ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Οι Νέοι Ρομαντικοί - Νορβηγικό Black Metal και Εθνική Ταυτότητα.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η Συντηρητική Επαναστατική δυνατότητα της Black Metal τέχνης.
του Alex Kurtagić
μετάφραση: Ian Black
Black
Metal: μια
συντηρητική επανάσταση στη μοντέρνα λαϊκή κουλτούρα
Από τη σκοπιά του φυλετικού εθνικισμού, το μουσικό
είδος Black
Metal είναι
το πιο αξιοσημείωτο φαινόμενο των τελευταίων δυο δεκαετιών. Λίγοι σχετικά
πολιτικοί μελετητές και σχολιαστές έχουν ασχοληθεί με το είδος. Αυτό είναι
περίεργο, μιας και το Black
Metal τρέχει
αντίθετα στις μεταπολεμικές τάσεις που επιβάλλουν την περιθωριοποίηση και την
καταδίκη της φυλετικής συνείδησης μεταξύ των λευκών. Είναι ακόμα εκπληκτικό αν
κανείς συλλογιστεί ότι το Black
Metal αντλεί
έμπνευση και εμπεριέχει την ίδια κουλτούρα και τις λογοτεχνικές παραδόσεις που
δημιούργησαν τον σύγχρονο φυλετικό εθνικισμό. Εξάλλου, το Black Metal, με τη βοήθεια της άκρως στυλιζαρισμένης
Ευρωπαϊκής αισθητικής του, προσφέρει ένα αποτελεσματικό όπλο ενάντια στην
επίθεση προς την λευκή ταυτότητα.
Το Black Metal έχει συζητηθεί από μελετητές, υπέρμαχους της πολιτικής ορθότητας, όπως ο Keith Kahn-Harris, ιδρυτής του νέου κέντρου εβραϊκής σκέψης (New Centre for Jewish Thought), στο βιβλίο Extreme Metal: Music and Culture on
the Edge, ο Karl Spracklen στο βιβλίο The Meaning and Purpose of Leisure:
Habermas and Leisure at the End of Modernity, ο Jason Foster στο βιβλίο Commodified Evil’s Wayward Children:
Black Metal and Death Metal as Purveyors of an Alternative Form of Modern
Escapism, τον Nicholas Goodrick-Clarke στο βιβλίο Black Sun: Aryan Cults, Esoteric
Nazism, and the Politics of Identity και τους Michael Moynihan και Didrik Søderlind στο βιβλίο Lords of Chaos: The Bloody Rise of
the Satanic Metal Underground New Edition. Ενώ οι Moynihan και Søderlind παρέχουν μια
δημοσιογραφική ανάλυση στο είδος οι υπόλοιποι συγγραφείς βασίζονται σε
αναλύσεις που πηγάζουν από την Φροϋδο-Μαρξιστική ακαδημαϊκή παράδοση, που
εμπεριέχει Μαρξιστές θεωρητικούς όπως ο Louis Pierre Althusser,
μεταμοντερνιστές όπως οι Jacques Derrida και Michel Foucault, κριτικούς
θεωρητικούς όπως οι Max Horkheimer και Theodor Adorno (εξέχοντα μέλη της σχολής
της Φρανκφούρτης) και ούτω καθεξής. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι οι
ερμηνείες της κουλτούρας από αυτή τη σκοπιά, παρόλο που εμπεριέχουν όξυνες
ιδέες, είναι περιορισμένες και διαστρεβλωμένες από τους θεωρητικούς, οι οποίοι πιστεύουν
τυφλά ότι η ισότητα είναι καλή από μόνη της ενώ απορρίπτουν την θεωρία της
εξέλιξης ως άνομη ενώ χαρακτηρίζονται από τις αποξενωμένες τάσεις τους ως προς
την παραδοσιακή Δυτική κουλτούρα.
Οι περιορισμοί και στρεβλώσεις που χτίστηκαν μέσα στο
κορμό της θεωρίας επιδεινώνονται από την κατάσταση στον Δυτικό ακαδημαϊκό χώρο λόγω
της θεσμικής ορθοδοξίας, ενός κλειστού θεωρητικού περιβάλλοντος όπου
εναλλακτικές σκοπιές (όπως η ανισότητα και η θεωρία της εξέλιξης) απορρίπτονται
πρότερα ως αναξιόπιστες, απαρχαιωμένες, προκατειλημμένες ή λόγω έλλειψης
επιστημονικής βάσης. Όταν το υποκείμενο μελέτης είναι μια κουλτούρα η οποία
αρνείται ρητά τις πρώτες αρχές στις οποίες στηρίζεται ο κορμός μιας θεωρίας, πάντα
υπάρχει ο κίνδυνος ανάλυσης της μέσω εκφυλισμού και ηθικολογικής ακατανοησίας.
Η διαφωνία ως στυλ
Το Black
Metal είναι
μια ριζοσπαστική απόφυση του Heavy
Metal.
Στη δεκαετία του 1980 οι μπάντες έπαιζαν μια μορφή εμπορευματοποιημένου Heavy Metal για
τις μάζες, καταφέρνοντας έτσι να επιτύχουν υψηλές θέσεις στα μουσικά charts και
να πουλήσουν εκατομμύρια άλμπουμ. Έτσι ‘’ιδρυτικά’’ στοιχεία της Heavy Metal ζήτησαν η σκηνή να μετατραπεί πάλι σε
underground
και
για να το κάνουν πράξη ανέπτυξαν ακραίες παραλλαγές του ήχου, θεωρώντας ότι
είναι περισσότερο αρμονικό με την αρχική αντί-εμπορική και ‘’αντί-κουλτουριάρικη’’
υφή του. Κάτι τέτοιο ήταν το Black
Metal με
το όνομά του από τα σατανικά και αποκρυφιστικά θέματα και τις αισθητικές του. Το Black
Metal ηχητικά
δεν μοιάζει καθόλου με το Heavy
Metal.
