Το θράσος των κομματικών ταρτούφων* της αντιφασιστικής ακροδεξιάς και οι δαίμονες (trolls) της Νορβηγικής antifa που βρήκαν καταφύγιο στην Πεύκη.

 


του
Wolverine

Σε άρθρο της 15ης Απριλίου 2021 που φιλοξενήθηκε σε ιστοσελίδα φιλικά προσκείμενη στην «Χρυσή Αυγή» και αναπαράχθηκε άμεσα σε ιστότοπο ομάδας νεολαίων του ακροδεξιού κόμματος με έδρα την Θεσσαλονίκη όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, έγινε μια ακόμη προσπάθεια να λασπολογηθούν στο σύνολο τους οι αυτόνομοι/ανένταχτοι εθνικιστές/εθνικοσοσιαλιστές.

Όπως γράφουν και οι ίδιοι οι υπεύθυνοι των σελίδων που στηρίζουν την κομματική αυλή, οι πληροφορίες τους προέρχονται από τις μυστικές αγγλικές και αμερικανικές υπηρεσίες. Όχι μόνο αναπαράγουν λοιπόν με απύθμενο θράσος τις «διαρροές» των ξένων σιωνιστικών οργάνων αλλά προσθέτουν και την δική τους χολή απέναντι σε όλους αυτούς που δεν υποτάχθηκαν στον κομματικό μηχανισμό και τουλάχιστον έσωσαν την αξιοπρέπεια τους επιλέγοντας να ενταχθούν στις αυτόνομες ομάδες.

Σε ένα λεκτικό παραλήρημα που δεν έχει καμιά ιστορική σύνδεση με τον ελληνικό αυτόνομο «χώρο» και την προβολή μιας κατευθυνόμενης πληροφόρησης καταλήγουν σε ένα εμετικό και προβοκατόρικο συμπέρασμα όπου κάνουν λόγο για «διάβρωση της ιδεολογίας», «ασυλία από το σύστημα», ακόμη και για «προώθηση ναρκωτικών» από τις αυτόνομες ομάδες!


Λύσσαξαν για πολλοστή φορά οι ακροδεξιές αντιφασιστικές «έχιδνες» και σπέρνουν το διαδικτυακό τους δηλητήριο αφού βλέπουν ότι οι αυτόνομες ομάδες και κινήσεις αναπτύσσονται και πάλι παρά τις δυσμενείς συνθήκες. Απέναντι σε αυτούς που ξεφτίλισαν κάθε τι εθνικιστικό, απέναντι σε αυτούς που έσπειραν επί δεκαετίες τους σπόρους της συνεργασίας με την καθεστωτική δεξιά, απέναντι σε αυτούς που αδιαφόρησαν πλήρως και αδιαφορούν και σήμερα για τους ποιοτικούς συναγωνιστές που βρίσκονται στις φυλακές - τους οποίους στηρίζουν οι αυτόνομοι συναγωνιστές - η απάντηση θα πρέπει είναι μια και καθολική: Ενίσχυση της αυτόνομης σκέψης και δράσης.


Και αφού λοιπόν «τραβάνε» κάποιοι γνωστοί κομματικοί ακόλουθοι το σκοινί με ψέματα και αίσχη που ούτε η antifa δεν τολμάει να πράξει και να δημοσιεύσει, ας θυμηθούμε το αντιφασιστικό «έπος» Golden Dawn Girls του Νορβηγού antifa σκηνοθέτη Håvard Bustnes, ο οποίος είχε την άδεια της ηγεσίας της «Χρυσής Αυγής» και επί τρία χρόνια κινηματογραφούσε ανενόχλητος πλάνα από τα εσωτερικά των κεντρικών γραφείων της κομματικής «πινακοθήκης» αλλά και από κάθε άλλη κίνηση στελεχών και οπαδών τους. 

Υπήρξε η εν λόγω πανάκριβη παραγωγή η επικοινωνιακή ναυαρχίδα των antifa εναντίον των ανθρώπων αυτών που δήλωναν μπροστά στις κάμερες πριν την φυλάκιση τους - αφού είχαν χορτάσει από κοινοβουλευτικούς μισθούς και επιδόματα - ότι είχαν «εμπιστοσύνη στην αντιτρομοκρατική» ενώ κατάφεραν να τσακωθούν ακόμη και με τους γονείς των Φουντούλη και Καπελώνη που δολοφονήθηκαν από το παρακράτος! Οι ίδιοι λοιπόν έριξαν νερό στον μύλο του αντιφασισμού αλλά για αυτούς μέχρι και σήμερα φταίνε οι αυτόνομοι συναγωνιστές και ποτέ οι ίδιοι οι ταγοί του κόμματος τους!

Τι απάντησε την εποχή εκείνη - την 18η Οκτωβρίου 2020 - στις κατηγορίες πολλών η κόρη του αρχηγού της «Χρυσής Αυγής» και στέλεχος του κόμματος για την «επιχείρηση» των Νορβηγών νεομαρξιστών αντιφασιστών - τυγχάνουν και φανατικοί υποστηρικτές του ΝΑΤΟ - οι οποίοι μέχρι σήμερα θα γελούν με την βλακεία (;) κάποιων πίνοντας τοπικές μπύρες δίπλα στα φιόρδ της πανέμορφης Σκανδιναβικής χώρας;

Διαβάστε εδώ την επίσημη απάντηση της και βγάλτε τα συμπεράσματα σας …

Τα δικά μας συμπεράσματα: Σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενα λοιπόν, φιλικότατες σχέσεις της εν λόγω κυρίας με γνωστούς Νορβηγούς αντιφασίστες, αγκαλίτσες με αυτούς που επί τρία χρόνια ετοίμαζαν μια επικοινωνιακή επίθεση στο ίδιο της το κόμμα, άμεσες σχέσεις με ανθρώπους που ήταν ορκισμένοι εχθροί των εθνικιστών και φυσικά των εθνικοσοσιαλιστών, ταξιδάκια αναψυχής στην Νορβηγία την ίδια στιγμή που πολλά από τα απλά μέλη τους δεν είχαν να πληρώσουν ρεύμα, νερό και ενοίκιο και τελικά έμειναν με το κομματικό σημαιάκι στο χέρι. 

