Σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη που εστιάζει στην πολιτική
σκέψη και την ζωή του Ίωνα Δραγούμη (1878-1920), από τις πρώτες κιόλας σελίδες
του εισαγωγικού κειμένου χρησιμοποιείται ο όρος «λοξίας». Πρόκειται για έναν
όρο που ο συγγραφέας της εισαγωγής εξηγεί ότι περιγράφει πολιτικούς διανοητές,
τους οποίους χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη μοναχικότητα. Ο Δραγούμης
αντιμετωπίζεται ως ένας από αυτούς. Ως κάποιος, δηλαδή, που προτείνει ένα
εντελώς ιδιότυπο σύνολο ιδεών, επεξεργασμένο κι οργανωμένο σε μια ιδιαίτερη
κοσμοθεώρηση για τις ανθρώπινες υποθέσεις, το οποίο παρέχει μια νέα θέαση για
τη σχέση της κοινωνίας με το Πολιτικό. Μάλιστα, την περιγραφή του «λοξία»
συνοδεύει η πεποίθηση πως η αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει στους όποιους
αντιπάλους αυτή η νέα πρόταση, μπορεί να φθάσει έως και τη φυσική εξόντωση του «λοξία» διανοητή. Υπερβολική ή μη, αυτή
είναι η συνηθισμένη αντιμετώπιση του Δραγούμη από τους περισσότερους μελετητές
του.
Ο Δραγούμης έχει αποτιμηθεί με θετικό και αλλά και με
αρνητικό πρόσημο από, σύγχρονους με εκείνον και μεταγενέστερους, μαρξιστές
θεωρητικούς και πολιτικούς. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) υπήρξε φίλος του
Δραγούμη και ένας εκ των μαρξιστών που εκτίμησε την προσωπικότητα και το έργο
του. Μάλιστα, ο Κορδάτος υποστήριξε ότι ο Δραγούμης είχε πλησιάσει πολύ κοντά
στον σοσιαλισμό. Επίσης, ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής Νίκος Γιαννιός (1885-1958)
μπορεί να μην θεώρησε τον Δραγούμη ως κάποιον με τον οποίο είχε ιδεολογική συγγένεια,
τον αντιμετώπισε όμως εξίσου θετικά με τον Κορδάτο. Σύμφωνα με τον Γιαννιό ο
Δραγούμης ήταν ένας «φωτισμένος εθνικιστής», που με την δράση του ευνοούσε την
ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων στην οποία οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές θεωρούσαν
ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί το σοσιαλιστικό όραμα . Από το στρατόπεδο των
μαρξιστών ως ιδεολογικό αντίπαλο και πρόδρομο του φασισμού έβλεπε τον Δραγούμη
ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974).
Ανάλογη αντιμετώπιση είχε ο Δραγούμης και από εκπροσώπους του χώρου των φιλελεύθερων πολιτικών και διανοητών. Μολονότι κατά την διάρκεια της ζωής του ήταν ένας εκ των κύριων αντιπάλων του φιλελευθερισμού, που εκπροσωπούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936), ορισμένοι φιλελεύθεροι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 εστίασαν στο «ανεξάρτητο εσωτερικό εγώ» του ως λογοτέχνη και εκτίμησαν το έργο του. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966) και ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) ήταν δυο εξ αυτών . Ωστόσο υπήρξαν και φιλελεύθεροι μελετητές του έργου του, όπως ο υπουργός Γεώργιος Δ. Δασκαλάκης (1912-1994), που αντιμετώπισαν τον Δραγούμη ως εκφραστή αυταρχικών ιδεολογικών σχημάτων .
Συνήθως εκείνοι που έβλεπαν συνολικά και χωρίς διακρίσεις τον Ίωνα Δραγούμη με καλό μάτι ήταν οι συντηρητικοί και οι εθνικιστές. Αλλά στην μεταμοντέρνα μας εποχή όλες οι βεβαιότητες τείνουν να διασαλευτούν. Ακόμη κι έτσι, πάντως, η μερίδα του πολιτικού κόσμου και της διανόησης που συνεχίζει σήμερα να αποτιμά σχεδόν εξολοκλήρου θετικά την προσωπικότητα του Δραγούμη παραμένει εκείνη του εθνικιστικού χώρου.
