Το τέλος
ενός μισθοφόρου - Σε ποιου τα
χέρια πεθαίνουν οι ένοπλοι του Ντονμπάς;
του Πάβελ Καζάριν στο intersection
μετάφραση για
τον «Μαύρο Κρίνο»: Ασφάλιος
Το
μεγαλύτερο πρότζεκτ για την κινητοποίηση της Ρωσικής κοινωνίας μπήκε σε
εφαρμογή στην Ρωσική τηλεόραση πριν τρία χρόνια. Αυτή η πρωτοβουλία ήταν dejure ανεπίσημη όμως defacto με την υποστήριξη του κράτους:
δημόσιοι λειτουργοί και πολιτικοί στριμώχτηκαν μαζικά στις τηλεοπτικές οθόνες
για να μιλήσουν για το ότι ο πόλεμος στο Ντομπάς είναι «μια άλλη μάχη του
Στάλιγκραντ», χρησιμοποιώντας ρητορικές του είδους: «η αδυναμία να προστατευτεί
το Ντομπάς από τον Ουκρανικό στρατό σήμερα, θα οδηγήσει τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ
να στρατοπεδεύσουν στον Βόλγα αύριο και αυτό θα σημάνει το τέλος της Ρωσίας».
Αυτό το πρότζεκτ περιείχε τα πάντα και δεν σταματούσε πουθενά: Τα κρατικά
Ρωσικά ΜΜΕ ξόδεψαν όλη τους την ενέργεια και πρωτοτυπία στο να περιγράψουν «τις
φρικαλεότητες της Ουκρανικής χούντας».
Η
προπαγάνδα δεν μπορεί να είναι αμερόληπτη καθώς πάντα απαιτεί κάποιον
ήρωα. Ο Αρσέν Παβλώφ, γνωστός με το
ψευδώνυμο «Μοτορόλα», έγινε αυτό το είδος του ήρωα το 2014. Καταγόταν από την
Ρωσική Δημοκρατία του Κόμι της οποίας το προ-πολεμικό ιστορικό ήταν σχεδόν
ασήμαντο: μεγαλωμένος από την γιαγιά του, υπηρέτησε στους πεζοναύτες, υπάλληλος
σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Το ραντεβού του με την ιστορία επήλθε όταν, κατά τα
λεγόμενά του, δεν μπορούσε πια να κάθετε πάνω στις δάφνες του κι έτσι έφυγε για
το Ντονμπάς για να πολεμήσει τον Ουκρανικό στρατό.
Ο
«Μοτορόλα» ήταν ένας από τους παίκτες κλειδιά στον πόλεμο της Ρωσίας στην
Ουκρανία και τα Ρωσικά ΜΜΕ μετέφεραν την ιστορία του ως ένα κλασικό επιτυχημένο
παραμύθι: Ένας γενναίος πολεμιστής του οποίου το θάρρος, του έφερε θαυμασμό και
σεβασμό. Ατυχώς, σκοτώθηκε από μια έκρηξη στο ασανσέρ της πολυκατοικίας του στα
μέσα του Οκτώβρη του 2016 στην ίδια την καρδιά του Ντόνετσκ και από τότε ο
θάνατός του έχει θεωρηθεί ως μια από τις πιο σημαντικές μεσούσες φάσεις του
πολέμου που διεξάγει το Κρεμλίνο στο έδαφος της γειτονικής Ουκρανίας.
Μάχη για επικράτηση
Ο Αρσέν δεν
ήταν ο πρώτος ένοπλος που σκοτώθηκε. Άλλα διάσημα πρόσωπα πίσω από την Ρωσική
εισβολή είχαν προηγουμένως χάσει την ζωή τους πολύ πίσω από την γραμμή του
μετώπου. Για παράδειγμα, ο Παβέλ Ντρέμωφ δολοφονήθηκε τον Δεκέμβρη του 2015.
