Ο Giulio Cesare Evola γεννήθηκε στην Ρώμη στις 19 Μαϊου
1898. Η συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται σε έναν χρονικό ορίζοντα έξι
δεκαετιών του 20ου αιώνος, από το 1920 ως το 1974, ενώ κείμενα του μεμονωμένα ή
συγκεντρωμένα σε ανθολογίες κυκλοφόρησαν και μετά τον θάνατό του που επήλθε
στις 11 Ιουνίου 1974 στην οικία του στην Ρώμη. Το έργο του μπορεί να
διαχωριστεί κατά προσέγγιση σε τρεις βασικές περιόδους: την καλλιτεχνική, την
φιλοσοφική και την τρίτη και κυριότερη που αφορούσε την ενασχόλησή του με την
Παράδοση. Με την λέξη αυτή δεν εννοούσε την από συνήθεια και ουσιαστικώς
μηχανική τήρηση εθίμων η τελετών. Αυτό άλλωστε ισοδυναμεί με τον θάνατο της
παραδόσεως και όχι με την μετάδοση της από γενιά σε γενιά, ενώ είναι και ένα
από τα χαρακτηριστικά της Κάλι Γιούγκα των ινδικών κειμένων, η οποία αποτελεί
το αντίστοιχο της εποχής κυριαρχίας του Σιδηρού Γένους του Ησιόδου. Αντιθέτως
με την λέξη αυτή εννοεί την μεταβίβαση διδασκαλιών μεταφυσικού περιεχομένου, οι
οποίες σκοπό έχουν την στροφή του ανθρώπου προς το υπερανθρώπινο πεδίο, το
πνευματικό φώς και την συνακόλουθη απελευθέρωσή του από το γήινο και το χθόνιο
στοιχείο.
Η Παράδοση αυτή φυσικά είναι η Υπερβόρεια Παράδοση την οποία θα μεταφέρουν
στις νέες πατρίδες τους τα Άρια φύλα και η οποία έτσι θα εκφρασθεί στην
διάρκεια του χρόνου με διάφορες μορφές, αναλόγως και με την επικράτησή της ή
όχι κατά την ανάμειξή της με μη Άριες διδασκαλίες. Οι θέσεις που εξέφρασε γύρω
από έννοιες όπως το Κράτος, η Φυλή, η Ιεραρχία, ο Πόλεμος, η Ειρήνη, ο Νόμος, η
Κουλτούρα και τις οποίες βάσισε σε διδασκαλίες τόσο της Ανατολής όσο και της
Δύσεως, σχετίζονταν άμεσα και εκπορεύονταν από Παραδοσιακές αρχές οι οποίες
λειτουργούν ως άξονες, ως φωτεινά κέντρα σταθερά και ανεπηρέαστα από τον κύκλο
των μεταβαλλόμενων συνθηκών και μορφών.
Όσον αφορά τον βίο του, οι πληροφορίες για τα παιδικά του
χρόνια και τα χρόνια της εφηβείας όπως και για την καταγωγή του και την
οικογένεια του είναι ελάχιστες, εφόσον και ο ίδιος απέφευγε να παραθέτει
τέτοιου είδους στοιχεία, που δεν θεωρούσε πως ήταν τόσο σημαντικά και τα οποία
γνωστοποιούσε, όπως αναφέρει και στη πνευματική αυτοβιογραφία του “Il Cammino
del Cinabro”, μόνο κατά το μέτρο που διαφώτιζαν πλευρές του έργου του. Πίστευε
πως η κριτική για την πνευματική εξέλιξη και την πορεία ενός ατόμου δεν μπορεί
να βασίζεται αποκλειστικώς σε βιογραφικά στοιχεία, διαφωνούσε δηλαδή με την
αντίληψη πως ο άνθρωπος καθορίζεται μόνο από το οικογενειακό και κοινωνικό
περιβάλλον του, καθώς πολλές φορές το άτομο ενεργεί υπό τη επήρεια δυνάμεων που
υπερβαίνουν αυτό το ίδιο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί. Επίσης θεωρούσε
πως πολύ σημαντική ήταν η «προσωπική εξίσωση», όπως χαρακτηριστικά έλεγε, του
κάθε ανθρώπου.