Αν αυτό δεν είναι κομματικό θράσος τότε ποιο είναι; 

Αν αυτό δεν είναι επίδειξη αδιαφορίας τότε τι είναι; 

Αν αυτό δεν είναι δημόσια ομολογία «συνεργασίας» με τους Νορβηγούς antifa τότε τι είναι αγαπητέ αναγνώστη και «αγαπητέ» νεοχρυσαυγίτη της Θεσσαλονίκης; 

Στο τέλος της παράξενης ιστορίας «αγάπης» δεν υπήρχαν κραυγές και κωλοδάχτυλα στις κάμερες. Σε αυτή την παρωδία δεν αντέδρασε ΟΥΔΕΙΣ από την ηγεσία του κόμματος ή τα κορυφαία στελέχη. Εκεί δεν υπήρχε καμιά απάντηση στις προκλήσεις αφού η «λευκή σημαία» είχε σηκωθεί μέσα από το «κάστρο» του νεοχρυσαυγιτισμού στα προάστια της Αττικής ψηλά στον αττικό ουρανό, μια άνευ όρων παράδοση μπροστά στον ιδεολογικό εχθρό, μια ακόμη «κομματική» θεατρική παράσταση του Μολιέρου που όμως δεν είναι κωμωδία αλλά τραγωδία για τον εθνικισμό και όσους πίστεψαν στην επικράτηση του με υπεύθυνους τους γνωστούς πολιτικάντηδες.

* Ο Ταρτούφος (στα γαλλικά: Tartuffe, ou l'Imposteur) είναι γνωστότατη θεατρική κωμωδία του Μολιέρου, αλλά και το όνομα του κυριότερου χαρακτήρα της. Η πρώτη της παράσταση έγινε το 1664 και από τότε παίζεται συχνά σε θέατρα όλου του κόσμου. Ο Ταρτούφος, ο κύριος χαρακτήρας του έργου, είναι ένας υποκριτής, ένας ανήθικος άνθρωπος που παριστάνει τον ηθικό. Η επιρροή της κωμωδίας αυτής είναι τόσο σημαντική που οδήγησε στη δημιουργία του όρου «ταρτουφισμός», που είναι συνώνυμος με την υποκριτική συμπεριφορά, το φαρισαϊσμό.


Φωτογραφία από Θεσσαλονίκη: «Στο έσχατο βάθος η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν». - Ludwig Wittgenstein

Τετράδια Εθνικού Σοσιαλισμού, Απρίλιος 1981, τεύχος πρώτο περιοδική έκδοση: «Η επίδραση της Νιτσεϊκής σκέψης πάνω στον Ίωνα Δραγούμη» του Γιώργου Τριανταφύλλου (.pdf)

 

Τον Απρίλιο του 1981 κυκλοφορεί στην Θεσσαλονίκη το 1ο τεύχος μιας λιτής Εθνικοσοσιαλιστικής περιοδικής έκδοσης που κάνει ιδιαίτερη αίσθηση για το ύφος των άρθρων που φιλοξενεί. 

Η συντακτική ομάδα αποτελείτο την εποχή εκείνη από Εθνικοσοσιαλιστές και Εθνικοσοσιαλίστριες, που προσπάθησαν να κρατήσουν την φλόγα αναμμένη απέναντι στις ριπές της αστικής αντιφασιστικής ακροδεξιάς και της ευρύτερης κοινωνικής σήψης.

Ο τίτλος αυτής της προσπάθειας «Τετράδια Εθνικού Σοσιαλισμού» ενώ το έντυπο αυτό τονίζει στην εισαγωγή του, ότι είναι αφιερωμένο στην μνήμη τριών γνωστών συναγωνιστών. Στα περιεχόμενα του ξεχωρίζουν τα άρθρα για τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Ίων Δραγούμη. Στην σημερινή ανάρτηση ως μια συμβολική κίνηση προβάλλουμε το άρθρο «Η επίδραση της Νιτσεϊκής σκέψης πάνω στον Ίωνα Δραγούμη» του Γιώργου Τριανταφύλλου. 

Σαράντα χρόνια μετά ο πρόδρομος του Ελληνικού Φασισμού - που ύμνησε ανάμεσα σε άλλους και ο κορυφαίος Εθνικοσοσιαλιστής αρθρογράφος Πέτρος Ωρολογάς - είναι πιο επίκαιρος από ποτέ και συνεχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο αυτών που συμφωνούν με την ριζοσπαστική σκέψη του αλλά και αυτών που διαφωνούν με το όραμα του και προσπαθούν να μειώσουν την αξία του έργου του.




Πατήστε πάνω στις εικόνες ή κατεβάστε το σε μορφή αρχείου .pdf στον σύνδεσμο εδώ …

Μόλις κυκλοφόρησε τὸ νέο βιβλίο τοῦ Δημήτρη Κιτσίκη: Ζαν - Ζακ Ρουσώ και επιστημονικός Φασισμός (ἐκδόσεις Ἔξοδος).

