Dr William Luther Pierce (11.09.1933 - 23.07.2002) - διαδικτυακή αρχειοθέτηση συνδέσμων -

 

«Εσείς που με ακούτε τώρα είστε τουλάχιστον εν μέρει ξύπνιοι. Γι' αυτό σας λέω: σκεφτείτε τι κάνετε στη ζωή σας. Σκεφτείτε την ευθύνη που έχετε απέναντι στα παιδιά σας και εγγόνια και δισέγγονα …

Σκεφτείτε την ευθύνη που έχετε απέναντι σε όλους αυτούς που ήρθαν πριν από εσάς και των οποίων οι θυσίες έκαναν τη ζωή σας δυνατή.

Και σκεφτείτε την ευθύνη σας απέναντι στον εαυτό σας, την ευθύνη σας να είστε ο καλύτερος άνθρωπος, ο πιο δίκαιος, ότι μπορείς να είσαι»

Διαδικτυακή αρχειοθέτηση συνδέσμων:

Άρθρο του Dr. Pierce: Οι εβραίοι και το λευκό δουλεμπόριο.

Dr. William Pierce «Η αυτοκτονία της Φυλής» «Βόρειον Σέλας» (6ο τεύχος - Ιούνιος 2001) από την αναμετάδοση της εκπομπής «American Dissident Voices, της 23ης Δεκεμβρίου 2000.

Dr. William Pierce «Στημένη Διεθνής Σκηνοθεσία και Ωμή Πραγματικότης» «Βόρειον Σέλας» (7ο τεύχος - Απρίλιος 2002)

Justice Pour Lola (Paris - France)





Ελλάς Antifa Αστοδημοκρατών: διεστραμμένων βιαστών παιδεραστών (Black Storm Kalamata Gate 5)





 

Μνήμη Muammar Qaddafi


 

Ο νεαρός Εθνικοσοσιαλιστής Herbert “Quex” Norkus


 γράφει ο Διόνυσος Ανδρώνης

Ο Herbert Norkus (26.07.1916 - 24.01.1932) ήταν μέλος της νεολαίας του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς Κομμουνιστές. 

Με τον θάνατο του έγινε ένας ακόμη Μάρτυρας για τους συναγωνιστές του και η ζωή του μεταφέρθηκε σε νουβέλα με το όνομα Heini Völker καθώς και σε ταινία με τεράστια επιτυχία.  

Στα πρώτα του χρόνια ασχολήθηκε με το πιάνο και τα σκίτσα, ο πατέρας του υπήρξε βετεράνος πολέμου και αρχικά στήριζε την άκρα αριστερά. Εναντιώθηκε στις απόψεις του γιου του αλλά στο τέλος συμμετείχε στο NSDAP και έγινε μέλος του κόμματος. 

Σε μια ενέδρα με μέλη του KPD ο νεολαίος του Εθνικοσοσιαλισμού πέφτει νεκρός όταν δέχεται έξι μαχαιριές. Σχολεία και δρόμοι, κτίρια και πλατείες πήραν το όνομα του μετά το θάνατο του. 

Το σημείο ταφής του γρήγορα έγινε ορόσημο για τους υποστηρικτές των «Φαιοχιτώνων» ενώ οι σύντροφοι του δεν παρέλειπαν να περνούν επιδεικτικά από τις «κόκκινες» γειτονιές στην επέτειο του θανάτου του. 

Όταν δεν υπήρχαν κοινές δράσεις Εθνικοσοσιαλιστών και Κομμουνιστών σε διαμαρτυρίες και απεργίες ή προσκλήσεις για δημόσιες ομιλίες εκατέρωθεν, τα όπλα και οι γροθιές μαζί με τα ποτήρια μπύρας και τα καρεκλοπόδαρα είχαν τον πρώτο λόγο.

Στο βιβλίο η κομμουνιστική νεολαία περιγράφεται ως εθισμένη στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά αλλά και σε κυκλώματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης μικρών κοριτσιών που είχαν βρεθεί λόγω της φτώχειας στους δρόμους. 

Σε αντιδιαστολή η Εθνικοσοσιαλιστική νεολαία εμφανίζεται ως πειθαρχημένη δύναμη με ηθικό, ενώ στο τέλος του βιβλίου δεν παραλείπονται και κάποιες νότες μεταφυσικής προσέγγισης του θανάτου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Karl -Aloys Schenzinger.

Εκδόσεις Auda Isarn, Τουλούζη, 2008, σελίδες 266

Αυτό το μυθιστόρημα γράφτηκε στα Γερμανικά το 1932 και μεταφράστηκε στα Γαλλικά το 2008.

"Ο Heini Völker είναι ένας νεαρός Βερολινέζος, γιος ενός άνεργου κομμουνιστή εργάτη, ο οποίος είναι επίσης αλκοολικός και βίαιος. Ακολουθώντας τη συμβουλή ενός φίλου του πατέρα του, επαγγελματία στελέχους του KPD, πήρε μέρος σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για την κομμουνιστική νεολαία. Ένα βράδυ, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά και τις κοροϊδίες αυτών των συντρόφων με τους οποίους σίγουρα δεν νιώθει κοντά, ξεκινά μόνος του μέσα στο δάσος και φτάνει τυχαία μπροστά σε μια άλλη καλοκαιρινή κατασκήνωση, αυτή της Εθνικοσοσιαλιστικής κομματικής νεολαίας. Παρασύρεται αμέσως από το ύφος, την πειθαρχία και τα τραγούδια αυτών των νέων που δεν γνωρίζει. 

Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, θα βρει την Hitlerjugend και θα ασχοληθεί εκεί με την δράση της. Αλλά χωρίς να υπολογίζει στην αντίθεση του πατέρα του και των Κομμουνιστών που κυριαρχούν σε αυτήν την εργατική συνοικία του Βερολίνου. Επιπλέον, οι νέοι της HJ είναι επιφυλακτικοί με αυτόν τον γιο ενός κομμουνιστή, τον οποίο έχουν δει επιπλέον να κάνει παρέα με τους νεαρούς κομμουνιστές. Ένα βράδυ, ο Heini αποτρέπει μέσω πληροφοριών μια επίθεση από τους κομμουνιστές εναντίον ενός τοπικού παραρτήματος της HJ. Χάρη σε αυτόν αποφεύγεται η σφαγή. 

Ο Heini έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των νέων συντρόφων του. Ένα βράδυ, εξοργισμένη από τον αλκοολικό σύζυγο της, η μητέρα του Heini αυτοκτονεί αφήνοντας το γκάζι ανοιχτό. Ο Heini νοσηλεύεται. Στο νοσοκομείο δέχεται δύο επισκέπτες: τον πατέρα του και έναν υπεύθυνο της Hitlerjugend. Αυτό κλονίζει βαθύτατα τις πεποιθήσεις του άνεργου κομμουνιστή, ο οποίος καταλαβαίνει ότι το NSDAP δεν είναι μια «ένοπλη πτέρυγα του Κεφαλαίου», ούτε ένα «αντεργατικό κίνημα», αλλά ότι παλεύει για όλους τους Γερμανούς. 

Μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο, ο Heini μπορεί επιτέλους να συμμετάσχει ελεύθερα στους κύκλους της νεολαίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι όλοι οι σύντροφοι του δεν είναι απαραιτήτως πρότυπα για τους ακτιβιστές. Στη συνέχεια θα βάλει τον εαυτό του μπροστά, θα προσπαθήσει να είναι ένας υποδειγματικός αγωνιστής, κάτι που του χάρισε το παρατσούκλι «Quex» (υδράργυρος). Μια μέρα, ενώ μοίραζε φυλλάδια στη γειτονιά του, τον κυνήγησε ένας όχλος νεαρών κομμουνιστών. 

Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο κομμουνιστής ηγέτης φίλος του πατέρα του εντυπωσιάζεται επίσης από την αφοσίωση του “Quex” και προσπαθεί να τον σώσει, δείχνοντας στους συντρόφους του να σπεύσουν προς τη λάθος κατεύθυνση. Αλλά είναι πολύ αργά. Ο νεαρός ακτιβιστής μαχαιρώνεται σε ενέδρα".

link: Στη μνήμη του επαναστάτη Eθνικοσοσιαλιστή Horst Wessel.

Τα “14 Εγκλήματα μιας Αυτοκρατορίας”, το βιβλίο των συγκλονιστικών αποκαλύψεων για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Βρετανοί στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του αντάρτικου αγώνα της ΕΟΚΑ 1955 - 1959 πλέον είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή (e - book)

 

Το βιβλίο της Δημοσιογράφου - Νομικού - Εγκληματολόγου, Ελίνας Σταματίου, καταγράφει μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα που για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όλη την αλήθεια πίσω από τον φρικτό θάνατο 14 αγωνιστών της ΕΟΚΑ που την επίμαχη περίοδο συνελήφθησαν από τις αποικιοκρατικές αρχές και ανακρινόμενοι βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από Βρετανούς αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών.

Η συγγραφέας αφιέρωσε τρία ολόκληρα χρόνια ερευνώντας τις 14 υποθέσεις, φέροντας μέσα από το βιβλίο της, στο φως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν τότε από το αποικιοκρατικό καθεστώς στην Κύπρο. 

Πρόσφατα οι βρετανικές εφημερίδες «Guardian» και «The Observer» δημοσίευσαν εκτενή αφιερώματα στο βιβλίο και στα όσα συγκλονιστικά αποκαλύπτονται σε αυτό, δημοσιεύματα που αναδημοσιεύθηκαν από ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. 

Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες σε Ελλάδα και εξωτερικό μπορούν να αγοράσουν το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή από τις πλατφόρμες Apple Books, Vivlio, Tolino, Kobo στην τιμή των 5,49 ευρώ. 

Βρείτε το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή ΕΔΩ.