Αυτό πάντως δεν είναι αρκετό ώστε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι όποιος ερευνητής θελήσει να καταπιαστεί με την περίπτωση του Δραγούμη να βρεθεί εμπρός στις διαφορετικές προσεγγίσεις διανοητών που προέρχονται από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Πράγμα που σημαίνει ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων καθίσταται δύσκολη, ιδίως αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η γενικευμένη εκτίμηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «λοξία» διανοητή.
Σε παλαιές και νεότερες έρευνες έχει επιχειρηθεί μια εικασία σχετικά με το πώς θα συνέχιζε ο Δραγούμης τις ιδεολογικές του αναζητήσεις, αν ζούσε μετά το 1920 και προλάβαινε την εποχή του φασισμού. Πρόκειται για μια εικασία που έχει οδηγήσει τους ερευνητές που την τόλμησαν σε έναν νέο κύκλο διαφορετικών εκτιμήσεων και αντικρουόμενων συμπερασμάτων. Προσωπικά δεν θα μπω σε μια τέτοια συζήτηση. Γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πρόβλεψη και η εικασία αποτελούν πεδίο έρευνας των αστρολόγων, όπως έλεγαν παλαιότερα ορισμένοι καθηγητές μου στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όχι των επιστημόνων.
Δεν θα εικάσω, λοιπόν, αν ο Ίωνας Δραγούμης θα γινόταν αρχηγός των Ελλήνων φασιστών, αν θα μεταστρεφόταν στον σοσιαλισμό, αν θα επιχειρούσε να ισορροπήσει σε κάποιο εθνικομπολσεβικικό σχήμα ή αν θα επέλεγε οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική ατραπό, εφόσον δεν είχε δολοφονηθεί το καλοκαίρι του 1920 και ζούσε κατά τον μεσοπόλεμο. Θα σταθώ απλά στα δεδομένα και θα διαπιστώσω το εξής. Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας διανοητής που, μολονότι διέθετε ένα σχεδόν μόνιμο ρομαντικό κέντρο βάρους στην όλη του πνευματική αναζήτηση, προέβη κατά την διάρκεια της ταραχώδους ζωής του σε ορισμένες ιδεολογικές μετατοπίσεις. Πράγμα που έδωσε την δυνατότητα σε μεταγενέστερους αναλυτές του έργου του να το αναγνώσουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Προσωπικά, πάντως, εκτιμώ ότι υπάρχει σταθερός άξονας στην σκέψη του Δραγούμη. Πρόκειται για το ρομαντικό υπόβαθρο της βιοθεωρίας του, που αν γίνει αντιληπτό μικραίνει τις υποτιθέμενες αντιφάσεις που φωτίζουν παραμορφωτικοί φακοί διαφορετικών οπτικών γωνιών.
Αν θα έπρεπε να συνοψίσω την διανοητική του διαδρομή θα ξεκινούσα με την πρώτη τομή στην σκέψη του η οποία πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1900. Ο Δραγούμης βίωσε με έντονο τρόπο μια ανατροπή στην ιστορία των ιδεών η οποία συγκλόνισε μέρος της ευρωπαϊκής αστικής νεολαίας του fin de siècle. Όπως παρατηρεί ο Στάνλεϊ Πέιν. «Ενώ ο 19ος αιώνας κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από το φιλελευθερισμό στην πολιτική και από τον υλισμό και την επιστήμη στην κουλτούρα, ένα μέρος της γενιάς των δεκαετιών του 1880 και του 1890 απέρριπτε αυτές τις αξίες, αντικαθιστώντας τες με έναν νέο προσανατολισμό προς τον υποκειμενισμό, το συναισθηματισμό, τον ανορθολογισμό και το βιταλισμό. Αυτή η προσπάθεια αντιστροφής των κυρίαρχων αξιών παρήγαγε αυτό που ένας ιστορικός ονόμασε «διανοητική κρίση της δεκαετίας του 1890» .
