Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα MANUEL HEDILLA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα MANUEL HEDILLA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Les extrêmes se touchent: η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

 

Η Αλληλοεπικάλυψη Αναρχισμού και Φασισμού

των Zoltanous, Lizardi, CSD, Judas

μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Μαυρομετωπίτης

Η άποψη ότι ο Φασισμός είναι Αναρχισμός είναι κάτι που ακούμε συνήθως να λένε οι μαρξιστές - λενινιστές για να δυσφημίσουν τον φασισμό ως «φιλελεύθερη ψύχωση». Είναι ένας εύκολος τρόπος να απαξιώσει κανείς τον φασισμό, αφού ο αναρχισμός θεωρείται συνήθως μία ασυνάρτητη αστεία ιδεολογία. Τους περισσότερους τους πιάνουν τα γέλια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πράγματα σαν τους antifa οι οποίοι είναι κυρίως αναρχικοί. Το βιβλίο «Αναρχοφασισμός» του Jonas Nilsson είναι ένα παράδειγμα τέτοιου αστείου χωρίς ίχνος σοβαρότητας. Όπως αποδεικνύεται όμως, αφήνοντας κατά μέρους την ιδεολογική σχιζοφρένεια, η σχέση μεταξύ αναρχισμού και φασισμού είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο ο Φασισμός, όσο και ο Αναρχισμός εμπίπτουν τεχνικά στην ίδια γραμμή σκέψης. Και οι δύο στοχεύουν σε μία Τρίτη Θέση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.


Επιπλέον, ο Αναρχισμός μοιράζεται τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φασισμός διασπάται σε εθνικά οργανικά κινήματα που προσπαθούν να εδραιώσουν τους δικούς τους στόχους για να φτάσουν σε ένα Φασιστικό Μέλλον. Ο Αναρχισμός είναι ένα σύνολο ιδεών που διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τον Σκοπό αλλά λόγω των μεθόδων και των αξιών τους. Όπως ακριβώς οι Ιταλοί Φασίστες διέφεραν με τους Βραζιλιάνους ιντεργκραλιστές στις μεθόδους και τους συνολικούς στόχους, έτσι και οι Αναρχοσυνδικαλιστές διαφέρουν με τους Αναρχομουτουαλιστές. Έχουν στο μυαλό τους τον ίδιο τελικό σκοπό με μία απαραίτητη αναδίπλωση στην κατάσταση και τις απόψεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρίζες του Φασισμού βρίσκονται στην Αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη. Η επιρροή του Προυντόν, διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα και πολλοί από τους ιδεολόγους και ανθρώπους κοντά στον Μουσολίνι, όπως ο Nicola Bombacci ή ο Ugo Spirito προώθησαν πολιτικές βασισμένες στις αναρχικές ιδέες. H μεγαλύτερη παρανόηση της σύγχρονης αναρχικής σκέψης είναι να πιστεύει κανείς ότι το Έθνος ταυτίζεται με το σάπιο Πολιτικό Κράτος που το καταστρέφει. Το καθήκον κάθε Φασιστή είναι να πολεμήσει ενάντια στην σύγχρονη τάξη πραγμάτων, να τσακίσει το κράτος στο σύνολο του και από τις στάχτες που θα προκύψουν να θεμελιώσει το Φασιστικό Κράτος εντός του οποίου θα πραγματώνεται η πραγματική Αναρχία, όχι επειδή οι άνθρωποι θα μείνουν χωρίς κυβερνήτες αλλά επειδή οι άνθρωποι θα είναι οι Άρχοντες και με την συσσωρευμένη δύναμη κάθε ατόμου που συνθέτει οργανικά ένα Έθνος, οι άνθρωποι θα βιώσουν πραγματικά την Αναρχία.

Υπάρχουν και κάποιες ακόμη σύγχρονες παρερμηνείες όπως η συσχέτιση με τον James Mason και το βιβλίο του «Siege» με την καθαρά αναρχική νοοτροπία του. Το βιβλίο καλλιεργεί την βίαιη και χαοτική επιβίωση μέσα σε ένα σκηνικό διαρκούς τεχνολογικής επιτάχυνσης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ευρύτερο θέμα του φασιστικού αναρχισμού λόγω μίας αυστηρής προσήλωσης του σε μία στρεβλή εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Η μονή φορά που το «Siege» καθίσταται επίκαιρο είναι όσον αφορά τα τακτικά μέσα σε μία περίοδο χάους. Επιπλέον, υπάρχει η ομάδα «National Tempestist Coordination» που δημοσίευσε το δικό της Αναρχοφασιστικό Μανιφέστο - το οποίο αναλύθηκε στο κανάλι Futurism Forever στο YouTube - παρουσιάζοντας περισσότερους παραλληλισμούς με τον ριζοσπαστικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τον αναρχισμό. Ο Koichi Toyama, ένας Ιάπωνας φασιστής ακτιβιστής που είναι διάσημος για την ομιλία του στις εκλογές του Τόκιο το 2007, το ανέφερε σε μία πρόσφατη συνέντευξη.

«Λέγεται ότι οι αναρχικοί δεν έχουν όραμα και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να καταστρέφουν. Ο μόνος τρόπος για να βρουν οποιοδήποτε όραμα είναι να ανακαλύψουν την δυνατότητα του Φασισμού».

Αναλαμβάνοντας αυτό το θέμα θα αναλύσω τις αλληλεπιδράσεις, την επιρροή και την αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αναρχισμού και ιστορικού φασισμού. Θα δούμε αν ισχύει ή όχι ο ισχυρισμός ότι ο φασισμός έχει πολλά κοινά με τον αναρχισμό. Θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό αφήγημα του φασισμού σχετικά με τον αναρχισμό. Θα ξεκαθαρίσουμε αν ο Φασισμός ήταν πραγματικά αναρχισμός ή όχι.

Γαλλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Ζώρζ Σορέλ ήταν Γάλλος συνδικαλιστής θεωρητικός στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συνδικαλισμός ήταν μία επαναστατική ιδεολογία που πίστευε ότι τα συνδικάτα θα οδηγούσαν τους εργάτες σε μία επανάσταση μέσω γενικών απεργιών και στη συνέχεια αυτά θα διοικούσαν την οικονομία και την κοινωνία. Ο συνδικαλισμός δεν είναι εγγενώς αναρχικός αλλά στα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ σύμφωνος με τον Ελευθεριακό Σοσιαλισμό και οι ρίζες του ανάγονται σε αναρχικούς στοχαστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο Μιχαήλ Μπακούνιν.

Ο Σορέλ ήταν αρχικά ένας φιλελεύθερος συντηρητικός, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1880 θα έχει ασπαστεί τον μαρξισμό και τη σοσιαλδημοκρατία και τελικά τον 20ο αιώνα θα καταλήξει στον συνδικαλισμό στον οποίον θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό που έκανε τον Σορέλ να κινηθεί προς τον Συνδικαλισμό ήταν η έλλειψη δράσης της σοσιαλδημοκρατίας και η αποτυχία της στην επίτευξη του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Αυτό που τράβηξε τον Σορέλ στον Συνδικαλισμό ήταν ο προσανατολισμός του στην δράση, η γενική απεργία και η απόρριψη της κοινοβουλευτικής πολιτικής.

Σε όλα τα γραπτά του ο Σορέλ έδινε παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών για να διευκολύνει την κατανόηση των απόψεων του σχετικά με τη σημασία του Μύθου και του Ηρωισμού. Το μαρτύριο και η ισχυρή τους πίστη βοήθησαν στην διατήρηση της εκκλησίας. Το άλλο σημαντικό έργο του Σορέλ είναι «Η Ψευδαίσθηση της Προόδου» (The Illusion of Progress), όπου ο Σορέλ δήλωσε ότι «Η θεωρία της Προόδου» είναι ένα «αστικό δόγμα» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αστική κυριαρχία και την καταστολή του παλιού συστήματος. Ο Σορέλ είναι επίσης πολύ επικριτικός για τον συγκεντρωτισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των παραδοσιακών αξιών.

Σύμφωνα με τον ιστορικό και κοινωνικό κριτικό Christopher Lasch, ο Σορέλ πίστευε ότι η ανωτερότητα του συνδικαλισμού έναντι του σοσιαλισμού έγκειται στην εκτίμηση του για την ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε από τους σοσιαλιστές ως πηγή του «μικροαστικού» επαρχιωτισμού και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Χωρίς να εντυπωσιαστούν από τις μαρξιστικές επικρίσεις ενάντια στην «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής», οι συνδικαλιστές, σκέφτηκε ο Σορέλ, εκτιμούσαν τα αισθήματα προσκόλλησης που εμπνέονταν σε κάθε πραγματικά καταρτισμένο εργάτη για τις παραγωγικές δυνάμεις που του είχαν εμπιστευτεί. Σέβονταν την αγάπη του χωρικού για το χωράφι του, τον αμπελώνα του, τον αχυρώνα του, τα βοοειδή του και τις μέλισσες του.

Ο Lasch θα συνεχίσει γράφοντας ότι η κριτική του Σορέλ, των Συνδικαλιστών και των Συντεχνιακών Σοσιαλιστών είχε πραγματικό βάρος επειδή βασιζόταν στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον έκανε ηθικά ελκυστικό στην αρχή - την υπόσχεση του καθολικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οι συνδικαλιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές είδαν ότι η σκλαβιά και όχι η φτώχεια, ήταν το πραγματικό ζήτημα, όπως το έθεσε ο G. D. H. Cole. Είδαν ότι η αναγωγή της εργασίας σε εμπόρευμα, η ουσία του καπιταλισμού, απαιτούσε την εξάλειψη όλων των κοινωνικών δεσμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. 

Η καταστροφή των μεσαιωνικών συντεχνιών, η αντικατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης από μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η αποδυνάμωση των οικογενειακών δεσμών και η χειραφέτηση των γυναικών ισοδυναμούσαν με διαδοχικά βήματα στη διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας ως πρώτης ύλης, όλα με το «σύγχρονο σύνθημα» της προόδου. Ενώ οι μαρξιστές αποδέχθηκαν τη κολεκτιβοποιητική λογική του καπιταλισμού και πρότειναν απλώς να κοινωνικοποιηθεί η παραγωγή πιο διεξοδικά, οι συνδικαλιστές, οι λαϊκιστές και οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές καταδίκαζαν τον σύγχρονο καπιταλισμό για βαθιά συντηρητικούς λόγους αφού απαιτούσε σύμφωνα με τα λόγια του A. R. Orage, εκδότη της New Age, «την προοδευτική κατάρρευση των δομών του κοινωνικού μας συστήματος».

Αυτές οι συντηρητικές τάσεις στις ιδέες του Σορέλ θα τον οδηγήσουν τελικά να συνεργαστεί με τον Γάλλο Εθνικιστή και Μοναρχικό Charles Maurras που ήταν ο ηγέτης της «Γαλλικής Δράσης». Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανδρών και των οπαδών τους οδήγησε σε μια σύνθεση μεταξύ Εθνικισμού, Μοναρχισμού και Συνδικαλισμού. Έτσι δημιουργήθηκε το «Cercle Proudhon» (Κύκλος Προυντόν) που υποστήριζε και επέκτεινε αυτή τη σύνθεση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστορικό Τζέιμς Γκρέγκορ, αυτό επηρέασε πολλούς από τους πρώιμους Ιταλούς φασίστες διανοούμενους όπως τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Ούγκο Σπρίτο, τον Ενρίκο Κοραντίνι, ακόμη και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι που είπε για τον Σορέλ:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

- Μπενίτο Μουσολίνι

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Σορέλ εγκατέλειψε τις εθνικιστικές του συμπάθειες, ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει τόσο τον Βλαντιμίρ Λένιν όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι δηλώνοντας:

«Ο Μουσολίνι είναι ένας άνθρωπος όχι λιγότερο εξαιρετικός από τον Λένιν»

Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση σοσιαλιστικών, εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών ιδεών στη Γαλλία συγκεντρώθηκε στην οργάνωση «Cercle Proudhon», μια πολιτική ομάδα που ιδρύθηκε από τον αναρχικό θεωρητικό Édouard Berth, από οπαδούς του Μωρράς και τον πρώην αναρχοσυνδικαλιστή George Valois. Ο Berth και ο Valois ήταν και οι δύο μαθητές του Σορέλ που καθιέρωσαν τη βάση αυτού που ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν την πρώτη πρωτοφασιστική οργάνωση. Ο «Κύκλος Προυντόν» ενέπνευσε μια γενιά επαναστατών και εθνικοσυνδικαλιστών στην Ιταλία όπως ο Μικέλε Μπιάνκι, ο Ολιβιέρο Ολιβέτι, ο Φίλιπο Κοριντόνι και ο Αλκέστ ντε Άμπρις που αργότερα βοήθησαν να εμψυχωθεί ο φασισμός.

Σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Zeev Sternhell, ο «Κύκλος Προυντόν» πρότεινε μια νέα ηθική που θα ταιριάζει στη συμμαχία του εθνικισμού και του συνδικαλισμού, δύο συντιθέμενων και συγκλινόντων κινημάτων, το ένα από την άκρα δεξιά και το άλλο από την άκρα αριστερά, που ξεκινούσαν από κοινού την πολιορκία και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ως λύση επινοήθηκε μία πλήρης αντικατάσταση της φιλελεύθερης τάξης. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί μια ισχυρή πρωτοπορία, μια προλεταριακή ελίτ, μια αριστοκρατία παραγωγών, ενωμένη σε συμμαχία με την διανοούμενη νεολαία που διψά για δράση ενάντια στην παρακμιακή αστική τάξη. Με τον καιρό, δεν θα ήταν δύσκολο μια τέτοια σύνθεση να πάρει τη μορφή του φασισμού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ειδικά οι οικονομικές θεωρίες του Γάλλου αναρχικού, φιλοσόφου, πολιτικού και επαναστάτη Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν επηρέασαν σημαντικά τις οικονομικές αξίες διαφόρων εθνικοσοσιαλιστών θεωρητικών όπως ο Rudolf Jung, ο Gottfried Feder και ο Marc Augier. Ο σοσιαλιστικός «Τρίτος Δρόμος» συμπίπτει με τα συμφέροντα του φασισμού, καθώς η αλληλοβοήθεια γίνεται αντιληπτή ως ένας ακόμη αγωγός προς τον φασισμό. Ακόμη και μέχρι σήμερα, εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις όπως η ισπανική «Devenir Europeo» αναφέρουν τον Προυντόν στα φυλλάδια θεωρητικής εκπαίδευσης ως καθοριστική επιρροή τους.

Ο George Valois έκανε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση των ορισμών που χαρακτήριζαν την εποχή ως μοντερνιστική με μια τάση προς μία πλήρως σχεδιοποιημένη, συμπεριληπτική αστικοποίηση. Στην παράδοση των ουτοπιών και των φαλανστηρίων, βλέπουμε πώς η Citée Française γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της πλήρως ανασχεδιασμένης κοινωνίας, αντανακλώντας τα αταξικά και συνδικαλιστικά ιδανικά του αναρχισμού. Με τον Valois στον «Κύκλο Προυντόν» βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του Σορέλ και του αναδυόμενου φασισμού με το κίνημα που άνθησε στην Ιταλία.