 

Μπορεῖτε νὰ στείλετε e-mail στὴ διεύθυνση exodosvivlia@gmail.com καὶ νὰ σᾶς ἀποσταλεῖ μὲ ἀντικαταβολή:

 Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ὁπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου: 

«Ἡ τάσις μερικῶν ἱστορικῶν νὰ χρησιμοποιοῦν ὅρους καθημερινῆς χρήσεως χωρὶς νὰ τοὺς ὁρίζουν ἐπακριβῶς, ὅπως δικτατορία, λαϊκισμὸς ἤ φιλελευθερισμός, ὡς καὶ τὸν ἀποκλειστικὸ ἱστορισμὸ τῶν ἀναλύσεών των ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ νὰ ὑποτιμοῦν τὶς ἔννοιες καὶ τὶς συνθετικὲς προσεγγίσεις εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύνταξι πλήθους ἱστοριῶν τοῦ φασισμοῦ ποὺ εἶναι ἁπλῶς ἀναλύσεις τῆς Ἱστορίας τῆς Ἰταλίας ἤ ἄλλης εὐρωπαϊκῆς χώρας τοῦ Μεσοπολέμου. Ἀπὸ πολλὰ χρόνια διδάσκω στοὺς τεταρτοετεῖς φοιτητὲς τοῦ τμήματος Ἱστορίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀττάβας τὴν φασιστικὴ ἰδεολογία ποὺ ἐμετανάστευσε καὶ στὸν Τρίτο Κόσμο. Γιὰ νὰ μὴν ῥιψοκινδυνεύσω τὴν θέσι μου δὲν εἶχα χρησιμοποιήσει τὴν ἐπίμαχη λέξι στὸν τίτλο τοῦ μαθήματος ποὺ ἐδιαβάζετο ὡς ἑξῆς «Ἰδεολογικὲς ἀναμετρήσεις στὸν Τρίτο Κόσμο: ἐθνικισμὸς καὶ σοσιαλισμός». Γιὰ μεθοδολογικοὺς λόγους εἶχα καταρτήσει καὶ ἕνα μοντέλο δεκατριῶν σημείων γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ φασιστικῆς ἰδεολογίας στὴν Δύσι ὅπως καὶ στὸν Τρίτο Κόσμο».

Captain Harlock, μια ρομαντική εικόνα των Εθνικοεπαναστατών



του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

‘Ηταν αρχές δεκαετίας του '80 όταν εμφανίστηκε σε κάποια ευρωπαϊκά κανάλια ένα κινούμενο σχέδιο, ο Captain Harlock  του οποίου «το κρανίο είναι μια σημαία που σημαίνει ελευθερία». Ο καπετάνιος Χάρλοκ και το αστροπλοίο του «Αρκάντια», ο εμβληματικός διαστημικός πειρατής που δημιουργήθηκε το 1977 από τον δάσκαλο Matsumoto, απέκτησε και κάποιον ιδιαίτερο συμβολισμό για τον χώρο του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Ακριβώς, αυτό που θα γινόταν ο πιο διάσημος και αγαπημένος χαρακτήρας του Ματσουμότο έγινε σύντομα σύμβολο για τουλάχιστον τρεις γενιές των λεγόμενων ριζοσπαστών «δεξιών» ακτιβιστών.

Το πλήρωμα του, αυτό των ελεύθερων ανδρών που αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες στην πατρίδα τους αλλά  και εξακολουθούν να αποφασίζουν να πολεμήσουν για αυτήν  και να της φέρουν τη δικαιοσύνη, ενάντια σε  μια διεφθαρμένη κυβέρνηση που διευθύνεται από γλοιώδεις γραφειοκράτες που έχουν καταστείλει  και ναρκώσει τους ανθρώπους της με τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ επιτρέπουν την ξένη εισβολή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκλογική επιτυχία.

Και έπειτα ο αγώνας των τελευταίων ελεύθερων λαών ενάντια σε μια κυριαρχία που θέλει να ισοπεδώσει και να υποδουλώσει τον γαλαξία. Είναι όλα τα στοιχεία που θυμίζουν στενά τις καθημερινές μάχες μιας συγκεκριμένης νεολαίας με μια συγκεκριμένη Ιδέα και που έκαναν τις καρδιές να χτυπήσουν δυνατά όλων  εκείνων που για χρόνια είχαν αναγκαστεί να παραμείνουν εγκλωβισμένοι μέσα σε μια εικονογραφία νεράιδων, ξωτικών και μάγων για να ονειρευτούν  έναν κόσμο διαφορετικό από την πολύ σκοτεινή πραγματικότητα. Ακριβώς λοιπόν με τον Harlock, θα  ανανέωναν μια ολόκληρη ποπ φαντασία αποτελούμενη από δράση, ορμή για το μέλλον και μια πρόκληση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο.

Η εικόνα του διαστημικού πειρατή είναι τόσο παρούσα στον συμβολισμό του  ριζοσπαστικού εθνικισμού που η αριστερά έχει προσπαθήσει αρκετές φορές να «αντιμετωπίσει με την κόντρα πληροφόρηση», κατηγορώντας τους … αδιάφορους φασίστες,  για παρανόηση και μυστικοποίηση της ιστορίας και των ιδεών ενός χαρακτήρα. Και έτσι είχαμε τις αναγνώσεις ενός «αναρχικού» Harlock που αγωνίζεται μόνο κάτω από την σημαία του και επομένως μόνο για τα προσωπικά του ιδανικά, αλλά που δεν έχει καμία πατρίδα, αλλά τον απέραντο έναστρο ουρανό.

Είναι κρίμα όμως; Για αυτούς που η πατρίδα του Harlock είναι πολύ ξεκάθαρη για εμάς, ότι παρά την αυλάκωση των άπειρων ουρανών ξέρει πάντα από πού προέρχεται και για ποιον να πολεμήσει, τόσο πολύ που αρνείται συχνά να μείνει αλλού, ακόμη και σε γαλαξιακούς παραδείσους , γιατί ξέρει ότι ο απώτερος στόχος του είναι να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αγωνιστεί για τη σωτηρία της.

