Ο Λίβανος πριν το 1982

 

γράφει ο Α.Π.

Για να κατανοήσουμε την αλήθεια για κάτι, πρέπει να εξερευνήσουμε τις ίδιες τις ρίζες του. Έτσι, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία από την αρχή, δηλαδή πώς και υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε και γνώρισε θεαματική άνοδο η Χεζμπολάχ. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία των ιδρυτών της, τις πεποιθήσεις, την ιδεολογία, τις φιλοδοξίες, τους στόχους και τα μέσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, πολλά διφορούμενα γεγονότα θα γίνουν σαφή.

Η Χεζμπολάχ ιδρύθηκε στο Λίβανο, μια χώρα μοναδικής φύσης στην περιοχή, καθώς αν και μικρή σε έκταση, είναι σε ακραίο βαθμό χωρισμένη με βάση την πίστη, καθώς υπάρχουν σε αυτή 18 επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες. Ήταν η ορεινή φύση του Λιβάνου που τον έκανε κέντρο θρησκευτικών κοινοτήτων και αιρέσεων που κατά τον Μεσαίωνα ήταν παράνομες και κινδύνευαν με κρατικές διώξεις στα πεδινά. Ως εκ τούτου, Χριστιανοί διαφορετικών αιρέσεων, Σιίτες, Δρούζοι και οπαδοί άλλων δογμάτων βρήκαν καταφύγιο εκεί κατά την περίοδο των μεσαιωνικών σουνιτικών χαλιφάτων. Είναι συμβατικά αποδεκτό μεταξύ των Λιβανέζων ότι οι Σουνίτες, οι Σιίτες και οι Χριστιανοί Μαρωνίτες είναι οι τρεις μεγαλύτερες αιρέσεις στο Λίβανο. Δίπλα τους, αλλά πολύ λιγότεροι σε αριθμό, είναι οι Δρούζοι, οι οποίοι συμβατικά αναγνωρίζονται ως μουσουλμάνοι, αν και στην πραγματικότητα ανήκουν σε ξεχωριστή πίστη.

Οι Γάλλοι αποικιοκράτες, οι οποίοι εισέβαλαν στο Λίβανο το 1920 μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν πρόθυμοι να ενισχύσουν τον σεχταρισμό παρέχοντας εξουσία στους Μαρωνίτες συμμάχους τους. Εν πάση περιπτώσει, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας το 1943, διαμορφώθηκε το σύνταγμα του Λιβάνου που προέβλεπε ότι ο πρόεδρος είναι Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός είναι Σουνίτης και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είναι Σιίτης. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνταγματική διάταξη τέθηκε σε εφαρμογή μόλις το 1959: ως τότε όλες οι θέσεις εξουσίας καταλαμβάνονταν από Μαρωνίτες.

Εξαιτίας αυτού του επί αιώνες παρατεινόμενου σεχταρισμού, οι Λιβανέζοι παρέβλεψαν εντελώς τη διεξαγωγή μιας πανεθνικής απογραφής, ώστε να υπολογιστεί με ακρίβεια η αναλογία της κάθε θρησκευτικής κοινότητας στον συνολικό πληθυσμό. Ωστόσο, οι περισσότερες αξιόπιστες αναλύσεις αναφέρουν ότι οι σουνίτες αποτελούν το 26%, οι σιίτες αποτελούν το 26%, οι μαρωνίτες αποτελούν το 22% και οι Δρούζοι αποτελούν το 5,6% του συνολικού πληθυσμού.

Στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα επεδίωκε να συγκεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος, έτσι ώστε να αποτελέσει μια δύναμη επιρροής. Έτσι, οι Σιίτες συγκεντρώνονται στο Νότιο Λίβανο και στην κοιλάδα Μπεκάα στα ανατολικά, οι Σουνίτες συγκεντρώνονται στο Βόρειο και κεντρικό Λίβανο και σε παράκτιες πόλεις όπως η Βηρυτός, η Τρίπολη και η Σιδώνα, ενώ οι Μαρωνίτες συγκεντρώνονται στο Τζαμπάλ Λουμπνάν και την Ανατολική Βηρυτό.

Η μεγάλη συγκέντρωση των Σιιτών στο νότο μας εξηγεί το μεγάλο έρεισμα της Χεζμπολάχ στις περιοχές κοντά στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ και τις συνεχείς πολεμικές προσπάθειες των Ισραηλινών για την αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού του Νότιου Λιβάνου προς βορειότερα σημεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι σιίτες ήθελαν και θέλουν να υπερασπιστούν τις κύριες περιοχές που είναι τα λίκνα τους και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αντισταθούν. Διαφορετικά, ολόκληρη η ύπαρξη τους θα ετίθετο σε κίνδυνο.

Ας επιστρέψουμε στις ρίζες της ιστορίας μας. Σουνίτες και Σιίτες περιθωριοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με τους Μαρωνίτες που υποστηρίζονταν από τη Γαλλία και τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, οι Σουνίτες και οι Σιίτες ξεκίνησαν την κοινοτική τους αυτοπραγμάτωση και αυτοεπιβεβαίωση ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι σουνίτες του Λιβάνου επηρεάστηκαν βαθιά από τις κοσμικές ιδέες του νασερισμού και του παναραβικού σοσιαλισμού. Την ίδια εποχή, ένας ισχυρός σιίτης ιεροκήρυκας που άφησε το αποτύπωμά του στον χάρτη του Λιβάνου, ο Μούσα αλ-Σαντρ, εγκαταστάθηκε στο Λίβανο το 1959. Ο Σαντρ γεννήθηκε στην ιερή πόλη Κομ του Ιράν το 1928, όπου σπούδασε Φιλοσοφία. Στη συνέχεια διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κομ όπου δίδαξε ισλαμική νομολογία και λογική. Στη συνέχεια μετακόμισε στην ιρακινή πόλη Νατζάφ, επίσης ιερή για τους σιίτες, όπου σπούδασε υπό μεγάλους σιίτες θεολόγους όπως ο Αγιατολάχ Μουχσίν αλ-Χακίμ και ο Αμπούλ Κασίμ αλ-Χόι. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Λίβανο όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Σαντρ πήγε στο Λίβανο με σκοπό τη δημιουργία ενός σιιτικού κράτους στη χώρα. Όμως οι Λιβανέζοι Σιίτες εκείνη την εποχή δεν ήταν θρησκευόμενοι. Αν και αυτοπροσδιορίζονταν ως Σιίτες, αυτός ο προσδιορισμός ήταν περισσότερο σε επίπεδο εθνοτικής κοινότητας και λιγότερο σε επίπεδο θεολογίας.

Καθώς στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής οι σιίτες βρίσκονταν υπό καθεστώς διακρίσεων που κατευθύνονταν από σουνιτικές ή χριστιανικές κυβερνήσεις, τα σιιτικά πολιτικά κόμματα ήταν κατά βάση επαναστατικά κινήματα εναντίον κυβερνώντων καθεστώτων. Με την παρακμή της περσικής δυναστείας των Σαφαβιδών στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, οι σιίτες δεν είχαν πλέον κρατική κυριαρχία σε κανένα μέρος του κόσμου, ωστόσο, η πολιτική σκέψη τους άρχισε να αναβιώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέσα από τα γραπτά λογίων όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο Αλί Σαριατί και ο Μούσα αλ-Σαντρ. Οι σιίτες δεν φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν κράτος σε πάνω από τρεις χώρες, το Ιράν, το Ιράκ και τον Λίβανο, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Ενώ λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Χομεϊνί ηγήθηκε της επανάστασης στο Ιράν και οι κληρικοί του Νατζάφ πρωτοστάτησαν στον αγώνα των σιιτών του Ιράκ κατά του Σαντάμ, ο Μούσα αλ-Σαντρ φιλοδόξησε να πράξει κάτι παρόμοιο στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια αλληλένδετη, περίπλοκη και σκόπιμη αποστολή: οι Ιρανοί αγιατολάχ του Κομ επικοινωνούσαν πάντα με τους Ιρακινούς ομολόγους τους του Νατζάφ και με αυτούς του Λιβάνου. Συνήθως, οι σιιτικές οργανώσεις ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο προλεταριάτο και τις φτωχές τάξεις, καθώς τόσο στο Ιράκ όσο και στο Λίβανο, οι σιίτες ήταν καταδικασμένοι από αιώνες στη φτώχεια και τις διώξεις. Έτσι ήταν πιο εύκολο για τους μουλάδες να μεταλαμπαδεύσουν σε αυτούς τους ανθρώπους το επαναστατικό πνεύμα, εγγενώς εμφυτευμένο στους σιίτες, εναντίον των πλουσίων και των κατοίκων των παλατιών, ελπίζοντας, μέσω αυτού, ότι μια λαϊκή επανάσταση μπορεί να οδηγήσει στην ίδρυση του σιιτικού κράτους.

Ας επιστρέψουμε στην ιστορία του Λιβάνου. Ο Μούσα αλ-Σαντρ λοιπόν έρχεται το 1959 στον Λίβανο για να σχεδιάσει την ίδρυση ενός σιιτικού κράτους. Όντας Λιβανέζος και έχοντας καλή γνώση της αραβικής καθώς και της περσικής γλώσσας, ο Σαντρ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις τόσο με τους κληρικούς του Ιράκ όσο και με αυτούς του Ιράν, και τον συνέδεαν ισχυροί δεσμοί ειδικά με τον Χομεϊνί. Ο γιος του Χομεϊνί, Αχμάντ, ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του Σαντρ. Επιπλέον, ο γιος του Σαντρ ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Χομεϊνί. Εκτός αυτού, ο Μουσταφά Χομεϊνί, ο μεγαλύτερος γιος του Αγιατολάχ, ήταν στενός φίλος του Μούσα αλ-Σαντρ.

Ο Σαντρ βρήκε αμέσως πολλούς υποστηρικτές στον Νότιο Λίβανο, όπου ζει η πλειοψηφία του σιιτικού πληθυσμού. Άρχισε να εργάζεται σε κοινωνικό επίπεδο υπέρ των καταπιεσμένων, χωρίς να δείχνει σαφή θρησκευτική τάση. Ίδρυσε πολλά ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους άπορους. Ωστόσο, η σιιτική τάση του άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά. Ίδρυσε ισλαμικά δικαστήρια με βάση τη σιιτική νομολογία, τα οποία εκδίδουν ετυμηγορίες μεταξύ των σιιτών που υπόκεινται στη σχολή σκέψης των Δώδεκα Ιμάμηδων, έχοντας τη δυνατότητα από τη θρησκευτική φύση του Λιβάνου να το πράξουν λαμβάνοντας υπόψη την πολύ αδύναμη κατάσταση της κυβέρνησης και του στρατού του Λιβάνου. Έτσι, ενώ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η σουνιτική κοινότητα της χώρας έκανε τις κύριες ιδεολογικές της αναζητήσεις στο χώρο του κοσμικού παναραβικού σοσιαλισμού, η σιιτική κοινότητα άρχισε σταδιακά να υιοθετεί τις ιδέες ενός επαναστατικού Ισλάμ.

Το 1967 ο μαρωνίτης πρόεδρος του Λιβάνου, Σαρλ Ελού, συναινεί στην ίδρυση του Ανώτατου Σιιτικού Ισλαμικού Συμβουλίου για να εκπροσωπήσει τους Σιίτες του Λιβάνου. Επιπλέον, ψηφίζει τον νόμο 72/76 που προβλέπει ότι το Σιιτικό Συμβούλιο μπορεί να αναφέρεται στις μεγαλύτερες σιιτικές αρχές στον κόσμο (Ιράν, Ιράκ και άλλοι) σχετικά με φετφάδες, αποφάσεις και νόμους, και όχι απαραίτητα στην κρατική νομοθεσία του Λιβάνου. Το Συμβούλιο είχε ήδη συσταθεί το 1969 με επικεφαλής, φυσικά, τον Μούσα αλ-Σαντρ, και αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση το 1970, η οποία αποφάσισε περαιτέρω να δώσει βοήθεια 10 εκατομμυρίων δολαρίων στον σιιτικό νότο.

