Εκ μέρους της συντακτικής ομάδας: με αφορμή την 9η
Μαΐου, όπου οι απανταχού δημοκράτες θα γιορτάσουν για μια ακόμη φορά την
στρατιωτική νίκη - και όχι την απελευθέρωση της Ευρώπης - των αντιφασιστών, θα
αναρτηθούν μηνύματα σχετικά με την επική αντίσταση των τελευταίων υπερασπιστών
του Azovstal.
Όποιος επιθυμεί να στείλει κάποιο μήνυμα είτε με ψευδώνυμο είτε
χωρίς, εκπροσωπώντας τον ίδιο ή κάποια ομάδα/συλλογικότητα που ανήκει -
ανεξαρτήτως διαφωνιών με την «Τρίτη Θέση» ή τα μέλη της σ.ο.- μπορεί να το κάνει.
2014
Προσκύνημα
στο Azovstalγια μια νέα ζωή
Δευτέρα 9
Μαΐου 2022. Περιμένοντας την μεγάλη αντιφασιστική παρέλαση στην Μόσχα για τον
εορτασμό του τέλους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν στην καρδιά της
Ευρώπης στο Βερολίνο οι σλαβομογγόλοι κάρφωσαν την κόκκινη σημαία με το
σφυροδρέπανο.
Στην Ελληνική Ορθόδοξη Μαριούπολη που κατέστρεψαν οι ισλαμικές
ορδές των Τσετσένων του Πούτιν, εκτυλίσσεται ένα αλλόκοτο περιστατικό,
ανεξήγητο από την υλιστική και καταναλωτική λογική του αμερικανικού τρόπου
ζωής. Μια δράκα Ουκρανών πολεμιστών, με τους μαχητές του AZOVστην πρώτη γραμμή, θυσιάζεται για την
Πατρίδα.
Όπως πολύ
εύστοχα είχε γράψει το 1961 στο βιβλίο του «Ιππεύοντας την Τίγρη» ο Ιταλός
φιλόσοφος Ιούλιος Έβολα:
«Πρέπει να ληφθεί υπόψη τούτος ο περιορισμός: Ότι
πρόκειται να πω, δεν αφορά στο συνηθισμένο άνθρωπο των ημερών μας! Αντίθετα έχω
κατά νου τον άνθρωπο που ενώ έχει εμπλακεί με το σημερινό κόσμο, ακόμη και στα πιο
προβληματικά και παροξυσμικά στοιχεία του, ενδόμυχα δεν ανήκει σ’ έναν τέτοιο
κόσμο, ούτε θα ενδώσει σ’ αυτόν. Ουσιαστικά αισθάνεται τον εαυτό του ν’ ανήκει σε μια διαφορετική φυλή απ’ αυτήν
της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων του».
Η ψυχή αυτής
της φυλής, προσθέτω εγώ, που αυτή είναι μέσα στους πολεμιστές του Azovstal έχει διαμορφωθεί από την ένωση δύο
παραγόντων: του πολεμικού πνεύματος των Σκανδιναβών Βαράγγων και του Ελληνικού
Πολιτισμού όπως διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο.
Εξάλλου αυτοί οι δύο παράγοντες
είναι και οι βάσεις του Ουκρανικού Πολιτισμού και από αυτό εμφορείται το ποίημα
«Διαθήκη» του Ουκρανού Εθνικού ποιητή Τάρας Σεβτσένκο, σε απόδοση Γιάννη
Ρίτσου.
Σαν θα
πεθάνω να με θάψετε
Πάνω στων
λόφων την γωνία,
Στον κάμπον
τον πλατύν ανάμεσα,
Στη
λατρεμένη μου Ουκρανία.
Να βλέπω τα
φαρδιά χωράφια μας,
Το Δνείπερο
και τους γκρεμούς του
Και μέρα - νύχτα
να αφουγκράζομαι
Τους
βρόντους και τους βρυχηθμούς του.
Κι όταν μια
μέρα φέρει ο Δνείπερος
Το αίμα του
εχθρού από την Ουκρανία
Ως κάτω στο
γαλάζιο ακρόγιαλο
Τότε θ’
αρχίσω νέα πορεία,
βουνά και
κάμπους θε ν’ αφήσω
Κ’ ίσα στο
Θεό να προχωρήσω
να του
προσευχηθώ, μα ως τότε
δεν τον
γνωρίζω το Θεό.
Θάψτε με και
όρθιοι σηκωθείτε,
Τις
χειροπέδες σας συντρίψτε
Και με το
μαύρο το εχθρικό
Αίμα τη
Λευτεριά ραντίστε.
Κ’ εμένα στη
μεγάλη σας φαμελιά κλείστε,
Στη λεύτερη
και νέα σας αγκαλιά
Και να με
μνημονεύετε μη λησμονήστε
Με την καλή,
τη σιγαλή σας τη λαλιά.
Γιώργος Δημητρούλιας
Ο Γιώργος Δημητρούλιας είναι πρώην δημοτικός σύμβουλος της
Καλαμάτας και υπεύθυνος των εκδόσεων «Το Αντίδοτο». Αποχώρησε από την «Χρυσή Αυγή» - της οποίας υπήρξε υπεύθυνος
εξωτερικών επαφών επί σειρά ετών - καθώς και την τοπική οργάνωση της Καλαμάτας
το 2010.
Συμμετείχε στην «Ελληνική Δράση» και διατηρεί εδώ και χρόνια στενές επαφές
με τα εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη.Υπήρξε ένας εκ των εκδοτών του περιοδικού «Έλληνας Εργάτης» και είναι ερευνητής και μελετητής της «Τρίτης Θέσης».
Γνώστης
του Ουκρανικού ζητήματος και της ιστορίας της χώρας, ενώ τυγχάνει και προσωπικός φίλος κορυφαίων στελεχών του
Azov. Συμμετείχε σε
Ουκρανικά συνέδρια και το 2016 επισκέφτηκε το στρατηγείο της Ουκρανικής εθελοντικής
πολιτοφυλακής, γεγονός που προβλήθηκε εκτενώς σε τεύχος αυτόνομου περιοδικού.
Στην μεταλλουργία Azovstalσφυρηλατείται
η ατόφια χαλύβδινη πίστη του Ουκρανικού λαού και οι αδούλωτες καρδιές των εθελοντών
εθνικοεπαναστατών. Τρανό παράδειγμα αντίστασης και αυτοθυσίας για αυτούς που
αντιστέκονται στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Πραγματικοί ήρωες που θα
παραμείνουν απυρόβλητο σύμβολο για τις επερχόμενες γενεές.
Ζήτω η Νίκη!
Άρης Αρίων
Ο Άρης Αρίων υπήρξε πρώην στέλεχος της «Χρυσής Αυγής»
και υπεύθυνος ιδεολογίας για μικρό χρονικό διάστημα, μέλος της συντακτικής
ομάδας του περιοδικού «Αντίδοτο», εκδότης δυο σπάνιων βιβλίων τα οποία μπορείτε
να κατεβάσετε σε .pdf, πρώην σύμβουλος της Ουκρανικής «Τριτοθεσίτικης» ένοπλης
πολιτοφυλακής «Azov», προσωπικός φίλος του εθνικού γραμματέα Andriy Biletsky
καθώς εδώ και χρόνια αρθρογράφος της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου».
Συνέβαλλε
στο παρελθόν στην έκδοση της «Εθνικοσοσιαλιστικής Επιθεώρησης» (Μάρτιος 2013) καθώς
και στο ελληνικό παράρτημα του δικτύου Europa Network μέχρι την εποχή που το
τελευταίο καταστράφηκε από την Mossad. Σήμερα διατηρεί διαδικτυακό ραδιόφωνο
και πολιτικό ενημερωτικό ιστολόγιο. Η πρόσφατη συνέντευξη του σχετικά με την Ουκρανία - η οποία και δημοσιεύτηκε στο αντιφασιστικό «Μακελειό» χωρίς την άδεια της συντακτικής
ομάδας - προκάλεσε τις αντιδράσεις γνωστής πρεσβείας.
Στην Maidan
γεννήθηκαν επαναστάτες, στην Μαριούπολη θέριεψαν Ήρωες.
Krieger
Ο Kriegerείναι
αυτόνομος συναγωνιστής με ιδιαίτερη προσφορά και παρουσία στο επίπεδο των ιδεών εδώ και χρόνια, πρόμαχος της εξωκοινοβουλευτικής δράσης και υποστηρικτής της επαναστατικής μουσικής σκηνής. Γνώστης του Ουκρανικού
ζητήματος και αλληλέγγυος με τους συναγωνιστές του εξωτερικού.
Τάγμα Αζόφ: όταν η θυσία διαλύει κάθε (γεω) πολιτική
ορθότητα
Ναι το ξέρουμε δεν μοιάζουν αυτές οι μάχες με την
παγκοσμιότητα της Ιδέας που στεφάνωνε τους νεκρούς άλλων μεγάλων πολέμων των
Ευρωπαίων αλλά τι με αυτό; Ποιος θάνατος κοστίζει λιγότερο όταν έρχεται μέσα
στη μάχη για την Πατρίδα και την απόκρουση του εισβολέα; Κοστίζει λιγότερο ο
θάνατος κάποιων επειδή τα ΜΜΕ, οι αριστερο - φιλελεύθεροι αμερικανοθρεμμένοι
και οι εθνικό - δεξιοί φίλοι του Κρεμλίνου φωνάζουν με βδελυγμία «ναζί» και
«φασίστες»;
Αυτούς τους μήνες το όνομα Azov έγινε το σύμβολο μιας αποδόμησης κάθε
ανεξάντλητης υποκρισίας και επιφανειακότητας. Η υποκρισία από όλους όσους
κόπτονται δήθεν για την Ουκρανία, που στην ουσία είναι το Νατοϊκό μπλοκ που την
έκανε μαριονέτα στα σχέδια του να προκαλέσει την Σινορωσική συμμαχία, έναν νέο
διπολισμό που διαδέχεται την παγκόσμια επανεκκίνηση της βιοπολιτικης τρόμο - πανδημίας.