Κρίμα επίσης που για να πολεμήσει για την πατρίδα του επιλέγει την εξορία ακριβώς για να σώσει τη γη του, τον λαό του, την οικογένεια του και τους αγαπημένους του ανεξάρτητα από την κυβέρνηση που την οδηγεί. Κρίμα που γίνεται παράδειγμα για όλους εκείνους που για ευκολία ή κέρδος είχαν σταματήσει να πολεμούν εναντίον του ξένου εισβολέα, ίσως ακόμη και να συνεργαστούν μαζί του και να παραδοθούν στον πολιτισμό του, και που μόλις ακριβώς  αντιμετώπισαν  τον Harlock επέστρεψαν για να πολεμήσουν  ή ακόμα και να πεθάνουν  στη μάχη,  που είχαν εγκαταλείψει.

Στη συνέχεια, υπάρχει η περίφημη "σκηνή του Messerschmitt" που εμφανίζεται στην ταινία μεγάλου μήκους "The Arcadia of my Youth", στην οποία εμφανίζεται ο πρόγονος του Harlock  - ο Phantom Harlock II, Γερμανός πιλότος  με σιδερένιο σταυρό και σβάστικα - στους ουρανούς της εποχής του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια σκηνή που προφανώς χτύπησε τη φαντασία πολλών νέων εθνικιστών και που  η αριστερά προσπάθησε να ξαναγράψει με Οργουελιανό τρόπο.

"Ο πρόγονος του Harlock μάχεται με ένα γερμανικό αεροπλάνο μόνο επειδή είναι το μοναδικό  διαθέσιμο μέσο για να πετάξει και κάποιος αφελής φασίστας,  τον αγάπησε χωρίς λόγο" έγραψε η αριστερή φυλλάδα «Manifesto»  πριν από μερικά χρόνια. Χάθηκαν όμως στην… μετάφραση στην οποία ισχυρίστηκαν ότι έγραφε για τον Harlock " Πετάξτε μόνος " και να χρησιμοποιήσετε αυτό το αεροπλάνο γιατί ήταν "το μόνο που είχε βρει". Αυτή η μετάφραση ήταν σαφώς λανθασμένη ακόμη και με την πρώτη ματιά, καθώς στην επόμενη σκηνή ο Harlock θα  διοικούσε  μια μοίρα άλλων NS Messerschmitt.

Το αστείο με αυτό το άρθρο ήταν ότι χρησίμευσε για την κυκλοφορία της «νέας έκδοσης» της ταινίας μεγάλου μήκους, η οποία δυστυχώς μας έδωσε επίσης τη σωστή μετάφραση στην οποία ο Harlock, όταν ρωτήθηκε γιατί πέταξε ένα αεροπλάνο με ναζιστικά σύμβολα, απάντησε ξερά : «Για δικαιοσύνη και ευγνωμοσύνη στο Έθνος μου». Και τότε η φυλλάδα «Manifesto»  και διάφοροι υποστηρικτές της αναρχικής κουλτούρας σίγησαν.

Από την άλλη πλευρά, αρκεί να κοιτάξουμε τα άλλα έργα του Matsumoto για να παρατηρήσουμε ότι η τέχνη των κόμικς των Ιαπώνων, που επέζησαν σχεδόν κατά τύχη της πυρηνικής γενοκτονίας, δεν έχει μια σωστά ευθυγραμμισμένη και «πολιτικά ορθή» άποψη για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά δεν υπάρχουν μόνο αυτά τα στοιχεία που μας έχουν κάνει να αγαπάμε τον διαστημικό πειρατή του Leiji Matsumoto πέρα ​​από όλα τα  όρια. Κατά κάποιο τρόπο ο Harlock είναι το αποκορύφωμα όλων όσων αγαπάμε, καθώς και μια εξαιρετική σύνθεση μεταξύ Ευρώπης και Ιαπωνίας, του πολιτισμού τους και ότι τους έκανε υπέροχους.

Ακόμα κι αν, φυσικά, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έδωσαν έμφαση μόνο στο «ειρηνικό» μήνυμα του Matsumoto που κυκλοφόρησε στα τελευταία κόμικς του, όλοι ξεχνάνε πώς ο δημιουργός δήλωσε ότι είχε το bushidō ως πηγή έμπνευσης και διδασκαλίες του Miyamoto Musashi, του πιο διάσημου Σαμουράι στην ιστορία που έζησε μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα.

Και ότι εάν ο πόλεμος είναι τρομερός επειδή προτιμάται από όλους η αρμονία, είναι καθήκον όλων να αγωνίζονται μέχρι το τέλος, να σηκωθούν από κάθε πτώση, να διδάξουν την πίστη στους νέους και ότι «δεν πρέπει να ντρέπονται να ρίχνουν δάκρυα, αφού το μόνο πράγμα που πρέπει να ντρέπεται κάποιος είναι να παραδοθεί», καθώς όλοι οι χαρακτήρες του δείχνουν ποιος, ονειρεύεται την ειρήνη και πολεμά ακόμη και μέχρι θανάτου όταν είναι απαραίτητο.

Όμως, όπως είπαμε στον Harlock, υπάρχει επίσης πολλή ευρωπαϊκή ψυχή και πνεύμα. Ο Matsumoto έχει πει επανειλημμένα ότι αγαπά τον πολιτισμό της Ευρώπης και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτόν. Εκτός από την ταινία λατρείας του που τον χαρακτήρισε τόσο πολύ ως αγόρι, η  «Marianne de ma jeunesse»  που από εκεί εμπνεύστηκε το όνομα «Αρκαδία της Νεότητας μου», η οποία έδωσε στους Harlocks την γερμανική πατρίδα του Heiligenstadt και που έδωσε ένα αποτύπωμα σε όλους τους γυναικείους χαρακτήρες του κόμικ, σχεδιασμένο με την ομοιότητα της όμορφης ηθοποιού Marianne Hold, δεν μπορεί κανείς να παραλείψει να παρατηρήσει την επιρροή του Βαγκνερικού πνεύματος  σε ολόκληρο το κοσμικό έπος του διαστημικού πειρατή. Εκτός από το έπος του δακτυλίου του Nibelungs, όπου είναι εμφανείς οι αναφορές στην τετραλογία, βλέπουμε  το μονοκιάλι  του Harlock, με ένα κοράκι στον ώμο του, που συμβουλεύτηκε από μια αιθέρια πνευματική γυναίκα που πετάει στους ουρανούς, εκεί που πραγματοποιεί  το «άγριο κυνήγι» της, δεν μπορεί  παρά να μας θυμίσει τον Πατέρα των Θεών του Άσγκαρντ.