Επιπλέον, ο Σαντρ δεν παρέλειψε να ζητήσει την εύνοια των ΗΠΑ. Σε συνάντηση με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο Σαντρ δήλωσε ότι αντιστέκεται στη νασερική σοσιαλιστική επέκταση μεταξύ των σιιτών νέων. Εκεί όμως ήταν που ήρθε σε ρήξη με τον Χομεϊνί. Οι σχέσεις του Σαντρ με τους Αμερικανούς αποκαλύφθηκαν τόσο καθαρά που ο κύκλος του Χομεϊνί τον κατηγόρησε γι' αυτό, έχοντας κατά νου ότι ο Χομεϊνί, σε εκείνο το στάδιο, θεωρούσε τις ΗΠΑ ως ενδεχόμενο κίνδυνο, καθώς αυτές υποστήριζαν σθεναρά τον σάχη. Σε αντίθεση με όλες τις προσδοκίες του Σαντρ, μια σοβαρή εξέλιξη έλαβε χώρα όταν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στην Ιορδανία υπέφεραν από τη σφαγή του Μαύρου Σεπτέμβρη που διήρκεσε με την απέλαση των Παλαιστινίων μαχητών υπό την ηγεσία της Φατάχ στο Λίβανο. Η αφιλόξενη απέλαση των «σουνιτών» (αν και κοσμικών κατά κύριο λόγο) Παλαιστινίων στο νότιο Λίβανο (δίπλα στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ) έκανε τον Σαντρ να σκεφτεί ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εμπόδιο στο δρόμο του σιιτικού κρατικού σχεδίου, έχοντας κατά νου ότι η Φατάχ εκείνη την εποχή είχε σοσιαλιστική κοσμική κατεύθυνση και ήταν πολύ μακριά από τις ισλαμικές διδασκαλίες.

Παρ' όλα αυτά, ο Σαντρ επωφελήθηκε από τη δημιουργία καλών σχέσεων με τη Φατάχ με την ελπίδα ότι η Φατάχ θα δώσει στους σιίτες στρατιωτική εκπαίδευση και έτσι θα βοηθήσει στη δημιουργία σιιτικών πολιτοφυλακών που θα έχουν σοβαρή επιρροή στο Λίβανο. Από την πλευρά της, η Φατάχ αναζητούσε έναν άλλο σύμμαχο μέσα στον Λίβανο, έναν σύμμαχο πιο πολυπληθή από τους Λιβανέζους κομμουνιστές, και τον βρήκε στους επαναστατικά σκεπτόμενους σιίτες του νότου, γεγονός που παρήγαγε μια τακτική συμμαχία κοινών συμφερόντων μεταξύ Φατάχ και σιιτών.

Το 1971, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ανήλθε στην εξουσία στη Συρία. Ανήκε στους Αλεβίτες, που θεολογικά δεν ανήκουν στο σιιτικό Ισλάμ αν και γειτνιάζουν με κάποιες παραδόσεις του. Ωστόσο, ο Σαντρ, σκοπεύοντας σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Συρία, εξέδωσε έναν διάσημο φετφά κρίνοντας τους Αλεβίτες ως σιίτες και θεωρώντας έτσι τον Χαφέζ αλ-Άσαντ ομόθρησκο. Αυτό οδήγησε σε μια στενή προσέγγιση με τη Συρία και το κυβερνών καθεστώς της και στο να γίνει ο Σαντρ μεσολαβητής για συνεχή επαφή μεταξύ του Χαφέζ αλ-Άσαντ και των ηγετών της Ιρανικής Επανάστασης. Πράγματι, το 1979 ο Άσαντ υποστήριξε σθεναρά την εξέγερση εναντίον του σάχη και υποστήριξε το Ιράν στον πόλεμό του εναντίον του Ιράκ, λόγω της προσωπικής και κομματικής του έχθρας με τον Σαντάμ Χουσεΐν (και οι δύο προέρχονταν από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, το οποίο όμως διασπάστηκε το 1966 σε μια ιρακινή και μια συριακή φράξια, οι οποίες βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα).

Το 1974 ο Σαντρ ίδρυσε το Κίνημα των Απόκληρων για να πιέσει για καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τους φτωχούς. Στην αρχή, πολλοί χριστιανοί στο νότο, θεωρώντας ότι ήταν ένα εθνικό κίνημα με στόχο τη βελτίωση της κατάστασης των φτωχών στο Λίβανο, εντάχθηκαν στο κίνημα σε μεγάλους αριθμούς. Ανακαλύπτοντας τον σαφή σιιτικό προσανατολισμό του Κινήματος, αποφάσισαν να αποσυρθούν. Λίγο αργότερα, ο Σαντρ συνήψε συμφωνία με τον Γιασέρ Αραφάτ, ηγέτη της Φατάχ, με αποτέλεσμα η Φατάχ να δώσει στρατιωτική εκπαίδευση στο Κίνημα των Απόκληρων. Το 1975, ο Σαντρ διακήρυξε ότι ο σχηματισμός της πολιτοφυλακής Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης), γνωστότερης με το ακρωνύμιο Αμάλ (που σημαίνει επίσης «ελπίδα») ήταν η στρατιωτική πτέρυγα του Κινήματος των Απόκληρων, με τον ίδιο ως επικεφαλής.

Ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ξέσπασε το 1975, ένας πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος στον οποίο εμπλέκονταν πολλά εσωτερικά και εξωτερικά κόμματα. Ωστόσο, πρέπει να τον χρονολογήσουμε με ειδικές αναλύσεις, ώστε να μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε σαφέστερα.

Έχοντας ιδρύσει το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο και το Κίνημα Αμάλ, ο Σαντρ μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την οργή πολλών κομμάτων. Ο Σαντρ σε πολλά συνέδρια απειλούσε να παρακινήσει τους υποστηρικτές του να επιτεθούν στα παλάτια των πλουσίων σε περίπτωση που τα αιτήματά τους δεν εκπληρωθούν. Άρχισε να επικρίνει περαιτέρω ορισμένες συμπεριφορές του Χομεϊνί και να αντιμετωπίζει ορισμένες παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να συμβουλεύεται τους αναγνωρισμένους λογίους του Κομ και του Νατζάφ. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν επισκέφθηκε το Ιράν για να πραγματοποιήσει μια συνάντηση με τον ίδιο τον σάχη για να του ζητήσει να δώσει χάρη σε δώδεκα σιίτες θρησκευτικούς ηγέτες τους οποίους ο σάχης είχε αποφασίσει να εκτελέσει. Ο Χομεϊνί θεώρησε μια τέτοια επίσκεψη παραβίαση του παγκόσμιου σιιτικού επαναστατικού συντονισμού για την αντιμετώπιση του σάχη, ο οποίος είναι εχθρός των επαναστατών. 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1978 μετά τη διάλυση των σχέσεων μεταξύ της Συρίας και του Σαντρ. Όντας υπό την πίεση των γύρω χωρών καθώς και των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ το 1977, η Συρία ήθελε μια ισχυρή υποστήριξη από τον Λίβανο, καθώς ο συριακός στρατός ήταν στο Λίβανο εκείνη την εποχή και ήθελε τον Σαντρ να συμμαχήσει μόνο με τη Συρία. Νιώθοντας ισχυρός μπροστά στη δύσκολη κατάσταση της Συρίας, ο Σαντρ ήθελε να ενισχύσει τους δεσμούς με τις αραβικές χώρες και έτσι δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις του Χαφέζ αλ-Άσαντ. Έτσι, επισκέφθηκε το Κουβέιτ και στη συνέχεια την Αλγερία και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι τον Αύγουστο του 1978. Εκεί, στις 25 Αυγούστου, εξαφανίζεται. Υπάρχει η θεωρία ότι ο Χαφέζ αλ-Άσαντ (ή ακόμα και ο ίδιος ο Χομεϊνί) είχε ζητήσει από τον Καντάφι να δολοφονήσει τον Σαντρ.

Εκείνη την εποχή, ο Σαντρ είχε πολλούς εχθρούς, πολλοί από τους οποίους κατηγορούνται ότι τον σκότωσαν. Ο κυριότερος από αυτούς ήταν ο ηγέτης της επίδοξης ιρανικής επανάστασης που πρόκειται να λάβει χώρα ένα χρόνο αργότερα, ο Χομεϊνί, ο οποίος δεν θα ήθελε μια αντίπαλη χαρισματική προσωπικότητα με διεθνείς διασυνδέσεις που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Μεγάλο Αγιατολάχ για την ηγεσία του σιιτικού κόσμου. Επιπλέον, η πρόκληση της οργής του συριακού καθεστώτος θα μπορούσε να έχει ένα τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη δολοφονία, λαμβάνοντας υπόψη τον γνωστό σκληρό τρόπο με τον οποίο ο πατέρας Άσαντ συνήθιζε να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του. Επιπλέον, η ίδια η Λιβύη είχε σχέσεις με την ηγεσία της ιρανικής επανάστασης και έτσι θα την υποστηρίξει αργότερα στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου ήταν στο αποκορύφωμά του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και πολλές εσωτερικές λιβανικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν να ανατρέψουν τον Σαντρ.

Η αλήθεια είναι πως η εξαφάνιση του Μούσα αλ-Σαντρ αποτελεί ένα μπερδεμένο παζλ, πολλά ανταγωνιστικά σενάρια έχουν προταθεί, αλλά τίποτα δεν έχει αποδειχθεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Σαντρ άφησε πίσω του το πρώτο ένοπλο σιιτικό κίνημα στην ιστορία του σύγχρονου Λιβάνου, την Αμάλ. Επιπλέον, η θέση του επικεφαλής του σιιτικού Ανώτατου Συμβουλίου έμεινε κενή. Ένα χρόνο αργότερα, η Ιρανική Επανάσταση θα εκδιώξει τον σάχη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ισραηλινές δυνάμεις θα εισβάλουν στο νότιο Λίβανο.

Αφού πήγε από την ιρανική πόλη Κομ στο Λίβανο έχοντας ζήσει για λίγο στη Νατζάφ του Ιράκ, ο Μούσα αλ-Σαντρ προσπάθησε να ενώσει τους σιίτες σε μια ολοκληρωμένη οντότητα που τείνει να είναι ένα μελλοντικό κράτος. Ασχολήθηκε με το σεχταριστικό χαρακτηριστικό της οντότητας και έτσι ίδρυσε το Ανώτατο Σιιτικό Συμβούλιο το 1969. Έδωσε επίσης προσοχή στη στρατιωτική πτυχή και έτσι ίδρυσε το Κίνημα Αμάλ, ακρωνύμιο για το Afwaj al-Muqawama al-Lubnaniyya (Λιβανέζικα Αποσπάσματα Αντίστασης). Δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους Μαρωνίτες Χριστιανούς (τον πρόεδρο Σαρλ Ελού), καθώς και με τις ΗΠΑ, τη Συρία και τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος ζούσε στο Ιράκ εκείνη την εποχή.