Και τα δύο μουσικά είδη βασίζονται στα ίδια μουσικά όργανα (κιθάρα, μπάσο,
ντραμς και φωνητικά)· και τα δυο χαρακτηρίζονται από ηχητική ένταση, ακραία
φωνητικά και από τη χρήση πολύ ενισχυμένων κιθάρων. Οι μουσικοί της Heavy Metal τείνουν
να χρησιμοποιούν τη συνηθισμένη μουσική δομή στα τραγούδια τους (στίχος,
επωδός, στίχος, επωδός, σόλο, στίχος, επωδός) και να τραγουδάνε υψηλά μελωδικά
φωνητικά. Ακόμα οι κιθαρίστες ενσωματώνουν επιρροές από την κλασική μουσική στο
στυλ τους και παίζουν με τρόπο που υποδεικνύει τις ρίζες του Heavy Metal στη
Rhythm και
στη Blues.
Η στιχομυθία στη Heavy
Metal εμπεριέχει
επιφανειακά ζητήματα που συνδέονται με τη νεότητα και την εφηβεία όπως ο
έρωτας, το sex, η
νεανική επανάσταση, η μέθη κλπ.
Το Black
Metal από
την άλλη πλευρά είναι πολύ πιο σκοτεινό και ακραίο, ευνοώντας έναν ωμό,
θορυβώδη και πολύ σκληρότερο ήχο στην κιθάρα, μη προβλέψιμες μουσικές δομές και
κλασσικές επιρροές στη μελωδία που επιβάλλουν βλοσυρότητα, μυστικισμό, θλίψη
και μισανθρωπία· μη ανθρώπινα και δαιμονικά φωνητικά ακατάληπτα και
αντί-ηχητικά. Ακόμα η στιχομυθία στη Black Metal τείνει να είναι σοβαρή και
απόκρυφη, με σχέσεις στο μυστήριο και στη προ-χριστιανική μυθολογία και στην περηφάνια
για τις πατρώες θρησκείες, τον πόλεμο, την μισανθρωπία, την γενοκτονία, και το
μίσος προς τον χριστιανισμό. Το Black
Metal διαφέρει
σημαντικά από το Heavy
Metal αισθησιακά.
Το Black Metal ευνοεί
το μαύρο χρώμα περισσότερο από κάθε άλλο χρώμα. Τα λογότυπα από τις μπάντες
τείνουν να είναι στρεβλά και περίτεχνα δύσκολα στην ανάγνωση και γεμάτα με
παγανιστικά και μυστικιστικά σύμβολα όπως ρούνους, σβάστικες, ανάποδους
σταυρούς, πεντάλφα και mjölnirs (το μυθολογικό σφυρί του Θωρ) ενώ ελικοειδή
γοτθικά γράμματα είναι πανταχού παρόντα.
Οι μουσικοί χρησιμοποιούν ψευδώνυμα
εσωτερίστικου και μυθολογικού τύπου και αρέσκονται να βάφουν τα πρόσωπά τους με
άσπρη και μαύρη μπογιά (corpse
paint).
Στα άλμπουμ τους εμφανίζονται σε δάση, μεσαιωνικά κάστρα, σε χειμερινά τοπία
ντυμένοι με κατάμαυρα δερμάτινα ρούχα φορτωμένα με καρφιά. Δεν είναι σπάνιο για
τους πιο ακραίους να ενδίδουν σε αυτοτραυματισμούς, συνήθως με μαχαίρια γύρω
από τα χέρια και στο στήθος, και μετά να φωτογραφίζονται καλυμμένοι με το αίμα
τους. Αυτό γίνεται για να δημιουργήσουν φόβο και απέχθεια προς τους λάτρεις της
mainstream
μουσικής
κουλτούρας και για να διαφοροποιηθούν ριζικά από τη μισητή αυτή μουσική
κουλτούρα των μαζών και έτσι καταφέρνουν το Black Metal να
περνάει απαρατήρητο έξω από το μουσικό υποκουλτούρικο κοινό του.
Οι απαρχές του Black Metal
Οι πρώτες Black Metal μπάντες ήταν οι Σουηδοί Bathory και
οι Βρετανοί Venom. Τα
εύσημα έχουν οι Venom
στη
δημιουργία του όρου Black
Metal,
που πρωτοεμφανίστηκε σαν τίτλος του 1981 άλμπουμ τους. Από την άλλη οι Bathory αποδείχτηκαν
ότι επηρέασαν περισσότερο. Παρόλο που τα πρώτα έργα τους
είχαν περισσότερο σατανιστικά θέματα και αισθητικές, αυτά σταδιακά εκτοπίστηκαν
από τη σύνθεση στοιχείων της κλασικής μουσικής (συνήθως της ρομαντικής
περιόδου) και μιας αυξανόμενης γοητείας προς την προ-χριστιανική σκανδιναβική
μυθολογία και ιστορία. Άλμπουμ τους όπως Blood Fire Death (1989), Hammerheart (1991) και Twilight of the Gods (1992) κατέληξαν να εμπνεύσουν τη
δημιουργία ενός νέου είδους, του γνωστού ως Viking Metal. Την ίδια επιρροή στη μουσική είχαν και οι Ελβετοί Hellhammer, που αργότερα
μετονομάστηκαν Celtic
Frost.
