Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BENITO MUSSOLINI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BENITO MUSSOLINI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Απόσπασμα από το άρθρο «Ας Πλοηγηθούμε» που δημοσίευσε την 1η Ιανουαρίου 1920 ο Μπενίτο Μουσολίνι στην εφημερίδα «Popolo d' Italia».

 

Μετάφραση: Μαυρομετωπίτης

« ... Αλλά για εμάς πλοήγηση σημαίνει μάχη. Απέναντι στους άλλους, απέναντι στους εαυτούς μας. Η μάχη μας είναι πιο άχαρη αλλά και πιο όμορφη γιατί απαιτεί να βασιζόμαστε μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Έχουμε αρνηθεί όλες τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, έχουμε φτύσει όλα τα δόγματα, απορρίψαμε όλους τους «παραδείσους», χλευάσαμε όλους τους τσαρλατάνους - λευκούς, κόκκινους, μαύρους - που εμπορεύονται θαυματουργά φάρμακα για να χαρίσουν την ευτυχία στην ανθρωπότητα. 

Δεν πιστεύουμε σε προγράμματα, σχέδια, αγίους και αποστόλους: πάνω από όλα δεν πιστεύουμε στην ευτυχία και την σωτηρία στην γη της επαγγελίας. Δεν πιστεύουμε σε μία ενιαία λύση - είτε οικονομική, είτε πολιτική, είτε ηθική - σε μία γραμμική λύση στα προβλήματα της ζωής επειδή η ζωή δεν είναι γραμμική και ποτέ δεν θα αναχθεί σε ένα κλειστό σύστημα αρχέγονων αναγκών.

Aς επιστρέψουμε στο άτομο. Θα υποστηρίξουμε ότι εξυψώνει και ενισχύει το άτομο, ότι του δίνει μεγαλύτερη ελευθερία, ευημερία και μεγαλύτερο περιθώριο ζωής. Θα πολεμήσουμε ότι συνθλίβει και καταστρέφει το άτομο.

Δύο θρησκείες ανταγωνίζονται σήμερα για την κυριαρχία επί των πνευμάτων και του κόσμου: η μαύρη και η κόκκινη. Οι εγκύκλιοι του σήμερα έρχονται από τα δύο Βατικανά: από αυτό της Ρώμης και από αυτό της Μόσχας. Εμείς είμαστε οι αιρετικοί αυτών των δύο θρησκειών. Μόνο εμείς είμαστε απρόσβλητοι από την μόλυνση. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης είναι δευτερεύον για εμάς. 

Για εμάς ο αγώνας είναι από μόνος του η ανταμοιβή ακόμη και αν δεν στεφθεί από την νίκη. Ο σημερινός κόσμος έχει περίεργες αναλογίες με αυτόν του Ιουλιανού του Παραβάτη. Θα ξανακερδίσει ο «κοκκινομάλης» Γαλιλαίος; Ή θα κερδίσει ο Μογγόλος «Γαλιλαίος» από το Κρεμλίνο; Θα γίνει η ανατροπή όλων των αξιών όπως συνέβη στο λυκόφως της Ρώμης;

Τα ερωτήματα αυτά βαραίνουν το ανήσυχο πνεύμα των συγχρόνων μας. Εν τω μεταξύ όμως «ας πλοηγηθούμε». Ακόμη και κόντρα στην παλίρροια. Ακόμη και ενάντια στο κοπάδι. Ακόμη και αν περιμένει ναυάγιο τους μοναχικούς και περήφανους φορείς της αίρεσης μας! ... »

Les extrêmes se touchent: η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

 

Η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

των Zoltanous, Lizardi, CSD, Judas

μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης

Η άποψη ότι ο Φασισμός είναι Αναρχισμός είναι κάτι που ακούμε συνήθως να λένε οι μαρξιστές - λενινιστές για να δυσφημίσουν τον φασισμό ως «φιλελεύθερη ψύχωση». Είναι ένας εύκολος τρόπος να απαξιώσει κανείς τον φασισμό, αφού ο αναρχισμός θεωρείται συνήθως μία ασυνάρτητη αστεία ιδεολογία. Τους περισσότερους τους πιάνουν τα γέλια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πράγματα σαν τους antifa οι οποίοι είναι κυρίως αναρχικοί. Το βιβλίο «Αναρχοφασισμός» του Jonas Nilsson είναι ένα παράδειγμα τέτοιου αστείου χωρίς ίχνος σοβαρότητας. Όπως αποδεικνύεται όμως, αφήνοντας κατά μέρους την ιδεολογική σχιζοφρένεια, η σχέση μεταξύ αναρχισμού και φασισμού είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο ο Φασισμός, όσο και ο Αναρχισμός εμπίπτουν τεχνικά στην ίδια γραμμή σκέψης. Και οι δύο στοχεύουν σε μία Τρίτη Θέση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.


Επιπλέον, ο Αναρχισμός μοιράζεται τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φασισμός διασπάται σε εθνικά οργανικά κινήματα που προσπαθούν να εδραιώσουν τους δικούς τους στόχους για να φτάσουν σε ένα Φασιστικό Μέλλον. Ο Αναρχισμός είναι ένα σύνολο ιδεών που διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τον Σκοπό αλλά λόγω των μεθόδων και των αξιών τους. Όπως ακριβώς οι Ιταλοί Φασίστες διέφεραν με τους Βραζιλιάνους ιντεργκραλιστές στις μεθόδους και τους συνολικούς στόχους, έτσι και οι Αναρχοσυνδικαλιστές διαφέρουν με τους Αναρχομουτουαλιστές. Έχουν στο μυαλό τους τον ίδιο τελικό σκοπό με μία απαραίτητη αναδίπλωση στην κατάσταση και τις απόψεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρίζες του Φασισμού βρίσκονται στην Αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη. Η επιρροή του Προυντόν, διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα και πολλοί από τους ιδεολόγους και ανθρώπους κοντά στον Μουσολίνι, όπως ο Nicola Bombacci ή ο Ugo Spirito προώθησαν πολιτικές βασισμένες στις αναρχικές ιδέες. H μεγαλύτερη παρανόηση της σύγχρονης αναρχικής σκέψης είναι να πιστεύει κανείς ότι το Έθνος ταυτίζεται με το σάπιο Πολιτικό Κράτος που το καταστρέφει. Το καθήκον κάθε Φασιστή είναι να πολεμήσει ενάντια στην σύγχρονη τάξη πραγμάτων, να τσακίσει το κράτος στο σύνολο του και από τις στάχτες που θα προκύψουν να θεμελιώσει το Φασιστικό Κράτος εντός του οποίου θα πραγματώνεται η πραγματική Αναρχία, όχι επειδή οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς κυβερνήτες αλλά επειδή οι άνθρωποι θα είναι οι Άρχοντες και με την συσσωρευμένη δύναμη κάθε ατόμου που συνθέτει οργανικά ένα Έθνος, οι άνθρωποι θα βιώσουν πραγματικά την Αναρχία.

Υπάρχουν και κάποιες ακόμη σύγχρονες παρερμηνείες όπως η συσχέτιση με τον James Mason και το βιβλίο του «Siege» με την καθαρά αναρχική νοοτροπία του. Το βιβλίο καλλιεργεί την βίαιη και χαοτική επιβίωση μέσα σε ένα σκηνικό διαρκούς τεχνολογικής επιτάχυνσης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ευρύτερο θέμα του φασιστικού αναρχισμού λόγω μίας αυστηρής προσήλωσης του σε μία στρεβλή εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Η μονή φορά που το «Siege» καθίσταται επίκαιρο είναι όσον αφορά τα τακτικά μέσα σε μία περίοδο χάους. Επιπλέον, υπάρχει η ομάδα «National Tempestist Coordination» που δημοσίευσε το δικό της Αναρχοφασιστικό Μανιφέστο - το οποίο αναλύθηκε στο κανάλι Futurism Forever στο YouTube - παρουσιάζοντας περισσότερους παραλληλισμούς με τον ριζοσπαστικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τον αναρχισμό. Ο Koichi Toyama, ένας Ιάπωνας φασιστής ακτιβιστής που είναι διάσημος για την ομιλία του στις εκλογές του Τόκιο το 2007, το ανέφερε σε μία πρόσφατη συνέντευξη.

«Λέγεται ότι οι αναρχικοί δεν έχουν όραμα και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν. Ο μόνος τρόπος για να βρουν οποιοδήποτε όραμα είναι να ανακαλύψουν την δυνατότητα του Φασισμού».

Αναλαμβάνοντας αυτό το θέμα θα αναλύσω τις αλληλεπιδράσεις, την επιρροή και την αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αναρχισμού και ιστορικού φασισμού. Θα δούμε αν ισχύει ή όχι ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός έχει πολλά κοινά με τον αναρχισμό. Θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό αφήγημα του φασισμού σχετικά με τον αναρχισμό. Θα ξεκαθαρίσουμε αν ο Φασισμός ήταν πραγματικά αναρχισμός ή όχι.

Γαλλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Ζώρζ Σορέλ ήταν Γάλλος συνδικαλιστής θεωρητικός στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συνδικαλισμός ήταν μία επαναστατική ιδεολογία που πίστευε ότι τα συνδικάτα θα οδηγούσαν τους εργάτες σε μία επανάσταση μέσω γενικών απεργιών και στη συνέχεια αυτά θα διοικούσαν την οικονομία και την κοινωνία. Ο συνδικαλισμός δεν είναι εγγενώς αναρχικός αλλά στα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ σύμφωνος με τον Ελευθεριακό Σοσιαλισμό και οι ρίζες του ανάγονται σε αναρχικούς στοχαστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο Μιχαήλ Μπακούνιν.

Ο Σορέλ ήταν αρχικά ένας φιλελεύθερος συντηρητικός, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1880 θα έχει ασπαστεί τον μαρξισμό και τη σοσιαλδημοκρατία και τελικά τον 20ο αιώνα θα καταλήξει στον συνδικαλισμό στον οποίον θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό που έκανε τον Σορέλ να κινηθεί προς τον Συνδικαλισμό ήταν η έλλειψη δράσης της σοσιαλδημοκρατίας και η αποτυχία της στην επίτευξη του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Αυτό που τράβηξε τον Σορέλ στον Συνδικαλισμό ήταν ο προσανατολισμός του στην δράση, η γενική απεργία και η απόρριψη της κοινοβουλευτικής πολιτικής.

Σε όλα τα γραπτά του ο Σορέλ έδινε παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών για να διευκολύνει την κατανόηση των απόψεων του σχετικά με τη σημασία του Μύθου και του Ηρωισμού. Το μαρτύριο και η ισχυρή τους πίστη βοήθησαν στην διατήρηση της εκκλησίας. Το άλλο σημαντικό έργο του Σορέλ είναι «Η Ψευδαίσθηση της Προόδου» (The Illusion of Progress), όπου ο Σορέλ δήλωσε ότι «Η θεωρία της Προόδου» είναι ένα «αστικό δόγμα» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αστική κυριαρχία και την καταστολή του παλιού συστήματος. Ο Σορέλ είναι επίσης πολύ επικριτικός για τον συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των παραδοσιακών αξιών.

Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό κριτικό Christopher Lasch, ο Σορέλ πίστευε ότι η ανωτερότητα του συνδικαλισμού έναντι του σοσιαλισμού έγκειται στην εκτίμηση του για την ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε από τους σοσιαλιστές ως πηγή του «μικροαστικού» επαρχιωτισμού και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Χωρίς να εντυπωσιαστούν από τις μαρξιστικές επικρίσεις ενάντια στην «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής», οι συνδικαλιστές, σκέφτηκε ο Σορέλ, εκτιμούσαν τα αισθήματα προσκόλλησης που εμπνέονταν σε κάθε πραγματικά καταρτισμένο εργάτη για τις παραγωγικές δυνάμεις που του είχαν εμπιστευτεί. Σέβονταν την αγάπη του χωρικού για το χωράφι του, τον αμπελώνα του, τον αχυρώνα του, τα βοοειδή του και τις μέλισσες του.

Ο Lasch θα συνεχίσει γράφοντας ότι η κριτική του Σορέλ, των Συνδικαλιστών και των Συντεχνιακών Σοσιαλιστών είχε πραγματικό βάρος επειδή βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον έκανε ηθικά ελκυστικό στην αρχή - την υπόσχεση του καθολικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οι συνδικαλιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές είδαν ότι η σκλαβιά και όχι η φτώχεια, ήταν το πραγματικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο G. D. H. Cole. Είδαν ότι η αναγωγή της εργασίας σε εμπόρευμα, η ουσία του καπιταλισμού, απαιτούσε την εξάλειψη όλων των κοινωνικών δεσμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. 

Η καταστροφή των μεσαιωνικών συντεχνιών, η αντικατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης από μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και η χειραφέτηση των γυναικών ισοδυναμούσαν με διαδοχικά βήματα στη διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας ως πρώτης ύλης, όλα με το «σύγχρονο σύνθημα» της προόδου. Ενώ οι μαρξιστές αποδέχθηκαν τη κολεκτιβοποιητική λογική του καπιταλισμού και πρότειναν απλώς να κοινωνικοποιηθεί η παραγωγή πιο διεξοδικά, οι συνδικαλιστές, οι λαϊκιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές καταδίκαζαν τον σύγχρονο καπιταλισμό για βαθιά συντηρητικούς λόγους αφού απαιτούσε σύμφωνα με τα λόγια του A. R. Orage, εκδότη της New Age, «την προοδευτική κατάρρευση των δομών του κοινωνικού μας συστήματος».

Αυτές οι συντηρητικές τάσεις στις ιδέες του Σορέλ θα τον οδηγήσουν τελικά να συνεργαστεί με τον Γάλλο Εθνικιστή και Μοναρχικό Charles Maurras που ήταν ο ηγέτης της «Γαλλικής Δράσης». Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών και των οπαδών τους οδήγησε σε μια σύνθεση μεταξύ Εθνικισμού, Μοναρχισμού και Συνδικαλισμού. Έτσι δημιουργήθηκε το «Cercle Proudhon» (Κύκλος Προυντόν) που υποστήριζε και επέκτεινε αυτή τη σύνθεση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστορικό Τζέιμς Γκρέγκορ, αυτό επηρέασε πολλούς από τους πρώιμους Ιταλούς φασίστες διανοούμενους όπως τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Ούγκο Σπρίτο, τον Ενρίκο Κοραντίνι, ακόμη και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι που είπε για τον Σορέλ:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

- Μπενίτο Μουσολίνι

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Σορέλ εγκατέλειψε τις εθνικιστικές του συμπάθειες, ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει τόσο τον Βλαντιμίρ Λένιν όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι δηλώνοντας:

«Ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος όχι λιγότερο εξαιρετικός από τον Λένιν»

Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση σοσιαλιστικών, εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών ιδεών στη Γαλλία συγκεντρώθηκε στην οργάνωση «Cercle Proudhon», μια πολιτική ομάδα που ιδρύθηκε από τον αναρχικό θεωρητικό Édouard Berth, από οπαδούς του Μωρράς και τον πρώην αναρχοσυνδικαλιστή George Valois. Ο Berth και ο Valois ήταν και οι δύο μαθητές του Σορέλ που καθιέρωσαν τη βάση αυτού που ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν την πρώτη πρωτοφασιστική οργάνωση. Ο «Κύκλος Προυντόν» ενέπνευσε μια γενιά επαναστατών και εθνικοσυνδικαλιστών στην Ιταλία όπως ο Μικέλε Μπιάνκι, ο Ολιβιέρο Ολιβέτι, ο Φίλιπο Κοριντόνι και ο Αλκέστ ντε Άμπρις που αργότερα βοήθησαν να εμψυχωθεί ο φασισμός.

Σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Zeev Sternhell, ο «Κύκλος Προυντόν» πρότεινε μια νέα ηθική που θα ταιριάζει στη συμμαχία του εθνικισμού και του συνδικαλισμού, δύο συντιθέμενων και συγκλινόντων κινημάτων, το ένα από την άκρα δεξιά και το άλλο από την άκρα αριστερά, που ξεκινούσαν από κοινού την πολιορκία και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ως λύση επινοήθηκε μία πλήρης αντικατάσταση της φιλελεύθερης τάξης. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί μια ισχυρή πρωτοπορία, μια προλεταριακή ελίτ, μια αριστοκρατία παραγωγών, ενωμένη σε συμμαχία με την διανοούμενη νεολαία που διψά για δράση ενάντια στην παρακμιακή αστική τάξη. Με τον καιρό, δεν θα ήταν δύσκολο μια τέτοια σύνθεση να πάρει τη μορφή του φασισμού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ειδικά οι οικονομικές θεωρίες του Γάλλου αναρχικού, φιλοσόφου, πολιτικού και επαναστάτη Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν επηρέασαν σημαντικά τις οικονομικές αξίες διαφόρων εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών όπως ο Rudolf Jung, ο Gottfried Feder και ο Marc Augier. Ο σοσιαλιστικός «Τρίτος Δρόμος» συμπίπτει με τα συμφέροντα του φασισμού, καθώς η αλληλοβοήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας ακόμη αγωγός προς τον φασισμό. Ακόμη και μέχρι σήμερα, εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις όπως η ισπανική «Devenir Europeo» αναφέρουν τον Προυντόν στα φυλλάδια θεωρητικής εκπαίδευσης ως καθοριστική επιρροή τους.

Ο George Valois έκανε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση των ορισμών που χαρακτήριζαν την εποχή ως μοντερνιστική με μια τάση προς μία πλήρως σχεδιοποιημένη, συμπεριληπτική αστικοποίηση. Στην παράδοση των ουτοπιών και των φαλανστηρίων, βλέπουμε πώς η Citée Française γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της πλήρως ανασχεδιασμένης κοινωνίας, αντανακλώντας τα αταξικά και συνδικαλιστικά ιδανικά του αναρχισμού. Με τον Valois στον «Κύκλο Προυντόν» βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του Σορέλ και του αναδυόμενου φασισμού με το κίνημα που άνθησε στην Ιταλία.

Ο George Valois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ρίζες του γαλλικού φασισμού βρίσκονται στο κίνημα των Ιακωβίνων. Ο μαζικός λαϊκισμός και η πλήρης δομική καταστροφή της παλιάς τάξης οδηγεί σε ένα όλο και πιο επαναστατικό πνεύμα που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά θεμέλια. Ο Kομμουνισμός και ο Φασισμός, και οι δύο ξεκινούν από την καταιγίδα της Βαστίλης. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η ρίζα του μοντερνισμού, χωρίς την Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε Μάρξ, δεν θα υπήρχε Σορέλ. Οι Ιακωβίνοι, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη Γαλλία σε ένα ρουσσώϊκο όνειρο, όπου οι άνθρωποι ήταν κτήμα της κοινότητας και τα προσωπικά συμφέροντα υποτάσσονταν στο κράτος και την «γενική βούληση», καταστρέφοντας την αστική τάξη. Το έθνος ρομαντικοποιήθηκε ως ο μοναδικός αληθινός μύθος, βρισκόμενο υπό την ηγεσία μιας μαχητικής πρωτοπόρας ελίτ.

Ο Εβραίος καθηγητής George L. Mosse υποστήριξε στο βιβλίο του «Η Φασιστική Επανάσταση» ότι ο φασισμός με το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράστηκε από τον φιλόσοφο Rousseau, όπου ο ηγέτης ενσάρκωνε τη «γενική βούληση» του λαού, εκδήλωσε μια νέα κοσμική θρησκεία, δηλαδή ένα κοινωνικό έλεγχο στις μάζες μέσω επίσημων τελετών, φεστιβάλ, και εικόνων, δηλαδή μέσω ενός Μύθου. Ο ολοκληρωτισμός ξεκίνησε στη σύγχρονη εποχή με τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Γενική Βούληση» του Ρουσσώ ήταν μια εξύψωση του λαού που κατευθύνθηκε από τους Ιακωβίνους σε μια δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι λάτρευαν τον εαυτό τους μέσω των δημόσιων εορτών και συμβόλων «της Θεάς Λογικής». Αυτό που ο Σορέλ ονόμασε συλλογικές αρετές, συνέπεια της αυθόρμητης αποδοχής ενός συνόλου αρχών από τα μέλη μιας κοινότητας, που ζουν σε κίνδυνο, με επικεφαλείς ήρωες στην επική μάχη ενάντια στην παρακμή και την ηθική δειλία.

Ο αντισημιτισμός των επαναστατών αναρχοσυνδικαλιστών βοήθησε στη δημιουργία του «Κύκλου Προυντόν». Δικαιολόγησαν τον αντικαπιταλισμό τους, τον αντι-υλισμό τους και την ιδέα ότι οι Εβραίοι ήταν μία εγγενώς αντεθνική κοσμοπολίτικη δύναμη, βασισμένοι στον Προυντόν, τον Μπακούνιν, ακόμη και τον Σορέλ. Αντι-εβραϊκές τάσεις στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό προϋπήρχαν χάρη στον Έντμουντ Σίλμπερνερ. Ο Έντμουντ βάσισε την κριτική του στον καπιταλισμό σε μεγάλο βαθμό στον αντισημιτισμό. Ο Édouard Berth, εκτός από αναρχικός, εξακολουθεί να θεωρείται ένας πρώιμος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού από τον Zeev Sternhell λόγω των διασυνδέσεών του με τον Rudolf Jung. Ο Berth στο δοκίμιό του «Πλουτοκρατικοί Δορυφόροι» (Plutocratic Satellites) είπε τα εξής:

«Ο Θετικισμός που δημιούργησε το καθεστώς του χρήματος, οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα ισοπεδωτικό υλιστικό και κοσμοπολιτικό καθεστώς. Παρέδωσε την Γαλλία στον αστικό υλισμό, στον Εβραίο κερδοσκόπο και χρηματοδότη».