Για τον εαυτό του ανέφερε πως βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις
επικρατούσες ιδέες στην χώρα που γεννήθηκε, όσο και με τις αντιλήψεις του
οικογενειακού του κύκλου, ενώ η προσωπική του εξίσωση χαρακτηριζόταν από δύο
τάσεις: Μία «βραχμανική» που τον ωθούσε να υπερβεί το ανθρώπινο στοιχείο μέσω
της ενατενίσεως και του διαλογισμού, με αποτέλεσμα να νοιώθει
αποστασιοποιημένος από το γήινο και το εγκόσμιο πεδίο και μία πολεμική τάση
προσήκουσα σε έναν κσατρίγια, η οποία τον έστρεφε προς την δράση, την
ασυμβίβαστη στάση και την κατάφαση του Εγώ. Σε νεαρή ηλικία θα έρθει σε επαφή
με το έργο του Friedrich Nietzche και θα εντυπωσιαστεί από την εξοντωτική
κριτική που άσκησε ο τελευταίος στην αστική ηθική, όπως και από την εναντίωση του στον Χριστιανισμό. Πριν τον Α’ ΠΠ θα αναπτύξει σχέσεις με τον κύκλο γύρω
από τον Τζιοβάνι Παπίνι όπως και τους Φουτουριστές και τον Μαρινέτι γοητευμένος
πάλι από την αντισυμβατικότητα και την επαναστατικότητά τους. Είναι η εποχή που
οι Φουτουριστές διακηρύττουν πως «ο πόλεμος είναι η μόνη υγιεινή», φράση που
σίγουρα τράβηξε την προσοχή του νεαρού Έβολα με την πολεμική προδιάθεση.
Μέσω
της αναγνώσεως των εντύπων του Παπίνι θα έρθει επίσης σε επαφή με παραδοσιακά
κείμενα τόσο της Ανατολής όσο και με θρησκευτικούς διανοητές της Δύσεως όπως ο
Μάιστερ Έκχαρτ. Τελικώς όμως θα απομακρυνθεί από αμφότερες τις ομάδες, εξαιτίας
της επιφανειακότητος, της ασυνέπειας και της επιδεικτικότητος που της
χαρακτήριζε. Στην διάρρηξη των σχέσεων θα τον οδηγούσε και ο αντιγερμανισμός
τόσο του Παπίνι όσο και του Μαρινέτι, οι οποίοι υποστήριζαν την είσοδο της
Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ ο ίδιος επιθυμούσε την
συμπαράταξη με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Μάλιστα σε άρθρο του εκείνη την εποχή
έγραψε πως αν η Ιταλία συμμαχούσε τελικώς με τις δυνάμεις της Αντάντ και
εισερχόταν στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, αυτό θα έπρεπε να γίνει αφού
υιοθετούσε γερμανικές αξίες και αντιλήψεις.
Την περίοδο του πολέμου θα υπηρετήσει ως έφεδρος αξιωματικός
του πυροβολικού χωρίς όμως να δει σημαντική δράση. Μετά τον πόλεμο θα βιώσει
μία ισχυρή υπαρξιακή κρίση η οποία θα τον οδηγήσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.
Θα την ξεπεράσει όμως μετά την ανάγνωση ενός βουδιστικού κειμένου που θα τον
κάνει να αντιληφθεί πως η επιθυμία του για αυτό-διάλυση ήταν ένας ακόμη δεσμός
με την άγνοια, τον οποίο και έπρεπε να αποκόψει. Η επαύριος του Α’ ΠΠ
σηματοδοτεί την «καλλιτεχνική του περίοδο» κατά την οποία θα συνδεθεί με το
κίνημα του Ντανταϊσμού και θα γνωρίσει προσωπικά τον ιδρυτή του Τριστάν Τσάρα.
