γράφει ο Α.Π.
Για να κατανοήσουμε την αλήθεια για κάτι, πρέπει να
εξερευνήσουμε τις ίδιες τις ρίζες του. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε την
ιστορία από την αρχή, δηλαδή πώς και υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε και
γνώρισε θεαματική άνοδο η Χεζμπολάχ. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε την
ιστορία των ιδρυτών της, τις πεποιθήσεις, την ιδεολογία, τις φιλοδοξίες, τους
στόχους και τα μέσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, πολλά διφορούμενα γεγονότα θα γίνουν
σαφή.
Η Χεζμπολάχ ιδρύθηκε στο Λίβανο, μια χώρα μοναδικής φύσης
στην περιοχή, καθώς αν και μικρή σε έκταση, είναι σε ακραίο βαθμό χωρισμένη με
βάση την πίστη, καθώς υπάρχουν σε αυτή 18 επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές
κοινότητες. Ήταν η ορεινή φύση του Λιβάνου που τον έκανε κέντρο θρησκευτικών
κοινοτήτων και αιρέσεων που κατά τον Μεσαίωνα ήταν παράνομες και κινδύνευαν με
κρατικές διώξεις στα πεδινά. Ως εκ τούτου, Χριστιανοί διαφορετικών αιρέσεων,
Σιίτες, Δρούζοι και οπαδοί άλλων δογμάτων βρήκαν καταφύγιο εκεί κατά την
περίοδο των μεσαιωνικών σουνιτικών χαλιφάτων. Είναι συμβατικά αποδεκτό μεταξύ
των Λιβανέζων ότι οι Σουνίτες, οι Σιίτες και οι Χριστιανοί Μαρωνίτες είναι οι
τρεις μεγαλύτερες αιρέσεις στο Λίβανο. Δίπλα τους, αλλά πολύ λιγότεροι σε αριθμό,
είναι οι Δρούζοι, οι οποίοι συμβατικά αναγνωρίζονται ως μουσουλμάνοι, αν και
στην πραγματικότητα ανήκουν σε ξεχωριστή πίστη.
Οι Γάλλοι αποικιοκράτες, οι οποίοι εισέβαλαν στο Λίβανο το
1920 μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ήταν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον σεχταρισμό παρέχοντας εξουσία στους Μαρωνίτες
συμμάχους τους. Εν πάση περιπτώσει, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας το 1943,
διαμορφώθηκε το σύνταγμα του Λιβάνου που προέβλεπε ότι ο πρόεδρος είναι
Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός είναι Σουνίτης και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είναι
Σιίτης. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνταγματική διάταξη τέθηκε σε εφαρμογή
μόλις το 1959: ως τότε όλες οι θέσεις εξουσίας καταλαμβάνονταν από Μαρωνίτες.
Εξαιτίας αυτού του επί αιώνες παρατεινόμενου σεχταρισμού, οι
Λιβανέζοι παρέβλεψαν εντελώς τη διεξαγωγή μιας πανεθνικής απογραφής, ώστε να
υπολογιστεί με ακρίβεια η αναλογία της κάθε θρησκευτικής κοινότητας στον
συνολικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι περισσότερες αξιόπιστες αναλύσεις αναφέρουν ότι οι
σουνίτες αποτελούν το 26%, οι σιίτες αποτελούν το 26%, οι μαρωνίτες αποτελούν
το 22% και οι Δρούζοι αποτελούν το 5,6% του συνολικού πληθυσμού.
Στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα επεδίωκε να συγκεντρωθεί
σε ένα συγκεκριμένο μέρος, έτσι ώστε να αποτελέσει μια δύναμη επιρροής. Έτσι,
οι Σιίτες συγκεντρώνονται στο Νότιο Λίβανο και στην κοιλάδα Μπεκάα στα
ανατολικά, οι Σουνίτες συγκεντρώνονται στο Βόρειο και κεντρικό Λίβανο και σε
παράκτιες πόλεις όπως η Βηρυτός, η Τρίπολη και η Σιδώνα, ενώ οι Μαρωνίτες συγκεντρώνονται
στο Τζαμπάλ Λουμπνάν και την Ανατολική Βηρυτό.