Ήταν ένας από τους «ηγέτες» μιας αυτόκλητης στρατιωτικής ομάδας του Λουγκάνσκ η
οποία είχε επανειλημμένως ασκήσει κριτική στον Ιγκόρ Πλοτνίτσκυ, τον επικεφαλής
της τοπικής τρομοκρατικής οργάνωσης. Η αυτοκινητοπομπή του έπεσε σε ενέδρα στο
δρόμο για το χωριό Σταχάνοβ οπού ο Ντρέμωφ θα παντρευόταν.
Μισό χρόνο
νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2015, σκοτώθηκε άλλος ένας οπλαρχηγός, ο Αλεξέι
Μοζγκοβόι. Η αυτοκινητοπομπή του έπεσε και αυτή σε ενέδρα καθοδόν για το Λουγκάνσκ.
Ο Μοζγκοβόι έχασε τη ζωή του μαζί με τέσσερις άλλους που τον συνόδευαν. Όπως
και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η Ουκρανική υπηρεσία πληροφοριών δολιοφθοράς
κατηγορήθηκε για την δολοφονία, αν και πρόσωπα προσκείμενα στον Μοζγκοβόι
ισχυρίστηκαν ότι ήταν σε διαμάχη με άλλους οπλαρχηγούς.
Ένας από
τους πιο σεβαστούς εκ των Ρώσων πολεμιστών στο Ντονμπάς, ο Αλεξάντρ Μπέντνωφ, ή
αλλιώς «Βatman»,
σκοτώθηκε τον Ιανουάριο του 2015. Η αυτοκινητοπομπή του δέχτηκε επίθεση με
χρήση «Σμέλ» (Bumblebbe) φλογοβόλα πεζικού. Η μόνη διαφορά
μεταξύ αυτής και των επομένων δολοφονιών ήταν ότι οι αρχές της, όπως λέγεται,
Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ, ανέλαβαν την ευθύνη, δηλώνοντας πως ο θάνατος
του Μπέντνωφ είχε διαταχτεί μετά από την άρνηση του να καταθέσει τα όπλα του
και να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του.
Κοινά
σημεία που συνδέουν όλες αυτές τις δολοφονίες υπάρχουν στο γεγονός ότι: όλες
διεπράχθησαν σε Ρωσικό έδαφος – όπου ισχυρό έλεγχο εξασκούσαν οι ίδιοι οι
ένοπλοι – και στο ότι όλοι όσοι σκοτώθηκαν ήταν σεβαστοί οπλαρχηγοί που
διοικούσαν αποσπάσματα και ήταν συχνά σε
σύγκρουση με τις αρχές των μη-αναγνωρισμένων «Δημοκρατιών». Οι ένοπλοι
σταθερά κατηγόρησαν την Ουκρανία για τις δολοφονίες των πρώην συντρόφων τους,
υπήρξαν όμως και ισχυρισμοί, μετά από κάθε δολοφονία, ότι αυτές έγιναν ως
αποτέλεσμα της πάλης για επικράτηση. Παρ’ όλα
αυτά, η τελευταία δολοφονία του Αρσέν «Μοτορόλα» Παβλώφ, υπήρξε η πλέον
περίβλεπτη ανάμεσα σε όλες τις προαναφερθείσες δολοφονίες απλά επειδή ήταν ο
πρωταγωνιστής που συγκέντρωσε πάνω του την μεγαλύτερη προσοχή από τα ΜΜΕ.
Πόλεμος μέσω τηλεόρασης
Η Ρωσική
εισβολή στην Ουκρανία δεν περιορίστηκε στην προμήθεια όπλων και στρατιωτικών
εγκεφάλων. Τα Ρωσικά ΜΜΕ έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην επέμβαση μέσω της
κάλυψής τους σχετικά με ειδήσεις περί «ηρωϊκών ανταρτών πολεμιστών» που
αντιστέκονται στα «τάγματα του ΝΑΤΟ» στο Ντονμπάς από την πρώτη κιόλας ημέρα
του πολέμου. Δύο άνδρες επιλέχτηκαν να εκπροσωπήσουν τις «χαμηλότερες τάξεις»
σε απόλυτη ταύτιση με τους κανόνες της δραματικής τέχνης. Ένας από αυτούς ήταν
ο Μικαϊλ Τόλστυκχ, πιο γνωστός από το παρατσούκλι του «Γκίβι», και ο άλλος ήταν
ο πρόσφατα θανών Ἀρσεν «Μοτορόλα» Παβλώφ.