Απέναντι στην καταιγίδα που έρχεται (άρθρο του Κωνσταντίνου Θ. Παπαδογιάννη)

 


Απέναντι σε μια νεολαία που το trap γίνεται τρόπος ζωής και δωδεκάχρονα παιδιά φτάνουν στο σημείο να βάζουν θηλιά στο λαιμό τους, απέναντι σε μια νεολαία που την κατευθύνουν κομματάρχες και πολυεθνικές, απέναντι σε μια νεολαία που ψάχνει να βρει το νόημα της ζωής σε κάλπικους - ισμούς και αφηγήματα του συστήματος και της κατανάλωσης, ξεχωρίζουν κάποιες πύρινες φωνές της νεολαίας. 

Της δικής μας νεολαίας που τολμάει να δηλώσει  ότι είναι ανυπότακτη απέναντι σε φθονερούς διώκτες και ανθελληνικούς κρατικούς φορείς, της δικής μας νεολαίας που ψάχνει να βρει την αλήθεια μέσα από δυσεύρετα ή απαγορευμένα βιβλία. 

Της Σιδηράς Νεολαίας που τολμάει να υπερασπιστεί Ιδέες και να τις κάνει πράξη στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και στην θητεία, στον χώρο εργασίας και στα στέκια χωρίς να υπολογίζει αν θα τους πουν κάποιοι ότι είναι «φασίστες» ή «νεοναζί». 

Ο λόγος λοιπόν για μια ακόμη φορά στον Κωνσταντίνο Θ. Παπαδογιάννη έναν Πολιτικό Στρατιώτη με μεγάλη αναγνωρισιμότητα και προσφορά εντός και εκτός διαδικτύου, για τον οποίο είχαμε αναφερθεί αρχικά εδώ ενώ η συνέντευξη του την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ δημιούργησε θετικές εντυπώσεις και ρεκόρ αναγνωσιμότητας. 

Τον ευχαριστούμε για τον  χρόνο και την τιμή για μια ακόμη φορά.

Οι σύγχρονοι αφηγητές ενός παμπάλαιου έργου διαμάχης και υποδούλωσης, αποφάσισαν το τέλος της θερινής «χαλάρωσης» και σιγά σιγά και με την πτώση της θερμοκρασίας είναι ευκαιρία να μπουν ξανά οι σιτιζόμενοι ιθαγενείς του χώρου που λέγεται Ελλάδα πίσω στα κελιά τους. Τα κελιά φέτος θα είναι πολυτελείας και άρτια δομημένα, σε σχέση με τα προηγούμενα δυόμισι χρόνια που υπήρχαν εμφανή τρωτά σημεία και οι γνωστοί άγνωστοι μεταξύ αγνώστων έκαναν την όποια ατομική ή συλλογική αντίσταση μπορούσαν.

Ο συνολικός όμως τρόμος του θανάτου που θα επιβληθεί τον χειμώνα που θα διανύσουμε, έχει πολλά σχέδια και πολλούς πρόθυμους υπηρέτες για να υλοποιηθούν ένα προς ένα. Αυτή η παγκόσμια Ταλμουδική συμμορία, όντας πάνοπλη έχει σκοπό να ποδοπατήσει με κάθε τρόπο την αξιοπρέπεια των λαών της Ευρώπης, ώστε να είναι όλα έτοιμα για την εγκαθίδρυση των μηχανισμών της τέταρτης βιομηχανικής «επανάστασης».

Ας δούμε λοιπόν τώρα ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί και τι μπορεί πραγματικά ο Έλληνας και κατά επέκταση ο Λευκός άνθρωπος να κάνει για να αποφύγει την ολοκληρωτική συντριβή της υπάρξεως του. Η κατευθυνόμενη «πανδημία» και οι πιέσεις για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όλων των Ευρωπαίων πολιτών, θα συνεχιστούν αλλά πιστεύω όχι με την ίδια θέρμη των περασμένων χειμώνων. Θα είναι η εφεδρική τους θέση, διότι ήδη έχουμε εισέλθει στα «βαθιά και θολά νερά» της νέας παγκόσμιας εποχής με τον κλιματικό, ενεργειακό και σύντομα επισιτιστικό κίνδυνο.

Οι διακοπές ρεύματος, η απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων και η μείωση των εναέριων πτήσεων θα γίνουν μία αυξανόμενη γενική εικόνα, όπου ο σύγχρονος μαζάνθρωπος της συμφοράς και της «προόδου» θα δεχτεί χωρίς πολλά πολλά. Ήδη στην Ιταλία, αλλά δυστυχώς ακόμα και στην χώρα μας η βρώση εντόμων, όπως ακρίδων και σκουληκιών είναι η νέα επερχόμενη μόδα που θα στοχεύσει εκεί που ακριβώς πρέπει, ώστε να ξεφτιλιστεί όσο δεν παίρνει και ο τελευταίος ραγιάς αυτού του άκρως αντιφασιστικού δημοκρατικού κρατιδίου.

Οι αρρώστιες που θα προκύψουν από αυτές τις τροφές, αλλά και άλλες εργοστασιακές συσκευασμένες των πολυεθνικών θα βάλουν την ταφόπλακα στην ήδη σκλαβωμένη κοινωνία. Η έως τώρα αυξημένη θνητότητα μετά την τρίτη και τέταρτη δόση των εμβολίων κατά του κορονοϊού, δεν κατάφεραν όπως φάνηκε να αποπροσανατολίσουν έστω και λίγο το πλήθος του λαού μας από την απάτη και την υπέρμετρη και απύθμενη βλακεία και ύπνωση που τον διακατέχει. 

Αξίζει όμως εδώ να αναφερθεί πώς υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις αυτών των καιρών, όπως οι χιλιάδες υγειονομικοί σε αναστολή και αμέσως μετά όλοι οι ανεμβολίαστοι και μη εργαζόμενοι που με πείσμα και σεβασμό στο δικαίωμα της επιλογής, πάνε πρακτικά κόντρα στο νοσηρό μέλλον που ίσως να έφτασε ήδη.

Δεν ξεχνάμε το παρακάτω νέο για την Χρυσάνθη που δολοφονήθηκε από τους ίδιους που δολοφόνησαν και τον Ιάσωνα έξω από την βουλή: 

«Η νεαρή οδοντίατρος είχε οδηγηθεί σε οικονομική ασφυξία και επαγγελματική περιθωριοποίηση μετά από το τιμωρητικό μέτρο του Υπ. Υγείας. Σοκ έχει προκαλέσει η είδηση ότι στα θύματα της καταστροφική διαχείρισης της πανδημίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, προστέθηκε μια νεαρή υγειονομικός, η οποία βρισκόταν σε αναστολή, ως αποτέλεσμα της εκδικητικής πρακτικής του υπουργείου Υγείας σε όσους δεν δέχτηκαν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Σύμφωνα με τις αναρτήσεις των διαμαρτυρόμενων υγειονομικών, μια 36χρονη οδοντίατρος, η οποία έμεινε για περισσότερο από έναν χρόνο εκτός επαγγελματικού στίβου επειδή δεν δεχόταν να εμβολιαστεί, βρέθηκε σε αδιέξοδο και οικονομική ασφυξία, με αποτέλεσμα να πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή της».

Σε αυτά τα δυο πρόσωπα αφιερώνω το άρθρο αυτό.

Πείνα, εξαθλίωση, εμβόλια, σκουλήκια θα κατακλύσουν την Αγία μας Γη. Εμείς σε όλα αυτά τα επερχόμενα τι θα κάνουμε; Ρητορικό το ερώτημα για όσους δεν μπορώ να γνωρίζω! Για μένα λοιπόν και όσους δεν δέχτηκαν να θυματοποιηθούν και να τα παρατήσουν, έχω να πω πώς όλα τώρα αρχίζουν. Ως μονάδες, ως ομάδες, ως συλλογικότητες και φορείς μπορεί ο καθένας από εμάς να δώσει τον δικό του αγώνα για το μέλλον των παιδιών του, της Φυλής και και της Παράδοσης. Για σχεδόν τρία χρόνια είμαστε οι διωκόμενοι και θα παραμείνουμε όρθιοι όποιον διωγμό και να υποστούμε.

Αρκεί να είμαστε άξιοι να σταθούμε ενώπιον Θεού, Ηρώων και Εθνομαρτύρων όταν έρθει εκείνη η Ιερή στιγμή και να ξέρουμε ότι κάναμε το σωστό και ας μην τα καταφέρουμε. Αρκεί η συνείδηση μας να είναι ενεργή, μήπως και μείνει τίποτα όρθιο. Μέχρι την Τελική Νίκη του Ελληνισμού και των Ιδεωδών της Πατρίδος, της Ορθοδοξίας και της Οικογένειάς μας. 

Καμία υποχώρηση και κανένας συμβιβασμός! 

Ζήτω η Αιωνία Ελλάς!

Το έπος του Azovstal III - oι αφηγήσεις των μαχητών Tork και Vishnya

 

Η αφήγηση του μαχητή του Azov, «Tork». 

Στο Azovstal μπήκα στις 15 Απριλίου όταν ο τομέας μας κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού και εισήλθε στο εργοστάσιο. Προηγουμένως εκτελούσαμε αποστολές παντού στην πόλη. Ήμουν ήδη τραυματίας πριν φθάσω στο Azovstal και έτσι δεν ανήκα στους υπερασπιστές του.

Από τη στιγμή που φθάσαμε εκεί, κανείς δεν μπορούσε να βγει. Πραγματοποιούσαμε αντιαεροπορικές αντεπιθέσεις, ενώ το πυροβολικό του εχθρικού ναυτικού είχε σταματήσει να βομβαρδίζει την πόλη και τα προάστια της και οι δυνάμεις του εχθρού εστίαζαν πλέον αποκλειστικά στο εργοστάσιο. Ακολουθούσαμε τις οδηγίες και αυτό τράβηξε καταιγισμό πυρών του εχθρού πάνω μας, από το πεζικό, τα μηχανοκίνητα, τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πολεμικά σκάφη, καθώς ο εχθρός προσπαθούσε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της πόλης. Εάν είχαμε μεγαλύτερη εμπειρία για πόλεμο αυτής της ισχύος, θα μπορούσαμε να είχαμε αντέξει περισσότερο. Απλά μας έλειπε η πολεμική εμπειρία.