Η διανοητική αυτή κρίση στο οικοδόμημα της φιλελεύθερης νεωτερικότητας προκλήθηκε από διάφορα νεορομαντικά ρεύματα και στοχαστές. Στο πεδίο της πολιτικής σκέψης τρείς θεωρώ ότι ήταν οι διανοητές που, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έδωσαν το έναυσμα για μια ρομαντικά εθνικιστική και παραδοσιοκρατική κριτική στο νεωτερικό οικοδόμημα. Ο Τζων Ράσκιν (1819-1900) στην Βρετανία, ο Πωλ ντε Λαγκάρντ (1827-1891) στην Γερμανία και ο Μωρίς Μπαρές (1862-1923) στην Γαλλία. Ο Ράσκιν προσπάθησε να συνδυάσει αρχές του συντηρητισμού και του σοσιαλισμού. Όπως επισημαίνουν οι Löwy και Sayre,
«Καθώς ο Ράσκιν εξυμνεί έναν σοσιαλισμό κι έναν κομμουνισμό που δεν προβλέπει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας […] και έναν τορυσμό που δεν θέλει να προστατέψει τα προνόμια των προνομιούχων τάξεων και δεν αναγνωρίζεται σε καμιά σύγχρονη μοναρχία, οι αντιλήψεις του δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις παραδοχές των όρων» .
Στην Γερμανία, ανάμεσα στα έτη 1878 και 1886, δημοσιεύθηκε το έργο του Πωλ ντε Λαγκάρντ που έφερε τον τίτλο Γερμανικά Γραπτά. Σύμφωνα με τον Λαγκάρντ, η Γερμανία του Βίσμαρκ κατέκτησε την ενότητά της και απέκτησε ισχύ για να χάσει την ψυχή της . Ο Λαγκάρντ αντιμετώπισε το νεωτερικό κράτος ως μηχανή χωρίς ψυχή , που είχε αποξενωθεί από όσους διοικούσε. Αλλά αντικατέστησε το θεολογικό μεταφυσικό υποκείμενο του παλαιότερου συντηρητισμού, με εκείνο του έθνους. Δεν ήταν ο Θεός εκείνος που έπρεπε να εμβαπτίζει με το πνεύμα του τους θεσμούς του κράτους, που ο Λαγκάρντ οραματιζόταν. Ήταν το γερμανικό έθνος το οποίο για τον Λαγκάρντ έγινε αντιληπτό ως αέναη συλλογική οντότητα, που διέθετε μια μυστικιστική εσωτερική ενότητα. Σε αυτή την εσωτερική ενότητα έπρεπε να εμβαπτιστούν οι κρατικοί θεσμοί, προκειμένου να προϋποθέσουν τον επιθυμητό βίο του έθνους. Ο Λαγκάρντ απέρριπτε ως ορθολογιστικό και υλιστικά νεωτερικό το γερμανικό κράτος του Βίσμαρκ. Στόχος του ήταν να το επαναφέρει στην λειτουργία του υπηρέτη του έθνους . Και για να το κάνει αυτό αναζητούσε εκφραστές του οράματός του σε μια ευγενή μειονότητα του έθνους . Σε μια αριστοκρατία του πνεύματος», που δεν θα είχε καμιά σχέση με κληρονομικά δικαιώματα .
Για τον Λαγκάρντ η παράδοση δεν ήταν τρόποι, αλλά πνεύμα. Ένα πνεύμα που έπρεπε να περάσει ακέραιο στη νέα εποχή, προκειμένου να αποτελέσει την απαρχή της αντίστασης στην κυριαρχία του νεωτερικού φιλελευθερισμού. Και, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ο φορέας που περιείχε αυτό το παραδοσιακό πνεύμα δεν ήταν τα δικαιώματα γης ή η εκκλησιαστική αυθεντία των προνεωτερικών αρχουσών τάξεων, αλλά το έθνος. Αν πιστεύουμε με νοήμονα τρόπο στο παρελθόν, θα πρέπει να κοιτάξουμε προς το μέλλον , υποστήριξε. Έτσι, παρουσίασε το έθνος καθώς και την σύσταση του κράτους που οραματιζόταν, ως αντίπαλες εναλλακτικές στην ορθολογιστική πολιτική και πολιτειακή οργάνωση.