Η μεγάλη συγκέντρωση των Σιιτών στο νότο μας εξηγεί το μεγάλο έρεισμα της Χεζμπολάχ στις περιοχές κοντά στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ και τις συνεχείς πολεμικές προσπάθειες των Ισραηλινών για την αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού του Νότιου Λιβάνου προς βορειότερα σημεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι σιίτες ήθελαν και θέλουν να υπερασπιστούν τις κύριες περιοχές που είναι τα λίκνα τους και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αντισταθούν. Διαφορετικά, ολόκληρη η ύπαρξη τους θα ετίθετο σε κίνδυνο.
Ας επιστρέψουμε στις ρίζες της ιστορίας μας. Σουνίτες και
Σιίτες περιθωριοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με τους Μαρωνίτες που
υποστηρίζονταν από τη Γαλλία και τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, οι Σουνίτες και
οι Σιίτες ξεκίνησαν την κοινοτική τους αυτοπραγμάτωση και αυτοεπιβεβαίωση
ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι σουνίτες του Λιβάνου επηρεάστηκαν
βαθιά από τις κοσμικές ιδέες του νασερισμού και του παναραβικού σοσιαλισμού.
Την ίδια εποχή, ένας ισχυρός σιίτης ιεροκήρυκας που άφησε το αποτύπωμά του στον
χάρτη του Λιβάνου, ο Μούσα αλ-Σαντρ, εγκαταστάθηκε στο Λίβανο το 1959. Ο Σαντρ
γεννήθηκε στην ιερή πόλη Κομ του Ιράν το 1928, όπου σπούδασε Φιλοσοφία. Στη
συνέχεια διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κομ όπου δίδαξε ισλαμική
νομολογία και λογική. Στη συνέχεια μετακόμισε στην ιρακινή πόλη Νατζάφ, επίσης
ιερή για τους σιίτες, όπου σπούδασε υπό μεγάλους σιίτες θεολόγους όπως ο
Αγιατολάχ Μουχσίν αλ-Χακίμ και ο Αμπούλ Κασίμ αλ-Χόι. Στη συνέχεια μετακόμισε
στο Λίβανο όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Σαντρ πήγε στο Λίβανο με σκοπό τη δημιουργία ενός σιιτικού
κράτους στη χώρα. Όμως οι Λιβανέζοι Σιίτες εκείνη την εποχή δεν ήταν
θρησκευόμενοι. Αν και αυτοπροσδιορίζονταν ως Σιίτες, αυτός ο προσδιορισμός ήταν
περισσότερο σε επίπεδο εθνοτικής κοινότητας και λιγότερο σε επίπεδο θεολογίας.
Καθώς στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής οι σιίτες
βρίσκονταν υπό καθεστώς διακρίσεων που κατευθύνονταν από σουνιτικές ή
χριστιανικές κυβερνήσεις, τα σιιτικά πολιτικά κόμματα ήταν κατά βάση επαναστατικά
κινήματα εναντίον κυβερνώντων καθεστώτων. Με την παρακμή της περσικής
δυναστείας των Σαφαβιδών στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, οι σιίτες δεν είχαν
πλέον κρατική κυριαρχία σε κανένα μέρος του κόσμου, ωστόσο, η πολιτική σκέψη
τους άρχισε να αναβιώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέσα από τα γραπτά
λογίων όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο Αλί Σαριατί και ο Μούσα αλ-Σαντρ. Οι σιίτες
δεν φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν κράτος σε πάνω από τρεις χώρες, το Ιράν, το Ιράκ
και τον Λίβανο, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ενώ λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Χομεϊνί ηγήθηκε
της επανάστασης στο Ιράν και οι κληρικοί του Νατζάφ πρωτοστάτησαν στον αγώνα
των σιιτών του Ιράκ κατά του Σαντάμ, ο Μούσα αλ-Σαντρ φιλοδόξησε να πράξει κάτι
παρόμοιο στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια αλληλένδετη, περίπλοκη και
σκόπιμη αποστολή: οι Ιρανοί αγιατολάχ του Κομ επικοινωνούσαν πάντα με τους
Ιρακινούς ομολόγους τους του Νατζάφ και με αυτούς του Λιβάνου. Συνήθως, οι
σιιτικές οργανώσεις ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο προλεταριάτο και τις
φτωχές τάξεις, καθώς τόσο στο Ιράκ όσο και στο Λίβανο, οι σιίτες ήταν
καταδικασμένοι από αιώνες στη φτώχεια και τις διώξεις. Έτσι ήταν πιο εύκολο για
τους μουλάδες να μεταλαμπαδεύσουν σε αυτούς τους ανθρώπους το επαναστατικό πνεύμα,
εγγενώς εμφυτευμένο στους σιίτες, εναντίον των πλουσίων και των κατοίκων των
παλατιών, ελπίζοντας, μέσω αυτού, ότι μια λαϊκή επανάσταση μπορεί να οδηγήσει
στην ίδρυση του σιιτικού κράτους.