Με την αυξανόμενη δύναμη του Σαντρ, άρχισε να λαμβάνει χώρα σύγκρουση συμφερόντων και προέκυψε μια διαμάχη μεταξύ αυτού και των ηγετών της επίδοξης ιρανικής επανάστασης, καθώς και μεταξύ αυτού και του προέδρου της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος μέχρι τότε είχε αποτελέσει έναν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές του. Αυτές οι διαμάχες κατέληξαν στην εξαφάνιση του Σαντρ στη Λιβύη κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1978. Ο Σαντρ άφησε πίσω του μια μεγάλη κενή θέση προς πλήρωση.

Οι Σιίτες προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και διόρισαν τον αναπληρωτή του Σαντρ, Αμπντούλ-Αμίρ Καμπαλάν, ως επικεφαλής του Ανώτατου Σιιτικού Συμβουλίου, ενώ εξακολουθούσαν να διορίζονται αναπληρωτές πρόεδροι, αφήνοντας έτσι τη θέση του προέδρου κενή μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η πνευματική εξουσία δόθηκε σε έναν από τους πιο πολυμαθείς κληρικούς της κοινότητας, τον Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα.

Ωστόσο, η κατάσταση στη σιιτική στρατιωτική πτέρυγα, γνωστή ως Κίνημα Αμάλ, επιδεινώθηκε και τα μέλη της χωρίστηκαν σε δύο κόμματα. Το πρώτο κόμμα αποτελούταν από κοσμικούς σιίτες που ήθελαν να διαχειριστούν τα πράγματα χωρίς αναφορά στον νόμο των Δώδεκα Ιμάμηδων, δεν τους άρεσε να συνδέονται με θρησκευτικές αρχές εκτός Λιβάνου και, μάλλον, υιοθετούσαν μια εθνικιστική σκέψη. Επικεφαλής αυτού του κόμματος είναι ο γνωστός ηγέτης του Λιβάνου Ναμπίχ Μπερί, που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια είναι ηγέτης του κόμματος Αμάλ και πρόεδρος της Βουλής του Λιβάνου. Το δεύτερο κόμμα αποτελούταν από εκείνους που ήθελαν να συνεχίσουν να ακολουθούν τα βήματα του Σαντρ και έτσι να εγκαθιδρύσουν ένα σιιτικό κράτος με τη δύναμη των όπλων. Ένα τέτοιο κράτος επρόκειτο να επεκτείνει την εξουσία του σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς και θα έπρεπε να συνδεθεί με την ηγεσία της επανάστασης στο Ιράν. Ωστόσο, το δεύτερο αυτό κόμμα δεν είχε έναν ηγέτη για να το καθοδηγήσει.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αμηχανίας, δύο σιίτες που μελέτησαν το σιιτικό δόγμα στη Νατζάφ του Ιράκ, επέστρεψαν στο Λίβανο. Αυτές οι δύο προσωπικότητες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, οι οποίοι θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη διατήρηση της θρησκευτικής γραμμής του Σαντρ.

Το 1979, έλαβε χώρα η Ιρανική Επανάσταση, ο σάχης εκδιώχθηκε και ο Χομεϊνί επέστρεψε από το Παρίσι (έχοντας εξοριστεί εκεί από το Ιράκ το 1978) στην Τεχεράνη για να αναλάβει την ηγεσία και να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Στη συνέχεια ξεφορτώθηκε τους ανταγωνιστές του και εκδίωξε εκείνους που ανήκαν σε άλλα ιρανικά ρεύματα που τον βοήθησαν. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε απολύτως να εξασφαλίσει μια βάση. Ωστόσο, δεν κατευθύνθηκε προς την ιερή πόλη Qom όπως αναμενόταν, αλλά παρέμεινε στην πρωτεύουσα Τεχεράνη.

Σταθερά εγκατεστημένος στο Ιράν, ο Χομεϊνί άρχισε να στρέφει το βλέμμα του στον Λίβανο και στο Ιράκ, καθώς περιείχαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό σιιτών και, ταυτόχρονα, οι σιιτικοί πληθυσμοί σε αυτές τις χώρες, αν και πλειοψηφικοί, μαστίζονταν από διώξεις και φτώχεια και έτσι ήταν ευεπίφοροι στις επαναστατικές ιδέες και την πράξη.

Η κατάσταση στο Ιράκ επιδεινώθηκε καθώς ο Σαντάμ Χουσεΐν κυβερνούσε τη χώρα δικτατορικά, κάτι που βίωσε ο ίδιος ο Χομεϊνί, ο οποίος έμεινε στο Ιράκ για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν απελαθεί στο Παρίσι. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί αντιλήφθηκε ότι η σιιτική οργάνωση στο Ιράκ (το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση) και το στρατιωτικό της σκέλος, η Οργάνωση Μπαντρ, δεν μπορεί να ανατρέψει το κυβερνών καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Την ίδια εποχή, οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί που έχασαν δισεκατομμύρια με την κρίση που είχε προκαλέσει η ιρανική επανάσταση το 1979 με την εθνικοποίηση των πετρελαίων του Ιράν, αποζητούσαν την ανατροπή του Χομεϊνί, ενώ και οι οπλικές εταιρείες των ΗΠΑ, που με τον τερματισμό της σύγκρουσης Ισραήλ-Αιγύπτου χάρη στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 δεν έβρισκαν ευκαιρία να πουλήσουν σε μαζική κλίμακα όπλα στη Μέση Ανατολή, πίεσαν προς έναν πόλεμο Ιράν-Ιράκ ώστε να αναπληρώσουν τις ζημίες τους. 

Έτσι λοιπόν ο Σαντάμ επιτέθηκε στο Ιράν τον Οκτώβριο του 1980 έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ αλλά και τον Αραβικό Σύνδεσμο. Από την πλευρά του, ο Χομεϊνί είδε τον πόλεμο ως ευκαιρία να συσπειρώσει την ιρανική κοινωνία πίσω από το ισλαμικό του καθεστώς, αλλά και μέσω ενός πιθανού νικηφόρου πολέμου να ανατραπεί ο Σαντάμ και να παραδοθεί η εξουσία στους σιίτες του Ιράκ. Όσο για τον μακρινό Λίβανο, χρειαζόταν μια μακρά προετοιμασία που απαιτούσε άνδρες πλήρους πίστης στον Χομεϊνί. Ως εκ τούτου, ο Χομεϊνί ήρθε σε επαφή με τους δύο πιστούς του στον Λίβανο: αυτοί οι δύο άνδρες ήταν ο Αμπάς Μουσαβί και ο Χασάν Νασράλα, που μετά την ισραηλινή εισβολή θα ίδρυαν την οργάνωση που είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστή ως Χεζμπολάχ. Από τότε, ξεκίνησε η άμεση υποστήριξη του Ιράν προς τη Χεζμπολάχ. 

Ωστόσο, το Κίνημα Αμάλ εξακολούθησε (και εξακολουθεί ως σήμερα) να καθοδηγείται από τον κοσμικό προσανατολισμό του Ναμπίχ Μπερί. Το 1981, το Κίνημα Αμάλ πραγματοποίησε το τέταρτο συνέδριό του για να θέσει τέλος στις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών εντός του κινήματος, καθένα από τα οποία φιλοδοξούσε να ελέγξει τον σιιτικό νότο. Η διάσκεψη κατέληξε σε απόφαση για ανανέωση της θητείας του Ναμπίχ Μπερί ως επικεφαλής της Αμάλ, καθιστώντας τον Αμπάς Μουσαβί αναπληρωτή του.

Λίγο νοτιότερα, στο Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπέγκιν και ειδικότερα ο «πυρομανής» υπουργός άμυνας Αριέλ Σαρόν, αναζητούσαν τρόπους να αναδιαμορφώσουν το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής προς όφελος του εβραϊκού κράτους. Η ειρήνη του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο εξασφάλιζε τα νότια και δυτικά σύνορά τους, η καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράκ και η μυστική ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ιορδανία εξασφάλιζε τα ανατολικά. Έμεναν όμως τα βόρεια, όπου στον Λίβανο η PLO υπό τον Γιασέρ Αραφάτ φαινόταν να έχει εγκαταστήσει οιονεί κράτος εν κράτει. Ο Σαρόν εξουσιοδότησε τον σύμβουλό του, Οντέτ Γινόν, να καταρτίσει ένα στρατηγικό σχέδιο για τη «βαλκανοποίηση» του Λιβάνου, της Συρίας και του Ιράκ με την πρόκληση εμφυλίων συγκρούσεων σε αυτές τις χώρες που θα απέβαιναν προς όφελος του Ισραήλ. 

Το πρώτο σκέλος του σχεδίου προέβλεπε την κατοχή του Νοτίου Λιβάνου από τους Ισραηλινούς, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να φανεί ότι το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση από την PLO. Θα ήταν λοιπόν αναγκαίο να προκληθεί η PLO μέσα από μια τεχνητή «στρατηγική της έντασης» που θα την κατηύθυνε το ίδιο το Ισραήλ με βίαιες ενέργειες – χωρίς όμως να φαίνεται ποιος βρίσκεται πίσω από αυτές – ώστε να εξαναγκαστεί η παλαιστινιακή οργάνωση να απαντήσει εξίσου βίαια και να δοθεί η αφορμή στο Ισραήλ να επιτεθεί στον Λίβανο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στη διεθνή κοινότητα ως ευρισκόμενο σε νόμιμη άμυνα.

KULTURKAMPF: Ο Νίτσε προειδοποίησε: «Γράψε με αίμα και θα ανακαλύψεις ότι το αίμα είναι πνεύμα».

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στο βιβλίο του Paul Sérant, “Ο Φασιστικός Ρομαντισμός” του 1971, διαβάζουμε: 

Μία εκ των τελευταίων ημερών του Παρισιού πριν από την απελευθέρωση. Ένας νεαρός πολιτοφύλακας, απογοητευμένος από την αποτυχία της Εθνικής Επανάστασης του Βισύ, συναντώντας τον Robert Brasillach σε ένα πάρκο, του εκμυστηρεύτηκε: «Εξάλλου, είμαστε αναρχοφασίστες». 

Αυτό το επεισόδιο ευχαρίστησε τόσο πολύ τον συγγραφέα, που αποφάσισε να μείνει στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια να παραδοθεί, να υποβληθεί σε μια γελοία και διαβόητη δίκη και να καταλήξει στην πυρά για όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 6 Φεβρουαρίου 1945, με μια φωτογραφία της μητέρας του πάνω στην καρδιά και ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του. 

Ήταν ένα πολύ νεαρό ταλέντο γαλλικών «γραμμάτων», που  εκφράζει στα μυθιστορήματα, τα δοκίμια, τα θεατρικά έργα του καθώς και στα περισσότερα άρθρα που εμφανίζονται στα περιοδικά των “Συνεργατών” μια βαθιά και άμεση αίσθηση για τη νιότη, τη φιλία, τη χαρά της ζωής και την αναζήτηση για μια πιθανή ευτυχία. 

«Ζούμε σε αυτήν την εξέχουσα αξιοπρέπεια του προσωρινού, που είναι τόσο αντίθετο με την αστική αντίληψη της ζωής. Αν αυτό είναι φασισμός - και είναι φασισμός - δεν είναι χρωματισμένος με έναν σκωπτικό και ανάλαφρο τρόπο που τον κάνει, με τους τρόπους και τις χειρονομίες του, να μοιάζει με τον αναρχισμό;».