Ο George Valois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ρίζες του γαλλικού φασισμού βρίσκονται στο κίνημα των Ιακωβίνων. Ο μαζικός λαϊκισμός και η πλήρης δομική καταστροφή της παλιάς τάξης οδηγεί σε ένα όλο και πιο επαναστατικό πνεύμα που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά θεμέλια. Ο Kομμουνισμός και ο Φασισμός, και οι δύο ξεκινούν από την καταιγίδα της Βαστίλης. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η ρίζα του μοντερνισμού, χωρίς την Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε Μάρξ, δεν θα υπήρχε Σορέλ. Οι Ιακωβίνοι, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο, προσπάθησαν να μετατρέψουν τη Γαλλία σε ένα ρουσσώϊκο όνειρο, όπου οι άνθρωποι ήταν κτήμα της κοινότητας και τα προσωπικά συμφέροντα υποτάσσονταν στο κράτος και την «γενική βούληση», καταστρέφοντας την αστική τάξη. Το έθνος ρομαντικοποιήθηκε ως ο μοναδικός αληθινός μύθος, βρισκόμενο υπό την ηγεσία μιας μαχητικής πρωτοπόρας ελίτ.

Ο Εβραίος καθηγητής George L. Mosse υποστήριξε στο βιβλίο του «Η Φασιστική Επανάσταση» ότι ο φασισμός με το ιδανικό της λαϊκής κυριαρχίας όπως εκφράστηκε από τον φιλόσοφο Rousseau, όπου ο ηγέτης ενσάρκωνε τη «γενική βούληση» του λαού, εκδήλωσε μια νέα κοσμική θρησκεία, δηλαδή ένα κοινωνικό έλεγχο στις μάζες μέσω επίσημων τελετών, φεστιβάλ, και εικόνων, δηλαδή μέσω ενός Μύθου. Ο ολοκληρωτισμός ξεκίνησε στη σύγχρονη εποχή με τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Γενική Βούληση» του Ρουσσώ ήταν μια εξύψωση του λαού που κατευθύνθηκε από τους Ιακωβίνους σε μια δικτατορία στην οποία οι άνθρωποι λάτρευαν τον εαυτό τους μέσω των δημόσιων εορτών και συμβόλων «της Θεάς Λογικής». Αυτό που ο Σορέλ ονόμασε συλλογικές αρετές, συνέπεια της αυθόρμητης αποδοχής ενός συνόλου αρχών από τα μέλη μιας κοινότητας, που ζουν σε κίνδυνο, με επικεφαλείς ήρωες στην επική μάχη ενάντια στην παρακμή και την ηθική δειλία.

Ο αντισημιτισμός των επαναστατών αναρχοσυνδικαλιστών βοήθησε στη δημιουργία του «Κύκλου Προυντόν». Δικαιολόγησαν τον αντικαπιταλισμό τους, τον αντι-υλισμό τους και την ιδέα ότι οι Εβραίοι ήταν μία εγγενώς αντεθνική κοσμοπολίτικη δύναμη, βασισμένοι στον Προυντόν, τον Μπακούνιν, ακόμη και τον Σορέλ. Αντι-εβραϊκές τάσεις στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό προϋπήρχαν χάρη στον Έντμουντ Σίλμπερνερ. Ο Έντμουντ βάσισε την κριτική του στον καπιταλισμό σε μεγάλο βαθμό στον αντισημιτισμό. Ο Édouard Berth, εκτός από αναρχικός, εξακολουθεί να θεωρείται ένας πρώιμος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού από τον Zeev Sternhell λόγω των διασυνδέσεών του με τον Rudolf Jung. Ο Berth στο δοκίμιό του «Πλουτοκρατικοί Δορυφόροι» (Plutocratic Satellites) είπε τα εξής:

«Ο Θετικισμός που δημιούργησε το καθεστώς του χρήματος, οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα ισοπεδωτικό υλιστικό και κοσμοπολιτικό καθεστώς. Παρέδωσε την Γαλλία στον αστικό υλισμό, στον Εβραίο κερδοσκόπο και χρηματοδότη».

Ο Georges Valois, ο Philippe Lamour και ο Thierry Maulnier οικειοποιήθηκαν όλοι την avant-garde αισθητική του κυβισμού, του φουτουρισμού, του σουρεαλισμού και της επιστροφής στην τάξη. Καθόρισαν τον «δυναμισμό» της ιδεολογίας του «Κύκλου Προυντόν» με βάση τη «Θεωρία του Μοντάζ» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Για αυτούς η σύγχρονη τέχνη ήταν ο μυθικός προάγγελος μιας αναγεννησιακής επανάστασης που θα ανέτρεπε τους υπάρχοντες κυβερνητικούς θεσμούς, θα εγκαινίαζε μια αντικαπιταλιστική νέα τάξη πραγμάτων και θα αφύπνιζε τη δημιουργική και καλλιτεχνική δυναμική του νιτσεϊκού «Νέου Ανθρώπου». Όλες αυτές οι απόψεις ήταν βασισμένες στα γραπτά του Σορέλ, του οποίου η έννοια του «Επαναστατικού Μύθου» αποδείχθηκε κεντρική στις φασιστικές θεωρίες περί πολιτιστικής και εθνικής αναγέννησης.

Ορισμένοι συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες του γαλλικού φασισμού όπως ο Louis -Ferdinand Céline ή ο Lucien Rebatet θεωρούνται ως «αναρχικοί», κινούμενοι στη γραμμή της αριστοκρατικής, ελιτιστικής και αντιμαζικής σκέψης του αναρχο-ατομικισμού, από μελετητές όπως ο François Richard. Ο Σελίν, που ήταν ένθερμος αντισημίτης και υποστηρικτής των Εθνικοσοσιαλιστών, δήλωσε σε μια επιστολή την 18η Μαρτίου 1934 ότι:

«Είμαι αναρχικός μέχρι το μεδούλι. Πάντα θα είμαι και δεν θα γίνω ποτέ κάτι άλλο».

Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας, συνεργάτης του Άξονα και λατρεμένος των Ευρωπαίων φασιστών, ο Robert Brasillach, όρισε τον φασισμό ως ένα «αντικομφορμιστικό πνεύμα κατ' εξοχήν αντιαστικό, με κλίση προς την ασέβεια» και αναφέρει πώς οι εθνικιστές σύντροφοι του, πολλοί από τους οποίους θα ενταχθούν στις φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, ήταν «αναρχικοί από ιδιοσυγκρασία» και είχαν μια «έμφυτη κλίση για την αναρχία». Στο βιβλίο του Paul Serant «Φασιστικός Ρομαντισμός» το 1971, ο Paul Serant αφηγείται ένα επεισόδιο στο οποίο ένα νεαρό μέλος της Milice Française, απογοητευμένο από την αποτυχία της Révolution Nationale της κυβέρνησης του Vichy, μιλά στον Μπραζιγιάκ και αστειεύεται ότι «στην ουσία είμαστε οι Αναρχο - Φασίστες».

Μαζί με τον κουνιάδο του, τον Maurice Bardéche, ο Brasillach δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1939 το «Histoire de la guerre d'Espagne», μια αφήγηση υπέρ της εθνικιστικής εξέγερσης στην οποία ο Brasillach απέτισε φόρο τιμής στην αναρχική εξέγερση στη Βαρκελώνη το 1936 που πραγματοποιήθηκε από τη CNT, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός ως «την αναπαράσταση μιας από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική ιστορία όλων των εποχών».

Ιταλικός Φασισμός και Αναρχισμός

Ο Γερμανός ιστορικός και μελετητής των αναρχικών κινημάτων Justus Franz Wittkop επισημαίνει ότι ο αναρχισμός μερικές φορές είναι κοντά στον φασισμό και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις μεταμορφώθηκε σε αυτόν, όπως έδειξαν οι περιπέτειες των ιταλικών avant-garde ομάδων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Φασισμός των squadristi ή αλλιώς ο Φασισμός του San Sepolcro επηρεάστηκε έντονα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό της εποχής, φτάνοντας να αποκαλείται ιδεολογία - ξαδέρφη του αναρχοσυνδικαλισμού. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων που ο φασισμός διατήρησε ορισμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις στον αναρχισμό, στο βαθμό που αυτός ήταν μια εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού έναντι του μαρξισμού, στερεώνοντας τα οικονομικά αξιώματα του Μπακούνιν και του Προυντόν σε έναν Εθνικοσυνδικαλισμό που αργότερα θα αναπτυχθεί σε κορπορατιβισμό.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατάληψη της παραλιακής πόλης Fiume (Rijeka) από τον πολεμιστή-ποιητή και για κάποιους πρωτοφασιστή, Gabriele D'Annunzio, ο οποίος αφού κατέλαβε το Fiume με έναν στρατό πατριωτών λεγεωνάριων και Βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου, ίδρυσε μια μεταβατική πόλη - κράτος με το όνομα «Αντιβασιλεία του Καρνάρο», το σύνταγμα της οποίας, γραμμένο σε συνεργασία με τον επαναστάτη συνδικαλιστή και αργότερα φασιστή Alceste De Ambris, συνδύαζε ιδέες αναρχοκομμουνισμού, κορπορατισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Ο D'Annunzio, κατά τη διάρκεια των γεγονότων στο Fiume, έδωσε συνέντευξη στον αναρχοσυνδικαλιστή δημοσιογράφο Randolfo Vella για την αναρχική καθημερινή εφημερίδα «Umanità Nova»,  μια συνέντευξη στην οποία ο D'Annunzio είπε ότι ήταν υπέρ ενός «κομμουνισμού χωρίς δικτατορία», και δήλωσε «όλη η κουλτούρα μου είναι αναρχική».

Εν ολίγοις, το Fiume υπό τον D’Annunzio, ήταν ένας ελευθεριακός χώρος για όσους ήθελαν να βιώσουν κάτι τολμηρό και αιρετικό μακριά από τις αστικές συμβάσεις της ζωής, της τέχνης και της δράσης. Μιλάμε για έναν de facto αναρχισμό, υπαρξιακό θα λέγαμε, αλλά όχι χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Για παράδειγμα, από το Fiume γράφτηκαν σφοδρές διακηρύξεις και καταγγελίες εναντίον του Giovanni Giolitti, του αρχιτέκτονα της σύλληψης του Errico Malatesta, ιστορικής φυσιογνωμίας του αναρχικού κινήματος.

Είναι γνωστό ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι, η ιδρυτική φυσιογνωμία του φασισμού, ήταν γιος ενός αναρχοσυνδικαλιστή σιδηρουργού και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, αποτελώντας μάλιστα έναν από τους πιο αξιόλογους αναρχοσυνδικαλιστές στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενός κόμματος που αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, δήλωσε ότι:

«Ο σοσιαλισμός μου είναι γεννημένος μπακουνινιστικός, ακριβώς όπως ήταν ο σοσιαλισμός του πατέρα μου»

Ο πατέρας του Μουσολίνι, o Αλεσάντρο Μουσολίνι, ήταν μέλος της Αναρχικής Διεθνούς του Μπακούνιν στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1870. Ο αντιφασίστας ιστορικός Gaetano Salvemini ανέφερε ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες του Μουσολίνι είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με τον μαρξισμό, αφού τα ιδεολογικά του αξιώματα, που ήταν πιο κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, εστίαζαν στην επαναστατική βία του Σορέλ και όχι στον ιστορικό ντετερμινισμό.

Ο Μουσολίνι είπε για τον Ζώρζ Σορέλ, του οποίου η κριτική στον μαρξισμό επηρέασε εξίσου τον αναρχισμό και τον φασισμό:

«Χρωστάω τα μέγιστα στον Ζώρζ Σορέλ. Αυτός ο δάσκαλος του Συνδικαλισμού με τις ριζοσπαστικές του θεωρίες για τις επαναστατικές τακτικές συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της πειθαρχίας, της ενέργειας και της δύναμης των φασιστικών ομάδων»

Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε περάσει από το ατομικιστικό φιλοσοφικό στάδιο, ανέφερε ακόμη και τον εγωιστή και πρωτοαναρχικό Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Στίρνερ μεταξύ των επιρροών του, σε ένα άρθρο του 1908 για την εφημερίδα «Romagna» και αργότερα το 1919 στην «Il Popolo d'Italia» είπε:

«Αρκετά, γελοίοι σωτήρες του ανθρώπινου γένους, γελάμε με τα αλάνθαστα ευρήματα σας σχετικά με την ευτυχία! Ελευθερώστε το δρόμο για τις στοιχειώδεις δυνάμεις των ατόμων, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από το άτομο! Γιατί να μην φέρουμε ξανά στη μόδα τον Στίρνερ;»

Ο Πολωνός ιστορικός Leszek Kołakowski στο βιβλίο του «Τα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού» είχε υποστηρίξει ότι έχει μια λογική εξήγηση το ενδιαφέρον του φασισμού να ακολουθεί τις εγωιστικές ιδέες του Στίρνερ:

«Ο φασισμός ήταν πάνω απ' όλα μια προσπάθεια να διαλυθούν οι αντικοινωνικοί δεσμοί που δημιούργησε η ιστορία και να αντικατασταθούν από τεχνητούς δεσμούς μεταξύ ατόμων που αναμενόταν να υποβάλουν ρητή υπακοή στο κράτος με βάση τον απόλυτο εγωισμό. Η φασιστική εκπαίδευση συνδύαζε τις αρχές του κοινωνικού εγωισμού και του αδιαμφισβήτητου κομφορμισμού, με τον τελευταίο να είναι το μέσο με το οποίο το άτομο εξασφάλιζε τη δική του θέση στο σύστημα. Η φιλοσοφία του Στίρνερ δεν έχει τίποτα να πει ενάντια στον κομφορμισμό, αντιτίθεται μόνο στην υποταγή του Εγώ σε οποιαδήποτε ανώτερη αρχή: ο εγωιστής είναι ελεύθερος να προσαρμοστεί στον κόσμο εάν αυτό είναι ξεκάθαρο ότι θα βελτιώσει την θέση του εαυτού του. Η «εξέγερση» του μπορεί να πάρει τη μορφή απόλυτης δουλοπρέπειας, εάν προωθεί το συμφέρον του. Αυτό που δεν πρέπει να κάνει είναι να δεσμεύεται από «γενικές» αξίες ή μύθους της ανθρωπότητας. Το ολοκληρωτικό ιδεώδες μιας κοινωνίας που μοιάζει με στρατώνα, από την οποία έχουν εξαλειφθεί όλοι οι πραγματικοί, ιστορικοί δεσμοί, συνάδει απόλυτα με τις αρχές του Στίρνερ: ο εγωιστής, από τη φύση του, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία του ταιριάζει»

Εξαιτίας αυτής της τάσης του προς τον αναρχισμό ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Filippo Turati επέπληξε τον Μουσολίνι. Από την άλλη πλευρά, ο Torquato Nanni, ο οποίος ήταν ο πρώτος του βιογράφος και στενός του φίλος, θυμήθηκε πώς, όταν ήταν  αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Avantι», ο Μουσολίνι είχε στο γραφείο του πάντα ένα αντίγραφο του έργου του Στίρνερ «Ο Μοναδικός και το Δικό του». Επιπλέον, το έργο του Στίρνερ δεν απογορεύτηκε μετά την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, όπως πολλοί τότε πίστευαν ότι θα συνέβαινε.

