«Όλες οι Επαναστάσεις
καταβροχθίζουν τα παιδιά τους»
«Δεν είμαστε λέσχη
μπουρζουάδων. Δεν φιλοδοξώ να ηγούμαι ανθρώπων που εκτιμούν οι νοικοκυραίοι,
αλλά επαναστατών, που θα σύρουν την Πατρίδα πίσω τους»
Ernst Röhm
Ο Ernst Röhm γεννήθηκε στο
Μόναχο, στις 28 Νοεμβρίου 1887. Προερχόμενος από οικογένεια της εργατικής τάξης
και μεγαλώνοντας με αρκετές ελευθερίες, μπορούσε να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντα
του, χωρίς η οικογένειά του να τον καταπιέζει και να του στέκεται εμπόδιο. Σε
ηλικία 19 χρονών κατατάσσεται στον Βαυαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου, μεταφέρθηκε στην πρώτη γραμμή και τον Αύγουστο του ίδιου
έτους τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο, αφήνοντας του ουλές, που θα κουβαλούσε
περήφανα μέχρι το τέλος της ζωής του. Δύο χρόνια αργότερα, στη μάχη του Verdun θα
τραυματιστεί ακόμα μια φορά στο στήθος, με αποτέλεσμα τον παραλίγο θάνατό του.
Έτσι μεταφέρθηκε για το υπόλοιπο του πολέμου στα μετόπισθεν και στην Ρουμανία
σαν αξιωματικός. Οι σύντροφοι του στις μάχες, τον περιγράφουν σαν έναν φανατικό
μαχητή που αψηφούσε τον κίνδυνο και πάντα μαχόμενο με θάρρος και ανδρεία. Με το
τέλος του πολέμου κόλλησε την Ισπανική γρίπη, την οποία νίκησε παρά τις
προβλέψεις των γιατρών.
Μετά τον πόλεμο, έχοντας
τον βαθμό του λοχαγού, συμμετείχε στα "freikorps", ενάντια στους κομμουνιστές, υπό τον
συνταγματάρχη Epp, καταφέρνοντας την
ολοκληρωτική νίκη ενάντια στην Σοβιετική Δημοκρατία της Βαυαρίας, που είχε
σχηματιστεί μετά τη λήξη του Μεγάλου πολέμου. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στις
τάξεις του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος και γνωρίζει τον Αδόλφο Χίτλερ, με τον
οποίο αναπτύσσει φιλία και συνεργασία καταφέρνοντας να κερδίσει σημαντικές
θέσεις μέσα στο κόμμα και να καταφέρει σπουδαία οργανωτικά και πολιτικά επιτεύγματα.
Είχε ιδρύσει αρκετές
παραστρατιωτικές ομάδες, άλλες ενταγμένες στο Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
Γερμανίας, άλλες δορυφόροι σε αυτό και άλλες που συμμερίζονταν παρόμοια ιδεολογικά
μοτίβα. Ακόμα, κατάφερε να εξασφαλίσει κονδύλια, που ενώ προορίζονταν για τον
στρατό, κατέληξαν στο κόμμα αγοράζοντας τελικά την χρεοκοπημένη εφημερίδα Münchener Beobachter,
μετονομάζοντάς την σε Völkischer
Beobachter και μετατρέποντας την στο επίσημο
προπαγανδιστικό όργανο του κόμματος μέχρι και τον Απρίλιο του '45. Ακόμα είχε
καταφέρει να δημιουργήσει και να συντονίσει, έναν συνασπισμό ενιαίου μετώπου,
ενάντια σε καπιταλιστές και κομμουνιστές, από διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες
και μικρότερα εθνικιστικά κόμματα, όλα έχοντας έμμεσο ή άμεσο αρχηγό τους τον
Χίτλερ. Αποτέλεσμα αυτού του δύσκολου έργου ήταν η συγκέντρωση περίπου 100.000
μελών στην εκδήλωση της "Γερμανικής Ημέρας" τον Σεπτέμβριο του 1923,
από το NSDAP.
Την ημέρα του "Πραξικοπήματος
της Μπυραρίας" ο Ernst Röhm ήταν αυτός που, μέρες πριν, είχε οργανώσει την μεταφορά όπλων και στρατιωτών, υπό άκρα μυστικότητα και ήταν ένας από τους κύριους
οργανωτές του σχεδίου. Είχε συγκεντρώσει και οπλίσει 2.000 άντρες και αφού τους
ανακοίνωσε ότι ο Χίτλερ είχε καταλύσει την κυβέρνηση της Βαυαρίας και είχε κηρύξει
εθνική επανάσταση, κινήθηκε προς το υπουργείο άμυνας, το οποίο κατέλαβε και
οχύρωσε. Με την αποτυχία του πραξικοπήματος καταδικάστηκε σε 15 μηνών αναστολή.