Ο Georges Valois, ο Philippe Lamour και ο Thierry Maulnier οικειοποιήθηκαν όλοι την avant-garde αισθητική του κυβισμού, του φουτουρισμού, του σουρεαλισμού και της επιστροφής στην τάξη. Καθόρισαν τον «δυναμισμό» της ιδεολογίας του «Κύκλου Προυντόν» με βάση τη «Θεωρία του Μοντάζ» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Για αυτούς η σύγχρονη τέχνη ήταν ο μυθικός προάγγελος μιας αναγεννησιακής επανάστασης που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες κυβερνητικούς θεσμούς, θα εγκαινίαζε μια αντικαπιταλιστική νέα τάξη πραγμάτων και θα αφύπνιζε τη δημιουργική και καλλιτεχνική δυναμική του νιτσεϊκού «Νέου Ανθρώπου». Όλες αυτές οι απόψεις ήταν βασισμένες στα γραπτά του Σορέλ, του οποίου η έννοια του «Επαναστατικού Μύθου» αποδείχθηκε κεντρική στις φασιστικές θεωρίες περί πολιτιστικής και εθνικής αναγέννησης.

Ορισμένοι συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες του γαλλικού φασισμού όπως ο Louis -Ferdinand Céline ή ο Lucien Rebatet θεωρούνται ως «αναρχικοί», κινούμενοι στη γραμμή της αριστοκρατικής, ελιτιστικής και αντιμαζικής σκέψης του αναρχο-ατομικισμού, από μελετητές όπως ο François Richard. Ο Σελίν, που ήταν ένθερμος αντισημίτης και υποστηρικτής των Εθνικοσοσιαλιστών, δήλωσε σε μια επιστολή την 18η Μαρτίου 1934 ότι:

«Είμαι αναρχικός μέχρι το μεδούλι. Πάντα θα είμαι και δεν θα γίνω ποτέ κάτι άλλο».

Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας, συνεργάτης του Άξονα και λατρεμένος των Ευρωπαίων φασιστών, ο Robert Brasillach, όρισε τον φασισμό ως ένα «αντικομφορμιστικό πνεύμα κατ' εξοχήν αντιαστικό, με κλίση προς την ασέβεια» και αναφέρει πώς οι εθνικιστές σύντροφοι του, πολλοί από τους οποίους θα ενταχθούν στις φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, ήταν «αναρχικοί από ιδιοσυγκρασία» και είχαν μια «έμφυτη κλίση για την αναρχία». Στο βιβλίο του Paul Serant «Φασιστικός Ρομαντισμός» το 1971, ο Paul Serant αφηγείται ένα επεισόδιο στο οποίο ένα νεαρό μέλος της Milice Française, απογοητευμένο από την αποτυχία της Révolution Nationale της κυβέρνησης του Vichy, μιλά στον Μπραζιγιάκ και αστειεύεται ότι «στην ουσία είμαστε οι Αναρχο - Φασίστες».

Μαζί με τον κουνιάδο του, τον Maurice Bardéche, ο Brasillach δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1939 το «Histoire de la guerre d'Espagne», μια αφήγηση υπέρ της εθνικιστικής εξέγερσης στην οποία ο Brasillach απέτισε φόρο τιμής στην αναρχική εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1936 που πραγματοποιήθηκε από τη CNT, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός ως «την αναπαράσταση μιας από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Ιταλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Γερμανός ιστορικός και μελετητής των αναρχικών κινημάτων Justus Franz Wittkop επισημαίνει ότι ο αναρχισμός μερικές φορές είναι κοντά στον φασισμό και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις μεταμορφώθηκε σε αυτόν, όπως έδειξαν οι περιπέτειες των ιταλικών avant-garde ομάδων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Φασισμός των squadristi ή αλλιώς ο Φασισμός του San Sepolcro επηρεάστηκε έντονα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό της εποχής, φτάνοντας να αποκαλείται ιδεολογία - ξαδέρφη του αναρχοσυνδικαλισμού. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων που ο φασισμός διατήρησε ορισμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις στον αναρχισμό, στο βαθμό που αυτός ήταν μια εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού έναντι του μαρξισμού, στερεώνοντας τα οικονομικά αξιώματα του Μπακούνιν και του Προυντόν σε έναν Εθνικοσυνδικαλισμό που αργότερα θα αναπτυχθεί σε κορπορατιβισμό.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατάληψη της παραλιακής πόλης Fiume (Rijeka) από τον πολεμιστή-ποιητή και για κάποιους πρωτοφασιστή, Gabriele D'Annunzio, ο οποίος αφού κατέλαβε το Fiume με έναν στρατό πατριωτών λεγεωνάριων και Βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου, ίδρυσε μια μεταβατική πόλη - κράτος με το όνομα «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», το σύνταγμα της οποίας, γραμμένο σε συνεργασία με τον επαναστάτη συνδικαλιστή και αργότερα φασιστή Alceste De Ambris, συνδύαζε ιδέες αναρχοκομμουνισμού, κορπορατισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Ο D'Annunzio, κατά τη διάρκεια των γεγονότων στο Fiume, έδωσε συνέντευξη στον αναρχοσυνδικαλιστή δημοσιογράφο Randolfo Vella για την αναρχική καθημερινή εφημερίδα «Umanità Nova»,  μια συνέντευξη στην οποία ο D'Annunzio είπε ότι ήταν υπέρ ενός «κομμουνισμού χωρίς δικτατορία», και δήλωσε «όλη η κουλτούρα μου είναι αναρχική».

Εν ολίγοις, το Fiume υπό τον D’Annunzio, ήταν ένας ελευθεριακός χώρος για όσους ήθελαν να βιώσουν κάτι τολμηρό και αιρετικό μακριά από τις αστικές συμβάσεις της ζωής, της τέχνης και της δράσης. Μιλάμε για έναν de facto αναρχισμό, υπαρξιακό θα λέγαμε, αλλά όχι χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Για παράδειγμα, από το Fiume γράφτηκαν σφοδρές διακηρύξεις και καταγγελίες εναντίον του Giovanni Giolitti, του αρχιτέκτονα της σύλληψης του Errico Malatesta, ιστορικής φυσιογνωμίας του αναρχικού κινήματος.

Είναι γνωστό ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, η ιδρυτική φυσιογνωμία του φασισμού, ήταν γιος ενός αναρχοσυνδικαλιστή σιδηρουργού και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, αποτελώντας μάλιστα έναν από τους πιο αξιόλογους αναρχοσυνδικαλιστές στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενός κόμματος που αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, δήλωσε ότι:

«Ο σοσιαλισμός μου είναι γεννημένος μπακουνινιστικός, ακριβώς όπως ήταν ο σοσιαλισμός του πατέρα μου»

Ο πατέρας του Μουσολίνι, o Αλεσάντρο Μουσολίνι, ήταν μέλος της Αναρχικής Διεθνούς του Μπακούνιν στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1870. Ο αντιφασίστας ιστορικός Gaetano Salvemini ανέφερε ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες του Μουσολίνι είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με τον μαρξισμό, αφού τα ιδεολογικά του αξιώματα, που ήταν πιο κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, εστίαζαν στην επαναστατική βία του Σορέλ και όχι στον ιστορικό ντετερμινισμό.

Ο Μουσολίνι είπε για τον Ζώρζ Σορέλ, του οποίου η κριτική στον μαρξισμό επηρέασε εξίσου τον αναρχισμό και τον φασισμό:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε περάσει από το ατομικιστικό φιλοσοφικό στάδιο, ανέφερε ακόμη και τον εγωιστή και πρωτοαναρχικό Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Στίρνερ μεταξύ των επιρροών του, σε ένα άρθρο του 1908 για την εφημερίδα «Romagna» και αργότερα το 1919 στην «Il Popolo d'Italia» είπε:

«Αρκετά, γελοίοι σωτήρες του ανθρώπινου γένους, γελάμε με τα αλάνθαστα ευρήματα σας σχετικά με την ευτυχία! Ελευθερώστε το δρόμο για τις στοιχειώδεις δυνάμεις των ατόμων, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από το άτομο! Γιατί να μην φέρουμε ξανά στη μόδα τον Στίρνερ;»

Ο Πολωνός ιστορικός Leszek Kołakowski στο βιβλίο του «Τα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού» είχε υποστηρίξει ότι έχει μια λογική εξήγηση το ενδιαφέρον του φασισμού να ακολουθεί τις εγωιστικές ιδέες του Στίρνερ:

«Ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια προσπάθεια να διαλυθούν οι αντικοινωνικοί δεσμοί που δημιούργησε η ιστορία και να αντικατασταθούν από τεχνητούς δεσμούς μεταξύ ατόμων που αναμενόταν να υποβάλουν ρητή υπακοή στο κράτος με βάση τον απόλυτο εγωισμό. Η φασιστική εκπαίδευση συνδύαζε τις αρχές του κοινωνικού εγωισμού και του αδιαμφισβήτητου κομφορμισμού, με τον τελευταίο να είναι το μέσο με το οποίο το άτομο εξασφάλιζε τη δική του θέση στο σύστημα. Η φιλοσοφία του Στίρνερ δεν έχει τίποτα να πει ενάντια στον κομφορμισμό, αντιτίθεται μόνο στην υποταγή του Εγώ σε οποιαδήποτε ανώτερη αρχή: ο εγωιστής είναι ελεύθερος να προσαρμοστεί στον κόσμο εάν αυτό είναι ξεκάθαρο ότι θα βελτιώσει την θέση του εαυτού του. Η «εξέγερση» του μπορεί να πάρει τη μορφή απόλυτης δουλοπρέπειας, εάν προωθεί το συμφέρον του. Αυτό που δεν πρέπει να κάνει είναι να δεσμεύεται από «γενικές» αξίες ή μύθους της ανθρωπότητας. Το ολοκληρωτικό ιδεώδες μιας κοινωνίας που μοιάζει με στρατώνα, από την οποία έχουν εξαλειφθεί όλοι οι πραγματικοί, ιστορικοί δεσμοί, συνάδει απόλυτα με τις αρχές του Στίρνερ: ο εγωιστής, από τη φύση του, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία του ταιριάζει»

Εξαιτίας αυτής της τάσης του προς τον αναρχισμό ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Filippo Turati επέπληξε τον Μουσολίνι. Από την άλλη πλευρά, ο Torquato Nanni, ο οποίος ήταν ο πρώτος του βιογράφος και στενός του φίλος, θυμήθηκε πώς, όταν ήταν  αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Avantι», ο Μουσολίνι είχε στο γραφείο του πάντα ένα αντίγραφο του έργου του Στίρνερ «Ο Μοναδικός και το Δικό του». Επιπλέον, το έργο του Στίρνερ δεν απογορεύτηκε μετά την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, όπως πολλοί τότε πίστευαν ότι θα συνέβαινε.

Στις 12 Μαΐου 1918, ο Μουσολίνι δήλωσε την αποστασιοποίηση του από οποιοδήποτε πολιτικό ή συνδικαλιστικό κίνημα:

«Είναι η ατομικιστική ή μάλλον αναρχική μου ιδιοσυγκρασία, που με εμποδίζει να πράξω έτσι»

Διατήρησε αυτή την στάση ακόμη και μετά την ίδρυση του «Fasci di combattimento» ενός κινήματος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «αντι-κόμμα». Ιδρύθηκαν ακόμη οι Fasci Anarchici Individualista, στους οποίους ανήκε ο αριστερός φασίστας Stanis Ruinas. Στις 6 Απριλίου 1920, ο μελλοντικός Ντούτσε έγραψε:

«Κάτω το Κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις και τις ενσαρκώσεις. Κάτω το Κράτος του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό και σοσιαλιστικό κράτος. Για εμάς που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον ατομικισμό, δεν υπάρχει άλλη, λόγω του σκότους του παρόντος και του ζοφερού αύριο, από την παράλογη αλλά πάντα παρηγορητική θρησκεία της Αναρχίας!».