Οι προμήθειες μας σε τρόφιμα και νερό ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να τις διατηρήσουμε. Ελπίζαμε για ενισχύσεις και περιμέναμε να έλθουν κάποιοι άνδρες που είχαν υπηρετήσει στο Τάγμα μας παλαιότερα. Αυτοί δεν φοβούνταν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους εχθρούς για να σπάσουν τις γραμμές τους και να εισέλθουν στο εργοστάσιο. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως είτε η Γενική Διοίκηση δεν γνώριζε τι να κάνει είτε κανείς δεν άκουγε την συμβουλή του Redis. Αποφάσισαν να μην στείλουν ενισχύσεις γιατί δεν υπήρχε αεράμυνα. Αργότερα πλέον δεν θέλαμε εμείς να έλθουν και να ενωθούν μαζί μας. Συνειδητοποιήσαμε πως εάν κάτι πήγαινε στραβά, και αυτοί θα σφαγιάζονταν γιατί η Μαριούπολη ήταν τελείως περικυκλωμένη. Το ξεμπλοκάρισμα (deblocking) είχε σχεδιασθεί καλά και ο Redis τους το είπε, αλλά αυτοί έδωσαν το ΟΚ για αποστολή ενισχύσεων πολύ αργά και στην συνέχεια αναγκαστικά την ανακάλεσαν.

Πολλοί από μας πέθαναν στην Μαριούπολη. Τουλάχιστον ένας στους τρεις μαχητές του Azov. Δεν έχω πληροφορίες για τις άλλες μονάδες. Οι απώλειες τους ίσως είναι βαρύτερες γιατί δεν είχαν την κατάλληλη εκπαίδευση και την εμπειρία. Δεν έχω στοιχεία για θανάτους αμάχων και πολιτών, επίσης. Αυτό που έγινε στην Μαριούπολη ήταν η γενοκτονία του Ουκρανικού λαού. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να βγάλω τους πολίτες έξω από τα κτίρια και τους έκρυβα στα υπόγεια γιατί όλες οι κατοικίες ξεθεμελιώνονταν με τα βαρύτερα όπλα: βόμβες, πυροβολικό, πυραύλους. Ολόκληρη η δύναμη πυρός του εχθρού έβαλλε αδιακρίτως εναντίον στρατιωτικών θέσεων και μπλοκ πολυκατοικιών.

Κρατήσαμε την πόλη σχεδόν για δύο μήνες. Μετά από αυτό, όλοι μας μετακινηθήκαμε στο Azovstal και κρατήσαμε το τελευταίο Οχυρό. Σε γενικές γραμμές, πολεμούσαμε εναντίον ενός γιγαντιαίου εχθρικού πολεμικού σχηματισμού για τρεις μήνες. Στις 15 Απριλίου λάβαμε την εντολή να εκκενώσουμε τους τραυματίες οι οποίοι θα μεταφέρονταν στο Νοβοαζόβσκ, από την επόμενη ημέρα, 16 Απριλίου. Όσοι ήταν μάχιμοι και χωρίς τραυματισμούς θα στέλνονταν στο κέντρο κράτησης της Ολενίβκα. Εκεί μας υποσχέθηκαν ότι θα μας αντιμετώπιζαν ανθρώπινα, χωρίς βασανιστήρια, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης. Και τους πιστέψαμε …

Στις 16 Μαΐου μεταφέρθηκα έξω από το Azovstal μαζί με άλλους βαριά τραυματισμένους στρατιώτες. Με μετέφεραν υποτίθεται προς την έξοδο του εργοστασίου, μόνο που δεν υπήρχε έξοδος. Δεν υπήρχαν πλέον ούτε τοίχοι, ούτε πόρτες, ούτε διάδρομοι. Έως το απόγευμα είχαν μεταφέρει έξω μόνο 50 τραυματίες. Μας έβαζαν σε λεωφορεία που είχαν μετασκευασθεί σε οχήματα εκκένωσης, με 9 θέσεις το καθένα και σε αρκετά ασθενοφόρα. Ένα για κάθε τραυματία. Μας φόρτωναν στα νοσοκομειακά ράντζα και μας μετέφεραν στο Νοβοαζόφσκ.

To Νοβοαζόφσκ ήταν μια ατελείωτη ανάκριση. Μας ρωτούσαν συνεχώς: «Γιατί πολεμάτε; Ποιους πολεμάτε; Γιατί ήρθατε εδώ;» Όταν τους είπα πως είμαι από την Μαριούπολη, άλλαξαν την ερώτηση: « Γιατί πυροβολούσες τους συμπολίτες σου;» Απάντησα: «Εσείς επιτεθήκατε στο σπίτι μου, και έτσι έπρεπε να αμυνθώ». Στις ανακρίσεις όταν έβλεπαν κάποιον με ρολόι, ή αλυσίδα, ή βέρα ή κινητό, ορμούσαν κατά πάνω του τα έπαιρναν και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Είχαν όλοι Android κινητά. Ακόμα και όταν τα κινητά μας ήταν κλειδωμένα με κωδικούς τα βούταγαν. Μας φέρονταν όπως φέρονται σε έναν εχθρό αλλά δεν μας σκότωσαν.

Φθάσαμε στο Νοβοαζόφσκ το βράδυ, κατά τις 22.00. Μας έδωσαν κάτι να φάμε και μας είπαν: «Κοιμηθείτε τώρα, γιατί αύριο θα έχετε μεγάλο ταξίδι». Δεν είχαμε ιδέα που μας πήγαιναν αλλά στο μεταξύ είχαμε συνειδητοποιήσει πως δεν έπρεπε να πιστεύουμε τίποτα από όσα υπόσχονταν για βοήθεια, ιατρική περίθαλψη ή πολύ περισσότερο ανταλλαγή.

Το πρωί μάθαμε πως θα μας πήγαιναν στο Ντονέτσκ. Εκεί δεχθήκαμε μια πρώτη, στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Άλλαζαν επιδέσμους στα τραύματά μας κάθε τρεις ημέρες αλλά δεν προέβαιναν σε εγχειρήσεις εάν δεν περνούσαν πρώτα δύο ή τρεις εβδομάδες, και αυτό όταν διαπίστωναν πως οι πληγές είχαν αρχίσει να κακοφορμίζουν ... Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου οπότε αποφάσιζαν να τον εγχειρίσουν. Δεν ήθελαν να τους πεθάνει για να μην υπάρξει διεθνής κατακραυγή. Αυτό ήταν η γενική εντολή που είχαν από ψηλά, να χειρουργούν μόνο όσους εμφάνιζαν γάγγραινα για να μην σαπίσουν. Και τότε απλώς έκοβαν το μέλος που είχε γάγγραινα. Δεν υπήρχε δηλαδή χειρουργείο όπως το γνωρίζουμε. «Εγχείριζαν» μόνο όσους εμφάνιζαν γάγγραινα. Δηλαδή απλώς τους έκοβαν το μέλος. Δεν υπήρχε εγχείριση όπως την αντιλαμβανόμαστε.

Μας έβαλαν μετά σε κάποιο κέντρο ιατρικής φροντίδας το οποίο δεν είχε ούτε γιατρούς και νοσηλευτές ούτε κάποιο είδος ανθρωπιστικής περίθαλψης. Ούτε και οι ίδιοι όμως είχαν μέσα, γιατρούς και υγειονομικό υλικό για δική τους χρήση. Όταν ζητήσαμε τον Ερυθρό Σταυρό ή κάποια ανθρωπιστική οργάνωση μας είπαν να το βουλώσουμε. «Και ποιος από αυτούς νοιάζεται αν ζείτε ή αν πεθαίνετε; Κανένας δεν έρχεται εδώ. Συνεχώς παρακαλούμε τη Ρωσία να στείλει ανθρωπιστική βοήθεια για σας»

Μας έδιναν τρία νοσοκομειακά γεύματα την ημέρα. Αυτό ήταν η μόνη βελτίωση. Είχαμε και πόσιμο νερό, το οποίο το έβραζαν και μας το έφερναν, αν και δεν έφθανε ούτε για αυτούς, διότι νερό επιτρέπεται να έχουν μόνο για 20 λεπτά την ημέρα. Και αυτό όχι κάθε μέρα. Και κατηγορούσαν την Ουκρανική κυβέρνηση γι’ αυτήν την κατάσταση: «Γιατί δεν σκάψατε ένα κανάλι; Είσαστε κοντά στα ρωσικά σύνορα ποιο είναι το πρόβλημα;» Συνεχώς κατηγορούσαν την Ουκρανία για το θέμα αυτό.

Αν με ρωτήσετε εάν η συμπεριφορά τους ήταν απάνθρωπη, αυτό είναι σχετικό. Κάποιος διοικητής τους που συνήθιζε να μεθάει, ερχόταν πότε - πότε και μας χαστούκιζε δυνατά ή τρυπούσε μια πληγή με βελόνα. Δεν δίναμε σημασία στην ψυχολογική πίεση που μας εξασκούσαν. Ήταν δεδομένη, αλλά και δεν προσπάθησαν να μας σκοτώσουν.

Αξιωματικοί τους από διάφορες υπηρεσίες εμφανίζονταν στις ανακρίσεις και έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, χωρίς να τηρούνται πρακτικά (off the record). Εμφανίστηκε και η Ρωσική Ανακριτική Επιτροπή. Μας ρωτούσαν για τον πόλεμο και την υπηρεσία μας στο Azov. «Πόσο διάστημα είστε στρατιώτες;» Ήθελαν να μάθουν για συγκεκριμένα άτομα, για όσους υμνούσαν τα μέσα είτε για τους ανώτερους διοικητές.