Αντίστοιχο ρόλο στην Γαλλία έπαιξε ο Μωρίς Μπαρές. Αναμιγνύοντας επιρροές από διάφορα ρεύματα του Ρομαντισμού, από την φιλοσοφία του Νίτσε και από επιστημολογικές προσεγγίσεις της εποχής, ο Μπαρές δημιούργησε τελικά ένα ιδεολογικό σχήμα που παρουσίαζε τον εθνικισμό με τους νέους για την εποχή όρους του γενεαλογικού ντετερμινισμού . Συνοψίζοντας την κεντρική ιδέα της πολιτικής σκέψης του Μπαρές, ο John Weiss υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τον Μπαρές, οι Γάλλοι,
«δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ορθολογικούς υπολογισμούς για να κρίνουν τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία. Αντίθετα, θα έπρεπε να καταδυθούν στα έγκατα των υποσυνείδητών τους ενστίκτων. Σ’ αυτά τα ένστικτα θα έβρισκαν […] τι θα έπρεπε να είναι η Γαλλία: μια ζώσα πραγματικότητα, που η φύση της οριζόταν από τη συλλογική εμπειρία και τις αποκρίσεις, ζυμωμένες από γενιές και γενιές προγόνων με το γαλλικό αίμα και το γαλλικό χώμα ».
Όταν ο Μπαρές επισκέφθηκε την Αθήνα η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να γνωρίσει τον νεαρό Ίωνα Δραγούμη, που μόλις πριν λίγους μήνες είχε διοριστεί στο υπουργείο των εξωτερικών της Ελλάδας. Την άνοιξη του 1900 ο Δραγούμης, όντας μεγαλωμένος σε μια αστική οικογένεια με δικό της σπίτι στο κέντρο των Αθηνών, διέθετε εξαιρετική καλλιέργεια αλλά κανέναν σκοπό στην ζωή. Μεγαλωμένος με ανέσεις και ενημερωμένος για την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, μετά τις σπουδές στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ο Δραγούμης προσανατολιζόταν σε έναν διεθνιστικό και ορθολογιστικό διανοητικό προσανατολισμό . Ήταν η περίοδος τίποτε δεν έδειχνε να τον ικανοποιεί στην ζωή. Εξέφραζε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την αίσθηση της ανίας που βάραινε πολλούς εύπορους νέους της γενιάς του, οι οποίοι δεν έβρισκαν κάποιο νόημα στην ορθολογιστική και φιλειρηνική συνθήκη του φιλελεύθερου fin de siècle.
Η γνωριμία με τον Μπαρές υπήρξε καταλυτική για τον Δραγούμη. Ο ένας από τους σημαντικότερους διανοητές του αντινεωτερικού νεορομαντικού εθνικισμού της Ευρώπης, άφησε ανεξίτηλη την επιρροή του στην σκέψη του Ίωνα Δραγούμη. Μετά το 1900 ο Δραγούμης έγινε ο «Έλληνας Μπαρές». Η σκέψη του Γάλλου διανοητή μπολιάστηκε με ένα στοιχείο που χαρακτήριζε τον Δραγούμη από την εφηβεία του. Την προσήλωση στον δημοτικισμό.