Επιπλέον ο Μουσολίνι αγωνιζόταν για τον ίδιο σκοπό με τον προαναφερθέντα εξέχοντα Ιταλό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Ερρίκο Μαλατέστα, τον οποίο κάποτε αποκαλούσε «Δούκα του Αναρχισμού», κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Settimana Rossa (Κόκκινη Εβδομάδα) το 1914, και τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά έναν χρόνο νωρίτερα, κατά την εξορία του Μαλατέστα στο Λονδίνο. Χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Μουσολίνι μεσολάβησε για τον Μαλατέστα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι τον κρατούσε φυλακισμένο χωρίς δίκη για περισσότερους από πέντε μήνες. Ως προς αυτό, ο Μουσολίνι είπε:

«Είμαστε πάντα έτοιμοι να θαυμάσουμε τους Άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μία πίστη στην οποία πιστεύουν ανιδιοτελώς».

Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προσπάθησε να αρπάξει τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την εκτύπωση της αναρχικής εφημερίδας του Μαλατέστα «Umanità Nova», ο Μουσολίνι του πρόσφερε αποθέματα από την δική του «Il Popolo d’Italia», αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε. Παρά τον αντιφασισμό του και την περιφρόνηση του για τον Μπενίτο, ο Μαλατέστα ήταν μια φιγούρα που θαύμαζε βαθύτατα ο Μουσολίνι κατά τις πρώτες μέρες του φασισμού, σε σημείο που τον Μουσολίνι δεν θα τον πείραζε να τον «προστατέψει» όσο το δυνατόν περισσότερο μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Μαζί με τον Μουσολίνι υπήρχαν και άλλες μορφές που από τον αναρχισμό προσχώρησαν στον «Φασισμό του Σαν Σελπόκρο»  όπως οι Maria Rygier, Leandro Arpinati, Filippo Turati, Fulvio Balisti, Guido Calogero, Mario Carli, Antonio Capizzi, Ferruccio Vecchi, Giovanni Papini, Massimo Rocca, Berto Ricci και αρκετοί ακόμη. Οι δύο τελευταίοι είχαν προσπαθήσει μάλιστα να «αναρχικοποιήσουν» το πρώιμο φασιστικό κίνημα:

Ο Massimo Rocca, ο οποίος ήταν υπερ - ατομικιστής αναρχικός συγγραφέας που αποκαλούσε τον εαυτό του «αναρχικότερο μεταξύ των αναρχικών», υποστήριζε τη δημιουργία μιας φυσικής ελίτ πολεμιστών - εγκληματιών και την υπεράσπιση της υπεροχής του ενστίκτου έναντι της διανόησης. Κατέληξε να ενταχθεί στον Φασισμό το 1919. Έγινε ένας εκ των ηγετών του PNF και ήταν μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, συμπαραστεκόμενος πάντα στην υπερβολική βία των squadristi, επιτιθέμενος στον φασιστικό νομικιστικό συντηρητισμό καθώς και τοποθετούμενος πάντα υπέρ αυτού που αποκαλούσε «Αναρχικό Κρατισμό». Παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκε από το κίνημα και αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1922, ο Ρόκα επέστρεψε στην Ιταλία το 1943 με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» την οποία και υπηρέτησε μέχρι τέλους.

Από την άλλη πλευρά, ο Berto Ricci, μέλος της αδιάλλακτης φασιστικής παράταξης της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού του Niccolò Giani, ήταν ένας Φλωρεντίνος αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας που εντάχθηκε στον φασισμό το 1927. Ο Ρίτσι αμφισβήτησε μεγάλους τομείς του σύγχρονου κόσμου του. Η κουλτούρα της εποχής συνδεόταν με ένα βαρετό, περιορισμένο και αστικό όραμα της πατρίδας, το οποίο εκείνος αντιπαρέθεσε με έναν επαναστατικό, αυθεντικό, νεανικό και σπαρτιατικό εθνικισμό, ένα όραμα που θα επαινούσε αργότερα ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ο Ρίτσι επικαλέστηκε μια «αιώνια επανάσταση» που θα πολεμούσε όσους είχαν βρει μια θέση στο καθεστώς παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιαστικά α-φασιστική ή ακόμα και αντιφασιστική νοοτροπία, επιβάλλοντας στο καθεστώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μια αστική νοοτροπία ξένη προς το πνεύμα του φασιστή επανάσταση. Ο Ricci, διαπνεόμενος από τον οντολογικό του αναρχισμό και τον πολιτικό του φασισμό, δήλωσε ότι:

«Εμείς δεν αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τάξης στην Γερμανία. Αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο αταξίας στην Ευρώπη».

Είναι επίσης εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Μουσολίνι αγαπούσε τον Σορέλ, τον πιο εξέχων Γάλλο συνδικαλιστή, και υποστήριζε τον μαχητικό συνδικαλισμό ως το όπλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς που προκαλούσε η κοινοβουλευτική πολιτική. Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι είχε υποκύψει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μέχρι το 1904 και είχε αφιερώσει τον χρόνο του στην πραγματοποίηση της «μυθικής» σοσιαλιστικής επανάστασης για την οποία καλούσε ο Σορέλ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μέχρι το 1911, όταν οι συνδικαλιστές στην Ιταλία είχαν αναγνωρίσει ότι δύο σημαντικά πολιτικά ρεύματα είχαν ενωθεί, σφυρηλατώντας έναν νέο προλεταριακό εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν επαναστατικό σοσιαλισμό.

Άλλοι που συμμετείχαν σε αυτήν την επανάσταση ήταν ο Edmondo Rossoni, ο Sergio Panunzio, ο A. O. Olivetti, ο Michele Bianchi, ο Alceste De Ambris, ο Paolo Orano και ο Guido Pighetti που χάρη στην επιρροή του Σορέλ κατατάχθηκαν στο φασιστικό κόμμα. Ο ίδιος ο Σορέλ, πίσω στη Γαλλία, συνεργάστηκε με παρόμοιες εθνικιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η «Action Française» και ο «Circle Proudhon». Ο συνδικαλισμός του Σορέλ ενέπνευσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εμψύχωσε τον πρώιμο φασισμό του Μουσολίνι, ο οποίος έφτασε να ομολογήσει:

«Αυτό που είμαι, το οφείλω στον Σορέλ»

Ο Εβραίος ιστορικός Zeev Sternhell, που θεωρείται κορυφαίος ειδικός του Φασισμού, υποστήριξε ότι αυτή η ενσωμάτωση του συνδικαλισμού με τον εθνικισμό ήταν ένας σημαντικός παράγοντας γιατί: «ο ιταλικός επαναστατικός συνδικαλισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της φασιστικής ιδεολογίας».

Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος που συνδύασε φραστικά τον Φασισμό με τον Συνδικαλισμό, παρατηρώντας ότι:

«Ο Φασιστικός συνδικαλισμός είναι εθνικός και παραγωγικός σε μία κοινωνία στην οποία η Εργασία γίνεται χαρά, αντικείμενο υπερηφάνιας και τίτλος ευγένειας».

Οι Ιταλοί συνδικαλιστές θεώρησαν την κοινωνική επανάσταση ως ένα μέσο για τον γρήγορο μετασχηματισμό που θα παρείχε «ανώτερη παραγωγικότητα» και ότι εάν αυτή η οικονομική αφθονία αποτύγχανε να επιτευχθεί δεν θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Ένα από τα μέσα για να πραγματοποιηθεί η κοινωνική επανάσταση ήταν ο ιμπεριαλισμός για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι που προσέλκυσε πολλούς εθνικιστές  όπως ο Gabriel D'Annunzio στη φασιστική υπόθεση. Η έμφαση από τους συνδικαλιστές στη σημασία του «παραγωγισμού» υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Σορέλ το 1907, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Μαρξ θεωρεί επανάσταση όταν ένα προλεταριάτο παραγωγών αποκτάει οικονομικές δυνατότητες. 

Ανέφερε ότι ο Μαρξ υπενθύμιζε ότι: «οι υλικές συνθήκες είναι απαραίτητες για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου» και πρέπει να δημιουργηθούν αυθόρμητα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για αυτό μιλάει ο Τζέιμς Γκρέγκορ στο βιβλίο του «Ιταλικός Φασισμός και Αναπτυξιακή Δικτατορία», θεωρώντας ότι αυτή η άποψη είναι που παρακίνησε το αρχικό Μανιφέστο των «Ιταλικών Δεσμών της Μάχης».

Οι Φασίστες πίστεψαν ότι χάρη στον Σορέλ βρήκαν στον μαρξισμό ένα σχέδιο αναπτυξιακών ιστορικών σκοπών που θα επιφέρει με άμεση δράση τον εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι οι διανοούμενοι του συνδικαλισμού συνειδητοποίησαν ότι η πρωτόγονη οικονομία της Ιταλίας δεν μπορούσε να διευκολύνει ούτε τον σοσιαλισμό ούτε την αφθονία για την κοινωνία. Χωρίς μια ώριμη βιομηχανία που θα αναπτυχθεί από την αστική τάξη, κατάλαβαν ότι μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση απαιτούσε την υποστήριξη των «αταξικών» επαναστατών, τη συνεργασία και τον πόλεμο. Ο Μουσολίνι, μαζί με Ιταλούς συνδικαλιστές, εθνικιστές και φουτουριστές, υποστήριξαν ότι αυτοί οι επαναστάτες θα ήταν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, ο φασισμός θα ήταν «ο σοσιαλισμός των προλεταριακών εθνών». Οι φουτουριστές, μερικοί από αυτούς κοντά στον φασισμό, μίλησαν επίσης ευνοϊκά για τον Renzo Novatore, έναν εξέχοντα αναρχο - ατομικιστή συγγραφέα και «τρομοκράτη» που είχε δηλώσει τα παρακάτω:

«Ο Μαρινέτι, αξιόλογος για τον εθνικισμό και την μαχητικότητα του, συγκλίνει σε αναρχο - ατομικιστικές θέσεις στο έδαφος της υπονόμευσης του Κράτους και της κριτικής των ηθών. Ο κρατισμός των μαρξιστών σοσιαλιστών είναι πιο ασυμβίβαστος με την Αναρχία, από ότι είναι ο ελευθεριακός φουτουρισμός και ο Φιουμανισμός»

Οι Φασίστες συνδικαλιστές ασχολήθηκαν επίσης με την ιδέα της αύξησης της παραγωγής για χάρη της αφθονίας. Ο Sergio Panunzio, ένας σημαντικός θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και του συνδικαλισμού, πίστευε ότι οι συνδικαλιστές έπρεπε να είναι παραγωγιστές (producerists) και όχι διανομιστές (distributists). Στην κριτική του για τον χειρισμό της οικονομίας από τους μπολσεβίκους, ο Panunzio υποστήριξε ότι το ρωσικό σοβιετικό κράτος είχε γίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι του προλεταριάτου. Ο Panunzio υποστήριξε ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι απέτυχαν να τηρήσουν την προειδοποίηση που είχε κάνει ο Ένγκελς το 1850 σχετικά με τους κινδύνους από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα σε ένα οικονομικά καθυστερημένο περιβάλλον, οδηγώντας έτσι σε μία περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του ιταλικού συνδικαλισμού και του διεθνιστικού σοσιαλισμού.