Η Ουκρανία για αυτούς είναι ένα δημοκρατικό οικόπεδο στο οποίο πάνω στις ψυχές
ενός περήφανου έθνους πουλάνε τον Δυτικό
ανθρωπισμό τους. Ας μην γελιόμαστε ούτε αυτοί ήθελαν την αντίσταση των Ουκρανών
να κρατήσει τόσο, ούτε αυτοί επίσης
ενοχλήθηκαν που σε αυτόν τον πόλεμο το Azov είχε μεγάλες απώλειες γιατί
εθελοντικά έθεσε εαυτόν στην πρώτη γραμμή της Πατρίδας και της Ιδέας που
καθορίζει τους μαχητές του χρόνια τώρα.
Υποκριτές οι Ρώσοι ηγέτες
που ήθελαν και αυτοί από την αρχή το φιάσκο αυτής της εισβολής να το στήσουν
πάνω στο δημοκρατικό αντιναζιστικό ιδεολόγημα ότι θέλουν τάχα να «απελευθερώσουν»
τους ρωσόφωνους από το Azov.
Ίδιοι όπως πάντα στο αντιφασιστικό δημοκρατικό τους ήθος με τους «εχθρούς» τους
Αμερικάνους που ποτέ τους άλλωστε δεν πολέμησαν ούτε αντάλλαξαν ούτε ένα βόλι, αλλά κατά τα άλλα είχαν ένα μοιρασμένο κόσμο για σχεδόν μισό αιώνα σε απόλυτη
ισορροπία που την έλεγαν ψυχρό πόλεμο ... άλλο φιάσκο και αυτό.
Υποκριτές και επιφανειακοί
όλοι όσοι στην Ελλάδα έκριναν το Ουκρανικό μόνο στο επίπεδο της γεωπολιτικής
ανάλυσης, σαν επιστήμονες μέσα σε θερμοκήπια της γεωστρατηγικής που άλλωστε όλοι
τα έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα με το τσουβάλι. Ορθόδοξοι που δεν σέβονται
την Ορθοδοξία και την ταυτίζουν με τον Κύριλλο της Μόσχας, αριστεροί από τον
ΣΥΡΙΖΑ ως το ΚΚΕ και την άκρα αριστερά που σύσσωμοι κρατάνε δήθεν αποστάσεις
και χαίρονται στην ουσία σαν παράλυτοι, επειδή ο δυνατός που διάλεξαν δήθεν
πολεμάει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ... και κυρίως τους φασίστες του Azov.
Εθνικιστές (;) που βρίσκουν ιδεολογική συμμαχία μεταξύ αντί - διαφωτισμού και
Ευρασιανισμού μιας Πουτινικής βερσιόν για να μας κουνήσουν το χέρι γιατί δεν
πιάνουμε τα μεγάλα νοήματα της νέας (;) αυτοκρατορικής ελπίδας της Ευρώπης που
λέγεται Ρωσία, αυτοί ακόμα πιο φανατικοί δικάζουν ... τους μαχητές του Azov«γιατί
τα παίρνουν από τους Αμερικανούς» που πολεμούν για τις εστίες τους και δεν πήγαν
να αυτομολήσουν στον αντίπαλο στρατό για να εξιλεωθούν επαναστατικά ...
Όλοι
αυτοί ενώνονται από κάτι κοινό. Τον απόλυτο σεβασμό της διπολικής κυρίαρχης
συστημικής λογικής, την αδιαφορία για οποιαδήποτε αντισυστημική πολιτική και
ιδεολογική δράση στην χώρα που ζούμε, ουτιδανοί μεταπράτες ελπίδας και
ψεμάτων προς εισαγωγή στον δύσμοιρο ιθαγενή, κορδώνονται πνευματικά που τσακίζουν
με τις πένες τους … εμάς τους αδαείς που χαιρετίζουμε την Ηρωική,
Εθνικοεπαναστατική και Τριτοθεσίτικη στάση ζωής και θανάτου που κράτησαν για τα
πιστεύω τους τα μέλη του Azov.
Όχι δεν υπάρχει θέμα Πανηγυρικών λόγων. Δεν τις χρειάζονται όταν κάποιοι δεν ξέρουν
αν θα ξαναδούν το ξημέρωμα, τα αγαπημένα τους πρόσωπα, το απλό φως. Ο Mussolini έλεγε πως υπάρχει
αγιότητα στην αριστοκρατία των χαρακωμάτων και με αυτή την αντί - ορθολογιστική
έννοια όσοι κείτονται εκεί αδιαφορούν ποιος μικροαστός γραικύλος θα τους
κατατάξει με τους Νατοϊκούς ή με τους Ρώσους που υπηρετούν το Πεκίνο ...
Ο
δικός τους δρόμος και το καθήκον τους οδηγεί σε μια Τρίτη εκτός πλαισίου
διάσταση. Οφείλουμε το ελάχιστο, να αναγνωρίσουμε στον αγώνα και την θυσία των
μαχητών του Azovότι
μας υποχρεώνουν να απαντήσουμε στον εαυτό μας: Εμείς για την Πατρίδα σε
κατάσταση εισβολής άραγε θα νοιαζόμασταν ποιος γραμματιζούμενος θα μας
χαρακτήριζε αντεπαναστάτες;
Ο γαλανόλευκος αντιφασισμός είναι μια πνευματική πανώλη
που εκτός από την πλήρη επικράτηση του σαν ιδεολογικό λόμπι ενάντια στην εθνική
και πατριωτική αριστερά πέρασε σαν ιός και στον εθνικιστικό χώρο. Και είναι
πάντα «φοβερός» στις εκφράσεις, στις αναλύσεις και στα επαναστατικά λογύδρια.
Αν δεν είναι λυμένο το εθνικό ζήτημα και η πλήρης προστασία της εθνικής κοινότητας
καμία σοσιαλιστική λύση δεν δύναται να υπάρξει. Άρα οι επαναστάτες πρώτα
κερδίζουν τον εξωτερικό εχθρό και ύστερα στρέφονται στον εσωτερικό εχθρό σε
περίπτωση κρίσης της ακεραιότητας του Έθνους.
Το ότι το Azovμας
υπενθύμισε με τον πιο αυθεντικό και δραματικό τρόπο αυτή την αλήθεια αρκεί για
να πούμε πως η συμβολή τους είναι ήδη τεράστια για την Ευρωπαϊκή εθνική
πολιτική εμπειρία της εποχής μας.
Nero Valois
Ο NeroValoisείναι
αυτόνομος συναγωνιστής, μέλος της συντακτικής ομάδας του «Μαύρου Κρίνου», ερευνητής και αναλυτής της «Τρίτης Θέσης» αλλά και της Φασιστικής ιδεολογίας, άριστος γνώστης των γεωπολιτικών συνθηκών και εξελίξεων.
από τον πρόλογο του βιβλίου «Η διάλυση του συστήματος»
Το 1969 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία της Ιταλίας ένα έργο
ριζοσπαστικό και επαναστατικό για τα συντηρητικά ακροδεξιά δεδομένα της εποχής,
του στυγνού και ξερού αντικομουνισμού. Πρόκειται για το έργο, σταθμό του Franco
Freda, «Η διάλυση του συστήματος», που επηρέασε σημαντικά τους νεαρούς
νεοφασίστες εκείνων των χρόνων και τάραξε πάρα πολύ τα πολιτικά νερά των
ριζοσπαστικών κινημάτων, αλλά κυρίως τους βολεμένους πατριώτες στις τάξεις του
MSI.
Σύμφωνα με την θεωρία του Freda, το αποτέλεσμα της
ευρωπαϊκής ανάπτυξης είναι ο καπιταλιστικός - αστικός κόσμος, που διέπεται από
τον οικονομικό παράγοντα και από την αρχή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από
τον άνθρωπο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη της αστικής τάξης θα εξαρτιόταν
από την επιβίωση του ίδιου του κρατικού συστήματος, από το οποίο θα αντλούσε
τροφή και προστασία. Απέναντι σε αυτόν τον εκφυλισμό ο Freda ήλπιζε στη
συγκρότηση ενός Λαϊκού Κράτους, πολύ παρόμοιου με αυτά του λεγόμενου
πραγματικού σοσιαλισμού. Στην εξωτερική πολιτική, το νέο κράτος θα έπρεπε να
είχε καταγγείλει το Ατλαντικό Σύμφωνο, να σπάσει τις συμμαχίες με τις
«υπερεθνικές νεοκαπιταλιστικές δομές» και να συνάψει συνθήκες με «τα πραγματικά
αντικαπιταλιστικά κράτη».
Ο Freda λοιπόν θεώρησε την ολοκληρωτική ανατροπή του
υπάρχοντος πολιτικού συστήματος μέσω μιας «γρήγορης δράσης» που θα οδηγούσε
στην «επιτάχυνση της αιμορραγίας» και, ως εκ τούτου, στο «θάψιμο του πτώματος».
Σε αυτό το πλαίσιο - στο οποίο η επίθεση κατά της αστικής κοινωνίας ήταν
αναπόσπαστο μέρος της νεοφασιστικής κουλτούρας όπως ήταν και της φασιστικής - η
πρωτοτυπία της προσέγγισης του Freda εξαρτιόταν επίσης από τη θεωρητικοποίηση
του λεγόμενου «επαναστατικού ενιαίου μετώπου».
Αυτό δεν πρέπει να γίνει κατανοητό ως απλή θεωρητική
υπόθεση, αλλά ως μια συγκεκριμένη στρατηγική πρόταση. Έτσι, σφυρηλατώντας
«πολιτικούς στρατιώτες» στους οποίους «η αγνότητα δικαιολογεί κάθε σκληρότητα
και η αδιαφορία κάθε πονηριά», θα πρέπει να δημιουργηθεί μια επιχειρησιακή
μονάδα με όλες τις αντισυστημικές δυνάμεις των λεγόμενων ακροδεξιών και
ακροαριστερών δυνάμεων.