Αλλά  και η επιρροή της κλασικής κουλτούρας είναι επίσης εμφανής, τόσο  στο όνομα του πλοίου του Harlock, το Arcadia, μέχρι την αποστολή να φέρει την Ιερή Φωτιά πίσω στο σπίτι, στις Ρίζες του, να ανοικοδομήσει τον Πολιτισμό όπως συμβαίνει στο φινάλε του Battleship Yamato 2199 (άλλο έργο του Matsumoto). Εκεί βλέπουμε ότι η  ζωντανή μνήμη όλων των μελών του πληρώματος που έπεσαν στη μάχη θα μνημονευτεί με το άναμμα της  φωτιάς, και η σύνδεση με τις τελετές στην Αρχαία Ελλάδα.

Και μετά ο πόλεμος εναντίον των Mazoniane και των Noo ως μάχη ενάντια στα δικά του χαμηλά συναισθηματικά ένστικτα, για να αντέξει σε μια ηρωική ζωή και την θυσία των πολλών «δευτερευόντων» χαρακτήρων της ιστορίας, η διαστημική κηδεία  κάποιου πολεμιστή, η ποιητική φιγούρα του Tochiro Oyama που πολεμά με τους δαίμονες του και θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό του πηγαίνοντας πιο πέρα στο άπειρο!

Η σειρά Harlock είναι κυριολεκτικά κορεσμένη με σκηνές, λέξεις, εικόνες, σύμβολα, πράξεις που, ακόμη και αν δεν είναι ορθολογικά κατανοητές, μετακινούν τις καρδιές ορισμένων νέων και αιώνια νέων, συντονίζοντας τις με τις προγονικές συχνότητες του Μύθου, της Παράδοσης και του Ηρωισμού. Λίγους μήνες πριν από την μετάδοση του πρώτου επεισοδίου στην Ιταλία (ήταν από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που παίχτηκε το 1980), ο τότε κομμουνιστής βουλευτής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ο Silverio Corvisieri, επιτέθηκε εναντίον της εισαγωγής ιαπωνικών κινούμενων σχεδίων, ξεκινώντας από τις σελίδες της Repubblica, ένα ανάθεμα ενάντια στον κίνδυνο των μηνυμάτων σε ιαπωνικά έργα όπως ο «ηρωισμός του πολεμιστή». «Το όργιο της εκμηδενιστικής βίας, η λατρεία της αποστολής του μεγάλου μαχητή, η θρησκεία των ηλεκτρονικών μηχανών, η σπλαχνική απόρριψη των διαφορετικών, γιορτάζεται με μεγάλη θεαματική αποτελεσματικότητα», συνέχιζε να γράφει ο αριστερός βουλευτής ... 

Λίγο αργότερα, κάποιος άλλος ακροδεξιούλης - δεν θα έλειπαν και αυτοί άλλωστε -  χαρακτήρισε τις σκηνές ως επικίνδυνες και αντιδημοκρατικές. Μέχρι τώρα 40 χρόνια αργότερα, ο Captain Harlock μπορεί να κερδίζει μια ακόμη νίκη επί της ατράκτου του Messerschmitt του προγόνου του, έχοντας εκπληρώσει τους εφιάλτες των λογοκριτών του τοπικού Σαλαφισμού.

Ίων Δραγούμης


«Ω έθνος μαργωμένο, πού είναι η περηφάνια σου;

Μην έχεις πεποίθηση σε κανένα, μήτε στους Μεγάλους ξένους της γης, μήτε στους Μεγάλους προγόνους σου, παρά μόνο στον εαυτό σου. Από κανένα μην περιμένεις τίποτε, παρά μόνον από τον  ε α υ τ ό  σου»

Ιδεολογική Απεμπλοκή


Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μεταπολεμικές γενιές της Ευρώπης εκπαιδεύτηκαν σε μια αντιεθνικιστική συναίνεση. Μέσα από την δημόσια εκπαίδευση, μέσα από την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε, μέσα από τις συνδηλώσεις της τέχνης, ο εθνικισμός μπήκε στο στόχαστρο και παρουσιάστηκε ως η υποτιθέμενη μήτρα πολλών κοινωνικών παθογενειών. Από την δεκαετία του 1960 και έπειτα ο συστημικός ιδεολογικός πόλεμος κατά του εθνικισμού απέκτησε νέες εκδοχές. Φροϋδικές πομφόλυγες επιστρατεύτηκαν από την εξουσιαστική πολιτική προπαγάνδα. Μετα-μαρξιστές, νεομαρξιστές και φιλελεύθεροι διανοητές ανάμιξαν αυτά τα απαχθέντα φροϋδικά στοιχεία με άλλα δεδομένα της μεταμοντέρνας χύτρας του εξουσιαστικού διεθνισμού και δημιούργησαν, εν τέλει, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη τον οποίο παρουσίασαν ως εργαλείο της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης. Όπως αποδείχτηκε ο καθρέφτης αυτός βοήθησε στην αναπαραγωγή της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού. Γιατί μέσω της χρήσης του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μπορούσε πλέον να χρεώνει στον εθνικισμό δικές του παθογένειες, ανάμεσα στα άλλα, και με το να εισάγει στην πολιτική ανάλυση αυθαίρετους ψυχολογικούς όρους.