Με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Φασιστής ηγέτης και πρώην μπολσεβίκος Nicola Bombacci θα κατονομάσει ως επιρροή του για την δημιουργία του «Μανιφέστου της Βερόνα» - η πολιτική δήλωση της RSI για την κοινωνικοποίηση της εθνικής οικονομίας - τον Ουκρανό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Néstor Makhno, την Fabian Society και τον διανομισμό (distributism).

Υπάρχει επίσης η φιγούρα του Mario Merlino, ενός συγγραφέα ρωμαϊκής καταγωγής, ο οποίος στα νιάτα του κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού», ήταν ενθουσιώδες μέλος του νεοφασιστικού κινήματος Avanguardia Nazionale, αποκτώντας φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Pino Rauti και ο Stefano Delle Chiaie. Τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στο ιταλικό αναρχικό κίνημα χωρίς να αρνηθεί το φασιστικό του παρελθόν, υμνώντας στα κείμενα του, τους «Μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι καθώς και τους Αναρχικούς επαναστάτες. Αυτή η επαναστατική φύση του φασισμού χάρη στις αναρχικές και συνδικαλιστικές του καταβολές, τον έκανε πάντα να ακολουθεί τον στόχο της της κοινωνικοποίησης. Η οικονομική πολιτική του Κορπορατιβισμού για τον Φασισμό ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο Εθνικοποιημένος Συνδικαλισμός, μια αντιστροφή του Αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Douglas Pearce δήλωσε σχετικά:

«Ο τρόπος που το καταλαβαίνω είναι ότι, για να παραφράσω τον Μουσολίνι, οι φασίστες είναι οι πραγματικοί αναρχικοί γιατί έκαναν πραγματικά αυτό ακριβώς που ήθελαν. Η ελευθεριοκρατία και ο φασισμός είναι κολλητοί, ανεξάρτητα από το πόσο απεχθές μπορεί να το βρουν μερικοί άνθρωποι».

Ισπανικός Φασισμός και Αναρχισμός

Όπως με τον ιταλικό φασισμό, έτσι και στην Ισπανία, ο εθνικοσυνδικαλισμός ή αλλιώς Φαλαγγιτισμός εμφανίστηκε ως μία ακόμη όψη του αναρχοσυνδικαλισμού, ως μια μορφή «εθνικοποίησης» της αναρχικής συλλογικότητας, του κοινοτισμού και της αγροτισμού (agrarianism). Ο Φαλαγγιστής συγγραφέας Manuel Souto Vilas είχε την ιδέα να προσαρμόσει τον ξένο φασισμό σύμφωνα με την ισπανική αναρχική σκηνή, δίνοντας στον ισπανικό φασισμό το όνομα «εθνικοσυνδικαλισμός» αντί για «εθνικοσοσιαλισμός», όπως το ήθελε αρχικά ο Ledesma Ramos.

Για τον φαλαγγιστή διανοούμενο και εισηγητή του φασισμού στην Ισπανία, Ernesto Giménez Caballero, ο εθνικοσυνδικαλισμός ήταν το προϊόν μιας αναρχοσυνδικαλιστικής φόρμουλας, από την οποία πάρθηκαν το όνομα και τα σύμβολά, μέσω της «εθνικοποίησης» του ελευθεριακού ιδεώδους, εξ ου και η παρουσία των κόκκινων και μαύρων χρωμάτων στη σημαία της Ισπανικής Φάλαγγας που μιμούταν εκείνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT το ακρωνύμιο στα Ισπανικά), της σημαντικότερης αναρχικής οργάνωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Αργότερα, με την προθυμία του να εμπλακεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ο Λεντέσμα Ράμος, βασικό πρόσωπο στην ίδρυση του ισπανικού φασισμού, περιέγραψε την CNT ως εξής:

«Η μόνη δύναμη δυσαρέσκειας που είναι έτοιμη να ενσαρκώσει το ισπανικό θάρρος»

Ο Ράμος πίστευε ότι θα επέλθει μια συνεννόηση μεταξύ του CNT και του JONS, του πρώτου εθνικοσυνδικαλιστικού κινήματος που αργότερα συγχωνεύθηκε με τη Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Οργανικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά λόγω των εσωτερικών εντάσεων που εξαπολύθηκαν στο Συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, και αργότερα τη δεκαετία του ‘30, ορισμένα μέλη της συνομοσπονδίας όπως ο Sinforiano Moldes, ο Guillén Salaya και ο Llorente προσχώρησαν στη JONS. Ο Ledesma Ramos παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη των προσπαθειών της CNT έως ότου πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ «Φάλαγγας» και JONS. Μέχρι τότε, αντίτυπα της Φασιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «La Conquista del Estado» πωλούνταν σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις της CNT.

Η «JONS» είχε ένα επαναστατικό, ανατρεπτικό πρόγραμμα το οποίο βρισκόταν κοντά στον αναρχοσυνδικαλισμό. Φαίνεται ξεκάθαρα καθ' όλη τη διάρκεια του 1931 και μέχρι και τη συγχώνευση με την Ισπανική Φάλαγγα το 1934 όταν ο Ράμος διατύπωσε τις δικές του «δογματικές» προτάσεις. Ως παράδειγμα φέρνουμε το περίφημο άρθρο του «Το Αναπάντεχο Συνέδριο της CNT» στο οποίο αναφέρει:

«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκατομμύριο μέλη της CNT. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αναζητήσουμε, να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε με φιλικά μάτια. Πρέπει να είμαστε μαζί με την CNT σε αυτές τις στιγμές άμεσης συνδικαλιστικής μάχης, σε αυτές τις στιγμές ζύγισης κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι πιστεύουμε ότι εκπληρώνουμε το καθήκον μας ως αρχιτέκτονες της συνείδησης και του επόμενου γνήσιου πολιτισμού της Ισπανίας»

Σύντομα ο Λεντέσμα Ράμος θα εγκατέλειπε το ενδιαφέρον του για το αναρχικό κίνημα ενώ ο Χοσέ Αντόνιο, όντας παθιασμένος με την ανακάλυψη του, συλλογίζεται εκείνα τα αποφασιστικά χρόνια  μία συμμαχία, μέχρι να φτάσει στην εμβληματική ομιλία της «Επανάστασης» ενώπιον χιλιάδων μελών της CNT. Ήταν τότε που στην Μάλαγα της Σεβίλλης επιχειρήθηκε διάλογος μεταξύ της «Falange de la JONS» και της «CNT». Ο Diego Abad de Santillán, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αναρχοσυνδικαλιστικής σκηνής, γράφει σχετικά στα απομνημονεύματα του:

«Πόσο θα είχε αλλάξει η μοίρα της Ισπανίας αν ήταν εφικτή μια συμφωνία μεταξύ μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Primo de Rivera! Έτσι εξηγώ την αιτία της ήττας των αναρχικών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Όπου ήταν δυνατόν, η Φάλαγγα προσπάθησε να παγιώσει συμφωνίες και συμφωνίες με τη CNT. Ο Φαλαγγίτης αγωνιστής Patricio González de Canales πανηγύρισε τη στιγμή της σύναψης συμφώνου μη επίθεσης με τη CNT στη Σεβίλλη».

Αυτές οι προσπάθειες προσέγγισης είχαν ως αποτέλεσμα συναντήσεις με υποστηρικτές του αναρχοσυνδικαλισμού, κάποιες δημόσιες και σχεδόν μαζικές συναντήσεις όπως το δείπνο του ίδιου του José Antonio στην Plaça Reial της Βαρκελώνης, με αρκετές δεκάδες μέλη της CNT. Αυτά τα γεγονότα σχεδόν πάντα προετοίμαζε ο Ισπανός φαλαγγίτης ποιητής Luys Santa Marina, ένας από τους πιο συναρπαστικούς και αινιγματικούς χαρακτήρες στην καταλανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1930.

Ο δημοσιογράφος Felio A. Villarubias εξήγησε στην εφημερίδα «El Ejército» στις 19 Ιουλίου:

«Η «Φάλαγγα» της Βαρκελώνης, σε συμμόρφωση με τις εντολές του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, είχε έρθει σε επαφή μέσω των Luys Santa Marina και José María Poblador, με αυθεντικούς συνδικαλιστές της CNT, που ανησυχούσαν με την πολιτικοποίηση του κινήματος τους που ως τότε το αντιλαμβάνονταν σε αποκλειστικά συνδικαλιστική βάση. Οι επαφές απέτυχαν στο τέλος επειδή η FAI άσκησε ένα πολύ έντονο «tagging».

Ο Jose Maria Fontana προσθέτει:

«Ο Χοσέ Αντόνιο ενδιαφέρθηκε πολύ για τις επαφές μας με τη CNT. Σε ένα από τα ταξίδια του είχαμε μια συζήτηση και δειπνήσαμε με μια ομάδα διευθυντικών στελεχών. Ωστόσο, το ξέσπασμα της επανάστασης διέκοψε τις επαφές. Η πεποίθηση των Φαλαγγιτών ήταν μέχρι τότε ότι ήταν δυνατό να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών στις τάξεις τους, ότι μόνο ο «εθνικός παράγοντας» τους χώριζε».

Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο Marciano Durruti, ο αδελφός του Buenaventura Durruti, της πιο σημαντικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας της αναρχικής Βαρκελώνης πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε μια συνάντηση με τους Φαλαγγίτες στις αρχές του 1936 και προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια συμμαχία μεταξύ της «Φάλαγγας» και της CNT με δική του πρωτοβουλία. Ο Manuel Hedilla Larrey, ο δεύτερος εθνικός επικεφαλής της FE de las JONS, αφηγείται στα απομνημονεύματά του ως εξής:

«Ήμουν υπεύθυνος για τη δημιουργία εθνικοσυνδικαλιστικών κυψελών αντιπολίτευσης εντός της CNT, εκείνων που πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ενσωμάτωσης της Φάλαγγας στους αναρχοσυνδικαλιστές, οργισμένοι κατά της Δημοκρατίας».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, υπήρχαν μερικοί «αυθεντικοί» Φαλαγγίτες που, απογοητευμένοι από την κακή διαχείριση της ενωτικής κυβέρνησης, πλησίασαν τις τάξεις της τότε μυστικής CNT. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ισπανικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (το μόνο εξουσιοδοτημένο συνδικαλιστικό κέντρο του καθεστώτος) προσπάθησαν να ενσωματώσουν πρώην μέλη της CNT στις τάξεις τους με σκοπό να μετριάσουν το ισπανικό πολιτικό τοπίο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του διάσημου Καταλανού αναρχοσυνδικαλιστή παιδαγωγού, δημοσιογράφου και πολιτικού Ricard Fornells y Francesc, ο οποίος, αφού επέστρεψε από την εξορία στην Ισπανία το 1941, συνεργάστηκε με το Συνδικάτο για να ενσωματώσει στην φασιστική ένωση έναν μεγάλο αριθμό εξόριστων της CNT που βρίσκονταν στη Γαλλία.

