατηγορείται από το σοβιετικό παρελθόν της.

Η Ρωσία λοιπόν θα λειτουργούσε ως «γέφυρα» μεταξύ των τριών πιο πυκνών περιθωρίων της ευρασιατικής μάζας, δηλαδή μια γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Κίνας, μεταξύ Ευρώπης και Ινδίας. Αυτή η ιδέα να γίνει η Μόσχα  μια «γέφυρα» μεταξύ της Ευρώπης και της Κίνας, ήταν ήδη παρούσα στο μυαλό του στοχαστή Leibniz στις αρχές του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα.

Το τεχνοκρατικό όραμα του Zischka γίνεται πράξη από την Κίνα του Xi Jinping, η οποία προτείνει χερσαίες επικοινωνίες μεταξύ όλων των περιοχών της Ευρασίας. Στη συνέχεια, αυτή η ίδια Κίνα του Xi Jinping ανακαλύπτει ξανά, με αφοσίωση, το έργο του Carl Schmitt και το προσθέτει στο διπλό δογματικό σώμα της: αυτό της παραδοσιακής Κίνας (με στοχαστές όπως ο Sun Tzu, ο Κομφούκιος και ο Han Fei) και αυτό μιας  μαοϊκής  Κίνας, που όμως αλλά όπου η σκέψη του Carl von Clausewitz ήταν έντονα παρούσα.

Μια θεωρία πολύπλοκη , ψαγμένη θα έλεγα για τα δεδομένα της εποχής, αλλά με μια καθαρή ματιά στο μέλλον. Και όπως αναφέρει ο Carl Schmitt:

…«στο όνομα του Χανσεατικού μας παρελθόντος εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο άνοιγμα της αρκτικής οδού για θαλάσσια κυκλοφορία, επειδή αυτή η αρκτική διαδρομή θα συντομεύσει σημαντικά τη μεταφορά εμπορευμάτων από τα κύρια δυτικοευρωπαϊκά λιμάνια μας (Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Αμβούργο ), επιτρέποντας την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα μέσω του Ρήνου και του Έλβα».

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Μια οφειλόμενη απάντηση για τον Καρλ Σμιτ

 


«Ο κοινοβουλευτισμός έχει μετατρέψει όλες τις δημόσιες υποθέσεις σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και συμβιβασμού των κομμάτων και των οπαδών τους, και η πολιτική που δεν αποτελεί πλέον σε καμία περίπτωση υπόθεση μιας ελίτ, έχει καταλήξει να είναι η απαξιωμένη ενασχόληση μιας απαξιωμένης τάξης ανθρώπων»

γράφει ο Μυρμιδών

Πολλοί εξ όσων φαίνεται ήταν αυτοί, οι οποίοι ενοχλήθηκαν από το κείμενο σχετικά με τον Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt) στο οποίο επιχείρησα μια σύνοψη του σπουδαίου έργου του σχετικά με την έννοια της κυριαρχίας, οπότε θέλησα να τους απαντήσω, γιατί ίσως δεν κατάλαβαν αυτό, το οποίο ήθελα να θίξω γράφοντας ένα κείμενο γι’ αυτόν. 

Πρώτα απ’ όλα, ουδέποτε αρνήθηκα την πορεία που είχε ο Σμιτ στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, τουναντίον, ανέφερα μάλιστα ότι εξαιτίας των επαφών που είχε με μαρξιστές και Σλάβους, και συγκεκριμένα με την ερωτική σχέση που ανέπτυξε με μία γυναίκα σλαβικής καταγωγής, ότι πράγματι στοχοποιήθηκε και εκδιώχθηκε από το κόμμα, μη αποκηρύσσοντας όμως, τα όσα έλεγε ή την έστω δική του ερμηνεία επί του εθνικοσοσιαλισμού, ακόμη δηλαδή και αν αυτή διέφερε από την ερμηνεία άλλων. 