«Η διάλυση του συστήματος» φανερώνει μια διαίσθηση που έχει
αναπτυχθεί από τον συγγραφέα στην πολιτική πρακτική όχι λιγότερο από ό,τι στο
εκδοτικό έργο: τη δυνατότητα αντιστροφής της τάσης φθοράς της Δύσης,
αποκατάστασης του αέρα Gestalt μέσω της αποσύνθεσης του πολιτισμού του Τρίτου
Κράτους.
Ορίζοντας τον εαυτό του ως «ναζιμαοϊστή», ο Freda
κατηγορήθηκε επίσης για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Εξαιρετικός θεωρητικός και
δηλωμένος αντιακαδημαϊκός, στο βιβλίο που θα διαβάσετε με προσοχή
θεωρητικοποιεί τον αριστοκρατικό κομμουνισμό και το Μανιφέστο της Ομάδας του,
στο οποίο θέτει τις συντεταγμένες της σκέψης του.
«Είμαστε: κατά των πολιτικών κομμάτων. Από τα σημερινά
πολιτικά κόμματα εμφανίζονται μόνο πολιτικές θέσεις στο σούρουπο, που μπορούν
μόνο να αποτελέσουν το στήριγμα για την επιτυχία των ολιγαρχικών ομάδων που
σίγουρα δεν παρεμβάλλονται στον γενικό τρόπο ύπαρξης μας.
Είμαστε αντιδημοκρατικοί: τα φετίχ των καπιταλιστικών και
μπολσεβίκικων δημοκρατιών είναι υπεύθυνα για την κατάρρευση των πολιτικών αξιών
και για το ηθικό τραύμα που έχει διαλύσει τα άτομα, αποξενώνοντάς τα από την
οργανική ζωή του κράτους.
Είμαστε ενάντια σε ορισμένες εξάρσεις του εθνικισμού,
οι οποίες πιστεύουμε ότι έχουν συντρίψει το ενιαίο υπόστρωμα του δυτικού
πολιτισμού στις ιστορικές τους επιπτώσεις.
Είμαστε αντι - αστοί: η αστική τάξη, κατανοητή ως ψυχική
κατάσταση και οικονομική προοπτική του κόσμου, είναι πρωταρχικά υπεύθυνη για
αυτό το κλίμα που διαλύεται […]
Είμαστε υπέρ ενός τρόπου ζωής που κανένα κόμμα
δεν μπορεί να μας δώσει. αλλά μόνο μια τάξη ιδεών, μια διαφοροποιημένη ενότητα
περιπτώσεων, η συναγωνιστικότητα (cameratismo) στον αγώνα ενάντια σε ένα
ελαττωματικό σύστημα.
Είμαστε υπέρ μιας αριστοκρατίας που είναι μια ριζική
απόρριψη του μοντέλου της ισότητας. Έχουμε μια ιεραρχική και οργανική προοπτική
[…]
Είμαστε υπέρ των πολιτισμών της Ευρώπης και της Δύσης, με τους Μύθους και
τις Παραδόσεις τους, πέρα από τον εγωισμό και τους στείρους επαρχιωτισμούς
στους οποίους καταλήγει η σημερινή εθνικιστική νοοτροπία.
Είμαστε υπέρ μιας παραδοσιακής αντίληψης ύπαρξης στην οποία
οι εξοργισμένες και ανώμαλες προτάσεις της κοινωνίας και της οικονομίας δίνουν τη
θέση τους σε ηρωικές αξίες του πνεύματος που νοούνται ως Τιμή, Ιεραρχία,
Πιστότητα.»
Η λέξη disintegrazione, σημαίνει μια πιο «σκληρή και
βίαιη διάλυση» του συστήματος
Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, 5 Μαΐου 1821, στο νησί
Αγία Ελένη, ο καιρός είναι υπέροχος. Ο Hudson Lowe, ο αμβλύς και ανόητος
κυβερνήτης του νησιού, πηγαίνει στο Longwood House, την κατοικία του εξόριστου για
να γίνει μάρτυρας του αργού θανάτου του Ναπολέοντα. Όταν φτάνει μαθαίνει ότι ο
κρατούμενος του δεν έχει πλέον τις αισθήσεις του. Ο ήλιος εισβάλλει στο μικρό
δωμάτιο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι τελευταίοι πιστοί, συνολικά 16 άτομα,
κάνουν κύκλους γύρω από το κρεβάτι εκστρατείας του αυτοκράτορα τους, το ίδιο
που χρησιμοποιήθηκε στο Austerlitz. Τα βλέμματα δεν ξεκολλούν από το κέρινο πρόσωπο,
αδυνατισμένο πια και με χαρακτηριστικά που μέσα στην αγωνία μοιάζουν όλο και
περισσότερο με αυτά του στρατηγού Βοναπάρτη. Στο τέλος του απογεύματος, η
αναπνοή γίνεται σύντομη και δύσκολη. Ο Ναπολέων εγκαταλείπει τον εαυτό του αργά
πολύ αργά, και γλιστρά προς τον θάνατο.
Όταν ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα, η αναπνοή σταματά.
Ο Κορσικανός γιατρός Antommarchi αγγίζει την κατάλληλη φλέβα και κουνάει το κεφάλι του. Κάποιος
σηκώνεται και σταματά το ρολόι. Είναι 17.49. Ο κρατούμενος της Αγγλίας, ο
μικρός δεκανέας που η ζωή του κόπηκε στο σιδερένιο κρεβάτι του, ο καρκίνος του
στομάχου, εξακολουθεί να τρομάζει τον κόσμο. Στην Αγία Ελένη, ο αυτοκράτορας
είχε προβλέψει στους συγκρατούμενούς του: «Θα
ακούτε ακόμα στο Παρίσι να φωνάζουν «Ζήτω ο Αυτοκράτορας». Οι τελευταίες
λέξεις που ειπώθηκαν πριν λήξουν είναι "France, armée, tête d'armée,
Joséphine ..." που σημαίνει: "Γαλλία, στρατός, αρχηγός στρατού,
Ζοζεφίνα...", το όνομα της πρώτης του συζύγου, που στέφθηκε αυτοκράτειρα
από τον ίδιο.
Στις μέρες της αγωνίας ονομάζει πολλές φορές τον γιο του, Βασιλιά
της Ρώμης πλέον Αυστριακό δούκα και
μεταξύ άλλων λέει, απευθυνόμενος στα 16 μέλη της συνοδείας του: «Όταν πεθάνω, ο καθένας σας θα επιστρέψει
στην Ευρώπη. θα ξαναδείτε τις γυναίκες σας
και εγώ στο μεταξύ θα συναντήσω τους στρατιώτες μου στα Ηλύσια Πεδία.
Όλοι θα έρθουν να με συναντήσουν: Davout, Duroc, Ney, Murat, Massena, Berthier,
Desaix και θα μιλήσουμε για κοινές μας επιχειρήσεις. Θα τους πω τα τελευταία
γεγονότα της ζωής μου και όταν με δουν θα τους πάρει ο αρχαίος ενθουσιασμός, η
αρχαία δόξα. Μετά θα κουβεντιάσουμε με τους άλλους μεγάλους των πολέμων μας, με τον Αννίβα, τον
Καίσαρα και τον Φρειδερίκο τον Μεγάλο. Θα
είναι χαρά. Όσο εδώ κάτω στη γη δεν φοβούνται βλέποντας τόσους πολλούς
στρατιώτες μαζί».
Ένας ελληνορωμαϊκός τρόπος να δεις τον άλλον κόσμο.
Είναι θαμμένος σε έναν ανώνυμο τάφο γιατί ο κυβερνήτης θα ήθελε να γραφτεί
Napoleon Bonaparte και οι Γάλλοι σκέτο Napoleon. Για τον κυβερνήτη τον οποίο οι
ίδιοι οι Βρετανοί θα επέκριναν αργότερα για κυνισμό, ήταν μόνο στρατηγός, για
τους Γάλλους Αυτοκράτορας. Από τότε, ένας Άγγλος φρουρός φρουρεί τον τάφο και
θα το κάνει για 19 χρόνια. Στις 12 Μαρτίου 1840 ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών,
De Remussat, κοινοποίησε στην αίθουσα ότι ο βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος των
Bourbon - Orleans διέταξε τον γιο του Francesco d'Orleans, πρίγκιπα της Jonville
να πάει στην Αγία Ελένη με τη φρεγάτα
Belle - Poule για να παραλάβει τα φτωχά οστά του Ναπολέοντα και έτσι στις 16
Οκτωβρίου στο νησί αυτό έγινε η
επιβίβαση της σορού.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1840, το πλοίο Belle - Poule έφτασε
στο Cherbourg, ανάμεσα σε μια μυριάδα σκαφών αναμονής, το φέρετρο πέρασε στο
ατμόπλοιο Normandie και ανεβαίνοντας τον Σηκουάνα έφτασε στο Παρίσι στις 14
Δεκεμβρίου. Στις 15, όταν αποβιβάστηκε το σώμα, σχηματίστηκε μια επιβλητική
πομπή που στη συνέχεια σταμάτησε κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και διέσχισε
πανηγυρικά τα Ηλύσια Πεδία. Στο κτίριο των Ανάπηρων Πολέμου (που είχε φτιάξει ο
ίδιος ο Αυτοκράτορας), ο πρίγκιπας
Φραγκίσκος του Jonville είπε στον βασιλιά τον πατέρα του μια μόνο πρόταση «Κύριε, παρουσιάζω το σώμα του Ναπολέοντα»,
και ο Λουδοβίκος Φίλιππος απάντησε «Το λαμβάνω στο όνομα της Γαλλίας». Στις
15 έγινε η μεγαλειώδης τελετή ...