Ο Juan M. Molina, γενικός γραμματέας της CNT, μιλά στα απομνημονεύματά του για έως και τριακόσιους αναρχικούς που αποδέχθηκαν τέτοιες προτάσεις. Θεωρούνταν επιρρεπείς στο να ενταχθούν στον Εθνικοσυνδικαλισμό, όπως λέει ο Herrín, «λόγω των έλξεων τους». Το 1945 σχηματίστηκε μία ομάδα αποτελούμενη από αυθεντικούς Φαλαγγίτες, γνωστούς και ως αντιφρανκιστές και φυγάδες αναρχοσυνδικαλιστές από τη CNT, η οποία ονομάστηκε «Συνδικαλιστική Συμμαχία» και είχε ως σκοπό να επισημοποιήσει τις σχέσεις που προκύπταν κατά διαστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τέτοιες προσπάθειες έγιναν επίσης με το «Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Μέτωπο» του αντιφρονούντα Φαλαγγίτη πολιτικού, Narciso Perales, ο οποίος πρότεινε να «συμφιλιωθούν» οι αναρχικές ιδέες του ελευθεριακού κομμουνισμού του Ángel Pestaña με το δόγμα του Χοσέ Αντόνιο. Είναι κατά τη διάρκεια της μετάβασης που αυτές οι προσπάθειες αναβίωσαν μετά το Τρίτο Συνέδριο της «Αυθεντικής Φάλαγγας» στη Σαραγόσα το 1979, με έναν μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών να εντάσσονται στις τάξεις της CNT. Είναι μάλιστα  γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των καταλανικών στελεχών της CNT εκείνα τα πρώτα χρόνια της ισπανικής δημοκρατίας προέρχονταν απευθείας από το FET de las JONS.

Συμπεράσματα

Αυτή είναι η επισκόπηση αυτής της ιστορικής αλληλοεπικάλυψης. Η μετάβαση από την αναρχία στον φασισμό είναι μια διαλεκτική πρόταση, είναι η τελική κατανόηση του ότι εμείς οι φασίστες μπορούμε να πετύχουμε πολύ καλύτερα αυτό το οποίο θέλουν οι αναρχικοί. Όπως είπε κάποτε ο Bombacci: «Ο φασισμός είναι η αληθινή πραγμάτωση του κομμουνισμού». Ο ισχυρισμός ότι εμείς οι φασίστες είμαστε οι «Τέλειοι Αναρχικοί» δεν είναι εκτενής, αν και δείχνει κάτι που πιστεύουν πολλοί φασίστες, αλλά δεν μπορούν να το απλοποιήσουν και να το εκφράσουν.

Οι Φασίστες μπορούν να επιτύχουν, καλύτερα και πιο αληθινά, αυτό που οι φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ιδεολογίες επιδιώκουν. Ο Φασισμός είναι Ελευθερία, Πολιτεία, Ισότητα, Ατομικότητα, Κολεκτιβισμός, ένα Αληθινό Κράτος Δικαίου, όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο Φασισμός εμπεριέχει θραύσματα από κάθε ιδεολογία, γεγονός που τον καθιστά, όπως δήλωσε ο Μουσολίνι, απόλυτα πρωτότυπο. Είναι καιρός να κατανοήσουμε την προέλευση του Φασισμού και να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι Φασίστες πρέπει να είμαστε Αναρχικοί αν θέλουμε να νικήσουμε την τρέχουσα τάξη πραγμάτων. Ο Φασισμός έχει τον ίδιο στόχο με τους αναρχικούς που ευαγγελίζονται την κατάργηση του κράτους χάριν της θεμελίωσης μίας νέας αναρχικής οργάνωσης.

Μπορούμε να πούμε ότι ο Αναρχισμός επιδιώκει ένα νέο κράτος - αν αντιληφθούμε το κράτος ως οντότητα, δηλαδή ανθρώπους που κατέχουν το μονοπώλιο της βίας και του ελέγχου των θεσμών. Τόσο ο Αναρχισμός, όσο και ο Φασισμός θα επιβάλουν στην πραγματικότητα ένα Νέο Κράτος. Θα διαφέρει από το σημερινό αλλά θα είναι συλλογικά οργανικό και επομένως επαναστατικό. Το βλέπουμε και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την εμπλοκή του σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα. Ακόμη και με τις διασυνδέσεις του με τον άνθρωπο που επηρέασε ριζικά τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Μπακούνιν ήταν ακόμη εξαιρετικά αντισημίτης, αποκαλώντας τον Μάρξ «εβραϊκή τραπεζική μαριονέτα». Αυτές οι διασυνδέσεις γίνονται ακόμη πιο βαθιές στον Προυντόν που επηρέασε τον Όττο Στράσσερ και το «Μαύρο Μέτωπο».

Επιπλέον, έχουμε ακόμη τον Εθνικό Αναρχισμό που υιοθετεί στοιχεία του φασισμού αν και ισχυρίζεται ότι τον απορρίπτει. Θα έλεγα ότι εφαρμόζει τον φασισμό στην αναρχία. Κάποιοι μάλιστα είναι κοντά στον ιδεολογικό εθνικοσοσιαλισμό δημιουργώντας έναν λαϊκό σοσιαλισμό βασισμένο στον τοπικισμό, με μικρές τοπικές κοινότητες και φυλετικές ομάδες που  διαχωρίζονται από το σύγχρονο κράτος σε μικρές ομοιογενείς κοινωνίες. Έχουν ως όραμα να αντικαταστήσουν τα συγκεντρωτικά έθνη - κράτη με μια ποικιλία πολιτικών οντοτήτων μικρής κλίμακας.

Η έννοια του «Άναρχου» του Ernst Jünger είναι κεντρική στον Εθνικό Αναρχισμό. Ο «Άναρχος» είναι μια ιδανική φιγούρα ενός κυρίαρχου ατόμου που εξελίχθηκε από την επίδραση της αντίληψης του Max Stirner για τον «Μοναδικό». Αυτή η ιδέα παρέχει απεριόριστο συγκρητισμό στον Εθνικό Αναρχισμό, επιτρέποντας στους οπαδούς του να ισχυρίζονται ότι έχουν ξεπεράσει τη διχοτόμηση της συμβατικής πολιτικής για να αγκαλιάσουν ανώτερες πολιτικές μορφές που βρίσκονται «πέρα από την αριστερά και την δεξιά».

Σε αυτή την γραμμή κινούταν η Else Christensen, μία αναρχοσυνδικαλίστρια ιδεολόγος της «Τρίτης Θέσης» που ήθελε μια κοινωνία αποτελούμενη από φυλετικά ομοιογενείς άριες κοινότητες. Περιγράφοντας την ιδανική κοινωνική της κατάσταση ως «φυλετικό σοσιαλισμό», οραματίστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι λευκοί ζούσαν σε μικρές, αυτάρκεις «φυλετικές» αγροτικές κοινότητες. Η Christensen απέρριψε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό και τον υλισμό, πιστεύοντας στην ανάγκη για οικολογική συνείδηση, ένα ήθος επιστροφής στη γη και μία βιώσιμη παραγωγή. Βλέπουμε επίσης παραλληλισμούς με σύγχρονους Εθνικο - Αναρχικούς, όπως ο Troy Southgate και ο Keith Preston. Συχνά οι Εθνικo - Αναρχικοί υιοθετούν είτε τον συνδικαλισμό είτε την αλληλοβοήθεια ως το προτιμώμενο οικονομικό τους μοντέλο.

Ομάδες όπως οι αναρχικοί του «National Tempetist Coordination» καταλαβαίνουν ότι στόχος θα είναι πάντα ο φασισμός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους, είτε αυτές είναι ολοκληρωτικές, είτε αναρχικές, ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος. Η εξουσία για χάρη της εξουσίας και η συλλογικότητα για τη συλλογικότητα, μια μακιαβελική στρατηγική. Αυτή η προσήλωση σε οποιοδήποτε μέσο για χάρη της εξουσίας φέρνει στο μυαλό μας τον σχετικισμό. Το «Geist» του Χέγκελ είναι στον Φασισμό το Κράτος, του οποίου θεμέλιο είναι ο «Μοναδικός» του Στίρνερ και επομένως όλοι εμείς, δηλαδή μια έκφραση της Γενικής Βούλησης. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο «The Anarchist Individualist Origins of Italian Fascism» του Stephen B. Whitaker. 

Ουσιαστικά ο φασισμός και η φιλοσοφία του πραγματικού ιδεαλισμού (actual idealism) είναι ριζοσπαστικές υποκειμενιστικές μορφές ιδεαλισμού που ακολουθούν τη σοφιστική παράδοση. Ο φασισμός θα κάνει ότι χρειαστεί για να υπάρξει και να αποκτήσει την εξουσία ρεαλιστικά. Η παλιά σοσιαλίστρια, μέντορας του Μουσολίνι, Angelica Balbanoff, υποστήριξε ότι ο Ντούτσε δεν ήταν ποτέ αληθινός σοσιαλιστής, αλλά ένας ακτιβιστής διψασμένος για εξουσία, με τάση για βία. Αυτή η μακιαβελική στάση σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική χρήση βίας όπως η άμεση δράση, δείχνει την αληθινή αναρχική πτυχή του φασισμού. 

Μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερη βαρύτητα σε όλα αυτά βασιζόμενοι στα όσα έγραψε ο Μουσολίνι στην «Il Popolo d’Italia» στο άρθρο του «Σχετικισμός και Φασισμός»:

«Στην πραγματικότητα, είμαστε κατ' εξοχήν σχετικιστές, από την στιγμή που ο σχετικισμός συνδέθηκε με τον Νίτσε και με τη «Θέληση για Εξουσία». Ο ιταλικός φασισμός ήταν, όπως και είναι ακόμα, το πιο υπέροχο δημιούργημα της ατομικής και συνάμα εθνικής θέλησης για εξουσία. Όλα όσα έχω πει και έχω κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια είναι σχετικισμός, ένας σχετικισμός από διαίσθηση. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες είναι ίσης αξίας, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι απλές μυθοπλασίες, ο σύγχρονος σχετικιστής συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό του τη δική του ιδεολογία και να προσπαθήσει να την επιβάλει με όλη την ενέργεια που είναι ικανός.

Αν ο σχετικισμός υποδηλώνει περιφρόνηση για σταθερές κατηγορίες και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της αντικειμενικής αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από την φασιστική συμπεριφορά και δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη την ενέργεια που είμαστε ικανοί».