Τον Απρίλιο του 1924,
εξελέγει βουλευτής, χωρίς να καταφέρει να επανεκλεγεί ξανά στις επόμενες
εκλογές του Δεκεμβρίου. Παράλληλα κατάφερε να δημιουργήσει και να οργανώσει από
την αρχή καινούριες παραστρατιωτικές ομάδες, καθώς και τη δημιουργία νέων "S.A."
μίας και αυτά είχαν τεθεί εκτός νόμου. Εκείνη την περίοδο ο Χίτλερ διαφωνούσε με
τον Röhm, σε ότι αφορούσε τις παραστρατιωτικές ομάδες
διότι θεωρούσε αδύνατο να γίνει δική τους η εξουσία με επαναστατικά μέσα όσο ο
στρατός και η αστυνομία ήταν πιστές στην κυβέρνηση. Τον Απρίλιο του 1925, ήρθε
η τελική ρήξη ανάμεσα τους όταν ο Χίτλερ δεν δέχτηκε την προσθήκη 30.000 μελών
παραστρατιωτικών οργανώσεων του Röhm στα S.A. αναγκάζοντας
τον τελευταίο να παραιτηθεί από τα πόστα του και να αποσυρθεί απογοητευμένος
από τη δημόσια ζωή. Το 1928 θα δεχτεί πρόταση από τη Βολιβία να συμμετέχει στον
στρατό της σαν σύμβουλος με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Δυο χρόνια
αργότερα θα επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα έπειτα από τηλεφωνική παράκληση
του Αδόλφου Χίτλερ.
Αφορμή της επιστροφής του ήταν το αποτυχημένο εσωτερικό πραξικόπημα του Walter Stennes ενάντια στον Χίτλερ. Ο Χίτλερ, αναγκάστηκε να αναλάβει γενικός αρχηγός των S.A. και διόρισε τον Röhm αμέσως επόμενο στην ιεραρχία. Ο Röhm αναδιοργάνωσε τα S.A, διόρισε άτομα της εμπιστοσύνης του σε σημαντικές ιεραρχικές θέσεις και έφερε νέες ριζοσπαστικές και επαναστατικές ιδέες στις τάξεις τους. Αυτές οι αλλαγές κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από 1.000.000 μέλη στα S.A. όπου τώρα σκοπός τους δεν ήταν η φύλαξη των συγκεντρώσεων και η προστασία των μελών του κόμματος, αλλά ο πεζοδρομιακός αγώνας ενάντια σε καπιταλιστές, κομμουνιστές και αντίπαλα κόμματα. Ακόμα τα S.A. γνωστά και ως «Τάγματα Μπιφτέκια» (κόκκινα από μέσα φαιά απέξω) διοργάνωναν απεργίες, προστάτευαν απεργίες που δεν διοργανώνονταν από τους ίδιους ή είχαν συμπαραστάτες μέλη του KPD, απειλούσαν δημόσια τους απεργοσπάστες και τα αφεντικά, επιτίθονταν στο χρηματιστήριο και σε λέσχες πλουσίων, διοργάνωναν συσσίτια για τους φτωχούς, παρείχαν καταφύγια για άστεγους και γενικότερα παρείχαν κοινωνικό έργο παράλληλα με το πολιτικό και το πολιτισμικό.
