Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα
εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ιδεολογικά σχήματα που τροφοδοτήθηκαν από την πολιτική θεωρία του εθνικισμού
υπήρξαν ασφαλώς και πριν τον μεσοπόλεμο αφού οι ρίζες της θεωρίας του
εθνικισμού ανάγονται στην πολιτικό Ρομαντισμό του 18ου αιώνα. Ωστόσο η νίκη των
διεθνιστικών ιδεολογικών δυνάμεων, κατά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, έδωσε την
ευκαιρία τόσο στους δυτικούς καπιταλιστές όσο και στους σοβιετικούς να θέσουν
υπό διωγμό όχι μόνο τα απομεινάρια των εθνικιστικών κινημάτων του μεσοπολέμου
μα και την εθνικιστική θεωρία συνολικά.
Έτσι τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κόμματα κλήθηκαν να βρουν
μια χρυσή τομή ώστε από την μια να συνεχίσουν να βασίζονται στις (διωκόμενες
από την εξουσία) αρχές της πολιτικής θεωρίας του εθνικισμού κι από την άλλη να
δημιουργήσουν μια νομική ασπίδα ώστε να μην μπορεί η, εχθρική προς τον
εθνικισμό, εξουσία να τα θέτει εκτός νόμου μετά από δικαστικές παρωδίες. Στον
δυτικό κόσμο η χρυσή αυτή τομή βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μετά
από πολλές ζυμώσεις, στην Βρετανία και την Γαλλία, την χρυσή τομή ανακάλυψαν
δυο κόμματα που είχαν το ίδιο όνομα. Δηλαδή, Εθνικό Μέτωπο.
Τα Εθνικά Μέτωπα πέτυχαν να ισορροπήσουν σε ένα επιτυχημένο
μίγμα την φιλεργατική και ακτιβιστική πολιτική τον κομμάτων του μεσοπολεμικού
φασισμού με την προσήλωση στην εθνική ταυτότητα και την τάξη που προϋποθέτει ο
συντηρητισμός. Και, μάλιστα, το πολιτικό αυτό μίγμα έγινε εφικτό να
λειτουργήσει σε ένα θεσμικό πλαίσιο σεβασμού της δημοκρατικής διαδικασίας, ως
συστήματος εναλλαγής κυβερνήσεων, μετά από εκλογές σε προκαθορισμένα τακτικά διαστήματα.
Στην ουσία τα δυο αυτά κόμματα κατάφεραν να αντιπαρατεθούν στον αστικό
φιλελευθερισμό και την αριστερά, σεβόμενα το θεσμικό σκέλος της δημοκρατίας ως
κοινά αποδεκτής πρακτικής εκλογικών αναμετρήσεων και πολιτικής σύγκρουσης.
Σύντομα το πολιτικό μίγμα των Εθνικών Μετώπων έγινε κοινή
συνταγή για όλα σχεδόν τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης. Αν και
τα μέλη τους προτίμησαν να ονομάσουν αυτά τα κόμματα απλά ως εθνικιστικά, η
πολιτική επιστήμη εφηύρε έναν άλλο όρο για να ορίσει το πολιτικό τους φάσμα. Τα
κόμματα αυτά η πολιτική επιστήμη τα χαρακτήρισε ως «νεοφασιστικά». Επίσης, οι
ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές τάσεις που απλώθηκαν γύρω από αυτά τα
κόμματα ονομάστηκαν, αντίστοιχα, «νεοφασιστικές».