Οι Hellhammer
ήταν
αποτέλεσμα των κινημάτων της Heavy
Metal της
δεκαετίας του 1980 όπως το Thrash, Death και
Black αλλά
δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε κάποιο από αυτά. Μέσω των υψηλά ποιητικών και
εσωτερίστικων στίχων τους και της ολοένα πιο περίτεχνης μουσικής σύνθεσης τους οι
Hellhammer/Celtic Frost πρωτοστάτησαν
στη μετατροπή της Metal
σε
μια εκλεπτυσμένη δημοφιλή τέχνη. Την εποχή που η Heavy Metal φαινόταν
απορροφημένη κυρίως από θέματα μικρότητας και ηδονής (party, γυναίκες, sex κ.α.), τα άλμπουμ των Celtic Frost ασχολούνταν
με θεούς και αρχαίους πολιτισμούς, των Bathory με
τον Asatru
(όρος που χαρακτηρίζει τον σκανδιναβικό νέο-παγανισμό), τους Vikings και
τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Βρετανοί Thrash, Skyclad, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη
δημιουργία του Folk
Metal,
ένα είδος που ενσωματώνει παραδοσιακά μουσικά όργανα μέσα στη δομή της Black Metal και
που οι μουσικοί της έχουν σχέσης με τις Black και
Viking Metal σκηνές.
Το σύγχρονο Black Metal έχει πάψει εδώ και καιρό
να χαρακτηρίζεται κυρίως από το σατανισμό. Πράγματι από τα τέλη του 1980
μερικές Black
Metal μπάντες
έχουν συνειδητά αρνηθεί να ορίζονται από μια ξένη (μη-ευρωπαϊκή) μονοθεϊστική
παράδοση. Ωστόσο με το να τοποθετείται απέναντι στον χριστιανισμό, ο σατανισμός
απλός αντιστρέφει τις χριστιανικές αρετές, αντί να τις απορρίψει, και έτσι υιοθετεί
μια αυθεντική Ευρωπαϊκή κοσμοθέαση. Πολλοί μουσικοί στη Black Metal έχουν,
σαν αποτέλεσμα, αναγνωρίσει την επιπολαιότητα και την απόλυτη ματαιότητα της
συνέχισης του ‘’πολέμου ενάντια στον ιουδαιοχριστιανισμό που ήταν η κεντρική
θέση της Black
Metal σκηνής
στις αρχές και στα μέσα του 1990. Εξάλλου το Black Metal είχε
από καιρό διασπαστεί σε μια ποικιλία ορμητικών παγανιστικών υποειδών, όπως το Viking και
το Folk Metal και
του πιο ακραίου και ριζοσπαστικού όλων, το Εθνικοσοσιαλιστικό Black Metal (NSBM).
Παραδοσιοκρατία και συντηρητική επανάσταση
Μερικές από τις πιο μαγευτικές πτυχές του Black Metal είναι
ο παραλληλισμός του με τις ιδέες και τις ευαισθησίες της συντηρητικής
επανάστασης και γενικότερα των λαϊκών εθνικών κινημάτων που σάρωσαν τη Γερμανία
στον 19ο και 20ο αιώνα. Αυτές οι ομοιότητες είναι τόσο
εμφανείς ώστε το Black
Metal να
θεωρείται, αν όχι η συνέχεια, τότε η αναγέννηση της συντηρητικής επανάστασης
στο επίπεδο του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού. Το Black
Metal είναι
μέρος μιας ακμάζουσας υποκουλτούρας, της αντίστασης στο σύστημα ενάντια των
λευκών. Αυτή η υποκουλτούρα αποτελείται από έναν συνδυασμό από διασυνδεδεμένα
μουσικά είδη και υποείδη, θρησκευτικές πρακτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές
σχολές και θεωρητικούς, ιστοσελίδες, βιβλιοπωλεία, εκδόσεις και πολιτισμικές
εκδηλώσεις όπως η μαχητική αναθέσπιση. Αυτή η υποκουλτούρα αυτοσυντηρείται μέσω
της παροχής μιας θετικής ταυτότητας, στα μέλη της, που δεν εξαρτάται από το
τρέχον σύστημα όπου οι ταυτότητες είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτισμικών και
πολιτικών χορηγήσεων. Εξάλλου όπως και ο Jacques Attali είχε πρωτοπεί «η
μουσική του παρόντος είναι ο θόρυβος του μέλλοντος», έτσι κρυπτογραφημένα, το Black Metal μπορεί
να είναι περισσότερο συμπτωματικό σε πράγματα που θα έρθουν, παρά σε πράγματα
που είναι τώρα.
Η συντηρητική επανάσταση ήταν εντελώς διαφορετική από
τον σύγχρονο αμερικάνικο συντηρητισμό, που είναι μια μορφή κλασικού
φιλελευθερισμού μαζί με συντηρητικές σοσιαλιστικές θέσεις. Ο αμερικάνικος
φιλελευθερισμός πιστεύει στην πρόοδο, την δημοκρατία, την ισότητα έναντι του
νόμου και τις ελεύθερες αγορές. Η ιδεολογία του πηγάζει από τον διαφωτισμό όπως
διατυπώθηκε από τους John
Locke και
Adam Smith, οι οποίοι είναι στενά συνδεδεμένοι
με τον φιλελευθερισμό. Αυτοί θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον,
κυρίαρχο άτομο προορισμένο να ζει μοναχικά και ατομικά, πιστεύουν στη
γραμμικότητα της ιστορίας και την προοδευτική αντίληψή της. Οι Γερμανοί
συντηρητικοί επαναστάτες, όπως και άλλα εθνικά κινήματα, αντιδρούσαν ενάντια
του ορθολογισμού του διαφωτισμού, και σε αμερικανικούς όρους, έχουν πολλά κοινά
με τους νότιους Agrarians
(μια
ομάδα από 12 Αμερικανούς συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφους και λογοτέχνες με
ρίζες από τις νότιες πολιτείες που ενώθηκαν για να γράψουν μαζί το agrarian manifesto, μία συλλογή από δοκίμια
υπέρ της αγροτικής κουλτούρας των νότιων πολιτειών, του συντηρητισμού και της
θρησκοληψίας). Κοινός τους εχθρός ήταν ο μοντερνισμός, η αστικοποίηση και η
βιομηχανοποίηση.