Ακριβώς αυτούς τους αναφαίρετους λόγους αντιπροσωπεύει ο φασισμός στα μάτια του. Ως μαθητής στο διάσημο λύκειο του ”Λουδοβίκος ο Μέγας”, θυμάται, «Υποψιάζομαι ότι πρώτα από όλα ήμασταν αναρχικοί στην ιδιοσυγκρασία, όπως οικειοθελώς διαβάσαμε στην «Le Canard Enchainé» (σατυρική εφημερίδα της άκρας αριστεράς) και την “L'Action Française”(πρωτοφασιστική εφημερίδα). Είχαμε μπερδεμένες ιδέες και αηδία για τον σύγχρονο κόσμο για δεκαοκτώ χρόνια και επίσης μια συγκεκριμένη υποκειμενική πρόταση για αναρχία»

Το έργο “Η ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου” δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1939, γραμμένο μαζί  με τον φίλο και γαμπρό του Maurice Bardéche, όπου η επιλογή του πεδίου των δύο συγγραφέων είναι εμφανής, αλλά ο Brasillach εκτιμά το θάρρος πάρα πολύ για να μην αποτίει φόρο τιμής και σε εκείνους που τοποθετούνται στην αντίπαλη μεριά. 

Για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη, όταν «οι Καταλανοί αναρχοσυνδικαλιστές συγκέντρωσαν τους εργάτες και ξεχύθηκαν στους δρόμους», προκαλώντας την αποτυχία της εξέγερσης των στρατευμάτων του Φράνκο. Και προσθέτει: «...αντιπροσωπεύει μια από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Υπόθεση Ilaria Salis: παρέμβαση Αυτόνομων Εθνικιστών στο Ουγγρικό προξενείο της Πάτρας

 

Στην Πάτρα πραγματοποιήθηκε έξω από το Ουγγρικό προξενείο μια συμβολική και συνάμα μαχητική δράση. Η δράση αφορούσε την υπόθεση της Ilaira Salis της Ιταλίδας ακροαριστερής η οποία αποπειράθηκε μαζί με άλλους Ιταλούς ακροαριστερούς να δολοφονήσει Ούγγρους Εθνικιστές που πήγαιναν να τιμήσουν τους Ούγγρους πατριώτες που το 1945 αντιμετώπισαν τις σοβιετικές ορδές. 

Η αναμφισβήτητα αυτή τρομοκρατική ενέργεια έχει βαθύ ιδεολογικό πρόσημο, με τον ίδιο τρόπο στα χρόνια του μολυβιού Ιταλοί κομμουνιστές φοιτητές σκότωσαν με γαλλικά κλειδιά τον Ιταλό φασίστα Sergio Ramelli επειδή άνηκε στην τοπική οργάνωση της Νεολαίας του  MSI.

    Η δυναμική αυτόνομη εθνικιστική νεολαία της Πάτρας, αποφάσισε να προβεί σε αυτή την ενέργεια περνώντας το μήνυμα ''όχι στην τρομοκρατία της αριστεράς'' και πάνω από όλα σκοπεύει να στείλει ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση του Victor Orban ο οποίος μετά τις δηλώσεις υπέρ του ΝΑΤΟ και του Stondelberg ξεπλένοντας ταυτόχρονα την Von Der Laian απελευθερώνει την Ιταλίδα δολοφόνο. 

Το σχέδιο τους είναι να εργαλειοποιήσουν την τρομοκρατία εναντίον του εθνικιστικού κινήματος το οποίο αμφισβητεί τόσο την Woke πολιτική των ΗΠΑ όσο και τον Ευρασιανισμό του Κρεμλίνου.

Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΚΤΟΡ ΟΡΜΠΑΝ ΥΠΟΘΑΛΠΕΙ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Το Φεβρουάριο του 2023 έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη η ετήσια εκδήλωση τιμής και  μνήμης των Γερμανών και Ούγγρων στρατιωτών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι οποίοι πολέμησαν σθεναρά εναντίον των Σοβιετικών εισβολέων που πολιορκούσαν την πόλη της Βουδαπέστης το 1944-1945. Η πόλη όμως δυστυχώς έπεσε στα χέρια των κομμουνιστών με τα γνωστά αποτελέσματα (βιασμοί γυναικών, εκτελέσεις αμάχων κλπ.). 

Η συγκεκριμένη εκδήλωση είναι γνωστή ως “Day of Honour” στην οποία συμμετέχουν Εθνικιστές από όλη την Ευρώπη. Η εκδήλωση είναι μία ήσυχη συγκέντρωση Εθνικιστών με μοναδικό σκοπό την απόδοση τιμών στους Γερμανούς και Ούγγρους ήρωες. Παρόλα αυτά κάθε χρόνο συμμορίες της (ακρο)αριστεράς οργανώνουν αντισυγκεντρώσεις με τη συμμετοχή ακροαριστερών τρομοκρατών από χώρες της Κεντροδυτικής κυρίως Ευρώπης. 

Αποκορύφωμα των αντισυγκεντρώσεων αυτών ήταν η ενέδρα που έστησε στις 10 Φεβρουαρίου 2023 η Ιταλίδα κομμουνίστρια “Ilaria Salis” μαζί με ομοϊδεάτες της  κατά ενός μεμονωμένου ανθρώπου ο οποίος φορούσε στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και ένα μπουφάν με παραδοσιακά σύμβολα της Ουγγαρίας. 

Λόγω της ενδυμασίας του, η Ilaria Salis θεώρησε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν Ούγγρος Εθνικιστής με αποτέλεσμα να χτυπηθεί από την Ilaria και τους ομοϊδεάτες της με σφυριά, προκαλώντας του σοβαρά τραύματα. 

Η Ilaria αφού συνελήφθη οδηγήθηκε στη φυλακή. Η Ουγγρική Δικαιοσύνη ένα χρόνο μετά, όταν έγινε το δικαστήριο, την καταδίκασε σε 11 χρόνια φυλάκιση. Λίγους μήνες μετά την απόφαση του δικαστηρίου η Ilaria αποφυλακίζεται και στέλνεται σε κατ’οίκον περιορισμό (!) παρόλο που είχε εξακριβωθεί η συμμετοχή και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ακροαριστερής Ιταλίδας στην απόπειρα δολοφονίας. 

Αποκορύφωμα της ανοχής που δείχνει η Ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν στην τρομοκρατία της αριστεράς, είναι η οριστική  αποφυλάκιση της “Ilaria Salis” μετά την εκλογή της στο Ευρωκοινοβούλιο(!). Την ίδια στιγμή οι Ούγγροι Εθνικιστές διώκονται χωρίς λόγο από την “συντηρητική” Ουγγρική κυβέρνηση και τον Βίκτορ Όρμπαν ο οποίος απαγορεύει τις πολιτικές εκδηλώσεις της οργάνωσης “Legio Hungaria”. 

Η συγκεκριμένη εξέλιξη δείχνει τον προσανατολισμό του καθεστώτος Όρμπαν ο οποίος παρά τις εξαγγελίες του εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει να υποτάσσεται στα κελεύσματα της, μη τολμώντας να αντισταθεί πραγματικά στο κατεστημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Επειδή ο Ελληνικός και ο Ουγγρικός λαός έχουν υποφέρει από τις συμμορίες των κομμουνιστών κατά το παρελθόν, θεωρούμε ως “Αυτόνομοι Εθνικιστές Πάτρας” πως η Ουγγρική κυβέρνηση θα πρέπει να απαγορεύσει την δραστηριοποίηση κάθε κομμουνιστικής και ακροαριστερής οργάνωσης και να θεσπίσει αυστηρές και ουσιαστικές  ποινές για παρόμοια εγκλήματα προς παραδειγματισμό. 

Επίσης η Ουγγρική κυβέρνηση οφείλει να πιέσει με κάθε τρόπο την Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να επιστρέψει στη φυλακή η Ilaria Salis για την αποφυγή νέων εγκλημάτων και την απόδοση δικαιοσύνης.

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΑΥΤΟΝΟΜΟΙ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ ΠΑΤΡΑΣ

Οι Ουκρανοί Εθνικιστές λένε όχι στο Gay Pride

 

γράφει ο Ανέστης Θεοφίλου

(Πηγή: Kultura Europa)

Ο Ιούνιος στην παρηκμασμένη Δύση κατά Σπένγκλερ είναι ο μήνας των ομοφυλόφιλων και συλλήβδην της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Έτσι λοιπόν η ΕΕ σε συνεργασία με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι διοργάνωσαν «παρέλαση υπερηφάνειας» στους δρόμους του Κιέβου. Οι Ουκρανοί εθνικιστές, εθνικοσοσιαλιστές και πατριώτες μαζί με στρατιώτες του Μετώπου είχαν άλλη άποψη από αυτή της κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα μέλη του Δεξιού Τομέα (Pravi Sector) μαζί με στρατιώτες της ταξιαρχίας AZOV, διοργάνωσαν πορεία διαμαρτυρίας εναντίον της παρέλασης που προβάλει τον επιδοτούμενο από τις πρεσβείες «δικαιωματισμό». Στο πλευρό της Ουκρανικής ριζοσπαστικής εθνικοεπαναστατικής τάσης στάθηκαν πολλές οικογένειες παραδοσιακρατών Ουκρανών με σύνθημα «Όχι στο Gay Pride».

Οι αστυνομικές δυνάμεις παρότι προσπάθησαν να εμποδίσουν τους Ουκρανούς Εθνικιστές, εν τέλει δεν τα κατάφεραν καθώς η διαδήλωση κατάφερε να σπάσει τον αστυνομικό κλοιό με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η ομοφυλοφιλική φιέστα, που λειτουργεί ως γεωπολιτικός βραχίονας της Washington στο αντίστοιχο αφήγημα της ''παραδοσιακής'' Ρωσίας.

Οι Αμερικανοί λοιπόν μαζί με την μαριονέτα τους Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν υπολόγισαν τα αντανακλαστικά της Ουκρανικής κοινωνίας η οποία είναι βαθειά εθνικιστική, αντινεωτερική και παραδοσιακή. Δεν αντιλήφθηκαν πως ο λαός αυτός δεν πολεμά για κανένα ΝΑΤΟ και καμιά ΕΕ, πολεμά για την ελευθερία του απέναντι στον προαιώνιο εχθρό του που είναι ο Μοσχοβίτης του βαθέως κράτους του Κρεμλίνου. 

Οι Ουκρανοί απλώς έχουν αντιληφθεί πως τα συμφέροντα τους από την στιγμή που προωθούνται έστω και μερικώς από την Δύση, προσπαθούν συσφίξουν τις σχέσεις τους με αυτή. Όμως  οι Ουκρανοί απέδειξαν πως επιθυμούν παραδοσιακή Ευρώπη και κυρίως εθνοτική τόσο απέναντι στην νεοτσαρική Ρωσία του Πούτιν, όσο και απέναντι στην Woke ατζέντα των ΗΠΑ.

Οι Ευρωπαίοι λοιπόν πήραν ένα μήνυμα, πως οι Ουκρανοί δεν θα είναι τα άβουλα πιόνια της Washington σε περίπτωση εισόδου τους στην ΕΕ. Αντιθέτως είναι μια κοινωνία με φωνή και εθνική συνείδηση που θέτει ζητήματα ισχυρού εθνικού κράτους απέναντι στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Αφιερωμένο στους φιλορώσους, στην ρωσική κυβέρνηση αλλά και στους νεοπιονιέρους του Κρεμλίνου που βαυκαλίζονται πως μόνο αυτοί πολεμούν το νεωτερικό τέρας της παγκοσμιοποίησης. Αφιερωμένο στους χιλιάδες οπαδούς της νεοκομιντέρν που λένε στους Ευρωπαίους πως είναι με τον Ζελένσκι. Η απάντηση δόθηκε από τον Ουκρανικό εθνικιστικό «χώρο» και δεν χρειάζεται να αφιερώσουμε άλλο μελάνι.