Τόσο το γαλλικό όσο και το βρετανικό Εθνικό Μέτωπο πέτυχαν
τους στρατηγικούς τους στόχους. Το γαλλικό κόμμα, υπό την ηγεσία του Ζαν Μαρί
Λεπέν, βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής της Γαλλίας, καταφέρνοντας να
διατηρήσει σχεδόν ανόθευτο τον αρχικό ιδεολογικό του χαρακτήρα μέχρι και την
δεκαετία του ’90. Το βρετανικό κόμμα δεν είχε την ίδια εκλογική επιτυχία γιατί
η Θάτσερ, με την βοήθεια των κρατικών μυστικών υπηρεσιών, κατάφερε να το
μοχλεύσει και να το οδηγήσει σε διαδοχικές διασπάσεις. Ωστόσο, παρ’ όλες τις
διασπάσεις, το βρετανικό Εθνικό Μέτωπο κατάφερε να ενσωματώσει στον εθνικιστικό
χώρο κοινωνικές ομάδες των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας που μέχρι τότε
μπορεί να εξέφραζαν κάποιες παραδοσιοκρατικές ιδέες αλλά τα εθνικιστικά κόμματα
δεν είχαν καταφέρει να προσεγγίσουν. Punks, metalheads,
progressive rockers,
οργανωμένοι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων, μηχανόβιοι και άλλοι αντισυμβατικοί
νεολαίοι άρχισαν να κινητοποιούνται ενεργά υπέρ του εθνικισμού μέσα από τις
τάξεις του Εθνικού Μετώπου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κάτι αντίστοιχο
κατάφερε και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο. Κι αυτό γιατί τόσο το βρετανικό όσο και
το γαλλικό κόμμα έφεραν στο προσκήνιο το υπόβαθρο της κοσμοθέασης του
Ρομαντισμού από την οποία εκρέουν όχι μόνο οι πολιτικές αλλά και οι
αισθητικές/πολιτιστικές παραδοσιοκρατικές τάσεις, που εναντιώνονται στην
εξουσία της διεθνιστικής νεωτερικότητας. Με το πέρασμα του καιρού ακόμη και κινήσεις που παρέμεναν
προσηλωμένες στις μεσοπολεμικές μορφές των εθνικιστικών κομμάτων, όπως το British Movement, άρχισαν να
μετατοπίζονται, υιοθετώντας το πολιτικό μίγμα των Εθνικών Μετώπων. Ο
μεσοπόλεμος είχε περάσει. Η αμφίεση με τα πουκάμισα και οι πρακτικές του
μεσοπολέμου έμοιαζαν παράκαιρες την δεκαετία του ’70. Οι μόνοι που μπορούσαν να
αντισταθούν στα βίαια τάγματα εφόδου της αριστεράς και να μιλήσουν στις καρδιές
των νέων ήταν οι rockers
και οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων. Και τα δυο Εθνικά Μέτωπα κατάφεραν να
ανοίξουν τον δρόμο προς τον πολιτικά ενεργό εθνικισμό σε αυτές τις κοινωνικές
ομάδες.
Οι συγκεκριμένες εξελίξεις ανάγκασαν το σύστημα εξουσίας να
αναπροσαρμόσει την στρατηγική του
προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κινήματα. Γι’
αυτό τον σκοπό χρησιμοποιήθηκε ένα νέο και αποτελεσματικό όπλο κατά του εθνικισμού.
Αυτό δεν ήταν άλλο από την «νέα-δεξιά» (ή τον «νέο-εθνικισμό»).
Ο όρος «νέα δεξιά» αφορά διάφορα ιδεολογικά ρεύματα. Σε ότι
έχει να κάνει με την πολιτική θεωρία υπάρχουν νεοδεξιές τάσεις που διαλέγονται
και με τον εθνικισμό. Ωστόσο στην καθαρά πολιτική πρακτική η «νέα δεξιά»
εκφράστηκε ως ένα ανακάτεμα κάποιων κοινωνικών θέσεων του συντηρητισμού με τις
πιο σκληρές οικονομικές θέσεις του καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού. Τα πλέον
χαρακτηριστικά «νεοδεξιά» παραδείγματα πολιτικών της δεκαετίας του ’80 ήταν η
Θάτσερ και ο Ρήγκαν.
Η Θάτσερ ξήλωσε το βρετανικό κοινωνικό κράτος, χτύπησε
ανελέητα την εργατική τάξη που υποστήριζαν οι εθνικιστές του Εθνικού Μετώπου κι
έστειλε στην φυλακή χιλιάδες νεαρούς ακτιβιστές του εθνικιστικού χώρου.