Από το 1894, στα πρώτα δοκίμια του Δραγούμη, μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια προσέγγιση του γλωσσικού ζητήματος που θυμίζει σε αρκετά σημεία τις γλωσσικές θεωρίες του γεννήτορα της θεωρίας του ρομαντικού εθνικισμού Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (1744-1803) . Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε τον δημοτικισμό αποτέλεσε το πρώτο σημείο επαφής του Δραγούμη με τον ελληνικό εθνικιστικό Ρομαντισμό. Μέχρι το 1900 είναι δύσκολο να εντοπιστεί οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση του Δραγούμη με τις ιδέες και τα οράματα του ελληνικού εθνικισμού. Το «μακεδονικό» και το «κρητικό» ζήτημα, που βρίσκονταν στην επικαιρότητα, δεν τον απασχολούσαν καθόλου.
Ωστόσο μετά την γνωριμία του με τον Μπαρές τα πάντα άλλαξαν. Ο ευρωπαϊκός παραδοσιοκρατικός νεορομαντισμός, ο ελληνικός ρομαντικός εθνικισμός και ο δημοτικισμός, αποτέλεσαν το ιδεολογικό μάγμα που πυροδότησε τόσο την ιδεολογία μέσω της οποίας έγινε γνωστός ο Ίωνας Δραγούμης ως συγγραφέας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό όσο και τους αγώνες του για την υπεράσπιση της ελληνικής ομογένειας. Από την αυγή του 20ου αιώνα και μέχρι τις απαρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ίων Δραγούμης οργάνωσε αντάρτικα σώματα, ενδυνάμωσε τις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας και της Θράκης, έγραψε τα περισσότερα από τα βιβλία του και αρθρογράφησε σε έντυπα της εποχής, παρουσιάζοντας το νεορομαντικό εθνικιστικό του ιδεολογικό σχήμα.
Από εκεί και πέρα, διαβάζοντας τα κείμενα και τους λόγους του από την αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και την χρονιά που εξορίστηκε, μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια μεταβολή. Πρόκειται για μια μεταβολή στους τόνους και το ύφος. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του Δραγούμη παρέμεινε εθνικιστικό. Μετριάστηκαν, όμως, οι νεορομαντικές εξάρσεις. Ο Δραγούμης ήταν πια βουλευτής και αντιλαμβανόταν ότι η προώθηση των ιδεών του απαιτούσε ένα διαφορετικό στυλ. Η καθημερινότητα της εποχής του «εθνικού διχασμού» και οι λεπτές ισορροπίες που απαιτούσε η ελληνική διπλωματική στρατηγική σε τόσο κρίσιμες ώρες τον είχαν κάνει μετρημένο και σκεπτικό. Ήταν μια από τις ήπιες αντιβενιζελικές φωνές εκείνων των ταραγμένων ημερών. Μόνο η απροκάλυπτη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ τον ανάγκασε να ακολουθήσει μια πιο σκληρή εθνικιστική και αντιφιλελεύθερη γραμμή, μέσα από το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρηση», κατά το 1916 και το 1917, χωρίς όμως ποτέ να υπερβεί τα αναμενόμενα πλαίσια πολιτικής αντιπαράθεσης εκείνων των ετών.
Ώσπου ήρθε η εξορία του από τους φιλελεύθερους και τους δυτικούς τους συμμάχους. Πρόκειται για την τελευταία φάση της διανοητικής διαδρομής του Ίωνα Δραγούμη. Στην οποία η επαναστατική διάθεση της δεκαετίας του 1900-10 αναζωπυρώθηκε και συνδυάστηκε με την απογοήτευση του ηττημένου και του εξόριστου. Ο Δραγούμης κατέστη ο παλιός γνωστός νεορομαντικός, που στρεφόταν με όλο του το μένος κατά του φιλελεύθερου κόσμου της νεωτερικότητας. Μόνο που πλέον αναζητούσε καταφύγιο ακόμη και στις σοσιαλιστικές ατραπούς, με τους Έλληνες εκφραστές των οποίων είχε διαφωνήσει έντονα κατά την δεκαετία του 1900-10.