Ας επιστρέψουμε στην ιστορία του Λιβάνου. Ο Μούσα αλ-Σαντρ
λοιπόν έρχεται το 1959 στον Λίβανο για να σχεδιάσει την ίδρυση ενός σιιτικού
κράτους. Όντας Λιβανέζος και έχοντας καλή γνώση της αραβικής καθώς και της
περσικής γλώσσας, ο Σαντρ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις τόσο με τους κληρικούς
του Ιράκ όσο και με αυτούς του Ιράν, και τον συνέδεαν ισχυροί δεσμοί ειδικά με
τον Χομεϊνί. Ο γιος του Χομεϊνί, Αχμάντ, ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του
Σαντρ. Επιπλέον, ο γιος του Σαντρ ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Χομεϊνί.
Εκτός αυτού, ο Μουσταφά Χομεϊνί, ο μεγαλύτερος γιος του Αγιατολάχ, ήταν στενός
φίλος του Μούσα αλ-Σαντρ.
Ο Σαντρ βρήκε αμέσως πολλούς υποστηρικτές στον Νότιο Λίβανο,
όπου ζει η πλειοψηφία του σιιτικού πληθυσμού. Άρχισε να εργάζεται σε κοινωνικό
επίπεδο υπέρ των καταπιεσμένων, χωρίς να δείχνει σαφή θρησκευτική τάση. Ίδρυσε
πολλά ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους
άπορους. Ωστόσο, η σιιτική τάση του άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά. Ίδρυσε
ισλαμικά δικαστήρια με βάση τη σιιτική νομολογία, τα οποία εκδίδουν ετυμηγορίες
μεταξύ των σιιτών που υπόκεινται στη σχολή σκέψης των Δώδεκα Ιμάμηδων, έχοντας
τη δυνατότητα από τη θρησκευτική φύση του Λιβάνου να το πράξουν λαμβάνοντας
υπόψη την πολύ αδύναμη κατάσταση της κυβέρνησης και του στρατού του Λιβάνου.
Έτσι, ενώ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η σουνιτική κοινότητα της χώρας
έκανε τις κύριες ιδεολογικές της αναζητήσεις στο χώρο του κοσμικού παναραβικού
σοσιαλισμού, η σιιτική κοινότητα άρχισε σταδιακά να υιοθετεί τις ιδέες ενός
επαναστατικού Ισλάμ.
Το 1967 ο μαρωνίτης πρόεδρος του Λιβάνου, Σαρλ Ελού,
συναινεί στην ίδρυση του Ανώτατου Σιιτικού Ισλαμικού Συμβουλίου για να
εκπροσωπήσει τους Σιίτες του Λιβάνου. Επιπλέον, ψηφίζει τον νόμο 72/76 που
προβλέπει ότι το Σιιτικό Συμβούλιο μπορεί να αναφέρεται στις μεγαλύτερες
σιιτικές αρχές στον κόσμο (Ιράν, Ιράκ και άλλοι) σχετικά με φετφάδες, αποφάσεις
και νόμους, και όχι απαραίτητα στην κρατική νομοθεσία του Λιβάνου. Το Συμβούλιο
είχε ήδη συσταθεί το 1969 με επικεφαλής, φυσικά, τον Μούσα αλ-Σαντρ, και αναγνωρίστηκε
από την κυβέρνηση το 1970, η οποία αποφάσισε περαιτέρω να δώσει βοήθεια 10
εκατομμυρίων δολαρίων στον σιιτικό νότο.