Αναμνήσεις ενός Παλαιστίνιου Φενταγίν από τα στρατόπεδα στην Ιορδανία το 1969


Ο Αζάμ ήταν 26 ετών όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, Τζενίν, στη Δυτική Όχθη κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών και να φτάσει στην Ιορδανία με τα πόδια. Πρέπει να είχε δυσκολίες να βρει δουλειά στο Αμμάν, γιατί στις αρχές του φθινοπώρου του 1967 μετακόμισε στη Σαουδική Αραβία για να διδάξει για ένα χρόνο ιδιαίτερα μαθήματα. Το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψε στο Αμμάν και βρήκε δουλειά ως δάσκαλος στο γυμνάσιο al-Taj στην περιοχή Jabal al-Taj του Αμμάν. Η εισροή Παλαιστίνιων προσφύγων από τη Δυτική Όχθη είχε αυξήσει δραματικά τη ζήτηση για δασκάλους στην Ιορδανία. 

Ο Αζάμ δίδασκε την πρωινή βάρδια, γιατί εκείνη την περίοδο τα σχολεία πρόσφεραν δύο συνεδρίες την ημέρα για να φιλοξενήσουν όλους τους νέους μαθητές από τη Δυτική Όχθη. Στα μέσα του 1968 το κίνημα των ένοπλων Παλαιστίνιων ανταρτών Φενταγίν κέρδιζε δυναμική και τον επόμενο χειμώνα ο Αζάμ άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στη δράση του. Στα απομνημονεύματα του λέει ότι αποφάσισε να συμμετάσχει στους Φενταγίν αφού βίωσε κάτι σαν πολιτική επιφοίτηση στη μέση της νύχτας. Ένα βράδυ στις αρχές του 1969, σύμφωνα με τον ίδιο:

"Ξύπνησα στη μέση της νύχτας από μια ομάδα αριστερών που τραγουδούσαν έναν εθνικιστικό ύμνο που ξεσήκωσε τα συναισθήματα μου: «Πατρίδα μου, πατρίδα μου, πατρίδα μου» (Biladi, Biladi, Biladi). Ο απόηχος του τραγουδιού αντηχούσε όλη τη νύχτα. Αυτό είχε βαθιά επίδραση στην καρδιά μου, και είπα [στον εαυτό μου]: «Δεν ντρέπεσαι, Αμπντάλα; Αυτοί οι άνθρωποι αγαπάνε την πατρίδα μας πιο πολύ από ό,τι εσύ;» Έτσι αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να ξεκινήσω τον αγώνα, με οποιοδήποτε κόστος."

Στη συνέχεια, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1969, ο Αζάμ εντάχθηκε στους Φενταγίν. Σύμφωνα με τα λόγια της συζύγου του Αζάμ, «η PLO ανακοίνωσε το άνοιγμα των Βάσεων του Ιρμπίντ στη βόρεια Ιορδανία, και εκείνος άφησε τη διδασκαλία δύο μήνες πριν τελειώσει η χρονιά και εντάχθηκε στον αγώνα». Η απόφαση έφερε την οικογένεια σε οικονομική αβεβαιότητα. Ακολουθεί η αφήγηση της Σαμίρα για τη λιγότερο από ένδοξη ζωή της ως σύζυγος ενός μαχητή:

"Μου είπε, «Ετοιμάσου, σε δύο μέρες θα φύγω. Κράτα το σχέδιο μυστικό. Δεν θέλω να το αποκαλύψεις, γιατί θέλω να σε πάω σε ένα μέρος κοντά στο σπίτι του ξαδέρφου σου στο Jerash, ώστε να μην βλέπεις την οικογένεια μου και να μπορώ να σε επισκέπτομαι στα διαλείμματα μου χωρίς να με δει κανείς. Θέλω να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι έχω πάει στην Αίγυπτο για να συνεχίσω τις σπουδές μου εκεί, για να μην διαδοθούν τα νέα». Έτσι με άφησε καθώς ήμουν οκτώ μηνών έγκυος στον γιο μας, τον Μοχάμεντ, και είχα μόνο τις προμήθειες μιας εβδομάδας. Είπε, «Θα έρχομαι σε σένα κάθε μήνα με ό,τι χρειάζεσαι». Μετά από τέσσερις μήνες ζήτησε να μετακομίσω στη Ζάρκα για να ζήσω με μια από τις αδερφές μου της οποίας ο σύζυγος, ο οποίος ήταν μαχητής όπως ο Αζάμ, και ήθελε να είμαι μαζί της. Ήταν σκληρό γιατί ήταν θυμωμένη με τον σύζυγο της που άφησε τη δουλειά του και εντάχθηκε στον αγώνα. 

Προσπάθησα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να τη στηρίξω και να φτιάξω τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτήν και τον άντρα της. Δεν είχα τίποτα εναντίον του, αλλά εκείνη με κοίταξε και μου είπε, "Μα θα μείνεις σε ένα μονόκλινο δωμάτιο χωρίς κουζίνα". Έμεινα σε αυτό το πλινθόκτιστο δωμάτιο που ήταν τέσσερα μέτρα επί δυόμισι μέτρα για εμένα και τα τρία μου παιδιά, σε αυτό το δωμάτιο έπλενα ρούχα και πιάτα, μαγείρευα, κοιμόμουν, δεχόμουν καλεσμένους. Αλλά προς Θεού ένιωθα την ευτυχία να κατακλύζει την καρδιά και την ψυχή μου. Ο Αζάμ με κοιτούσε πάντα με στοργή, νιώθοντας ότι μού είχε δυσκολέψει τη ζωή κάνοντάς με να μένω στο δωμάτιό του. Έδινε 14 δηνάρια το μήνα για εμένα και τα τρία παιδιά, ερχόταν σπίτι στα διαλείμματά του, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο τέσσερις ημέρες το μήνα."

Η απόφαση αντιμετωπίστηκε επίσης με αποδοκιμασία από πολλούς στην οικογένεια. Ο ξάδερφος του Αζάμ, Φαγέζ, έγραψε αργότερα:

"Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μια ομάδα συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του, ήρθε να τον πείσει να αφήσει το δρόμο του. Εκείνα τα χρόνια, το να είσαι μαχητής θεωρούνταν λίγο περίεργο, ειδικά για έναν εργαζόμενο, μορφωμένο άνδρα καλής οικογένειας. Η άποψη των περισσότερων ήταν ότι ο αγώνας είναι για τους ανέργους! Αυτό ήταν στο χωριό Ρασίφα όπου έμενε η αδερφή του. Ο πατέρας του του είπε: «Γιε μου, ήλπιζα ότι θα γίνεις μεγάλος δικαστής στο Αμμάν, και εδώ είσαι με μικρά παιδιά και νέους στα βουνά». Τότε [ο πατέρας] και η μητέρα άρχισαν να κλαίνε. Ο Αζάμ θύμωσε και σηκώθηκε και έφυγε. Από εκείνη την ημέρα, η άποψη του ήταν ότι κανείς δεν χρειάζεται γονική άδεια για να γίνει εθελοντής μαχητής."

Ο πατέρας του Αζάμ είπε αργότερα ότι είχε πιεστεί από τις ισραηλινές αρχές για να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο:

"Όταν [οι Εβραίοι] έμαθαν ότι ο Αμπντάλα είχε σχέση με [τους Φενταγίν], ήρθαν σε εμάς και προσπάθησαν να μας δωροδοκήσουν με χρήματα για να σταματήσουμε τις μαχητικές δραστηριότητες του Αμπντάλα, και όταν απέτυχαν, άρχισαν να μας απειλούν με τιμωρίες και ποινές. Μου ζήτησαν να τον φέρω πίσω στην Παλαιστίνη. Τους είπα, λέτε ότι είστε ισχυρό κράτος, οπότε πηγαίνετε να τον πάρετε μόνοι σας."

Αυτός ο ισχυρισμός είναι δύσκολο να επαληθευτεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, ο πατέρας του Αζάμ είχε άλλους λόγους να αποτρέψει τον γιο του από τον πόλεμο, κυρίως μια ανησυχία για την ευημερία και το οικονομικό μέλλον του τελευταίου. Ενώ ο Αζάμ μάλωνε με τους γονείς του, η Σαμίρα φέρεται να υπέφερε από τα περιπαικτικά βλέμματα των γυναικών συγγενών και φίλων της. Ο Φαγέζ σημείωσε ότι «οι απόψεις και ο σεβασμός των γυναικών προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του άλλαξαν επειδή πριν ήταν σύζυγος δημόσιου υπαλλήλου και τώρα ήταν σύζυγος ενός μαχητή που τριγυρνούσε στα βουνά με μικρά παιδιά». Η ίδια είπε αργότερα ότι ο σύζυγός της «ρωτούσε πάντα αν με επισκέπτονταν κάποιοι φίλοι ή συγγενείς, και είπα «Μερικοί ναι, άλλοι όχι, γιατί με σνομπάρουν ως σύζυγο ενός ταπεινού Φενταγίν που δεν έχει αγαθά σε αυτόν τον κόσμο».

Η ζωή στα στρατόπεδα

Αφού βρήκε στέγη για την έγκυο σύζυγό του και τα παιδιά τους στο Jerash, ο Αζάμ κατευθύνθηκε στον καταυλισμό στο δάσος Dibbin, που είχε γίνει στρατόπεδο της PLO. Φαίνεται ότι ήταν μέρος της πρώτης ομάδας περίπου δέκα μαχητών που εκπαιδεύτηκαν στο νέο στρατόπεδο. Δεν έχουμε λεπτομερείς αναφορές για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, αλλά γνωρίζουμε ότι τα στρατόπεδα της Φατάχ στο Ντιμπίν συνήθως εκπαίδευαν μερικές δεκάδες νεοσύλλεκτους ανά έτος, υπό σπαρτιατικές συνθήκες. Οι νεοσύλλεκτοι κοιμόντουσαν σε σκηνές κάτω από τα πεύκα και ακολουθούσαν ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα που διαρκούσε από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. Ξεκινούσαν τη μέρα με ένα τρέξιμο πριν από το πρωινό στις 5 π.μ. κλείνοντας το βράδυ με ιδεολογικές συζητήσεις. Η ιδεολογική κατήχηση στα στρατόπεδα της Φατάχ και του Λαϊκού Μετώπου περιείχε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ενώ  σε αυτά των Αδελφών Μουσουλμάνων το Κοράνι. Η στρατιωτική ζωή άλλαξε αρκετά τον νεαρό ακαδημαϊκό, αλλά το απολάμβανε:

"Η εκπαίδευση κράτησε τέσσερις μήνες, και θυμάμαι ότι μόνο μια φορά ένιωσα την κοιλιά μου γεμάτη. Για ολόκληρους τεσσεράμισι μήνες είχαμε ψωμί για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό... ναι, πεινούσαμε πολύ, αλλά ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Νιώθαμε βασιλιάδες, γιατί είχαμε απελευθερωθεί από τα πάντα και κανείς δεν είχε εξουσία πάνω μας."

Και άλλοι βρήκαν την εκπαίδευση απαιτητική. Θυμάται ο Ibrahim Ghusheh:

"Πήγαμε για εκπαίδευση για λίγες μέρες σε ένα στρατόπεδο στη Ζάρκα. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν με τον αδελφό Fayz al-Hazina και άλλους, ο Salah Hassan (Abu Amr) μας ζήτησε να κάνουμε έναν ελιγμό, περπατώντας με τα πόδια και κρατώντας όπλα, για μια απόσταση 60 χιλιομέτρων. Ήμασταν νέοι άντρες που δεν ήμασταν συνηθισμένοι στο περπάτημα. Μετά από αυτή τη βόλτα λοιπόν, μείναμε δύο μέρες ταλαιπωρημένοι από πρησμένα πόδια."