Στις 12 Μαΐου 1918, ο Μουσολίνι δήλωσε την αποστασιοποίηση του από οποιοδήποτε πολιτικό ή συνδικαλιστικό κίνημα:

«Είναι η ατομικιστική ή μάλλον αναρχική μου ιδιοσυγκρασία, που με εμποδίζει να πράξω έτσι»

Διατήρησε αυτή την στάση ακόμη και μετά την ίδρυση του «Fasci di combattimento» ενός κινήματος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «αντι-κόμμα». Ιδρύθηκαν ακόμη οι Fasci Anarchici Individualista, στους οποίους ανήκε ο αριστερός φασίστας Stanis Ruinas. Στις 6 Απριλίου 1920, ο μελλοντικός Ντούτσε έγραψε:

«Κάτω το Κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις και τις ενσαρκώσεις. Κάτω το Κράτος του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό και σοσιαλιστικό κράτος. Για εμάς που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον ατομικισμό, δεν υπάρχει άλλη, λόγω του σκότους του παρόντος και του ζοφερού αύριο, από την παράλογη αλλά πάντα παρηγορητική θρησκεία της Αναρχίας!».

Επιπλέον ο Μουσολίνι αγωνιζόταν για τον ίδιο σκοπό με τον προαναφερθέντα εξέχοντα Ιταλό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Ερρίκο Μαλατέστα, τον οποίο κάποτε αποκαλούσε «Δούκα του Αναρχισμού», κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Settimana Rossa (Κόκκινη Εβδομάδα) το 1914, και τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά έναν χρόνο νωρίτερα, κατά την εξορία του Μαλατέστα στο Λονδίνο. Χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1920, ο Μουσολίνι μεσολάβησε για τον Μαλατέστα, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι τον κρατούσε φυλακισμένο χωρίς δίκη για περισσότερους από πέντε μήνες. Ως προς αυτό, ο Μουσολίνι είπε:

«Είμαστε πάντα έτοιμοι να θαυμάσουμε τους Άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για μία πίστη στην οποία πιστεύουν ανιδιοτελώς».

Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προσπάθησε να αρπάξει τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την εκτύπωση της αναρχικής εφημερίδας του Μαλατέστα «Umanità Nova», ο Μουσολίνι του πρόσφερε αποθέματα από την δική του «Il Popolo d’Italia», αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε. Παρά τον αντιφασισμό του και την περιφρόνηση του για τον Μπενίτο, ο Μαλατέστα ήταν μια φιγούρα που θαύμαζε βαθύτατα ο Μουσολίνι κατά τις πρώτες μέρες του φασισμού, σε σημείο που τον Μουσολίνι δεν θα τον πείραζε να τον «προστατέψει» όσο το δυνατόν περισσότερο μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Μαζί με τον Μουσολίνι υπήρχαν και άλλες μορφές που από τον αναρχισμό προσχώρησαν στον «Φασισμό του Σαν Σελπόκρο»  όπως οι Maria Rygier, Leandro Arpinati, Filippo Turati, Fulvio Balisti, Guido Calogero, Mario Carli, Antonio Capizzi, Ferruccio Vecchi, Giovanni Papini, Massimo Rocca, Berto Ricci και αρκετοί ακόμη. Οι δύο τελευταίοι είχαν προσπαθήσει μάλιστα να «αναρχικοποιήσουν» το πρώιμο φασιστικό κίνημα:

Ο Massimo Rocca, ο οποίος ήταν υπερ - ατομικιστής αναρχικός συγγραφέας που αποκαλούσε τον εαυτό του «αναρχικότερο μεταξύ των αναρχικών», υποστήριζε τη δημιουργία μιας φυσικής ελίτ πολεμιστών - εγκληματιών και την υπεράσπιση της υπεροχής του ενστίκτου έναντι της διανόησης. Κατέληξε να ενταχθεί στον Φασισμό το 1919. Έγινε ένας εκ των ηγετών του PNF και ήταν μέλος του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, συμπαραστεκόμενος πάντα στην υπερβολική βία των squadristi, επιτιθέμενος στον φασιστικό νομικιστικό συντηρητισμό καθώς και τοποθετούμενος πάντα υπέρ αυτού που αποκαλούσε «Αναρχικό Κρατισμό». Παρά το γεγονός ότι εκδιώχθηκε από το κίνημα και αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1922, ο Ρόκα επέστρεψε στην Ιταλία το 1943 με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» την οποία και υπηρέτησε μέχρι τέλους.

Από την άλλη πλευρά, ο Berto Ricci, μέλος της αδιάλλακτης φασιστικής παράταξης της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού του Niccolò Giani, ήταν ένας Φλωρεντίνος αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας που εντάχθηκε στον φασισμό το 1927. Ο Ρίτσι αμφισβήτησε μεγάλους τομείς του σύγχρονου κόσμου του. Η κουλτούρα της εποχής συνδεόταν με ένα βαρετό, περιορισμένο και αστικό όραμα της πατρίδας, το οποίο εκείνος αντιπαρέθεσε με έναν επαναστατικό, αυθεντικό, νεανικό και σπαρτιατικό εθνικισμό, ένα όραμα που θα επαινούσε αργότερα ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ο Ρίτσι επικαλέστηκε μια «αιώνια επανάσταση» που θα πολεμούσε όσους είχαν βρει μια θέση στο καθεστώς παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιαστικά α-φασιστική ή ακόμα και αντιφασιστική νοοτροπία, επιβάλλοντας στο καθεστώς, σύμφωνα με τον ίδιο, μια αστική νοοτροπία ξένη προς το πνεύμα του φασιστή επανάσταση. Ο Ricci, διαπνεόμενος από τον οντολογικό του αναρχισμό και τον πολιτικό του φασισμό, δήλωσε ότι:

«Εμείς δεν αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τάξης στην Γερμανία. Αγαπάμε τον Χίτλερ γιατί αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο αταξίας στην Ευρώπη».

Είναι επίσης εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Μουσολίνι αγαπούσε τον Σορέλ, τον πιο εξέχων Γάλλο συνδικαλιστή, και υποστήριζε τον μαχητικό συνδικαλισμό ως το όπλο για την καταπολέμηση της διαφθοράς που προκαλούσε η κοινοβουλευτική πολιτική. Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι είχε υποκύψει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μέχρι το 1904 και είχε αφιερώσει τον χρόνο του στην πραγματοποίηση της «μυθικής» σοσιαλιστικής επανάστασης για την οποία καλούσε ο Σορέλ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μέχρι το 1911, όταν οι συνδικαλιστές στην Ιταλία είχαν αναγνωρίσει ότι δύο σημαντικά πολιτικά ρεύματα είχαν ενωθεί, σφυρηλατώντας έναν νέο προλεταριακό εθνικισμό σε συνδυασμό με έναν επαναστατικό σοσιαλισμό.

Άλλοι που συμμετείχαν σε αυτήν την επανάσταση ήταν ο Edmondo Rossoni, ο Sergio Panunzio, ο A. O. Olivetti, ο Michele Bianchi, ο Alceste De Ambris, ο Paolo Orano και ο Guido Pighetti που χάρη στην επιρροή του Σορέλ κατατάχθηκαν στο φασιστικό κόμμα. Ο ίδιος ο Σορέλ, πίσω στη Γαλλία, συνεργάστηκε με παρόμοιες εθνικιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η «Action Française» και ο «Circle Proudhon». Ο συνδικαλισμός του Σορέλ ενέπνευσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το ιταλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εμψύχωσε τον πρώιμο φασισμό του Μουσολίνι, ο οποίος έφτασε να ομολογήσει:

«Αυτό που είμαι, το οφείλω στον Σορέλ»

Ο Εβραίος ιστορικός Zeev Sternhell, που θεωρείται κορυφαίος ειδικός του Φασισμού, υποστήριξε ότι αυτή η ενσωμάτωση του συνδικαλισμού με τον εθνικισμό ήταν ένας σημαντικός παράγοντας γιατί: «ο ιταλικός επαναστατικός συνδικαλισμός έγινε η ραχοκοκαλιά της φασιστικής ιδεολογίας».

Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος που συνδύασε φραστικά τον Φασισμό με τον Συνδικαλισμό, παρατηρώντας ότι:

«Ο Φασιστικός συνδικαλισμός είναι εθνικός και παραγωγικός σε μία κοινωνία στην οποία η Εργασία γίνεται χαρά, αντικείμενο υπερηφάνιας και τίτλος ευγένειας».

Οι Ιταλοί συνδικαλιστές θεώρησαν την κοινωνική επανάσταση ως ένα μέσο για τον γρήγορο μετασχηματισμό που θα παρείχε «ανώτερη παραγωγικότητα» και ότι εάν αυτή η οικονομική αφθονία αποτύγχανε να επιτευχθεί δεν θα μπορούσε να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Ένα από τα μέσα για να πραγματοποιηθεί η κοινωνική επανάσταση ήταν ο ιμπεριαλισμός για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι που προσέλκυσε πολλούς εθνικιστές  όπως ο Gabriel D'Annunzio στη φασιστική υπόθεση. Η έμφαση από τους συνδικαλιστές στη σημασία του «παραγωγισμού» υποστηρίχθηκε αρχικά από τον Σορέλ το 1907, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Μαρξ θεωρεί επανάσταση όταν ένα προλεταριάτο παραγωγών αποκτάει οικονομικές δυνατότητες. 

Ανέφερε ότι ο Μαρξ υπενθύμιζε ότι: «οι υλικές συνθήκες είναι απαραίτητες για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου» και πρέπει να δημιουργηθούν αυθόρμητα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για αυτό μιλάει ο Τζέιμς Γκρέγκορ στο βιβλίο του «Ιταλικός Φασισμός και Αναπτυξιακή Δικτατορία», θεωρώντας ότι αυτή η άποψη είναι που παρακίνησε το αρχικό Μανιφέστο των «Ιταλικών Δεσμών της Μάχης».

Οι Φασίστες πίστεψαν ότι χάρη στον Σορέλ βρήκαν στον μαρξισμό ένα σχέδιο αναπτυξιακών ιστορικών σκοπών που θα επιφέρει με άμεση δράση τον εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι οι διανοούμενοι του συνδικαλισμού συνειδητοποίησαν ότι η πρωτόγονη οικονομία της Ιταλίας δεν μπορούσε να διευκολύνει ούτε τον σοσιαλισμό ούτε την αφθονία για την κοινωνία. Χωρίς μια ώριμη βιομηχανία που θα αναπτυχθεί από την αστική τάξη, κατάλαβαν ότι μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση απαιτούσε την υποστήριξη των «αταξικών» επαναστατών, τη συνεργασία και τον πόλεμο. Ο Μουσολίνι, μαζί με Ιταλούς συνδικαλιστές, εθνικιστές και φουτουριστές, υποστήριξαν ότι αυτοί οι επαναστάτες θα ήταν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, ο φασισμός θα ήταν «ο σοσιαλισμός των προλεταριακών εθνών». Οι φουτουριστές, μερικοί από αυτούς κοντά στον φασισμό, μίλησαν επίσης ευνοϊκά για τον Renzo Novatore, έναν εξέχοντα αναρχο - ατομικιστή συγγραφέα και «τρομοκράτη» που είχε δηλώσει τα παρακάτω:

«Ο Μαρινέτι, αξιόλογος για τον εθνικισμό και την μαχητικότητα του, συγκλίνει σε αναρχο - ατομικιστικές θέσεις στο έδαφος της υπονόμευσης του Κράτους και της κριτικής των ηθών. Ο κρατισμός των μαρξιστών σοσιαλιστών είναι πιο ασυμβίβαστος με την Αναρχία, από ότι είναι ο ελευθεριακός φουτουρισμός και ο Φιουμανισμός»

Οι Φασίστες συνδικαλιστές ασχολήθηκαν επίσης με την ιδέα της αύξησης της παραγωγής για χάρη της αφθονίας. Ο Sergio Panunzio, ένας σημαντικός θεωρητικός του ιταλικού φασισμού και του συνδικαλισμού, πίστευε ότι οι συνδικαλιστές έπρεπε να είναι παραγωγιστές (producerists) και όχι διανομιστές (distributists). Στην κριτική του για τον χειρισμό της οικονομίας από τους μπολσεβίκους, ο Panunzio υποστήριξε ότι το ρωσικό σοβιετικό κράτος είχε γίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου και όχι του προλεταριάτου. Ο Panunzio υποστήριξε ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι απέτυχαν να τηρήσουν την προειδοποίηση που είχε κάνει ο Ένγκελς το 1850 σχετικά με τους κινδύνους από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικής επανάστασης μέσα σε ένα οικονομικά καθυστερημένο περιβάλλον, οδηγώντας έτσι σε μία περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του ιταλικού συνδικαλισμού και του διεθνιστικού σοσιαλισμού.

Με την ίδρυση της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Φασιστής ηγέτης και πρώην μπολσεβίκος Nicola Bombacci θα κατονομάσει ως επιρροή του για την δημιουργία του «Μανιφέστου της Βερόνα» - η πολιτική δήλωση της RSI για την κοινωνικοποίηση της εθνικής οικονομίας - τον Ουκρανό αναρχοκομμουνιστή ηγέτη, Néstor Makhno, την Fabian Society και τον διανομισμό (distributism).

Υπάρχει επίσης η φιγούρα του Mario Merlino, ενός συγγραφέα ρωμαϊκής καταγωγής, ο οποίος στα νιάτα του κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού», ήταν ενθουσιώδες μέλος του νεοφασιστικού κινήματος Avanguardia Nazionale, αποκτώντας φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Pino Rauti και ο Stefano Delle Chiaie. Τελικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εντάχθηκε στο ιταλικό αναρχικό κίνημα χωρίς να αρνηθεί το φασιστικό του παρελθόν, υμνώντας στα κείμενα του, τους «Μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι καθώς και τους Αναρχικούς επαναστάτες. Αυτή η επαναστατική φύση του φασισμού χάρη στις αναρχικές και συνδικαλιστικές του καταβολές, τον έκανε πάντα να ακολουθεί τον στόχο της της κοινωνικοποίησης. Η οικονομική πολιτική του Κορπορατιβισμού για τον Φασισμό ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο Εθνικοποιημένος Συνδικαλισμός, μια αντιστροφή του Αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Douglas Pearce δήλωσε σχετικά:

«Ο τρόπος που το καταλαβαίνω είναι ότι, για να παραφράσω τον Μουσολίνι, οι φασίστες είναι οι πραγματικοί αναρχικοί γιατί έκαναν πραγματικά αυτό ακριβώς που ήθελαν. Η ελευθεριοκρατία και ο φασισμός είναι κολλητοί, ανεξάρτητα από το πόσο απεχθές μπορεί να το βρουν μερικοί άνθρωποι».

Ισπανικός Φασισμός και Αναρχισμός

Όπως με τον ιταλικό φασισμό, έτσι και στην Ισπανία, ο εθνικοσυνδικαλισμός ή αλλιώς Φαλαγγιτισμός εμφανίστηκε ως μία ακόμη όψη του αναρχοσυνδικαλισμού, ως μια μορφή «εθνικοποίησης» της αναρχικής συλλογικότητας, του κοινοτισμού και της αγροτισμού (agrarianism). Ο Φαλαγγιστής συγγραφέας Manuel Souto Vilas είχε την ιδέα να προσαρμόσει τον ξένο φασισμό σύμφωνα με την ισπανική αναρχική σκηνή, δίνοντας στον ισπανικό φασισμό το όνομα «εθνικοσυνδικαλισμός» αντί για «εθνικοσοσιαλισμός», όπως το ήθελε αρχικά ο Ledesma Ramos.