Δεύτερον, θα έπρεπε να έχουμε στα υπόψιν μας ότι ο Σμιτ ίσως να πιέστηκε, λόγω και του γενικότερου κλίματος της μεταπολεμικής εποχής, να παρουσιάσει μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων και ως εκ τούτου να οδηγήθηκε σε μία διαφορετική στάση απέναντι στο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες του Χίτλερ, αλλά αυτό δεν αναιρεί τόσο την ένταξή του στο κίνημα, όσο και αν αυτή διήρκησε, όπως επίσης και την γενικότερη πίστη του στην ιδέα του εθνικοσοσιαλισμού ή φυσικά το σπουδαίο έργο του.

Ειρήσθω εν παρόδω, φτάνουμε στο κύριο ζήτημα, το έργο του Σμιτ, στο οποίο πραγματεύτηκε την δική του θεώρηση περί κυριαρχίας, ασκώντας ταυτόχρονα μία έντονη κριτική προς τον φιλελευθερισμό, την φιλελεύθερη μορφή του κοινοβουλευτισμού, το διεθνές δίκαιο και φυσικά το πρόβλημα του «εσωτερικού εχθρού». Εκεί εστίασε το κείμενό μου και αυτό ήταν που κυρίως ήθελα να παρουσιάσω για να προκαλέσω προβληματισμό και αφορμή για μελέτη. Επιπλέον, η απαξίωση του με την «δικαιολογία» ότι ο εν λόγω πολιτικός θεωρητικός δεν ήταν Έλληνας, απλούστατα δεν σημαίνει κάτι, ούτε φυσικά αποτελεί υπόνοια υποτίμησης των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ούτε τέλος εμποδίζει κάποιον από το να αναδείξει προσωπικότητες του ευρύτερου εθνικιστικού χώρου, οι οποίες παρήγαγαν θεωρίες χρήσιμες για μελέτη για έναν πραγματικά γνήσιο εθνικιστή, ο οποίος επιδιώκει να είναι ιδεολογικά καταρτισμένος. 

Έχω διαβάσει και κείμενα Ελλήνων πολιτικών φιλοσόφων, αλλά ο συγκεκριμένος είναι λιγότερο γνωστός και ως εκ τούτου θέλησα να εκθέσω, εν συντομία, το σύνολο της πολιτικής του θεωρίας, χωρίς αυτό να εμποδίζει εμένα ή άλλον στο μέλλον να αφιερώσει ένα κείμενο σε έργο της αρχαιοελληνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Εξάλλου, με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να αποδομήσω και τα φληναφήματα των δεξιών και κυρίως των αριστερών, ότι ο ιδεολογικός μας χώρος δεν έχει άτομα να αναδείξει ή διέπεται από ιδεολογική πενία, πέραν από τις γενικές επικλήσεις στην αρχαία Ελλάδα, την ίδια ώρα που οι ίδιοι κατακλύζουν τον δημόσιο λόγο με επικλήσεις παραληρημάτων παντελώς ποταπών «ιδεολογικών» προσωπικοτήτων, τύπου Αντόρνο, Αλτουσέρ ή Φουκώ.

Είναι ειλικρινά αξιοπερίεργο το πόσο θέλουν ορισμένοι «νεοεθνικιστές» να μην μελετούμε τις προσωπικότητες του συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου ακόμη και αν αυτές προέρχονται από την Γερμανία ή το εξωτερικό γενικότερα, επειδή δήθεν θα κατηγορηθούμε, αυθαίρετα, για «ξενομανία». Είναι ειδικά, όμως, ιλαροτραγικό όταν πολλές φορές αυτά εκτοξεύονται ως δήθεν κατηγορία, από άτομα, τα οποία δεν έχουν οι ίδιοι καν διαβάσει τα κείμενα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη και ψάχνουν μόνο αφορμή για να στηλιτεύουν αόριστα και να διχάζουν. 