Η παραδοσιοκρατία χαρακτηρίζεται από τη ρομαντική
αντίληψη της γερμανικής λαογραφίας, τοπικής ιστορίας, αίματος και γης και του
φυσικού μυστικισμού. Ο όρος πηγάζει από τη Γερμανική λέξη Volk, που σημαίνει λαός, μαζί με μία χροιά
λαογραφίας, φυλής και εθνικότητας. Ανάμεσα στους Γερμανούς ρομαντικούς, το ‘’Volk’’ έκφραζε την ένωση μιας ομάδας
ανθρώπων με μια υπερβατική ουσία, δηλαδή την ένωση του ανθρώπου με τη φύση, τον
μύθο και τον κόσμο εντός του οποίου ο άνθρωπος βρίσκει ‘’την πηγή της έμπνευσής
του, το βάθος του συναισθηματισμού του, την ατομικότητά του και την ένωσή του
με άλλα μέλη του Volk’’. Η παραδοσιοκρατία προέκυψε από τον ρομαντικό εθνικισμό
στις αρχές του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα αυτός του Johan Gottieb Fichte, που μαζί με τους Ernst Moritz Arndt, Friedrich Ludwig Jahn, ‘’ξεκίνησαν τη σύλληψη του Volk μέσα
από το ηρωικό πρότυπο κατά τη διάρκεια των πολέμων της απελευθέρωσης ενάντια
στον Ναπολέοντα’’. Η παραδοσιοκρατία ξεπήδησε την εποχή που η Γερμανία υπήρχε
ως μια συλλογή από ημι-φεουδαρχικές ηγεμονίες. Επειδή δεν υπήρχε πολιτική
ενότητα για περισσότερο από μισό αιώνα, οι παραδοσιοκράτες ήταν αναγκασμένοι να
δίνουν έμφαση στα πολιτισμικά και πνευματικά στοιχεία παρά στα πολιτικά για την
επίτευξη της ενότητας.
Έτσι έφτασαν στο σημείο να εξιδανικεύσουν την έννοια του
έθνους. Αυτή η διαδικασία επέτυχε τόσο μεγάλη ορμή ώστε όταν τελικά έγινε πράξη
η πολιτική ένωση το 1871, η πεζή φύση της Realpolitik (=ρεαλιστική πολιτική)
του Bismarck
οδήγησε
σε μια τρομακτική αίσθηση απογοήτευσης. Η παραδοσιοκρατία ακόμα συνέπεσε με την βιομηχανική
επανάσταση και την παραστατική καταστροφή του γερμανικού φυσικού περιβάλλοντος,
τις μετακινήσεις του πληθυσμού, την απαρχαίωση των παραδοσιακών τεχνών και
εργαλείων, την κοινωνική αποξένωση, τις πολιτικές αναταραχές (όπως η επανάσταση
του 1848) και οικονομικές κρίσεις. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην απογοήτευση
και την ολική άρνηση της εκβιομηχανοποιημένης κοινωνίας και της μοντερνικότητας,
που κατέληξε να βλέπεται ως μια υλιστική, άψυχη, άρριζη, αφηρημένη,
μηχανοποιημένη, αλλοτριωτική, κοσμοπολίτικη και ασυμβίβαστη με τον εθνικό
αυτοπροσδιορισμό. Η παραδοσιοκρατία ήταν μια αναζήτηση προς τις ρίζες μας,
‘’προς τα μέσα αντίστοιχα μεταξύ του ατόμου, της πατρώας γης, του Volk και
του σύμπαντος’’. Ως εκ τούτου ήταν το κάλεσμα για μια ‘’Γερμανική επανάσταση
για την εκκαθάριση των επικίνδυνων νέων εφευρέσεων και για την επαναφορά του
έθνους πίσω στο πραγματικό νόημα ζωής’’. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραδοσιοκράτες
είδαν ‘’τις παραδοσιακές πολιτικές ως παραδείγματα της χειρότερης πτυχής του
κόσμου στον οποίο ζούσαν’’ και ‘’απέρριψαν τα πολιτικά κόμματα ως τεχνητά’’,
ευνοώντας αντ’ αυτού έναν ‘’ελιτισμό που προέρχεται από τις ημι-μυστικιστικές
αντιλήψεις τους για τη φύση και τον άνθρωπο’’.
Η εθνική απόρριψη της μοντερνικότητας ήταν μερικές
φορές συνδυασμένη με τον φυλετισμό και αποκρυφιστικά δόγματα όπως εξήγησε ο
ρουνολόγος Guido
von List, συγγραφέας του The secret of the Runes. Η φυλετική προσέγγιση της Helena Blavatsky από
τον List
αποδείχτηκε
ότι είχε σημαντική επιρροή στους αποκρυφιστικούς κύκλους. Η Guido von List Society, την οποία ίδρυσε,
συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα μέλη της και ο σεξο-φυλετιστής Jorg Lanz von Liebenfels, συγγραφέας του Theozoologie, ιδρυτής της
εσωτεριστικής Ordo
Novi Templi (Τάγμα των Νέο-Ναϊτών) και ιδρυτής
και συντάκτης του περιοδικού Ostara.
Ο Lanz δόξασε
την Άρια φυλή ως θεανθρώπους και υποστήριζε τη στείρωση των υποδεέστερων φυλών.
