Στὶς 2
Φεβρουαρίου 1886, ὁ Οὐαλὸς φιλόλογος Sir William Jones διαπίστωσε τὶς ὀμοιότητες ἀνάμεσα
στὴν Σανσκριτική, τὴν Λατινικὴ καὶ τὴν
Ἑλληνικὴ γλώσσα, κάτι ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶχε παρατηρηθεῖ
ἀπὸ τὸν
16ο αἰῶνα ὅταν ὁ Ἰσουίτης
Thomas Stephens ποὺ δροῦσε ὡς ἱεροκήρυκας
στὴν Ἰνδικὴ χερσόνησο εἶχε
ἐπίσης παρατηρήσει τὶς ὁμοιότητες ἀνάμεσα
στὴν Λατινική, τὴν Ἑλληνικὴ
και τὶς γλῶσσες τῆς Ἀσίας.
Ἡ κοινὴ ῥίζα τῶν
Εὐρωπαϊκῶν καὶ Ἰνδοάριων
γλωσσῶν ὀδήγησε τοὺς ἐπιστήμονες στὸ
συμπέρασμα μιᾶς κοινῆς κοιτίδας ἀπὸ τὴν
ὁποία διασκορπίστηκαν οἱ γεννήτορες τῶν πρωτοάριων πολιτισμῶν τῆς Εὐρώπης,
Περσίας καὶ Ἰνδικῆς χερσονήσου. Τὰ
μέχρι τώρα ἐπιστημονικὰ εὐρήματα δὲν
δείχνουν μὲ βεβαιότητα τὴν κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων, καὶ
οἱ ἀκαδημαϊκοὶ τὴν προσδιορίζουν κάπου στὴν Δυτικὴ
Ἀσία, ἀνάμεσα στὸν Εὔξεινο Πόντο, τὴν
ἀνατολικὴ Περσία καὶ τὴν κεντρικὴ
Ἀσία. Ἀπὸ ἐκεῖ χωρίστηκαν σὲ δύο ῥεύματα: Τὸ
ἕνα προχώρησε πρὸς τὴν Ἰνδία
καὶ τὸ δεύτερο ἐγκαταστάθηκε στὴ βορειοκεντρικὴ Εὐρώπη.
Ὁ
ὄρος «Ἰνδοευρωπαῖος» δόθηκε ἀπὸ τὸν
Thomas Young τὸ 1813, ἂν καὶ μέχρι τὰ
μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος χρησιμοποιούνταν ὁ ὄρος «Ἄριος»,
προερχόμενος ἀπὸ τὴν Σανσκριτικὴ
(Βέδες) καὶ Ἰρανικὴ παράδοση. Ἡ
ἔλευση τῶν Ἀρίων στὴ
Δύση ἐντοπίζεται κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες
τῆς 3ης χιλιετηρίδας.
Πρώτοι ἔφτασαν οἱ λαοὶ τοῦ
πολιτισμοὺ «γιαμνάγια»
(γνωστοὶ ἀπὸ τοὺς
τάφους Κουργκᾶν), ποὺ γνώριζαν τὸ ἄρμα μὲ
τροχούς, τὴν κατεργασία
τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ
ὀρείχαλκου. Αὐτὴ ἦταν
καὶ ἡ ἀρχὴ
τῆς ἐποχῆς τοῦ
χαλκοῦ στὴν Εὐρώπη. Στὴν
Ἑλλάδα ἡ ἔλευση τῶν
Ἀρίων τοποθετείται ἱστορικὰ τὸν
18ο π.Χ. αἰῶνα μὲ τὴν ἐμφάνιση
τοῦ Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ, καὶ σὲ
δεύτερη φάση τὸν 12ο αἰῶνα ποὺ ἀναφέρεται
ὡς «Κάθοδος τῶν Δωριαίων». Ὁ καθηγητὴς ἀρχαιολογίας κύριος Χρῆστος Ντοῦμας
ὑποστηρίζει πὼς οἱ Δωριεῖς
ἦταν Μυκηναϊκὸ φῦλο ποὺ
ἐκτοπίστηκε στὰ ὀρεινὰ
καὶ ὡς κάθοδος χαρακτηρίζεται ἡ ἐπανεγκατάστασή των στὰ πεδινά.