Για τον φαλαγγιστή διανοούμενο και εισηγητή του φασισμού στην Ισπανία, Ernesto Giménez Caballero, ο εθνικοσυνδικαλισμός ήταν το προϊόν μιας αναρχοσυνδικαλιστικής φόρμουλας, από την οποία πάρθηκαν το όνομα και τα σύμβολά, μέσω της «εθνικοποίησης» του ελευθεριακού ιδεώδους, εξ ου και η παρουσία των κόκκινων και μαύρων χρωμάτων στη σημαία της Ισπανικής Φάλαγγας που μιμούταν εκείνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT το ακρωνύμιο στα Ισπανικά), της σημαντικότερης αναρχικής οργάνωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Αργότερα, με την προθυμία του να εμπλακεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ο Λεντέσμα Ράμος, βασικό πρόσωπο στην ίδρυση του ισπανικού φασισμού, περιέγραψε την CNT ως εξής:

«Η μόνη δύναμη δυσαρέσκειας που είναι έτοιμη να ενσαρκώσει το ισπανικό θάρρος»

Ο Ράμος πίστευε ότι θα επέλθει μια συνεννόηση μεταξύ του CNT και του JONS, του πρώτου εθνικοσυνδικαλιστικού κινήματος που αργότερα συγχωνεύθηκε με τη Φάλαγγα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Οργανικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά λόγω των εσωτερικών εντάσεων που εξαπολύθηκαν στο Συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, και αργότερα τη δεκαετία του ‘30, ορισμένα μέλη της συνομοσπονδίας όπως ο Sinforiano Moldes, ο Guillén Salaya και ο Llorente προσχώρησαν στη JONS. Ο Ledesma Ramos παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη των προσπαθειών της CNT έως ότου πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ «Φάλαγγας» και JONS. Μέχρι τότε, αντίτυπα της Φασιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «La Conquista del Estado» πωλούνταν σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις της CNT.

Η «JONS» είχε ένα επαναστατικό, ανατρεπτικό πρόγραμμα το οποίο βρισκόταν κοντά στον αναρχοσυνδικαλισμό. Φαίνεται ξεκάθαρα καθ' όλη τη διάρκεια του 1931 και μέχρι και τη συγχώνευση με την Ισπανική Φάλαγγα το 1934 όταν ο Ράμος διατύπωσε τις δικές του «δογματικές» προτάσεις. Ως παράδειγμα φέρνουμε το περίφημο άρθρο του «Το Αναπάντεχο Συνέδριο της CNT» στο οποίο αναφέρει:

«Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκατομμύριο μέλη της CNT. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αναζητήσουμε, να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε με φιλικά μάτια. Πρέπει να είμαστε μαζί με την CNT σε αυτές τις στιγμές άμεσης συνδικαλιστικής μάχης, σε αυτές τις στιγμές ζύγισης κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι πιστεύουμε ότι εκπληρώνουμε το καθήκον μας ως αρχιτέκτονες της συνείδησης και του επόμενου γνήσιου πολιτισμού της Ισπανίας»

Σύντομα ο Λεντέσμα Ράμος θα εγκατέλειπε το ενδιαφέρον του για το αναρχικό κίνημα ενώ ο Χοσέ Αντόνιο, όντας παθιασμένος με την ανακάλυψη του, συλλογίζεται εκείνα τα αποφασιστικά χρόνια  μία συμμαχία, μέχρι να φτάσει στην εμβληματική ομιλία της «Επανάστασης» ενώπιον χιλιάδων μελών της CNT. Ήταν τότε που στην Μάλαγα της Σεβίλλης επιχειρήθηκε διάλογος μεταξύ της «Falange de la JONS» και της «CNT». Ο Diego Abad de Santillán, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αναρχοσυνδικαλιστικής σκηνής, γράφει σχετικά στα απομνημονεύματα του:

«Πόσο θα είχε αλλάξει η μοίρα της Ισπανίας αν ήταν εφικτή μια συμφωνία μεταξύ μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Primo de Rivera! Έτσι εξηγώ την αιτία της ήττας των αναρχικών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Όπου ήταν δυνατόν, η Φάλαγγα προσπάθησε να παγιώσει συμφωνίες και συμφωνίες με τη CNT. Ο Φαλαγγίτης αγωνιστής Patricio González de Canales πανηγύρισε τη στιγμή της σύναψης συμφώνου μη επίθεσης με τη CNT στη Σεβίλλη».

Αυτές οι προσπάθειες προσέγγισης είχαν ως αποτέλεσμα συναντήσεις με υποστηρικτές του αναρχοσυνδικαλισμού, κάποιες δημόσιες και σχεδόν μαζικές συναντήσεις όπως το δείπνο του ίδιου του José Antonio στην Plaça Reial της Βαρκελώνης, με αρκετές δεκάδες μέλη της CNT. Αυτά τα γεγονότα σχεδόν πάντα προετοίμαζε ο Ισπανός φαλαγγίτης ποιητής Luys Santa Marina, ένας από τους πιο συναρπαστικούς και αινιγματικούς χαρακτήρες στην καταλανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1930.

Ο δημοσιογράφος Felio A. Villarubias εξήγησε στην εφημερίδα «El Ejército» στις 19 Ιουλίου:

«Η «Φάλαγγα» της Βαρκελώνης, σε συμμόρφωση με τις εντολές του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, είχε έρθει σε επαφή μέσω των Luys Santa Marina και José María Poblador, με αυθεντικούς συνδικαλιστές της CNT, που ανησυχούσαν με την πολιτικοποίηση του κινήματος τους που ως τότε το αντιλαμβάνονταν σε αποκλειστικά συνδικαλιστική βάση. Οι επαφές απέτυχαν στο τέλος επειδή η FAI άσκησε ένα πολύ έντονο «tagging».

Ο Jose Maria Fontana προσθέτει:

«Ο Χοσέ Αντόνιο ενδιαφέρθηκε πολύ για τις επαφές μας με τη CNT. Σε ένα από τα ταξίδια του είχαμε μια συζήτηση και δειπνήσαμε με μια ομάδα διευθυντικών στελεχών. Ωστόσο, το ξέσπασμα της επανάστασης διέκοψε τις επαφές. Η πεποίθηση των Φαλαγγιτών ήταν μέχρι τότε ότι ήταν δυνατό να προσελκύσουν έναν μεγάλο αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών στις τάξεις τους, ότι μόνο ο «εθνικός παράγοντας» τους χώριζε».

Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ένα παράδειγμα αυτού ήταν ο Marciano Durruti, ο αδελφός του Buenaventura Durruti, της πιο σημαντικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας της αναρχικής Βαρκελώνης πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε μια συνάντηση με τους Φαλαγγίτες στις αρχές του 1936 και προσπάθησε να μεσολαβήσει για μια συμμαχία μεταξύ της «Φάλαγγας» και της CNT με δική του πρωτοβουλία. Ο Manuel Hedilla Larrey, ο δεύτερος εθνικός επικεφαλής της FE de las JONS, αφηγείται στα απομνημονεύματά του ως εξής:

«Ήμουν υπεύθυνος για τη δημιουργία εθνικοσυνδικαλιστικών κυψελών αντιπολίτευσης εντός της CNT, εκείνων που πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ενσωμάτωσης της Φάλαγγας στους αναρχοσυνδικαλιστές, οργισμένοι κατά της Δημοκρατίας».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, υπήρχαν μερικοί «αυθεντικοί» Φαλαγγίτες που, απογοητευμένοι από την κακή διαχείριση της ενωτικής κυβέρνησης, πλησίασαν τις τάξεις της τότε μυστικής CNT. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ισπανικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (το μόνο εξουσιοδοτημένο συνδικαλιστικό κέντρο του καθεστώτος) προσπάθησαν να ενσωματώσουν πρώην μέλη της CNT στις τάξεις τους με σκοπό να μετριάσουν το ισπανικό πολιτικό τοπίο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του διάσημου Καταλανού αναρχοσυνδικαλιστή παιδαγωγού, δημοσιογράφου και πολιτικού Ricard Fornells y Francesc, ο οποίος, αφού επέστρεψε από την εξορία στην Ισπανία το 1941, συνεργάστηκε με το Συνδικάτο για να ενσωματώσει στην φασιστική ένωση έναν μεγάλο αριθμό εξόριστων της CNT που βρίσκονταν στη Γαλλία.

Ο Juan M. Molina, γενικός γραμματέας της CNT, μιλά στα απομνημονεύματά του για έως και τριακόσιους αναρχικούς που αποδέχθηκαν τέτοιες προτάσεις. Θεωρούνταν επιρρεπείς στο να ενταχθούν στον Εθνικοσυνδικαλισμό, όπως λέει ο Herrín, «λόγω των έλξεων τους». Το 1945 σχηματίστηκε μία ομάδα αποτελούμενη από αυθεντικούς Φαλαγγίτες, γνωστούς και ως αντιφρανκιστές και φυγάδες αναρχοσυνδικαλιστές από τη CNT, η οποία ονομάστηκε «Συνδικαλιστική Συμμαχία» και είχε ως σκοπό να επισημοποιήσει τις σχέσεις που προκύπταν κατά διαστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τέτοιες προσπάθειες έγιναν επίσης με το «Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Μέτωπο» του αντιφρονούντα Φαλαγγίτη πολιτικού, Narciso Perales, ο οποίος πρότεινε να «συμφιλιωθούν» οι αναρχικές ιδέες του ελευθεριακού κομμουνισμού του Ángel Pestaña με το δόγμα του Χοσέ Αντόνιο. Είναι κατά τη διάρκεια της μετάβασης που αυτές οι προσπάθειες αναβίωσαν μετά το Τρίτο Συνέδριο της «Αυθεντικής Φάλαγγας» στη Σαραγόσα το 1979, με έναν μεγάλο αριθμό Φαλαγγιτών να εντάσσονται στις τάξεις της CNT. Είναι μάλιστα  γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των καταλανικών στελεχών της CNT εκείνα τα πρώτα χρόνια της ισπανικής δημοκρατίας προέρχονταν απευθείας από το FET de las JONS.

Συμπεράσματα

Αυτή είναι η επισκόπηση αυτής της ιστορικής αλληλοεπικάλυψης. Η μετάβαση από την αναρχία στον φασισμό είναι μια διαλεκτική πρόταση, είναι η τελική κατανόηση του ότι εμείς οι φασίστες μπορούμε να πετύχουμε πολύ καλύτερα αυτό το οποίο θέλουν οι αναρχικοί. Όπως είπε κάποτε ο Bombacci: «Ο φασισμός είναι η αληθινή πραγμάτωση του κομμουνισμού». Ο ισχυρισμός ότι εμείς οι φασίστες είμαστε οι «Τέλειοι Αναρχικοί» δεν είναι εκτενής, αν και δείχνει κάτι που πιστεύουν πολλοί φασίστες, αλλά δεν μπορούν να το απλοποιήσουν και να το εκφράσουν.

Οι Φασίστες μπορούν να επιτύχουν, καλύτερα και πιο αληθινά, αυτό που οι φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ιδεολογίες επιδιώκουν. Ο Φασισμός είναι Ελευθερία, Πολιτεία, Ισότητα, Ατομικότητα, Κολεκτιβισμός, ένα Αληθινό Κράτος Δικαίου, όλα αυτά ταυτόχρονα. Ο Φασισμός εμπεριέχει θραύσματα από κάθε ιδεολογία, γεγονός που τον καθιστά, όπως δήλωσε ο Μουσολίνι, απόλυτα πρωτότυπο. Είναι καιρός να κατανοήσουμε την προέλευση του Φασισμού και να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς οι Φασίστες πρέπει να είμαστε Αναρχικοί αν θέλουμε να νικήσουμε την τρέχουσα τάξη πραγμάτων. Ο Φασισμός έχει τον ίδιο στόχο με τους αναρχικούς που ευαγγελίζονται την κατάργηση του κράτους χάριν της θεμελίωσης μίας νέας αναρχικής οργάνωσης.

Μπορούμε να πούμε ότι ο Αναρχισμός επιδιώκει ένα νέο κράτος - αν αντιληφθούμε το κράτος ως οντότητα, δηλαδή ανθρώπους που κατέχουν το μονοπώλιο της βίας και του ελέγχου των θεσμών. Τόσο ο Αναρχισμός, όσο και ο Φασισμός θα επιβάλουν στην πραγματικότητα ένα Νέο Κράτος. Θα διαφέρει από το σημερινό αλλά θα είναι συλλογικά οργανικό και επομένως επαναστατικό. Το βλέπουμε και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την εμπλοκή του σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα. Ακόμη και με τις διασυνδέσεις του με τον άνθρωπο που επηρέασε ριζικά τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Μπακούνιν ήταν ακόμη εξαιρετικά αντισημίτης, αποκαλώντας τον Μάρξ «εβραϊκή τραπεζική μαριονέτα». Αυτές οι διασυνδέσεις γίνονται ακόμη πιο βαθιές στον Προυντόν που επηρέασε τον Όττο Στράσσερ και το «Μαύρο Μέτωπο».

Επιπλέον, έχουμε ακόμη τον Εθνικό Αναρχισμό που υιοθετεί στοιχεία του φασισμού αν και ισχυρίζεται ότι τον απορρίπτει. Θα έλεγα ότι εφαρμόζει τον φασισμό στην αναρχία. Κάποιοι μάλιστα είναι κοντά στον ιδεολογικό εθνικοσοσιαλισμό δημιουργώντας έναν λαϊκό σοσιαλισμό βασισμένο στον τοπικισμό, με μικρές τοπικές κοινότητες και φυλετικές ομάδες που  διαχωρίζονται από το σύγχρονο κράτος σε μικρές ομοιογενείς κοινωνίες. Έχουν ως όραμα να αντικαταστήσουν τα συγκεντρωτικά έθνη - κράτη με μια ποικιλία πολιτικών οντοτήτων μικρής κλίμακας.

Η έννοια του «Άναρχου» του Ernst Jünger είναι κεντρική στον Εθνικό Αναρχισμό. Ο «Άναρχος» είναι μια ιδανική φιγούρα ενός κυρίαρχου ατόμου που εξελίχθηκε από την επίδραση της αντίληψης του Max Stirner για τον «Μοναδικό». Αυτή η ιδέα παρέχει απεριόριστο συγκρητισμό στον Εθνικό Αναρχισμό, επιτρέποντας στους οπαδούς του να ισχυρίζονται ότι έχουν ξεπεράσει τη διχοτόμηση της συμβατικής πολιτικής για να αγκαλιάσουν ανώτερες πολιτικές μορφές που βρίσκονται «πέρα από την αριστερά και την δεξιά».

Σε αυτή την γραμμή κινούταν η Else Christensen, μία αναρχοσυνδικαλίστρια ιδεολόγος της «Τρίτης Θέσης» που ήθελε μια κοινωνία αποτελούμενη από φυλετικά ομοιογενείς άριες κοινότητες. Περιγράφοντας την ιδανική κοινωνική της κατάσταση ως «φυλετικό σοσιαλισμό», οραματίστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι λευκοί ζούσαν σε μικρές, αυτάρκεις «φυλετικές» αγροτικές κοινότητες. Η Christensen απέρριψε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό και τον υλισμό, πιστεύοντας στην ανάγκη για οικολογική συνείδηση, ένα ήθος επιστροφής στη γη και μία βιώσιμη παραγωγή. Βλέπουμε επίσης παραλληλισμούς με σύγχρονους Εθνικο - Αναρχικούς, όπως ο Troy Southgate και ο Keith Preston. Συχνά οι Εθνικo - Αναρχικοί υιοθετούν είτε τον συνδικαλισμό είτε την αλληλοβοήθεια ως το προτιμώμενο οικονομικό τους μοντέλο.