Επιπλέον, ο Σαντρ δεν παρέλειψε να ζητήσει την εύνοια των
ΗΠΑ. Σε συνάντηση με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο Σαντρ δήλωσε ότι αντιστέκεται στη
νασερική σοσιαλιστική επέκταση μεταξύ των σιιτών νέων. Εκεί όμως ήταν που ήρθε
σε ρήξη με τον Χομεϊνί. Οι σχέσεις του Σαντρ με τους Αμερικανούς αποκαλύφθηκαν
τόσο καθαρά που ο κύκλος του Χομεϊνί τον κατηγόρησε γι' αυτό, έχοντας κατά νου
ότι ο Χομεϊνί, σε εκείνο το στάδιο, θεωρούσε τις ΗΠΑ ως ενδεχόμενο κίνδυνο,
καθώς αυτές υποστήριζαν σθεναρά τον σάχη. Σε αντίθεση με όλες τις προσδοκίες
του Σαντρ, μια σοβαρή εξέλιξη έλαβε χώρα όταν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στην
Ιορδανία υπέφεραν από τη σφαγή του Μαύρου Σεπτέμβρη που διήρκεσε με την απέλαση
των Παλαιστινίων μαχητών υπό την ηγεσία της Φατάχ στο Λίβανο. Η αφιλόξενη
απέλαση των «σουνιτών» (αν και κοσμικών κατά κύριο λόγο) Παλαιστινίων στο νότιο
Λίβανο (δίπλα στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ) έκανε τον Σαντρ να σκεφτεί ότι το
γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εμπόδιο στο δρόμο του σιιτικού κρατικού
σχεδίου, έχοντας κατά νου ότι η Φατάχ εκείνη την εποχή είχε σοσιαλιστική
κοσμική κατεύθυνση και ήταν πολύ μακριά από τις ισλαμικές διδασκαλίες.
Παρ' όλα αυτά, ο Σαντρ επωφελήθηκε από τη δημιουργία καλών
σχέσεων με τη Φατάχ με την ελπίδα ότι η Φατάχ θα δώσει στους σιίτες στρατιωτική
εκπαίδευση και έτσι θα βοηθήσει στη δημιουργία σιιτικών πολιτοφυλακών που θα
έχουν σοβαρή επιρροή στο Λίβανο. Από την πλευρά της, η Φατάχ αναζητούσε έναν
άλλο σύμμαχο μέσα στον Λίβανο, έναν σύμμαχο πιο πολυπληθή από τους Λιβανέζους
κομμουνιστές, και τον βρήκε στους επαναστατικά σκεπτόμενους σιίτες του νότου,
γεγονός που παρήγαγε μια τακτική συμμαχία κοινών συμφερόντων μεταξύ Φατάχ και σιιτών.
Το 1971, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ανήλθε στην εξουσία στη Συρία.
Ανήκε στους Αλεβίτες, που θεολογικά δεν ανήκουν στο σιιτικό Ισλάμ αν και
γειτνιάζουν με κάποιες παραδόσεις του. Ωστόσο, ο Σαντρ, σκοπεύοντας σε μια
στρατηγική συμμαχία με τη Συρία, εξέδωσε έναν διάσημο φετφά κρίνοντας τους
Αλεβίτες ως σιίτες και θεωρώντας έτσι τον Χαφέζ αλ-Άσαντ ομόθρησκο. Αυτό
οδήγησε σε μια στενή προσέγγιση με τη Συρία και το κυβερνών καθεστώς της και
στο να γίνει ο Σαντρ μεσολαβητής για συνεχή επαφή μεταξύ του Χαφέζ αλ-Άσαντ και
των ηγετών της Ιρανικής Επανάστασης. Πράγματι, το 1979 ο Άσαντ υποστήριξε
σθεναρά την εξέγερση εναντίον του σάχη και υποστήριξε το Ιράν στον πόλεμό του
εναντίον του Ιράκ, λόγω της προσωπικής και κομματικής του έχθρας με τον Σαντάμ
Χουσεΐν (και οι δύο προέρχονταν από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, το
οποίο όμως διασπάστηκε το 1966 σε μια ιρακινή και μια συριακή φράξια, οι οποίες
βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα).
