Η αφήγηση του μαχητή του Azov, «Tork».
Στο Azovstal μπήκα στις 15 Απριλίου όταν ο τομέας μας κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού και εισήλθε στο εργοστάσιο. Προηγουμένως εκτελούσαμε αποστολές παντού στην πόλη. Ήμουν ήδη τραυματίας πριν φθάσω στο Azovstal και έτσι δεν ανήκα στους υπερασπιστές του.
Από τη στιγμή που φθάσαμε εκεί, κανείς δεν μπορούσε να
βγει. Πραγματοποιούσαμε αντιαεροπορικές αντεπιθέσεις, ενώ το πυροβολικό του
εχθρικού ναυτικού είχε σταματήσει να βομβαρδίζει την πόλη και τα προάστια της
και οι δυνάμεις του εχθρού εστίαζαν πλέον αποκλειστικά στο εργοστάσιο.
Ακολουθούσαμε τις οδηγίες και αυτό τράβηξε καταιγισμό πυρών του εχθρού πάνω
μας, από το πεζικό, τα μηχανοκίνητα, τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πολεμικά
σκάφη, καθώς ο εχθρός προσπαθούσε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της πόλης. Εάν
είχαμε μεγαλύτερη εμπειρία για πόλεμο αυτής της ισχύος, θα μπορούσαμε να είχαμε
αντέξει περισσότερο. Απλά μας έλειπε η πολεμική εμπειρία.
Οι προμήθειες μας σε τρόφιμα και νερό ήταν εξαιρετικά
περιορισμένες. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να τις διατηρήσουμε. Ελπίζαμε
για ενισχύσεις και περιμέναμε να έλθουν κάποιοι άνδρες που είχαν υπηρετήσει στο
Τάγμα μας παλαιότερα. Αυτοί δεν φοβούνταν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους
εχθρούς για να σπάσουν τις γραμμές τους και να εισέλθουν στο εργοστάσιο. Το
μόνο πρόβλημα ήταν πως είτε η Γενική Διοίκηση δεν γνώριζε τι να κάνει είτε
κανείς δεν άκουγε την συμβουλή του Redis. Αποφάσισαν να μην στείλουν ενισχύσεις
γιατί δεν υπήρχε αεράμυνα. Αργότερα πλέον δεν θέλαμε εμείς να έλθουν και να
ενωθούν μαζί μας. Συνειδητοποιήσαμε πως εάν κάτι πήγαινε στραβά, και αυτοί θα
σφαγιάζονταν γιατί η Μαριούπολη ήταν τελείως περικυκλωμένη. Το ξεμπλοκάρισμα
(deblocking) είχε σχεδιασθεί καλά και ο Redis τους το είπε, αλλά αυτοί έδωσαν
το ΟΚ για αποστολή ενισχύσεων πολύ αργά και στην συνέχεια αναγκαστικά την
ανακάλεσαν.
Πολλοί από μας πέθαναν στην Μαριούπολη. Τουλάχιστον
ένας στους τρεις μαχητές του Azov. Δεν έχω πληροφορίες για τις άλλες μονάδες.
Οι απώλειες τους ίσως είναι βαρύτερες γιατί δεν είχαν την κατάλληλη εκπαίδευση
και την εμπειρία. Δεν έχω στοιχεία για θανάτους αμάχων και πολιτών, επίσης.
Αυτό που έγινε στην Μαριούπολη ήταν η γενοκτονία του Ουκρανικού λαού. Θυμάμαι
πως προσπαθούσα να βγάλω τους πολίτες έξω από τα κτίρια και τους έκρυβα στα
υπόγεια γιατί όλες οι κατοικίες ξεθεμελιώνονταν με τα βαρύτερα όπλα: βόμβες,
πυροβολικό, πυραύλους. Ολόκληρη η δύναμη πυρός του εχθρού έβαλλε αδιακρίτως
εναντίον στρατιωτικών θέσεων και μπλοκ πολυκατοικιών.