Ταυτόχρονα, για να φράξει τον δρόμο των συντηρητικών ψηφοφόρων προς τον
εθνικισμό και προκειμένου να τους εγκλωβίσει στα πλαίσια του εξουσιαστικού
φιλελευθερισμού, υιοθέτησε ορισμένα από τα «πατριωτικά» συνθήματα του
παραδοσιακού συντηρητισμού κι επένδυσε επικοινωνιακά στην γεωπολιτικά ανούσια,
οικονομικά καταστροφική, αλλά συμβολικά σημαντική κατάληψη των νήσων Φώκλαντ.
Ταυτόχρονα οι μυστικές υπηρεσίες της μεθόδευσαν την διάσπαση του Εθνικού
Μετώπου.
Στις Η.Π.Α., που παραδοσιακά δεν υπάρχει ισχυρός
εθνικιστικός χώρος, τα πράγματα για τους «νεοδεξιούς» του Ρήγκαν ήταν πιο
εύκολα. Χρειάστηκε, απλώς, να περιθωριοποιήσουν παραδοσιοκράτες και αυθεντικά
συντηρητικούς στοχαστές, όπως ο Ράσελ Κερκ, για να προωθήσουν στην κοινωνία και
την εξουσία τις απόψεις «νεοδεξιών» καπιταλιστών, όπως ο Γουίλιαμ Μπάκλεϋ.
Αυτή η συνταγή ανάσχεσης της κοινωνικής και πολιτικής
δυναμικής του εθνικισμού αποδεικνύεται αποτελεσματική μέχρι σήμερα. Ασφαλώς η
αποτελεσματικότητα της εν λόγω συνταγής γίνεται μεγαλύτερη και λόγω των
λιποταξιών από πολιτικούς του εθνικιστικού χώρου. Περσόνες όπως ο Φίνι και ο
Βορίδης αποτελούν καταγέλαστα παραδείγματα ιδεολογικής απογύμνωσης προς όφελος
των συμφερόντων του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού της μεταπολεμικής
νεωτερικότητας. Αλλά και περιπτώσεις όπως αυτή του Σαλβίνι δείχνουν να
εντάσσονται στον ίδιο παρονομαστή. Στην ίδια κατάληξη δείχνουν να οδηγούν και
οι ιδεολογικές εκπτώσεις παλαιότερων εθνικιστικών κομμάτων. Το συμπέρασμα είναι
ότι όσο ο εθνικισμός θα γίνεται αρεστός σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες τόσο
το σύστημα εξουσίας θα κατασκευάζει «νεοδεξιά» αναχώματα για να μην του
επιτρέπει να εκφραστεί όπως πραγματικά είναι.
Στην Ελλάδα η χρήση του εργαλείου της «νέας δεξιάς» άρχισε
να γίνεται συστηματική από την εποχή που αναρριχήθηκε στην ηγεσία της Νέας
Δημοκρατίας ο Αντώνης Σαμαράς. Το «σύστημα Σαμαρά» έπαιξε τολμηρά το χαρτί της
«νεοδεξιάς». Δεν κατάφερε, όμως, τον τελικό του σκοπό γιατί έκανε δυο λάθη
τακτικής. Πρώτον θέλησε να κρατήσει τους αγανακτισμένους συντηρητικούς
ψηφοφόρους εντός της Νέας Δημοκρατίας. Και, δεύτερον, όταν αυτό δεν έγινε
εφικτό, δοκίμασε να στριμώξει την Χρυσή Αυγή, το κόμμα δηλαδή που αντλούσε δυναμική
από εκείνες τις ψήφους, με πραξικοπηματικά μέσα και με την πριμοδότηση άλλων
νεοεθνικιστικών σχηματισμών. Και οι δυο επιθετικές επιλογές του Αντώνη Σαμαρά
αποδείχτηκαν στην πράξη άκαρπες. Αντίθετα ο σημερινός αρχηγός της Νέας
Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας πιο σωστά το εργαλείο της «νεάς δεξιάς», πέτυχε
αυτό που ξεκίνησε ο Σαμαράς μοχλεύοντας την Χρυσή Αυγή (και τον εθνικιστικό
χώρο συνολικά) εκ των έσω.