Όχι μόνο αντιμετώπισε με συμπάθεια κομμουνιστικές επαναστάσεις, μα και ενδιαφέρθηκε για την ουσία του σοσιαλισμού , τον οποίο θέλησε να μπολιάσει με τον εθνικισμό του. Δεν πρέπει, ασφαλώς, να λησμονούμε ότι το «αντιβενιζελικό μέτωπο» είχε δημιουργήσει μια παράδοξη συμπάθεια ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους κομμουνιστές της εποχής. Μια συμπάθεια που έμεινε στην ιστορία με τον χαρακτηρισμό «βασιλοκομμουνισμός». Αλλά η περίπτωση του Δραγούμη υπερέβαινε αυτή την έκτακτη συνθήκη. Η σχέση του με τον σοσιαλισμό έδειχνε να βαθαίνει προς το τέλος της ζωής του.
Αυτό τον ιστορικό καμβά της ιδεολογικής και διανοητικής διαδρομής του Ίωνα Δραγούμη είδαν μέσα από διαφορετικές ματιές μεταγενέστεροι μελετητές του έργου και των ιδεών του. Ο Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958) ήταν ένας από αυτούς. Ο βορειοηπειρώτης, την καταγωγή, Ωρολογάς υπήρξε ένας διανοητής με ενδιαφέροντα επικεντρωμένα στην λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην βόρεια Ελλάδα. Υιοθέτησε εθνοκεντρικές ιδέες και αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα δημοσιολόγου που εξέφρασε τις εθνικιστικές τάσεις της δεκαετίας του ’30. Η μελέτη του για τον Δραγούμη τιμήθηκε με κρατικό βραβείο το 1939.
Η μελέτη του Ωρολογά για τον Δραγούμη, εξεταζόμενη με τα εργαλεία της σημερινής πολιτικής επιστήμης, δεν μπορεί να ειδωθεί ως βιογραφία ή ως ανάλυση της πολιτικής σκέψης. Στην ουσία ο Ωρολογάς χρησιμοποιεί αποσπάσματα από έργα του Δραγούμη για να παρουσιάσει ένα δικό του δοκίμιο ιδεών. Ο Δραγούμης αποτελεί την αφορμή ώστε ο Ωρολογάς να δώσει μια προσωπική ερμηνεία σε θεματικές με τις οποίες καταπιάστηκε και ο Δραγούμης. Ανάμεσα στις σελίδες του εν λόγω έργου υπάρχουν ασφαλώς και οι ερμηνείες του Ωρολογά πάνω σε ορισμένες πτυχές της σκέψης του Δραγούμη. Οι ερμηνείες του Ωρολογά καταφέρνουν σε ορισμένα σημεία να διεισδύσουν αναλυτικά στο βάθος της σκέψης του Δραγούμη. Ωστόσο, σε κάποια άλλα, σκοντάφτουν σε άστοχες κρίσεις. Για παράδειγμα είναι λάθος ο τρόπος με τον οποίο αντιλήφθηκε ο Ωρολογάς το τι πίστευε ο Δραγούμης αναφορικά με το όραμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Όπως και ο υποτιθέμενος ατομικισμός και ο αντισοσιαλισμός του. Ούτε, ασφαλώς, αγνόησε ο Δραγούμης τον βυζαντινό πολιτισμό στον βαθμό που εκτίμησε ότι το έκανε ο Ωρολογάς.