Κρατήσαμε την πόλη σχεδόν για δύο μήνες. Μετά από αυτό, όλοι μας μετακινηθήκαμε στο Azovstal και κρατήσαμε το τελευταίο Οχυρό. Σε γενικές γραμμές, πολεμούσαμε εναντίον ενός γιγαντιαίου εχθρικού πολεμικού σχηματισμού για τρεις μήνες. Στις 15 Απριλίου λάβαμε την εντολή να εκκενώσουμε τους τραυματίες οι οποίοι θα μεταφέρονταν στο Νοβοαζόβσκ, από την επόμενη ημέρα, 16 Απριλίου. Όσοι ήταν μάχιμοι και χωρίς τραυματισμούς θα στέλνονταν στο κέντρο κράτησης της Ολενίβκα. Εκεί μας υποσχέθηκαν ότι θα μας αντιμετώπιζαν ανθρώπινα, χωρίς βασανιστήρια, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης. Και τους πιστέψαμε …
Στις 16 Μαΐου μεταφέρθηκα έξω από το Azovstal μαζί με
άλλους βαριά τραυματισμένους στρατιώτες. Με μετέφεραν υποτίθεται προς την έξοδο
του εργοστασίου, μόνο που δεν υπήρχε έξοδος. Δεν υπήρχαν πλέον ούτε τοίχοι,
ούτε πόρτες, ούτε διάδρομοι. Έως το απόγευμα είχαν μεταφέρει έξω μόνο 50
τραυματίες. Μας έβαζαν σε λεωφορεία που είχαν μετασκευασθεί σε οχήματα
εκκένωσης, με 9 θέσεις το καθένα και σε αρκετά ασθενοφόρα. Ένα για κάθε
τραυματία. Μας φόρτωναν στα νοσοκομειακά ράντζα και μας μετέφεραν στο
Νοβοαζόφσκ.
To Νοβοαζόφσκ ήταν μια ατελείωτη ανάκριση. Μας ρωτούσαν
συνεχώς: «Γιατί πολεμάτε; Ποιους πολεμάτε; Γιατί ήρθατε εδώ;» Όταν τους είπα
πως είμαι από την Μαριούπολη, άλλαξαν την ερώτηση: « Γιατί πυροβολούσες τους
συμπολίτες σου;» Απάντησα: «Εσείς επιτεθήκατε στο σπίτι μου, και έτσι έπρεπε να
αμυνθώ». Στις ανακρίσεις όταν έβλεπαν κάποιον με ρολόι, ή αλυσίδα, ή βέρα ή
κινητό, ορμούσαν κατά πάνω του τα έπαιρναν και τα έβαζαν στις τσέπες τους.
Είχαν όλοι Android κινητά. Ακόμα και όταν τα κινητά μας ήταν κλειδωμένα με
κωδικούς τα βούταγαν. Μας φέρονταν όπως φέρονται σε έναν εχθρό αλλά δεν μας
σκότωσαν.
Φθάσαμε στο Νοβοαζόφσκ το βράδυ, κατά τις 22.00. Μας
έδωσαν κάτι να φάμε και μας είπαν: «Κοιμηθείτε τώρα, γιατί αύριο θα έχετε
μεγάλο ταξίδι». Δεν είχαμε ιδέα που μας πήγαιναν αλλά στο μεταξύ είχαμε
συνειδητοποιήσει πως δεν έπρεπε να πιστεύουμε τίποτα από όσα υπόσχονταν για
βοήθεια, ιατρική περίθαλψη ή πολύ περισσότερο ανταλλαγή.