Το 1974 ο Σαντρ ίδρυσε το Κίνημα των Απόκληρων για να πιέσει
για καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τους φτωχούς. Στην αρχή,
πολλοί χριστιανοί στο νότο, θεωρώντας ότι ήταν ένα εθνικό κίνημα με στόχο τη
βελτίωση της κατάστασης των φτωχών στο Λίβανο, εντάχθηκαν στο κίνημα σε
μεγάλους αριθμούς. Ανακαλύπτοντας τον σαφή σιιτικό προσανατολισμό του
Κινήματος, αποφάσισαν να αποσυρθούν. Λίγο αργότερα, ο Σαντρ συνήψε συμφωνία με
τον Γιασέρ Αραφάτ, ηγέτη της Φατάχ, με αποτέλεσμα η Φατάχ να δώσει στρατιωτική
εκπαίδευση στο Κίνημα των Απόκληρων. Το 1975, ο Σαντρ διακήρυξε ότι ο σχηματισμός
της πολιτοφυλακής Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα
Αντίστασης), γνωστότερης με το ακρωνύμιο Αμάλ (που σημαίνει επίσης «ελπίδα»)
ήταν η στρατιωτική πτέρυγα του Κινήματος των Απόκληρων, με τον ίδιο ως
επικεφαλής.
Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ξέσπασε το 1975, ένας
πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος στον οποίο εμπλέκονταν πολλά εσωτερικά και
εξωτερικά κόμματα. Ωστόσο, πρέπει να τον χρονολογήσουμε με ειδικές αναλύσεις,
ώστε να μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε σαφέστερα.
Έχοντας ιδρύσει το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο και το Κίνημα Αμάλ, ο Σαντρ μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την οργή πολλών κομμάτων. Ο Σαντρ σε πολλά συνέδρια απειλούσε να παρακινήσει τους υποστηρικτές του να επιτεθούν στα παλάτια των πλουσίων σε περίπτωση που τα αιτήματά τους δεν εκπληρωθούν. Άρχισε να επικρίνει περαιτέρω ορισμένες συμπεριφορές του Χομεϊνί και να αντιμετωπίζει ορισμένες παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να συμβουλεύεται τους αναγνωρισμένους λογίους του Κομ και του Νατζάφ. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν επισκέφθηκε το Ιράν για να πραγματοποιήσει μια συνάντηση με τον ίδιο τον σάχη για να του ζητήσει να δώσει χάρη σε δώδεκα σιίτες θρησκευτικούς ηγέτες τους οποίους ο σάχης είχε αποφασίσει να εκτελέσει. Ο Χομεϊνί θεώρησε μια τέτοια επίσκεψη παραβίαση του παγκόσμιου σιιτικού επαναστατικού συντονισμού για την αντιμετώπιση του σάχη, ο οποίος είναι εχθρός των επαναστατών.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1978 μετά τη διάλυση των σχέσεων μεταξύ της Συρίας και του Σαντρ. Όντας υπό την πίεση των γύρω χωρών καθώς και των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ το 1977, η Συρία ήθελε μια ισχυρή υποστήριξη από τον Λίβανο, καθώς ο συριακός στρατός ήταν στο Λίβανο εκείνη την εποχή και ήθελε τον Σαντρ να συμμαχήσει μόνο με τη Συρία. Νιώθοντας ισχυρός μπροστά στη δύσκολη κατάσταση της Συρίας, ο Σαντρ ήθελε να ενισχύσει τους δεσμούς με τις αραβικές χώρες και έτσι δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις του Χαφέζ αλ-Άσαντ. Έτσι, επισκέφθηκε το Κουβέιτ και στη συνέχεια την Αλγερία και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι τον Αύγουστο του 1978. Εκεί, στις 25 Αυγούστου, εξαφανίζεται. Υπάρχει η θεωρία ότι ο Χαφέζ αλ-Άσαντ (ή ακόμα και ο ίδιος ο Χομεϊνί) είχε ζητήσει από τον Καντάφι να δολοφονήσει τον Σαντρ.