Σκοπός ήταν να περάσουν ένα
πραγματικά σοσιαλιστικό και επαναστατικό πρόσωπο στο κόμμα με σκοπό να προσελκύσουν
περισσότερους υποστηρικτές. Η ραγδαία αύξηση στις δημοσκοπήσεις άρχισε τον
πόλεμο λάσπης και επικριτικής από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά μέσα, ένας
κλασικός και διαχρονικός τρόπος τον φιλελεύθερων δημοκρατών όταν δεν
μπορούσαν να σταθούν ενάντια στην πολιτική των αντιπάλων τους να τους
κατηγορούν και να τους λασπολογούν, πολλές φορές ψευδώς, με σκοπό να στρέψουν
τα βλέμματα σε ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, μακριά από το γεγονός ότι οι ίδιοι
είναι ανίκανοι πολιτικά να διαχειριστούν τις εκάστοτε καταστάσεις. Ένας τέτοιος
πόλεμος λάσπης ήταν ενάντια σε μέλη των S.A. όπου υπήρχαν
φήμες ότι κάποιοι εξ αυτών ήταν ομοφυλόφιλοι κατηγορώντας και τον ίδιο τον Röhm αλλά και αφήνοντας
αιχμές για κορυφαία ηγετικά στελέχη του κόμματος. Ο Röhm ήταν ο μόνος που
αποκαλούσε τον Χίτλερ με το μικρό του όνομα ή με το χαϊδευτικό του
"Άντι". Ένας λόγος που ο Röhm ήταν ιδιαίτερο μέλος του κόμματος ήταν
το γεγονός ότι ούτε τον φοβόταν αλλά ούτε και είχε "μαγευτεί" ποτέ από
αυτόν, σε αντίθεση με σχεδόν όλα τα υπόλοιπα μέλη.
Παράλληλα τα SA θεωρούσαν
τους εαυτούς τους ως την σοσιαλιστική εμπροσθοφυλακή της επερχόμενης εθνικοσοσιαλιστικής
επανάστασης και πίστευαν ότι έπειτα της εκλογικής νίκης τους, θα γινόντουσαν
πράξη τα όνειρα και οι αγώνες τόσων ετών, των πλέον εκατομμυρίων μελών όλων των
ηλικιών. Όμως ο Χίτλερ δεν χρειαζόταν πια τα SA για να
ολοκληρώσει τις δικές του προσωπικές επιθυμίες, καθώς και των πλούσιων βιομηχάνων, γαιοκτημόνων, αριστοκρατών, στρατιωτικών και πολιτικών που χρηματοδοτούσαν το κόμμα και ήταν
σημαντικοί πολιτικοί του σύμμαχοι.
Όσο συνέβαιναν αυτά πίσω
από τις βαριές και δρύινες κλειστές πόρτες, ο Röhm, μαζί με άλλα μέλη των SA διαφόρων
βαθμίδων, οργάνωναν και προωθούσαν την λεγόμενη "Δεύτερη Επανάσταση".
Μια επανάσταση αντικαπιταλιστική, αντιαριστοκρατική, αντιαστική και
αντιδημοκρατική. Μια επανάσταση ενάντια στην εκμετάλλευση του καπιταλισμού,
ενάντια στα μονοπώλια και υπέρ της κρατικοποίησης της γης και των επιχειρήσεων.
Σχέδια που πήγαιναν κόντρα στους νέους φανερούς φίλους αλλά και κρυφούς εχθρούς
του Χίτλερ, όπου έσπευσε να τους καθησυχάσει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε.
Τα περισσότερα μέλη των SA προέρχονταν
από οικογένειες της εργατικής τάξης και μέσω αυτού, πολεμούσαν και ήλπιζαν για
ένα τέτοιο όνειρο. Ακόμα ο Röhm, καθώς και η πλειοψηφία των SA ήθελαν να
γίνουν αυτοί ο νέος επίσημος τακτικός στρατός της Γερμανίας και να απορροφηθεί
σε αυτά η ήδη υπάρχων στρατός και να δημιουργηθεί ο "Λαϊκός Στρατός"
υπό την ηγεσία του. Τα SA
εκείνη την εποχή αριθμούσαν τα 3 εκατομμύρια ενώ
η Reichswehr τα 100.000, οπότε η ένωση φάνταζε δυνατή και
λογική. Κάτι τέτοιο τρομοκρατούσε την ηγεσία της αρτηριοσκληρωτικής Reichswehr όπου δεν ήθελε να χάσει τις παραδόσεις της και
ούτε την εξουσία που είχαν τα υψηλόβαθμα μέλη του. Έτσι ο στρατός συμμάχησε με
τον Χίτλερ ενάντια στα σχέδια του Röhm, φέρνοντας στον Χίτλερ ακόμα μεγαλύτερη
υποστήριξη από το καθεστώς που υποτίθεται ότι αντιμαχόταν και θα άλλαζε.