Το πρωί μάθαμε πως θα μας πήγαιναν στο Ντονέτσκ. Εκεί δεχθήκαμε μια πρώτη, στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Άλλαζαν επιδέσμους στα τραύματά μας κάθε τρεις ημέρες αλλά δεν προέβαιναν σε εγχειρήσεις εάν δεν περνούσαν πρώτα δύο ή τρεις εβδομάδες, και αυτό όταν διαπίστωναν πως οι πληγές είχαν αρχίσει να κακοφορμίζουν ... Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου οπότε αποφάσιζαν να τον εγχειρίσουν. Δεν ήθελαν να τους πεθάνει για να μην υπάρξει διεθνής κατακραυγή. Αυτό ήταν η γενική εντολή που είχαν από ψηλά, να χειρουργούν μόνο όσους εμφάνιζαν γάγγραινα για να μην σαπίσουν. Και τότε απλώς έκοβαν το μέλος που είχε γάγγραινα. Δεν υπήρχε δηλαδή χειρουργείο όπως το γνωρίζουμε. «Εγχείριζαν» μόνο όσους εμφάνιζαν γάγγραινα. Δηλαδή απλώς τους έκοβαν το μέλος. Δεν υπήρχε εγχείριση όπως την αντιλαμβανόμαστε.
Μας έβαλαν μετά σε κάποιο κέντρο ιατρικής φροντίδας το
οποίο δεν είχε ούτε γιατρούς και νοσηλευτές ούτε κάποιο είδος ανθρωπιστικής
περίθαλψης. Ούτε και οι ίδιοι όμως είχαν μέσα, γιατρούς και υγειονομικό υλικό
για δική τους χρήση. Όταν ζητήσαμε τον Ερυθρό Σταυρό ή κάποια ανθρωπιστική
οργάνωση μας είπαν να το βουλώσουμε. «Και ποιος από αυτούς νοιάζεται αν ζείτε ή
αν πεθαίνετε; Κανένας δεν έρχεται εδώ. Συνεχώς παρακαλούμε τη Ρωσία να στείλει
ανθρωπιστική βοήθεια για σας»
Μας έδιναν τρία νοσοκομειακά γεύματα την ημέρα. Αυτό
ήταν η μόνη βελτίωση. Είχαμε και πόσιμο νερό, το οποίο το έβραζαν και μας το
έφερναν, αν και δεν έφθανε ούτε για αυτούς, διότι νερό επιτρέπεται να έχουν
μόνο για 20 λεπτά την ημέρα. Και αυτό όχι κάθε μέρα. Και κατηγορούσαν την
Ουκρανική κυβέρνηση γι’ αυτήν την κατάσταση: «Γιατί δεν σκάψατε ένα κανάλι;
Είσαστε κοντά στα ρωσικά σύνορα ποιο είναι το πρόβλημα;» Συνεχώς κατηγορούσαν
την Ουκρανία για το θέμα αυτό.
Αν με ρωτήσετε εάν η συμπεριφορά τους ήταν απάνθρωπη,
αυτό είναι σχετικό. Κάποιος διοικητής τους που συνήθιζε να μεθάει, ερχόταν πότε
- πότε και μας χαστούκιζε δυνατά ή τρυπούσε μια πληγή με βελόνα. Δεν δίναμε
σημασία στην ψυχολογική πίεση που μας εξασκούσαν. Ήταν δεδομένη, αλλά και δεν
προσπάθησαν να μας σκοτώσουν.
Αξιωματικοί τους από διάφορες υπηρεσίες εμφανίζονταν
στις ανακρίσεις και έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, χωρίς να τηρούνται πρακτικά (off
the record). Εμφανίστηκε και η Ρωσική Ανακριτική Επιτροπή. Μας ρωτούσαν για τον
πόλεμο και την υπηρεσία μας στο Azov. «Πόσο διάστημα είστε στρατιώτες;» Ήθελαν
να μάθουν για συγκεκριμένα άτομα, για όσους υμνούσαν τα μέσα είτε για τους
ανώτερους διοικητές.