Στις 22 Απριλίου του 1945 στο Μιλάνο, ο Mussolini θα διακήρυττε τα εξής

 

“Τα προγράμματα μας ξεκάθαρα ισοδυναμούν με τις επαναστατικές μας ιδέες και ανήκουν στο χώρο που στο δημοκρατικό καθεστώς ονομάζεται “αριστερά”. Οι θεσμοί μας είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα των προγραμμάτων μας, και το ιδανικό μας είναι το Εργατικό Κράτος. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού: είμαστε η εργατική τάξη σε μια μάχη ζωής και θανάτου εναντίον του καπιταλισμού. 

Είμαστε οι επαναστάτες που αναζητούν μια νέα τάξη. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, το να αναζητήσουμε βοήθεια από την μπουρζουαζία επικαλούμενοι δήθεν τον ερυθρό κίνδυνο θα είναι παράλογο. Το πραγματικό σκιάχτρο, ο πραγματικός κίνδυνος, η απειλή εναντίον της οποίας πολεμούμε αμείλικτα, προέρχεται από τη δεξιά. 

Δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον μας να έχουμε ως σύμμαχο την καπιταλιστική μπουρζουαζία έναντι της απειλής του ερυθρού κινδύνου, καθώς στην καλύτερη περίπτωση θα επρόκειτο για έναν άπιστο σύμμαχο, που θα προσπαθεί να μας κάνει να υπηρετήσουμε τους δικούς του σκοπούς, όπως έχει κάνει παραπάνω από μια φορές με κάποια επιτυχία. 

Δεν θα μακρηγορήσω γιατί είναι εντελώς περιττό. Είναι μάλιστα βλαβερό, καθώς μας κάνει να συγχέουμε τις μορφές των γνήσιων επαναστατών της οποιασδήποτε απόχρωσης με τον άνθρωπο της αντίδρασης που ενίοτε χρησιμοποιεί τη δική μας γλώσσα”.

Berto Ricci, ο αναρχοφασιστής που κατάφερε να ξεπεράσει την αριστερά και την δεξιά

 

Του Antonio Pannullo το οποίο δημοσιεύτηκε στο Secolo dItalia στις 2 Φεβρουαρίου 2017 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα.

«Ο φασισμός είναι η εθνική αίρεση του σοσιαλισμού και η κοινωνική αίρεση του εθνικισμού. Από αυτές τις δύο αιρέσεις γεννιέται μια πίστη. Μοναδική. Από τις αιρέσεις, από θέσεις που αμφισβητούν η μία την άλλη, από τις αντιθέσεις που αντιπαρατίθενται, γεννιέται η πρόκληση της σύνθεσης. Μια νέα ορθοδοξία: η σωστή πίστη, ο σωστός δρόμος, ο σωστός τρόπος, η σωστή ζωή. Ο Berto Ricci μας το έδωσε αυτό. Η ζωή ως πολιτοφυλακή».

Ο Berto Ricci (1905-1941) από την Φλωρεντία, όπως και ο Alessandro Pavolini, ο τελευταίος του είχε αρνηθεί την κάρτα του Φασιστικού Κόμματος το 1932, όταν έμαθε για τις προηγούμενες αναρχικές του συμπάθειες. Αλλά στη Ρώμη, όπου έφτασε η αίτηση του Ricci, κάποιος που γνώριζε ολόκληρη την ιστορία και είχε τη δύναμη να αποφασίσει, του την έδωσε, την κάρτα γράφοντας: «Μήπως δεν ήμασταν κι όλοι εμείς αναρχικοί;».

Ο Ricci είχε συμπάθειες με τον Φασισμό από το 1927, αλλά του χρειάστηκαν πέντε χρόνια προβληματισμού προτού κάνει ένα βήμα που το θεωρούσε οριστικό. Και ήταν, δεν άλλαξε ποτέ ξανά πλευρά. Αποφοίτησε από σπουδές Μαθηματικών στην Πίζα και σε όλη του τη ζωή ήταν καθηγητής στα σχολεία, ακόμα και όταν συνεργάστηκε με διάφορα πολιτιστικά και πολιτικά περιοδικά και ίδρυσε εφημερίδες. 

Του άρεσε η επανάσταση του Mussolini, αλλά είναι λάθος να τον αποκαλέσουμε ως «αριστερό φασίστα», επειδή ο Ricci δεν συνέθεσε τον φασισμό με την δεξιά και την αριστερά: μοιραζόταν τον φασισμό - καθεστώς σε αυτό της αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας ότι όταν θα ρίζωνε θα έπρεπε να αναδείξει την κοινωνική ψυχή του, όπως συνέβη αργότερα. 

Μετά την αποφοίτησή του, ο Ricci συνεργάστηκε με το Il Selvaggio του Maccari και άλλα περιοδικά της Φλωρεντίας όπως το Bargello, το φύλλο εντολών μάχης της Φασιστικής ομοσπονδίας και με την Revolution, το όργανο των μαθητών του Guf, των Φασιστικών πανεπιστημιακών ομάδων. Αντι-ακαδημαϊκός, ποιητής, λαϊκιστής, ο Ricci δεν άρεσε στον Giovanni Gentile, βρήκε υποστήριξη από τον Julius Evola, τον οποίο συνάντησε, κι αυτός επίσης συμμετείχε στην αντι-ιδεαλιστική φιλοσοφική μάχη. 

Το 1931 ίδρυσε την L' Universale μαζί με μια δεκαπενταμελή ομάδα διανοουμένων, στην οποία συνεργάζονται δημοσιογράφοι του διαμετρήματος των Indro Montanelli και Romano Bilenchi. Άρεσε στον Mussolini, ο οποίος του ζήτησε να συνεργαστεί με την Il Popolo d'Italia. Το 1936 έκλεισε την L' Universale και έφυγε εθελοντικά για τον πόλεμο στην Αιθιοπία γράφοντας: «δεν υπάρχει πλέον ώρα για το τυπογραφείο».

Το 1940 συμμετείχε στο συνέδριο για την Φασιστική Μυστική Σχολή των Nicolò Giani και Guido Pallotta , επιμένοντας στο θέμα της κοινωνικής ενότητας και της κοινωνικοποίησης στις επιχειρήσεις. Ο Ricci δεν ήταν μόνο ένας από τους πιο πρωτότυπους Φασιστές στοχαστές, αλλά πιθανότατα ήταν όλου του εικοστού αιώνα: θεωρούσε την εκκλησία, τον καπιταλισμό, τον εθνικισμό παρακμή, έννοιες που εκφράστηκαν επίσης στο μοναδικό δοκίμιο που μας άφησε, ο Ιταλός συγγραφέας και αναδημοσίευσε ο εκδότης Ciarrapico το 1984 και προλόγιζε ο ίδιος ο Montanelli. 

Κρίνει θετικά την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, αλλά ήταν απολύτως αρνητικός στον βιολογικό ντετερμινισμό. Αδιάφθορος, και φτωχός: το δείπνο του γάμου του ήταν διάσημο, όταν πρόσφερε επτά καπουτσίνο στον ίδιο αριθμό επισκεπτών, έζησε σαν Σπαρτιάτης, σε ένα δωμάτιο με σιδερένιο κρεβάτι και ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία. 

Κατά το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε εθελοντικά και στάλθηκε στη Λιβύη ως υπολοχαγός των Μελανοχιτώνων, στην Κυρηναϊκή, όπου στις 2 Φεβρουαρίου 1941 ένα αγγλικό Spitfire τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Είναι θαμμένος στο Ιερό των Υπερπόντιων Πεσόντων στο Μπάρι. 

Μετά τον πόλεμο, με μια ντροπιαστική αλλά όχι ασυνήθιστη απόφαση στην damnatio memoriae  που ο αντιφασισμός κήρυξε χωρίς επιτυχία, ο δήμος της Φλωρεντίας ακύρωσε τον δρόμο που του ήταν αφιερωμένος για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα. Όπως είπε κάποτε στον Montanelli: «Σκεφτείτε ότι αν ακολουθήσετε έναν δρόμο θα πρέπει να τον πάτε μέχρι το τέλος». 

Όπως έκανε ο και ίδιος, ο οποίος - ο Mussolini ήταν ακόμη ζωντανός - δεν χαρίστηκε σε καμία κριτική για τις πιο τραγικές πτυχές του Φασισμού ή εκείνων που τον στήριζαν από συμφέρον. Ο Berto Ricci δεν περίμενε τον Mussolini να κρεμαστεί στην πλατεία Loreto για να τον επικρίνει, όπως έκαναν πολλοί Φασίστες διανοούμενοι.

Ο «αναρχοφασισμός»: από τον Berto Ricci στους NAR, η μεγάλη ιστορία ενός αιρετικού φλερτ.

Δημοσιεύτηκε από τον Μiro Renzaglia την 29η Ιουλίου 2011 στο εβδομαδιαίο Gli Altri και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα

link: «Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης

Το 1932, έτος Χ της φασιστικής εποχής, ένας γνωστός και περήφανος Φλωρεντίνος αναρχικός, ο Ρίτσι Αλμπέρτο γνωστός ως ‘’Μπέρτο’’, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος διαφόρων λογοτεχνικών εντύπων, υπέβαλε αίτηση στην τοπική ομοσπονδία για ένταξη στο PNF (σ.μ. το εθνικό φασιστικό κόμμα). Σύμφωνα με την πρακτική, του αναρωτήθηκε: "Γιατί δεν γράφτηκα νωρίτερα;". Σε αυτό, στη στιγμή απάντησε με ειλικρίνεια: "Επειδή ήμουν αντίθετων ιδεών". Όπως το θέλει η γραφειοκρατία, το αίτημα έφτασε στο γραφείο του τοπικού ομοσπονδιακού, γραμματέα του Alessandro Pavolini, ο οποίος αντιτάχθηκε με ένα αποφασιστικό «Όχι» στο αίτημα. Λόγος άρνησης το κείμενο: «Έχει επιδείξει αναρχικές ιδέες στο παρελθόν». Για την τελική απάντηση, ωστόσο, ο φάκελος πέρασε στα Ρωμαϊκά γραφεία του εθνικού γραμματέα του κόμματος εκείνη τη στιγμή: ο Arturo Marpicati ο οποίος, έχοντας διαβάσει τα έγγραφα, ενέκρινε την εγγραφή προσθέτοντας τον λόγο στην εμπιστευτική απόρριψη στο κάτω μέρος: «Μήπως και εμείς οι φασίστες δεν ήμασταν αναρχικοί;»

Θεωρώντας ότι είναι χρήσιμο στην ανίχνευση του προφίλ, όσο και αν είναι επιλεκτικό, ενός αναρχοφασιστικού πρωτοτύπου, θα ήταν βολικό να ακολουθήσουμε, για μια στιγμή, την βιοδιανοητική πορεία του Berto Ricci. Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. Ο Ρίτσι πέθανε, πυροβολημένος από ένα Spitfire, στις 2 Φεβρουαρίου 1941 στον αφρικανικό πόλεμο, όπου θέλησε να πάει ως εθελοντής, ξεπερνώντας τις συνήθεις γραφειοκρατικές αντιρρήσεις. "Αντίθετων ιδεών," ήταν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ένταξη του στο Φασιστικό κόμμα. Αντίθετος με τα πάντα από μια αιρετική, ετερόδοξη κλίση και από πνεύμα αντιλογίας, ήταν πιστός μόνο στην πολύ αποκλειστικά δική του ιδέα του Φασισμού που βλάστησε σε αυτόν, γύρω στο 1927, από Στιρνερική, Σορελιανή και Νιτσεϊκή σπορά. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να πείσει τον εαυτό του για τη μοίρα του και άλλα δύο για να πάρει την κομματική κάρτα. Αλλά αυτό που ήταν στο DNA του τελικά αναδύθηκε.