 Σύμφωνα με αυτούς τους αναλυτικούς όρους κάθε μορφή αυταρχισμού θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκπηγάζει από, ή να συνδέεται με, εθνικιστικά σχήματα. Αυτή η χοντροκομμένη αυθαιρεσία παρουσιάστηκε ως εργαλείο πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μασκαρεύτηκε με την «τήβεννο» της επιστημονικής αλήθειας και αναπαράχθηκε από τα πανεπιστήμια και τα Μ.Μ.Ε, παραπλανώντας τον κόσμο με το εξής φαιδρό συμπέρασμα: Εφόσον κάθε μορφή αυταρχισμού πρέπει αναγκαστικά να είναι εθνικιστική και φασιστική, άρα και κάθε παθογένεια με αυταρχικά γνωρίσματα που παρουσιάζεται στις συνθήκες μια φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι κατάλοιπο κάποιας απροσδιόριστης παραδοσιοκρατικής συνήθειας του παρελθόντος και έχει ριζώσει ως υποτιθέμενη ψυχολογική «φασιστική» προδιάθεση σε κάποιο βαθύ σημείο του ψυχισμού.

 Πόσο βολικό συμπέρασμα για την εξουσία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης!! Μονομιάς έβγαλε έξω απ’ το κάδρο της όποιας ευθύνης όλες τις υπόλοιπες ιδεολογίες (ή πολιτικές θεωρίες) και φόρτωσε μια σειρά παθογενειών σε κάποιο αόριστο φασιστικό κατάλοιπο. Ασχέτως, βέβαια, αν μια αναδρομή στην πολιτική ιστορία ή στην ιστορία των ιδεών οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα και καταδεικνύει ότι ο αυταρχισμός δεν υπήρξε γνώρισμα μόνο κάποιων εθνικιστικών και παραδοσιοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων, αλλά πολύ περισσότερο του φιλελευθερισμού (από τις γκιλοτίνες της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τις σφαγές πληθυσμών που δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό των φιλελεύθερων αμερικανικών κυβερνήσεων) και του διεθνιστικού σοσιαλισμού (αυταρχισμός και εγκλήματα κομμουνιστικών ή διεθνιστικά σοσιαλιστικών κυβερνήσεων). Εκείνο που έχει σημασία για την ιδεολογική ηγεμονία της εξουσιαστικού φιλελευθερισμού είναι ότι με τέτοιους τρόπους καταφέρνει και υπερβαίνει την όποια κρίση του καπιταλισμού προκύπτει κρατώντας όλες τις συζητήσεις που θα μπορούσαν να γεννήσουν εναλλακτικές προοπτικές εντός του ιδεολογικού φάσματος που ελέγχει.

για να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ ...

Karl Hans Strobl: Ένας λησμονημένος βάρδος της λογοτεχνίας του φανταστικού



Ο Καρλ Χανς Στρομπλ (1877-1946) υπήρξε ένας ταλαντούχος συγγραφέας της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μεγάλωσε στην Τσεχία αλλά ήταν Αυστριακής καταγωγής. Γρήγορα έδειξε την κλίση του στην λογοτεχνία και υπήρξε θαυμαστής του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ωστόσο σε αντίθεση με τον Ρίλκε, που δεν ένιωθε βολικά με την γερμανική του καταγωγή και υιοθέτησε την τσεχική κουλτούρα, ο Στρομπλ αφοσιώθηκε από μικρός στην «γερμανικότητά» του. 

Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με διάφορες νεορομαντικές θεωρίες που αναπτύσσονταν σε μικρούς κύκλους στοχαστών κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και σε νεαρή ηλικία άρχισε να υιοθετεί εθνικιστικές απόψεις. Παρόλα αυτά δεν ενεπλάκη νωρίς στην πολιτική.

 Το 1919 κυκλοφόρησε μαζί με τον Alfons von Czibulka το πρώτο περιοδικό φανταστικής λογοτεχνίας στην νεότερη εποχή, που έφερε τον τίτλο Der Orchideengarten. Είχε είκοσι τέσσερις σελίδες και κυκλοφόρησαν πενήντα ένα τεύχη του, μέχρι τον Νοέμβριο του 1921. Ο Στρομπλ απέκτησε αρκετή δημοφιλία και νουβέλες του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.

 Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στρομπλ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την πολιτική. Στον μεσοπόλεμο υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, προωθώντας το όραμα της ζωής του που ήταν η  ένωση των δυο Γερμανιών (της Γερμανίας με την Αυστρία). Πέθανε το 1946 ενώ προηγουμένως είχε αναγκαστεί να εργαστεί ως αιχμάλωτος του σοβιετικού στρατού.

 Η ιδεολογία του Στρομπλ καταδίκασε το έργο του στην αφάνεια. Μεταπολεμικά οι αρχές φρόντισαν να εξαφανίσουν τα περισσότερα αντίτυπα των βιβλίων του. Πρόκειται ασφαλώς για μια ακόμη άδικη τιμωρία, καθώς οι περισσότερες νουβέλες του αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας τρόμου ενώ δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο ικανό να δικαιολογήσει την λογοκρισία τους. Η λήθη στην οποία τιμώρησε τον Στρομπλ το εκδοτικό κατεστημένο της φιλελεύθερης εξουσίας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής πολιτικής που στοχεύει στην γενική αποσιώπηση λογοτεχνών με μη αρεστές ιδεολογικές αρχές. Κατά τα άλλα τα κείμενά του μπορούν να διαβαστούν από τον καθένα, ασχέτως ιδεολογικών προτιμήσεων.

 Η λέσχη μας., όπως πάντοτε κόντρα στο ρεύμα, ανέσυρε μερικά διηγήματα του Στρομπλ από την αφάνεια και τα μετέφρασε. Πρώτο απ’ αυτά είναι Ο κυνηγός Μαγισσών. Τα υπόλοιπα θα δημοσιευθούν στο περιοδικό μας συνοδευόμενα από ένα πιο πλήρες κείμενο για την ζωή και τις ιδέες του λησμονημένου αυτού βάρδου ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σπέρα. Από τον διεθνιστικό αναρχισμό στον εθνικό συνδικαλισμό

 


Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.

Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό «Brothers College». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.

 Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός, καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.

 Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς. Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914 συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή οι απεργίες ήταν παράνομες.

Η εξέγερση της Σερίφου

 Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού διχασμού.  Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς).  Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».

 Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία, δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2% του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής, για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.

 Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες, κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα, ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας.

 Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον αγώνα τους.  Στις 21 Αυγούστου αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους. Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία. Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον Γρόμαν.

 Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη διακοσίων πενήντα  ανδρών και ενός ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος.  Τότε  ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.

 Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας, απολύθηκαν  όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες, καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.

 Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. - Σ.Ε.Κ.Ε.

 Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς εκείνης της εποχής.

 Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα εργατικά δικαιώματα, τον  βοήθησαν να κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.

 Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του, για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές συνδικαλιστές από την άλλη[1] .

 Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.

 Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.

 Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το 1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών φασμάτων.

 Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες, εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή. Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ.Ε.).

 Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Muammar Qaddafi

«Δημιουργούν οι ίδιοι τον ιό και στη συνέχεια σας πουλάνε τα αντίδοτα, προσποιούνται ότι αφιερώνουν χρόνο για να βρουν την λύση ενώ την έχουν ήδη έτοιμη»

Μνήμη Leon Degrelle (15.06.1906 - 31.03.1994): «Etsi mortuus urit» - «Αν και νεκρός, καίει ...»



του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Όταν μιλάμε για τον Leon Degrelle, έρχονται στο μυαλό τα έργα του, η διαθήκη του, τα οποία μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο ζέσταναν τις καρδιές και τις ψυχές των εθνικoεπαναστατών μαχητών. Τα βιβλία του παρείχαν μια τεράστια ιστοριογραφική συνεισφορά στα πάθη που φλόγισαν εκείνη την περίοδο τόσο πλούσια σε εντάσεις και αναλύσεις, και μια εξίσου σημαντική κληρονομιά πνευματικής ανύψωσης για τηn διαμόρφωση του εσωτερικού μας εαυτού. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Degrelle ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους πολεμιστές του περασμένου αιώνα που κατάφερε να συγχωνεύσει την πολιτική πολιτοφυλακή και την πολιτοφυλακή της ψυχής σε ένα κοινό σημείο.

O Degrelle γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1906 στη Bouillon, στο γαλλόφωνο Βέλγιο, το μέρος όπου ζούσε επίσης ο Godfrey της Bouillon, ένας από τους φεουδάρχες που γέννησε την πρώτη Σταυροφορία (θα μπορούσε να είναι σύμπτωση;).

Το 1935 δημιούργησε το Rex, ένα περήφανo καθολικό κίνημα (Christus Rex), αντλώντας αρχικά έμπνευση από την «Action Française» του Maurras και σύντομα το έφερε στην πλευρά των ευρωπαϊκών φασιστικών κινημάτων. Και χάρη στην ρητορική του και την επαναστατική του ιδιοσυγκρασία, θα φουντώσει τις φλόγες στις πλατείες και στις καρδιές  της Βελγικής νεολαίας. Ενέπνευσε επίσης τον σχεδιαστή Herge: Τα χαρακτηριστικά του Degrelle  εμφανίζονται στο πρόσωπο του Tin Tin.

Η μαρτυρία του Robert Brasillach φαίνεται σημαντική για εμάς, ο οποίος στις σελίδες του περιοδικού "Je suis partout" περιέγραψε με εμφανή συμπάθεια την πληθωρική προσωπικότητα του Lèon Degrelle, περιμένοντας να τον συναντήσει και να του πάρει συνέντευξη:

«Βλέπω αυτόν τον ευκίνητο, όμορφο νεαρό άντρα να προχωράει προς μένα, του οποίου τα μάτια λάμπουν τόσο χαρούμενα σε ένα γεμάτο πρόσωπο. Μου μιλάει  για τα πλήθη, με δυνατή φωνή που είναι απίστευτα φυσική. Ακόμα δεν ξέρω τι θα μου πει, δεν ξέρω τι αξίζει. Ξέρω μόνο ότι εμπνέει μια χαρά για την ζωή, μια αγάπη για την ζωή και ταυτόχρονα την επιθυμία να βελτιώσει αυτή την ζωή για όλους, για να πολεμήσουμε για την ζωή, που είναι ήδη όλα τα αξιοθαύμαστα πράγματα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μεγάλοι ηγέτες χωρίς κάποιο είδος δυναμικής ζωτικότητας, φυσικής λαμπρότητας. Δεν ξέρω αν ο Lèon Degrelle έχει άλλες ιδιότητες: αλλά πάνω απ 'όλα έχει αυτά. Υπάρχουν πολλά άλλα εξίσου ορατά, από την άλλη, και όλα τόσο ενστικτώδη (...)»

Για την έντονη και απερίσκεπτη ζωή του Léon Degrelle, θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα πραγματικό έπος, αλλά αυτό δεν είναι η πρόθεση αυτού του σύντομου άρθρου, οπότε ας πάμε κατευθείαν στους λόγους που ενέπνευσαν αυτές τις γραμμές.