Σαφώς η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να αποφύγει την μόχλευση αν
είχε υιοθετήσει μια σωστή στρατηγική. Πολλοί θεωρούν ότι το σημείο καμπής της
ήταν ο θάνατος του Παύλου Φύσσα. Προσωπικά διαφωνώ. Ο θάνατος του Φύσσα μπορεί
να ανέκοψε τον δημοσκοπικό της καλπασμό. Αλλά είδαμε πως για αρκετά χρόνια μετά
από εκείνο το τραγικό περιστατικό τα εκλογικά της ποσοστά συνέχισαν να
υπερβαίνουν το 6%. Νούμερο αρκετά υψηλό για να επιτρέψει σε ένα εθνικιστικό
κόμμα να οργανώσει δομές και κοινωνικές βάσεις που θα άντεχαν για χρόνια. Το στρατηγικό λάθος του συγκεκριμένου
κόμματος πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα. Και συγκεκριμένα την διετία 2011-12.
Τότε που μπορούσε να αποκομίσει ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό χωρίς να βασιστεί
στους απογοητευμένους νεοδημοκράτες και δεν το έπραξε.
Στο κίνημα των Αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος
υπήρχαν μάζες συμπολιτών μας που έμπαιναν για πρώτη φορά συμμετοχικά στον
πολιτικό στίβο και δεν προέρχονταν από την δεξιά. Πολλοί εξ αυτών είχαν ανοιχτά
ώτα προς τις εθνικιστικές θέσεις. Αλλά, δυστυχώς, τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα.
Αντιθέτως οι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες άρχισαν να μπουκάρουν, χωρίς τον
απαραίτητο ενδοιασμό και δίχως κανείς να τους φιλτράρει ιδεολογικά και ηθικά,
στον εθνικιστικό χώρο. Ήταν, όμως, προφανές ότι, πλην λίγων εξαιρέσεων, οι
περισσότεροι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες παρέμεναν βαθιά δεξιοί. Και
αντιλαμβάνονταν τον εθνικισμό, εντελώς στρεβλά, ως μια πιο σκληρή δεξιά από
αυτήν που υποστήριζαν μέχρι τότε.
Η Χρυσή Αυγή, στην οποία κυρίως κατευθύνθηκαν, τους
αποδέχτηκε άκριτα, χωρίς να τους υποδείξει ότι έμπαιναν σε έναν διαφορετικό
ιδεολογικό χώρο που θα όφειλαν να υιοθετήσουν και να σέβονται τις αρχές του.
Έτσι οι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες βαφτίστηκαν εν μια νυκτί εθνικιστές. Μόνο
που τέτοιοι δεν έγιναν ποτέ. Συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στον εθνικιστικό
χώρο δίχως να έχουν εσωτερικεύσει τις ιδεολογικές θέσεις και τις αξίες του
εθνικισμού.
Όταν μετά από λίγο καιρό έμαθαν τον εθνικιστικό χώρο,
απέκτησαν συμπάθειες και βρήκαν πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες ήταν πια
έτοιμοι να λειτουργήσουν ως μια ποσοτικά κρίσιμη μαγιά της συστημικής «νεάς
δεξιάς» (ή αν θέλετε του «νέο-εθνικισμού»), που φώλιασε σαν τοξικός μύκητας στα
θεμέλια του, παραδοσιακά αδύναμου, ελληνικού εθνικιστικού χώρου. Το μόνο που
περίμεναν ήταν το πέρασμα του χρόνου ώστε η τοξικότητά τους να δηλητηριάσει τις
αδύναμες εθνικιστικές δομές. Κι όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα έκαναν τις
απαραίτητες κινήσεις ώστε να γίνουν αυτοί οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού και
οι διαμορφωτές των συσχετισμών. Η κατάλληλη στιγμή φαίνεται πως ήρθε όταν ο
Αντώνης Σαμαράς συμμάχησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές
της Νέας Δημοκρατίας.