Το Theozoology
του
Lanz τελικά
κατέληξε να εξελιχθεί στον αριοσοφισμό (τη μελέτη της απόκρυφης σοφίας σχετικά
με τους Αρίους). Άλλοι μαθητές του List συμμετείχαν στις Reichshammerbund
και Germanenorden, οργανωμένες από τον Theodor Fritsch, έναν διακεκριμένο
ακτιβιστή στο γερμανικό αντισημιτικό κίνημα. Όταν το Germanenorden διασπάστηκε σε δυο σχισματικές
παρατάξεις (το Germanenorden και το Germanenorden Walvater of the Holy Grail), ο Rudolf von Sebottendorf που ήταν ελευθεροτέκτονας
και λάτρης των List
και
Liebenfels
κάλεσε
τον Hermann
Pohl,
πρώτον ηγέτη του τάγματος. Ο Sebottendorf
επικοινώνησε με τον Walter
Nauhaus,
ηγέτη της Germanenorden και επικεφαλής της κοινωνίας της Θούλης, μιας
γερμανικής ομάδας μελετητών. Ο Sebottendorf
υιοθέτησε το όνομα αυτής της ομάδας για όνομα του οικήματος της Germanenorden Walvater στο Μόναχο. Παράλληλα η
κοινωνία της Θούλης είχε οργανώσει το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα [Deutsche
Arbeiterpartei (DAP)],
όπου το 1920 ο Αδόλφος Χίτλερ θα το ονομάσει σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό
Εργατικό Κόμμα [Nationalsozialistische deutsche Arbeiterpartei (NSDAP)], μερικούς μήνες μετά την ένταξή του
στο κόμμα. Ο Χίτλερ ήταν αναγνώστης του περιοδικού Ostara, του Liebenfels.
Αυτό το αποκρυφιστικό παρακλάδι της παραδοσιοκρατίας,
που στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων παρήγαγε συγγραφείς όπως η Savitri
Devi και Miguel Serrano, εισήγαγε στοιχεία από την ανατολίτικη μυθολογία. Μια
κυκλική θέαση της ιστορίας ακολουθούμενη από το Ινδουιστικό μοντέλο των
τεσσάρων διαδοχικών εκφυλιστικών εποχών, ή Yugas· ενώ η σβάστικα είχε οικειοποιηθεί
από πάμπολλους οργανισμούς πριν το NSDAP, από τους θεοσοφιστές της Blavatsky μέχρι τους
Νέο-Ναΐτες του Lanz,
από τη Germanenorden του Fritsch μέχρι την κοινωνία της Θούλης του Sebottendorf. Παρόλο που πολλοί παραδοσιοκράτες απέρριψαν τον
αποκρυφισμό, το εβραϊκό ζήτημα ήταν ένα φλέγων ζήτημα εκείνη την εποχή. Οι
εβραίοι, ως λαός της ερήμου, κατέληξαν να βλέπονται ως ρηχοί, ξεροί, χωρίς
βάθος και ανίκανοι δημιουργικότητας. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τους Γερμανούς
που ζούσαν σε σκοτεινά, γεμάτα ομίχλη δάση και ήταν λαός βαθύς και μυστήριος.
Ακόμα επειδή οι εβραίοι άνθισαν σε ένα φιλελεύθερο, κοσμικό, εμπορικό και
αστικό περιβάλλον, θεωρήθηκαν ως μετενσάρκωση της μοντερνικότητας και ως εκ
τούτου ένα διεφθαρμένο, συνωμοτικό ξένο έθνος, ένας ύπουλος παράγοντας
διάλυσης. Πράγματι οι εβραίοι είχαν στενές σχέσεις με τους φιλελεύθερους και τη
χειραφέτηση ειδικά της επανάστασης του 1848.
Εξ αιτίας της σχέσης του με τον Εβραϊσμό, ο
Χριστιανισμός τέθηκε κάτω από αυστηρό έλεγχο. Από κοινού πολλοί παραδοσιοκράτες
όπως ο Paul de Lagarde κατηγόρησαν τον Άγιο Παύλο ότι είχε δημιουργήσει ένα
περίβλημα Χριστιανισμού υπό την αιγίδα του στυγνού εβραϊκού νόμου και
υποστήριξαν μια γερμανική θρησκεία όπου μέσω της επανευθυγράμμισης των
πνευματικών δυνάμεων θα επιτυγχανόταν η πραγματική ένωση του Volk. Η επίθεση
του Νίτσε στον χριστιανισμό ως εξουθενωτικό παράγοντα επηρεάστηκε από τον
αντι-εβραίο αλλά παρόλα αυτά χριστιανό Lagarde. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η παραδοσιοκρατία
απέκτησε πολιτική βάση που προκλήθηκε από την οδύνη της στρατιωτικής ήττας σε
ένα πλαίσιο όπου παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν από καιρού εκλείψει από τα
γερμανικά ιδρύματα. Η συντηρητική επανάσταση προέκυψε εκείνη τη ώρα ως το κύριο
παραδοσιοκρατικό κίνημα. Το κίνημα οργανώθηκε περισσότερο οργανικά παρά
μηχανικά, δηλαδή βασίστηκε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, εστίασε στη
βραβευθείσα λαϊκή κοινότητα και εναντιώθηκε στην πάλη των τάξεων, πίστευε στο Führerprizip (=αρχή
Ηγεσία) ενάντια στην οχλοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, δόξασε τον πόλεμο
έναντι του αντιηρωικού οικονομισμού και απέρριψε τον προοδευτικό φιλελευθερισμό,
την ισότητα και την τετριμμένη εμπορική κουλτούρα της αστικοποίησης και
βιομηχανοποίησης.