Το Feldpost (οι σημειώσεις ενός πολιτικού στρατιώτη) δημοσιεύθηκε στο Βέλγιο το 1944 από τον εκδοτικό οίκο Rexist Party. Η ανάγνωση αυτού του σύντομου αλλά έντονου κειμένου προτάθηκε σε μέλη της Ρεξιστικής  νεολαίας, η οποία, με παρότρυνση από το παράδειγμα των ηγετών τους, τρέμανε από ενθουσιασμό, εν αναμονή της συμμετοχής τους στην Ευρωπαϊκή Σταυροφορία κατά του Μπολσεβικισμού, στο Ανατολικό Μέτωπο. Θα ήταν η επίθεση τους στον παράδεισο.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι το συνηθισμένο στρατιωτικό ημερολόγιο, όπου περιγράφονται πολεμικά γεγονότα ή άλλες πτυχές αυστηρά πολεμικού χαρακτήρα. Η αφήγηση στρέφεται σε άλλους ορίζοντες, πολύ βαθύτερους και πιο περίπλοκους. Ο ίδιος ο Degrelle το εξηγεί στις πρώτες γραμμές της εισαγωγικής του σημείωσης:

«Το Feldpost είναι ένα απλό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο στρατιώτη. Συλλέγει μια σειρά από γρήγορες σημειώσεις που έγραφα αμέσως, κάθε μέρα, ακριβώς, στα φύλλα του Feldpost. Αυτά τα χαρτιά, που γράφτηκαν στους απροσδόκητους δρόμους και τις μάχες στη Ρωσία, είχαν σκοπό να μεταφέρουν τις σκέψεις μου στο σπίτι. Μην ψάχνετε για ζωντανές σελίδες μάχης, δεν είναι στρατιωτικό ημερολόγιο. Χωρίς να ξέρω τι θα μπορούσε η μοίρα να μου φυλάει στον πόλεμο, βιάστηκα να εκφράσω τις ιδέες και τα συναισθήματα που έζησα μέσα μου».

Αυτό που αναδύεται είναι ο στρατιώτης Degrelle, ή καλύτερα, ο «πολιτικός στρατιώτης» Degrelle. Ο άνθρωπος που αποφάσισε με πλήρη συνειδητοποίηση και με αξιοθαύμαστο ιδεαλισμό να πιάσει τα όπλα, παρά τους κινδύνους και τις τεράστιες δυσκολίες, για την επιβεβαίωση ενός καθαρού και απόλυτου οράματος για τον κόσμο και τη ζωή. Ακόμα κι αν η πιθανότητα πληρωμής των συνεπειών ήταν πραγματικά υψηλή, ήξερε πολύ καλά ότι ο θάνατος τον ακολουθεί πάντα σαν μια σκιά εκείνη που παίρνει το δρόμο των όπλων. Ο δρόμος του πολεμιστή είναι δύσβατος, ασύγκριτος από δυσκολίες και τα δεινά που μπορεί να προσφέρει σε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν, αλλά είναι επίσης υπέροχος για τους καρπούς της πνευματικής ανύψωσης και  η υπέρβαση των ορίων που δίνει γενναιόδωρα σε όσους ξέρουν πώς να τον διαβούν. Ο Degrelle ήξερε πως να τον ακολουθήσει.

Επιπλέον, βλέπουμε στον  Degrelle την προσπάθεια του πολιτικού στρατιώτη -  και στην περίπτωσή του ειδικότερα της τυπικής συνύπαρξης του μοναχού πολεμιστή - να θέλει να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του στο πεδίο της μάχης μέσω της αγνής δράσης, δράσης όχι μόνο με την έννοια του ανδρικού και πολεμικού  ασκητισμού, αλλά πάνω απ 'όλα τον εσωτερικό καθαρμό του πνεύματος και την μετάβαση σε υψηλότερες μορφές ζωής.

Να θυμίσουμε επίσης ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν καθόλου μια απλή στρατιωτική σύγκρουση, συγκρίσιμη με άλλα προηγούμενα γεγονότα, και δεν βιώθηκε ως τέτοια. Ήταν μια τιτάνια σύγκρουση με υψηλή ηθική και ιδεολογική ένταση. Υπήρχαν δύο εντελώς αντίθετοι ΚΟΣΜΟΙ: η εμφάνιση ενός Ευρωπαϊκού Εθνικού Σοσιαλισμού, ενάντια στον Διεθνή Σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ.

Εκτός από αυτά στον Degrelle, βρίσκουμε και μια σοβαρή κριτική για τον αστικό κόσμο, ψεύτικο, υποκριτικό, υπηρέτη του θεού του χρήματος. Η ίδια δειλή μετριότητα που κυριαρχεί στην καθημερινή μας ύπαρξη. Μια μετριότητα, που δεν πρέπει καθόλου να ρέει μέσα στο βάλτο της. Η προτροπή είναι πάντοτε να πολεμάμε και να παλεύουμε στο άκρο, μαζί με τον πιο πιστό μας σύντροφο, αυτό το όραμα του κόσμου που ώθησε τον ίδιο τον Degrelle να αντιμετωπίσει τον εαυτό του και τον εχθρό.

"Είμαι εδώ γιατί το ιδανικό που με έκαιγε  όταν έφυγα, έχει κάνει την ατμόσφαιρα ασφυκτική, με τη μυρωδιά της μούχλας του παλιού αστικού σύμπαντος  που πεθαίνει. Η ζωή του στρατιώτη στο μέτωπο είναι η μόνη, αυτή την στιγμή, που είναι πραγματικά απλή, αδιάφορη . Εδώ, μπροστά στο θάνατο, ή τουλάχιστον μπροστά στον καθημερινό πόνο, η ψυχή υψώνεται πάνω από το τέλμα της παρακμής …

Σε έναν αιώνα στον οποίο κάποιος ζει μόνο για τον εαυτό του, θα είναι απαραίτητο εκατοντάδες, χιλιάδες άντρες να μην ζουν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά για ένα κοινό ιδεώδες, πρόθυμοι από την αρχή να υποφέρουν όλες τις θυσίες, όλους τους εξευτελισμούς, όλους τους ηρωισμούς για αυτό. Μετράει μόνο η πίστη, η ένθερμη εμπιστοσύνη, η πλήρης απουσία εγωισμού και ατομικισμού, η ένταση ολόκληρου του όντος προς τον σκοπό».