Το 1920 θα συγγράψει ποίηση και θα εκδώσει το βιβλίο του Arte Astratta
(Αφηρημένη Τέχνη), ενώ πίνακες του θα εκτεθούν στη Ρώμη και στο Βερολίνο. Το
1921 θα εγκαταλείψει την ζωγραφική και την ποίηση εφόσον πίστευε πως είχε
εξαντλήσει κάθε δυνατότητα σε αυτούς τους τομείς
Τα χρόνια από το 1921 εώς το 1927 εντάσσονται στην
«φιλοσοφική περίοδο», οπότε και θα αναπτύξει το σύστημα του «Μαγικού
Ιδεαλισμού» το οποίο θα εκθέσει με μία σειρά άρθρων, διαλέξεων και κυρίως στα
βιβλία του «Δοκίμια περί του Μαγικού Ιδεαλισμού», «Θεωρία του Απόλυτου Ατόμου»,
«Το Άτομο και η Γένεση του Κόσμου», ενώ την ίδια περίοδο θα γραφεί και το
«Φαινομενολογία του Απόλυτου Ατόμου» το οποίο όμως θα εκδοθεί το 1930. Το 1923
θα εκδοθεί η εισαγωγή του στο Τάο-Τε-Κινγκ του Λάο Τσε με τίτλο «Το Βιβλίο της
Ζωής και της Αρετής» (Il Libro della Via e della Virtu). Η ενασχόληση με τον
Λάο Τσε θα είναι και μία ώθηση για την σταδιακή απομάκρυνση του Έβολα από το
ρεύμα του Ιδεαλισμού και από την σύγχρονη φιλοσοφία εν γένει, αν και εκείνη την
εποχή όπως καταγράφει και ο ίδιος ερμήνευε τα παραδοσιακά κείμενα που μελετούσε
υπό το πρίσμα του Ιδεαλισμού, τον οποίο και προσπαθούσε να αναμείξει με τις
παραδοσιακές διδασκαλίες, προκαλώντας κατά κάποιο τρόπο μια μόλυνση τους από
νεωτερικά στοιχεία. Για την ακρίβεια προσπαθούσε όπως αναφέρει στην
αυτοβιογραφία του, αλλά και όπως υποστήριξε σε γράμμα του προς τον Γάλλο
Παραδοσιολόγο Ρενέ Γκενόν, να παρουσιάσει Παραδοσιακές μεταφυσικές διδασκαλίες
μέσω του φιλοσοφικού του συστήματος, μία προσπάθεια όμως που όπως ομολογούσε
δεν είχε τα ανάλογα αποτελέσματα. Όπως συνέβη και με την ενασχόλησή του με την
τέχνη έτσι και η φιλοσοφική του περίοδος έλαβε ένα τέλος την στιγμή που θεώρησε
πως έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει και πως πλέον δεν υπήρχε κάτι περισσότερο.
Το 1925 θα εκδόσει το «Ο Άνθρωπος ως Δύναμη», το οποίο θα
επανεκδοθεί αναθεωρημένο το 1949 με τίτλο «Η Γιόγκα της Δυνάμεως». Εδώ
πραγματεύεται τις Ταντρικές διδασκαλίες, την σχέση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως
και το πώς το πνεύμα των Τάντρας, με την έμφαση που έδινε στον μετασχηματισμό
των στοιχειακών δυνάμεων που κυριαρχούν στην Κάλι-Γιούγκα ή Σκοτεινή Εποχή,
μπορούσε να εφαρμοσθεί στην εξέλιξη των αξιών που κυριαρχούν στην νεώτερη Δύση.