Ἡ
θεωρία τοῦ κυρίου Ντοῦμα δὲν υἱοθετείται
ἀπὸ τὴν
ὑπόλοιπη ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα, ἀλλὰ παρόμοιες περιπτώσεις συναντώνται στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἱστορία, κάτι ποὺ
καθιστᾶ πιθανὴ μιὰ τέτοια εἰκασία.
Βεβαίως, οἱ Ἰνδοευρωπαίοι ὅταν ἐγκαταστάθηκαν στὸν
Ἑλλαδικὸ χῶρο δὲν
βρῆκαν κρανίου τόπο, ἀλλὰ ἦρθαν
σὲ ἐπαφὴ μὲ
τοὺς ἤδη ὑπάρχοντες πληθυσμοὺς
ποὺ προϋπῆρχαν αὐτῶν,
καὶ οἱ ὁποίοι σὲ
πολλὲς περιπτώσεις ἐκτοπίστηκαν, σὲ ἄλλες ἀφανίστηκαν
καὶ σὲ κάποιες ἐπιμείχθησαν μὲ τοὺς βόρειους εἰσβολεῖς. Κραναοί, Μινῦες, Ἄβαντες, Αἰγιαλεῖς, Ἐπειοί, Κάρες, Κίκονες, Λαπίθες, Λέλεγες,
Μάγνητες, Δόλοπες, Καύκωνες… Οἱ
ἀναφορὲς σὲ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς
ὑπάρχουν κυρίως σὲ πρόσωπα ποὺ μὲ τὸ
πέρασμα τῶν χρόνων ἀναδείχθηκαν σὲ μυθικοὺς γενάρχες τῶν
Πόλεων-Κρατῶν. Ἂν καὶ γνωρίζουμε ἐλάχιστα
γιὰ τοὺς προελληνικοὺς πληθυσμούς, θεωρείται σχεδὸν βέβαιο ὅτι κάποιοι ἐξ αὐτῶν
δὲν ἦταν Ἰνδοευρωπαϊκῆς
καταγωγῆς, χωρὶς ὅμως νὰ
μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ μὲ σιγουριὰ
ἡ ἀκριβῆς
καταγωγή των. Ὁ γεωγράφος
Ἑκαταῖος ὁ Μιλήσιος ἀναφέρει
ὅτι στὸ ἀπώτερο παρελθόν, πρὶν
ἐξαπλωθοῦν οἱ Ἕλληνες,
σχεδὸν ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα κατοικούνταν ἀπὸ βάρβαρους. Παρόμοιες ἀναφορὲς κάνουν καὶ
ἄλλοι γεωγράφοι καὶ ἱστορικοὶ
ὅπως ὁ Στράβων καὶ ὁ Ἡρόδοτος[1].
Ἐκτὸς τῶν ἀναφορῶν τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων, μεγάλο ἐνδιαφέρον ἔχουν καὶ τὰ
τοπωνύμια ποὺ διατηροῦν μὴ Ἑλληνικὲς ὀνομασίες ἤδη
ἀπὸ τὴν
ἀρχαιότητα. Μία σημαντικὴ σειρὰ μὴ
Ἰνδοευρωπαϊκῶν τοπωνυμίων εἶναι τὰ τοπωνύμια σὲ
Αρν– (Ἄρνη, Ἄρνισσα, τὸ παλαιὸ ὄνομα
Ἄρνη τοῦ Κιερίου τῆς Θεσσαλιώτιδος κ.α.) στὸ ὁποῖο
ἀνήκει καὶ ἡ Λέρνα καὶ
τὰ ὁποία ἀπαντοῦν
κοντὰ σὲ πηγές.