Όλοι ενδιαφέρονταν για τον Διοικητή μας τον Redis, τον
αναπληρωτή Διοικητή Kalina και τον Διοικητή Tavr . Αυτοί οι αξιωματικοί τους
προκαλούσαν τεράστιο ενδιαφέρον. Προσπάθησαν να τους ενοχοποιήσουν «συνδέοντας»
τους με μας, λέγοντα πως μας δίδασκαν πως πρέπει να εξολοθρεύσουμε το Ρωσικό
έθνος. Είπα: «Δεν υπήρχε αυτό που λέτε. Αυτό που έλεγαν ήταν, πως εάν κάποιος,
όποιος και να είναι αυτός, εισβάλλει στην πατρίδα μας εμείς θα την
υπερασπιστούμε.» Τότε με πίεζαν αρκετά προσποιούμενοι πως είχαν φωτογραφικά
ντοκουμέντα και ντοκουμέντα σε βίντεο. «Δείξτε μου τα βίντεο. Εάν δω τον διοικητή
μου ή κάποιον άλλον της διοίκησης να τα λέει αυτά θα συμφωνήσω μαζί σας.» Με έβριζαν
και έλεγαν: «Θα σου το δείξω αύριο και μετά θα σου κόψω τη γλώσσα γιατί λες
ψέματα!» Φυσικά ποτέ δεν μου έδειξαν βίντεο απλά γιατί δεν υπάρχει τέτοιο
βίντεο. Γελάω όταν σκέφτομαι πως δεν υπήρξε κανένας τόσο χαζός που να πιστέψει
τα ψέματά τους και να φοβηθεί.
Μας υπόσχονταν πως εάν συνεργαζόμασταν θα είχαμε
μεγαλύτερες πιθανότητες για ανταλλαγή. Υπήρχαν και τακτικοί ανακριτές που
κρατούσαν τα πρακτικά των ανακρίσεων και μετά εξαφανίζονταν. Ολίγιστοι.
Ανθρωπάκια.
Πρώτα μας είπαν πως μας ετοιμάζουν για ανταλλαγή τις επόμενες δύο ή τρεις ημέρες, σε μια ή δύο εβδομάδες. Όταν πέρασε ένας μήνας προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι πήγε στραβά. Πόσο δύσκολο είναι στον σημερινό κόσμο να κανονιστεί μια ανταλλαγή κρατουμένων; Ένοιωθα ένοχος για τους συντρόφους μου που είχαν φέρει όλο το βάρος της επίθεσης στην Μαριούπολη. ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑΝ ΔΕΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΔΕΝ ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣΑΝ. Αντιστάθηκαν και πολλοί σκοτώθηκαν.
Γιατί δεν στάθηκε δυνατόν τρίτες χώρες να διευκολύνουν την ανταλλαγή εκ μέρους της Ουκρανίας; Γιατί δεν είχε κάνει η Ουκρανία τις κατάλληλες προς τούτο συμφωνίες; Υπήρχαν μαχητές αιχμάλωτοι από την Μαριούπολη που έπρεπε να ανταλλαχθούν αμέσως και να επιστρέψουν στην υπηρεσία. Για κάποιους λόγους αυτό δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε. Υπήρχαν μαχητές μας από την Μαριούπολη, αιχμάλωτοι, που άξιζαν και έπρεπε να απελευθερωθούν αμέσως για να επιστρέψουν στην μάχιμη υπηρεσία. Αυτό δεν έγινε.
Υπήρξαν στιγμές απόγνωσης, φυσικά, γιατί περιμέναμε για
κάτι που δεν συνέβαινε. Οι ελπίδες μας εξανεμίζονταν. Η ανταλλαγή που έλαβε πιθανότατα
χώρα ήταν η πρώτη και η μόνη, και αυτό είναι ντροπή. Περιμέναμε να
απελευθερωθούν πρώτα οι τραυματίες και μετά οι αρτιμελείς και οι υγιείς μαχητές
κατά ομάδες. Οι αναφορές στα κοινωνικά δίκτυα αραιώνουν. Θέλω περισσότερη
δημοσιότητα και για τους αιχμαλώτους και για τους πεσόντες.