Όλοι ενδιαφέρονταν για τον Διοικητή μας τον Redis, τον αναπληρωτή Διοικητή Kalina και τον Διοικητή Tavr . Αυτοί οι αξιωματικοί τους προκαλούσαν τεράστιο ενδιαφέρον. Προσπάθησαν να τους ενοχοποιήσουν «συνδέοντας» τους με μας, λέγοντα πως μας δίδασκαν πως πρέπει να εξολοθρεύσουμε το Ρωσικό έθνος. Είπα: «Δεν υπήρχε αυτό που λέτε. Αυτό που έλεγαν ήταν, πως εάν κάποιος, όποιος και να είναι αυτός, εισβάλλει στην πατρίδα μας εμείς θα την υπερασπιστούμε.» Τότε με πίεζαν αρκετά προσποιούμενοι πως είχαν φωτογραφικά ντοκουμέντα και ντοκουμέντα σε βίντεο. «Δείξτε μου τα βίντεο. Εάν δω τον διοικητή μου ή κάποιον άλλον της διοίκησης να τα λέει αυτά θα συμφωνήσω μαζί σας.» Με έβριζαν και έλεγαν: «Θα σου το δείξω αύριο και μετά θα σου κόψω τη γλώσσα γιατί λες ψέματα!» Φυσικά ποτέ δεν μου έδειξαν βίντεο απλά γιατί δεν υπάρχει τέτοιο βίντεο. Γελάω όταν σκέφτομαι πως δεν υπήρξε κανένας τόσο χαζός που να πιστέψει τα ψέματά τους και να φοβηθεί.

Μας υπόσχονταν πως εάν συνεργαζόμασταν θα είχαμε μεγαλύτερες πιθανότητες για ανταλλαγή. Υπήρχαν και τακτικοί ανακριτές που κρατούσαν τα πρακτικά των ανακρίσεων και μετά εξαφανίζονταν. Ολίγιστοι. Ανθρωπάκια.

Πρώτα μας είπαν πως μας ετοιμάζουν για ανταλλαγή τις επόμενες δύο ή τρεις ημέρες, σε μια ή δύο εβδομάδες. Όταν πέρασε ένας μήνας προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι πήγε στραβά. Πόσο δύσκολο είναι στον σημερινό κόσμο να κανονιστεί μια ανταλλαγή κρατουμένων; Ένοιωθα ένοχος για τους συντρόφους μου που είχαν φέρει όλο το βάρος της επίθεσης στην Μαριούπολη. ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑΝ ΔΕΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΔΕΝ ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣΑΝ. Αντιστάθηκαν και πολλοί σκοτώθηκαν.

Γιατί δεν στάθηκε δυνατόν τρίτες χώρες να διευκολύνουν την ανταλλαγή εκ μέρους της Ουκρανίας; Γιατί δεν είχε κάνει η Ουκρανία τις κατάλληλες προς τούτο συμφωνίες; Υπήρχαν μαχητές αιχμάλωτοι από την Μαριούπολη που έπρεπε να ανταλλαχθούν αμέσως και να επιστρέψουν στην υπηρεσία. Για κάποιους λόγους αυτό δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε. Υπήρχαν μαχητές μας από την Μαριούπολη, αιχμάλωτοι, που άξιζαν και έπρεπε να απελευθερωθούν αμέσως για να επιστρέψουν στην μάχιμη υπηρεσία. Αυτό δεν έγινε.

Υπήρξαν στιγμές απόγνωσης, φυσικά, γιατί περιμέναμε για κάτι που δεν συνέβαινε. Οι ελπίδες μας εξανεμίζονταν. Η ανταλλαγή που έλαβε πιθανότατα χώρα ήταν η πρώτη και η μόνη, και αυτό είναι ντροπή. Περιμέναμε να απελευθερωθούν πρώτα οι τραυματίες και μετά οι αρτιμελείς και οι υγιείς μαχητές κατά ομάδες. Οι αναφορές στα κοινωνικά δίκτυα αραιώνουν. Θέλω περισσότερη δημοσιότητα και για τους αιχμαλώτους και για τους πεσόντες.

Εγώ επιβίωσα γιατί δεν έχασα ποτέ τις ελπίδες μου για μια κανονική, ειρηνική ζωή. Είναι καιρός να φτιάξω οικογένεια.  Είμαι 27 αλλά δεν είχα ασχοληθεί πριν με το θέμα. Στην αιχμαλωσία αμφιταλαντευόμουν: είχα τους πόνους στο πόδι, το γεγονός πως ήμουν φυλακισμένος και παντελή έλλειψη επικοινωνίας και πρόσβασης σε πληροφορίες. Δεν ήξερα αν είχε «πέσει» το Χάρκοβο και εάν η Πολωνία είχε καταλάβει την δυτική Ουκρανία όπως έλεγε η Ρωσική προπαγάνδα. Στην αιχμαλωσία συνειδητοποιείς πως αυτά είναι ψέματα κατά 99% αλλά και δεν είσαι και ποτέ απόλυτα σίγουρος. Μια αμφιβολία πάντα την έχεις.

Μια εβδομάδα μετά την ανταλλαγή ξανασυνάντησα την αρραβωνιαστικιά μου. Ως τότε μας μετέφεραν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Τους γονείς μου τους είδα ένα μήνα μετά. Περνούν πολύ δύσκολα. Πριν εγκαταλείψουν την πόλη μας, είχαν περάσει πολύ καιρό στο υπόγειο και η γιαγιά μου έχασε το πόδι της από κρυοπαγήματα! Αναγκάστηκαν να την ακρωτηριάσουν. Το εξοχικό τους, το διαμέρισμα τους, όλα χάθηκαν. Θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή.

Τώρα βρίσκομαι σε κέντρο αποκατάστασης. Οι γιατροί πρέπει να αποφασίσουν τι θα γίνει με το πόδι μου. Πιστεύω πως θα μπορέσω να ξεκινήσω μια κανονική ζωή. Έχω τους γονείς μου, τους γονείς της αρραβωνιαστικιάς μου, και την οικογένεια που θέλω να δημιουργήσω. Πρέπει να βρω καταφύγιο και να μπορέσω να τους παρέχω τα απαραίτητα προς το ζην. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις πως θα φροντίσει η κυβέρνηση για όλα αυτά. Θα πρέπει να τα καταφέρω μόνος μου, πράγμα αδύνατον δεδομένων των σημερινών καταστάσεων που βιώνω. Έτσι η πρώτη σκέψη μου είναι πάντα οι γονείς μου. Η δική μου καλοπέραση μπορεί να περιμένει.

Η αφήγηση του μαχητή του Azov, Vishnya: «Περικυκλωμένοι από την αρχή μέχρι το τέλος από τρεις εχθρικές γραμμές είχαμε ελάχιστες ελπίδες για ενισχύσεις». Πετάξαμε με αεροπλάνο στην Μαριούπολη για να βοηθήσουμε τους άνδρες μας να κρατήσουν την πόλη. Ο φίλος μου και εγώ εθελοντές. Γνωρίζαμε τους κινδύνους και κατανοούσαμε πλήρως την κατάσταση. Ένα Τάγμα μόνο του απέναντι σε δύο εχθρικές στρατιές 14.000 ανδρών.

Στις 28 Μαρτίου έφθασα στην Μαριούπολη. Θυμάμαι την ημέρα αυτή για πάντα. Πολλοί εξεπλάγησαν που με είδαν. Τους είπα πως είναι αδέρφια μου και γι’ αυτό ήρθα να σταθώ δίπλα τους. Πως ήταν τότε η Μαριούπολη; Ένα πτώμα κείτονταν σε έναν πάγκο δεν υπήρχε κανείς να το πάρει από εκεί και μια μητέρα περνούσε δίπλα σπρώχνοντας το καροτσάκι του μωρού. Πολλά πτώματα ήταν διάσπαρτα στο πάρκο και παιδιά έπαιζαν δίπλα χωρίς καν να τα έχουν δει.

Λίγη ώρα αργότερα είχα κιόλας το πρώτο τραύμα μου! Όταν ένοιωσα κάπως καλύτερα, επέστρεψα στη μάχη. Στη συνέχεια ξανατραυματίστηκα στον καρπό από ένα θραύσμα χειροβομβίδας. Μετά πέρασα σε πνευματική κατάσταση «αθανασίας» και δεν με φόβιζε πια τίποτα. Είδα πολλούς να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια μου μέσα στο εργοστάσιο. Οι βομβαρδισμοί ήταν ανελέητοι, αλλά τα μαχητικά αεροσκάφη ήταν το χειρότερο. Χρησιμοποιούσαν κάθε μέσον που είχαν στο οπλοστάσιό τους εναντίον μας. Δεν έμεναν άλλες σκέψεις παρά μόνο η σκέψη του ποιος θα είναι ο επόμενος. Με τον καιρό, το συνηθίσαμε. Έχασα 4 φίλους μου. Ο θάνατος του ορκισμένου αδερφού μου, του Serhii , με συγκλόνισε. Ήταν ποιητής. Δεν ετάφη ποτέ. Έπρεπε να τον αφήσουμε πίσω στο Azovstal, άταφο.

Μια φορά ένας πύραυλος που δεν εξερράγη, σκότωσε αρκετούς από μας. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τα πτώματα κάτω από τα χαλάσματα και έπρεπε να συμβιώσουμε με την μυρωδιά για δύο εβδομάδες. Κάποιες φορές κατορθώναμε να «ελευθερώσουμε» ορισμένα και να τα μεταφέρουμε αλλού, αλλά όχι όλους. Δεν είχαμε και που να τους βάλουμε, και έτσι τους πηγαίναμε έξω. Είναι σκληρό, αλλά αυτό ήταν. Είχαμε λίγα τρόφιμα, νερό, και ιατροφαρμακευτικό υλικό, αλλά λιγόστευαν. Δεν υπήρχε σταθερός ανεφοδιασμός. Κάποιες άλλες φορές δεν είχαμε τίποτα. Οι ακρωτηριασμοί ήταν συνεχείς. Οι γιατροί δούλευαν πάνω από το όριο των δυνατοτήτων τους, χωρίς εξοπλισμό, φάρμακα και υλικά.