Γι αυτή την εξέλιξη οι ευθύνες των μικρότερων ελληνικών
εθνικιστικών ομάδων δεν είναι αμελητέες. Οι λεγόμενες αυτόνομες ομάδες δεν
κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να συνεννοηθούν, να απομονώσουν γνωστούς
προβοκάτορες και να αποφύγουν τους μεταμοντέρνους πειραματισμούς. Έτσι, οι
όποιες κοινωνικές τους παρεμβάσεις πνίγηκαν στον κουρνιαχτό που σήκωσαν οι
κραυγές των «νεοεθνικιστών» bloggers
και δημοσιογράφων, οι οποίοι εμφανίστηκαν με πολλές μάσκες. Άλλοτε ως
«ανανεωτές του χώρου», άλλοτε ως βαθιά θρησκευόμενοι πατριώτες, άλλοτε ως
χλαμυδοφόροι παγανιστές, κάποτε ως εσωτεριστές, σε κάποιες περιπτώσεις ως
«απλοί άνθρωποι» που χρησιμοποιούσαν την κοινή λογική, πάντοτε όμως ως
προβοκάτορες κι αντίπαλοι των παραδοσιακών εκδοχών του εθνικισμού τις οποίες
δεν δίστασαν, πολλές φορές, να παρουσιάσουν ακόμη και ως υποκινούμενες από την
αριστερά..!!
Σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δύο
είναι οι μορφές που μπορούν να έχουν κόμματα τα οποία απευθύνονται στους
εθνικιστές ψηφοφόρους με στόχο να αποκομίσουν μαζική υποστήριξη. Η πρώτη είναι
αυτή που καθιέρωσαν τα Εθνικά Μέτωπα της Βρετανίας και της Γαλλίας κατά την
δεκαετία του ’70 και απλώθηκε πανευρωπαϊκά μέχρι το τέλος του αιώνα. Δηλαδή, η
τελευταία μορφή του κλασικού εθνικιστικού κόμματος με τις ιδεολογικές καταβολές
στην κοσμοθεωρία του Ρομαντισμού. Η μορφή του κόμματος που η πολιτική ανάλυση
χαρακτηρίζει πολλές φορές ως νεοφασιστική. Η δεύτερη μορφή είναι αυτή του
νεοδεξιού ή «νεοεθνικιστικού» κόμματος.
Οι διαφορές τους μπορεί να φαίνονται μικρές σε κάποιον απλό
ψηφοφόρο αλλά είναι στην πραγματικότητα τεράστιες. Το κλασικό εθνικιστικό κόμμα
είναι προσαρμοσμένο στην δημοκρατική διαδικασία αλλά, επειδή εξακολουθεί ν’
αντλεί τις θεωρητικές του καταβολές απ’ τον Ρομαντισμό, παραμένει
παραδοσιοκρατικό. Είναι φιλεργατικό. Αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την
τεχνοκρατία. Στρέφεται ξεκάθαρα κατά της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ. Χρησιμοποιεί την
πολιτική ως πρακτική που τελικό της στόχο έχει να ανυψώσει τον ανθρώπινο βίο σε
σχήματα ζωής διαφορετικά από εκείνα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας.
Συγκρούεται, δηλαδή, με τον πυρήνα της ηθικής του νεωτερικού καπιταλισμού.
Αντιθέτως, το νεοδεξιό (ή «νεοεθνικιστικό») κόμμα αποτελεί
μια μεταμοντέρνα χάλκευση του εθνικιστικού. Δεν έχει τις ιδεολογικές του καταβολές
στον Ρομαντισμό. Υπερασπίζεται την εθνική ταυτότητα, ενδεχομένως και με
ρατσιστική φρασεολογία, αλλά αποδέχεται την ασυδοσία της αγοράς ως κάτι φυσικό.