Εγώ επιβίωσα γιατί δεν έχασα ποτέ τις ελπίδες μου για
μια κανονική, ειρηνική ζωή. Είναι καιρός να φτιάξω οικογένεια. Είμαι 27 αλλά δεν είχα ασχοληθεί πριν με το
θέμα. Στην αιχμαλωσία αμφιταλαντευόμουν: είχα τους πόνους στο πόδι, το γεγονός
πως ήμουν φυλακισμένος και παντελή έλλειψη επικοινωνίας και πρόσβασης σε
πληροφορίες. Δεν ήξερα αν είχε «πέσει» το Χάρκοβο και εάν η Πολωνία είχε
καταλάβει την δυτική Ουκρανία όπως έλεγε η Ρωσική προπαγάνδα. Στην αιχμαλωσία
συνειδητοποιείς πως αυτά είναι ψέματα κατά 99% αλλά και δεν είσαι και ποτέ
απόλυτα σίγουρος. Μια αμφιβολία πάντα την έχεις.
Μια εβδομάδα μετά την ανταλλαγή ξανασυνάντησα την
αρραβωνιαστικιά μου. Ως τότε μας μετέφεραν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Τους
γονείς μου τους είδα ένα μήνα μετά. Περνούν πολύ δύσκολα. Πριν εγκαταλείψουν
την πόλη μας, είχαν περάσει πολύ καιρό στο υπόγειο και η γιαγιά μου έχασε το
πόδι της από κρυοπαγήματα! Αναγκάστηκαν να την ακρωτηριάσουν. Το εξοχικό τους,
το διαμέρισμα τους, όλα χάθηκαν. Θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή.
Τώρα βρίσκομαι σε κέντρο αποκατάστασης. Οι γιατροί
πρέπει να αποφασίσουν τι θα γίνει με το πόδι μου. Πιστεύω πως θα μπορέσω να
ξεκινήσω μια κανονική ζωή. Έχω τους γονείς μου, τους γονείς της
αρραβωνιαστικιάς μου, και την οικογένεια που θέλω να δημιουργήσω. Πρέπει να βρω
καταφύγιο και να μπορέσω να τους παρέχω τα απαραίτητα προς το ζην. Δεν υπάρχουν
εγγυήσεις πως θα φροντίσει η κυβέρνηση για όλα αυτά. Θα πρέπει να τα καταφέρω
μόνος μου, πράγμα αδύνατον δεδομένων των σημερινών καταστάσεων που βιώνω. Έτσι
η πρώτη σκέψη μου είναι πάντα οι γονείς μου. Η δική μου καλοπέραση μπορεί να
περιμένει.
Η αφήγηση του μαχητή του Azov, Vishnya: «Περικυκλωμένοι από την αρχή μέχρι το τέλος από τρεις εχθρικές γραμμές είχαμε ελάχιστες ελπίδες για ενισχύσεις». Πετάξαμε με αεροπλάνο στην Μαριούπολη για να βοηθήσουμε τους άνδρες μας να κρατήσουν την πόλη. Ο φίλος μου και εγώ εθελοντές. Γνωρίζαμε τους κινδύνους και κατανοούσαμε πλήρως την κατάσταση. Ένα Τάγμα μόνο του απέναντι σε δύο εχθρικές στρατιές 14.000 ανδρών.
Στις 28 Μαρτίου έφθασα στην Μαριούπολη. Θυμάμαι την
ημέρα αυτή για πάντα. Πολλοί εξεπλάγησαν που με είδαν. Τους είπα πως είναι
αδέρφια μου και γι’ αυτό ήρθα να σταθώ δίπλα τους. Πως ήταν τότε η Μαριούπολη;
Ένα πτώμα κείτονταν σε έναν πάγκο δεν υπήρχε κανείς να το πάρει από εκεί και
μια μητέρα περνούσε δίπλα σπρώχνοντας το καροτσάκι του μωρού. Πολλά πτώματα
ήταν διάσπαρτα στο πάρκο και παιδιά έπαιζαν δίπλα χωρίς καν να τα έχουν δει.