Εκείνη την εποχή, ο Σαντρ είχε πολλούς εχθρούς, πολλοί από
τους οποίους κατηγορούνται ότι τον σκότωσαν. Ο κυριότερος από αυτούς ήταν ο
ηγέτης της επίδοξης ιρανικής επανάστασης που πρόκειται να λάβει χώρα ένα χρόνο
αργότερα, ο Χομεϊνί, ο οποίος δεν θα ήθελε μια αντίπαλη χαρισματική
προσωπικότητα με διεθνείς διασυνδέσεις που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον
Μεγάλο Αγιατολάχ για την ηγεσία του σιιτικού κόσμου. Επιπλέον, η πρόκληση της
οργής του συριακού καθεστώτος θα μπορούσε να έχει ένα τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή
τη δολοφονία, λαμβάνοντας υπόψη τον γνωστό σκληρό τρόπο με τον οποίο ο πατέρας
Άσαντ συνήθιζε να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του. Επιπλέον, η ίδια η Λιβύη
είχε σχέσεις με την ηγεσία της ιρανικής επανάστασης και έτσι θα την υποστηρίξει
αργότερα στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εμφύλιος πόλεμος
του Λιβάνου ήταν στο αποκορύφωμά του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και πολλές
εσωτερικές λιβανικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να ανατρέψουν τον Σαντρ.
Η αλήθεια είναι πως η εξαφάνιση του Μούσα αλ-Σαντρ αποτελεί
ένα μπερδεμένο παζλ, πολλά ανταγωνιστικά σενάρια έχουν προταθεί, αλλά τίποτα
δεν έχει αποδειχθεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Σαντρ άφησε πίσω του το πρώτο
ένοπλο σιιτικό κίνημα στην ιστορία του σύγχρονου Λιβάνου, την Αμάλ. Επιπλέον, η
θέση του επικεφαλής του σιιτικού Ανώτατου Συμβουλίου έμεινε κενή. Ένα χρόνο
αργότερα, η Ιρανική Επανάσταση θα εκδιώξει τον σάχη. Τέσσερα χρόνια αργότερα,
οι ισραηλινές δυνάμεις θα εισβάλουν στο νότιο Λίβανο.
Αφού πήγε από την ιρανική πόλη Κομ στο Λίβανο έχοντας ζήσει για λίγο στη Νατζάφ του Ιράκ, ο Μούσα αλ-Σαντρ προσπάθησε να ενώσει τους σιίτες σε μια ολοκληρωμένη οντότητα που τείνει να είναι ένα μελλοντικό κράτος. Ασχολήθηκε με το σεχταριστικό χαρακτηριστικό της οντότητας και έτσι ίδρυσε το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο το 1969. Έδωσε επίσης προσοχή στη στρατιωτική πτυχή και έτσι ίδρυσε το Κίνημα Αμάλ, ακρωνύμιο για το Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniyya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης). Δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους Μαρωνίτες Χριστιανούς (τον πρόεδρο Σαρλ Ελού), καθώς και με τις ΗΠΑ, τη Συρία και τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος ζούσε στο Ιράκ εκείνη την εποχή.
Με την αυξανόμενη δύναμη του Σαντρ, άρχισε να λαμβάνει χώρα
σύγκρουση συμφερόντων και προέκυψε μια διαμάχη μεταξύ αυτού και των ηγετών της
επίδοξης ιρανικής επανάστασης, καθώς και μεταξύ αυτού και του προέδρου της
Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος μέχρι τότε είχε αποτελέσει έναν από τους
ισχυρότερους υποστηρικτές του. Αυτές οι διαμάχες κατέληξαν στην εξαφάνιση του
Σαντρ στη Λιβύη κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1978. Ο Σαντρ άφησε πίσω
του μια μεγάλη κενή θέση προς πλήρωση.
Οι Σιίτες προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και διόρισαν τον
αναπληρωτή του Σαντρ, Αμπντούλ-Αμίρ Καμπαλάν, ως επικεφαλής του Ανώτατου
Σιιτικού Συμβουλίου, ενώ εξακολουθούσαν να διορίζονται αναπληρωτές πρόεδροι,
αφήνοντας έτσι τη θέση του προέδρου κενή μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η
πνευματική εξουσία δόθηκε σε έναν από τους πιο πολυμαθείς κληρικούς της
κοινότητας, τον Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα.