Τέλος, όταν από ένα ολόκληρο άρθρο η όλη κριτική βασίστηκε στην ανάδειξη πτυχών της ζωής ή της πολιτικής πορείας του Καρλ Σμιτ, τις οποίες ουδέποτε αρνήθηκα, τουναντίον ανέφερα, ενώ το κύριο μέλημα μου και εκεί όπου αφιερώθηκε η μεγαλύτερη έκταση του κειμένου, ήταν η ανάπτυξη της ίδιας της πολιτικής θεωρίας του Καρλ Σμιτ ενάντια στον φιλελευθερισμό, το διεθνές δίκαιο και την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ίσως ορισμένοι να θίχθηκαν, επειδή αποτελούν οπαδοί των τελευταίων και δεν θέλουν, συνεπώς, τέτοιες θεωρίες να προβληματίζουν τα άτομα του εθνικιστικού χώρου …

Ο Εθνικοσοσιαλιστής πολιτειολόγος και φιλόσοφος του δικαίου Carl Schmitt (1888 - 1985)

 


γράφει ο Μυρμιδών

Ένα σύντομο βιογραφικό

Ο Carl Schmitt αποτέλεσε και αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του εθνικοσοσιαλισμού, καθώς επηρέασε με την νομική και πολιτική του σκέψη όχι μόνο το ίδιο το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, αλλά και τα υπόλοιπα ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού. Γεννημένος στο Πλέτενμπεργκ της Βεστφαλίας από οικογένεια καθολικών το διάστημα 1915-1921 σπούδασε νομικά και έπειτα ακολούθησε την διδακτορική του διατριβή ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Griefswald. Σύντομα εντάχθηκε στο NSDAP το 1933, όντας ήδη πλέον καθηγητής, και το Νοέμβριο του ίδιου έτους χρίστηκε Πρόεδρος της «Ένωσης Νομικών Εθνικοσοσιαλιστών» με απώτερο σκοπό του να στεφθεί «Νομικός του Γ’ Ράιχ». Οι επαφές που διατήρησε για ένα διάστημα με κύκλους Εβραίων και μαρξιστών εμπόδισαν την προαναφερθείσα προοπτική, αλλά παρά ταύτα, ο ίδιος εξακολούθησε την πίστη του στο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες και το νομικό του έργο ακόμη και μετά τον πόλεμο. Αν και δεν παραπέμφθηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης, κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις και το 1946 επέστρεψε στην γενέτειρα του, όπου συνέχισε το έργο του και την πίστη του στις αρχές του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος μέχρι και τον θάνατο του.


Ernst Junger και Carl Schmitt

Η Πολιτική του Θεωρία

Διόλου τυχαία ο Carl Schmitt έμεινε γνωστός, μεταξύ άλλων, ως ο «Thomas Hobbes του 20ου Αιώνα», καθώς ο Άγγλος πολιτικός θεωρητικός τον επηρέασε πάρα πολύ στην όλη θεωρία του, την τελευταία του οποίου μάλιστα προσπάθησε να εμπλουτίσει. Ως εθνικιστές πολλά απ’ όσα εκφράζει ο Hobbes στο έργο του «Λεβιάθαν», κυρίως εις ότι αφορά την πλήρη εναντίωση του προς τον ιδεαλισμό, την ιδέα του ρομαντισμού, του θείου και την ολοκληρωτική-οργανική μορφή κοινωνίας είναι ενάντια με την δική μας ιδεολογία, καθώς οι έννοιες αυτές είναι πλήρως συμβατές με τον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά εκεί όπου εστιάζει ο Carl Schmitt και εν συνεχεία εμπνέεται στο έργο του, είναι το ζήτημα της κυριαρχίας του κράτους, διότι ουσιαστικά ο Schmitt θέλει να τεκμηριώσει, βάσει και του «Λεβιάθαν», την εξαιρετική σημασία και επιρροή της κυριαρχίας για την επίτευξη της ομαλότητας σε μία κοινωνία. Αρχικά, πρέπει να εξηγηθεί ο όρος της σμιτιανής θεωρίας που είναι το «Πολιτικό», έτσι ώστε να γίνει, εν συνεχεία, κατανοητό το νόημα της θεωρίας του στο κράτος. Το «Πολιτικό» στον Schmitt ορίζεται ως η διάκριση μεταξύ «Φίλου & Εχθρού», κάτι το οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι είναι απολύτως υπαρκτό εις ότι αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ κρατών. 

