"Ο χαρακτήρας δεν είναι επίκτητος, χαρίζεται στον άνθρωπο χάριν στην ιδιοτροπία μιας ιερής, άδικης μοίρας, την οποία αναγνωρίζουν οι εθνικιστές και απαρνούνται οι φιλελεύθεροι."
Αφορμή για το παρακάτω άρθρο πήρα από την μελέτη και την
συζήτηση σε ένα συμπόσιο Μεταπολιτικής, για το βιβλίο του Evola, αφιερωμένο στον Junger, «ο Εργάτης, ο Μαχητής, ο Άναρχος». Ο
Julius Evola πιστώνεται ότι συνέβαλε στη διάδοση και τη γνώση πολλών
συγγραφέων. Ένας από αυτούς είναι ο Ernst Jünger. Ο Evola, στην πραγματικότητα,
έδωσε προσοχή στο έργο και τα γραπτά του Jünger ακόμη και πριν από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το όνομα του Jünger μόλις γινόταν γνωστό στους Ιταλούς «Γερμανιστές».
Σύμφωνα με τον Evola, το κύριο έργο του Jünger ήταν
αναμφίβολα ο «Εργάτης», ένα έργο του 1932 και μεταφράστηκε στα Ιταλικά πολλές
δεκαετίες αργότερα. Ωστόσο, ο Evola ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να το
μεταφράσει τη δεκαετία του 1950. Μη έχοντας πετύχει στην επέμβαση του αυτή,
αποφάσισε, εν μέρει λόγω της ιδέας να διορθώσει ορισμένα σημεία της σκέψης του
Jünger, να γράψει ένα βιβλίο για τον «Εργάτη», ώστε να μπορεί να σχολιάσει και
να επιλέξει τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του κειμένου. Έτσι γεννήθηκε «ο Εργάτης, ο
Μαχητής, ο Άναρχος».
Σήμερα, ωστόσο θα σχολιάσουμε το δοκίμιο του Evola για τον Jünger για
κάποιες σκέψεις, που θα έχουμε στη συνέχεια έναν καλύτερο τρόπο να αναπτύξουμε
στο συγκεκριμένο βιβλίο και πάντα σε μια ανάλυση που έγινε με Ιταλούς
συναγωνιστές σε ένα διαδικτυακό συμπόσιο αφιερωμένο σε αυτό το δοκίμιο.
Καταρχήν θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα
από τα «άβολα» βιβλία του Evola. Με την έννοια ότι είναι ένα από αυτά που λιγότερο
από όλα βρίσκει απήχηση μεταξύ των οπαδών αυτού του Δασκάλου της Παράδοσης. Ως
το πρόσωπο του σύγχρονου πνευματισμού, αυτό το βιβλίο του Evola δεν είναι ένα
από τα πιο γνωστά για την φήμη του, την προβολή και το ενδιαφέρον.
Ο λόγος; Στην πραγματικότητα, είναι περίεργο όταν
σταθμίζεται με το γεγονός ότι ο Evola για τον Jünger επέστρεψε για να μιλήσει μετά
από περισσότερα από τριάντα χρόνια εκδοτικής και δημοσιογραφικής δραστηριότητας.
Ανάμεσα σε όλες τις «άβολες ευφυΐες» της δεκαετίας του 1900, μάλιστα, ο Jünger
ήταν μια συνεχής αναφορά για τον Evola, αν και με κάποιες αποστάσεις που
σταδιακά ήταν πιο δυνατές, πιο μεγάλες. Αλλά ο Jünger για τον οποίο θέλουμε να
επικεντρωθούμε και που αποτελεί την καρδιά της εξελικτικής ερμηνείας του
τελευταίου, είναι αυτή του «Εργάτη».
Μάλιστα, ήταν ο ίδιος ο Evola που αναγνώρισε τον εαυτό
του στη φράση «Γιουνγκεριανός», που από
το «Καταιγίδα του Ατσαλιού» (1920), περνώντας στο «Ο Εργάτης» (1932), φτάνει
στους «Μαρμάρινους βράχους» (1939). Μετά το 1945 ο Evola απομακρύνθηκε όλο και
περισσότερο από τις νέες «Γιουνγκεριανές» θέσεις του με ορισμένες εξαιρέσεις
λόγω βιβλίων που εξέταζαν θετικά ορισμένες από τις θέσεις του Jünger του
παρελθόντος (π.χ. στο «Στο τείχος του χρόνου») χωρίς να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα
με τη φάση του «Περάσματος στο δάσος», πράγματι, και παραμένοντας δεμένος με την εποχή του «Εργάτη».
Ασφαλώς το γεγονός ότι, σε αυτό, αναδύεται μια πολύ
έντονη πολιτική φύση κάνει αυτό το κείμενο του Evola να μην είναι ιδιαίτερα
ευχάριστο στους περισσότερους. Στην πραγματικότητα, ο Evola βλέπει στο μοντέλο
του «Εργάτη» μια πραγματικά υπαινικτική (αν και όχι πλήρη) απάντηση στις
προκλήσεις της νεωτερικότητας, δηλαδή στο πρόβλημα της όρασης και του νοήματος
της ζωής στη σύγχρονη εποχή.