Οι συντηρητικοί επαναστάτες ήταν πραγματικοί επαναστάτες
διότι κατάλαβαν ότι ο πολιτισμός απειλούνταν όχι εξ ολοκλήρου από τον
φιλελευθερισμό και τον κομμουνισμό, αλλά από ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, που
έπρεπε να αντικατασταθεί, χρησιμοποιώντας επαναστατικά μέσα αν χρειαζόταν, από
μια νέα τάξη βασισμένη σε συντηρητικές αξίες. Παρόλο που ο όρος υπήρχε πριν από
τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εντάχτηκε στη γενική χρήση μόνο αφ’ ότου
διαδόθηκε από τους Hugo von Hoffmannstahl και Edgar Julius Jung κατά τη
διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι Oswald Spengler, Ernst Jünger
και Carl
Schmitt μαζί
με τον Arthur
Moeller van den Bruck (ο οποίος επινόησε τον όρο 3ο
Ράιχ) ήταν εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Οι παραδοσιοκρατικές ιδέες είχαν
σημαντική κοινωνική προβολή και θεσμική νομιμοποίηση πολύ πριν έρθουν στην
εξουσία οι Εθνικοσοσιαλιστές. Περιθωριοποιήθηκαν βέβαια από την συμμαχική
κατάληψη της Γερμανίας μετά την ήττα της το 1945.
Το Black
Metal και
η ανασύσταση της παραδοσιοκρατικής σκέψης
Πως οι παραδοσιοκρατικές ιδέες αναδύθηκαν στη λαϊκή
κουλτούρα; Στη δεκαετία του ‘60 ο χριστιανισμός εισήλθε σε μια φάση παρακμής
στη δύση, ακολουθώντας μια μεγάλη περίοδο σκεπτικισμού και την εχθρότητα
διάφορων πολιτικών ιδεολογιών της αριστεράς και της δεξιάς. Όπως ήταν το
πρότυπο στη δύση από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα, η παρακμή της
κυρίαρχης θρησκείας συνέπεσε με μια αναζωογόνηση εναλλακτικών πνευματικοτήτων,
εξωτικών θρησκειών και τον αποκρυφισμό. Πολύ από αυτό το ενδιαφέρον βρήκε τρόπο έκφρασης στη
λαϊκή κουλτούρα μέσω της μουσικής. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι
οι Led Zeppelin όπου
τα τραγούδια τους συνδυάζουν τον αποκρυφισμό του Aleister Crowley, τον J. R. R. Tolkien και
η παγανιστική νορβηγική και αγγλοσαξονική λαογραφία. Καλλιτέχνες όπως οι Black Sabbath, Black Widow και
Coven επίσης
συσσωμάτωσαν αποκρυφιστικά θέματα και επηρέασαν μεταγενέστερα κύματα πιο ρητών
σατανιστικών καλλιτεχνών όπως ο King
Diamond και
οι Mercyful
Fate. Επηρεασμένοι από τους Black Sabbath οι Motörhead και οι
Bathory αναδύθηκαν
σε αυτό το περιβάλλον. Έχουμε ήδη αναλύσει πως τα σατανικά θέματα των πρώτων
δίσκων των Bathory
αντικαταστάθηκαν
από νορδικά και παγανιστικά. Ο Thomas
Forsberg
των
Bathory αρθρογράφησε
για το σκεπτικό ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε μια ξένη θρησκεία, μια μορφή
ιουδαϊκής πνευματικής αναζήτησης που ήθελε να καταστρέψει και να εξαφανίσει τον
αυτόχθονα ευρωπαϊκό παγανισμό. Κατά τη δεκαετία του 1990 αυτή η ιδέα ήταν πολύ
ισχυρή και επηρέασε την υποκουλτούρα του Black Metal ειδικά
στη Σκανδιναβία.
Οι αντιχριστιανικές θέσεις στις τάξεις της Black Metal συνήθως
είναι δυο κατηγοριών: οι νιτσεϊκές και οι νεοπαγανιστικές. Οι νιτσεϊκοί
χαρακτηρίζουν τον χριστιανισμό σαν μια αδύναμη θρησκεία με πραότητα, μετάνοια,
εξομολόγηση και αυτοάρνηση. Οι νεοπαγανιστές γενικά συμφωνούν με τους
νιτσεϊκούς αλλά τονίζουν την ξενική και καταστροφική επιρροή του χριστιανισμού
σε σύγκριση με την πιο αυθεντική ευρωπαϊκή παγανιστική παράδοση. Αυτή η άποψη
είναι ρητά παραδοσιοκρατική, προκαλώντας την ένωση του αίματος, της γης, της
φυλής, του έθνους, του πνεύματος και του Volk. Η Black Metal σκηνή
ακόμα τείνει στον αντισημιτισμό για τους ίδιους παραδοσιοκρατικούς
αντιχριστιανικούς λόγους. Μερικοί μουσικοί ήταν τόσο στρατευμένοι αντιχριστιανοί
οι οποίοι στις αρχές με μέσα του ‘90, ξεκίνησαν μια εκστρατεία εμπρησμού
εκκλησιών. Στον κόσμο του Black Metal, η γνήσια πνευματικότητα του και το
βάθος της καλλιτεχνικής του έκφρασης είναι να ψάχνεις άφοβα τη σκοτεινή
ανθρώπινη ψυχή. Εξού και τα ακατάπαυστα σκοτεινά τραγούδια γεμάτα μίσος, φόβο,
μελαγχολία και κατάθλιψη. Το ‘’αληθινό’’ Black Metal θέλει
να απέχει όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται από την επικρατούσα καπιταλιστική
μαζικοποιημένη κοινωνία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ανούσια, τετριμμένη,
υλιστική, άμυαλη, υποτακτική, μη δημιουργική και υποκριτική.