Το «Πολιτικό» ως εκ τούτου, η διάκριση μεταξύ του «Φίλου & Εχθρού» πρέπει να είναι η βάση της κρατικής κυριαρχίας, το κράτος είναι αυτό, το οποίο πρέπει να ορίζει ποιος είναι σύμμαχος και το ποιος το εχθρεύεται, προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει το σύνολο της κοινωνίας. Το «Πολιτικό» μάλιστα είναι τόσο σημαντικό, που προηγείται του «Κρατικού», δηλαδή υπάρχει πριν καν την ίδρυση του κράτους στην σμιτιανή θεωρία, άρα σε ένα βαθμό το κράτος υπάρχει ως εργαλείο ή μέσο προκειμένου να εξασφαλίσει την διάκριση αυτή. Ο «Φίλος & Εχθρός» όμως δεν είναι ζήτημα ιδιωτικής φύσεως, γι’ αυτό άλλωστε και η θέσπιση του κράτους προκύπτει από αυτήν, αλλά είναι ζήτημα δημόσιο, ο «Εχθρός» είναι μία άλλη αντιμαχόμενη δημόσια ολότητα, η οποία νομοτελειακά, αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με μία άλλη κοινότητα/εθνότητα που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο παρά ένα άλλο κράτος. Γι’ αυτό και το κράτος δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, παρά να προετοιμάσει τους πολίτες του γι’ αυτή την σύγκρουση και να πείσει τον λαό να ταυτιστεί με το «Πολιτικό» του κράτους, ακόμη και με ολοκληρωτικές μεθόδους, διότι εάν ο απλός πολίτης δεν συσπειρωθεί με την βούληση του κράτους και εφαρμόσει το «Πολιτικό» σε ατομικό επίπεδο, τότε χάνεται η ενότητα εντός του λαού και κατ’ επέκταση το Έθνος, όντας διαιρεμένο και αποδιοργανωμένο, είναι, εν ολίγοις, έρμαιο και βορά των εχθρών του. 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα όσα ήδη εκτέθηκαν, είναι κρίσιμο τώρα να γίνει αντιληπτή η έννοια της «κυριαρχίας» στον Schmitt ειδικά σε σχέση με την «Κατάσταση Εξαίρεσης». Για τον Γερμανό νομικό, κυρίαρχος δεν είναι άλλος παρά εκείνος που θα αποφασίσει την εξαίρεση, αυτός, ο οποίος θα επιβάλλει την δικτατορία, διότι έτσι φαίνεται ποιος παράγοντας έχει τον πλήρη έλεγχο και της ομαλής κατάστασης, αλλά και της εξαιρετικής. Για τον Schmitt, όμως, η θεωρία του προχωρά και εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο, καθώς όχι μόνο κάνει διακρίσεις μεταξύ των 2, κατά την γνώμη του, ειδών δικτατορίας, ήτοι της «Δικτατορίας των Επιτρόπων» και της «Δικτατορίας του Κυρίαρχου», αλλά καταλήγει στο εξής φαινομενικά παράδοξο, αλλά εξίσου εύλογο συμπέρασμα, ότι δηλαδή «η εξαίρεση φτιάχνει τον κανόνα». Επειδή, όπως συμφωνούν όλοι, πραγματεύεται ο Schmitt, ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια σε περιόδους κρίσεων παραδίδεται η εξουσία σε έναν κυρίαρχο, ο οποίος καταλύει το πολίτευμα για να επιλύσει την κατάσταση εξαιρετικής σημασίας, καταστατική αρχή που υπάρχει μέχρι και στις ημέρες μας στα συντάγματα με υπάρχουσα σχετική ρύθμιση όλων των κρατών σχεδόν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και επειδή με αυτόν τον τρόπο η έκτακτη κατάσταση επιλύεται, διότι είναι η πλέον αποτελεσματική μορφή διακυβέρνησης, γιατί, αναρωτιέται ο Schmitt, αυτή η εξαίρεση να μην δημιουργήσει τον κανόνα; Άρα, έτσι τεκμηριώνεται η συνέχισή της προκειμένου να αποφευχθεί η κρίση σε μία περίοδο ομαλότητας, με άλλα λόγια μία νέα εξαίρεση, η οποία είναι η ανωμαλία σε μία περίοδο μία κανονικότητας, η οποία όμως προήλθε, με την σειρά της, από μία εξαίρεση. 