Ομάδες όπως οι αναρχικοί του «National Tempetist Coordination» καταλαβαίνουν ότι στόχος θα είναι πάντα ο φασισμός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους, είτε αυτές είναι ολοκληρωτικές, είτε αναρχικές, ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος. Η εξουσία για χάρη της εξουσίας και η συλλογικότητα για τη συλλογικότητα, μια μακιαβελική στρατηγική. Αυτή η προσήλωση σε οποιοδήποτε μέσο για χάρη της εξουσίας φέρνει στο μυαλό μας τον σχετικισμό. Το «Geist» του Χέγκελ είναι στον Φασισμό το Κράτος, του οποίου θεμέλιο είναι ο «Μοναδικός» του Στίρνερ και επομένως όλοι εμείς, δηλαδή μια έκφραση της Γενικής Βούλησης. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο «The Anarchist Individualist Origins of Italian Fascism» του Stephen B. Whitaker. 

Ουσιαστικά ο φασισμός και η φιλοσοφία του πραγματικού ιδεαλισμού (actual idealism) είναι ριζοσπαστικές υποκειμενιστικές μορφές ιδεαλισμού που ακολουθούν τη σοφιστική παράδοση. Ο φασισμός θα κάνει ότι χρειαστεί για να υπάρξει και να αποκτήσει την εξουσία ρεαλιστικά. Η παλιά σοσιαλίστρια, μέντορας του Μουσολίνι, Angelica Balbanoff, υποστήριξε ότι ο Ντούτσε δεν ήταν ποτέ αληθινός σοσιαλιστής, αλλά ένας ακτιβιστής διψασμένος για εξουσία, με τάση για βία. Αυτή η μακιαβελική στάση σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική χρήση βίας όπως η άμεση δράση, δείχνει την αληθινή αναρχική πτυχή του φασισμού. 

Μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερη βαρύτητα σε όλα αυτά βασιζόμενοι στα όσα έγραψε ο Μουσολίνι στην «Il Popolo d’Italia» στο άρθρο του «Σχετικισμός και Φασισμός»:

«Στην πραγματικότητα, είμαστε κατ' εξοχήν σχετικιστές, από την στιγμή που ο σχετικισμός συνδέθηκε με τον Νίτσε και με τη «Θέληση για Εξουσία». Ο ιταλικός φασισμός ήταν, όπως και είναι ακόμα, το πιο υπέροχο δημιούργημα της ατομικής και συνάμα εθνικής θέλησης για εξουσία. Όλα όσα έχω πει και έχω κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια είναι σχετικισμός, ένας σχετικισμός από διαίσθηση. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες είναι ίσης αξίας, ότι όλες οι ιδεολογίες είναι απλές μυθοπλασίες, ο σύγχρονος σχετικιστής συμπεραίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό του τη δική του ιδεολογία και να προσπαθήσει να την επιβάλει με όλη την ενέργεια που είναι ικανός.

Αν ο σχετικισμός υποδηλώνει περιφρόνηση για σταθερές κατηγορίες και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της αντικειμενικής αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από την φασιστική συμπεριφορά και δραστηριότητα. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη την ενέργεια που είμαστε ικανοί».

Marciano Durruti (06.03.1911 - 22.08.1937): Presente!



γράφει ο Δον Κρινιώτης

Ὁ ἐπαναστατικὸς συνδικαλισμὸς - ἀντικαπιταλιστικὸς καὶ ἀντισοσιαλδημοκρατικός, καὶ ταυτόχρονα σοσιαλιστικὸς καὶ ἐθνικιστικὸς- ἦταν σίγουρα ὁ ἀδελφὸς τοῦ φασισμοῦ. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία, μὲ τὴν προσχώρηση τῶν Ἰταλῶν ἐπαναστατῶν συνδικαλιστῶν στὸ φασιστικὸ κίνημα τοῦ Μουσολίνι, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κατέλαβαν τὴν ἀριστερὴ πτέρυγα.

Εἶναι ὅμως καὶ ὁ ἰβηρικὸς ἀναρχοσυνδικαλισμὸς ἀδελφὸς τοῦ φασισμοῦ; Αὐτὸ μᾶς τὸ ἀποδεικνύει συμβολικὰ καὶ κυριολεκτικὰ ὁ Μαρθιάνο Ντουρούτι, ἀδελφὸς τοῦ διάσημου ἀναρχικοῦ ἡγέτη (ναί, ἔχουν καὶ οἱ ἀναρχικοὶ ἡγεσία, καθότι κανένα δόγμα δὲν μπορεῖ νὰ καταργήσει τὴν φύση ὅλων τῶν ἀγελαίων ζώων, μαζὶ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ζῶον πολιτικόν).

Ὁ Μαρθιάνο Ντουρούτι ξεκίνησε ὡς ἀναρχοσυνδικαλιστής, γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ στὸ τέλος σὲ φαλαγγίτης φασίστας. Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ «ἱσπανικοῦ ἐμφυλίου», τὸ καλοκαίρι τοῦ 1936, ἀφοῦ ἀποχώρισε λίγο νωρίτερα ἀπὸ τὴν CNT (τὴν ὀργάνωση τῶν Ἱσπανῶν ἀναρχοσυνδικαλιστῶν), προσχώρησε στὴν ἐθνικοσυνδικαλιστικὴ Ἱσπανικὴ Φάλαγγα, μὲ τὴν μαυροκόκκινη σημαία, ποὺ ἵδρυσε ὁ περίφημος Χοσὲ Ἀντόνιο Πρίμο ντὲ Ριβέρα. 

Ὁ ἀδελφός τοῦ Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, ποὺ φαίνεται νὰ βρῆκε στὸν φασισμὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ πραγμάτωση τοῦ ἐπαναστατικοῦ του πνεύματος, μὲ τὸν ἁρμονικὸ συνδυασμὸ τοῦ σοσιαλισμοῦ μὲ τὸν ἐθνικισμό, προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει τὴν συνεργασία μεταξὺ τῆς CNT καὶ τῆς Φάλαγγας ἀπέναντι στὶς ἀντιδραστικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία.

Οἱ ἐλπίδες του πάντως κάθε ἄλλο παρὰ φροῦδες ὑπῆρξαν. Ὅσο κι ἄν ἡ ἀριστερὴ ἀντιφασιστικὴ προπαγάνδα προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει γιὰ τὸ δῆθεν ἀσυμβίβαστο μεταξὺ σοσιαλισμοῦ καὶ ἐθνικισμοῦ, κι ὅσο οἱ κι ἄν οἱ σύγχρονοι «ἀντιεξουσιαστὲς» ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μαχητικὴ ἐφεδρεία τοῦ παγκοσμιοποιητικοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὸν ἰβηρικὸ ἀναρχισμὸ ἐκείνου τοῦ καιροῦ, τὰ πράγματα ἦταν τότε πολὺ διαφορετικά.

Μαζικὴ ἦταν τότε ἡ προσχώρηση τῶν ἀναρχικῶν στὶς τάξεις τοῦ φασισμοῦ. Μάλιστα, σύμφωνα μὲ ἕνα εὐφυολόγημα τῆς ἐποχῆς ἡ Federación Anarquista Ibérica-FAI (ἡ Ἰβηρικὴ Ἀναρχικὴ Ὁμοσπονδία) μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νὰ λεγόταν Falange Anarquista Iberica (Ἀναρχικὴ Φαλαγγιστικὴ Ὁμοσπονδία), ἀφοῦ ὑπολογίζεται ὅτι περὶ τὸ 20% τῶν μελῶν της εἶχε προσχωρήσει στὴν Φάλαγγα. 

Ἀμφότεροι, ἀναρχικοὶ καὶ φασίστες, πάλευαν ἄλλωστε «γιὰ νὰ μὴ χοντρύνουν οἱ κοιλιές τῶν πλουσίων καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσει ο λαός στὴν ἀθλιότητα», ἐνῶ ἀντίστοιχος ἀριθμὸς ἀπὸ τὴν «ἀριστερὴ τάση τῶν προλετάριων ἀκροδεξιῶν καρλιστῶν» εἶχε προσχωρήσει στὴν FAI. 

[Πηγή: Δ. Φιλιππῆς, Ἱσπανικός Ἐμφύλιος (1936-1939). Διαίρεση, διχόνοια καὶ διχασμός στὴν Ἱσπανία τοῦ 20ου αἰῶνα, ἐκδ. Εστίας, σ. 148-14]. 

Ὅμως, μὲ τέτοια μυαλὰ δύσκολα πάει κανεὶς μπροστά, ὅταν ὑπάρχει μέσα στὸ στρατόπεδο τῶν ἐθνικιστῶν ὁ δούρειος ἵππος τῆς ἀκροδεξιάς.

Ὁ Μαρθιάνο Ντουρούτι συνελήφθη τὸ 1937 μὲ ἐντολὴ τοῦ Φράνκο καὶ κλείστηκε στὴν φυλακὴ Σὰν Μάρκος, στὴν Λεόν. Στὶς 22 Αὐγούστου τοῦ 1937, στὶς ἕξι τὸ ἀπόγευμα, ντυμένος μὲ τὴν γαλάζια στολὴ τῆς Φάλαγγας καὶ μὲ ὑψωμένη τὴν δεξιά, ἐκτελέστηκε, στὰ 26 του χρόνια.

Κι ἄν ὁ ἀναρχισμὸς εἶναι, καθὼς φαίνεται, τὸ προστάδιο τοῦ φασισμοῦ, δὲν γίνονται ὅλες οἱ χρυσαλίδες πεταλοῦδες. Οἱ πιὸ πολλὲς χάνονται. Μεταμορφώνονται μονάχα ἐκεῖνες ποὺ μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν βάσανο τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς.

Τὰ καλύτερα στοιχεῖα τοῦ ἐπαναστατικοῦ ρομαντισμοῦ, οἱ πρεσβευτὲς τῆς ἱσπανικῆς ἱπποσύνης τοῦ Δὸν Κιχώτη, βρήκαν, σὰν τὸν Μαρθιάνο, τὴν δικαίωση τῶν κοινωνικῶν τους πόθων στὸν πραγματικὸ σοσιαλισμό, ποὺ εἶναι μονάχα ὁ ἐθνικός.

Ἀθάνατος!

πηγή

Ramiro Ledesma Ramos, Φασίστας και Φιλόσοφος που δολοφονήθηκε ακριβώς 85 χρόνια πριν! (23.05.1905 - 29.10.1936)

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Μεταξύ των διάφορων Φασιστών ηγετών που εμφανίστηκαν σχεδόν παντού στην Ευρώπη μεταξύ των δύο πολέμων, η φιγούρα του Ισπανού Ramiro Ledesma Ramos, δεν έχει προκαλέσει ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον στους ιστορικούς, τουλάχιστον από αυτή την πλευρά των Πυρηναίων.        

Οι λόγοι είναι προφανείς: είναι ένας ηγέτης που όχι μόνο δεν ανέβηκε ποτέ στην εξουσία, αλλά που ακόμα και στο δικό του περιβάλλον έπρεπε να ζήσει με διάφορες άλλες, περισσότερο ή λιγότερο χαρισματικές φιγούρες, σκεφτείτε μόνο τον José Antonio Primo de Rivera και τον Onesimo Redondo, αλλά και ηγέτες που προέρχονται από τον στρατιωτικό και κληρικο - αντιδραστικό κόσμο, όπως ο ίδιος ο Francisco FrancoΣυνολικά, η Juntas de ofensiva nacional - sindicalista που ιδρύθηκε από τον Ledesma δεν είχε ποτέ μαζικούς οπαδούς, ούτε ο ηγέτης Zamorano (γεννήθηκε στο Alfaraz de Sayago, στην επαρχία Zamora, το 1905) είχε ποτέ ρητορικό ταλέντο ή οργανωτική ιδιοφυΐα  ίσα με αυτά του Μουσολίνι και του Χίτλερ.


Η σημασία του, όμως, βρίσκεται αλλού. Όπως έγραψε ο καθηγητής και μελετητής της Ισπανικής δεξιάς, Pedro Carlos González Cuevas, «ο Ramiro Ledesma Ramos είναι ο μεγαλύτερος θεωρητικός του Ισπανικού Φασισμού. Οι περισσότερες από τις ιδέες του Falangist ή του National Syndicalist προέρχονται από το έργο του. Στο πλευρό του, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα και ακόμη και ο Ernesto Giménez Caballero καταλαμβάνουν έναν ρόλο επιγόνων».

Αλλά υπάρχουν και άλλα: ο Ramiro Ledesma δεν ήταν μόνο ένας γενικός πολιτικός θεωρητικός, αλλά ένας αληθινός φιλόσοφος. Οι φιλοσοφικές ρίζες των Φασισμών και η επίδραση της φιλοσοφίας στους ηγέτες αυτών των κινημάτων έχουν διερευνηθεί μόνο τα τελευταία χρόνια. Στην περίπτωση του Ισπανού πολιτικού, ωστόσο, η αλληλοδιείσδυση μεταξύ Φασισμού και φιλοσοφίας γίνεται ακόμη πιο στενή: ο Ramiro είναι φιλόσοφος με την σωστή έννοια, με πανεπιστημιακό υπόβαθρο, συστηματικές σπουδές και μια πολύ σεβαστή γραπτή παραγωγή για το θέμα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι πρώτες αναφορές του Μάρτιν Χάιντεγκερ στα ισπανικά είναι πολύ πιθανό να βρεθούν σε κάποια άρθρα που δημοσιεύθηκαν από τον ιδρυτή των Jons.

Εξέγερση ενάντια στον αστικό κόσμο

Οι βιογράφοι συνήθως διακρίνουν τρεις φάσεις στη ζωή του Ledesma Ramos: μια λογοτεχνική φάση, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1925, μια φιλοσοφική φάση, που αναπτύχθηκε μεταξύ 1925 και 1930, και, μετά από εκείνο το έτος, μια πολιτική φάση, που εγκαινιάστηκε το 1931 με την κυκλοφορία του εβδομαδιαίου περιοδικού το La Conquista del Estado και την ίδρυση, την ίδια περίοδο, των Jons, (που το 1934 θα συγχωνευθούν με τη Falange, ακόμα κι αν ο Ramiro εγκαταλείψει το ενιαίο κόμμα λίγο αργότερα, λόγω ιδεολογικών διαφορών). Ειδικά στο περιοδικό αυτό ο Ramiro  θα επαναλάβει επανειλημμένα την απόρριψη του για την μαρξιστική ταξική πάλη και τον αστικό κοινοβουλευτισμό για τη συγκρότηση μιας νέας «κατάστασης εργασίας», στη βάση του Ιταλικού Φασισμού: κορπορατισμός, κοινωνικοποίηση εταιρειών και μέσων παραγωγής, εθνικός συνδικαλισμός.

Ας παραμείνουμε λίγο εδώ (πριν προχωρήσουμε να δούμε τον Ramiro σαν φιλόσοφο). Στο κεντρικό επίκεντρο της σκέψης του θα είναι η κυριαρχία του κράτους. Για τον Ramiro, το νέο κράτος θα είναι εποικοδομητικό και δημιουργικό. Θα υποκαταστήσει άτομα και ομάδες και η απόλυτη κυριαρχία θα κατοικεί μόνο σε αυτό. Η πραγματοποίηση όλων των πολιτικών, πολιτιστικών και οικονομικών αξιών εναπόκειται στο κράτος. Έτσι το νέο κράτος θα επιβάλει τη συνδικαλιστική δόμηση της οικονομίας, η οποία όμως εξαλείφει τον αγώνα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων για την ίδρυση μιας ενιαίας τάξης βασισμένης στην εθνική αλληλεγγύη. Οι οικονομικές δυνάμεις θα συμμετέχουν ανά πάσα στιγμή στα υψηλά άκρα του κράτους.