Η υποκουλτούρα του Black Metal εξυμνεί
τον πόλεμο και το πολεμικό πνεύμα. Σκηνές από μάχες είναι συχνές στα εξώφυλλα
δίσκων και οι μουσικοί συχνά φωτογραφίζονται κρατώντας τσεκούρια ή σπαθιά και
φορώντας φυσιγγιοθήκες, βραχιόλια με καρφιά και δερμάτινους θώρακες. Επίσης τα
τραγούδια εξυμνούν τον πόλεμο και τη μάχη, συχνά ηρωική αλλά πάντα αιματηρή. Ο μυστικισμός
στο Black
Metal πάντα
είναι τυλιγμένος από ένα πέπλο μιλιταρισμού. Οι μουσικοί ακόμα τονίζουν τη φύση και το τοπίο αλλά
ακόμα και εκεί υπάρχει μια νοσηρή και μυστικιστική ευαισθησία. Είτε είναι
εμπνευσμένη από την παραδοσιοκρατία ή από σατανικό αποκρυφισμό, η σύλληψη της
φύσης γίνεται πάντα στα πλαίσια του πνευματικού, του μυστικιστικού και του
ρομαντικού. Η αισθητική του Black
Metal προστάζει
ότι η νύχτα και ο χειμώνας είναι αιώνιοι. Τα κωνοφόρα δάση είναι προτιμότερα
από τα οργανωμένα χωράφια και τους φανταχτερούς κήπους. Οι Viking και
Folk Metal μπάντες
συνηθίζουν να έχουν μια πιο προφανή παραδοσιακή προσέγγιση της φύσης·
επιτρέποντας το φως στα τοπία τους και γενικότερα τονίζουν το ειδυλλιακό σε
αντίθεση με το αντι-διαφωτιστικό Sturm
und Drang (=θύελλα και ορμή, πρωτορομαντικό
γερμανικό λογοτεχνικό και μουσικό κίνημα μεταξύ 1760 και 1780).
Η ευαισθησία του Black Metal δεν
αρνείται τον πολιτισμό έναντι της φύσης, αλλά αντίθετα καταξιώνει τον πολιτισμό
και τη φύση πάνω από τον σύγχρονο πολιτισμό που θεωρείται μηχανικός και
υλιστικός. Στο σύμπαν του Black
Metal οι
μεγαλουπόλεις ποτέ δεν φτιάχτηκαν, η βιομηχανική επανάσταση δεν έγινε ποτέ και
η μοντερνικότητα δεν έφτασε ποτέ. Έτσι το Black Metal είναι
εκ φύσεως νοσταλγικό και εκφράζει την πλήρη άρνηση της μοντερνικότητας. Αυτή η άρνηση είναι εμφανής ακόμα και στον ήχο του,
όπου φυσικά θα ήταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τη σύγχρονη κοινωνία που το Black Metal αρνείται.
Έτσι η τεχνολογική πηγή του Black
Metal ήχου
είναι κρυφή στον ίδιο βαθμό με τον οποίο περηφανεύεται η Techno μουσική.
‘’Ωμές’’ Black
Metal μπάντες
ευνοούν έναν ισχυρά υποπαραγωγικό ‘’νεκρό’’ ήχο που εσκεμμένα ηχογραφούν με
μέσα χαμηλής ποιότητας ήχου, σε αντίθεση με άλλα είδη που επιλέγουν έναν
πρωτόγονο, υποπαραγωγικό ήχο ώστε το αποτέλεσμα να είναι ‘’μουσική του δρόμου’’
(όπως στη punk
μουσική).
Άλλες μπάντες χρησιμοποιούν συνθεσάιζερ για να δημιουργήσουν μια μυστικιστική
ατμόσφαιρα, ενώ μπάντες με παγανιστικό προσανατολισμό προσθέτουν παραδοσιακά
όργανα μέσα στη μουσική τους για να ξυπνήσουν μια αίσθηση παράδοσης.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ο ακροατής να χαθεί μέσα
στον ήχο, να περάσει σε μία ημιέκσταση και να ξεφύγει από την άνοια της
κοσμικότητας. Το Black
Metal εμπνέει
την ύπνωση, και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Pagan Black Metal, και θέλει να δημιουργήσει μια
πνευματική ένωση με το τοπίο, το ασυνείδητο και τη χαμένη παγανιστική ψυχή, το
χαμένο ηρωικό πνεύμα του απώτατου παρελθόντος που λαχταρούσαν οι
παραδοσιοκράτες έναν αιώνα πριν. Η άρνηση της μοντερνικότητας πηγαίνει χέρι-χέρι με την
άρνηση του προοδευτισμού. Όπως οι παραδοσιοκράτες, έτσι και οι Black Metalers, είτε είναι παγανιστές,
είτε είναι σατανιστές είτε απλά αυτοκτονικοί παραμένουν πεσιμιστές. Ο
πεσιμισμός τους συχνά συμβαδίζει με την ινδοευρωπαϊκή κυκλικότητα της ιστορίας,
στην οποία η ιστορία ξεκινάει με μια χρυσή εποχή, παρακμάζει μέσω της ασημένιας
και μπρούτζινης εποχής στην σύγχρονη σιδερένια ή σκοτεινή εποχή η οποία είναι
καταδικασμένη να αφανιστεί είτε μέσω της ίδιας της της παρακμής είτε μέσω μιας
κατακλυσμικής τελευταίας μάχης, όπου μετέπειτα μια νέα χρυσή εποχή θα ανατείλει. Αναφορές σε τέτοιου είδους πεσιμιστές όπως οι Νίτσε και
Spengler
και
πιο μυσταγωγικούς όπως οι Julius
Evola, Savitri Devi, Miguel Serrano, H. P. Lovecraft είναι
αρκετά πιο συχνές στο Black
Metal ειδικά
σε μπάντες όπως οι Pantheon, Arkthos, Darkthule, Sons of North, TYR, Hordak, Drowning the Light, Absurd, Grand Belial’s Key, Sigrblot, Beyond the North Winds κ.α.