Το να ζω με το τραύμα μου αποδείχθηκε η χειρότερη εμπειρία. Τραυματίστηκα δύο εβδομάδες πριν μας πάρουν. Είχα δύο διαμπερή τραύματα από σφαίρες στα πόδια μου. Ακόμα δεν μπορώ να περπατήσω και είμαι υπό θεραπεία. Όταν ο εχθρός κατέλαβε το αεροδιάδρομο προσγείωσης των ελικοπτέρων, είχαμε κάποιες ελάχιστες ελπίδες πως θα έρχονταν ενισχύσεις. Είμαστε περικυκλωμένοι από τρεις εχθρικές γραμμές έως το τέλος. Όμως δεν απελπιζόμαστε και τραγουδούσαμε για να ανεβάζουμε το ηθικό μας. Τα ορκισμένα αδέρφια μου έδιναν δύναμη. Ότι συνέβαινε ήταν μέρος της δουλειάς μας και έτσι το εκλαμβάναμε.

Κανείς μας δεν ήθελε την εκκένωση και δεν πιστεύαμε ότι ο Redis θα την διέταζε. Όταν ήλθε η εντολή, διχαστήκαμε. Διστακτικά στην αρχή, εγώ το αποδέχθηκα. Η διαταγή είναι διαταγή. Οι διαταγές πρέπει να τηρούνται. Υπήρξε μια στιγμή που ήθελα να σκοτωθώ. Ζύγιζα το όπλο μου στο χέρι μου και σκεφτόμουν τι θα έκαναν στους αιχμαλώτους πολέμου, ειδικότερα στους μαχητές του Azov αλλά μετά σκέφτηκα πως οι αυτοκτονίες είναι για τους δειλούς. Είδα άλλους να αυτοκτονούν. Τελικά ηρέμησα και αποδέχθηκα την εκκένωση και ήμουν περήφανος που είχα Διοικητή μου τον Redis. Το σημαντικότερο ήταν να ακολουθώ τις εντολές μέχρι κεραίας. Εάν ο Redis επιστρέψει, θα επικρατήσουμε. Αν και θα επικρατήσουμε σε κάθε περίπτωση.

Μετά την Μαριούπολη μας πήγαν σε νοσοκομείο στο Νοβοαζόφσκ, και μετά στο Νοσοκομείο 15 στο Ντονέτσκ. Εμένα πλέον με μετέφεραν σε νοσοκομειακό ράντζο. Ο στόχος τους ήταν να μας κρατήσουν σταθερούς και ζωντανούς. Δεν ήθελαν να πεθάνουμε στα χέρια τους, αν και υπήρξαν αρκετοί από αυτούς που γρύλιζαν: «Γιατί να βοηθήσουμε αυτούς τους Ναζί;» Υπήρξαν όμως και ακέραιοι άνθρωποι που πράγματι μας βοηθούσαν.

Η τροφή ήταν ελάχιστη στην αιχμαλωσία. Δηλαδή ήταν ότι πρέπει για να χάσουμε δεκάδες κιλά. Όταν πήγα στο Azovstal ήμουν 97 κιλά. Επιστρέφοντας από το Ντονέτσκ 60. Ο Ερυθρός Σταυρός μας επισκέφθηκε μία φορά. Μας ανέκρινε το «Υπουργείο Εσωτερικών» της λεγόμενης «DPR» πάντοτε εκφράζοντας την απέχθεια του για την Ουκρανική γλώσσα. Μας ρωτούσαν: «Τι σκατά είναι η γλώσσα σας;» περισσότερο για να μας ταπεινώνουν, επίσης ετοιμάζονταν να με χτυπήσουν με γκλομπ, αλλά γαύγιζαν περισσότερο από όσο δάγκωναν.

Με ρώτησαν: «Τι σημαίνει αυτό το τατουάζ;» Απάντησα πως είναι ο Πρίγκηπας Δανιήλ της Γαλικίας. Ένας βασιλιάς του 13ου αιώνα στη Γαλικία που τώρα είναι περιοχή της Ουκρανίας. Ήθελαν να ομολογήσουμε πως δολοφονούσαμε αμάχους αλλά επέμενα πως ουδέποτε θα άνοιγα πυρ εναντίον άοπλων ανθρώπων. Προσπαθούσαν να μας εκφοβίσουν, να μας τρομάξουν, ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΡΟΜΑΞΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ AZOVSTAL; Σκεφτόμουν πως μπορεί να με εκτελούσαν γιατί δεν ήμουν στις τρεις πρώτες λίστες. Όμως είχα και μια κρυφή ελπίδα πως ίσως με αντάλλασσαν. Ήθελαν να ομολογήσουμε πως δολοφονούσαμε πολίτες

Αποκομμένος από τον κόσμο, ιδέα δεν είχα τι συνέβαινε έξω. Μια φορά μας είπαν στις 3 το πρωί: «Μαζέψτε τα πράγματά σας. Φεύγετε». Δεν γνωρίζαμε για πού. Νομίζαμε πως θα μας πήγαιναν στο κέντρο κράτησης στην Ολενίβκα όπου κρατούσαν και τους άλλους, πως είχαν οργανώσει άλλο ένα show για την τηλεόραση. Όμως το ταξίδι ήταν μεγάλο και άρχισα να σκέφτομαι πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί και να πέσει πάνω μας κάποιος πύραυλος Grad. Τελικά επέστρεψα στην πατρίδα και νόμιζα πως ονειρεύομαι. Τώρα περιμένουμε και τους άλλους να επιστρέψουν. Όταν θα γίνω πάλι μάχιμος θα επιστρέψω στις μάχες.

πηγή

Το έπος του Azovstal II - μαρτυρίες 3 υπερασπιστών του Azovstal που γύρισαν - αφηγείται ο Combat.

 

 «Ήθελαν να με στρατολογήσουν να αποκαλύψω στοιχεία και να καταθέσω κατά του Redis».

 «Όλοι αναγνώριζαν πως ο Redis είναι ο κορυφαίος στρατιωτικός διοικητής. Ο «υπουργός εσωτερικών της «DPR», η επιτροπή ανακρίσεων της Ρωσίας, και όλοι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της «DPR» δεν ένοιωθαν παρά μόνο ΣΕΒΑΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΝΙΣ ΠΡΟΚΟΠΕΝΚΟ».

 «Μας πήραν από το Azovstal σε τέσσερις ομάδες. Η πρώτη ομάδα ήταν οι βαριά τραυματισμένοι που έπρεπε να σταθεροποιηθούν. Η δεύτερη ομάδα συμπεριελάμβανε τους τραυματίες που ήταν σταθεροί μεν, αλλά κλινήρεις. Η τρίτη ομάδα αποτελείτο από τους ελαφρά τραυματισμένους, χωρίς σοβαρές πληγές και τους Διοικητές. Εγώ ήμουν στην δεύτερη ομάδα.

 «Και οι εχθροί είχαν ελλείψεις σε γιατρούς και σε αποτελεσματικά αναλγητικά. Είτε το ίδιο το νοσοκομείο είχε ελλείψεις είτε εμείς δεν έπρεπε να έχουμε περίθαλψη»

 «Περικυκλωμένοι από τρεις εχθρικές γραμμές από την αρχή ως το τέλος, είχαμε ελάχιστες ελπίδες για ενισχύσεις»

«60% ή και 70% των στρατιωτών στο Τάγμα μιλούν ρωσικά»

«Πολλοί φίλοι μου σκοτώθηκαν απλώς διότι δεν έλαβαν τη βοήθεια που ζήτησαν: «Δεν έχουμε αρκετούς άνδρες» …

 «Με ελάχιστο ύπνο, αδρεναλίνη στα κόκκινα και απίστευτη φυσική καταπόνηση, μετατρέπεσαι σε ζόμπι και αυτό είναι που σε σκοτώνει»

 «Δεν ήταν όλοι ήρωες στην Μαριούπολη. Πολλοί επέδειξαν αξιοθαύμαστη ανδρεία με τεράστιο έργο. Άλλοι πάλι φοβούνταν να βγουν έξω από το Azovstal. Πολλοί άνδρες μας «έλιωσαν» από τις μάχες, έγιναν επιθετικοί και σταδιακά έχασαν τα λογικά τους θαμμένοι σε ένα καταφύγιο.»

«Ένας μαχητής από μια άλλη μονάδα αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Η σφαίρα διαπέρασε το σαγόνι του και το μέτωπο του. Αλλά επιβίωσε για κάποιες στιγμές και παραπατούσε γύρω - γύρω παραμιλώντας. Με πλησίασε και με ρώτησε με τη σφαίρα στο κεφάλι του: «Που είναι το τηλέφωνό μου; Παιδιά, είδε κανείς σας το τηλέφωνό μου;» Όταν τον είδαν οι γιατροί φυσικά κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να του προσφέρουν κάτι. Είπαν: «Δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Όλα τα τραύματα στο κεφάλι πρέπει να αντιμετωπίζονται σε νοσοκομείο». Τότε άρχισε να τους ικετεύει να «τελειώσουν τη δουλειά γι’ αυτόν»: «Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να το ξανακάνω, τελειώστε με …» Οι γιατροί απάντησαν: «Είσαι με τα καλά σου; Φύγε από δω!» Και αυτό ήταν …»

Θέλω να προσθέσω πως αυτός ο άνδρας δεν είχε τραυματισθεί προηγουμένως και ήταν αρτιμελής, δεν είχε πυροβοληθεί ούτε βομβαρδισθεί. Δεν ήταν από το Azov, ούτε από τους Bears Μονάδα Ειδικών Επιχειρήσεων, ή τις αστυνομικές δυνάμεις που ήταν μαζί μας. Ιδέα δεν είχα τι ήταν αυτό που φοβήθηκε ξαφνικά τόσο. Ίσως την αιχμαλωσία, ίσως τα βασανιστήρια. Ο εχθρός μας ωστόσο δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους απλούς στρατιώτες. Μάλλον ο άνδρας αυτός είχε τόσο παγιδευτεί από τον φόβο που αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Είχαμε κάποιες αυτοκτονίες στο καταφύγιο. Θυμάμαι τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις.

