Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας
του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής
θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση
του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή
του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού
Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω
μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.
Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο
δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό
Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από
μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907
εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο
και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό
«Brothers College». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους
καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε
ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους
είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό
κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς
οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.
Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν
ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και
συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού
συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς
ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός,
καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν
επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και
μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.
Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα,
ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα
ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε
σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς.
Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού
Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914
συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με
φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή οι απεργίες ήταν παράνομες.
Η εξέγερση της Σερίφου
Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος
Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού
διχασμού. Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες
και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη
της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις
μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση
αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι
φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον
πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση
είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους
τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς). Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε
τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».
Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα
μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν
αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία,
δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν
δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να
επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς
τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2%
του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής,
για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.
Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της
ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την
ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από
τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες,
κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα,
ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες
εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο
εργασίας.
Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως
πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι
εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη
Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου
Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον
αγώνα τους. Στις 21 Αυγούστου
αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του
σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας
πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση
των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των
εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν
ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι
τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους.
Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια
ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου.
Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία.
Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη
Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και
μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον
Γρόμαν.
Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να
δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες
των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα
σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να
μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25
Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη
διακοσίων πενήντα ανδρών και ενός
ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη
της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση
της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος. Τότε
ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η
οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.
Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα
των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας,
απολύθηκαν όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες,
καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.
Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. - Σ.Ε.Κ.Ε.
Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των
συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918
συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία
θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με
κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς
εκείνης της εποχής.
Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα
εργατικά δικαιώματα, τον βοήθησαν να
κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς
και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε
στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση
και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο
Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις
κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του
Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.
Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και
κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να
διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και
ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική
εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για
σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να
αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του,
για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν
βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την
πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης
σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές
συνδικαλιστές από την άλλη[1] .
Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον
ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν
θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει
από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα
όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις
του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά
συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.
Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον
αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το
ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας
εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο
μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από
το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν
συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις
εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.
Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους
αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και
με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το
1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες
όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο
Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο
Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν
μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών
φασμάτων.
Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και
τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον
αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που
προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες,
εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου
ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια
την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή.
Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην
Σ.Ε.Κ.Ε.).
Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους
αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε
σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας
τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της
Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του
στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα
συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την
ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας
ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας
περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη
Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του
κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός
κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η
απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό
συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού.
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...
Άνθρωπος που προδίδει τις ιδέες,θα το ξανακάνει, ειδικά στη εποχή μας που είναι όλοι όπου Φύσα αγέρι φυσά αγέρι...
ΑπάντησηΔιαγραφή