Μέλημα του πολιτικού Evola ήταν πάντα να δώσει μια ζωηρή και
ζωντανή διαμόρφωση, πραγματική και επίκαιρη, σε εκείνη την αντιαστική και
αντιβιταλιστική αντίληψη της ζωής. Οι προκλήσεις της νεωτερικότητας και ειδικότερα μιας τεχνικής που είχε δείξει
με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ότι αποτελεί το αληθινό παράδειγμα της σύγχρονης
εποχής, καθιστούν το μοντέλο του «Εργάτη» κεντρική αναφορά για τον Evola.
Ο Evola,
σε αυτό, βλέπει πέρα από
τον ίδιο τον Jünger που μετά τη δεκαετία του '30
ουσιαστικά εγκαταλείπει το θέμα: για τον Evola η τεχνική φαίνεται ήδη να προβλέπει
εκείνη την υγρή διάσταση, την κινούμενη θα λέγαμε, που θα έπαιρνε στη συνέχεια
μορφή στα επόμενα χρόνια. Επομένως, η προνοητικότητα του Evola έγκειται στην υπέρβαση της πιο
τυπικής και γνωστής μορφής της τεχνικής, κατανοώντας ότι ακόμη και με την
τυπική εμφάνιση της σε όλο και πιο
ρευστούς ορίζοντες, θα εξακολουθούσε να αποτελεί τον όρο σύγκρισης για τον
σύγχρονο άνθρωπο.
Μπορεί να κατακτηθεί η καταστροφική και στοιχειώδης
δυναμική της τεχνολογίας, εξαλείφοντας όλες τις αντιφάσεις ενός πλέον φθαρμένου
και υποτιμημένου κόσμου; Είναι δυνατόν, παραδόξως, να μετατραπεί σε Πνεύμα αυτό
που, συστατικά, είναι το αντί-Πνεύμα, δηλαδή η τεχνική και η στοιχειώδης φύση;
Ναι σύμφωνα με τον Jünger. Ναι, ακόμη και σύμφωνα με τον Evola, αλλά ο πρώτος
θα αγωνίζεται πάντα έχοντας μερικώς χάσει τον στόχο.
Στην πραγματικότητα, από τον «Γιουνγκεριανό» τύπο λείπει η πλήρωση ενός πνευματικού χώρου
που παραμένει αδυσώπητα άδειος, δεν υπάρχει επαρκής «θεολογία». Επομένως, η
ομιλία του Jünger για τη μεταφυσική παραμένει μια υπαινικτική αλλά μάλλον
περιορισμένη άσκηση, επειδή στερείται εκείνης της ανώτερης αιτιολόγησης που
μόνο το πνευματικό επίπεδο μπορεί να δώσει.
Ο Evola
«καίει»
λοιπόν τον Jünger και τον εργάτη του; Καθόλου. Την αξία αυτού, αναγνωρίζει ο
Evola και βρίσκεται πάνω από όλα στο ηθικό και υπαρξιακό επίπεδο. Χωρίς να
ξεχνάμε ότι το να φτάσουμε σε τέτοιες γραμμές, με σεβασμό στην υπανθρωπότητα
που μας περιβάλλει (μέσα και έξω!), θα ήταν το πρώτο βήμα για κάθε σοβαρή
δουλειά ανόρθωσης του χαρακτήρα και της βάσης, επομένως, για μια αληθινή και
σωστή άσκηση.
Ως προς το γιατί, ακόμη και σήμερα, μόνο ένας
συγκεκριμένος Jünger μπορεί να διαβαστεί από
τους Εθνικιστές και οι συμβουλές του Έβολα δεν έχουν βρει πραγματικούς
ακόλουθους, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να το υποδείξουμε. Στον Φασισμό, εξάλλου,
οι προτάσεις του έργου του Junger,
η της «Συνθήκης του Επαναστάτη» είχαν πάντα πολύ περισσότερο χώρο και συμπάθεια
από τις λιτές, μεταλλικές προτάσεις του «Εργάτη». Ίσως η προσπάθεια που,
ξεκινώντας από τις δεκαετίες του 1970, κυρίως στην Γαλλία αλλά και του 1980, είδε στο λεγόμενο ρεύμα «Νέα
Δεξιά», να ξαναδουλεύει το πολιτιστικό
πάνθεον της εξωκοινοβουλευτικής «Δεξιάς» στην αδέξια προσπάθεια να γλυκάνει
όπου χρειάζεται και πολιτιστική διαπίστευση όπου είναι δυνατόν.
Ο Jünger υπηρέτησε πολύ καλά την επιχείρηση αυτή,
ενσωματώθηκε ευρύτερα σε εκείνο το έργο της ανάκαμψης της «Συντηρητικής
Επανάστασης», σχεδόν αποστασιοποιώντας τον εαυτό του από το μετέπειτα Εθνικοσοσιαλιστικό
καθεστώς.
Σήμερα θα ήταν ιδανική η περίπτωση να απαλλαγούμε από
όλες αυτές τις εξαρτήσεις από το «προπατορικό αμάρτημα» και να επιστρέψουμε για
να υψωθούμε στους κάθετους ορίζοντες του «Εργάτη». Ένας κόσμος που δεν
κατοικείται πλέον από άνδρες, αλλά από καταναλωτές και χρήστες ψηφιακών, που
έχει επίσης ξεχάσει το νόημα μιας «κανονικής» ζωής, πολύ ανθρώπινης, χρειάζεται
απεγνωσμένα τον «Εργάτη». Διαβάστε για να πιστέψετε.
Άρθρο για τον Ernst Jünger:
Περιοδικό «Έρημη Χώρα» τεύχος τέταρτο σε μορφή αρχείου .pdf