Ωστόσο, η κατάσταση στη σιιτική στρατιωτική πτέρυγα, γνωστή
ως Κίνημα Αμάλ, επιδεινώθηκε και τα μέλη της χωρίστηκαν σε δύο κόμματα. Το
πρώτο κόμμα αποτελούταν από κοσμικούς σιίτες που ήθελαν να διαχειριστούν τα
πράγματα χωρίς αναφορά στον νόμο των Δώδεκα Ιμάμηδων, δεν τους άρεσε να συνδέονται
με θρησκευτικές αρχές εκτός Λιβάνου και, μάλλον, υιοθετούσαν μια εθνικιστική
σκέψη. Επικεφαλής αυτού του κόμματος είναι ο γνωστός ηγέτης του Λιβάνου Ναμπίχ
Μπερί, που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια είναι ηγέτης του κόμματος Αμάλ και
πρόεδρος της Βουλής του Λιβάνου. Το δεύτερο κόμμα αποτελούταν από εκείνους που
ήθελαν να συνεχίσουν να ακολουθούν τα βήματα του Σαντρ και έτσι να
εγκαθιδρύσουν ένα σιιτικό κράτος με τη δύναμη των όπλων. Ένα τέτοιο κράτος
επρόκειτο να επεκτείνει την εξουσία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς
και θα έπρεπε να συνδεθεί με την ηγεσία της επανάστασης στο Ιράν. Ωστόσο, το
δεύτερο αυτό κόμμα δεν είχε έναν ηγέτη για να το καθοδηγήσει.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αμηχανίας, δύο σιίτες
που μελέτησαν το σιιτικό δόγμα στη Νατζάφ του Ιράκ, επέστρεψαν στο Λίβανο.
Αυτές οι δύο προσωπικότητες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, οι οποίοι
θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη διατήρηση της θρησκευτικής γραμμής του Σαντρ.
Το 1979, έλαβε χώρα η Ιρανική Επανάσταση, ο σάχης εκδιώχθηκε και ο Χομεϊνί επέστρεψε από το Παρίσι (έχοντας εξοριστεί εκεί από το Ιράκ το 1978) στην Τεχεράνη για να αναλάβει την ηγεσία και να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Στη συνέχεια ξεφορτώθηκε τους ανταγωνιστές του και εκδίωξε εκείνους που ανήκαν σε άλλα ιρανικά ρεύματα που τον βοήθησαν. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε απολύτως να εξασφαλίσει μια βάση. Ωστόσο, δεν κατευθύνθηκε προς την ιερή πόλη Qom όπως αναμενόταν, αλλά παρέμεινε στην πρωτεύουσα Τεχεράνη.
Σταθερά εγκατεστημένος στο Ιράν, ο Χομεϊνί άρχισε να στρέφει
το βλέμμα του στον Λίβανο και στο Ιράκ, καθώς περιείχαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό
σιιτών και, ταυτόχρονα, οι σιιτικοί πληθυσμοί σε αυτές τις χώρες, αν και
πλειοψηφικοί, μαστίζονταν από διώξεις και φτώχεια και έτσι ήταν ευεπίφοροι στις
επαναστατικές ιδέες και την πράξη.
Η κατάσταση στο Ιράκ επιδεινώθηκε καθώς ο Σαντάμ Χουσεΐν κυβερνούσε τη χώρα δικτατορικά, κάτι που βίωσε ο ίδιος ο Χομεϊνί, ο οποίος έμεινε στο Ιράκ για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν απελαθεί στο Παρίσι. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί αντιλήφθηκε ότι η σιιτική οργάνωση στο Ιράκ (το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση) και το στρατιωτικό της σκέλος, η Οργάνωση Μπαντρ, δεν μπορεί να ανατρέψει το κυβερνών καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Την ίδια εποχή, οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί που έχασαν δισεκατομμύρια με την κρίση που είχε προκαλέσει η ιρανική επανάσταση το 1979 με την εθνικοποίηση των πετρελαίων του Ιράν, αποζητούσαν την ανατροπή του Χομεϊνί, ενώ και οι οπλικές εταιρείες των ΗΠΑ, που με τον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ-Αιγύπτου χάρη στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 δεν έβρισκαν ευκαιρία να πουλήσουν σε μαζική κλίμακα όπλα στη Μέση Ανατολή, πίεσαν προς έναν πόλεμο Ιράν-Ιράκ ώστε να αναπληρώσουν τις ζημίες τους.