Ποιο ήταν όμως το κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο
συνέβησαν όλα; Το προηγούμενο βράδυ στο Παρίσι - το βράδυ της 14ης -
είχε συμβεί ένα εξαιρετικό γεγονός. Από κάθε μέρος της Γαλλίας, λέγεται ότι
100.000 άτομα, μικροί και μεγάλοι, στρατιώτες του Ναπολέοντα με τις παλιές
ένδοξες στολές τους είχαν συγκεντρωθεί στις όχθες του Σηκουάνα, περιμένοντας
τον μικρό δεκανέα, ξαναστήνοντας τις σκηνές των Ναπολεόντειων στρατοπέδων της
Μεγάλης Στρατιάς. Μάταια οι Παριζιάνοι πρόσφεραν φιλοξενία στα σπίτια τους. Ήθελαν
να επαναλάβουν όμως όλα εκείνα που
προέβλεπαν τις ιστορικές μάχες που κέρδισαν σε όλη την Ευρώπη. Αυτή ήταν, στο Παρίσι, η μεγαλύτερη αφύπνιση όλων των
εποχών και παρά την παρουσία ενός τεράστιου πλήθους κόσμου, η νύχτα πέρασε σε
μια σχεδόν εξωπραγματική σιωπή. Αλλά αυτό που εντυπωσίασε περισσότερο τους
προσεκτικούς χρονικογράφους δεν ήταν ούτε αυτοί, στους οποίους ο Ναπολέων είχε αφυπνίσει
τις ιδέες της κατάκτησης, ούτε η μεγαλειώδης τελετή προς τιμήν ενός ανθρώπου
που έμπαινε στον θρύλο, αλλά οι εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες και ταπεινοί
άνθρωποι, που τον είχαν πλησιάσει για να γευτούν τη συγκίνηση της απόδρασης από
την μετριότητα και να ζήσουν στο κλίμα
του μεγαλείου.
Συνωστισμένοι στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, 500.000
άνθρωποι έκλαιγαν σαν ορφανά παιδιά καθώς περνούσε το φέρετρο. Πολλοί του το
χρωστούσαν αν δεν ήταν πια υπηρέτες, σε πολλούς από αυτούς είχε εγγυηθεί -
χειραφετώντας τους - τα εδάφη της φεουδαρχίας και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων.
Πολλοί που, λόγω της καταπίεσης και των εξευτελισμών που υπέστησαν, είχαν
πληγές στο σώμα και στην ψυχή, όσο βαθιές κι αν ήταν, αυτός, καταστρέφοντας το
φεουδαρχικό καθεστώς, είχε απαλύνει εκείνες τις πληγές που σχεδόν είχαν γίνει
πληγές. Και όπως είχε προφητεύσει, η κραυγή «Ζήτω ο Αυτοκράτορας» ακούστηκε
ξανά στους δρόμους του Παρισιού. Στις 2 Απριλίου 1861, ο ανιψιός του Ναπολέων
Γ', σε μια ιδιωτική τελετή, μεταφέρει τη σορό στην τελευταία του πανηγυρική
κατοικία. Για την ιστορία, ο συγγραφέας θέλει επίσης να αναδείξει τη μοίρα του
Longwood House, της κατοικίας του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α' κατά την
εξορία του στο νησί της Αγίας Ελένης από τις 10 Δεκεμβρίου 1815 έως τις 5 Μαΐου
1821, την ημερομηνία του θανάτου του.
Αναπαύσου εν ειρήνη, αναμορφωτή της Ευρώπης μας!
«Υπάρχουν
μόνο δύο δυνάμεις στον κόσμο, το σπαθί και το πνεύμα. Μακροπρόθεσμα, το σπαθί
κερδίζεται πάντα από το πνεύμα».
Με το παρακάτω άρθρο, θα αναφερθούμε σε μια περίοδο όπου οι νεαροί συναγωνιστές
στην Ιταλία, έχασαν ένα πολύ σημαντικό «ραντεβού» με την ιστορία που θα
επηρέαζε και τα υπόλοιπα εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη.
Και δυστυχώς, όλα
αυτά, άγνωστα στο ευρύ κοινό του «χώρου» στην Ελλάδα, τα οποία δεν έγιναν
μάθημα στους τότε Έλληνες εθνικιστές που ακολούθησαν και αυτοί, οι περισσότεροι
ίσως, μια κλασικά «πατριωτική» ακροδεξιά γραμμή, συμπλέοντας μέσα από διάφορες μορφές
με το καθεστώς.
Το 1970, ένας από τους λαμπρότερους διανοούμενους
νεοφασίστες της εποχής, ο Adriano
Romualdi, προσπάθησε να προτείνει μια εις βάθος ανάλυση της φοιτητικής
διαμαρτυρίας του ΄68 και την μεγάλη ευκαιρία να πάρουν τα ηνία οι νεοφασίστες
μέσα από τις φοιτητικέςεξεγέρσεις.
Μέσα από τους προβληματισμούς του
προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις αιτίες για τις οποίες η εξέγερση της νεολαίας είχε
στραφεί οριστικά προς τα αριστερά.
Ο διανοούμενος, πρώτα απ' όλα, υποστήριξε ότι η
φοιτητική διαμαρτυρία, εκτός από το αποτέλεσμα της ζημιάς που προκάλεσε ο
καταναλωτισμός και ο αμερικανισμός, αντιπροσώπευε την: «εξέγερση των μακρυμάλληδων, των βρώμικων ανδρών, των μπολσεβίκων του σαλονιού,
μιας νεολαίας που αντί για καμένη, θα μπορούσε να οριστεί ως κοιμισμένη».
Το 1969 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία της Ιταλίας ένα έργο
ριζοσπαστικό και επαναστατικό για τα συντηρητικά ακροδεξιά δεδομένα της εποχής,
του στυγνού και ξερού αντικομουνισμού.
Πρόκειται για το έργο, σταθμό του Franco
Freda, «Η διάλυση του συστήματος», που επηρέασε σημαντικά τους νεαρούς
νεοφασίστες εκείνων των χρόνων και τάραξε πάρα πολύ τα πολιτικά νερά των
ριζοσπαστικών κινημάτων, αλλά κυρίως τους βολεμένους πατριώτες στις τάξεις του
MSI.
«Η διάλυση του συστήματος» φανερώνει μια διαίσθηση που έχει
αναπτυχθεί από τον συγγραφέα στην πολιτική πρακτική όχι λιγότερο από ό,τι στο
εκδοτικό έργο: τη δυνατότητα αντιστροφής της τάσης φθοράς της Δύσης,
αποκατάστασης του αέρα Gestalt μέσω της αποσύνθεσης του πολιτισμού του Τρίτου
Κράτους.
Μέσω αυτής της πρόκλησης, στην πραγματικότητα, η
πρόθεση ήταν να υπάρξει ένα βαρύ κατηγορητήριο, αντιμετωπίζοντας από τα δεξιά,
τον ρόλο που έπαιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή το νεοφασιστικό κόμμα MSI. Το
φοιτητικό κίνημα τόσο φτωχό σε πολιτιστικές αναφορές - κατά τη γνώμη του
Romualdi πάντα - είχε κεφαλαιοποιηθεί από την αριστερά, επειδή η δεξιά είχε
επιλέξει να ασκήσει μια «ανόητη αξιοπρέπεια», βασισμένη σε μια εγγύηση εθνική,
σίγουρα καθολική, σίγουρα αντιμαρξιστική. Έτσι ανέθεσε σε άλλους τη σημαία της διαμαρτυρίας και της
εξέγερσης ενάντια στην αστική τάξη.
(ας βάλουμε τις αντίστοιχες αναλογίες και σε
ότι συνέβη με την ακροδεξιά στην Ελλάδα)
Έγραψε ο ίδιος:«Πώς
γίνεται μια επανάσταση τόσο κραυγαλέα και αυθεντική να έχει καταφέρει να
επιβληθεί στη νεολαία και όχι μόνο στους πιο κομφορμιστές, αλλά και στους πιο
ενεργητικούς και ευφάνταστους; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί τίποτα δεν υπήρχε στην
άλλη πλευρά. Θαμμένη κάτω από ένα σωρό
αστικής και πατριωτικής αδιαφορίας η
δεξιά δεν είχε πια σύνθημα να δώσει στη νεολαία. Σε μια εποχή αυξανόμενου
ενθουσιασμού μεταξύ των νέων, τους είπε απλά “να είστε καλά”. Απολιθωμένες στα χαρακώματα της οπισθοφυλακής του αστικού πατριωτισμού, οι επίσημες
οργανώσεις νεολαίας ευδοκίμησαν χωρίς καμία επαφή με τον κόσμο των ιδεών, του
πολιτισμού, της ιστορίας. Μια ανάσα ανέμου ήταν αρκετή για να σαρώσει αυτή την
αδράνεια που ήθελε να είναι πονηρή, αλλά ήταν μόνο ανόητη. Αρκούσαν οι πρώτες
καταλήψεις για να καταλάβουμε ότι από την άλλη πλευρά - αυτή της δεξιάς - δεν
είχε μείνει τίποτα. Όταν οι κόκκινες σημαίες κυμάτισαν σε εκείνα τα
πανεπιστήμια πολλοί κοίταξαν προς τα
δεξιά, περίμεναν ένα σημάδι. Αλλά το σημάδι δεν ήρθε ποτέ. Έχοντας ωριμάσει
στους κομματικούς διαδρόμους, σε ένα πονηρό και σάπιο κλίμα, η λεγόμενη άρχουσα
τάξη της δεξιάς νεολαίας δεν είχε απολύτως τίποτα να πει μπροστά στην τρομερή
ιδεολογική επίθεση της αριστεράς. Απλώς εξαφανίστηκε».
