Εισαγωγικό σημείωμα:
Κατά την διάρκεια του 2ου Μεγάλου Πολέμου
Θιβετιανοί μοναχοί πολέμησαν στο πλευρό των δυνάμεων του «Άξονα» επιβεβαιώνοντας
στην πράξη την στενή σχέση μεταξύ Βουδισμού και Εθνικοσοσιαλισμού. Μια άγνωστη
πτυχή της ιστορίας που αξίζει να ερευνήσουμε εις βάθος στο άμεσο μέλλον.
Πληροφορίες
που προέρχονται από τα ιστορικά αρχεία κάνουν λόγο για εκατοντάδες νεκρούς ασιατικής
καταγωγής - κάποιοι μιλούν για 300
μαχητές - ντυμένους με γερμανικές στολές
να κείτονται στα ερείπια του Βερολίνου. Πολλοί από αυτούς είχαν προτιμήσει την
τελετουργική αυτοκτονία αμέσως μόλις έφτασαν στο τέλος τα αποθέματα των πολεμοφοδίων
που είχαν στην κατοχή τους.
Διακρίθηκαν για την
μαχητική τους ικανότητα, κυρίως στο ανατολικό μέτωπο κατά την περίοδο των
πολικών θερμοκρασιών ενώ απέναντι στον μισητό εχθρό ουδέποτε δέχτηκαν να παραδοθούν.
Υπήρξαν άριστοι ιππείς και συμμετείχαν σε μονάδες ιππικού των Κοζάκων που
στήριξαν με μεγάλες δυνάμεις τις Εθνικοσοσιαλιστικές στρατιές.
«...Το πρωινό της 25ης
Απριλίου του 1945, μία ομάδα στρατιωτών
των Συμμάχων, προσπαθώντας να ανοίξει
δρόμο ανάμεσα στα ερείπια του κατεστραμμένου από τον πόλεμο Βερολίνου, ανακάλυψε ίσως το
πιο παράδοξο φαινόμενο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενώ ήδη έληγε η σύρραξη που θύμιζε το λυκόφως των θεών τού
Τρίτου Ράιχ και κρατούσε εδώ και έξι ολόκληρα χρόνια, ορισμένες εστίες
αντίστασης των Γερμανών εξακολουθούσαν να πολεμούν. Ιδίως οι νεαροί της
γερμανικής νεολαίας προσπαθούσαν να κρατήσουν με νύχια και με δόντια
και να σώσουν το "χιλιετές Ράιχ" τού Αδόλφου Χίτλερ.
Οι στρατιώτες που αποτελούσαν τη συμμαχική ομάδα
μετακινήθηκαν προσεκτικά σε ένα ερειπωμένο κτίριο στην Lothringer strasse,
εκεί ακριβώς που δημιουργούσε γωνία με την Prenzlauer strasse. Στο κτίριο
αυτό - κάτι που φυσικά οι συμμαχικοί στρατιώτες δεν ήξεραν - ήταν
το Νο 54, όπου στεγάζονταν μέχρι χθες τα κεντρικά γραφεία της Hitler - Jugend Reichsjugend Fuhrung
(της νεολαίας), και ήταν εντελώς ερειπωμένο και επικίνδυνο από τις πτώσεις των τοίχων
μετά τον ανηλεή βομβαρδισμό.
Άρχισαν να ψάχνουν για ίχνη ζωής στα
διπλανά χαλάσματα, που ανήκαν στο ίδιο κτίριο. Είχαν πλέον
εμπιστοσύνη στα ακονισμένα από τον πόλεμο ένστικτα τους που τους οδηγούσαν μακριά από τις παγίδες των
ερειπίων. Ήταν τόσο μεγάλη η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς, ώστε δεν
μπορούσες να καταλάβεις πού άρχιζαν και πού τελείωναν οι δρόμοι. Δεν
μπορούσαν να ξέρουν ούτε καν πού βρίσκονταν, εκτός ίσως από το ότι προχωρούσαν
κάπου στο ανατολικό τμήμα του Βερολίνου, όχι και τόσο μακριά από την
Unter den Linden, την κεντρική λεωφόρο.
Ήταν ακριβώς στη μέση των τοίχων που
βρήκαν, ανάμεσα σε πόρτες κατεστραμμένες και πεσμένες και κάποιες σκάλες που
κατέβαιναν προς τα κάτω. Αποφάσισαν να "εξερευνήσουν" και αυτή την
"τρύπα". Δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο -γιατί είχαν πικρή πείρα - κάποια
"φωλιά" πολυβόλων ν' αρχίσει να βάλλει εναντίον τους όταν θα άρχιζαν να απομακρύνονται.