Μετά την αρχική εκπαίδευση, ο Αζάμ μετακόμισε στις Βάσεις του Ιρμπίντ στο βορρά. Οι βάσεις έπρεπε να είναι σχετικά κοντά στα ισραηλινά σύνορα, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ κοντά ή πολύ εκτεθειμένες, διαφορετικά θα βομβαρδίζονταν από ισραηλινά αεροπλάνα. Οι Φενταγίν δρούσαν στα βορειοδυτικά της Ιορδανίας, όπου ο σχετικά στενός ποταμός Γιαρμούκ διασχίζει το λοφώδες τοπίο για να σχηματίσει ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ. Μερικά από τα στρατόπεδα και οι βάσεις εμπροσθοφυλακής ήταν κυριολεκτικά σπήλαια. Γύρω στο 2008, για ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Αζάμ, ο Ahmad Nawfal πήγε τον δημοσιογράφο του al-Jazeera Yasir Abu Hilala σε μια περιοδεία σε ορισμένες από τις περιοχές στις οποίες δρούσαν οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν. 

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε τον Nawfal να δίνει συνέντευξη πάνω σε μια πλαγιά λόφου με θέα σε αυτό που φαίνεται να είναι η κοιλάδα του ποταμού Γιαρμούκ, και μπορούμε να δούμε τον Abu Hilala να περπατά σε ένα μακρύ τούνελ και να βγαίνει από ένα άνοιγμα σπηλιάς στο άλλο άκρο. Μπορούμε να πάρουμε μια αίσθηση της ζωής σε τέτοια στρατόπεδα από τη μαρτυρία του Βέλγου δημοσιογράφου Gérard Chaliand, ο οποίος πέρασε χρόνο με τους αριστερούς Φενταγίν στην Ιορδανία γύρω στο 1969. Ένα από τα μέρη που επισκέφθηκε ήταν ένα στρατόπεδο που ανήκε στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης περίπου την ίδια περιοχή με τις Βάσεις του Ιρμπίντ:

"Βορειοδυτικά του Irbid, σε μια βάση του Λαϊκού Μετώπου που έχει δημιουργηθεί σε μια τεράστια σπηλιά. Τέσσερις το πρωί και ακόμα σκοτάδι. Η βαθιά μαυρίλα του ουρανού είναι διαπερασμένη με μυριάδες αστραφτερά αστέρια – μια νύχτα σχεδόν τόσο όμορφη όσο οι υπέροχες νύχτες της Σαχάρας. Απέναντι από το στρατόπεδο, στην αόρατη μακρινή όχθη του ποταμού, τα φώτα των ισραηλινών κιμπούτζ. Τρέξιμο τριών μιλίων τη νύχτα, ακολουθούμενο από σωματική προπόνηση ενός τετάρτου της ώρας. Το πρωινό αποτελείται από σκληρά μπισκότα, πράσινες ελιές και ζεματιστό τσάι. Ξημερώνει, αποκαλύπτοντας ένα στενό γυμνό έλος όπου κυριαρχεί ο καταυλισμός. Στα βόρεια, τα υψώματα του Γκολάν είναι αμυδρά ορατά. Οι αποξηραμένοι λόφοι είναι αραιά διάστικτοι με λεύκες. 

Το σπήλαιο φιλοξενεί περίπου δεκαπέντε Φενταγίν, με τον εξοπλισμό και τα αποθέματα τους σε τρόφιμα. Κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, ένα αντιαεροπορικό όπλο – ένα Dikitiriov. Η βάση, η πέμπτη του τύπου της, υπάρχει εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Η βάση αποτελείται από είκοσι πέντε Φενταγίν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που λείπουν για επιχειρήσεις ή σε ομάδες εργασίας στα χωριά. Η ομάδα έχει πραγματοποιήσει σαράντα επιχειρήσεις, σε δέκα από τις οποίες δεν χρειάστηκε να δώσει καμιά μάχη. Οι μερίδες κατασκήνωσης αποτελούνται βασικά από αμυλούχα τρόφιμα (φασόλια, φακές, πατάτες, ζυμαρικά), αυγά, ντομάτες και κονσέρβες (σαρδέλες, κορν μπιφ). Το κρέας τρώγεται μόνο μία φορά την εβδομάδα."

Ο Chaliand γράφει επίσης ότι οι στρατιωτικές βάσεις του Μετώπου συνήθως επανδρώνονταν από περίπου σαράντα πέντε αντάρτες. Οι Βάσεις του Ιρμπίντ παραδίπλα, πιθανότατα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερες, πράγμα που σημαίνει ότι τα τέσσερα στρατόπεδα των Φενταγίν εκεί πιθανώς χωρούσαν συνολικά μεταξύ 100 και 200 μαχητές ανά πάσα στιγμή. Ως μορφωμένος και δάσκαλος, ο Αζάμ ήταν μια σχετικά ανώτερη προσωπικότητα μεταξύ των μαχητών, γι' αυτό πιθανώς διορίστηκε διοικητής (amir) της βάσης της Ιερουσαλήμ στο Marw. Ένας επισκέπτης αναφέρθηκε αργότερα στον Αζάμ ως ένα από τα τρία «εξέχοντα» άτομα στα στρατόπεδα, δίπλα στον Ahmad Nawfal και τον Dhib Anis. Ωστόσο, ο Αζάμ ήταν ακόμα σχετικά αρχάριος σε στρατιωτικά θέματα. Όπως διηγήθηκε αργότερα ένας από τους συντρόφους του, ο Μοχάμεντ Νουρ:

"Κάποτε, όταν ήταν με τους Φενταγίν στην Ιορδανία, ο Αζάμ έκανε ένα μικρό λάθος σε ένα στρατιωτικό ζήτημα στη βάση του Μπάιτ αλ-Μάκντις όπου ήταν ο αρχηγός και υπεύθυνος της ομάδας. Όταν ο μάρτυρας Αμπού Αμρ –ο εκπαιδευτής της ομάδας– θύμωσε μαζί του, ο Αζάμ σηκώθηκε, έδωσε στρατιωτικό χαιρετισμό και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να δεχτεί οποιαδήποτε επίπληξη του άξιζε."

Σύντομα, ωστόσο, ο Αζάμ έμαθε τα χρήσιμα πολεμικά διδάγματα και άρχισε να δίνει οδηγίες σε άλλους. Ο μαχητής Ισμαήλ αλ-Σάτι έγραψε αργότερα:

"Σε θυμάμαι ακόμα στα οροπέδια και τα βουνά του Irbid, ανάμεσα στις σπηλιές και τους βράχους του, και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, και στις όχθες του Yarmuk. Φορούσες χακί και κουβαλούσες το καλάσνικοφ και είχες πάντα το Κοράνι στην τσέπη του στήθους σου. Μπορώ ακόμα να νιώθω το δυνατό σου πιάσιμο γύρω από το χέρι μου καθώς με έμαθες πώς να στοχεύω, πώς να ρίχνω μια οβίδα και πώς να πυροβολώ. Θυμάμαι ακόμα τα δάκρυα σου να στάζουν στα γένια σου καθώς έκλαιγες για τα αδέρφια σου που έπεσαν μάρτυρες στις επιχειρήσεις."

Ο Αζάμ συμμετείχε επίσης σε μάχες σε αυτήν την περίοδο. Συμμετείχε σε πολλές επιδρομές σε ισραηλινούς στόχους κατά μήκος των συνόρων, όπως και οι άλλοι Φενταγίν. Τα απομνημονεύματά του και άλλες πηγές μιλούν για «πολλές επιχειρήσεις» και παρουσιάζουν τα στρατόπεδα ως μια σοβαρή στρατιωτική προσπάθεια. Είχαν αξιοπρεπή στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων εναέριων χαρτών της συνοριακής περιοχής. Σύμφωνα με μια πηγή, ο ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ υποτίθεται ότι ζήτησε από τη Φατάχ «επιχειρήσεις όπως αυτές των μαχητών του Ιρμπίντ». Σύμφωνα με τον Ahmad Nawfal:

"Ο Αζάμ πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά μια από αυτές, στην περιοχή Baqura, ήταν μια από τις πιο εξέχουσες επιχειρήσεις που ανέλαβε. Τον βομβάρδιζαν με αεροπλάνα όλη μέρα, και τα ρούχα του ήταν σκισμένα από σκάγια και σφαίρες, αλλά δεν του ήρθε κανένας τραυματισμός ή μαρτύριο. Θυμάμαι ότι ήταν το Ραμαζάνι, και κατεβαίναμε καθημερινά αναζητώντας το μαρτύριο, αναζητώντας τον αγώνα. Κάθε μέρα αναλαμβάναμε επιχειρήσεις ελεύθερου σκοπευτή. Ο Αζάμ συμμετείχε στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις, εκτός από αυτές που είπα ότι γίνονταν καθημερινά."

Πρώτα ήταν η «μάχη του αλ-Μασρού», μια μάχη με τον Ισραηλινό Στρατό το 1969 από την οποία οι Φενταγίν μόλις που βγήκαν ζωντανοί. Μια μικρή ομάδα μαχητών, συμπεριλαμβανομένου του Αζάμ, είχε επιτεθεί σε έναν στόχο του Ισραήλ αλλά βρέθηκε αποκομμένη κάτω από μια γέφυρα, με έναν μαχητή να τραυματίζεται σοβαρά. Σώθηκαν με παρέμβαση του ιορδανικού στρατού, ο οποίος έριξε στους Ισραηλινούς ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού ως κάλυψη των Φενταγίν. Ένας Ιορδανός διοικητής τραυματίστηκε στη μάχη, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη του Αζάμ και των συντρόφων του. Η δεύτερη συμπλοκή ήταν η «μάχη της 5ης Ιουνίου 1970», στην οποία μια ομάδα έξι μαχητών με επικεφαλής τον ίδιο τον Αζάμ αντιμετώπισε δύο τανκ και ένα ναρκαλιευτικό, σκοτώνοντας τουλάχιστον δώδεκα στρατιώτες του ισραηλινού στρατού. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Νταγιάν είχε στείλει έναν Καναδό και έναν Αμερικανό ανταποκριτή για να τους συνοδεύσουν στα σύνορα και να τους δείξουν ότι οι επιχειρήσεις των Φενταγίν είχαν τελειώσει. Τότε [οι Φενταγίν] έπεσαν πάνω τους σαν φαντάσματα από τα υπόγεια και τους βομβάρδισαν και τραυμάτισαν τους δύο δημοσιογράφους. Οι Εβραίοι παραδέχτηκαν ότι έχασαν δώδεκα στρατιώτες αλλά οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτό."

Τρίτη ήταν η «επιχείρηση Sayyid Qutb», η οποία έλαβε χώρα στις 29 Αυγούστου 1970 για να σηματοδοτήσει την τετραετή επέτειο από την εκτέλεση του Qutb. Πρέπει επίσης να ήταν μια από τις τελευταίες μάχες των Φενταγίν από το ιορδανικό έδαφος, γιατί ακολούθησε ο Μαύρος Σεπτέμβρης. Ο Αζάμ αφηγείται:

"Ο Αμπού Αμρ (Σαλάχ Χασάν) προετοίμαζε μια επιχείρηση πυραύλων την οποία ονόμασε «επιχείρηση Σαγίντ Κουτμπ» εναντίον μιας περιπόλου πολλών αρμάτων μάχης. Έκανε το σχέδιο και έλεγξε την τοποθεσία και έστησε τους πυραύλους που επρόκειτο να πυροδοτήσει με μια ηλεκτρική ασφάλεια, αλλά έπεσε σε ενέδρα από τους Εβραίους και ξέσπασε μια μάχη στην οποία ο Αμπού Αμρ έπεσε μάρτυρας μαζί με τον Μαχμούντ αλ Μπαρκάουι και τον Ζουχάιρ Καϊσού (από τη Χάμα της Συρίας). Η ημερομηνία του μαρτυρίου τους συνέπεσε με εκείνη του Sayyid Qutb, δηλαδή 29 Αυγούστου."