Ο Μιχαϊλ
Τόλστυκχ ήταν Ουκρανός πολίτης και στρατολογημένος πολεμιστής σε θητεία στον
Ουκρανικό στρατό. Όμως, μετά την Ρωσική επέμβαση στην Κριμαία και το Ντονμπάς,
εισχώρησε στους αποσχιστές. Ήταν διοικητής στο τάγμα των «Σομαλών» και έπαιξε
σημαντικό ρόλο στις εχθροπραξίες. Τα Ρωσικά μέσα με μεγάλη ζέση τον παρουσίαζαν
σαν εκπρόσωπο του στοιχείου εκείνου του Ουκρανικού λαού που ήταν αντίθετοι με
την στροφή της χώρας προς την Δύση και που πολεμούσαν για την Ρωσική ταυτότητα
του Ντομπάς. Τον παρουσίασαν σαν έναν «ηρωικό στρατιώτη» που «βγήκε μπροστά για
να προστατέψει την μητέρα πατρίδα» σε μια στιγμή που εκείνη βρίσκονταν «υπό
απειλή».
Το όνομα
του Άρσεν «Μοτορόλα» Παβλώφ βρίσκονταν συνεχώς στα δελτία ειδήσεων. Έγινε η
προσωποποίηση του πνεύματος των Ρώσων «εθελοντών» που είχαν έρθει για να
βοηθήσουν τον «λαό του Ντομπάς». Ακόμη, η βιογραφία του καθ’ αυτή ήταν μια
μορφή προπαγάνδας: ένας καθαριστής αυτοκινήτων και ο «κανένας» εχθές, ένας
ένστολος συνταγματάρχης, πολλαπλά παρασημοφορημένος από την, όπως λέγεται,
Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονμπάς, σήμερα. Ο «Μοτορόλα» συνάντησε την γυναίκα του
μέσα στον ντόπιο πληθυσμό του Ντονμπάς και όλα τα τηλεοπτικά κανάλια της Ρωσίας
μετέδωσαν την γαμήλια τελετή του ζεύγους. Αργότερα διέρρευσε πως ο Άρσεν Παβλώφ
είχε εγκαταλείψει στην Ρωσία μια άλλη σύζυγο κι ένα παιδί, το γεγονός όμως αυτό
έλαβε ελάχιστη κάλυψη από τα Ρωσικά τηλεοπτικά δίκτυα.
Ο
«Μοτορόλα» έγινε μια προπαγανδιστική βερσιόν του Κάπτεν Αμέρικα. Το μήνυμα ήταν
απλό: αν είσαι γενναίος, έχεις κουράγιο και θέληση να αφήσεις τα πάντα πίσω σου
για να πολεμήσεις στο Ντονμπάς, καριέρα, πλούτος και δόξα αλλά και μια ευτυχισμένη
οικογένεια σε περιμένουν. Υπό το φως της Ρωσικής προπαγάνδας, ο Παβλώφ πέτυχε
να συμβολίζει την «φιλία των λαών», ένας πολίτης της Ρωσίας που, αφού στάθηκε
στα πόδια του, επέδραμε στην Ουκρανία για να βοηθήσει τον «αδελφό λαό» και να
νικήσει την «χούντα».
Και τώρα
δεν υπάρχει. Ο πολεμικός του σύντροφος στα χαρακώματα και στην Τιβί, ο Μικαϊλ
«Γκίβι» Τόλστυκχ, ορκίστηκε να ισοπεδώσει όλες τις Ουκρανικές πόλεις μέχρι το
Κίεβο στα δυτικά ως αντίποινα. Ηγέτες στρατιωτικών ομάδων συνεχώς κατηγορούν το
Κίεβο για την δολοφονία μέχρι και του ισχυρισμού ότι ο φόνος του ήταν
ισοδύναμος με κήρυξη πολέμου. Αυτός όμως ο ισχυρισμός είναι αμφιλεγόμενος, με
δεδομένο το γενικότερο πλαίσιο αυτής της δολοφονίας, ιδιαίτερα εφόσον, όπως
συνέβη και με παλαιότερες περιπτώσεις, μια διαμάχη περί των σφαιρών επιρροής
μεταξύ αντιμαχόμενων φατριών στην υπό Ρωσική κατοχή Ουκρανική περιοχή φαίνεται
να είναι μία κατά πολύ περισσότερο πιθανή εξήγηση.