Ίσως φαίνεται αλλόκοτο, αλλά το παράδοξο αυτό έχει νόημα, αν και φυσικά στις ημέρες της απόλυτης κυριαρχίας του φιλελευθερισμού, ο επιφορτισμένος με την απόλυτη κυριαρχία θεωρείται ως το απόλυτο κακό, αλλά και γι’ αυτό, το ζήτημα, δηλαδή, του φιλελευθερισμού, έρχεται να ασκήσει δριμεία κριτική και πάλι ο Schmitt στην συνέχεια του σπουδαίου έργου του. Χρήζει αναφοράς όμως το ότι στο έργο του, ο εχθρός δεν είναι μόνο ζήτημα εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό, δίνοντας έτσι έναυσμα και για την τότε Γερμανία, αλλά και τις σημερινές εποχές, να εξαλειφθεί το στοιχείο στο εσωτερικό των κρατών, το οποίο τα διαιρεί και τα καταστρέφει, όπως είναι οι κομμουνιστές ή οι αναρχικοί κλπ, οι οποίοι καθιστούν την ενότητα δύσκολη και το έθνος ευάλωτο σε απειλές εξωτερικές. Τέλος, πάνω στην πολιτική του θεωρία σημασία για τον Σμιτ έχει η πλήρης εναντίωση με τον φιλελευθερισμό και το διεθνές δίκαιο, έννοιες επικίνδυνες για ένα Έθνος, έννοιες, μαζί με το ζήτημα του εσωτερικού εχθρού για τις οποίες παρηγορούσε τον Hobbes, διότι στο έργο του δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή, ακόμη και αν το ζήτημα του Διεθνούς Δικαίου δεν ήταν την περίοδο του τελευταίου υπαρκτό σε τέτοιο βαθμό, όσο μετέπειτα.