Άσκησε επίσης κριτική στην σύγχρονη επιστήμη για την οποία πίστευε πως όσο και
αν διεύρυνε τις γνώσεις του ανθρώπου στο τεχνολογικό πεδίο, τον άφηνε παρόλα
αυτά στο σκοτάδι όσον αφορά την ουσία της υπάρξεώς του, εφόσον στο υπόβαθρό της
βρίσκονταν ωφελιμιστικές και δημοκρατικές αρχές, οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν
με οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοπραγματώσεως του ατόμου. Το 1927 μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές θα δημιουργήσει
την Ομάδα Ουρ η οποία θα εκδόσει μέχρι το 1929 μία σειρά μονογραφιών που θα
εκδοθούν σε τρεις τόμους με τη ονομασία «Εισαγωγή στην Μαγεία: Η Μαγεία ως Επιστήμη
του Εγώ». Παράλληλα η ομάδα θα επικεντρωθεί στην εκτέλεση τελετουργιών που
σκοπό είχαν να αποκαταστήσουν την επαφή με μία ανώτερη δύναμη, η οποία θα
επηρέαζε το έργο του κάθε μέλους ξεχωριστά, αλλά και τις συλλογικώς
επικρατούσες αντιλήψεις, με απώτερο στόχο την αναβίωση των Ρωμαϊκών ιδεωδών. Η
δραστηριότητα της ομάδος εν τέλει θα πάψει ύστερα από εσωτερικές διαφωνίες και
σχίσματα.
Το 1928 θα εκδοθεί το βιβλίο του το οποίο θα προκαλέσει και
μία θύελλα αντιδράσεων εναντίον του. Ο τίτλος του ήταν «Παγανιστικός
Ιμπεριαλισμός» και ήταν το πρώτο βιβλίο του που ήταν πολιτικό ενώ
χαρακτηριζόταν από έντονο πολεμικό ύφος, το οποίο και αναθεώρησε στα
μεταγενέστερα χρόνια χωρίς όμως να απορρίψει τις αρχές από τις οποίες
διαπνεόταν όταν το συνέγραψε, αρχές τις οποίες θα συνέχιζε να υπερασπίζει μέχρι
τέλους. Το περιεχόμενο του ήταν μία λυσσώδης κριτική των αιτίων της Ευρωπαϊκής
παρακμής και ταυτοχρόνως η έκθεση των αξιών οι οποίες θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν ως σταθερά σημεία αναφοράς για αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να
αντισταθούν στην καθοδική πορεία. Βασική ρίζα των δεινών της Ευρώπης θεωρούσε
την αποδυνάμωση και εξάλειψη της έννοιας της ιεραρχίας η οποία οδήγησε στην
αρπαγή της εξουσίας από τους αστούς και τους πληβείους, στον υλισμό, στον
θετικισμό και την αποπνευματοποίηση της δράσεως. Το αντίδοτο στην κατάσταση
αυτή ήταν η αναβίωση του αρχαίου ρωμαϊκού ήθους και της ιδέας του Imperium, όχι
απλώς ως θελήσεως για εδαφική εξάπλωση και επίτευξη υλικών στόχων, αλλά ως
δυνάμεως που απορρέει από την εγγενή ανωτερότητα του φέροντος, ως δυνάμεως
απολύτου εντός της σφαίρας επιρροής της και ως μεταφυσικής πραγματικότητος που
εκδηλώνεται με την μορφή μίας ιεραρχικής και οργανικής κρατικής δομής με
υπερεθνικό χαρακτήρα και επί κεφαλής ένα πρόσωπο που κατέχει την πνευματική
αυθεντία και την πολιτική δύναμη.
Η ελπίδα της Ευρώπης να αντισταθεί στην
μέγγενη του Αμερικανισμού και του Μπολσεβικισμού θεωρούσε πως ήταν η ένωση των
δύο αετών, του Ιταλικού και του Γερμανικού κατά το πρότυπο της Αγίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Οι αντιδράσεις που προαναφέρθησαν
προέρχονταν κυρίως από την Καθολική Εκκλησία και κύκλους εντός του Φασιστικού
κόμματος, εξαιτίας της υποδείξεως του χριστιανισμού ως ενός από τους βασικούς
παράγοντες της παρακμής, λόγω του εξισωτικού, ανατρεπτικού και ατομικιστικού
κηρύγματος που χαρακτήριζε την πρώιμη περίοδο του. Ήταν η εποχή που ο
Μουσσολίνι προσπαθούσε να αποσπάσει την υποστήριξη της εκκλησίας. Αποκορύφωμα
των προσπαθειών αυτών ήταν οι Συμφωνίες του Λατερανού το 1929, οι οποίες έσβησαν
και κάθε ελπίδα του Έβολα για την αναζωογόνηση των προχριστιανικών ρωμαϊκών
παραδόσεων.