Τέλος εποχής
Ο φόνος του
«Μοτορόλα» υποσκάπτει την υπόσχεση για «κοινωνική άνοδο», που το Κρεμλίνο
προωθούσε κατά τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Απ’ ότι φαίνεται ούτε η πανεθνική
δόξα αλλά ούτε και η προσωπική τύχη του «Φύλακα της Νοβοροσίγια» μπόρεσε να
αποτρέψει τον θάνατό του στο ίδιο το κέντρο της Ουκρανικής πόλης που
«προστάτευε» από τις επελάσεις του Ουκρανικού στρατού, και ο θάνατος του
συμπίπτει με την στροφή της κοινής γνώμης στην Ρωσική Ομοσπονδία που έχει πάρει
μορφή τα τελευταία δύο χρόνια.
Ο πόλεμος
της Ρωσίας στο Ντονμπάς άρχισε ακριβώς την στιγμή που η λαϊκή ευφορία στην
Ρωσία είχε φτάσει στο απόγειό της. Η Μόσχα είχε μόλις εξασφαλίσει τους
χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σότσι και είχε μόλις καταλάβει την Ουκρανική
Κριμαία εν ριπή οφθαλμού. Η συναλλαγματική αξία του ρουβλιού σε σχέση με το
δολάριο ήταν σχετικά σταθερή, οι τιμές δεν είχαν ακόμη ανέβει σε δραματικό
επίπεδο και τα μηνύματα που μεταδίδονταν από την τηλεόραση δεν εκλαμβάνονταν
σαν να έχουν ακόμα σχέση με το περιεχόμενο του ψυγείου των Ρώσων, ενώ ρητορικές
που άπτονταν σε «φασίστες που προσπαθούσαν να καταλάβουν την Ουκρανία» δεν
είχαν ακόμη καταντήσει ανιαρές για τον μέσο Ρώσο όπως και το ισχυρότατο κύμα
προπαγάνδας δεν είχε ακόμα χάσει τη λάμψη του.
Όμως, οι
κοινωνίες δεν μπορούν να συνεχίζουν να διατηρούν τόσο συναισθηματισμό για τόσο
πολύ. Το ενδιαφέρον για τον πόλεμο στην Ουκρανία εξαντλήθηκε μετά από δύο
χρόνια ανυποχώρητης μάχης. Και τώρα, ακόμη και ο Ιγκόρ Στρέλκοφ, πρώην ηγέτης
των φιλορωσικών στρατιωτικών ομάδων, παραπονιέται ότι τα επίπεδα των εισφορών για την πρόβλεψη «ανθρωπιστικής βοήθειας» στους κατοίκους του Ντονμπάς έχουν«καταρρεύσει». Το Ντονμπάς έχει πάψει να βρίσκεται στο κέντρο της Ρωσικής
ατζέντας και η Συρία, μεταξύ άλλων, το έχει από καιρό εκτοπίσει στην
θεματολογία της σχετικά με την αντιπαράθεση με την Δύση».
Αν ένα
σύμβολο πάψει ναι είναι τέτοιο, δεν χρειάζεται πια κάποιο πρόσωπο. Το Ντονμπάς
έχει οργανική χρησιμότητα στην Ρωσική πολιτική. Έτσι, θέσεις για όσους ξέρουν
πολλά και βλέπουν τα πάντα, λόγω της δημοφιλίας τους, μπορεί ναι μην βρίσκονται
σε άμεση διαθεσιμότητα και μένει να δούμε ποιων οπλαρχηγών οι θάνατοι θα
μεταδοθούν ως «πεσόντων ηρωικά» κατά τους ερχόμενους μήνες.