Λίγη ώρα αργότερα είχα κιόλας το πρώτο τραύμα μου! Όταν
ένοιωσα κάπως καλύτερα, επέστρεψα στη μάχη. Στη συνέχεια ξανατραυματίστηκα στον
καρπό από ένα θραύσμα χειροβομβίδας. Μετά πέρασα σε πνευματική κατάσταση
«αθανασίας» και δεν με φόβιζε πια τίποτα. Είδα πολλούς να σκοτώνονται μπροστά
στα μάτια μου μέσα στο εργοστάσιο. Οι βομβαρδισμοί ήταν ανελέητοι, αλλά τα
μαχητικά αεροσκάφη ήταν το χειρότερο. Χρησιμοποιούσαν κάθε μέσον που είχαν στο
οπλοστάσιό τους εναντίον μας. Δεν έμεναν άλλες σκέψεις παρά μόνο η σκέψη του
ποιος θα είναι ο επόμενος. Με τον καιρό, το συνηθίσαμε. Έχασα 4 φίλους μου. Ο
θάνατος του ορκισμένου αδερφού μου, του Serhii , με συγκλόνισε. Ήταν ποιητής.
Δεν ετάφη ποτέ. Έπρεπε να τον αφήσουμε πίσω στο Azovstal, άταφο.
Μια φορά ένας πύραυλος που δεν εξερράγη, σκότωσε
αρκετούς από μας. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τα πτώματα κάτω από τα χαλάσματα και
έπρεπε να συμβιώσουμε με την μυρωδιά για δύο εβδομάδες. Κάποιες φορές
κατορθώναμε να «ελευθερώσουμε» ορισμένα και να τα μεταφέρουμε αλλού, αλλά όχι
όλους. Δεν είχαμε και που να τους βάλουμε, και έτσι τους πηγαίναμε έξω. Είναι
σκληρό, αλλά αυτό ήταν. Είχαμε λίγα τρόφιμα, νερό, και ιατροφαρμακευτικό υλικό,
αλλά λιγόστευαν. Δεν υπήρχε σταθερός ανεφοδιασμός. Κάποιες άλλες φορές δεν
είχαμε τίποτα. Οι ακρωτηριασμοί ήταν συνεχείς. Οι γιατροί δούλευαν πάνω από το
όριο των δυνατοτήτων τους, χωρίς εξοπλισμό, φάρμακα και υλικά.
Το να ζω με το τραύμα μου αποδείχθηκε η χειρότερη εμπειρία. Τραυματίστηκα δύο εβδομάδες πριν μας πάρουν. Είχα δύο διαμπερή τραύματα από σφαίρες στα πόδια μου. Ακόμα δεν μπορώ να περπατήσω και είμαι υπό θεραπεία. Όταν ο εχθρός κατέλαβε το αεροδιάδρομο προσγείωσης των ελικοπτέρων, είχαμε κάποιες ελάχιστες ελπίδες πως θα έρχονταν ενισχύσεις. Είμαστε περικυκλωμένοι από τρεις εχθρικές γραμμές έως το τέλος. Όμως δεν απελπιζόμαστε και τραγουδούσαμε για να ανεβάζουμε το ηθικό μας. Τα ορκισμένα αδέρφια μου έδιναν δύναμη. Ότι συνέβαινε ήταν μέρος της δουλειάς μας και έτσι το εκλαμβάναμε.
Κανείς μας δεν ήθελε την εκκένωση και δεν πιστεύαμε ότι
ο Redis θα την διέταζε. Όταν ήλθε η εντολή, διχαστήκαμε. Διστακτικά στην αρχή,
εγώ το αποδέχθηκα. Η διαταγή είναι διαταγή. Οι διαταγές πρέπει να τηρούνται.