Το 1930 θα ιδρύσει το περιοδικό “La Torre” («Ο Πύργος»), η
έκδοση του οποίου θα σταματήσει μετά από δέκα τεύχη εξαιτίας της κριτικής που
ασκούσε στα θεωρούμενα ως «πληβειακά» και «αστικά» στοιχεία του Φασισμού καθώς
και στην έλλειψη πνευματικών θεμελίων. Την περίοδο αυτή ο Έβολα θα αναγκασθεί
να κυκλοφορεί με την συνοδεία φίλων του που ήταν Φασίστες, υπό τον φόβο
επιθέσεως εναντίον του από εχθρικά διακείμενά απέναντι του μέλη του Φασιστικού
κόμματος. Toν επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του για την αλχημεία «Η
Ερμητική Παράδοση: Σύμβολα και Διδασκαλίες της Βασιλικής Τέχνης». Παρόλα τα
προβλήματα που αντιμετώπιζε, μέσω της γνωριμίας του με τον υψηλόβαθμο Φασίστα Ρομπέρτο
Φαρινάτσι, θα καταφέρει να συνεχίσει την δημοσίευση δικών του και όχι μόνο
κειμένων από τις σελίδες της εφημερίδος “Regime Fascista” («Φασιστικό
Καθεστώς») και την στήλη “Diorama Filosofico” («Φιλοσοφικό Διόραμα»).
Από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30 και ύστερα
εντοπίζονται και οι συγγραφικές του προσπάθειες για διαμόρφωση των φυλετικών
αντιλήψεων, πάντοτε υπό την Παραδοσιακή οπτική. Απορρίπτοντας την αποκλειστικώς
βιολογική θεώρηση της φυλής, η οποία κατά την γνώμη του υποβίβαζε τον άνθρωπο
στο επίπεδο του ζώου, διακρίνει τρεις βαθμούς φυλετισμού: τον φυλετισμό α’
βαθμού που εστιάζει στα μορφολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά της φυλής, τον
φυλετισμό β’ βαθμού που εξετάζει την ψυχοσύνθεση και τέλος τον φυλετισμό γ’
βαθμού που επικεντρώνει σε πνευματικά ζητήματα, δηλαδή στην αντίληψη κάθε
φυλετικού τύπου όσον αφορά μεταφυσικές έννοιες. Ο γ’ βαθμός φυλετισμού ήταν και
ο σημαντικότερος χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η εξέταση των μορφολογικών
χαρακτηριστικών ήταν αμελητέα. Υιοθετώντας την αρχαιοελληνική και αριστοκρατική
αντίληψη περί κάλους, υπεστήριζε πως η εξωτερική ομορφιά αντανακλούσε την
εσωτερική συνοχή και τον υγιή πνευματικό προσανατολισμό. Ο ιδανικός Ιταλικός
τύπος θα εξέφραζε με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τις ρωμαϊκές αρετές της virtus
δηλαδή της ανδροπρέπειας, της dignitas (αξιοπρέπεια και κύρος), της Constantia
και fortitudo δηλαδή της νοητικής σταθερότητος, της sapientia (σωφροσύνη), της
pietas (ευσέβεια όχι όμως με την έννοια της παθητικής λατρευτικής στάσης, αλλά
της συναισθήσεως του καθήκοντος απέναντι στο γένος, τους θεούς και την
πατρίδα.), της humanitas και της disciplina (συνεκτικότητα χαρακτήρος,
εσωτερικός πλούτος και αυτοπειθαρχία), της solemnita (συναίσθηση του μέτρου)
και της fides (πίστη ή εμπιστοσύνη). Τα έργα στα οποία εξέθεσε τις αντιλήψεις
του ήταν τα: «Τρεις πλευρές του Εβραϊκού ζητήματος», «Ο Μύθος του Αίματος –
Γένεση του Φυλετισμού», «Σύνθεση του Δόγματος περί Φυλής» και «Στοιχεία
Φυλετικής Διαπαιδαγωγήσεως».