Συνολικά, το La Conquista del Estado θα έχει μόνο 23 εκδόσεις. Ανεστάλη πολλές φορές η κυκλοφορία του και δεν έλαβε βοήθεια ή επιδοτήσεις κανενός είδους. Το επαναστατικό του στυλ ως φωνή ενάντια στο ρεύμα και σε αντίθεση με τη Δημοκρατία θα οδηγήσει τον Ramiro Ledesma Ramos να γνωρίσει τις ισπανικές φυλακές. Στο τελευταίο τεύχος του Ιουνίου 1931, προτρέπει σε ένοπλη εξέγερση ενάντια στην πολιτική που πουλήθηκε στους ξένους, ενάντια στους μαρξιστές διεθνείς που επιβουλεύονται τη διάλυση της πατρίδας. Η βία ως η πρώτη αποστολή του στο The Conquest of the Estado.

Ας επιστρέψουμε όμως στον «άλλόν» Ramiro, όπου  υπάρχουν προφανώς έντονα στοιχεία συνέχειας μεταξύ των τριών φάσεων. Η λογοτεχνική του παραγωγή, για παράδειγμα, είναι γεμάτη φιλοσοφικά και πολιτικά περιεχόμενα. Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων αυτής της περιόδου είναι εύγλωττοι: El fracaso de Eva, La hora romántica, El joven suicida, El vacío (cuento metafísico). Πρωταγωνιστές αυτών των γραφών είναι πάντα νέοι άνθρωποι δύσπιστοι απέναντι στην αστική πραγματικότητα που τους περιβάλλει, παλεύοντας ενάντια στον υλικό κόσμο και όχι σπάνια φτάνοντας στην αυτοκτονία. Κι όμως, η γενική οπτική των μυθιστορημάτων δεν είναι απαισιόδοξη, αλλά βιταλιστική.

Αλλά το πιο σημαντικό μυθιστόρημα του Ramiro είναι αναμφίβολα το El sello de la muerte, το οποίο έχει τον εξαιρετικά Νιτσεϊκό υπότιτλο του La voluntad al servicio de las ansias de superación: Poderío y grandeza intelectual. (Η θέληση στην υπηρεσία της επιθυμίας για υπεροχή: Δύναμη και πνευματικό μεγαλείο). Το κείμενο, γεμάτο από ρητές Νιτσεϊκές παραπομπές, είναι αφιερωμένο στον Miguel de Unamuno. Και είναι ακριβώς οι σχέσεις του Ledesma Ramos με τον Unamuno και τον Ortega y Gasset, τους δύο γίγαντες του Ισπανικού πολιτισμού του εικοστού αιώνα, που φαίνεται να είναι σχέσεις κρίσιμες.

Για τον Unamuno, ο Ramiro εκτιμά την αίσθηση του τραγικού και την κατάρριψη του ορθολογισμού, τη Νιτσεϊκή επανερμηνεία του Κιχώτη, την οποία ο ίδιος θα επαναλανσάρει στον ύμνο του στον βιταλισμό που είναι το El Quijote y el nuestro tiempo. Μέσω του Ortega εξοικειώθηκε με τη σχολή του Marburg, τον υπαρξισμό και τον Heidegger, εκτιμώντας επίσης τις κοινωνιολογικές προτάσεις που περιέχονται στα España invertebrada και La rebelión de las mas. Ο νεαρός διανοούμενος προσπαθεί να εμπλέξει και τους δύο στα μεταπολιτικά του σχέδια, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο πολιτιστικής ανανέωσης που επιτελούν οι δύο συγγραφείς δεν ανταποκρίνεται στην ίδια πολιτική πρωτοπορία.

Στον Unamuno θα στείλει επίσης το μανιφέστο του για την «κατάκτηση του κράτους», αλλά ο στοχαστής θα απαντήσει με πολύ καυστικό τρόπο, γκρεμίζοντας το πνεύμα του εγγράφου. Ωστόσο, ο μελετητής Luciano Casali επισημαίνει ότι με τον Ortega «τεκμηριώνεται μια συνέχεια σχέσεων μεταξύ μαθητή και δασκάλου και μια εμπιστοσύνη που μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η «κάθοδος του Ledesma στο πεδίο » [...] δεν πραγματοποιήθηκε ακούσια , αλλά συναινώντας - αν όχι και διεγερτικά - ο ίδιος ο Ortega».

Ένας ολοκληρωμένος στοχαστής

Η φιλοσοφική εκπαίδευση του Ramiro, ωστόσο, δεν θα έχει να κάνει μόνο σε άμεσες επαφές, αλλά θα ακολουθήσει και ακαδημαϊκό δρόμο, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ο νεαρός ακτιβιστής, μάλιστα, γράφτηκε στη φιλοσοφία, στα μαθηματικά και στη χημεία στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης (τους δύο επιστημονικούς κλάδους, ωστόσο, θα εγκαταλείψει στην πορεία).

Για να διαβάσει τα κείμενα στην αρχική τους γλώσσα, έμαθε  γαλλικά και γερμανικά. Εμβαθύνει τον γερμανικό ιδεαλισμό, τον Hegel, ιδιαίτερα τον Fichte, και τον νόμο του Croce και του Gentile στις γαλλικές μεταφράσεις (Ce qui est vivant et ce qui est mort de la philosophie de Hegel και l'Esprit acte pur), από τα οποία αντλεί την ηθική αντίληψη. του Κράτους. Επίσης, ασχολείται με τον Freud, τον Einstein και τον Scheler. Στο περιθώριο της ιδιαίτερα «γερμανικής» πολιτιστικής του διαδρομής πρέπει να αναφερθεί και η αγάπη του για τον Richard Wagner.

Το 1926 άρχισε να συνεργάζεται στο La Gaceta Literaria, σε σκηνοθεσία Ernesto Giménez Caballero, ενώ από το 1929 έγραψε στην περίφημη Revista de Occidente, που ίδρυσε ο Ortega y Gasset. Τα άρθρα φιλοσοφίας που δημοσιεύονται σε αυτά τα περιοδικά θα συλλεχθούν μετά θάνατον το 1941 σε έναν τόμο τον Escritos filosóficos. Τρία άρθρα φαίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, που δημοσιεύθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 1930 και στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν σε ένα μόνο κείμενο, στο οποίο ο Ramiro πραγματεύεται τα θέματα που πραγματοποίησε ο Martin Heidegger στο Was ist Metaphysik.

Ο Ισπανός επικεντρώνεται στα επιχειρήματα του Γερμανού στοχαστή, αντιμετωπίζοντας τη θεμελιώδη σχέση του ανθρώπου με το Τίποτα και την αγωνία ως το υπαρξιακό σημάδι που αφήνει αυτή η σχέση. Ο Ραμίρο εκτιμά στον Χάιντεγκερ «να βρίσκεις τον εαυτό σου στη μέση του Είναι ως ολότητα, έχοντας μπροστά μας την ολότητα του Είναι». Εδώ βρίσκουμε ακριβώς την αγωνία, που νοείται ως «το θεμελιώδες γεγονός της ζωής μας». Για την υπαρξιακή αγωνία μιλάει και ο Ledesma Ramos σε ένα σύντομο άρθρο του σε έντυπο της εποχής. Ο Ραμίρο ήταν ο βαθύς και μάχιμος άνθρωπος του Ισπανικού Εθνικοσυνδικαλισμού. Μπόρεσε να δει πέρα ​​από τη λογική της εποχής του σε μια νέα πολιτική φιλοσοφία και έναν επαναστατικό μυστικισμό σε αρμονία με τη γέννηση νέων ιδεών. Ήταν όμως ο Ραμίρο τότε Φασίστας;

Ο ίδιος  πάντα απέφευγε την υπερβολική χρήση αυτής της ετικέτας, ακόμα κι αν ο εφευρέτης των συμβόλων, των συνθημάτων, των μύθων και των τελετουργιών του Ισπανικού Φασισμού που υιοθετούσε ο Φράνκο, ο Ραμίρο ήταν ένας από τους λίγους που δεν παρασύρθηκε  στον Ισπανικό εθνικοκαθολικισμό. Αφού εντάχθηκε στο κίνημα του το 1934 με την Ισπανική Φάλαγγα του José Antonio Primo de Rivera, γιου του πρώην δικτάτορα Miguel Primo de Rivera, ο Ramiro σύντομα επέκρινε σκληρά τους δεσμούς του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα με την Εκκλησία και τις τάξεις, από την  οποία λάμβανε χρηματοδοτήσεις αλλά και για την προσκόλληση τους στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο, ως γιος του δικτάτορα, είχε μεγαλώσει, καθώς συνδεόταν με το περιβάλλον του στρατού και τις συντηρητικές δυνάμεις της παλιάς Ισπανίας.

Απογοητευμένος από την τροχιά της Φάλαγγας, την οποία θεωρούσε υπερβολικά αντιδραστική, και αφού έγραψε μερικά άρθρα στα οποία κατήγγειλε τον Josè ως «εργαλείο αντίδρασης», εκδιώχθηκε από τη Φάλαγγα. Με τη σύλληψή του στη Μαδρίτη μετά το εθνικιστικό πραξικόπημα, εκτελέστηκε με πυροβολισμό στην Aravaca από τη δημοκρατική κυβέρνηση στις 29 Οκτωβρίου 1936.

«Δεν σκότωσαν άνθρωπο, σκότωσαν μια νοημοσύνη». Με αυτά τα λόγια ο Ισπανός φιλόσοφος Ortega y Gasset χαιρέτησε τον πρώην μαθητή του. Η μελέτη της μορφής του Ledesma και η επανέναρξη της ιδεολογικής συζήτησης για την ιστορία της Φάλαγγας αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1950, στην οποία συμμετείχαν πολλοί νέοι με σκοπό να αναβιώσουν τον αυθεντικό Φασισμό της καταγωγής κατά τη γνώμη τους που πρόδωσε ο Φραγκίσκο Φράνκο.

Ο Φασισμός ως ρίζα και συνέπεια της Κουβανικής Επανάστασης

 


«Ο Fidel Castro ήταν ένα ιστορικό σύμβολο που η ζωή του υπήρξε φάρος για τους επαναστάτες όλου του κόσμου»

Sayyed Ammar Al-Moussawi υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων της Hezbollah 27.11.2016

Zero Schizo - Δημοσιεύτηκε την 31η Δεκεμβρίου 2019 εδώ και εδώ

Γράφτηκε από τον Francisco de Lizardi, Μεξικάνο Φασιστή και τον Peter Sandinista, Φασιστή της Νικαράγουας.

Μετάφραση και επεξεργασία κειμένου για τον «Μαύρο Κρίνο»: Τίτος


Ισπανοί νεοφασίστες με το Σοβιετικό πλοίο Leonid Sobinov ταξιδεύουν στην Κούβα (1978) ...

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές οργανώσεις όπως την Επαναστατική Εθνική Συνδικαλιστική Λεγεώνα, την Εθνική Εργατική Επιτροπή, την Εθνικοσυνδικαλιστική Εργατική Νεολαία, το Κουβανικό Εθνικό Φασιστικό Κόμμα ή την ίδια την Κουβανέζικη Φάλαγγα· το πλούσιο νησί της Κούβας είχε ήδη τις πρώτες επαφές του με αυτό που θα γινόταν γνωστό ως η πολιτική «Τρίτη Θέση».

Με τους πρώτους οπαδούς του να παρουσιάζονται με γκρίζα πουκάμισα και να συντονίζονται με τον ρυθμό του ηγέτη τους Jesus Marines, ο οποίος παρουσίασε με υπερηφάνεια την διαχείριση ενός οργανικού Φασισμού ο οποίος φάνηκε να βρήκε τη μοναδική δυνατότητα να μεταφέρει αυτό το δόγμα στον Κουβανικό λαό, στους μοντέρνους δρόμους της Νέας Αβάνας του 1938 και στους αγροτικούς κάμπους του επαρχιακού τοπίου. Τέτοια ήταν η πρωτοβουλία που θα ερχόταν να σφυρηλατήσει τους πρώτους καμβάδες του επαναστατικού πνεύματος, ενός κινήματος που προέκυπτε από την πρώιμη καταιγίδα ως ένας αγνός ταυτοτιστικός Εθνικισμός του Λαϊκού χαρακτήρα.

Υπάρχουν τρεις γενικές ρίζες για την εμφάνιση της «Τρίτης Θέσης» στη Λατινική Αμερική. H «πέμπτη φάλαγγα» που κοιτούσε να παρέχει υποστήριξη για τις δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, την άγνωστη επομένως διαχείριση του όρου υπέρ ενός ποικίλου σκοπού και την αυθεντική συμπτωματική ανάγκη μιας εναλλακτικής πάνω στις ήδη κουραστικές παραδοσιακές πολιτικές. Ήταν όντως η περίπτωση της Κούβας, μια σχεδόν αποκλειστική περίπτωση σε σύγκριση με την ηπειρωτική προσέγγιση. Το ακόλουθο κείμενο ξεθάβει μια χαμένη έννοια που περιστρέφεται γύρω από το φάντασμα ενός νέου θέματος, το οποίο εκθέτω σε μια συνεργατική εργασία με τον Sandinista, Peter.

Ο Φασισμός του Κάστρο

Η πρωτοβάθμια μόρφωση του Κάστρο διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο ως προηγούμενο στη ζωή και το έργο του μέχρι και για τα επαναστατικά του ιδανικά. Ο Φιντέλ φοίτησε στο Σχολείο του Belen, έχοντας ως δάσκαλο και επόπτη τον Ισπανό Ιησουίτη Jesuit Armando Llorente S.J μια φιγούρα κοντά στον τον Φιντέλ, όπως είχε ο ίδιος επιβεβαιώσει. Ο Armando επιβεβαίωσε σε μια από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του στην πόλη του Μαϊάμι ότι ο Κάστρο είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Φασίστες ηγέτες, επισημαίνοντας τους Μουσολίνι, Χίτλερ και Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα. Αυτό το ενδιαφέρον δεν ήταν αποκλειστικό, δεδομένου ότι το περιβάλλον του ονομαστού σχολείου είχε προσθέσει την προώθηση του Φαλαγγιτικού δόγματος. Με τα λόγια του Llorente: «Τραγουδούσε το Cara Al Sol είκοσι χιλιάδες φορές και με το χέρι του υψωμένο.»

Χρόνια αργότερα, όταν ο Κάστρο επισκέφθηκε την Sierra Maestra με τον Llorente τον Δεκέμβριο του 1958, ρωτήθηκε για τη συμμετοχή του σε επαναστατικά κινήματα φαινομενικά σοσιαλιστικής περικοπής, στο οποία απάντησε με χιούμορ:

«Πατέρα, από πού υποτίθεται ότι θα συμφωνούσα προς τον Κομμουνισμό αν ο πατέρας μου είναι περισσότερο Φρανκιστής και από σένα;», ο πατέρας του Κάστρο, ο Angel Castro, ήταν μέλος του τμήματος Καραϊβικής της «Εθνικής Ισπανικής Επιτροπής». Παρά το γεγονός ότι το δεδομένο θέμα δεν αναφέρθηκε ποτέ στη βιογραφία του, ο Κάστρο δεν αρνήθηκε τα γεγονότα που επισήμαναν και έδωσαν οι δημοσιογράφοι Frei Betto και Ignacio Ramonet.