 «Η πείνα μας τσάκιζε, όχι ο εχθρός ούτε ο θάνατος στη μάχη»

 «Όταν έπεφτε βόμβα πάνω στο κεφάλι μας, όλοι φεύγαμε από το χώρο αλλά αμέσως μετά ούτε που το θυμόμαστε…»

Βάσει του αριθμού των περίπου 2.000 που εξήλθαν την ημέρα εκείνη, τα ρωσικά μέσα εξέλαβαν πως οι μαχητές μας θα έπρεπε να είχαν παραμείνει περισσότερο για να υπερασπιστούν το οχυρό της Μαριούπολης. Όμως, αν λογαριάσεις τους πληγωμένους, τις γυναίκες, τους νεκρούς και αυτούς που «έλιωσε» ο πόλεμος, ΠΟΛΥ ΛΙΓΟΙ άνδρες είχαν πράγματι απομείνει για να το  υπερασπίζονται, ειδικότερα τον Μάιο.

Με κομμένη την ανάσα

Πριν από τρεις μήνες, περισσότεροι από 2.500 Ουκρανοί στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν από τους Ρώσους μετά την αιματηρή πολιορκία του θρυλικού χαλυβουργείου Azovstal. Υπερασπίζονταν την πόλη της Μαριούπολης επί 86 ημέρες. Οι μαχητές με τα συνθηματικά ονόματα Combat, Tork και Vishnya, οι οποίοι τραυματίσθηκαν στους ανηλεείς βομβαρδισμούς του Azovstal και στις εκ του συστάδην μάχες στις επίγειες αίθουσες της θρυλικής xαλυβουργίας, επιβίωσαν μαζί στην αιχμαλωσία και ανταλλάχθηκαν με Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου. 

Σε μια αφήγηση που κόβει την ανάσα εξιστορούν:

α. πως κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί υπερασπιζόμενοι την πόλη χωρίς τροφή, πόσιμο νερό, φάρμακα και ιατρική φροντίδα,

β. πως μεταβαλλόταν σταδιακά η στάση των Ρώσων κατοχικών απέναντι τους όσο κρατούνταν αιχμάλωτοι

γ. δηλώνουν αποφασισμένοι να επιστρέψουν στο πεδίο της μάχης παρά τα σοβαρά τραύματα τους.

Combat: «Οι γιατροί έπρεπε να βγάζουν τις σφαίρες χωρίς αναισθησία και αντί για γάζες τύλιγαν τις πληγές με κομμάτια ύφασμα από σεντόνια»

Tork: «Αφαίρεσαν τα ρολόγια μας, τις αλυσίδες, τις βέρες και τα κινητά, και τα έβαζαν στις τσέπες τους»

Vishnya: «Περικυκλωμένοι από τρεις εχθρικές γραμμές από την αρχή ως το τέλος, είχαμε ελάχιστες ελπίδες για ενισχύσεις»

Η μαρτυρία του Combat:

«Οι γιατροί έβγαζαν τις σφαίρες από τα σώματα μας χωρίς αναισθησία και τύλιγαν τις πληγές με κομμάτια ύφασμα από σεντόνια»

Ασφαλώς θεωρούσαμε πως είμαστε φυσικά και ψυχικά προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο του πολέμου: αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Όμως αυτό που φανταζόμαστε πριν, αποδείχθηκε μετά παιδικό παιχνίδι συγκρινόμενο με την πραγματική κατάσταση. Ήταν σκληρό όταν ο πρώτος άνδρας από την ομάδα μας σκοτώθηκε. Δεν μπορούσα να σκεφθώ κάτι άλλο για αρκετή ώρα μετά. Ένας άλλος θάνατος που με κατέβαλλε ήταν αυτός του καλύτερου μου φίλου. Αυτό ήταν συντριπτικό χτύπημα. Από εκεί και πέρα, όλοι έβλεπαν τον εαυτό μου να δρασκελίζω τον έναν θάνατο μετά από τον άλλον …

Η Μαριούπολη είχε γίνει τόσο απόκοσμη που έμοιαζε με σκηνικά από το Battlefield: μαχητικά του εχθρού να ίπτανται, πυροβολισμοί να πέφτουν από όλες τις κατευθύνσεις, άρματα, ελικόπτερα, πυροβολικό, οδομαχίες, πληγώνεσαι, θυμάσαι τον εαυτό σου να σε σύρουν πέρα από το παράθυρο και να σε μεταφέρουν με ένα ταχύπλοο … 

Ήταν πράγματι σαν βιντεοπαιχνίδι που ξαφνικά γύρισε σε πραγματική κόλαση. Είχες δύο επιλογές μόνο: είτε θα φοβηθείς, θα παραλύσεις από την σύγχυση και θα αποσυρθείς είτε θα προχωρήσεις κοιτώντας μόνο μπροστά έως εκεί που θα σε βγάλει. Η μόνη ευτυχισμένη σκέψη μου ήταν για την γυναίκα μου που βρισκόταν κάπου ασφαλής και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ και για αυτή. Έτσι μπορούσα να αφοσιωθώ στο καθήκον και να κάνω τη δουλειά που είχα να κάνω. Τόσο απλά. Η Μαριούπολη είχε γίνει τόσο απόκοσμη που ένοιωθες πως βρίσκεσαι στο ζοφερό σκηνικό ενός πολεμικού βιντεοπαιχνιδιού.

Η ομάδα μας ζούσε για την στιγμή: ξυπνάς και βρίσκεις κάτι να βάλεις στο στόμα σου, η ζωή είναι ωραία! Πηγαίνεις για αποστολή και η αποστολή έχει επιτυχία - υπέροχα! Εάν μια επιχείρηση πηγαίνει καλά, το απολαμβάνεις. Εάν όχι, δεν το απολαμβάνεις. Ζεις το εδώ και το τώρα χωρίς να σκέφτεσαι το μέλλον. Όταν ήλθε η στιγμή να αποφασίσουμε για την λύση της πολιορκίας (the deblocking), είχαμε τόσα πολλά για να σκεφθούμε και να τακτοποιήσουμε που δεν έμενε περιθώριο για φόβο. Όταν μας είπαν πως είμαστε περικυκλωμένοι και πως θα μας έψηναν ζωντανούς, ούτε και τότε μας ένοιαξε. Σχεδόν δεν το ακούσαμε. Εστιάζαμε μόνο στο καθήκον. Όμως μόνο μερικοί από μας τα κατάφεραν.

Υπερασπίστηκα την Μαριούπολη έως τις αρχές Απριλίου, πολεμώντας στους δρόμους ώσπου τραυματίσθηκα. Στο Azovstal μπήκα στις 26 Μαρτίου. Όταν εισήλθαν και οι υπόλοιποι υπερασπιστές της πόλης περάσαμε σε περιμετρική άμυνα (άμυνα περιμέτρου) στις 15 - 16 Απριλίου. Στοιβαγμένοι στο αντιαεροπορικό καταφύγιο μαζί με άλλους τραυματίες, αρχίσαμε να μένουμε από τρόφιμα. Είχαμε σπόρους, αλλά ένας αεροπορικός βομβαρδισμός κατέστρεψε όλα τα περάσματα προς το μαγειρείο και έτσι έπρεπε να τρώμε σπόρους. Κατά τα άλλα υπήρχε ένα μαγειρείο στο επόμενο καταφύγιο, ένα χιλιόμετρο πιο πέρα. Οι άνδρες μας έφερναν το φαγητό σε μεγάλα καζάνια και παρά την σχετικά μικρή απόσταση τους έπαιρνε μια ώρα για να φθάσουν εξ αιτίας των βομβαρδισμών, των πυραύλων και του εχθρικού πυροβολικού που έβαλλε ασταμάτητα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ είχαμε μόνο μισό ποτήρι πόριτζ και μια λεπτή φέτα ψωμί, ή και χωρίς αυτό. Αυτή ήταν η καθημερινή μας μερίδα. Τις τελευταίες ημέρες μας έδιναν ένα κιτρινωπό νερό από το ποτάμι, το οποίο μας προκαλούσε συνεχώς δυσεντερία.

Από τη στιγμή που τραυματίστηκα, δεν μπορούσα να ανήκω στους υπερασπιστές του Azovstal. Αυτοί που υπερασπίζονταν το χαλυβουργείο δεν μασούσαν τις κουβέντες τους: δεν είχαμε άλλη έξοδο παρά μόνο το ύψωμα Slag, το οποίο το ήλεγχε ήδη ο εχθρός. Το ύψωμα Slag είναι το υψηλότερο σημείο για πολύ καλή περιφερειακή ορατότητα του εργοστασίου. Από εκεί μπορούσαν να χτυπήσουν όλες τις θέσεις μας και να παρακολουθούν κάθε μας κίνηση. Τα τετρακόπτερα (Quadcopter) περιπολούσαν σε κύκλους συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας και το βράδυ μετέδιδαν στον εχθρό τις εικόνες από τις θερμικές κάμερες νυχτερινής όρασης.