Ενώ η αριστερά λοιπόν, με ένα δίκτυο πολιτικών και
πολιτιστικών κύκλων, είχε ξεσηκώσειμια
ολόκληρη σειρά επαναστατικών θεμάτων, η νεολαία της δεξιάς είχε τιμωρηθεί επειδή «φύλαγε» το τρίπτυχο «Θρησκεία - Πατρίδα - Οικογένεια».Οι θεωρητικές και πρακτικές επεξεργασίες του Romualdi, μπορούν να φανούν χρήσιμες για τον
προβληματισμό του θέματος που ελάχιστα πραγματεύεται η ιστορία για τηνσχέση μεταξύ της δεξιάς και της διαμαρτυρίας
του '68 μέσα στο νεοφασιστικό περιβάλλον. Πάντως η αλήθεια είναι ότι το ξέσπασμα
της φοιτητικής διαμαρτυρίας προκάλεσε μια στιγμή κάποιον αποπροσανατολισμό στον
χώρο τότε. Οι απόψεις για το κίνημα διαμαρτυρίας, στην πραγματικότητα, ήταν
διαφορετικές. Το MSI αιφνιδιάστηκε, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα νέο
φαινόμενο που ήταν η κρίση του
αναπτυξιακού μοντέλου και την συνακόλουθη είσοδο του στο παιχνίδι των κοινωνικών ζητημάτων.
Αυτό που
τονίζειο Ιταλός διανοούμενος και
θεωρητικός στο δοκίμιο του για τον Μάη του '68 και την χαμένη ευκαιρία είναι
πολύ σημαντικό: «Αν, αφενός, το νεοφασιστικό
κόμμα ήταν πεπεισμένο ότι οι ανεπάρκειες του ιταλικού πανεπιστημίου ήταν
τέτοιες που το έκαναν μόνο ένα απλό και άδειο «εργοστάσιο γνώσης» παρέχοντας πλήρη νομιμότητα στις εξεγέρσεις
των φοιτητών, από την άλλη πλευρά
υποστήριξε ότι στη βάση αυτών των κακών υπήρχε μια αναχρονιστική και ανήθικη κακή πρακτική, που
κληρονομήθηκε από ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο κανείς δεν αναγνώριζε τον
εαυτό του». Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, αν οι φοιτητές είχαν δίκιο
να διαμαρτυρηθούν, οι μέθοδοι τους θεωρήθηκαν λανθασμένοι από το MSI, αφού βασίζονταν στα σχέδια των
κομμουνιστικών μεθόδων και ιδεών που ως
καλοί «δάσκαλοι της αναταραχής» κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κλίμα «αναρχίας»
και «τρόμου». Έτσι το νεοφασιστικό
κόμμα θέλησε να παρουσιαστεί από την πρώτη
στιγμή, ως το προπύργιο της τάξης και της παράδοσης, αγνοώντας ότι τα αιτήματα
των νεαρών διαδηλωτών συμμερίζονταν κατά κάποιο τρόπο κάποιοι και από τους
αγωνιστές του που ήταν νέοι και φοιτητές. Αν από τη μια το
MSI οδηγούμενο από μια ακραία αντικομμουνιστική
εμμονή, επανέλαβε ότι αυτή η γενιά σε εξέγερση ήταν απλώς ζωντανή απόδειξη της
κομμουνιστικής πρόκλησης, από την άλλη ορισμένα στοιχεία της νεαρής ιταλικής
δεξιάς, από τη δική τουςάποψη ένιωθαν
μέρος αυτού του συνόλου.
Στην πραγματικότητα, ήδη από τον Ιανουάριο του 1967,
στο Πανεπιστήμιο της Perugia όπου το FUAN (η φοιτητική νεοφασιστική οργάνωση)ήταν πολύ δραστήριο, οι δεξιοί φοιτητές υποστηρίζοντας τη διαμαρτυρία των υπευθύνων
βοηθών και καθηγητών που ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν απεργία που
διακηρύχθηκε σε εθνική κλίμακα από τα συνδικάτα, είχε αισθανθεί τον επείγοντα
χαρακτήρα μιας ξαφνικής πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης. Με την ευκαιρία αυτή, ο
πρόεδρος του FUAN από την Perugia, ο Luciano Laffranco επεσήμανε ότι είναι πλέον
καιρός να ευαισθητοποιηθεί το κοινό ώστε να συνειδητοποιήσει τα πραγματικά
προβλήματα που υπάρχουν στα ιταλικά πανεπιστήμια, προκειμένου να εφαρμοστεί μια μορφή συγκλονιστικής διαμαρτυρίας μέσω της
ταυτόχρονης κατάληψης όλων των Iταλικών
πανεπιστημίων.
Στη βάση των δηλώσεων του Laffranco υπήρχε η
συνειδητοποίηση ότι οι εξεγέρσεις της νεολαίας υποκινούνταν από πραγματική
δυσφορία των γενεών. Ο πρόεδρος της φοιτητικής οργάνωσης, μάλιστα, υπενθύμισε
αργότερα ότι τα χρόνια '67 -'68 υπήρχε «η
ένωση όλων των νέων στη διαμαρτυρία εναντίον εκείνης της κοινωνίας, εκείνου του
σχολείου, εκείνου του κράτους, εκείνου του διευθυντή». Από την άλλη, η αντίληψη για την ύπαρξη μιας όχι
απαραίτητα αριστερής ψυχής της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας είχε ήδη αναδυθεί
μέσα στο δεξιό πολιτιστικό περιβάλλον. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τον Φεβρουάριο
του 1968, ταυτόχρονα με εκείνα τα γεγονότα, κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία ένα
νέο έργο του Julius Evola, το «L' arco e la clava», το οποίο παρουσίαζε κάτι
πολύ σοφό και επίκαιρο αυτό το τρίπτυχο: Η νεολαία, οι αριστεροί και οι δεξιοί
αναρχικοί. Το βιβλίο του Evola, το οποίο, μεταξύ άλλων, εξαντλήθηκε μέσα σε
λίγους μήνες, φαινόταν να σηματοδοτεί κατά μία έννοια, ότι αυτές οι εξεγέρσεις
των νέων δεν είχαν πολιτικό προσανατολισμό, αλλά ανταποκρίνονταν σε
πραγματικούς λόγους. Ακόμα κι αν δεν πρέπει να αγνοηθούν άλλες πτυχές, όπως
η ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ιταλίας εκείνα τα χρόνια και
οι επιρροές των διεθνών γεγονότων, το στοιχείο των γενεών αντιπροσώπευε ένα «ακαταμάχητο» γεγονός που κόλλησε στη φοιτητική διαμαρτυρία του 1968.
Οι νέοι που ήταν και που ετοιμάζονταν να
γίνουν πρωταγωνιστές αυτού του τρομερού κινήματος διαμαρτυρίας ήταν άνθρωποι
που είχαν περίπου την ίδια ιστορική εποχή, που είχαν μοιραστεί τις ίδιες
ανησυχίες, τους ίδιους φόβους, τις ίδιες εμπειρίες και τα ίδια προβλήματα. Σκόπευαν να δημιουργήσουν και να επιβεβαιώσουν με
δύναμη έναν νέο κόσμο συνδεδεμένο με τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις συνήθειες
της εποχής και ήταν ταπαιδιά του οικονομικού θαύματος της Ιταλίας,
τα παιδιά μιας κοινωνίας που παρά την
ευημερία της, δυσκολευόταν ακόμα να αλλάξει. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι,
οδηγούμενοι από ιδέες που στοχάζονταν έναν πολιτισμένο κόσμο που είχε επιτέλους
φτάσει στην ηλικία της ευημερίας, καλλιέργησαν την ελπίδα ότι αυτό θα μπορούσε
να γίνει κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Με άλλα λόγια, μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι το κίνημα
διαμαρτυρίας του 1968, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας του, ήταν ένα φαινόμενο
γενεών που, τουλάχιστον με κάποιο τρόπο και σε ορισμένες περιπτώσεις,
προσέγγιζε - ή προσπάθησε να το κάνει - νέους διαφορετικών πολιτικών
προσανατολισμών, δηλαδή αν και
μοιράζονταν το ίδιο άγχος των γενεών, ξεσήκωσαν τη διαμαρτυρία τους από δύο
αντίπαλα ριζοσπαστικά πολιτικά στρατόπεδα.Όπως αναφέρθηκε λοιπόν παραπάνω, στο νεοφασιστικό χώρο
υπήρχε μια ισχυρή αντίθεση μεταξύ της τάξης της ηγεσίας του MSI. Οι υπεύθυνοι
του είδαν σε μια τέτοια κοινωνική αναταραχή την υπόθεση της
κατάστασης έκτακτης ανάγκης και το εξεγερσιακό πνεύμα των περισσότερων αγωνιστών
των οργανώσεων νεολαίας που τους ώθησε να ενταχθούν στους εκφραστές του αγώνα
ενάντια στο σύστημα.
Τέτοιες διαφοροποιήσεις εμφανίστηκαν και στις
εφημερίδες και τα περιοδικά του χώρου. Μάλιστα οι περισσότερες «δεξιές» εφημερίδες επέκριναν
σκληρά τις ταραχές της νεολαίας. Μόνο ένα περιοδικό καλωσόρισε τη φοιτητική
διαμαρτυρία ως πιθανή στιγμή ενότητας των γενεών. Ήταν η εφημερίδα "L' Orologio"
(Το Ρολόι), η οποία παρακολουθούσε στενά τα γεγονότα των διαδηλώσεων, ειδικά
στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και η οποία
υποστήριξε εκείνους τους νεαρούς νεοφασίστες που παραβαίνοντας τις εντολές του MSI, άρχισαν επιφυλακτικά
να συμμετέχουν στιςσυνελεύσεις του
φοιτητικού κινήματος. Ανάμεσα στα κινήματα της Ιταλικής νεοφασιστικής «δεξιάς»
που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα, στην
πραγματικότητα, η ομάδα του «L’ Orologio» κατέλαβε μια ιδιαίτερη θέση. Λόγω των
ζητημάτων που αντιμετώπιζε και της προσοχής που έδωσε στα κοινωνικά προβλήματα,
έχει συχνά οριστεί, ακόμη και μέσα στο νεοφασιστικό περιβάλλον, ως η «αριστερή» πτέρυγα της Ιταλικής «ακροδεξιάς». Τα στοιχεία
καινοτομίας και πρωτοτυπίας που διέκρινε το κίνημα «L’ Orologio» έγιναν επίσης
σαφή σε καθαρά πολιτισμικό επίπεδο. Οι ιδέες που ήταν στη βάση της σύνθεσης της ομάδας στην πραγματικότητα βασιζόταν
στις θεωρίες του φιλοσόφου Ugo Spirito, παρά σε εκείνες του στοχαστή Julius
Evola, ο οποίος αντιπροσώπευε ένα από τα μεγαλύτερα ιδεολογικά σημεία αναφοράς
της δεξιάς και του Ιταλικού νεοφασισμού.