Την δεκαετία αυτή και συγκεκριμένα το 1935 θα εκδοθεί το
θεωρούμενο ως magnum opus του “Rivolto Contro il Mondo Moderno” («Εξέγερση
Ενάντια στον Σύγχρονο κόσμο»). Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα με το
πρώτο να αναφέρεται στον Παραδοσιακό κόσμο και το δεύτερο στην εμφάνιση του
Σύγχρονου κόσμου, ενώ εντός του εξετάζονταν τα θεμέλια των παραδοσιακών
κοινωνικών θεσμών, η έννοια της κάστας, του βασιλικού θεσμού και η σημασία των
τελετουργιών, οι σχέσεις των δύο φύλων και οι κύκλοι των πολιτισμών. Ιδιαίτερη
έμφαση στο βιβλίο δίνεται στο ηρωϊκό στοιχείο, ενώ ο ίδιος είχε αναφέρει
αρκετές φορές πως χρησιμοποιεί την λέξη ήρωας συμφώνως προς την περιγραφή του
Ησιόδου στο «Έργα και Ημέραι», οπού το ηρωικό γένος τοποθετείται ανάμεσα στον
Χάλκινο και το Σιδηρούν, με την δράση των εκπροσώπων του να αποτελεί μία προσπάθεια
παλινορθώσεως της Χρυσής Εποχής. Ο Ήρωας αντιπαραβάλλεται με τον Τιτάνα, ο
οποίος αντιπροσωπεύει μια αντίδραση μεν στην κυριαρχία της Σεληνιακής
πνευματικότητος, αλλά με αρνητικά αποτελέσματα καθώς χαρακτηρίζεται από άμετρη
ενδυνάμωση του Εγώ και όχι από την υπέρβαση του.
Τα χρόνια πριν από τον Β’ ΠΠ, οπότε και κυβερνά το
Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ξεκινούν και οι επισκέψεις του στην Γερμανία. Παρά
τις όποιες επιφυλάξεις είχε θεωρούσε πως στον Εθνικοσοσιαλισμό έβρισκε τα
στοιχεία που έλειπαν στον Φασισμό: Την έμφαση στην παράδοση και τον αγώνα για
την διαμόρφωση μίας κοσμοθεάσεως. Εκτός αυτών, η πειθαρχία, η αφοσίωση, η
αυτοθυσία και οι ξεκάθαρες ιεραρχικές σχέσεις που χαρακτηρίζονταν από αφοσίωση
και πίστη δεν ήταν δυνατόν να μην τραβήξουν την προσοχή του Έβολα. Με την
υποστήριξη του Μουσσολίνι και παρότι δεν ήταν απολύτως σύμφωνος με τις θέσεις
Ιταλών και Γερμανών θεωρητικών του φυλετισμού θα προσπαθήσει να ξεκινήσει την
έκδοση ενός Ιταλο-Γερμανικού περιοδικού για φυλετικά ζητήματα. Η προσπάθεια παρόλα
αυτά θα ματαιωθεί λόγω αντιδράσεων υποστηρικτών του βιολογικού φυλετισμού και
Καθολικών κύκλων στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο θα ταξιδέψει στην Ρουμανία όπου
θα γνωρίσει προσωπικά τον Κορνήλιο Κοντρεάνου και θα εντυπωσιαστεί από την
προσωπικότητά του, αλλά και από το κίνημα του οποίου ηγούνταν. Θα γράψει άρθρα
τόσο για τον χαρακτήρα του Λεγεωναρικού κινήματος που συνένωνε ασκητικά και
πολεμικά ιδεώδη με τον εθνικισμό, όσο και για τον τραγικό θάνατο του
Κοντρεάνου. Στην Ρουμανία θα γνωριστεί και με τον Μιρτσέα Ελιάντε με τον οποίον
θα ανταλλάσσουν αλληλογραφία για τα επόμενα έτη. Κατά την διάρκεια του πολέμου
θα συγγράψει σειρά άρθρων για την έννοια του πολεμιστού και της σημασία της
στην παλινορθωτική προσπάθεια των δυνάμεων του Άξονος, ενώ θα εκδόσει και το
βιβλίο του σχετικά με τον Βουδισμό υπό τον τίτλο «Η διδασκαλία της Αφυπνίσεως».