Έτσι λοιπόν ο Σαντάμ επιτέθηκε στο Ιράν τον Οκτώβριο του 1980 έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ αλλά και τον Αραβικό Σύνδεσμο. Από την πλευρά του, ο Χομεϊνί είδε τον πόλεμο ως ευκαιρία να συσπειρώσει την ιρανική κοινωνία πίσω από το ισλαμικό του καθεστώς, αλλά και μέσω ενός πιθανού νικηφόρου πολέμου να ανατραπεί ο Σαντάμ και να παραδοθεί η εξουσία στους σιίτες του Ιράκ. Όσο για τον μακρινό Λίβανο, χρειαζόταν μια μακρά προετοιμασία που απαιτούσε άνδρες πλήρους πίστης στον Χομεϊνί. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί ήρθε σε επαφή με τους δύο πιστούς του στον Λίβανο: αυτοί οι δύο άνδρες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, που μετά την ισραηλινή εισβολή θα ίδρυαν την οργάνωση που είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή ως Χεζμπολάχ. Από τότε, ξεκίνησε η άμεση υποστήριξη του Ιράν προς τη Χεζμπολάχ.
Ωστόσο, το Κίνημα Αμάλ εξακολούθησε (και εξακολουθεί ως σήμερα) να καθοδηγείται από τον κοσμικό προσανατολισμό του Ναμπίχ Μπερί. Το 1981, το Κίνημα Αμάλ πραγματοποίησε το τέταρτο συνέδριό του για να θέσει τέλος στις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών εντός του κινήματος, καθένα από τα οποία φιλοδοξούσε να ελέγξει τον σιιτικό νότο. Η διάσκεψη κατέληξε σε απόφαση για ανανέωση της θητείας του Ναμπίχ Μπερί ως επικεφαλής της Αμάλ, καθιστώντας τον Αμπάς Μουσαβί αναπληρωτή του.
Λίγο νοτιότερα, στο Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπέγκιν και ειδικότερα ο «πυρομανής» υπουργός άμυνας Αριέλ Σαρόν, αναζητούσαν τρόπους να αναδιαμορφώσουν το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής προς όφελος του εβραϊκού κράτους. Η ειρήνη του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο εξασφάλιζε τα νότια και δυτικά σύνορά τους, η καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράκ και η μυστική ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ιορδανία εξασφάλιζε τα ανατολικά. Έμεναν όμως τα βόρεια, όπου στον Λίβανο η PLO υπό τον Γιασέρ Αραφάτ φαινόταν να έχει εγκαταστήσει οιονεί κράτος εν κράτει. Ο Σαρόν εξουσιοδότησε τον σύμβουλό του, Οντέτ Γινόν, να καταρτίσει ένα στρατηγικό σχέδιο για τη «βαλκανοποίηση» του Λιβάνου, της Συρίας και του Ιράκ με την πρόκληση εμφυλίων συγκρούσεων σε αυτές τις χώρες που θα απέβαιναν προς όφελος του Ισραήλ.
Το πρώτο σκέλος του σχεδίου προέβλεπε την κατοχή του Νοτίου Λιβάνου από τους Ισραηλινούς, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να φανεί ότι το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση από την PLO. Θα ήταν λοιπόν αναγκαίο να προκληθεί η PLO μέσα από μια τεχνητή «στρατηγική της έντασης» που θα την κατηύθυνε το ίδιο το Ισραήλ με βίαιες ενέργειες – χωρίς όμως να φαίνεται ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές – ώστε να εξαναγκαστεί η παλαιστινιακή οργάνωση να απαντήσει εξίσου βίαια και να δοθεί η αφορμή στο Ισραήλ να επιτεθεί στον Λίβανο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στη διεθνή κοινότητα ως ευρισκόμενο σε νόμιμη άμυνα.