Στὴν Χαττικὴ γλώσσα (κύρια προ-ΙΕ γλώσσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας)
arna/arinna θὰ πεῖ «πηγή», ἐνὼ ἡ
προσθήκη τοῦ προθέματος
le- χρησιμοποιείται γιὰ νὰ σχηματίσει τὸν πληθυντικό ἀριθμό: le-arna/le-arinna =
«πηγὲς» καὶ ἡ Λέρνα χαρακτηρίζεται ἀπὸ
τὴν ὕπαρξη πολλῶν πηγῶν, γιατὶ
σύμφωνα μὲ τὸν Στράβωνα: [8.6.8] «…
δείκνυται δὲ καὶ Ἀμυμώνη τις κρήνη κατὰ Λέρνην. ἡ
δὲ Λέρνη λίμνη τῆς Ἀργείας ἐστὶ καὶ τῆς
Μυκηναίας, ἐν ᾗ τὴν Ὕδραν
ἱστοροῦσι: διὰ δὲ
τοὺς γινομένους καθαρμοὺς ἐν αὐτῇ παροιμία τις ἐξέπεσε ‘Λέρνη κακῶν.’ τὴν μὲν
οὖν χώραν συγχωροῦσιν εὐυδρεῖν,
αὐτὴν δὲ τὴν
πόλιν ἐν ἀνύδρῳ χωρίῳ
κεῖσθαι, φρεάτων δ᾽ εὐπορεῖν,
ἃ ταῖς Δαναΐσιν ἀνάπτουσιν, ὡς ἐκείνων ἐξευρουσῶν, ἀφ᾽
οὗ καὶ τὸ ἔπος
εἰπεῖν τοῦτο «Ἄργος
ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον»,
τῶν δὲ φρεάτων τέτταρα καὶ ἱερὰ
ἀποδειχθῆναι καὶ τιμᾶσθαι
διαφερόντως, ἐν εὐπορίᾳ ὑδάτων
ἀπορίαν εἰσάγοντες.» Ἐπίσης, λέξεις ὅπως θάλασσα, λαβύρινθος, ἀσάμινθος κτλ, ἔχουν ὅλες πρὸ-Ἑλληνικὴ μὴ-Ἰνδοευρωπαϊκὴ καταγωγή. Ὅλες αὐτὲς
οἱ λέξεις πέρασαν στὸ Ἑλληνικὸ
λεξιλόγιο λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν Ἰνδοευρωπαίων νὰ
ἀποδόσουν στὴν γλώσσα τους ἔννοιες καὶ νοοτροπίες τῶν προελλήνων. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν οἱ Δωριεῖς
εἰσέβαλαν στὴν Κρήτη ἀντίκρυσαν πολυώροφα χρωματιστὰ κτίρια, κάτι ἐντελῶς ἀντίθετο
μὲ τὴν Δωρικὴ λιτότητα.
Γι αὐτὸ καὶ ἀπέδωσαν
στὴ λέξη «λαβύρινθος» τὴν ἔννοια τοῦ
ἀχανοὺς ἀποπροσανατολιστικοῦ
κτιρίου, ἐμπλουτίζοντάς
τον μὲ τὸν μῦθο τοῦ
Μινώταυρου, λόγω τῆς ἀκατανόητης γι αὐτοὺς λατρείας τοῦ
ταύρου. Τέτοιοι μύθοι ἐπιβίωσαν
μέχρι σήμερα μέσα ἀπὸ τὴν λαϊκὴ
παράδοση. Ὁ μεγάλος Ἕλληνας λαογράφος, Νικόλαος
Πολίτης, ἔχει διασώσει
λαϊκὲς παραδόσεις γιὰ τὰ Κυκλώπεια τείχη καὶ
ἄλλα προϊστορικὰ κτίσματα τοῦ Ἑλλαδικοῦ
χώρου ποὺ πιστεύεται ὅτι χτίστηκαν ἀπὸ τοὺς
«Λήννιδες», ποὺ ἦταν μιὰ φυλὴ
γιγάντων μὲ μακριὰ μουστάκια ποὺ τὰ ἔδεναν
πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους, καὶ
ποὺ ζοῦσε κάποτε σ' αὐτὸν τὸν
τόπο. Πέραν ὅμως τῶν γλωσσολογικῶν καὶ λαογραφικῶν
ἀποδείξεων, ὑπάρουν καὶ οἱ προϊστορικὲς
ἐνδείξεις ποὺ συνηγοροῦν στὴν μὴ-Ἰνδοευρωπαϊκὴ καταγωγὴ τῶν προελλήνων. Τὰ
ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα τοῦ
Κυκλαδίτικου καὶ τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ ἀποδεικνύουν τὴν
πίστη σὲ μία χθόνια
θρησκεία ποὺ πιθανὸν νὰ ἔχει
μεσανατολίτικη ῥίζα, μιᾶς καὶ ἐκεῖ συναντάται σὲ ἐκείνη τὴν
περίοδο ἡ μητριαρχικὴ κοινωνία καὶ ἡ λατρεία τοῦ
ὄφεως. Γι αὐτὸ καὶ
ἡ ἐπικρατούσα θεωρία γιὰ τὴν
καταγωγὴ τῶν Μινωιτῶν εἶναι ἡ
Φοινικική. Στοιχεῖο ποὺ συνηγορεῖ στὴν σημιτικὴ
καταγωγὴ τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἐπίσης
ἡ όνομασία τοῦ κέντρου λήψεως ἀποφάσεων, δηλαδὴ ἡ πρωτεύουσα ὅπου
βρισκόταν ἡ ἔδρα τοῦ βασιλέως. Ἀπὸ τὴν Κνωσσὸ
ἔλκει τὴν καταγωγὴ τοῦ ὀνοματός
του τὸ Ἰσραηλινὸ κοινοβούλιο ποὺ
ὀνομάζεται הַכְּנֶסֶת
(Κνεσσέτ), ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ Ἀνώτατο
Συμβούλιο τῶν ῥαβίνων.
Μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τῶν
Ἀρίων στὸν Ἑλλαδικὸ
χῶρο,
ἀναπτύχθηκε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ
χρόνου ὁ λαμπρὸς Ἑλληνικὸς
πολιτισμός, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀφανίσεως σὲ
μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ καὶ τῆς
μερικῆς ἀφομοιώσεως τῶν προελληνικῶν πληθυσμῶν. Κάτι ἀνάλογο δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιτευχθεῖ
στὴν Ἰνδία, μιᾶς καὶ ἐκεῖ οἱ προϋπάρχοντες Ἀφρικανικῆς καταγωγῆς πληθυσμοὶ ἦταν ἀδύνατον
νὰ ἀφομοιωθοῦν ἢ νὰ
ἐκτοπιστοῦν, γι αὐτὸ
καὶ μετὰ ἀπὸ
κάποιο χρονικὸ διάστημα τὸ λευκὸ στοιχεῖο
στὴν Ἰνδία ἔχει σχεδὸν
ἐξαφανιστεῖ. Σήμερα, παρ ὅλο ποὺ ἡ
ἐπιστήμη ἔχει μιὰ σαφὴ
εἰκόνα γιὰ τὴν καταγωγὴ
τῶν Εὐρωπαϊκῶν πληθυσμῶν,
ἐντοπίζεται τὸ φαινόμενο τῆς ἐμφανίσεως κάποιων ἀμόρφωτων
νεοελλήνων ποὺ ἀμφισβητοῦν τὶς ἔρευνες
καὶ τὶς ἀνακαλύψεις τῶν
ἀκαδημαϊκῶν σχετικὰ μὲ τὸ
θέμα τῆς καταγωγῆς. Εἶναι πραγματικὰ
ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι
μιὰ μερίδα συμπολιτῶν μας,
χωρὶς κανένα ἶχνος ἐπιστημονικῆς
κατάρτισης ἢ προσωπικῆς/ἀκαδημαϊκῆς
ἔρευνας πάνω στὸ θέμα, βγάζουν αὐθαίρετα συμπεράσματα περὶ αὐτοχθονίας τῶν
Ἑλλήνων, ἐπιχειρώντας μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπο νὰ κορέσουν τὸν ἄκρατο σωβινισμό τους. Θεωροῦν αὐτοὶ
οἱ τύποι πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι
ξεχωριστὴ φυλὴ ποὺ ἔχει
καταγωγὴ ἀπὸ ἄλλον
πλανήτη (Σείριο), καὶ
στηρίζουν τὶς θεωρίες
τους στὰ εὐρήματα καὶ τὶς θεωρίες τοῦ
Πουλιανοῦ ὁ ὁποῖος
θεωρεῖ τὸν ἀρχάνθρωπο τῶν
Πετραλώνων ὡς ἀπόδειξη τῆς συνεχοῦς ἐμφανίσεως τῶν
Ἑλλήνων ἐδῶ καὶ
11.000.000 χρόνια (!!!).
Βεβαίως αὐτὲς οἱ θεωρίες εἶναι
γιὰ γέλια καὶ κανένας σοβαρὸς ἀνθρωπολόγος ἢ
παλαιοντολόγος δὲν τὶς λαμβάνει στὰ σοβαρά. Παρ ὅλα αὐτὰ
ἡ θεωρία τοῦ Πουλιανοῦ βρίσκει πολλοὺς ὑποστηρικτὲς
ἐκτὸς τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας, κυρίως σὲ ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἀρτέμη
Σῶρρα καὶ τῆς Χρυσῆς
Αὐγῆς.