Αντικαθιστά τις φιλεργατικές και οικολογικές τάσεις του κλασικού ρομαντικού
εθνικισμού με έναν ακαλαίσθητο αντισοσιαλισμό. Κριτικάρει μετριοπαθώς την Ε.Ε
και δεν αναφέρεται καθόλου στο ΝΑΤΟ. Στρέφεται κατά των μεταναστών αλλά όχι και
κατά της οικονομικής πολιτικής που προκαλεί την μετανάστευση. Το ηθικό του
όραμα για τον άνθρωπο είναι αστικό και δεν έχει σε τίποτε να κάνει με την
ιδεαλιστική πίστη του ρομαντικού εθνικισμού στην χρήση της πολιτικής ως μέσο
ανάτασης του ανθρώπινου βίου. Τα μέλη του, για να καλύψουν την αντιφατικότητα
των αρχών του, συχνά δεν το χαρακτηρίζουν ως εθνικιστικό αλλά ως «πατριωτικό».
Το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα κάνει έναν ιδεολογικό
ελιγμό για να αποφύγει δυσάρεστες νομικές συνέπειες και για να αποκτήσει
πρόσβαση στο μεταπολεμικό πεδίο της πολιτικής μάχης. Το «νεοεθνικιστικό» κόμμα
κάνει έναν ιδεολογικό ελιγμό για να αποκτήσουν τα μέλη του πρόσβαση στον πυρήνα
της αστικής εξουσίας. Το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα εναντιώνεται πολιτικά,
οικονομικά, αισθητικά και ηθικά στην παγκοσμιοποίηση γιατί την αντιμετωπίζει ως
εκδοχή του εξουσιαστικού διεθνισμού, που εγκαθίδρυσαν οι εκφραστές της
πολιτικής θεωρίας του Διαφωτισμού κατά την εποχή της νεωτερικότητας. Το
«νεοεθνικιστικό» κόμμα υποστηρίζει ότι εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση, αλλά
μιλά μόνο για την μεταναστευτική πολιτική. Αδιαφορεί για το γεγονός ότι η
παγκοσμιοποίηση δεν βασίζεται μόνο στην μετακίνηση πληθυσμών προς την Ευρώπη,
αλλά και στην ηθική και πολιτιστική αλλοίωση των κοινωνιών από τα πρότυπα του
καταναλωτικού καπιταλισμού. Κοντολογίς, το «νεοεθνικιστικό» κόμμα δεν είναι
στην πραγματικότητα εθνικιστικό.
Στην Ελλάδα ακούμε σήμερα τους «νεοεθνικιστές» να μιλούν για
την ανάγκη μιας «ενότητας του πατριωτικού χώρου», που δεν θα σκοντάφτει σε
ιδεολογικές διαφωνίες. Πρέπει να ζούμε στην μοναδική χώρα του κόσμου που ενεργά
πολιτικοί άνθρωποι εκστομίζουν τέτοιες ανοησίες. Θα είχε ενδιαφέρον να τους
εξηγούσε κανείς ότι ένας πρωτοετής πολιτικός επιστήμονας, σε κάποιο ίδρυμα της
υποσαχάριας Αφρικής, γνωρίζει πως η ιδεολογική συμφωνία είναι η πρώτη
απαραίτητη προϋπόθεση μιας πολιτικής συνεργασίας. Και πως είναι είτε σχιζοφρενικό
είτε αστείο να υποστηρίζουν ότι μια πολιτική συνεργασία μπορεί να οικοδομηθεί
μοναχά πάνω σε ένα συναίσθημα που επικαλούνται όλοι και οφείλουν να έχουν όλοι,
όπως είναι ο πατριωτισμός, και όχι πάνω σε κοινές ιδέες και αξίες.