Εκείνο που ο Ωρολογάς διάβασε με εντυπωσιακά σωστό τρόπο ήταν οι αντιφάσεις και οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στις ιδεολογικές αρχές και τις πολιτικές στρατηγικές των παρατάξεων του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Ο Δημοτικισμός», Έλληνες συντηρητικοί και εθνικιστές, που είχαν υιοθετήσει τα οράματα του Ρομαντισμού, αντιτάχθηκαν στην είσοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και υιοθέτησαν την λογική της «μικρής αλλά έντιμης Ελλάδος». Ενώ οι φιλελεύθεροι, που μέχρι πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους πρόκριναν τον ειρηνικό εκσυγχρονισμό και την αποφυγή πολεμικών περιπετειών, υιοθέτησαν το σύνθημα της «Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η ίδια αλλόκοτη πολιτική αντιστοίχιση συντελέστηκε και στους αντιμαχόμενους για το γλωσσικό ζήτημα. Στην ουσία ο Ωρολογάς περιγράφει την προγενέστερη εκδοχή μιας κατάστασης που συνεχίστηκε και κατά τον μεσοπόλεμο, όταν πολλές βενιζελικές ομάδες ασπάστηκαν εκδοχές του φασισμού παραμένοντας ταυτόχρονα ενάντιες στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (1871-1941). Στα μάτια ενός δυτικοευρωπαίου ιστορικού του πολιτικών ιδεών ή πολιτικού της εποχής οι εν λόγω αντιφάσεις μπορεί να φαίνονταν αδιανόητες. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, αυτή ήταν η πολιτική πραγματικότητα. Την οποία ο Ωρολογάς παρατήρησε με οξυδέρκεια.
Με την ίδια οξυδέρκεια ανέλυσε στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Η ελληνική δυσφορία» τον μιμητισμό που οδήγησε τους «ευρωπαϊστές» Έλληνες διανοητές να αντιγράψουν τον νεωτερικό ορθολογισμό του φιλελεύθερου Διαφωτισμού. Παρέβλεψε, όμως, να σημειώσει ότι και οι αντίπαλοί τους νεορομαντικοί παραδοσιοκράτες, με πρώτο όλων τον Δραγούμη που διάβαζε συνεχώς την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, είχαν επιρροές από την ευρωπαϊκή ρομαντική παραδοσιοκρατική σκέψη.
Ο Ωρολογάς υπήρξε ο μελετητής που συνέδεσε τον Ίωνα Δραγούμη, όσο κανείς άλλος, με τον εθνικοσοσιαλισμό. Το έκανε, μάλιστα, δίχως να εκπέσει σε εικοτολογίες και «προβλέψεις» για το τι θα έκανε ο Δραγούμης αν ζούσε στον μεσοπόλεμο. Αντιθέτως εντόπισε τις απαρχές ενός ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού σε ορισμένα σημεία της σκέψης του Δραγούμη. Ωστόσο και το συγκεκριμένο συμπέρασμα φρονώ ότι σηκώνει συζήτηση. Γιατί γράφτηκε σε μια εποχή που ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός βρίσκονταν στο απόγειο της επιτυχίας τους και προκαλούσαν τον θαυμασμό σε εθνικιστές όπως ο Πέτρος Ωρολογάς, οι οποίοι με την σειρά τους θα ήθελαν να ανακαλύψουν κάποιες ελληνικές απαρχές αυτής της «πολιτικής κοσμογονίας». Εντούτοις, το γεγονός ότι η κρίση του Ωρολογά δεν βασίστηκε σε κάποια εικασία της δίνει το προνόμιο να παρουσιάζεται με την μορφή ενός αναλυτικού συμπεράσματος. Ενός συμπεράσματος του οποίου την ευστοχία δύναται να κρίνει ο κάθε αναγνώστης.
Κλείνοντας θέλω να σημειώσω ότι η ανάγνωση της μελέτης του Ωρολογά είναι σήμερα σημαντική όχι μόνο για όσους αρέσκονται να ανατρέχουν στην ιστορία των πολιτικών ιδεών της πατρίδας μας. Είναι σημαντική και για εκείνους που θέλουν να έρθουν σε επαφή με συγγραφείς οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην αξία που έχει η ελληνική μας καταγωγή και το προαιώνιο πολιτισμικό δυναμικό του ελληνισμού για την συνέχεια του εθνικού μας βίου. Δεν είναι τυχαίο ότι συγγραφείς όπως ο Δραγούμης και ο Ωρολογάς όχι μόνο σπρώχνονται στην λήθη από το σύγχρονο ελλαδικό εκδοτικό κατεστημένο αλλά και επιχειρείται η διασάλευση των όσων έπραξαν, έγραψαν και εννόησαν. Όμως αυτή είναι μια άλλη κουβέντα.