Η κριτική του στον φιλελευθερισμό και στο Διεθνές Δίκαιο

Ο Schmitt θεωρεί ότι ο φιλελευθερισμός είναι καταστροφικός, γιατί στερεί την δυναμική της διάκρισης του «Πολιτικού», ανάγει τον ατομικισμό σε τέτοιο βαθμό που πλέον ο Εχθρός δεν είναι ζήτημα δημόσιας φύσεως, αλλά ιδιωτικής και συνεπώς ο καθείς τον αντιλαμβάνεται όπως θέλει, αδιαφορώντας ως εκ τούτου για τις συνέπειες στο σύνολο. Συγκεκριμένα, ο Εχθρός μπορεί να είναι «Ωφέλιμος» ή «Επιβλαβής», «Όμορφος» ή «Άσχημος», «Ηθικός» ή «Ανήθικος» σε ατομικό επίπεδο, ανάλογα με τον κάθε πολίτη, δηλαδή. Στην φιλελεύθερη ιδεολογία ο ιδιώτης δεν χρειάζεται να ταυτιστεί με την βούληση του κυρίαρχου και να αντιμετωπίσει τον «Εχθρό», το πρόβλημα, συνεπώς, του φιλελευθερισμού είναι ότι όχι απλά, όπως αναφέρθηκε, νομιμοποιεί και ανάγει την διάκριση σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ότι προωθεί την συναλλαγή, την φιλία και γενικότερα την βοήθεια και στήριξη στον «Εχθρό», βάζοντας, ως εκ τούτου, το σύνολο, το Έθνος δηλαδή, σε κίνδυνο. Οι αρνητικές όψεις ενός εχθρού, ένας «Εχθρός» δηλαδή, ο οποίος είναι επί παραδείγματι «Άσχημος», «Επιβλαβής» ή «Ανήθικος», είναι χρήσιμες, διότι καθιστούν πολύ πιο εύκολα αντιληπτή σε προσωπικό και ιδιωτικό επίπεδο την σημασία της διάκρισης αυτής σε δημόσιο επίπεδο, ήτοι χρησιμεύουν εργαλειακά οι προαναφερθείσες διακρίσεις. Ο φιλελευθερισμός, από την άλλη, καταστρέφει αυτή την διάκριση, καθώς την μεταφέρει στο ατομικό επίπεδο ή όπως λέει ο ίδιος ο Schmitt εύστοχα και χαρακτηριστικά: «Το Πολιτικό υποτάσσεται στο Οικονομικό, μέσω του Ηθικού». 

Η κριτική της σμιτιανής θεωρίας στον φιλελευθερισμό δεν σταματάει όμως εκεί και ειδικά εις ότι έχει να κάνει με την φιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας. Πέραν από την εμπορευματοποίηση ή τον εξωραϊσμό του «Εχθρού», η δημοκρατία, ειδικά με την φιλελεύθερη μορφή της στην σμιτιανή θεωρία, είναι απολύτως αναποτελεσματική και υποκριτική στην αντιμετώπιση του Εχθρού και κατά συνέπεια στην επιβίωση του Έθνους. Ο Schmitt πραγματεύεται ότι η δημοκρατία πρέπει να βασίζεται συνεχώς στην συναίνεση του λαού, ειδάλλως εκλείπει η «δημοκρατικότητα» της. Αν το σκεφτεί κανείς αυτό θα καταλάβει την σημασία και την αποτυχία ή υποκρισία του «φιλελεύθερου» ειδικά συστήματος δημοκρατίας. Οι αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται, συνεχίζει ο Schmitt, άνευ της συναίνεσης του κόσμου, από τους «αντιπροσώπους του» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μορφή «δικτατορίας», καθώς υπάρχει η έλλειψη της συναίνεσης του λαού, κατά την νομοθέτηση. 

Μία αντίληψη, η οποία βρυχάται εντόνως από διάφορες ύαινες αμόρφωτων όχλων, αλλά που κρύβει μία υπάρχουσα αλήθεια, την οποία ελάχιστοι μπόρεσαν να τεκμηριώσουν με τον λόγο τους και με επιχειρήματα. Από την άλλη, το Διεθνές Δίκαιο για τον Schmitt δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά ένας τρόπος χαλιναγώγησης του λαού και έκθεσης του στον Εχθρό, διότι βασίζει όλη του θεωρία στο ότι ο Εχθρός δεν θα κάνει κάτι εις βάρος μίας άλλης ενότητας, εφόσον υπάρχουν γενικά παραδεκτοί κανόνες. Επιπροσθέτως, επιδιώκει κάτι, το οποίο δεν θα γίνει ποτέ μα ποτέ αποδεκτό, ούτε είναι λογικό, ήτοι να αφοπλιστεί πλήρως, εκ των πραγμάτων, ένα έθνος σκεπτόμενο ότι κατά αυτόν τον τρόπο δεν θα δεχθεί επίθεση από άλλον. Ο Carl Schmitt υπαινίχθηκε χαρακτηριστικά στα κείμενα του ότι αυτό το σόφισμα του «Διεθνούς Δικαίου» όχι μόνο δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ποτέ, αλλά και δεν εφαρμόστηκε ποτέ και αυτό διότι όποιο κράτος το έπραξε είτε χάθηκε, επειδή κάποιο άλλο του επιτέθηκε και δεν μπόρεσε, άρα, να διαδώσει αυτό τον ανεδαφικό κανόνα, είτε επειδή κανένας δεν θα ήταν ούτως ή άλλως τόσο ανόητος για να το πράξει και να χαθεί, με άλλα λόγια και να υπήρχε κάποιος που έκανε το σφάλμα να εφαρμόσει αυτό του δόγμα του «αφοπλισμού» στο Διεθνές Δίκαιο δεν έζησε, ούτε θα ζήσει ποτέ για να το διδάξει και στους άλλους.