Υπήρξε μια στιγμή που ήθελα να σκοτωθώ. Ζύγιζα το όπλο μου στο χέρι μου και
σκεφτόμουν τι θα έκαναν στους αιχμαλώτους πολέμου, ειδικότερα στους μαχητές του
Azov αλλά μετά σκέφτηκα πως οι αυτοκτονίες είναι για τους δειλούς. Είδα άλλους
να αυτοκτονούν. Τελικά ηρέμησα και αποδέχθηκα την εκκένωση και ήμουν περήφανος
που είχα Διοικητή μου τον Redis. Το σημαντικότερο ήταν να ακολουθώ τις εντολές
μέχρι κεραίας. Εάν ο Redis επιστρέψει, θα επικρατήσουμε. Αν και θα
επικρατήσουμε σε κάθε περίπτωση.
Μετά την Μαριούπολη μας πήγαν σε νοσοκομείο στο
Νοβοαζόφσκ, και μετά στο Νοσοκομείο 15 στο Ντονέτσκ. Εμένα πλέον με μετέφεραν
σε νοσοκομειακό ράντζο. Ο στόχος τους ήταν να μας κρατήσουν σταθερούς και
ζωντανούς. Δεν ήθελαν να πεθάνουμε στα χέρια τους, αν και υπήρξαν αρκετοί από
αυτούς που γρύλιζαν: «Γιατί να βοηθήσουμε αυτούς τους Ναζί;» Υπήρξαν όμως και ακέραιοι
άνθρωποι που πράγματι μας βοηθούσαν.
Η τροφή ήταν ελάχιστη στην αιχμαλωσία. Δηλαδή ήταν ότι πρέπει για να χάσουμε δεκάδες κιλά. Όταν πήγα στο Azovstal ήμουν 97 κιλά. Επιστρέφοντας από το Ντονέτσκ 60. Ο Ερυθρός Σταυρός μας επισκέφθηκε μία φορά. Μας ανέκρινε το «Υπουργείο Εσωτερικών» της λεγόμενης «DPR» πάντοτε εκφράζοντας την απέχθεια του για την Ουκρανική γλώσσα. Μας ρωτούσαν: «Τι σκατά είναι η γλώσσα σας;» περισσότερο για να μας ταπεινώνουν, επίσης ετοιμάζονταν να με χτυπήσουν με γκλομπ, αλλά γαύγιζαν περισσότερο από όσο δάγκωναν.
Με ρώτησαν: «Τι σημαίνει αυτό το τατουάζ;» Απάντησα πως είναι ο Πρίγκηπας Δανιήλ της Γαλικίας. Ένας βασιλιάς του 13ου αιώνα στη Γαλικία που τώρα είναι περιοχή της Ουκρανίας. Ήθελαν να ομολογήσουμε πως δολοφονούσαμε αμάχους αλλά επέμενα πως ουδέποτε θα άνοιγα πυρ εναντίον άοπλων ανθρώπων. Προσπαθούσαν να μας εκφοβίσουν, να μας τρομάξουν, ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΡΟΜΑΞΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ AZOVSTAL; Σκεφτόμουν πως μπορεί να με εκτελούσαν γιατί δεν ήμουν στις τρεις πρώτες λίστες. Όμως είχα και μια κρυφή ελπίδα πως ίσως με αντάλλασσαν. Ήθελαν να ομολογήσουμε πως δολοφονούσαμε πολίτες
Αποκομμένος από τον κόσμο, ιδέα δεν είχα τι συνέβαινε
έξω. Μια φορά μας είπαν στις 3 το πρωί: «Μαζέψτε τα πράγματά σας. Φεύγετε». Δεν
γνωρίζαμε για πού. Νομίζαμε πως θα μας πήγαιναν στο κέντρο κράτησης στην
Ολενίβκα όπου κρατούσαν και τους άλλους, πως είχαν οργανώσει άλλο ένα show για την τηλεόραση. Όμως το ταξίδι
ήταν μεγάλο και άρχισα να σκέφτομαι πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί και να
πέσει πάνω μας κάποιος πύραυλος Grad. Τελικά επέστρεψα στην πατρίδα και νόμιζα
πως ονειρεύομαι. Τώρα περιμένουμε και τους άλλους να επιστρέψουν. Όταν θα γίνω πάλι
μάχιμος θα επιστρέψω στις μάχες.