Οι πηγές λένε ότι δεκατρείς μαχητές σκοτώθηκαν σε μάχες κατά τη διάρκεια της ύπαρξης των στρατοπέδων του Ιρμπίντ. Γνωρίζουμε τα ονόματα εννέα από αυτών: Salah Hasan (Αίγυπτος), Mahdi al-Idlibi (Χάμα, Συρία), Nasr Isa (Χάμα, Συρία), Zuhayr Qayshu (Χάμα, Συρία), Ridwan Krishan (Ma'an, Ιορδανία) , Ridwan Bal'a (Δαμασκός, Συρία), Muhammad Sa'id Ba'abbad (Υεμένη), Mahmud al-Barqawi (Παλαιστίνη) και Abu al-Hasan Ibrahim al-Ghazzi (Παλαιστίνη). Το να έχεις μαχητές από τόσες πολλές διαφορετικές χώρες έθετε ένα πρακτικό πρόβλημα – αυτό του επαναπατρισμού των νεκρών. Το σώμα του Salah Hasan, για παράδειγμα, έπρεπε να μεταφερθεί στο Κουβέιτ, όπου ζούσε η οικογένειά του που είχε μεταναστεύσει εκεί από την Αίγυπτο. Ο Abd al-Mun'im Abu Zant περιέγραψε αργότερα πώς αυτός και ο Αζάμ μετέφεραν το σώμα του Hasan στο νοσοκομείο Ashrafiyya στο Αμμάν για μεταφορά στο Κουβέιτ. Σε άλλη περίπτωση, ο Αζάμ έφερε το σώμα του Zuhayr Qayshu στη Συρία:

"Όσο για την κηδεία του Zuhayr, έφερα [το σώμα] στη Χάμα στη Συρία και έμεινα εκεί αρκετές μέρες ως καλεσμένος του Marwan Hadid. Ενώ ήμουν εκεί, μια άλλη σορός μεταφέρθηκε στη Χάμα, αυτή του Νασρ Ίσα, του αδερφού του γιατρού Ρασίντ Ίσα, ο οποίος είχε περάσει χρόνια μαζί μας στην Παλαιστίνη συνοδεύοντας μια ομάδα μαχητών από τη Χάμα. Μαζί μας εκείνη την εποχή ήταν ο Abd al-Sattar Zaim."

(Πηγή: Thomas Hegghammer, The Caravan, σελ. 53-60, μετάφραση Α. Π.)

KULTURKAMPF: Η μάχη της Κουλτούρας ανάμεσα στα ερείπια των εκλογών! (άρθρο του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου)

 

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Η παρακμή ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας της νεωτερικότητας και της τεχνολογίας στον σύγχρονο κόσμο, δημιούργησε τελικά περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα σε έναν “χώρο” που απεδείχθη ευάλωτος και εύκολος για να συντριβεί. Και παρόλο που υπάρχουν ιδέες, δόγματα και πίστη, τίποτε από αυτά δεν εφαρμόζονται από τους υποστηρικτές του “χώρου” αυτού ... 

Μείναμε σε απλά συνθήματα, σε νοσταλγικές καταστάσεις, σε όνειρα για κατακτήσεις και κυρίως εντελώς γυμνοί από πνεύμα, στηριζόμενοι σε απίθανους συγγραφείς, ψευδοιστορικούς  χωρίς παιδεία και συνωμοσιολόγους. Παίρνω αφορμή για αυτό το άρθρο από έναν συναγωνιστή Ιταλό, που απλά  εφάρμοσα τα στοιχεία στα δικά μας μέτρα. 

Φτάσαμε σε ένα σημείο να υπάρχουν μόνο οι λέξεις “εκλογές και ψήφοι”, στο λεξιλόγιο του Έλληνα εθνικιστή, ενώ η παρουσία του ανύπαρκτη στο πνεύμα, ή έστω με ελάχιστες αναλαμπές οι οποίες όμως χάνονται μέσα στην παρακμιακή κατάσταση που βιώνει ο “χώρος”. Από την άλλη η Αριστερά προχωρά με δύναμη σε όλα τα επίπεδα και ειδικά στο πνεύμα, όπως έκανε πάντα άλλωστε. 

Εδώ λοιπόν πρέπει να το πιάσουμε από την αρχή ...

Ας ξεκινήσουμε όμως από τα «θεμελιώδη». Τι είναι η Κουλτούρα και σε τι «χρειάζεται»; Είναι πνευματική αυτοκαλλιέργεια, σύμφωνα με την αρχαία ετυμολογία; Είναι η ορθολογιστική απόκτηση των διακριτικών στοιχείων της ανθρώπινης προσωπικότητας; Είναι επιστημονική γνώση; Είναι ίσως το σημάδι του «ιδιοκτησίας», σύμφωνα με τον ορισμό ότι είναι ένα σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει τη γνώση, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, την ηθική, το νόμο, τα έθιμα και άλλες δυνατότητες που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος ως μέλος της κοινωνίας;

Η Κουλτούρα σημαίνει την  έκφραση μιας επιλογής «χώρου», ικανής να καθιερώσει «αξιακές» διακρίσεις, γύρω από τις οποίες να μπορεί α αναπτυχθεί ένα έργο οργανικής ανάπτυξης. Σε αυτή την προοπτική, η μεταπολιτική μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο. Επαναλαμβάνοντας εν συντομία την προσέγγιση του στο θέμα, ο Alain de Benoist έχει πρόσφατα προσφέρει πολλές ιδέες για μια επανεξέταση της σχέσης μεταξύ πολιτικής και κουλτούρας. 

Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε τον Φεβρουάριο του 2024, στο έντυπο «Revue des Amis de Jean Mabire», ο Γάλλος διανοούμενος όχι μόνο τόνισε τη νεανική του συνάντηση με τη μεταπολιτική  - αλλά και επίσης, το 1974, με τα γραπτά του Antonio Gramsci - αλλά τόνισε και την αίσθηση του «ρόλου της κουλτούρας ως καθοριστικού στοιχείου των πολιτικών αλλαγών: ένας ισχυρός πολιτικός μετασχηματισμός καθαγιάζει μια εξέλιξη που έχει ήδη συμβεί στα ήθη και τα μυαλά. Η πνευματική και πολιτιστική εργασία συμβάλλει σε αυτή την εξέλιξη των μυαλών εκλαϊκεύοντας αξίες, εικόνες, θέματα που έρχονται σε ρήξη με την υπάρχουσα τάξη ή με τις αξίες της κυρίαρχης τάξης». 

Και συνεχίζει ο de Benoist: «Χωρίς να θέλω να μπερδέψω το πολιτικό επίπεδο με αυτό της μεταπολιτικής, πρέπει να υπογραμμιστεί - ότι η πολιτιστική εξουσία όταν είναι ιδεολογικά καλά δομημένη, μπορεί να έχει το αποτέλεσμα ενός μοχλού σε σχέση με ορισμένες εξελίξεις ή πολιτικές καταστάσεις». Ωστόσο δεν είναι χάρη στην κυβερνητική δράση που μπορεί να κατασκευαστεί μια αντι-ηγεμονική απάντηση σε πολιτιστικό επίπεδο. Ούτε αρκεί η αναφορά σε έναν γενικό «Δεξιό Γκραμσισμό» για να μεταβολιστεί μια οργανική στρατηγική πολιτιστικής παρέμβασης. 

Μας λέει ο de Benoist ότι: «Η πολιτική πρέπει να διατηρηθεί χωριστή από τη μεταπολιτική, αυτό  και προφανώς δεν σημαίνει ότι η μεταπολιτική κατέχει από μόνη της μια ανωτερότητα που θα μπορούσε να την κάνει απόλυτο πρότυπο, ούτε ότι η μεταπολιτική εμποδίζει κάποιον να ενδιαφέρεται για την πολιτική και να παίρνει θέση στο πριν όχι ως ηθοποιός αλλά ως παρατηρητής».

Στον καθένα η δικιά του θέση λοιπόν. Και είναι καλό που κάποιοι κάνουν πολιτική, γιατί αυτό κάνουν ίσως καλύτερα, αλλά όχι με απλά συνθήματα, υποσχέσεις λόγια του αέρα για εντυπωσιασμό, με μια λέξη λαϊκισμούς.  Αλλά το μεταπολιτικό στοίχημα «έχει σίγουρα μέλλον, για τον απλό λόγο ότι θα υπάρχουν πάντα ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί και θεωρητικοί που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την εποχή τους και πρόθυμοι να ασκήσουν επιρροή σε αυτήν». 

Είναι λοιπόν απαραίτητο, με το βλέμμα στην ελληνική πραγματικότητα, ότι η μεταπολιτική και η πολιτική μαθαίνουν να έρχονται αντιμέτωπες, να κάνουν διαλόγους, να πειραματίζονται με συνθετικές υποθέσεις, χωρίς να αλλοιώνουν τις αντίστοιχες «συμπεριφορές». Η πρώτη (μεταπολιτική) δεσμεύεται να κατανοεί τη δική της εποχή, ενώ παράλληλα φαντάζεται το μέλλον, και η δεύτερη (πολιτική) δεσμεύεται να είναι συντονισμένη και να ακούει την τεράστια μεταπολιτική πραγματικότητα, που σήμερα αντιπροσωπεύεται από αυτόνομους συλλόγους, ιστολόγια, εκδοτικούς οίκους, περιοδικά διαδικτυακά, πολιτιστικά ιδρύματα, μεμονωμένοι διανοούμενοι. 

Αυτή η σχέση μπορεί να αντιπροσωπεύει μια χρήσιμη «μεθοδική» απάντηση για τη διεύρυνση των προοπτικών της πολιτικής δράσης, μετρώντας τον εαυτό της στο έδαφος οραμάτων και νοοτροπιών, πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί μια ευρύτερη και διαρκής εκλογική συναίνεση. Εν ολίγοις στην πολιτική, που ισχυρίζεται ότι είναι πατριωτική και ταυτοτική, πρέπει να ζητηθεί μια νέα ευαισθησία ως προς την «κίνηση των ιδεών» και ταυτόχρονα μια συνθετική (προγραμματική) ικανότητα αντιμετώπισης των νέων και πολύπλοκων προβλημάτων της παρούσας εποχής και της ανάγκης εντοπισμού επαρκών και καινοτόμων απαντήσεων. 

Η σημερινή πρόκληση, μια πολιτιστική και πολιτική πρόκληση ταυτόχρονα, πρέπει επομένως να μεταφερθεί από τις «σχολικές» αναπαραστάσεις (δεξιά/αριστερά) σε μια νέα επίγνωση παλαιών και νέων ταυτοτήτων (τοπικές, παραγωγικές, επαγγελματικές, επιστημονικές) και συνεπώς στην ικανότητα /δυνατότητα ενσωμάτωσης τους στο πλαίσιο των σύγχρονων σεναρίων. Η πρόκληση σήμερα είναι να μπορέσουμε να δώσουμε φωνή στη βαθιά και κρυμμένη Ελλάδα, στην μη αντιπροσωπευόμενη Ελλάδα των μικρών κέντρων αριστείας, των κρυφών ταυτοτήτων, των περιθωριοποιημένων προαστίων και των ανθρώπων κυρίως των πολύ νέων που ψάχνονται μέσα στην ομίχλη που εμείς δημιουργήσαμε! 

Και ειδικά σε αυτούς ακριβώς τους νέους, αμόλυντοι ακόμη από το δηλητήριο των κομμάτων και των απίθανων και απαίδευτων αρχηγών, στους οποίους αυτούς νέους  πρέπει να προσφερθούν χώροι για να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους και επαρκή κανάλια για να τη φέρουν στο προσκήνιο. Πρέπει να φέρουμε πολιτισμό στο λαό και να ασχοληθούμε μαζί του, ξεπερνώντας επιτέλους κάθε στείρα διανοουμενιστική στάση. 