Τον Απρίλιο του 1934 ο
Χίτλερ συναντήθηκε με την στρατιωτική ηγεσία στο πλοίο "Deutschland" όπου τους πληροφόρησε για τον επερχόμενο
θάνατο του Χίντεμπουργκ και τους πρότεινε να τον στηρίξουν στην διαδοχή του ως
αντάλλαγμα για περιορισμό και την μείωση της αντικαπιταλιστικής δύναμης των SA και την
αύξηση του στρατού. Μετά τα γεγονότα του Απριλίου ξεκίνησε μια εσωκομματική
μάχη και δημιούργησε παρατάξεις είτε υπέρ του Χίτλερ είτε υπέρ του Röhm. Οι
μεγαλύτεροι σύμμαχοι του Χίτλερ ήταν οι Γκέρινγκ, Γκαίμπελς, Χίμλερ και Ες.
Τον Ιούνιο του ίδιου
έτους, έπειτα από παράπονα του στρατού και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον Χίντεμπουργκ,
ο Μπλόμπεργκ παραδίδει τελεσίγραφο, του πρώτου, στον Χίτλερ όπου του ανακοίνωνε
ότι αν δεν σταματούσε αυτή η εσωκομματική πολιτική αστάθεια, θα κήρυττε
στρατιωτικό νόμο και θα παρέδιδε την εξουσία στο στρατό. Κάτι τέτοιο ανάγκαζε
τον Χίτλερ να επισπεύσει την καταστροφή των SA αλλά και των εσωκομματικών και εξωκομματικών του
εχθρών. Έτσι οι Χίμλερ και Γκέρινγκ, όπου έχοντας πολλά να κερδίσουν από την
πτώση του Röhm , ενορχήστρωσαν την "Nύχτα των Mεγάλων Mαχαιριών".
Στην προετοιμασία της κάθαρσης βοήθησε και ο Ράινχαρτ Χάιντριχ όπου πλαστογράφησε τα έγγραφα όπου αποδείκνυαν ότι ο Röhm είχε πληρωθεί 12.000.000 μάρκα από τη Γαλλία για να ρίξει τον Χίτλερ και κάποια άλλα πλαστά έγγραφα στα οποία ο Röhm σκόπευε να κάνει πραξικόπημα ενάντια στον Χίτλερ και να καταλάβει την εξουσία με τα SA. Κατόπιν εντολής του Χίτλερ σχεδιάστηκαν λίστες εντός και εκτός των SA με ονόματα εχθρών του που έπρεπε να πεθάνουν. Στις 25 Ιουνίου η Reichswehr τέθηκε σε κόκκινο συναγερμό. Την επόμενη μέρα ο Χίτλερ μετέβηκε στο Essen με αφορμή έναν γάμο και διέταξε ορισμένους ηγέτες των SA, συμπεριλαμβανομένου και του Röhm, να τον συναντήσουν την επόμενη μέρα στις 11:00. Στις 30 Ιουνίου ο Χίτλερ και μεγάλος αριθμός των SS και της αστυνομίας μέσα στην νύχτα μετέβησαν στο ξενοδοχείο όπου διέμενε η ηγεσία των SA και τους συνέλαβε. Ο δαιμόνιος Γκαίμπελς διάσημος αποστάτης της Στρασσερικής τάσης, εκμεταλλεύτηκε πολιτικά την φήμη, ότι στο ξενοδοχείο ο Edmund Heines βρισκόταν στο κρεβάτι με άλλο μέλος των SA, μιλώντας για ηθική παρακμή εντός των SA, γεγονός όμως που δεν αποδείχτηκε ποτέ.
Γυρίζοντας πίσω στα
κεντρικά γραφεία του κόμματος στο Μόναχο, ο Χίτλερ έκανε λόγο για "την
μεγαλύτερη προδοσία στην παγκόσμια ιστορία" αναφερόμενος στην υποτιθέμενη
προδοσία των SA, παρόλο που αυτή η
προδοσία είχε γίνει από τον ίδιο τον Χίτλερ στα πιστά μέλη του κόμματος που
είχαν δώσει κυριολεκτικά το αίμα τους στην ιδέα και στον αγώνα όπου ο ίδιος ο Χίτλερ τους
πούλησε για την φιλία με τον εχθρό της εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης, τους
αστούς, πλούσιους, καπιταλιστές, δημοκράτες.