Από την άλλη πλευρά, το έργο που γράφτηκε από τον Κάστρο επιβεβαιώνει έμμεσα τα γεγονότα, δεδομένου ότι αναφέρει ένα συνεχές ενδιαφέρον για τα ιστορικά γεγονότα του περασμένου αιώνα. Κατά την παραμονή του στη Σχολή του Belen και σχετικά με τους Ιησουίτες, ο Fidel ανέφερε:

«Εκείνη την εποχή, οι Ισπανοί δάσκαλοι του σχολείου μου, στο Σαντιάγο, μιλούσαν για αυτόν τον πόλεμο. Από πολιτική άποψη, ήταν Εθνικιστές, για να το πω πιο καθαρά ότι ήταν Φρανκιστές, όλοι χωρίς εξαίρεση.»

«Ξέρουν πως να διαμορφώνουν τον χαρακτήρα των μαθητών (…) Ο Ισπανός Ιησουίτης ξέρει πώς να ενσταλάξει μια μεγάλη αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας, την αίσθηση της προσωπικής τιμής, ξέρει να εκτιμά τον χαρακτήρα, την ειλικρίνεια, την ορθότητα, το θάρρος του ατόμου, την ικανότητα υπομονής μιας θυσίας (…). Και πιστεύω ότι η ιδιοσυγκρασία μου, η οποία εν μέρει είναι από τη γέννηση, σφυρηλατήθηκε επίσης εκεί με τους Ιησουίτες ».

Τέλος, ο Llorente πρόσθεσε:

«Σπούδασε και διάβασε πολλά, με ιδιαίτερη προτίμηση για τους Ισπανούς κονκισταδόρες και γραπτά των ηγετών του Εθνικοσοσιαλισμού και του Φασισμού, όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα.»

Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του Jose Ignacio Rasco, στενού φίλου του Fidel κατά τη διάρκεια των χρόνων του στη Σχολή του Belen και στο Πανεπιστήμιο της La Habana, κατά την άφιξη του στη Νομική Σχολή, ο Castro γνωρίζει μέσα από την καρδιά του το βιβλίο «Ο Αγών Μου» (σ.μ. το Mein Kampf του Αδόλφου Χίτλερ). Δεδομένου επίσης ότι συνήθιζε να χρησιμοποιεί αποσπάσματα των ομιλιών του Μουσολίνι, του Χίτλερ και του Πρίμο ντε Ρίβερα στη λογοτεχνική του ρητορική. Επισημαίνεται ότι από τον Jose Antonio Primo de Rivera, ο Fidel είχε πολλά άρθρα και δοκίμια του στην εμβληματική Διοίκηση της Sierra Maestra, από τον οποίο είχε και τα «Άπαντα» του πάντα στο σακίδιο πλάτης του.

Επιβεβαιώνεται επίσης ότι οι Ταξιαρχίες Ταχείας Ανταπόκρισης (BRP) (σ.μ. πολιτοφυλακές εργατών και επιτροπών κατοίκων γειτονιάς που στήριξαν την Κουβανική επανάσταση και μέσα από τις τάξεις τους προήλθαν οι μάχιμοι σχηματισμοί που πολέμησαν στην Αφρική αλλά και ενάντια στο κράτος του Ισραήλ) σχηματίστηκαν από τον Κάστρο και φορούσαν τα ίδια μπλε πουκάμισα της Φάλαγγας, εμπνευσμένα άμεσα από τις ήδη κλασικές "Μπριγκάντες" παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών των πρώτων Tριτοθεσίτικων κινημάτων. Ταυτόχρονα, είναι γνωστό ότι η σημαία της Φάλαγγας χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για την δημιουργία της σημαίας του Κινήματος της 26ης Ιουλίου (M-26-7).


Η Φαλαγγίτικη αντίληψη

Η Ισπανία είχε γίνει θύλακας όπως κανένας άλλος μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και περιγράφουμε τα Φρανκικά ελαττώματα, αλλά είναι επίσης αδύνατο να αγνοήσουμε την σαφή λειτουργία που το καθεστώς πήρε ως τόπος εξορίας για μορφές όπως ο Leon Degrelle, ο Ante Pavelic ή ο Horia Sima , σημείο αιχμής τόσο για βετεράνους όσο και για νεοφασίστες που ήθελαν να αναστήσουν την εμπειρία ενός υποτιθέμενου Φασισμού στην εξουσία.

Στο εσωτερικό της, μεγάλωσε μια τεράστια νεανική αντισυμβατικότητα, προϊόν της μη εκπλήρωσης συγκεκριμένων πολιτικών από το καθεστώς που επιδίωξε να θάψει τον αυθεντικό πυρήνα του δόγματος που ισχυριζόταν ότι φιλοξενούσε, μια ποιοτική ομάδα νέων σήκωναν τα χέρια τους ψηλά σε χαιρετισμό, αλλά ποτέ σε χαιρετισμό προς τον Φράνκο. Αυτή η νεολαία ήταν εκείνη που εκτίμησε τις πιο ριζοσπαστικές πινελιές της επαναστατικής πτυχής της Κούβας, δεδομένου ότι η εν λόγω επαναστατική φράξια έδειξε μια στρατηγική αντίθεση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και εκείνου που εκπροσωπούσε - τον οικονομικό ιμπεριαλισμό - και επίσης ότι το 1960, δεν θα ήταν δυνατό να προσδιοριστεί η μελλοντική εγγύτητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με το Σοβιετικό Μπλοκ.


Έκδοση της τοπικής οργάνωσης Καλαμάτας της "Χρυσής Αυγής" - 07/2001 - η οποία κυκλοφόρησε συνολικά τέσσερα τεύχη

Αυτό εξηγεί την συμπάθεια στις δηλώσεις υπέρ του αντι-αποικιακού αγώνα για λογαριασμό του φοιτητικού σώματος του καθεστώτος, του Ισπανικού Πανεπιστημιακού Συνδικάτου (SUE), τονίζοντας τον Κουβανικό επαναστατικό αγώνα ως μάχη για την απελευθέρωση της Αλγερίας επίσης. Ο Martin Villa, τότε Εθνικός Αρχηγός του SUE, ήρθε να συγκρίνει τους Λατινοαμερικανούς αντάρτες με τους πρώτους μαχητές του Φαλαγγιτικού κινήματος. Οι ευρωπαϊκές συμπάθειες για την Κουβανική επανάσταση και τους συμμετέχοντες ήταν αποκλειστικές από τους Φασίστες, γιατί για τους Κομμουνιστές αντιπροσώπευε τα πάντα εκτός από τον προοδευτικό διεθνισμό τον οποίο υποστήριζαν.

Σε ένα τέτοιο πολιτιστικό πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ερνέστο Γκεβάρα έλαβε τόσο εξαιρετική υποδοχή κατά την σύντομη στάση του στη Μαδρίτη το 1959 με σκοπό να επισκεφτεί άλλα έθνη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, με μόνη προϋπόθεση να μην συναντηθεί με την αντιπολίτευση (σ.μ. πλουραλιστική στην δομή της αλλά άκρως αντιφασιστική στο σύνολο της) του καθεστώτος. 

Προσγειώθηκε στην πρωτεύουσα στις 13 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, καθώς θα πετούσε την επόμενη μέρα, συναντώντας τον δημοσιογράφο Antonio Dominguez  Olano και έναν νεαρό άντρα στο ίδιο επάγγελμα, τον Cesar Lucas. Ήταν σε αυτήν την περίπτωση στην οποία ο Olano έδωσε στον Γκεβάρα ένα αντίγραφο των «Επιλεγμένων Έργων» του Φαλαγγίτη διανοούμενου Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ρίβερα, αντίγραφο τόσο αφιερωμένο σε αυτόν όσο και στον Φιντέλ, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο μουσείο που ιδρύθηκε στο σπίτι του Τσε στην πόλη της Αβάνας.

Η δεύτερη επίσκεψη του θα γίνει στις 28 Αυγούστου, μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη που θα συνεχίσει μετά από μια σύντομη εμφάνιση στο Μαρόκο για να επιστρέψει αργότερα στη νέα πατρίδα του στις 8 Σεπτεμβρίου λόγω τεχνικών ζητημάτων με τη μεταφορά του. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης που θα περνούσε τις νύχτες του στο Hotel Suecia (Ξενοδοχείο Σουηδία) ως φιλοξενούμενος επισκέπτης από το «Εθνικό Κίνημα» (Movimiento Nacional) - που τώρα δυσφημείται από εκείνους που ήταν στην υπηρεσία του Φρανκικού καθεστώτος - καθώς και από τις νεοσυσταθείσες σχέσεις μεταξύ του Εθνικού Σοσιαλισμού και του Ριζοσπαστικού Συνδικαλισμού που θα οδηγούσε σε μια πιθανή συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση, όπως επεσήμανε ο περιθωριοποιημένος Blas Piñar.

Ωστόσο, οι ευνοϊκές αναφορές σχετικά με την επιτυχία της Κούβας ήταν σε επικαιρότητα τα επόμενα χρόνια για λογαριασμό των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης, όπως συνέβη με την εφημερίδα «Diario SP», που ήταν η τακτική Φαλαγγίτικη ανεξάρτητη από το καθεστώς και η πιο δημοφιλής του έθνους. Ένας από τους συγγραφείς του, ο Jose Miguel Orti Bordas, ο οποίος ήταν ο Εθνικός Αρχηγός του SUE κατά την περίοδο 1964-1965 και στη συνέχεια Αντιπρόεδρος του Εθνικού Κινήματος το 1969-1971, σκέφτηκε και πρότεινε να δημιουργήσουν σχέσεις με την Κούβα ως μιας επανάστασης που δεν ήταν του αριστερού και δεξιού διαχωρισμού.

Μετά το θάνατο του Φράνκο, μια αντιπροσωπεία της Ισπανικής Αυθεντικής Φάλαγγας (FEA) θα έστελνε στο XI Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών του 1978 μια φοιτητική αντιπροσωπεία απαρτιζόμενη από τον Salazar και Gustavo Morales. Κατά την διάρκεια της απουσίας των οργανώσεων νέων και για την διαθεσιμότητα του ταξιδιού, προστέθηκαν τρεις μαχητές από τη Βαρκελώνη.

Η επιβίβαση των απεσταλμένων αντιπροσώπων στο Σοβιετικό κρουαζιερόπλοιο Leonid Sobinov συμφωνήθηκε να γίνει από το κεντρικό λιμάνι της Λισαβόνας (πρωτεύουσα της Πορτογαλίας) για την εξοικονόμηση χρόνου της καθιερωμένης απευθείας θαλάσσιας γραμμής μεταξύ Ισπανίας και Κούβας. Στη Λισαβόνα, ο Φαλαγγίτης σχεδιαστής Javier Gonzalez Alberdi από την Murcia μπαίνει ως λαθρεπιβάτης, ο  οποίος θα ανακαλυφθεί από την καθημερινή καταμέτρηση πρωινού για το οποίο υπήρχε ζήτηση για κατανάλωση τριακόσιων ανδρών, αυξάνοντας τις υποψίες των Σοβιετικών ναυτικών λόγω της κλοπής ενός πρωινού καθημερινά.

Φορούσαν στολές με το Μπλε Πουκάμισο και το σύμβολο της Φάλαγγας στο στήθος, τραγουδώντας το εμβληματικό «Cara al Sol» και σηκώνοντας το αριστερό τους χέρι σε ένα υβρίδιο Ρωμαϊκού και κομμουνιστικού χαιρετισμού. Ο νεαρός ηγέτης τους, ο Gustavo Morales, ο οποίος ήταν μόλις 19 ετών, μας λέει για τη συνάντησή του με τον Fidel στην επόμενη παράγραφο:

«Ο Comandante (σ.μ. ο Fidel Castroήρθε για να μας χαιρετήσει και στάθηκε έκπληκτος βλέποντας μισή ντουζίνα με μπλε πουκάμισα. Τον χαιρέτησα με το χέρι μου ψηλά και άπλωσε το χέρι του εγκάρδια: «Ξέρω τι είσαι». 

Ο Φιντέλ Κάστρο είχε ήδη εξοικειωθεί με την Φαλαγγίτικη αισθητική και το δόγμα, ακόμη και όντας οπαδός του ιδεώδους της από την πιο πρώιμη νιότη του υπό την καθοδήγηση του Ισπανού Ιησουίτη Armando Llorente. Σε αυτό το ίδιο ταξίδι ήρθαν εβδομήντα μαχητές του PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) και του PCE (Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) μαζί με πολλές άλλες οργανώσεις, καθώς η πρόσκληση ήταν ανοιχτή σε συμπαθούντες πέραν από τον ήδη κατακερματισμένο κόσμο της αριστεράς.

Ευρωπαϊκός νεοφασισμός και ο Τσε

Η μορφή του Ερνέστο Γκεβάρα επεκτάθηκε πάνω από την Ευρώπη σαν ένας μύθος. Με μεγάλο μυστήριο και λόγω της απουσίας ενός εκτεταμένου φορμαλισμού, κατέληξε ελκυστικός για μια Φασιστική νεολαία, η οποία βρέθηκε αναγεννημένη μπροστά στην εγκατάλειψη της στο πολιτικό περιθώριο και η οποία φάνηκε επίσης να διαχωρίζεται από το συντηρητικό μικρόβιο της ακροδεξιάς ανάσας που χαρακτήριζε δυστυχώς την «Τρίτη Θέση» μετά τον πόλεμο. Το πρώτο κίνημα έξω από την Κούβα που έθεσε τον Γκεβάρα ως «σύμβολο» ήταν η «Νέα Ευρώπη», που ιδρύθηκε το 1962 από τον ιδεολόγο και συγγραφέα Jean Thiriart. Εκτός του κοινού πλαισίου κάτω από την μεγάλη πλειοψηφία των Φασιστικών ομάδων, η «Jeune Europe», αντίθετα με τις αδελφικές οργανώσεις της, θα δημιουργούσε δεσμούς με ανυπάκουα έθνη στην σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αυτό συνέβη με την Συρία, την Κίνα, το Ιράκ, την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (σ.μ. PLO), την Γιουγκοσλαβία του Τίτο και πολλά άλλα.

Σύντομα, το φάντασμα του Τσε θα έφτανε στα περιθώρια διαφορετικών ξένων τμημάτων της «Jeune Europe», όπως συνέβη με το Ιταλικό τμήμα του κόμματος, έως ότου προχωρήσει σε άμεση ανάλυση από τον ίδιο τον Thiriart. Είναι γεγονός ότι το Αντάρτικο των Εστιών (Foquismo Guerrillero) του Thiriart που ομαδοποιήθηκε με τον λεγόμενο Ευρωπαϊκό «Εθνικό-Κομμουνισμό» είχε περισσότερα κοινά από ότι διαφορές με τον Αργεντινό επαναστάτη ηγέτη. Το 1961, το τμήμα της Φλωρεντίας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κινήματος MSI (η μεγαλύτερη πολιτική φατρία της «Τρίτης Θέσης» μετά το θάνατο του Mussolini), υπεύθυνο για την υποδοχή της «Jeune Europe», θα απέδιδε τιμές στην μορφή του Τσε. Άλλες θετικές αναφορές θα προέρχονταν από την Φασιστική εφημερίδα "L' Orologio" και την Εθνική Ομοσπονδία Μάχης της «Ιταλικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» (FNC-RSI), αντάρτικη και υπόγεια οργάνωση που δραστηριοποιήθηκε κατά την περίοδο της μαύρης τρομοκρατίας.