Πρέπει να κινητοποιήσουμε νέες ενέργειες και φαντασιώσεις, προωθώντας την ενοποίηση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Πρέπει να προσελκύσουμε πόρους και επενδύσεις. Και όλα αυτά πρέπει να προβάλλονται σε διεθνές επίπεδο, αποδεχόμενοι την πρόκληση της νεωτερικότητας, επιβάλλοντας όμως, από αυτή την πλευρά, τους κανόνες ποιότητας, «ιχνηλασιμότητας», της ελληνικής αξίας.

Πραγματικότητα και προτάσεις, ρεαλισμός και προσδοκίες: σε αυτό το μείγμα η συναρπαστική δέσμευση για επανεξέταση-αλλαγή μπορεί να γίνει ένας συγκεκριμένος και κερδοφόρος στόχος. Χωρίς άκαμπτο λαιμό και χωρίς παρωπίδες. Χωρίς νοσταλγία. Με πνεύμα το οποίο θα πρέπει να ξαναβρεί την τροφή του αλλά μακριά από τον τυφλό και μονόπλευρο εθνικισμό, όπως έλεγε ο Drieu la Rochelle

Η Ευρώπη έχει πεθάνει ... εμείς όμως είμαστε αυτοί που οφείλουμε να υπερασπιστούμε το κορμί της στο πεδίο της μάχης. Και εμείς είμαστε που θα πρέπει να αφήσουμε αυτό το κάτι για τους επόμενους στρατιώτες της Δράσης και του Πνεύματος, ώστε να ξανααναστήσουμε ότι χάσαμε. Τα κομματικά συνέδρια και οι εκλογές περνούν. Οι αξίες και οι ιδέες όμως παραμένουν. 

Το καθοριστικό παιχνίδι μεταξύ πολιτικής και μεταπολιτικής παίζεται και θα παίζεται όλο και περισσότερο σε αυτά. Και κλείνω πάντα με τα λόγια του Ernst Junger από το δυστοπικό αριστούργημά του Eumeswil:  

«Aν στρέψουμε πίσω το βλέμμα, πέφτει πάνω σε τάφους και χαλάσματα, σε ένα χωράφι με ερείπια. Εν τω μεταξύ, εμείς οι ίδιοι κυριαρχούμαστε από μια ανακλώμενη χρονική εικόνα: ενώ πιστεύουμε ότι προχωράμε μπροστά και προοδεύουμε, αντίθετα οδεύουμε προς αυτό το παρελθόν. Σύντομα θα του ανήκουμε: ο χρόνος μας ξεπερνάει».

Το πτώμα του "ελληνικού εθνικισμού" (άρθρο του Λουκά Σταύρου)

 


του Λουκά Σταύρου

Στην Ελλάδα ο λεγόμενος ελληνικός εθνικισμός αν και κάποια περίοδο πήρε δύναμη από τον λαό κατέληξε σε αποτυχία.

Με την λέξη αποτυχία δεν εννοώ τα εκλογικά ποσοστά αλλά την κατάρρευση του ιδεολογικού εθνικιστικού λόγου και κατά συνέπεια την ανυπαρξία πολιτικής πρότασης που να οδηγεί το έθνος σε μια νέα πορεία ανάπτυξης και ισχύος.

Αντιστρόφως ανάλογα στη Κύπρο ο "ελληνικός εθνικισμός" που χρησιμοποιήθηκε ως όρος από το ΕΛΑΜ αν και δεν έχασε τα ποσοστά απέτυχε παταγωδώς και απορροφήθηκε από την ιδεολογία της δεξιάς έτσι ώστε να μετατραπεί σε ένα ΔΗΣΥ-2.

Ο "ελληνικός εθνικισμός" της Χρυσής Αυγής και των αποκομμάτων που προέκυψαν από την έκρηξη της δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις ξεκάθαρες στα μεγάλα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο.

Στο ζήτημα του εθνικού νομίσματος ο "ελληνικός εθνικισμός" τους στάθηκε υπέρ της υποτέλειας στο ευρώ.

Στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνθηματολογούσε για μια δήθεν Ευρώπη των εθνών χωρίς συγκεκριμένη πρόταση.

Στο θέμα του κυπριακού έμειναν στο πεπαλαιωμένο και εγκαταλελειμμένο ενιαίο αμυντικό δόγμα αντί της ομοσπονδιακής ένωσης των δυο κρατών του ελληνισμού και στον ενιαίο στρατό που προτείνουμε εμείς.

Στο θέμα της χρηματοδότησης της εθνικής παραγωγής και των λαϊκών παραγωγικών δυνάμεων υπήρξε καθαρή στήριξη του ολιγαρχικού τραπεζικού συστήματος.

Στο θέμα της παιδείας στήριξε την θρησκευτική ανοησία και το μονοπώλιο της εκκλησίας.

Θα μπορούσα να πω και πολλά άλλα.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο "ελληνικός εθνικισμός" τελείωσε.

Ο κοινοτιστικός εθνικισμός είναι το μέλλον.

Προσωπικά εργάζομαι για αυτό το μέλλον και καταθέτω προτάσεις για θεσμικές αλλαγές και για εθνική ανασυγκρότηση.

Ο κοινοτιστικός εθνικισμός θα έρθει στο προσκήνιο της εθνικής πολιτικής ως αναγκαιότητα όχι μιας απλής επιβίωσης με ένα έθνος καχεκτικό και υπόδουλο στους ξένους και ντόπιους τραπεζίτες αλλά ως αναγκαιότητα πνευματικής ανάτασης με σκοπό το άνοιγμα μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής προοπτικής.

Η λαϊκή εξουσία πάνω στην οικονομία και την πολιτική διαδικασία ανάδειξης των ανακλητών εκπροσώπων θα ισχυροποιήσει το έθνος και πάνω σε αυτή τη βάση θα στηθεί ένας νέος ρωμαλέος ελληνικός πολιτισμός.

Δεν θα παραμείνουμε θαυμαστές του παρελθόντος μας αλλά δημιουργοί ενός ένδοξου ελληνικού μέλλοντος.

Ο Ιούλιος Έβολα για τον Σάρτρ

 

Μετάφραση: Μαυρομετωπίτης

«Μπορεί να φανεί ad hominem, αλλά θα μιλήσω καθαρά και ξάστερα. Ο Σάρτρ είναι ένας πολύ άσχημος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με χοντρό και τραχύ πρόσωπο, στραβά μάτια. Η ασχήμια του, νομίζω, είναι πολύ διαφορετική από την ασχήμια του Σωκράτη. 

Αυτό καθρεφτίζει κάτι θεμελιώδες στην ψυχή του. Ξέρουμε ότι είναι πολύ ποταπός και τσιγκούνης. Η φιλαργυρία του είναι θρυλική λένε! Δεν θα σε κερνούσε ποτέ εσπρέσσο! Σε ένα έργο του, ισχυρίζεται ότι «Κόλαση είναι οι άλλοι Άνθρωποι». Για μένα κόλαση είναι να αφιερώσω μερικές ώρες για να ακούσω τις σκέψεις του «καθηγητή» για οποιοδήποτε θέμα.

Ήταν, φαίνεται, αρκετά προσηλωμένος στο πως τον κοιτούσαν οι άλλοι... Ο τρόπος που τον κοιτούσαν... Τον ενοχλούσε! Ο Σάρτρ το ενσωμάτωσε όλο αυτό σε ένα είδος υπαρξιακής ανθρωπολογίας ή ακόμη και σε μία οντολογία του Όντος. 

Σκέφτηκε ότι ένα ξένο βλέμμα σε κάνει κάποιον άλλον, δημιουργεί μία εικόνα πάνω στην οποία δεν έχεις κανέναν έλεγχο, κλέβει την ύπαρξη σου. Ανοησίες! Αναρωτιέμαι αν ένιωθε έτσι ψυχολογικά επειδή είχε συνείδηση του πόσο αλλόκοτος φαινόταν. 

«Κοίτα ένα φρικιό!», φαντάζεται να έλεγαν οι άλλοι άνθρωποι καθώς τον κοίταζαν. Προσπαθεί να υποστηρίξει κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον στοιχειώνει...Εγώ αντίθετα ποτέ δεν έδωσα δεκάρα για το βλέμμα των άλλων πάνω μου. 

Όχι μόνο είμαι πιο εμφανίσιμος από τον Σάρτρ, αλλά σίγουρα δεν αισθάνομαι κατώτερος από αυτόν τον ζωώδη τύπο που θεωρείται «άνθρωπος» και «ανθρωπότητα» στις μέρες μας!»

Hail The Bathory Hordes: 6 Ιουνίου 2004 - 6 Ιουνίου 2024 - 20 χρόνια χωρίς τον Quorthon (άρθρο του Γιώργου Μάστορα)

 


γράφει ο Γιώργος Μάστορας

Ακόμη θυμάμαι ότι η καρδιά μου ράγισε στο άκουσμα της θλιβερής είδησης πως την Δευτέρα 7 Ιουνίου 2004 βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του στην Στοκχόλμη της Σουηδίας ο Thοmas Fοrsberg, γνωστότερος σε όλους μας με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Quorthon. 

Ο Άνθρωπος, δηλαδή, που βρισκόταν πίσω από τους BATHORY, ένα όχι απλώς σημαντικό Metal συγκρότημα, αλλά τολμώ να πω ό,τι πιο σημαντικό έχει να επιδείξει το Heavy Metal την τελευταία 40ετία.

Σε τέτοιες στιγμές, δεν υπάρχουν λόγια για να μπορούν να περιγράψουν Αξίες και συναισθήματα για ό,τι αντιπροσωπεύουν για εμάς οι BATHORY και το πόσο συντετριμμένοι νιώθουμε στο άκουσμα του χαμού μιας τόσο μεγαλειώδους, αλλά και μυστηριακής, μουσικής (και όχι μόνο) προσωπικότητας σφυρηλατώντας την καρδιά μας. 

Με ποιο τρόπο άραγε θα μπορούσαμε να αποδώσουμε σε όλο του το μεγαλείο το στίγμα των BATHORY; Θα έπρεπε να πέσουμε στην παγίδα μιας ανούσιας και στείρας εξιστόρησης του συγκροτήματος, αντιγράφοντας τη μέθοδο των “σοβαρών” μουσικών εντύπων; ‘

Όχι, το αφιέρωμα αυτό δεν μπορεί να έχει έναν τέτοιο τυποποιημένο χαρακτήρα, όσο κι αν θα προσπαθήσουμε σ’ αυτό το περιορισμένο από πλευράς χώρου κείμενο να μιλήσουμε για την ιστορία των BATHORY.

Απευθυνόμαστε κυρίως στις πραγματικές μεταλλικές ορδές, στους Πιστούς και αφοσιωμένους εκείνους οπαδούς, που δεν είδαν τη λατρεία γι’ αυτό το γκρουπ ως κάτι το περιστασιακό με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, ανάλογα με την κατά καιρούς μουσική κατεύθυνση των BATHORY, αλλά τους αγάπησαν ως ένα ενιαίο heavy σύνολο, και φυσικά στάθηκαν πιστοί στα όσα δια μέσω του ήχου και των στίχων τους, πρεσβεύουν. 

Γιατί, αν για τους άλλους “τα αγαπημένα τους” μουσικά συγκροτήματα αποτελούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα ευχάριστο μουσικό διάλειμμα, για Εμάς, οι BATHORY είναι “εγωιστική” ιδεολογική ταύτιση!

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...