Ως επίλογο...

Όλο αυτό ήταν μία σύντομη ανασκόπηση του σπουδαίου έργου του Carl Schmitt, ένα πρόσωπο, δυστυχώς, ελάχιστα ή καθόλου γνωστό, παρ’ όλο που η πολιτική του σκέψη εξέθεσε σημαντικά τον φιλελευθερισμό, αναγκάζοντας ακόμη και κύματα μαρξιστών να τον επικαλεστούν για να εναντιωθούν σε αυτόν. Το έργο του Γερμανού νομικού είναι πολύ ευανάγνωστο και κατανοήσιμο, καθώς αναλύει πράγματα και σκέψεις απολύτως λογικές, εύστοχες και καθημερινές, την παράνοια ολόκληρου του συστήματος του φιλελευθερισμού. Είναι ειλικρινά αξιοσημείωτο, το ότι με αρκετά απλά λόγια, χάρη στην ολοκληρωμένη συνοχή της σκέψης του, ο Schmitt παρουσιάζει μία πλήρη αποδόμηση της φιλελεύθερης σκέψης, του δημοκρατικού συστήματος και μάλιστα, προς επίρρωση των συλλογισμών του, εκθέτει μία σειρά από ιστορικά γεγονότα και απόψεις πολλών πολιτικών θεωρητικών, πράγμα, το οποίο επαληθεύει την οξύτητα της σκέψης του και το εύρος των γνώσεων του. 

Τα βιβλία του επίσης είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και δεν κουράζουν καθόλου τον κοινό αναγνώστη, φροντίζει μάλιστα να παρουσιάζει την θεωρία του και την σκέψη του από νωρίς τα κείμενα του, έτσι ώστε να καθηλώσει τον αναγνώστη και να του εξηγήσει, έπειτα, με παραδείγματα και εύκολες σκέψεις το πως ακριβώς βασίζεται η θεωρία του. Άτομα του δικού μας χώρου θα έπρεπε να τον διαβάσουν για να έρθουν σε επαφή με μία ναι μεν λιγότερο ιδεαλιστική προσέγγιση της εθνικοσοσιαλιστικής ιδέας, αλλά αρκετά πιο πρακτική και ως εκ τούτου χρήσιμη για την πλήρη αποδόμηση του φιλελεύθερου και σε μικρότερο βαθμό του μαρξιστικού δόγματος.

Ενδεικτικά προτείνω τα εξής βιβλία: «Η Έννοια του Πολιτικού», «Πολιτική Θεολογία», «Ο Λεβιάθαν στην Πολιτειολογία του Τόμας Χομπς». Για όσους θέλουν μία ακόμη πιο ειδική ενασχόληση με το έργο του, θα μπορούσαν επίσης να διαβάσουν το βιβλίο του «Dictatorship», το οποίο κυκλοφορεί μόνο στα Αγγλικά, την «Θεωρία του Αντάρτη» και το «Σχετικά με τα 3 Είδη της Νομικής Σκέψης», ειδικά τα 3 πρώτα μπορείτε να τα βρείτε σε πολύ καλές τιμές.

Carl Schmitt και Ernst Jünger



Μια αλληλογραφία

Αθανάσιος Καΐσης

Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.

2001

26 σελίδες