Στις 15 Απριλίου όλοι οι άνδρες μας αποσύρθηκαν από τους δρόμους και εισήλθαν στο Azovstal. Η δική μας ομάδα έφυγε πρώτη από το εργοστάσιο, στις 6 Μαΐου. Οι άνδρες μας το υπερασπίζονταν για ένα μήνα σε αφάνταστα σκληρές συνθήκες, σχεδόν χωρίς τροφή ή πόσιμο νερό. Οι εφεδρείες μας σε μάχιμους που θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις, είχαν μειωθεί στο κρίσιμο όριο. Οι περισσότεροι της ομάδας μας ήταν σοβαρά τραυματίες, ετοιμοθάνατοι, με κατάγματα από τους βομβαρδισμούς, άλλοι φοβούνταν να βγουν από τα καταφύγια: ο πόλεμος τους είχε «λιώσει».

Ο πυρήνας των υπερασπιστών του Azovstal ήταν υπερήρωες. Με βάση το ότι 2.000 άνθρωποι εξήλθαν την ημέρα εκείνη, τα ρωσικά μέσα το ερμήνευσαν πως αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να είχαν παραμείνει περισσότερο για να υπερασπιστούν το Azovstal. Όμως, αν λογαριάσεις τους πληγωμένους, τις γυναίκες, τους νεκρούς και αυτούς που «έλιωσε» ο πόλεμος, πολύ λίγοι άνδρες είχαν πράγματι απομείνει να υπερασπίζονται το οχυρό, ειδικότερα τον Μάιο.

Όσο πλησίαζε το τέλος, το ιατροφαρμακευτικό υλικό και η ιατρική περίθαλψη είχαν γίνει το μεγαλύτερο πρόβλημά μας. Για να περιποιηθούν τις νωπές πληγές μας, οι γιατροί έκοβαν κομμάτια από σεντόνια, τα έπλεναν και τα τύλιγαν σφιχτά γύρω από τις πληγές ή τα έχωναν σε αυτές αν ήταν βαθιές … Η αναισθησία ήταν πρόβλημα επίσης: ένας μαχητής δίπλα μου που του είχε ξεριζωθεί το πόδι έπρεπε να υπομείνει τον ακρωτηριασμό που σήμαινε πριόνισμα ως το κόκκαλο χωρίς αναισθητικό, παρά μόνο με μερικές ενέσεις τοπικής αναλγησίας…

Ορισμένες φορές όταν έφερναν τραυματίες που είχαν ακόμα τις αισθήσεις τους και να δώσουν τα ονόματα τους, οι γιατροί τους θεωρούσαν κιόλας «φευγάτους» … Όχι γιατί τα τραύματά τους ήταν τόσο σοβαρά αλλά γιατί δεν υπήρχαν το υλικό και τα μέσα για να τους περιθάλψουν… Στο τέλος, δεν είχαμε ούτε και γιατρούς άλλωστε.

Ήταν ένας Μαχητής, ο Wikipedia που του είχε κοπεί το πόδι πάνω από το γόνατο. Σ’ αυτήν την κατάσταση κείτονταν πάνω σε μια υποτίθεται χειρουργική τράπεζα, και άκουγε τους γιατρούς να λένε: «Δεν θα τον σώσουμε αυτόν. Είναι «φευγάτος» (ετοιμοθάνατος). He‘s a goner» Τότε, σαν από θαύμα ή από την «καλή» μας τύχη, βρέθηκε κάποιος γιατρός που είχε κρύψει υλικά αιμοληψίας για μια ώρα ανάγκης και ζήτησε να δώσουμε αμέσως αίμα όσοι είχαμε ομάδα αίματος Α+. Αμέσως συγκεντρώσαμε πολύ αίμα σε μια μεγάλη σύριγγα και έγινε μετάγγιση στον Wikipedia. Καθώς κειτόμουν και εγώ τραυματισμένος δίπλα του,  τον είδα ξαφνικά να ζωντανεύει ως εκ θαύματος μόλις του έγινε η μετάγγιση. Ο μαχητής αυτός ανταλλάχθηκε επίσης.

Το ιατρικό μας προσωπικό δούλευε υπό κολοσσιαία πίεση. Ορισμένες φορές ήταν άυπνοι για 48 ώρες γιατί οι τραυματίες κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλον. Είχαν αρχίσει να ξεμένουν και από ιατροφαρμακευτικό υλικό και αυτοσχεδίαζαν για να μπορέσουν να σώσουν κάποιες ζωές.

Οι ψυχολογικές εμπειρίες στο Azovstal διέφεραν. Πάρα πολλά πράγματα εξαρτώνταν από τον σύντροφο σου. Ήμουν τυχερός όσον αφορά αυτό. Είμαι από το Urzuf, το δεύτερο τάγμα. Είχαμε τραυματίες πεζικάριους και άνδρες από το πρώτο και το δεύτερο τάγμα. Όπως πολεμούσαμε ο ένας στο πλευρό του άλλου είχαμε τρομερή αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας. Για παράδειγμα, ένας θα έδινε ένα τσιγάρο σε έναν άλλον, και ο Misha, ένας φίλος μου, θα το μοιραζόταν με όλους. Ένα τσιγάρο ήταν αρκετό για τέσσερις, πέντε, έξι ή και επτά από μάς.

Οι άνδρες που βρίσκονταν στο διπλανό καταφύγιο είχαν ακόμα αλεύρι και σύνεργα για να μαγειρέψουν, και έφτιαχναν «κέικ καταφυγίου» ζυμάρι ψημένο σε λάδι. Μου έδιναν τρία, τέσσερα κέικ και εγώ τα μοίραζα στους οκτώ της ομάδας μου. Τα αστεία έδιναν και έπαιρναν και έτσι χαλαρώναμε.

Σε γενικές γραμμές όμως, ήμασταν τυχεροί να έχουμε δυνατούς, πραγματικούς συντρόφους. Το μόνο πράγμα που πράγματι μας τσάκιζε ήταν η πείνα. Αυτό είναι κάτι πολύ σκληρό που οι Ουκρανοί το έχουμε στο DNA μας από τα Γολοντομόρ και η ασιτία μας έκανε συνεχώς πολύ επιθετικούς. Αν δεν υπήρχε η πείνα δεν θα είχαμε άλλο πρόβλημα, γιατί είμαστε τόσο δεμένοι μεταξύ μας! Όταν έπεφτε βόμβα πάνω στο κεφάλι μας, όλοι φεύγαμε από το χώρο αλλά αμέσως μετά ούτε που το θυμόμαστε…

Παρόλα αυτά, αρκετοί σκοτώθηκαν. Πολλοί φίλοι μου σκοτώθηκαν απλώς διότι δεν έλαβαν τη βοήθεια που ζήτησαν: «Δεν έχουμε αρκετούς άνδρες» . Υπήρξαν στιγμές, ειδικά στην αρχή της πολιορκίας, που ο φόβος ορισμένων με εξόργιζε. Μετά ούτε καν τους «έβλεπα». Με ελάχιστο ύπνο, αδρεναλίνη «στα κόκκινα» και απίστευτη σωματική φυσική καταπόνηση μετατρέπεσαι σε «ζόμπι» και αυτό είναι που σε σκοτώνει, όχι ο εχθρός.

Οι άνδρες μας από το Azov, τους Bears, την 36η Μεραρχία Πεζοναυτών, οι αξιωματικοί της αστυνομίας και οι άλλες μονάδες έφεραν σε πέρας αξιοθαύμαστο πολεμικό έργο. Όμως, σκοτώνονταν και τραυματίζονταν διότι δεν υπήρχε αλλαγή των θέσεων (rotation) και χρόνος να ξεκουράζονται λίγο από τις μάχες. Στέλνονταν σε αποστολές συνεχόμενα για 4 και 5 ημέρες. Η ομάδα μου έχασε σχεδόν το 40% του έμψυχου δυναμικού της. Άλλες μονάδες ανέφεραν πεσόντες σχεδόν το 80%. Όταν δεν σου δίνουν άδεια για μεγάλο διάστημα, το σώμα σου αρχίζει να καταρρέει μετά από μια εβδομάδα αδιάκοπης και σκληρής μάχης. Με ελάχιστο ύπνο, την αδρεναλίνη στα κόκκινα και απίστευτη φυσική καταπόνηση, μετατρέπεσαι σε ζόμπι και αυτό είναι που σε σκοτώνει. Όχι γιατί ο εχθρός είναι ισχυρότερος ή καλύτερος αλλά γιατί το σώμα σου έχει όρια …

Έχω τέσσερα τραύματα από σφαίρες. Η θέση μας ήταν επισφαλής, σε ένα στούντιο με ένα παράθυρο να πιάνει όλο το μήκος του τοίχου. Ο εχθρός βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στον δρόμο. Καθώς κινούμασταν από κτίριο σε κτίριο πυροβολήθηκα στο γόνατο, στο μηρό, πίσω αριστερά στην μέση και στην αριστερή κνήμη. Όλες οι σφαίρες με διαπέρασαν, εκτός από μία. Όταν μου περιποιούνταν τα τραύματά μου οι γιατροί απλώς έχωναν μέσα επιδέσμους εμποτισμένους με κάποιο ειδικό αντισηπτικό. Η σφαίρα έπρεπε να βγει χωρίς αναισθησία. Στην αρχή επέβλεπαν τις πληγές μας μία φορά κάθε τρεις ή τέσσερις ημέρες, αν και κάθε μέρα θεωρητικά θα έπρεπε να παρουσιάζουμε βελτίωση. Μετά όμως άρχισε η έλλειψη επιδέσμων, και αναγκαστικά μας έβλεπαν κάθε εννιά ημέρες. Στην αρχή ήμουν καλά, αλλά μετά η πληγή του διπλανού τραυματία άρχισε να κακοφορμίζει και να μυρίζει άσχημα. Είχε θραύσμα από πύραυλο Grad και βρωμούσε απίστευτα! Το σώμα του άρχισε να σήπεται παντού και τότε συνειδητοποίησα πως η αλλαγή επιδέσμων κάθε 9 ημέρες ήταν η αιτία.