Το 1943 οπότε και ο Μουσολίνι θα ανατραπεί, ο Έβολα παρόλη την αντίθεσή του
στην επανεμφάνιση των σοσιαλιστικών στοιχείων του πρώιμου Φασισμού και της
αντιμοναρχικής στάσεως της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, θα σταθεί στο
πλευρό των υπερασπιστών της εκτιμώντας την αφοσίωσή τους προς την σύμμαχο
Γερμανία σε μία στιγμή που πλέον όλα ήταν χαμένα. Την συγκεκριμένη περίοδο θα
συλλάβει και την ιδέα δημιουργίας ενός μετώπου που θα έχει σκοπό να διασώσει
ότι μπορεί μετά το τέλος του πολέμου και να αντισταθεί στην επερχόμενη
πλημμυρίδα. Το μέτωπο αυτό θα αποτελούταν από μία ελίτ, από τις ομάδες δράσεως
και από ένα πολιτικό κόμμα. Δυστυχώς όμως οι εξελίξεις ματαίωσαν την εκπλήρωση
του σχεδίου. Το 1945 βρίσκεται στην Βιέννη όπου μελετά αρχεία που είχαν
κατασχεθεί από τα SS με σκοπό την συγγραφή βιβλίου για την ιστορία των μυστικών
εταιρειών. Εκεί θα τραυματισθεί βαριά κατά την διάρκεια αεροπορικού
βομβαρδισμού καθώς συνήθιζε να μην κατευθύνεται προς τα καταφύγια, αλλά να
περπατά μέσα στην πόλη ενώ εξελισσόταν ο βομβαρδισμός για να «δοκιμάσει την
μοίρα» όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν η μόνιμη
παράλυση από την μέση και κάτω.
Με την επιστροφή του στην Ιταλία το 1948, αφού νοσηλεύτηκε
πρώτα σε διάφορες κλινικές, θα βρει προς έκπληξή του έναν κύκλο νεαρών ατόμων
που αναζητούσαν την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ίδιος πίστευε πως μέσα στο
χάος που είχε προκύψει από την επικράτηση των Συμμάχων δεν θα υπήρχαν πλέον
άνθρωποι που θα είχαν το σθένος να ανασυνταχθούν και να αντισταθούν. Νοιώθοντας
την ανάγκη να τους παράσχει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές θα συγγράψει το 1950
τα εννέα σημεία του “Orientamenti” («Προσανατολισμοί») που θα εκδοθεί μαζί με
το περιοδικό Imperium που εξέδιδε η ομάδα με το ίδιο όνομα. Ο σεβασμός των
νεαρών νεοφασιστών στο πρόσωπο του σε συνδυασμό με διάφορα περιστατικά όπως η
τοποθέτηση βομβών από την ομάδα «Μαύρη Λεγεώνα» και η ανακάλυψη σχεδίου
αντικομμουνιστικής αντιστάσεως από πρώην οδηγούς τεθωρακισμένων στην Μπολόνια,
θα οδηγήσουν στην δίκη του με την κατηγορία της εξυμνήσεως του Φασισμού και της
προτροπής δημιουργίας μυστικών ομάδων μάχης. Τελικά θα αθωωθεί και δύο χρόνια
μετά το 1953 θα εκδόσει το “Gli Uomini e le Rovine” («Οι Άνθρωποι και τα
Ερείπια»). Σκοπός του με το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να αναλύσει περισσότερο τα
όσα είχε αναφέρει στο «Προσανατολισμοί» και να επηρεάσει τους νεολαιίστικους
κύκλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ή όσους πιο ριζοσπαστικούς νεολαίους
δεν είχαν ενταχθεί σε αυτό.