Ήταν ο ίδιος ο Luciano Lucci Chiarissi, ο ηγέτης του
κινήματος, που καθόρισε τις θέσεις της ομάδας και του περιοδικού, του οποίου οι
δημοσιεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1963,
αιρετικές και κατά κάποιο τρόπο,
προκλητικές. Πράγματι, ο ίδιος ο Lucci Chiarissi εξήγησε
χρόνια αργότερα, ότι για να εισχωρήσει στην συνείδηση ενός φασίστα η πρόθεση των
συντακτών του περιοδικού ήταν να επιτρέψουν στους πρώην αγωνιστές της δεκαετίας
του ‘20 και στους «πρώην ηττημένους» της
RSI (Κοινωνική Ιταλική Δημοκρατία) να μιλήσουν για τα προβλήματα της καθημερινότητας,
αφήνοντας πίσω όμως τις τύψεις μιας «αιώνιας μνησικακίας». Εν
ολίγοις φιλοδοξούσαν να γίνουν πολίτες
μιας νέας Ιταλίας όχι με βάση αυτό που ήταν και αντιπροσώπευαν κατά τη διάρκεια
του εμφυλίου πολέμου, αλλά χάρη σε αυτό που είχαν γίνει στη σύγχρονη εποχή,
δηλαδή «Φασίστες του σήμερα». Έτσι οι απόψεις
του κινήματος έρχονταν συχνά σε πλήρη αντίθεση με εκείνες που κυριαρχούσαν στο
επίσημο νεοφασιστικό σύμπαν εκείνων των
χρόνων.
Σε σχέση με τον πόλεμο του Βιετνάμ για παράδειγμα, η ομάδα πήρε μια
εμβληματική θέση. Στην πραγματικότητα το
L’ Orologio τάχθηκε υπέρ των Βιετκόνγκ, αφού ήταν κατά τη γνώμη του οι εκπρόσωποι ενός λαού που συμμετείχε σε
αγώνα για την απελευθέρωση και την κατάκτηση της εθνικής του αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ακόμα κι αν τα μέλη της ομάδας είχαν διαφορετικές
ηλικίες, το κίνημα όπως αναφέρθηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία της φοιτητικής
διαμαρτυρίας, κατάφερε να είναι ο
εκφραστής των αναγκών και των αιτημάτων ενός μέρους της «δεξιάς» νεολαίας. Η
ομάδα “L' Orologio” έγινε κατά κάποιο
τρόπο ο εκπρόσωπος των περιπτώσεων που αποδίδονται σε έναν λεγόμενο «νεοφασισμό
της πάλης και του αγώνα» που ήταν αντίθετος σε έναν «νεοφασισμό του συνεργάτη
της κυβέρνησης» ή αλλιώς όπως τον λέγανε τότε, ενός «φασισμού με γραβάτα». Μια
έκφραση με την οποία η βάση της νεοφασιστικής νεολαίας, όριζε ως εχθρική την στάση
του κόμματος απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Με λίγα λόγια το L' Orologio είχε τη λειτουργία να δίνει
φωνή στην αντίθεση που προέκυψε ανάμεσα στους νεαρούς νεοφασίστες διαδηλωτές
και την γενιά που προηγήθηκε, αυτή των «παλιών», αυτή των «πατέρων».
Από αυτή την άποψη εξάλλου, η κατάσταση εκείνων των νέων ήταν
παρόμοια με εκείνη των συνομήλικων τους στα αριστερά. Το φοιτητικό κίνημα μάλιστα, αιφνιδίασε και το PCI (ΚΚΙ), το
οποίο αποδείχθηκε ανίκανο να κατανοήσει τις αγωνίες, τα αιτήματα και τις
απαιτήσεις των νεαρών διαδηλωτών. Ο Giorgio Amendola, στο "Rinascita"
έδωσε διέξοδο σε ένα ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα μέσα στο Κομμουνιστικό
Κόμμα, υποστηρίζοντας ότι: «το κίνημα
αντιπροσώπευε ανάσταση ενός νηπιακού εξτρεμισμού και παλιών αναρχικών θέσεων,
μπροστά στις οποίες ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί η ιδανική κληρονομιά που το PCI είχε συσσωρεύσει
επί δεκαετίες σκληρών εμπειριών ελπίζονταςσε μια μάχη σε δύο μέτωπα εναντίον της καπιταλιστικής εξουσίας και του
φοιτητικού εξτρεμισμού». Ο Pier Paolo
Pasolini, μια ιερή αγελάδα της αριστεράς, μετά τις βίαιες συγκρούσεις στη Valle
Giulia (τεράστιες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών με εκατοντάδες
τραυματίες), έγραψε ένα κείμενο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Υπογράμμιζε τη
σχέση μεταξύ των νέων και του Κομμουνιστικού Κόμματος που δεν είχε επιλυθεί ποτέ.
Στο κείμενο, ο συγγραφέας εξέφρασε δημόσια την αποδοκιμασία του για τη
συμπεριφορά των φοιτητών συμπαραστεκόμενος στην αστυνομία.
Το «L' Orologio» όπως είπαμε, ανασυνθέτοντας πάνω απ' όλα τα
κύρια γεγονότα που συνδέονται με την εμπειρία της φοιτητικής κατάληψης στο Ρωμαϊκό
πανεπιστήμιο, προσπάθησε να εξετάσει με ιδιαίτερο τρόπο τα γεγονότα στα οποία
έλαβαν χώρα μια είδους συνεργασίας μεταξύ των νεαρών νεοφασιστών
και αριστερώνσυνομηλίκων τους. Αυτή η ένωση έφτασε στο απόγειό της στη
λεγόμενη «μάχη» της ValleGiulia την 1η
Μαρτίου 1968 μεταξύ της αστυνομίας και των φοιτητών. Το επεισόδιο όξυνε τις αντιθέσεις που ήδη υπήρχαν στο
νεοφασιστικό σύμπαν. Έτσι, ενώ οι επικεφαλής των πανεπιστημιακών ομάδων και η
γραμματεία του MSI έδιναν ορισμένες εντολές, η βάση της νεολαίας κινήθηκε
αυτόνομα. Στη βάση αυτών των διαφορών υπήρχε, όπως αναφέρθηκε, η
πεποίθηση του νεοφασιστικού κόμματος ότι το λάθος των νεαρών διαδηλωτών ήταν να
επιτρέψουν στους εαυτούς τους την εκμετάλλευση μιας μικρής μειοψηφίας «ταραχοποιών».
Για παράδειγμα, το επίσημο όργανο του MSI, η εφημερίδα «Il Secolo d' Italia» είχε
ως αποστολή να διοχετεύει τις κατηγορίες που απηύθυνε στο κίνημα διαμαρτυρίας
το νεοφασιστικό κόμμα και έγραφε από την αρχή των καταλήψεων:
«Στις δύο σχολές
Φιλοσοφίας και Αρχιτεκτονικής είχε γίνει μια προσπάθεια υλοποίησης μιας κοινής
δράσης συμπεριλαμβανομένων των διάφορων φοιτητικών συλλόγων, αλλά σε κάποιο
σημείο της συζήτησης μια μικρή μειοψηφία άρχισε να παρεκκλίνει. Δεν συζητούνταν
πλέον τίποτεαλλά ακούγονταν φωνές και
ουρλιαχτά για το Βιετνάμ και επαινούσαν τον «Τσε» Γκεβάρα και τη δύσκολα
αφομοιώσιμη σοφία του Μάο-Τσε-Τουνγκ. Τώρα η πλειοψηφία των φοιτητών κατάλαβε
το παιχνίδι και αποχώρησε από την κατάληψη. Αποχώρησε όχι γιατί θεώρησε
ακατάλληλη την «κατάληψη», αλλά μόνο για προφανή λόγο ιδεολογικής συνέπειας.
Ουσιαστικά δεν είναι πολύ συνεκτικός και κακόπιστος αυτός που εκμεταλλευόμενος μια αποτελεσματική κοινή
διεκδίκηση, προπαγανδίζει ουσιαστικά το δικό του πολιτικό «θρήσκευμα»,
ανεξάρτητα από το καλό του. Και αυτή ήταν η συμπεριφορά των μαρξιστών φοιτητών.
Μερικές δεκάδες διαδηλωτές στρατοπέδευσαν στην Αρχιτεκτονική καισε αυτό της Φιλοσοφίας. Η εμφάνισή τους είναι
τόσο κοινή για όλα τα νεαρά «λιοντάρια» της αριστεράς. Τα αρσενικά έχουν όλα τα
ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά των επαγγελματιών διαδηλωτών όπως μακριά και
βρωμερά γένια, ρούχα άθλια και έκφραση θυμού στο μάτι. Οι φοιτήτριεςαπό την άλλη, αν όχι για τη θηλυκότητα των
στάσεων τους, διακρίνονταν από τη γενναιοδωρία τους στις μίνι φούστες».
Τον Φεβρουάριο ωστόσο, επικρατούσε ακόμη αβεβαιότητα
εντός του κόμματος ως προς τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στη διαμάχη.