Το παιχνίδι με το οποίο παθιάζονταν ήταν να αφήνει σπινθήρες να ξεφεύγουν από τη βίαιη αντιπαραβολή ιδεών σε μια ελεύθερη αντίφαση. Αναρχικός και αντιεθνικιστής, αλλά υπέρ της αυτοκρατορίας: "που θα επιτύχει την Μοναρχία του Δάντη και το Συμβούλιο του Μαντσίνι". Αντικαπιταλιστής αλλά για την εξέλιξη του προλεταριάτου σε ιδιοκτήτες, για μια πολιτική παράδοση αλλά «εμπλουτισμένη με λαϊκό Χριστιανισμό, ουσιαστικά και ισχυρά ειδωλολατρική». Ρεαλιστής, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό του Gentile, μα και ουτοπιστής. Αντικομμουνιστής, αλλά "η Αντί-Ρώμη δεν είναι στη Μόσχα, είναι στο Σικάγο: την πρωτεύουσα του χοίρου" γιατί "η κομμουνιστική επανάσταση έκανε καλό στον εαυτό της". Φασιστής της αριστεράς αλλά όχι εχθρικός προς τα δεξιά, γιατί "ο εχθρός νούμερο ένα ήταν και παραμένει το κέντρο, δηλαδή η βολεμένη μετριότητα. Το κέντρο είναι συμβιβασμός, εμείς είμαστε η ταυτόχρονη επιβεβαίωση των άκρων, στο σύνολο τους ".

Σιγά το πράγμα, ίσως ειπωθεί: η ιστορία ενός κάπως υπερβολικού συγγραφέα δεν μπορεί να ακυρώσει μια ενοποιημένη αντιθετική προκατάληψη αυτών των δύο πόλων. Ακόμα περισσότερο αν σκεφτούμε πού καταλήγουν τελικά οι δύο δρόμοι: στο «κανένα κράτος», στην αναρχία και στο «ηθικό κράτος», τον φασισμό. Ωστόσο, αυτό συντομεύεται αν εξετάσουμε τα πράγματα από μια οντολογική άποψη: και τα δύο «σχολεία» κηρύττουν την άμεση ανάληψη ευθύνης για την ατομική δράση και την υπεροχή της δράσης έναντι της θεωρίας. Και ακριβώς εδώ είναι το βραχυκύκλωμα που καίει τις αποστάσεις και παράγει αυτό το φλερτ που θα επιτρέψει στον Ricci και σε άλλους αναρχικούς να φορούν το Μαύρο Πουκάμισο και να γίνουν δράστες της Φασιστικής επανάστασης.

Θα αναφέρω μόνο μερικές από τις πιο περίφημες περιπτώσεις. Συνέβη στον καλλιτέχνη και ποιητή Lorenzo Viani, έναν αναρχικό στην συντροφιά του Errico Malatesta, ο οποίος άρχισε να σχεδιάζει μια κοινωνική δημοκρατία της Apuania και συνέχισε την πολιτική του πορεία ως "Squadrista". Συνέβη στον Leandro Arpinati, ο οποίος, προτού πέσει στην δυσμένεια του Μουσολίνι, ήταν σημαντικό στέλεχος του καθεστώτος. Ο Giovanni Papini αποκαλούσε τον εαυτό του αναρχικό, και γνωρίζουμε την περαιτέρω πορεία του. Ο Marcello Gallian ήταν επίσης αυτός που, ακόμα με το μαύρο μαντήλι της αναρχίας στο λαιμό του, ήταν μεταξύ των Φασιστών της πρώτης ώρας στην Piazza San Sepolcro στο Μιλάνο, λεγεωνάριος της επιχείρησης Rijeka και, τρία χρόνια αργότερα, ένας από εκείνους που βάδισαν προς την Ρώμη,  παραμένοντας πάντα, ωστόσο, ένας «καταραμένος» ανατρεπτικός. Ήταν όλοι τόσο τυφλοί που δεν είδαν τις διαφορές και τόσο ηλίθιοι που δεν πρόσεξαν την αντίφαση;

Ο ίδιος ο Marcello Gallian, ο οποίος όταν τον ρώτησαν τους λόγους της «μεταστροφής» του απάντησε: «Δεν είμαι κατάλληλος για μεταστροφές. Δημιούργησα έναν Χριστό για τον εαυτό μου, δημιούργησα έναν Μουσολίνι για μένα, δημιούργησα έναν επαναστατικό κόσμο για τον εαυτό μου, σύμφωνα με τις απαραίτητες και αιρετικές μου θέσεις». Δεν σας φαίνεται ότι αντηχεί τα λόγια εκείνου του άλλου σφαιρικού αναρχοφασίστα του αναγνωρισμένου πατέρα του αναρχικού tout court; Ο Max Stirner ο οποίος στο Der Einzige und sein Eigentum (ο μοναδικός και το δικό του), που δημοσιεύτηκε στη Λειψία το 1844, δήλωσε: «Η δύναμη μου είναι δική μου, τη δύναμη μου, μου τη δίνει ότι είναι δικό μου. Εγώ ο ίδιος είμαι η δύναμή μου … και για αυτό είμαι ότι είναι δικό μου ».

Ο Stirner ανήκει σε αυτή τη γενιά των φιλοσόφων που έχουν μπει στην ιστορία της σκέψης ότι έχουν γράψει ένα και μόνο ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο, ωστόσο, με το οποίο κλήθηκαν να αναμετρηθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναγνωρίζοντας ή όχι το χρέος της προέλευσης, τα πιο σκεπτόμενα κεφάλια όλων μεταξύ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και του 20ου από τον Søren Kierkegaard έως τον Friedrich Nietzsche στους καταστασιακούς. Ο Stirner σκιαγράφησε έναν άνθρωπο που παραιτείται από αυτά τα δεκανίκια που είναι τα «ισμοί». Αν ο άνθρωπος έπρεπε να βασίσει το νόημα της ύπαρξης του σε «ισμούς», είναι ο ίδιος: ένα «εγώ» που ισχυρίζεται ότι είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός. Το οποίο, για παράδειγμα, απασχόλησε βαθιά τους Μαρξ - Ένγκελς (βλ. Γερμανική ιδεολογία) στην αντίκρουση ενός δικού τους μηνύματος: «Ο Stirner είναι ένας άθλιος» ... To οποίο, ωστόσο, δεν είχε το αποτέλεσμα να εξαλείψει τη γοητεία της έκκλησης του (Στίρνερ) σε γενιές αναρχο-κομμουνιστών, αναρχο-σοσιαλιστών, αναρχο-ελευθεριακών και ακόμη και εκείνων που δεν ήταν ποτέ αναρχικοί.

Όπως και ο Μουσολίνι Μπενίτο, ο οποίος, ίσως λόγω του εκπαιδευτικού χρέους του προς την νεολαία, δεν εμπόδισε, ως Duce, την δημοσίευση και κυκλοφορία στην Ιταλία του Stirnerian opus. Και δεν ήταν ο μόνος. Ακόμη και συγγραφείς των οποίων η πνευματική αριστεία είναι αδύνατο να αγνοηθεί, και μερικές φορές κακώς θεωρούνται στην αντίπερα όχθη, τον αποτίμησαν θετικά. Όπως ο Carl Schmitt που δεν σταμάτησε ποτέ, όλη του την ζωή, την προσωπική του σώμα με σώμα μάχη με τη σκέψη του "ο Max, ο μόνος που με επισκέπτεται στο κελί μου" (το κελί ήταν αυτό της φυλακής στην οποία ήταν ακόμα φυλακισμένος 1947 "για την προετοιμασία ενός επιθετικού πολέμου"). Όπως ο Ernst Jünger, ο οποίος, στο Der Waldgang (ο αντάρτης) και στο Eumewil (Heliopolis), εντοπίζει το προφίλ του άναρχου, του οποίου είναι προφανής η καταγωγή του Μοναδικού. Ή όπως ο Julius Evola της φιλοσοφικής περιόδου της Θεωρίας και της Φαινομενολογίας του απόλυτου ατόμου, όπου εντοπίζει την ταυτότητα της αυτοκρατορίας: ο άνθρωπος αρκεί για τον εαυτό του. Δεν σας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι «δεξιοί» στοχαστές καλωσορίζουν τον Stirner και ο υπερστοχαστής της αριστεράς, ο Καρλ Μαρξ, τον μισεί;

Πριν από λίγο καιρό, στο διαδικτυακό περιοδικό που διαχειρίζομαι: il Fondo, έκανα ένα τεστ. Περνώντας το για δική μου διανοητική επινόηση, δημοσίευσα το «Μανιφέστο της ελευθερίας, της κοινωνίας και της επανάστασης!». Στο κείμενο, εκτός από τον τίτλο, δεν υπήρχε ούτε μια λέξη μου: ήταν όλα τα αποσπάσματα, χωρίς καμία διόρθωση, από τα έργα του Μιχαήλ Μπακούνιν, προφανώς όχι μεταξύ των πιο γνωστών. Το il Fondo  - το λέω αυτό για όσους δεν το ξέρουν - κανονικά ταξινομείται από τον εξωτερικό παρατηρητή ως ένα φύλλο της ριζοσπαστικής «δεξιάς» (στην πραγματικότητα, δημιουργήθηκε για να διαλύσει τις κατηγορίες δεξιά και αριστερά, και κυρίως της ριζοσπαστικής δεξιάς). Ξεκίνησε μια συζήτηση για το «Μανιφέστο», στο οποίο κανείς δεν εξέφρασε ουσιαστική κριτική για το συνολικό περιεχόμενο της πρότασης. Το πολύ να υπήρχαν κάποιες επιφυλάξεις για αυτό ή για εκείνο το απόσπασμα, κυρίως με προθέσεις μιας περαιτέρω μελέτης. Μέχρι που αποκάλυψα την "προβοκάτσια". Σε αυτό το σημείο, προστέθηκε το σχόλιο ενός συμμετέχοντα στο φόρουμ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα: "Δεν το βρίσκω πρόβλημα. Πάντα ήμουν λίγο αναρχικός, ίσως ακόμη και υποσυνείδητα".

Είναι σαφές ότι το τεστ μου δεν έχει επιστημονική αξιοπιστία: ισχύει μόνο ως κατά προσέγγιση δείκτης μιας συγκεκριμένης "ατμόσφαιρας". Αλλά αν κάνω τώρα κάτι άλλο, ρωτώντας: ποια οργάνωση θα υπέγραφε την κατ' εξοχήν ρήση του Μαξ Στίρνερ, "Έχω θέσει τον σκοπό μου στο Τίποτα": οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τον ιστορικό τους φιναλισμό ή οι Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες*, με την αυθόρμητη μηδενιστική τους δράση, ποιο αποτέλεσμα πιστεύετε ότι θα έβγαινε;