Θα τονίσει την σημασία της απορρίψεως των αρχών που
προπαγάνδισε η Γαλλική Επανάσταση και την ανάγκη ξεκάθαρων ιεραρχικών δομών που
θα δίνουν την δυνατότητα υγιούς αναπτύξεως των επιμέρους τμημάτων του κρατικού
οργανισμού. Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτού του είδους κρατικής
οργανώσεως αποτελεί η συνεχώς εμφανιζόμενη στην σκέψη του έννοια της
υπερβατικότητος του Κράτους, μία εξ άνωθεν δύναμη η οποία μορφοποιεί την
κοινωνία, τον λαό, το έθνος. Υπερασπιστής του Κράτους θα είναι όχι το μοναδικό
κόμμα, αλλά ένα Τάγμα το οποίο θα είναι η ραχοκοκαλιά και ο φύλακας του
Κράτους.
Πέντε χρόνια μετά θα κυκλοφορήσει η «Μεταφυσική του Φύλου»
που θα πραγματευτεί την σχέση αρσενικού και θηλυκού, ενώ το 1961 θα εκδοθεί το
“Cavalcare la Tigre” («Ίππευσε την Τίγρη»). Οι συνθήκες κατά τον τρόπο που
εξελίχθηκαν δημιούργησαν στον Έβολα την πεποίθηση πως δεν υπάρχει κάτι
περισσότερο που μπορεί να γίνει στο πεδίο της πολιτικής και πως η καθοδική
πορεία δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με πολιτικά μέσα. Η στροφή του επομένως
στρέφεται στο άτομο που θέλει να μείνει όρθιο. Η εποχή δεν γνωρίζει πλέον
θεσμούς που να ολοκληρώνουν την προσωπικότητα του ανθρώπου, όπως συνέβαινε στον
Παραδοσιακό κόσμο και το βιβλίο απευθύνεται σε όσους χωρίς να ανήκουν στον
σύγχρονο κόσμο είναι εντούτοις αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν ακόμη και τις πιο
παροξυσμικές πλευρές του. Η βασική κατεύθυνση δίνεται μέσω του παραδείγματος
της ιππεύσεως της τίγρεως: όπως κάποιος ο οποίος έχει ανέβει στην πλάτη της
τίγρεως και αναμένει την στιγμή που θα εξαντληθεί και δεν θα μπορεί πλέον να
τον βλάψει, έτσι και ο διαφοροποιημένος άνθρωπος θα μεταστοιχειώσει σε θετικά
τα αρνητικά στοιχεία του σύγχρονου κόσμου μετά την εξασθένηση της καταστροφικής
ορμής τους.
Το 1963 θα εκδοθεί η πνευματική του αυτοβιογραφία “Il
Cammino del Cinabro” («Ο Δρόμος της Κιναβάρεως”), ενώ μέχρι τον θάνατο του θα
εκδόσει την συλλογή δοκιμίων «L’ Arco e la Clava” («Το Τόξο και το Ρόπαλο»),
μία κριτική του Φασισμού και την αναθεωρημένη έκδοση της εργασίας του για τον
Ταοισμό. Θα πεθάνει στις 11 Ιουνίου 1974 στην Ρώμη. Θα ζητήσει πριν
πεθάνει να τον μετακινήσουν σε όρθια στάση, ώστε να αντικρύσει τον θάνατο με
τον ίδιο τρόπο όπως και μορφές της Ευρωπαϊκής Παραδόσεως σαν τον Κούχουλαϊν και
τον Ρολάνδο. Οι στάχτες του τοποθετήθησαν στον παγετώνα του όρους Ρόζα από
ομάδα φίλων του που ανερριχήθησαν ως το σημείο αποθέσεως.