Η γοητεία για τις μορφές της Κουβανικής επανάστασης έφτασε επίσης και σε κάποιο θαυμασμό για τον Φιντέλ, μέσα από τα λόγια του Ιταλού ιστορικού Franco Cardini, πρώην μαχητή του MSI και της «Νέας Ευρώπης» και δηλωμένου Καστρικού:

«Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι τον αγαπούσαμε τον Φιντέλ. Μπορώ να καταθέσω εντελώς, προσωπικά, γιατί τότε ήμουν αγόρι που έπαιζε στις τάξεις της Τρίτης Θέσης: και, ενάντια στις συμβουλές των πατέρων και των αδελφών μας για  τους οποίους ήταν μόνο «κομμουνιστής», όλοι εμείς ήμασταν τρελοί για αυτόν. Ήταν ένας άνδρας της πολιτικής που μεταφέρθηκε στις διαστάσεις της γενναιοδωρίας και της περιπέτειας. Ήταν λίγο Robin Hood, λίγο Garibaldi, λίγο χαρακτήρας από τα βιβλία των Conrad και Melville. Ήταν ο αναζωογονητής της δικαιοσύνης και επιδιορθωτής των λαθών, κάποιος που έκλεβε τους πλούσιους για να το δώσει στους φτωχούς».

Και είναι αυτό που ο Φασιστής αγαπούσε περισσότερο, τον νεκρό επαναστάτη από τον ζωντανό δικτάτορα. Μετά το θάνατο του Guevara στη Βολιβία, ο Ιταλός συνθέτης Pier Francesco Pingitore συνέθεσε το τραγούδι «Addio Che», ενώ ο δημοσιογράφος Adriano Bolzoni έγραψε το βιβλίο «El Che Guevara», ένα έργο που μετατράπηκε σε ταινία σε σκηνοθεσία του Paul Heusch. Αυτή η γοητεία μέσα στους νεοφασιστικούς κύκλους στα φοιτητικά κινήματα της ίδιας εποχής, θα επιβιώσει μέχρι και τα «Χρόνια του Μολυβιού», φάση του Ψυχρού Πολέμου στην οποία πολλαπλοί παραστρατιωτικοί οργανισμοί της «Τρίτης Θέσης» θα περάσουν σε κοινωνική και πολιτική εξέγερση στην Ιταλία, ειδικά η ένοπλη ομάδα Terza Posizione, της οποίας ο ιδρυτής και ηγέτης Gabriele Adinolfi έγραψε πολλά άρθρα στα οποία επαινούσε τον Τσε. (σ.μ. στο έβδομο τεύχος της "Ανάκτησης" που κυκλοφορεί υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Ιταλού φιλέλληνα συναγωνιστή την οποία αξίζει να διαβάσετε).

Το Λατινομερικανικό Φιούμε

Από την τυραννία του Machado έως την επανάσταση του Castro. 

Υπήρχαν πάντοτε σύνδεσμοι μεταξύ του Ευρωπαϊκού Φασισμού μέσω του τοπικού αμερικανικού εθνικισμού, αν και η Λατινική Αμερική είχε αστικοποιηθεί και απομονωθεί από την Ευρώπη, η Ευρώπη θα ήταν πάντα στα μάτια της Λατινικής Αμερικής η μητέρα, όπως και η Λατινική Αμερική στα μάτια της Ευρώπης θα είναι πάντα το παιδί. Σε περιόδους επανάστασης, με την έκρηξη των κοινωνικών κινημάτων, καθοδηγούμενοι από ιδεολογίες που ανέτρεψαν καθεστώτα που είχαν ηττηθεί από μόνα τους, έχοντας σκουριασμένες ιδεολογίες που βρίσκονταν στην εποχή του χαλκού ενώ αυτό-εξιδανικεύονταν πως ήταν ακόμη στη χρυσή εποχή τους. Ένα παράδειγμα αυτού θα ήταν η Κούβα, που σε περιόδους επανάστασης, ήταν το Fiume της Λατινικής Αμερικής.

Δεδομένου ότι η Φάλαγγα των JONS στην Ισπανία βρισκόταν στη μέση εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, όπως εξηγεί στη διδακτορική διατριβή του ο Andres Virga με τίτλο «Φασισμός και Εθνικισμός στην Κούβα»:

«Η περίοδος του Ισπανικού εμφύλιου πολέμου ήταν το σημείο της άλγης της ξένης φασιστικής επιρροής στην Κούβα, δεδομένης της επιρροής που ασκούσαν οι πλουσιότεροι τομείς της ισπανικής αποικίας, οργανωμένη στην Ισπανική εθνικιστική επιτροπή, υπέρ της εθνικιστικής φράξιας για να συγκεντρώσει χρήματα και να αποκτήσει διπλωματική αναγνώριση. Με αυτό, και όχι χωρίς κάποιες αντιθέσεις, η υπηρεσία εξωτερικών της «Ισπανικής Φάλαγγας» είχε ιδρύσει μια θυγατρική στην Κούβα, η οποία λειτούργησε μεταξύ των Ισπανών μεταναστών, με ένα τμήμα Κοινωνικής Βοήθειας, το οποίο συγκέντρωσε κεφάλαια για τη χρηματοδότηση βοηθητικών έργων για τους φτωχούς Ισπανούς στην Κούβα και στην πατρίδα. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία και η Γερμανία είχαν λιγότερη επιρροή, δεδομένου του μικρού μεγέθους των κοινοτήτων τους.»

Αυτή η διατριβή περιλαμβάνει ένα οριστικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής μεθόδου, που είναι να συνοψίσουμε, να εξάγουμε και να ολοκληρώσουμε μια προκαταρκτική υπόθεση με προκαταρκτικές ανακαλύψεις. Όπως εξηγεί, σύμφωνα με τον Virga: 

«Στην περίπτωση της ιστορίας, η πειραματική στιγμή συνίσταται στη συλλογή και ανάλυση και των δύο πηγών πρωτογενών και δευτερευόντων. Ενώ η σημασία του πρώτου δεν μπορεί να υποτιμηθεί, το δεύτερο ήταν πάντα σχεδόν εξίσου σημαντικό. Από τη μία πλευρά, η δευτερογενής βιβλιογραφία παρέχει στους αναγνώστες μια θεμελιωμένη ανακατασκευή των ιστορικών γεγονότων, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει μια στιγμή συζήτησης μεταξύ ακαδημαϊκών. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής συζήτησης μας προειδοποιεί ενάντια στη θετική πεποίθηση ότι μόνο το γεγονός έχει σημασία, δεδομένου ότι η ιστοριογραφία έχει δείξει ότι οι υποκειμενικοί παράγοντες είναι σε δράση, τόσο όπως και στην προκαταρκτική εκλογή σχετικών πηγών, όπως και στις κριτικές της.»

Ο Virga επιβεβαιώνει στη συνέχεια ότι τα παραπάνω είναι αλήθεια, δεδομένου ότι το πρώτο βήμα της επιστημονικής έρευνας, είναι ο ορισμός του προβλήματος που πρέπει να λυθεί. Ότι, αντί να μειώνεται σε μια ερώτηση, αυτό μπορεί να επεκταθεί και να εμβαθύνει. Έχοντας αναδρομικές προοπτικές απέναντι στην αρχική ερώτηση.

Το δεύτερο βήμα θα ήταν να επανεκτιμηθεί και να εξεταστεί ποιες από όλες τις απαντήσεις έχουν επιλεχθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Όπου μέσω της ιστορικής φιλολογίας διαπιστώνεται τι είναι γνωστό και τι λείπει για την κατανόηση του προβλήματος. Προκειμένου να επεκταθούν οι ιστορικές πηγές και οι μέθοδοι που επιλέγονται να αιτιολογούνται με οργανωμένο τρόπο μπροστά στην ερώτηση.

Τέλος, το τρίτο βήμα θα ήταν να βρούμε νέο ιστορικό υλικό για να συμπληρώσουμε το ήδη ιστορικό υλικό που έχει ήδη παρουσιαστεί.

Η διατριβή επαναλαμβάνει όσα ειπώθηκαν προηγουμένως προκειμένου να αναρωτηθεί για την σύνδεση μεταξύ του Κουβανικού Εθνικισμού και του Ευρωπαϊκού Φασισμού. Και οι ρόλοι τους στην Κουβανική επανάσταση μετά την κρίση του φιλελευθερισμού στη Μεγάλη Ύφεση. Όταν η Λατινική Αμερική αμφισβητούσε τον Αμερικανικό παρεμβατισμό και τον δυτικό φιλελευθερισμό. Όταν και οι Σοσιαλιστές και οι Εθνικιστές αποκήρυτταν το φιλελεύθερο καθεστώς που ήθελαν να ανατρέψουν, αυτό που έκανε το ίδιο καθεστώς να απαντήσει με βίαιη καταστολή ή συγκεκριμένες δολοφονίες επαναστατών.

Ένας άλλος παράγοντας θα ήταν η Ισπανική μετανάστευση στην Κούβα μετά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτή θα αποτελούσε το 7% των συνολικών δημογραφικών στοιχείων. Παρά το γεγονός ότι η λογοτεχνική παρουσία των ιδεολογιών κοντά στην Φάλαγγα των JONS ήταν γενικά πολύ σπάνια, στο βαθμό άλλωστε που ήταν και η τοπική και η ξένη ιστοριογραφία. Η συντηρητική λογοτεχνία που παρουσιάστηκε ως μια απάντηση μπροστά στην «επικίνδυνη, σοβαρή και ανησυχητική» μαχητική - αντιφρονούντα λογοτεχνία χάρη στη φύση και την εγγύτητα με την ιδεολογία του Σοσιαλιστικού Εθνικισμού. Κάτι που ακόμη και σήμερα, αυτό το αντιφασιστικό θέμα, δεν έχει προχωρήσει πέρα από τις συγχύσεις και τις ιστορικές μειώσεις.

Μπορεί οι Ισπανοί να είχαν εξέλθει από τον πόλεμο με την Κούβα, αλλά η Κούβα θα κατέληγε σε αυτόν τον πόλεμο εξαιτίας αυτών των ίδιων των Ισπανών. Εκεί όπου αυτοί οι αντιδραστικοί με τα «παλιά πουκάμισα» κυριαρχούνταν από την ήπια στάση του εθνικού-μπολσεβικισμού ή του εθνικού-κομμουνισμού. Επειδή ήταν άνδρες πεπεισμένοι, ακόμη και αν τους αποκαλούσαν Ναζί επειδή αγαπούν τον Φασισμό ως έναν τρόπο ζωής, δεν σκότωσαν την παθιασμένη αγάπη τους για τον Φασισμό. Αυτό μόνο τους έκανε να αγκαλιάσουν αυτές τις ορολογίες για να ωθήσουν την υπερηφάνεια τους που έχει χίλια ονόματα, αλλά μόνο μία καρδιά. 

Επειδή δεν ήταν από αυτούς που μίλησαν για μια μειονότητα, αφού δεν ήταν πλέον μειονότητα σε κανένα μέρος. Επειδή η βιολογικοποίηση της φύσης τους ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί λόγω της έλλειψης ιεραρχίας στον καθημερινό κοινωνικό Δαρβινισμό. Όπου η ελευθεριότητα είναι μια αδυναμία μέσα στην χαοτική καρδιά του αναρχισμού. Εξαιτίας αυτού πρέπει να ενωθούμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, όχι μόνο να εστιάσουμε σε ένα μόνο πρόβλημα. Όχι για όλους να σκέφτονται στα ρωσικά και να μιλούν μόνο στα αγγλικά. Ήρθε η ώρα να τραγουδήσουμε σε αυτόν τον πόλεμο ενάντια στους πιθήκους χωρίς Θεό που αντιμετωπίζουμε. Όντας καθολικοί χωρίς τον Ιησού, σοσιαλιστές χωρίς σοσιαλισμό, μοναρχικοί χωρίς βασιλιά, αστοί χωρίς αστική τάξη ή καπιταλιστές χωρίς χρήματα.

Οι «πολιτικές ελευθερίες» δεν σημαίνουν τίποτα χωρίς τις ελευθερίες ή την οικονομική αυτονομία, είτε στην ατομική αρένα είτε στη συλλογική. Σε αυτό το τελευταίο, επειδή σε ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι αυτές οι ομάδες της πλουτοκρατίας που ελέγχουν τον Τύπο και όλα τα άλλα μέσα για τη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης» και της προπαγάνδας.

Να φιλάς τον θάνατο στα υγρά χείλη για να ξέρεις τι σημαίνει να ζεις. Όχι να έχεις εμπειρίες στη ζωή, αλλά ότι η ζωή είναι μια εκτεταμένη και βαθύτερη εμπειρία. Να επιβάλλουμε την ψυχή μας σε όλους τους άλλους, σε κάθε ώρα και σε κάθε είδους κατάσταση. Να ξεπεράσουμε όσους θέλουμε μέσω της θέλησης μας και να σπάσουμε τους κοινωνικούς περιορισμούς που επιβάλλονται μπροστά μας. Ασταμάτητοι στη μάχη και γενναιόδωροι στη νίκη. Θα τραγουδήσουμε μόνο στον Λαό μας, γιατί μόνο από τον Λαό μας έρχεται η φωνή μας.

Αν και τα δείγματα του Ευρωπαϊκού Φασισμού (πρέπει να προσδιοριστεί ως του Ισπανικού Φαλαγγισμού) κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Fulgencio Batista ήταν ήδη σπάνια, δεδομένου ότι στο κόμμα ABC από τα δεξιά, καθώς και το Ορθόδοξο Κόμμα από την αριστερά δεν είχαν κάτι σχετικό, και το οποίο είναι η επαναστατική απόρριψη όλων των εκδηλώσεων του δημοκρατικού αστικού φιλελευθερισμού και η αναζήτηση της ταυτότητας της αναγέννησης του έθνους. 

Ακόμα και το Κουβανικό Σύνταγμα του 1940 δεν θα άλλαζε τα θεμέλια του, διατηρώντας ακόμη την εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε η επανάσταση του 1933 έψαχνε για μια Σοβιετική Δημοκρατία, έναν Σοσιαλοφασισμό ή ένα Εθνικό - Συνδικαλιστικό κράτος, όπως είπε ο Gustavo Morales (σ.μ. στρατευμένος νεοφασιστής διανοητής και ακτιβιστής, ιδρυτής των οργανισμών διατήρησης της μνήμης για τον Εθνικοσυνδικαλιστή φιλόσοφο Ramiro Ledesma Ramos και τον ηρωϊκό Εθνομάρτυρα της Ισπανίας Jose Antonio Primo de Rivera) προς υποστήριξη του Κάστρο απευθυνόμενος στην Φάλαγγα των JONS (σ.μ. η ενωτική κίνηση Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalista)

«Comandante, μοιραζόμαστε όνειρα, εχθρούς και αφετηρίες. Όχι κόμμα, ούτε σύστημα, ούτε φίλους»  

link: Όταν ο Fidel Castro συνάντησε τα Waffen - SS

link: Όταν ο Fidel Castro διάβαζε Jose Antonio Primo de Rivera και ο Guevara ήταν λαϊ(κι)στής*