Οι αμφιβολίες αυτές αυξήθηκαν όταν τα στελέχη του MSI διαπίστωσαν ότι μερικές φορές μεταξύ των υποστηρικτών και των συμμετεχόντων
στις καταλήψεις και τις φοιτητικές διαδηλώσεις υπήρχαν και νεαροί νεοφασίστες.
Σε εκείνο το σημείο παρενέβη ο Mantovani, πρόεδρος της FUAN για να ξεκαθαρίσει
τη θέση της ηγεσίας της φοιτητικής οργάνωσης. Η πρόθεση του Mantovani ήταν να
τοποθετηθεί σε μια μέση θέση, θεωρώντας ότι ήταν ένας ενωτικός αρχηγός και ταυτόχρονα ήταν επικεφαλής μιας πανεπιστημιακής οργάνωσης
που δεν μπορούσε να αισθάνεται ξένη προς τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των
φοιτητών.Έτσι, ένα άρθρο του εμφανίστηκε στην εφημερίδα του
νεοφασιστικού κόμματος στο οποίο προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Πρώτα απ' όλα, ο Mantovani προχώρησε σε ανάλυση των λόγων πίσω από την
εξέγερση, τονίζοντας ότι τα άμεσα αίτια της διαμαρτυρίας εντοπίζονται στην βραδύτητα
του κράτους στην επίλυση των σοβαρών δομικών και δεκτικών προβλημάτων της
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα ο πρόεδρος του FUAN αναγνώρισε επίσης ότι η
διαμαρτυρία των νέων ήταν αυθόρμητη και γενικευμένη και ότι καθορίστηκε τόσο
από τη μισαλλοδοξία των φοιτητών για ένα προφανώς άδικο σύστημα όσο και από τη
φιλοδοξία τους για ένασύγχρονο και
αποτελεσματικό πανεπιστήμιο. Οφοιτητικός
αγώνας για ένα καλύτερο πανεπιστήμιο θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει τον αγώνα για
μια καλύτερη κοινωνία. Αυτές ήταν οιπαραχωρήσεις που έκανε ο Mantovani στη φοιτητική διαμαρτυρία, αφού στο
τέλος του άρθρου διευκρίνισε ότι το FUAN ήταν «ζωντανό και διεγερτικό μέρος της πανεπιστημιακής εξέγερσης». Αυτή του Mantovani προοριζόταν να είναι μια δεσμευτική οδηγία,
μέσα σε μια δομή, αυτή του FUAN,
του οποίου τα περιφερειακά γραφεία και η
βάση δεν εξαρτώνται άμεσα από τις αποφάσεις του προέδρου. Στην πραγματικότητα το FUAN δεν ήταν μια εθνική οργάνωση, αλλά
μια ομοσπονδία πανεπιστημιακών ομάδων, στην οποία οι διάφοροι τοπικοί ηγέτες
εκλέγονταν από όλα τα μέλη, ενώ η κορυφή διοριζόταν απευθείας από το κόμμα.
Έτσι μέσα σε όλη αυτή την χαοτική κατάσταση, οι
διάφορες φοιτητικές οργανώσεις στις πόλεις που υπήρχαν πανεπιστήμια
ακολουθούσαν διαφορετική πορεία. Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου -
όπου οι καταλήψεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1967 - σημειώθηκε
σχεδόν αμέσως μετωπική αντιπαράθεση όπου ομάδες νεαρών νεοφασιστών επιτέθηκαν στους
διαδηλωτές φοιτητές σε πολλές περιπτώσεις. Στην La Sapienza της Ρώμης όμως η
κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Από τα πρώτα επεισόδια και τις πρώτες καταλήψεις στο Ρωμαϊκό πανεπιστήμιο, υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών του FUAN - Caravella
(Caravellaείναι
μια ανεξάρτητη φοιτητική οργάνωση με δυναμικούς και σκληρούς ακτιβιστές των δρόμων). Μαζί με εκείνους που
σκόπευαν να δώσουν μια επαρκή απάντηση στην κομμουνιστική ανατροπή και να «πετάξουν τους κόκκινους από το πανεπιστήμιο» υπήρχαν και εκείνοι που απέρριψαν
αυτήν την επιλογή και θεώρησαν το κίνημα ως αυθόρμητο φαινόμενο μιας «εξέγερσης
ενάντια στο σύστημα» στο οποίο χρειαζόταν να εισαχθεί η νεοφασιστική
νεολαία για να το κατευθύνει προς μη
μαρξιστικές διαδρομές.
Στην Caravella, με αρχηγούς τους Sergio Coltellacci και Cesare Perri, αυτός ο
τελευταίος προσανατολισμός θα επικρατούσε σιγά σιγά. Στο μεταξύ, υπήρξαν και
εκείνοι που διατήρησαν διφορούμενη θέση. Αυτή ήταν η περίπτωση του προέδρου της
Αρχιτεκτονικής Caravella Sandro Tribuzi, στον οποίο ανατέθηκε, ως
εκπρόσωπος της FUAN, η επιμέλεια των πανεπιστημιακών χρονικών της κομματικής
εφημερίδος. Λοιπόν, αν μεταξύ των ηγετών του FUAN - Caravella,
τουλάχιστον τους δύο πρώτους μήνες του 1968, δεν είχε ακόμη εμφανιστεί μια
ενιαία κατεύθυνση και μια ομοιογενής άποψη για τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί
απέναντι στο κίνημα της εξέγερσης, το νεοφασιστικό κόμμα ακολουθώντας το νέα
επεισόδια που σημειώθηκαν μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας μεταξύ 23 και 24
Φεβρουαρίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, εγκατέλειψε κάθε μορφή τακτικής και
ανοχής. Μέχρι τώρα το MSI, που τάσσεται ανοιχτά ενάντια στις φοιτητικές
εξεγέρσεις, υπέδειξε χωρίς ημίμετρα και με σαφήνεια ότι ο εχθρός ήταν ο
«κομμουνιστικός όχλος».
Μάλιστα σε άρθρο στην επίσημη εφημερίδα «Ilsecolo» έγραψε:
«Η
κατάσταση του Πανεπιστημίου έχει φτάσει πλέον στο όριο του ανεκτού. Ο αριστερός
όχλος έχει χρησιμοποιήσει κάποιους (ίσως δικαιολογημένους) λόγους δυσαρέσκειας
για να προκαλέσει την κατάληψη των πανεπιστημίων. Και η διαμαρτυρία που
εκφράστηκε μέσω της κατοχής έδειξε σύντομα το πραγματικό της πρόσωπο όπως βρώμικες
αίθουσες διδασκαλίας, σπασμένα έπιπλα, βρωμιά παντού. Στα παράθυρα των
κατειλημμένων δωματίων ή πίσω από τις πύλες οι ηλίθιες εκφράσεις των αριστερών
μεμακριά μαλλιά, βρωμιές και ψείρες.
Και για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα την κατάσταση στην ουσιαστική της σημασία,
αυτός ο όχλος που μπόρεσε μόνο να επιφέρει βανδαλισμούς και βρωμιές κάθε
είδους, έχει λάβει την ενθουσιώδη υποστήριξη όλου του αριστερού Τύπου. Εν
ολίγοις, η λεγόμενη φοιτητική «διαμαρτυρία» αποκαλύφθηκε από έναν δημαγωγικό
ελιγμό της αριστεράς που τείνει να φέρει χάος (περισσότερο από αυτό που υπάρχει
ήδη) ακόμη και στα πανεπιστήμια».
Ποιοι ήταν στην πραγματικότητα εκείνοι οι νεοφασίστες
φοιτητές που, όπως αναφέραμε είχαν ως σημείο αναφοράς το περιοδικό «L' Orologio»
και που αντίθετα με τις οδηγίες του MSI, συμμετείχαν στις πανεπιστημιακές εξεγέρσεις;
Ήταν απλώς φοιτητές που ευθυγραμμισμένοι σε κάποιες θέσεις του φοιτητικού
κινήματος, προσπάθησαν να τοποθετήσουν την πολεμική φασισμού - αντιφασισμού σε
χαμηλότερο επίπεδο.
Γράφει λοιπόν το
περιοδικό "L' Orologio":
«Οι νέοι που διαμαρτύρονται είναι φοιτητές,
είναι δηλαδή άνθρωποι που εξακολουθούν να ζουν τη σύντομη αλλά συναρπαστική
εποχή του να μην βρεθούν ενταγμένοι και υποταγμένοι (αλλά γιατί όχι και
φυλακισμένοι;) στο κοινωνικό σύστημα που περιμένει αδυσώπητα με τα εργαλεία
του. Οι νέοι που διαμαρτύρονται είναι φοιτητές, δηλαδή άνθρωποι που παλεύουν με
εκείνα τα δεδομένα του πολιτισμού και της διανόησης που ειδικά στη φάση της
μάθησης, είναι μεταξύ των ανθρώπινων γεγονότων τα πιο ελεύθερα από την άμεση εκμετάλλευση
υλικών συμφερόντων. Αυτοί που διαμαρτύρονται είναι οι νέοι, δηλαδή οι άνθρωποι που γνωρίζουν ακόμη την ώθηση της
βιολογικής πίεσης για να επιτεθούν με θέρμηστη ζωή και την κοινωνία. Εκείνοι
οι νεαροί νεοφασίστες θεωρούσαν το πανεπιστημιακό σύστημα ξεπερασμένο. Η κρίση
του πανεπιστημίου ήταν πραγματική, γιατί η ιταλική κοινωνία του χθες δεν
μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του αύριο. Η κρίση του
πανεπιστημίου είναι μια κρίση ενός
ολόκληρου έθνους, του συστήματος του, του τρόπου ζωής του που συγκρούεται με
τις απαιτήσεις μιας νέας πραγματικότητας. Είναι πολύ βολικό να περιοριστούμε
στο να εξηγήσουμε την κρίση του Πανεπιστημίου με τον συνωστισμό των φοιτητών,
την έλλειψη εξοπλισμού, τα ανεπαρκή κονδύλια, ανεπαρκή κατάρτιση των καθηγητών
κ.ο.κ. Οι ρίζες της κρίσης, στην πραγματικότητα, βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο το
πανεπιστήμιο. Το
καθεστώς έχει θέσει από τις απαρχές του τον στόχο του λεγόμενου δημοκρατικού
σχολείου ως εργαλείου εκπαίδευσης των νέων γενεών. Μετά από είκοσι χρόνια
βρέθηκε με ένα πανεπιστήμιο δομημένο όπως προπολεμικά που τρίζει μπροστά στις νέες ανάγκες. Το μόνο
που κατάφερε είναι να το μετατρέψει σε μια άθλια αποθήκη κενών ιδεών».