Την ίδια ημέρα ο Γκαίμπελς
γύρισε στο Βερολίνο και έδωσε το ελεύθερο στον Γκέρινγκ να απελευθερώσει τα πιστά εκτελεστικά αποσπάσματα ενάντια σε όποιον ήταν γραμμένος στις λίστες του
θανάτου αν και πολλοί έπεσαν θύματα προσωπικών αντιδικιών. Στην φυλακή Stadelheim όπου βρισκόταν η ηγεσία
των SA φυλακισμένη, άρχισαν οι εκτελέσεις με δίκες παρωδίες
που κρατούσαν λιγότερο από ένα λεπτό. Ο Röhm από το κελί
του έβλεπε έναν έναν τους συντρόφους του να εκτελούνται. Στην αρχή ο Χίτλερ
δίσταζε να διατάξει τη δολοφονία του Röhm
αφού γνώριζε την τεράστια προσφορά του στο κίνημα και την πολύχρονη φιλία τους, για αυτό και του πρότεινε
την αυτοκτονία, ο ίδιος όμως αρνήθηκε λέγοντας "αν είναι να πεθάνω, ας με
σκοτώσει ο ίδιος ο Αδόλφος", έβγαλε τα πάνω ρούχα του και έδωσε έναν
τελευταίο χαιρετισμό με τεταμένη την δεξιά φωνάζοντας Heil Hitler!, προτού
εκτελεστεί μέσα στο κελί του.
Ενώ οι περισσότεροι Γερμανοί
σοκαρίστηκαν με τα γεγονότα, άλλοι τα είδαν θετικά ως το τέλος μιας μακροχρόνιας
πολιτικής αστάθειας ενώ σίγουρα χάρηκαν οι ξένες κυβερνήσεις και πρεσβείες. Ο Γκαίμπελς τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιούσε συχνά την υποτιθέμενη
σκοτεινή πλευρά του Röhm - μια φήμη που ξεκίνησε από τους σοσιαλοδημοκράτες - ως μια ηθική παρακμή στα SA αν και
στο τέλος του πολέμου ομολόγησε ότι ήταν λάθος η κτηνωδία απέναντι στην
«αριστερή» τάση του Εθνικοσοσιαλισμού.
Οι δολοφονίες που έγιναν
μεταξύ των 30 Ιουνίου και 2 Ιουλίου, νομιμοποιήθηκαν με μία πρόταση
που όριζε ότι τα μέτρα πάρθηκαν ως κρατική αυτοάμυνα (...) παρόλο που τα στοιχεία
του υποτιθέμενου πραξικοπήματος ποτέ δεν βγήκαν στην δημοσιότητα και ποτέ δεν
έγινε κάποια δημόσια αναφορά σε αυτά εκτός του κόμματος. Όλα τα αντίγραφα της ταινίας
«Η νίκη της πίστης» (Der Sieg des Glaubens) καταστράφηκαν επειδή σε κάποιες
σκηνές εμφανιζόταν ο Röhm. Η μητέρα του Röhm αρνήθηκε την σύνταξη του Χιτλερικού
καθεστώτος και το ίδιο έπραξε και η γυναίκα του Gregor Strasser
ενώ οι δυο γιοι του τελευταίου πέθαναν στην πρώτη
γραμμή του ανατολικού μετώπου μετά από μερικά χρόνια.
Έτσι το όραμα μιας Εθνικοσοσιαλιστικής
επανάστασης πέθανε πριν καν αρχίσει, προδομένο από τον ίδιο άνθρωπο που το
υποσχέθηκε και εν τέλει όχι μόνο το ισοπέδωσε αλλά κατάφερε να φροντίσει ότι
δεν θα υπάρξει κάτι τέτοιο ούτε ως όνειρο έπειτα από τις συνεχόμενες αποτυχίες
του. Φαίνεται ότι τελικά ο άνθρωπος που πολλοί ακόμα φέρουν ως είδωλο, ήταν
καλός στις δολοφονίες συμμάχων κακός απέναντι στους πραγματικούς εχθρούς του
Εθνικοσοσιαλισμού.
Από το ημερολόγιο του
Γιόζεφ Γκαίμπελς :
Απρίλιος 1933
''Ο λαός ζητά Δεύτερη
Επανάσταση.
Πρέπει να κλείσουμε τους
λογαριασμούς μας, με την Αντίδραση.
Η Επανάσταση δεν θα
σταματήσει πουθενά''
Μάρτιος 1945
''Αυτά που ήθελε ο Röhm ήταν
σωστά …
Στις 30 Ιουνίου, θα
έπρεπε να είχαν εκτελεστεί καμιά εκατοστή στρατηγοί και όχι καμιά εκατοστή
αξιωματούχοι των SA.
Εκείνα τα γεγονότα ήταν
τραγικά και σήμερα βλέπουμε τις συνέπειες''