Η εμφάνιση ρητού Εθνικοσοσιαλιστικού Black Metal ήχου
δεν πρέπει να ξαφνιάζει καθόλου, διότι το αυθεντικό παραδοσιοκρατικό κύμα ήταν
η θερμοκοιτίδα συντηρητικών επαναστατικών τάσεων, συμπεριλαμβανομένου και του
Εθνικού Σοσιαλισμού, και από τα μέσα του ‘90 το Black Metal δημιούργησε
την ίδια πολιτισμική λογική που οδήγησε στον Εθνικοσοσιαλισμό 80 χρόνια πριν. Η προθυμία με την οποία όμως το Black Metal ήρθε
να εναγκαλισθεί ιδέες και ευαισθησίες που είχαν στιγματιστεί τόσο πολύ μετά την
νίκη των συμμάχων το 1945 ακόμα χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Η απάντηση βρίσκεται
στη φύση της γέννησης του Heavy
Metal μετά
την πτώση της pop
μουσικής
το 1960. Η Deena
Weinstein
αναγνωρίζει
δυο σκέλη μέσα σε αυτή τη γέννηση, ένα ιδεαλιστικό και ένα συντηρητικό, τα οποία
ενώθηκαν με την έναρξη του Heavy
Metal. Το Heavy
Metal προέκυψε
σε μια εποχή όπου ο αυθεντικός δημογραφικός πυρήνας του ήταν λευκοί άντρες της
εργατικής τάξης οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με μια ακμάζουσα κοινωνική,
πολιτισμική, οικονομική, πολιτική και δημογραφική μετατόπιση εξαιτίας της
ραγδαίας αύξησης του ακραίου φεμινισμού, του μαχητικού ακτιβισμού των μαύρων, διάφορων
νομοθετικών διακρίσεων σε στέγαση, μόρφωση και εργασία που ευνοούσαν μειοψηφίες
μη λευκών μεταναστών από τριτοκοσμικές χώρες. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις εφόσον
ήταν στυγνά εθνοκεντρικές βοήθησαν στη δημιουργία μιας σιωπηρής λευκής
κοινωνίας, και ενός κόσμου που η λευκότητα συνεχώς αποκεντρώνονταν. Έτσι το
κοινό της Heavy
Metal έγινε
αυτό που η Weinstein
αποκαλεί
‘’περήφανοι παρίες’’. Η κουλτούρα της Heavy Metal καθορίζονταν
από τις ρίζες της εργατικής τάξης της και η εργατική τάξη από τη φύση της είναι
συντηρητική, με πολύ συγκεκριμένους αντρικούς και γυναικείους ρόλους, την
προθυμία της έκφρασης ισχυρών συναισθημάτων και τη δυσπιστία απέναντι στην
κυβέρνηση και τις πολυεθνικές εταιρίες. Είναι αναμφισβήτητα μια κουλτούρα που
απέχει από τον μοντέρνο φιλελευθερισμό.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το Heavy Metal είχε
την τάση να αντιστέκεται στις ριζικές αλλαγές και από τη δημιουργία του γιόρταζε
την ηρωική αρρενωπότητα και στηρίζεται σε μια ακεραιότητα και αυθεντικότητα του
ήθους και αποδοκίμαζε την ίδια την εμπορευματοποίησή του. Φυσικά, για τους
θαυμαστές, το χειρότερο που μπορεί να πει κάποιος για μια μπάντα είναι ότι
‘’ξεπουλήθηκε’’ δηλαδή εμπορευματοποιήθηκε. Παρ ‘όλα αυτά, το Heavy Metal απέκτησε
πολλούς ακροατές από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, και έτσι μετέπειτα
παρακλάδια ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι. Η μικρομεσαία τάξη έχει την ίδια
δημογραφικότητα (λευκοί άντρες της εργατικής τάξης) την οποία ο Mosse χαρακτήρισε
ως διαμορφωτές της παραδοσιοκρατικής κριτικής στην μοντερνικότητα μισό αιώνα
πριν και μάλιστα τα βασικά χαρακτηριστικά του Heavy Metal είναι
ιδιαίτερα συμβατά με αυτές τις κριτικές.
Ακόμα και στις σκληρότερες μορφές του, το Black Metal, τείνει να φαίνεται πιο ελιτιστικό
και πιο πολιτισμικά εξελιγμένο από ότι το μητρικό του είδος (Heavy Metal), αλλά δεν άλλαξε τη βασική
αντι-μοντερνική, αντι-φιλελεύθερη, αντι-εμπορική, αντι-κοσμοπολίτικη άποψη που
κληρονόμησε από το Heavy
Metal,
απλά την έκανε πιο σοβαρή, την εμβάθυνε ιδεολογικά, την επεξεργάστηκε
καλλιτεχνικά και την ριζοσπαστικοποίησε μεταπολιτικά. Εξ αρχής οι Black Metalers ήταν
περήφανοι παρίες μέσα στον μοντέρνο κόσμο και ήταν δεκτικοί σε ιδέες ενάντια
του κατεστημένου, είτε κοινωνικού είτε πολιτικού, που ήταν συμβατές με το άτυπο
σύνταγμα του Black
Metal. Συνοψίζοντας, μια μεγάλη μερίδα των οπαδών του Black Metal είναι
διανοητικά και αισθησιακά παραδοσιοκράτες. Crowley, σατανισμός και Tolkien ‘’βράζουν
στο καζάνι’’ του Black
Metal αλλά
αυτά τα στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί στο βαθμό που είναι συνεπή στην
παραδοσιοκρατική κοσμοαντίληψη. Ως εκ τούτου μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει
εύλογα το Black
Metal ως
μια αναβίωση της συντηρητικής επανάστασης, που έχει βέβαια μεταβληθεί ριζικά
στο πλαίσιο μίας σύγχρονης μουσικής υποκουλτούρας αλλά τα στοιχεία της
συντηρητικής επανάστασης συνεχίζουν να είναι αναγνωρίσιμα.