Στην Ελλάδα σήμερα ακούμε τους «νεοεθνικιστές» να
υποστηρίζουν ότι εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση και πως επιδιώκουν την
επιστροφή στο εθνικό κράτος. Θα είχε ενδιαφέρον να τους υπενθυμίσει κανείς πως
όταν οι εθνικιστές εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση δεν αναφέρονται μόνο τις
μεταναστευτικές ροές. Στην, πριν του 1992, Ελλάδα δεν υπήρχαν μεγάλες
μεταναστευτικές κοινότητες. Το ελληνικό κράτος ήταν, υπό αυτή την έννοια,
εθνικό. Αυτό οραματίζονται άραγε οι «νεοεθνικιστές»; Την επιστροφή στο κράτος
του Ξενοφώντα Ζολώτα και του Τζαννή Τζαννετάκη;
Το κράτος και η οποιαδήποτε οργάνωση του δημόσιου βίου
αποτελούν για τον αληθινό εθνικιστή επίκεντρα μιας εντελώς διαφορετικής
προσέγγισης. Δεν αγωνίστηκε ο Ίωνας Δραγούμης και οι υπόλοιπες σπουδαίες
προσωπικότητες του ελληνικού εθνικισμού για να εκμεταλλεύονται οι καπιταλιστές
τους εργαζόμενους σε ένα εθνικό περιβάλλον. Ούτε για να επικρατήσουν ως
κοινωνικές αξίες τα υλιστικά σχέδια των υποτιθέμενα απλών ανθρώπων της
«καθημερινής λογικής». Ούτε, ασφαλώς, για να μετατραπούν οι Έλληνες σε
νεοραγιάδες των δυνάμεων της αγοράς, σε αριθμητικά δεδομένα κάποιων τεχνοκρατών
και σε επαρχιώτες σερβιτόρους των χαρτογιακάδων της Ε.Ε. Η κοσμοθέαση του
Ρομαντισμού αποτελεί διαχρονικό φάρο των αληθινών εθνικιστών. Και τους καλεί να
συγκρουστούν μέχρις εσχάτων με τον εξουσιαστικό υλισμό της νεωτερικότητας.
Κάθε αληθινά εθνικιστικό κόμμα έχει μια εξαιρετικά δύσκολη
αποστολή. Αλλά και ένα εξαιρετικά σημαντικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Οφείλει να το
σεβαστεί και να αγωνιστεί προκειμένου να υποτάξει την πραγματικότητα στις ιδέες
του. Αν δεν τα καταφέρει θα έχει τουλάχιστον υπηρετήσει τις αξίες του. Και αυτό
είναι κάτι πολύ σημαντικό. Αλλά για τους «νεοεθνικιστές» αστούς της εποχής μας
τίποτε μη μετρήσιμο, μη ποσοτικό και μη χρηστικό δεν έχει σημασία. Ιδίως όταν
αδημονούν για την ενότητα των «πατριωτικών δυνάμεων», όπως φοβικά αποκαλούν τον
εθνικιστικό χώρο, που ευελπιστούν ότι θα τους εξασφαλίσει απολαβές.
Τα νεοδεξιά κόμματα είναι το δέλεαρ του συστήματος εξουσίας.
Ο εξουσιαστικός καπιταλισμός κατάφερε αρχικά να αλλοιώσει το πολιτικό
στρατόπεδο της αριστεράς. Με το να προωθήσει τα λεγόμενα «κοινωνικά κινήματα»
(φεμινισμός, εναλλακτική αριστερά, Μάης ’68 κλπ) εξοβέλισε τον παραδοσιακό
σοσιαλισμό από τον αριστερό λόγο και εκφύλισε συνολικά την αριστερά σε ένα προοδευτικό
δεκανίκι του κυρίαρχου φιλελευθερισμού. Ο «νεοεθνικισμός» προορίζεται να κάνει
το ίδιο πράγμα στην αντίπερα όχθη. Να αδειάσει, δηλαδή, τον εθνικισμό από
περιεχόμενο, να τον απομακρύνει από τις ρομαντικές θεωρητικές του καταβολές και
να τον μετατρέψει σε μια αντιδραστική εκδοχή του κυρίαρχου φιλελευθερισμού.
Και στην Ελλάδα της εποχής μας οι τελευταίες εξελίξεις
δείχνουν ότι υπάρχουν πολλοί που, απ’ ότι φαίνεται, θέλουν να αναλάβουν
τέτοιους ρόλους και αποστολές. Θα τα καταφέρουν, άραγε; Με ένα τόσο άβουλο και
απαίδευτο πολιτικά εκλογικό σώμα όλα είναι πιθανά. Ο ελληνικός εθνικισμός
ενδέχεται να ισοπεδωθεί τελικά από τους νεοδεξιούς ζητωπατριώτες. Ή μήπως όχι; Ο καιρός γαρ εγγύς …