Η
σκάλα είχε ακόμη το χαλί που την κάλυπτε πριν από τους βομβαρδισμούς
και το οποίο πρέπει να είχε πάνω από 100 μέτρα μήκος. Σιγά - σιγά και με προσοχή
βρέθηκαν σε ένα εκπληκτικό βάθος, όπου δεν είχε φθάσει η καταστροφή. Σε μία
κυκλική αίθουσα με τοίχους από γρανίτη, που είχε την εμφάνιση μαυσωλείου,
έκαναν την ανακάλυψη τους:
Βρήκαν τα πτώματα έξι ανδρών που ήταν ξαπλωμένοι σε κύκλο.
Στο κέντρο τουκύκλου βρισκόταν άλλο ένα πτώμα ξαπλωμένο ανάσκελα, με τα
χέρια του σφικτά πλεγμένα το ένα με το άλλο σαν σε στάση προσευχής. Με την πρώτη ματιά, τα πτώματα δεν διέφεραν από όλα τα άλλα
με τα οποία ήταν γεμάτο τότε το Βερολίνο, μια - κυριολεκτικά - πόλη
θανάτου...
Κοιτάζοντας τα όμως από πιο κοντά, ήταν πολύ διαφορετικά. Αν
και τα πτώματα φορούσαν φθαρμένες γερμανικές στολές στρατιωτών, τα
πρόσωπα τους είχαν ανατολικά χαρακτηριστικά. Θα πρέπει να ήταν από το
Θιβέτ - όπως είπε και ένας νεαρός Ρώσος στρατιώτης που καταγόταν από μία περιοχή
κοντά στα σύνορα με τη Μογγολία. Ο ίδιος νεαρός πρόσεξε μάλιστα ότι ο
νεκρός στο κέντρο του κύκλου φορούσε ένα ζευγάρι γάντια καμωμένα από ένα
ύφασμα λαμπερού πράσινου χρώματος.
Αλλά τι θα μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι Θιβετιανοί, χιλιάδες
μίλια μακριά από τον τόπο τους, στη μέση μίας μάχης και ενός πολέμου,
στον οποίο η χώρα τους ούτε καν λάμβανε μέρος;
Αν και ένα ξαφνικό μπαράζ πυροβολισμών απορρόφησε την
προσοχή τους, εντούτοις κανένας από την ομάδα των στρατιωτών δεν αμφέβαλε
ότι μόλις προ ολίγου είχαν συναντήσει κάτι το εντελώς περίεργο. Γιατί
εκτός από τη εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά τους, ήταν φανερό ότι δεν είχαν
πεθάνει στη μάχη, αλλά είχαν πάρει μέρος σε μία τελετουργική αυτοκτονία, ίσως κατ'
επιταγήν τού μυστηριώδους ανθρώπου με τα πράσινα γάντια.
Πριν οι Ρώσοι ενωθούν με τους άλλους Συμμάχους
που είχαν επελάσει από δυτικά - με αποτέλεσμα να τελειώσουν όλα για τη μαρτυρική
πόλη που έπεσε στις 2 Μαΐου - τα σώματα και άλλων Θιβετιανών - περίπου χίλια
-είχαν βρεθεί σε διάφορες τοποθεσίες, όχι πάντα ακολουθώντας το ίδιο σενάριο,
γιατί οι περισσότεροι είχαν σκοτωθεί στις μάχες και είχαν μεταφερθεί
εκεί.
Τα πτώματα των Θιβετιανών, αλλά και ο τρόπος του θανάτου
τους αποτέλεσαν ένα άλυτο μυστήριο για τους συγχρόνους του πολέμου
ιστορικούς, που υπηρετούσαν περισσότερο την προπαγάνδα των νικητών, παρά την
αντικειμενική Ιστορία.
Πολύ αργότερα, όταν η σκιά του πολέμου είχε
απομακρυνθεί από την Ευρώπη και οι πόλεις είχαν αποκτήσει την παλιά τους μορφή, άρχισαν
να συζητούνται σιγά-σιγά σενάρια για τη λύση εκείνου του
μυστηρίου που δεν λύθηκε ποτέ ...»
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Ιωάννη
Γιαννόπουλου «Κοίλη Γη»