Τα θέματα λοιπόν αυτά ήταν τυπικά του φασισμού. Θέματα όπως
η επανάσταση και η διαμαρτυρία ενάντια στο σύστημα και κατά κάποιο τρόπο, η
αντίθεση στην αστική τάξη, μέσω της οποίας οι νεαροί μαθητές στα δεξιά ένιωθαν
ενωμένοι με τους συνομηλίκους τους στα αριστερά, ήταν χαρακτηριστικά της πολιτικής κουλτούρας του ιταλικού νεοφασισμού. Συνέχισαν να είναι έτσι για το
μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η αντιπολίτευση στο κομματικό σύστημα ήταν πάντα
ένα πολεμικό άλογο όχι μόνο του MSI αλλά και των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων
που ήταν στο περιθώριο. Η άρνηση της εξουσίας δεν εκφράστηκε μόνο προς τις
ακαδημαϊκές αρχές, αλλά και προς άλλες μορφές συγκροτημένης εξουσίας.
Δείτε πώς
σχολίασε το «L' Orologio», μέσα από την μαρτυρία δύο ανώνυμων νεαρών νεοφασιστών
πανεπιστημιακών, τα γεγονότα της 1ης Μαρτίου στη Valle Giulia, την ώρα που οι συγκρούσεις μεταξύ
φοιτητών και αστυνομίας είχαν γίνει πιο σκληρές:
«Μια απερίγραπτη σκηνή - προσθέτει ο A. P. P -
από την Ιατρική,όταν το σκέφτομαι με
κάνει να γελάω. Πολεμούσαμε μαζί με τους κομμουνιστές ενάντια στο καθεστώς,
αλλά αυτοί φώναζαν: “Μπάτσοι Φασίστες”… ενώ εμείς τραγουδούσαμε το “Allarmiallarmisiamfascisti”. Τότε τα οχήματα της αστυνομίας
πήραν φωτιά - λέει ο T.C., φοιτητής βιολογίας.Δεν ήταν δυνατό να μάθουμε ποιος το έκανε. Μέσα σε εκείνο το χάος οι
φλόγες είχαν τρομερό αποτέλεσμα. Ένιωθε κανείς σαν να σκαρφαλώνει στην ταράτσα
του κτιρίου και να απολαμβάνει τη σκηνή παίζοντας λύρα σαν τον Νέρωνα … Τότε οι
φρουροί σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Δεν θέλαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας, αλλά
ήταν αλήθεια, ήταν όλοι με τα χέρια ψηλά!»
Ωστόσο, αυτή η αρχική προσέγγιση μεταξύ νέων ανθρώπων
με αντίθετες πολιτικές τάσεις, που επαινείται έτσι από το "L' Orologio"
ως "οπισθοδρόμηση" ενάντια στον αστικό κομφορμισμό, έμελλε λίγο
αργότερα, να μην έχει σημαντικές συνέπειες και τα λόγια του τότε προέδρου της Caravella,
Perri, με τα οποία περιέγραψε την κατάσταση του φοιτητικού κινήματος στη Ρώμη
αμέσως μετά τα γεγονότα στη Valle Giulia, δεν θα είχαν συνέχεια.
«Πρώτα απ' όλα, η αναταραχή απέδειξε
ξεκάθαρα ότι η νεολαία είναι έτοιμη να δεχτεί τον αντισυστημικό λόγο και αυτό
φάνηκε στη Valle Giulia. Είναι μια ολόκληρη γενιά που επαναστατεί ενάντια στο
σύστημα. Έχουμε επιτύχει ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματαστο περιβάλλον μας. Μέσα σε λίγες μέρες
καταφέραμε να καταστρέψουμε μια παθητική νοοτροπία, έχοντας πολύ θάρρος, ακόμα
και στην πλατεία και στους δρόμους. Αλλά αυτή η μάχη πρέπει να συνεχιστεί. Η
Valle Giulia θα κατέληγε να γίνει αρνητικό γεγονός αν δεν το ακολουθήσουμε. Θα
συνεχίσουμε τη μάχη μας στο πανεπιστημιακό πεδίο» Ωστόσο, μετά από τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς τάξη
που εξαπέλυσε η γραμματεία του MSI, στο
όνομα της πίστης στο κόμμα στόχευαν σε εκείνους τους νέους νεοφασίστες
αγωνιστές που εξακολουθούσαν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του φοιτητικού
κινήματος και στα πολύ σκληρά επεισόδια.
Τότε η ηγεσία του MSI αποφάσισε να δώσει τέλος σε αυτό που
πίστευαν ότι ήταν η «κόκκινη πορεία» στο πανεπιστήμιο.Έτσι, το πρωί της 16ης
Μαρτίου 1968, με τη λεγόμενη «τιμωρητέα αποστολή» στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης,
με επικεφαλής δύο ηγέτες του MSI, τον Caradonna και τον Almirante, πήγαν να διώξουν τα «κόκκινα κουρέλια» από το
πανεπιστήμιο και τους νεαρούς «δεξιούς» αιρετικούς και έτσι η τάξη αποκαταστάθηκε. Αυτό το γεγονός εκτός από τον καθορισμό της οριστικής ρήξης
μεταξύ των δύο γενεών, παρήγαγε μια αποτελεσματική συντριβή των«δεξιών»
οργανώσεων νεολαίας. Μια κατάσταση τραγική να βλέπεις την κατάντια ενός
κόμματος που έλεγε ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς και να συντάσσεται μαζί με την
αστυνομία και το καθεστώς. Μια αστυνομία που χρόνια δεν έκανε ποτέ τίποτε για να
συλλάβει τους αριστερούς δολοφόνους δεκάδων συναγωνιστών ...
Ωστόσο, αυτό το πείραμα, που μόλις σκιαγραφήθηκε από τη
συμμετοχή στη διαμαρτυρία των νέων, προκάλεσε ένα πραγματικό «βραχυκύκλωμα»
στις τάξεις των νεοφασιστών τόσο από πολιτιστική όσο και από οργανωτική άποψη.
Το 1968 αντιπροσώπευε ένα είδος τραύματος γιατί κατά κάποιο τρόπο ώθησε τους
νεαρούς φασίστες να «ξανασκεφτούν» τον εαυτό τους και να «απαντήσουν» στο ίδιο
επίπεδο και με τα ίδια μέσα με τους αριστερούς συνομηλίκους τους σε αυτό που
αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ως εξέγερση
των γενεών. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η επακόλουθη γέννηση ομάδων
όπως η “Organizzazione Lotta di Popolo” (Οργάνωση Λαϊκού Αγώνα) στη Ρώμη ή η Αvanguardia di Popolo (Πρωτοπορία
του Λαού) στη Νάπολη εξαρτιόταν επίσης
από αυτήν την ιδεολογική και κατά κάποιο τρόπο, ανθρωπολογική αναταραχή, σαν να
η σύγχυση κατάφερε με κάποιο τρόπο να πάρει μια μορφή. Για παράδειγμα η “Lotta di Popolo”, που ιδρύθηκε το 1969, με
ρητό σκοπό να αναζητήσει και να δημιουργήσει έναν χώρο που θα επέτρεπε σε όλους
τους μη κομμουνιστές φοιτητές να συνεχίσουν - μετά τις συνέπειες των επεισοδίων
της 16ης Μαρτίου - να οργανώνονται μέσα στα πανεπιστήμια, χαρακτηρίζεται
από εξαιρετική πρωτοτυπία. Η μοναδικότητα της ομάδας έγκειται στον ιδεολογικό
της εκλεκτικισμό, δηλαδή στην πρόθεση να συνδυάσει δογματικές αναφορές που
παραδοσιακά ανήκουν στο δεξιό οπλοστάσιο με άλλες από την αριστερή κουλτούρα. Το κίνημα, για παράδειγμα, με την επιθυμία να γκρεμίσει τους φράκτες και να σβήσει τους διαχωρισμούς και τις παρεξηγήσεις μεταξύ δεξιάς και αριστεράς,
προσπάθησε να συνδυάσει το έργο του Nietzsche και του Céline με αυτό του Malcom
X και με τα γραπτά του Mao.
Θα ήταν ενδιαφέρον να διευκρινιστεί εάν το κίνημα
διαμαρτυρίας και πάνω απ' όλα η ρητή πρόθεση ορισμένων νεαρών νεοφασιστών να
συμμετάσχουν στη διαμαρτυρία ως πραγματικοί πρωταγωνιστές στο όνομα μιας
πιθανής ενότητας των γενεών παρήγαγαν ορατά αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια. Αυτό το πείραμα που μόλις αναφέρθηκε πιθανότατα οδήγησε στον ορισμό των θεμάτων
που υπάρχουν ήδη στο πανόραμα της νεοφασιστικής «δεξιάς», ωθώντας ωστόσο το
περιεχόμενο τους στα άκρα. Σκεφτείτε μόνο την αντίθεση στο αστικό σύστημα, το
οποίο στη δεκαετία του εβδομήντα έγινε ένα από τα κύρια κίνητρα πολλών ομάδων
που θεωρητικοποιούσαν - ακόμα και υπό την επίδραση νέων πολιτισμικών αναφορών -
μια μετωπική επίθεση στο κράτος, ως την πλήρη έκφραση της αστικής κοινωνίας.