Πρώτα, μας πήγαν στο Νοβοαζόφσκ. Οι ντόπιοι μας αντιμετώπισαν σαν να φταίγαμε εμείς για την καταστροφή της Μαριούπολης. Έλεγαν: «ντροπή σας, ντροπή σας!» Δεν το καταλαβαίνω. «Γιατί θα πρέπει να ντρέπομαι; Γιατί υπερασπίσθηκα την πόλη μου; Είμαι από την Μαριούπολη. Λέτε ότι ήθελα να καταστρέψω τον εαυτό μου;» Όταν άκουσαν πως είμαι από την Μαριούπολη, ξέμειναν από επιχειρήματα. Είχαν καταλάβει φυσικά πολύ καλά ποιος είχε καταστρέψει την πόλη. Γνωρίζουν ότι ήταν οι Ρώσοι που την ισοπέδωσαν. Όταν το είπα αυτό στους δεσμοφύλακες του «DPR» τα πρόσωπα τους έδειχναν ότι συμφωνούσαν, αν όχι ότι το έχουν μετανιώσει. Δεν είχαν κάτι να ανταπαντήσουν.

Μας κράτησαν σε θαλάμους των 5 κρεβατιών. Συγκριτικά με το Azovstal η τροφή ήταν καλύτερη στην αιχμαλωσία: είχαμε τρία γεύματα την ημέρα. Από το τίποτα του Azovstal, το λες και βελτίωση. Οι μερίδες ήταν μικρές, αλλά το φαγητό είναι φαγητό. Στο Νοβοαζόφσκ οι δεσμοφύλακες της «DPR» συνεχώς μας ανέκριναν. Τους είπα την αλήθεια: «ήρθατε και μας επιτεθήκατε και αμυνθήκαμε. Ανήκουμε όλοι στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας. Έχετε τους λόγους σας έχουμε τους δικούς μας. Δεν είμαστε «Nazi». Σας έχουν ποτίσει με ιστορίες ότι τριγυρίζουμε χαιρετώντας ναζιστικά. Ηλιθιότητες. Είμαστε στρατιώτες που προστατεύουμε την εδαφική κυριαρχία της πατρίδας μας». Μετά οι πιο έξυπνοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πως αυτά που έχουν ακούσει ήταν σκέτη προπαγάνδα. Αυτοί οι ίδιοι μάλιστα αργότερα μας έλεγαν: «Αλήθεια έχουμε αγανακτήσει που μας πρήζουν με όλες αυτές τις ηλιθιότητες περί ‘’Ναζί’’».

Αφού μιλήσαμε μαζί τους αρκετές φορές, οι τρεις από τους τέσσερις δεσμοφύλακες μας εξαφανίστηκαν. Πακετάρισαν τα πράγματα τους και αναχώρησαν για την πρώτη γραμμή. Στην αρχή όλοι έλεγαν: «Είσαστε φασίστες!» Μετά από μια βδομάδα άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά. «Γεια, πως πάει;» Έβλεπες πως η στάση τους άλλαζε από τον τρόπο που μιλούσαν. Πρώτα μας έβριζαν, αλλά μετά συνειδητοποιούσαν πως δεν είμαστε τα κτήνη που τους έλεγαν οι ανώτεροι τους. Είδαν πως είμαστε στρατιώτες που πολεμούμε για την πατρίδα μας. Από αυτά τα γεγονότα κατάλαβα πως η «DPR» ήθελε μεν η Ρωσία να διασφαλίσει τα σύνορα των «δημοκρατιών του Ντονμπάς» και ως εκεί. Στην αρχή είχαν ζητήσει από τους Ρώσους να διασφαλίσουν την Maryinka. Όμως οι Ρώσοι τους είπαν ότι «έχουν άλλους στόχους, δεν μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε ασφαλές το Ντονμπάς, έχουμε άλλους στόχους». Οι Ρώσοι έχουν άλλη ατζέντα. Όσον αφορά την αποναζιστικοποίηση, αυτή είναι η απόλυτη ηλιθιότητα. Όλοι το ξέρουν, όλοι το καταλαβαίνουν αυτό.

Οι δημοσιογράφοι έρχονταν να μας «ανακρίνουν» και ρωτούσαν αν πράγματι θέλουμε να εξαερώσουμε τους Ρώσους. Τους απαντούσα: «60% ή και 70% των στρατιωτών στο τάγμα μιλούν ρωσικά. Θέλετε να μου πείτε πως εφαρμόζουμε διακρίσεις εναντίον των Ρωσόφωνων;» Με ρώτησαν αν πυροβόλησα αμάχους. Είπα: «Πως το είδατε αυτό; Έχω δύο διαμερίσματα στην Μαριούπολη. Λέτε πως μπήκα σε ένα άρμα και άνοιξα πυρ εναντίον τους; Πολλοί στρατιώτες στην Μαριούπολη κατάγονταν από το Ντονέτσκ. Λέτε πως μόλις εσείς μας επιτεθήκατε, αυτοί έστρεψαν τα πολυβόλα των αρμάτων τους και άρχισαν να πολυβολούν την ίδια τους την πόλη;» Και έτσι οι ανακρίσεις - συνεντεύξεις δεν απέδιδαν και πολλά, προς μεγάλη απογοήτευσή τους. Ελπίζαμε πάντα πως η δημοσιότητα θα διευκόλυνε τις ανταλλαγές.

Η νέα γενιά της «LDPR» ήδη έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την προπαγάνδα. Όταν ήμουν στο νοσοκομείο του Ντονέτσκ που θεωρείται από τα καλά, πόσιμο νερό είχαμε μόνο μισή ώρα την ημέρα. Όλοι οι νοσηλευτές καθύβριζαν τους πολιτικούς. Στο Νοβοαζόφσκ μας ανέκριναν συνεχώς. Ανακρίθηκα τρεις φορές. Όταν διαπίστωσαν πως είμαι από την Μαριούπολη, με ξύπνησαν στη μέση της νύχτας και προσπάθησαν να με «στρατολογήσουν». Ήθελαν να προδώσω ορισμένα στοιχεία και να καταθέσω κατά του Redis και το αντάλλαγμα θα ήταν να με αφήσουν να επιστρέψω στην Μαριούπολη και θα μου έδιναν και διαβατήριο της «DPR». Όμως, όλοι αναγνώριζαν πως ο Redis είναι κορυφαίος στρατιωτικός διοικητής. Ο «υπουργός Εσωτερικών της «DPR», η επιτροπή ανακρίσεων της Ρωσίας, και όλοι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της «DPR». Δεν ένοιωθαν παρά ΣΕΒΑΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΝΙΣ ΠΡΟΚΟΠΕΝΚΟ. Το έργο του στην Μαριούπολη ήταν εξαιρετικό.

Όλοι μας περάσαμε από ανάκριση, αναλόγως της πνευματικής κατάστασης καθενός. Ειλικρινά, είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου για το χειρότερα. Δεν υπήρξε φυσική βία εναντίον μου. Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα και τους συμμαχητές μου που είμαστε μαζί στην αιχμαλωσία. Όχι για την Ολενίβκα. Είχαμε ελάχιστη ιατρική μέριμνα, απλώς προσπαθούσαν να μην τους πεθάνουν οι βαριά τραυματισμένοι. Για παράδειγμα, τα πόδια ενός άνδρα είχαν αρχίσει να σαπίζουν από την γάγγραινα, και τότε του πριόνισαν το πόδι λίγο ψηλότερα και αφαίρεσαν και σάρκα. Αν κάποια νοσοκόμα περνούσε από τον θάλαμο και οσφραινόταν σαπισμένη σάρκα τότε κανόνιζαν χειρουργείο. Και οι εχθροί έχουν ελλείψεις σε γιατρούς και σε αποτελεσματικά αναλγητικά. Είτε το ίδιο το νοσοκομείο είχε ελλείψεις είτε εμείς δεν έπρεπε να έχουμε περίθαλψη.

Οι νοσηλευτές και το υγειονομικό προσωπικό μας αντιμετώπιζαν με διάφορους τρόπους. Άλλοι μας έβριζαν, μας καταριόντουσαν, μια νοσοκόμα μπήκε στο θάλαμο και άρχισε να λέει πως σκοτώνουμε αμάχους στην Μαριούπολη. Ένας φίλος μου είπε: «Δεν κάναμε κάτι τέτοιο. Λέτε βλακείες». Τότε αυτή απάντησε: «Έλα, πέσ’ το! Δόξα στην Ουκρανία!» Και αυτός: «Δεν το λέω». Και αυτή του πέταξε στο κεφάλι μια φέτα ψωμί. Υπήρχε πολλή ηθική πίεση, στα λόγια και στη συμπεριφορά, υπήρξαν χτυπήματα στο κεφάλι και στο στήθος, αλλά εμείς εκεί δεν υπέστημεν άλλα βασανιστήρια.

Τις τελευταίες ημέρες είχαμε προαισθήματα πως θα γίνουν ανταλλαγές. Κατ’ αρχήν οι άνδρες της «DPR» γύριζαν στο νοσοκομείο κρατώντας λίστες στα χέρια τους και μετά βλέπαμε ορισμένους συμμαχητές μας να φτιάχνουν βαλίτσες και να αναχωρούν! Όταν ανακοίνωσαν την λίστα των φυλακισμένων που θα ανταλλάσσονταν, δεν ήμουν και πολύ βέβαιος πως θα άκουγα το όνομα μου. Είμαι από την Μαριούπολη, που σημαίνει πως δεν έχω πια σπίτι να μείνω. Η γυναίκα μου είναι στην Ευρώπη. Ο φίλος μου από το Κίεβο. Οι γονείς και η φίλη του ζουν εκεί. Σκεφτόμουν πως μάλλον αυτός θα απελευθερώνονταν. Ρώτησα ένα δεσμοφύλακα: « Τι γίνεται με τις λίστες;» «Σκάσε ηλίθιε» μου απάντησε, «γιατί θα σε ακυρώσουν». Είμαι ευτυχισμένος που γύρισα ΑΛΛΑ έχω και τύψεις που ο φίλος μου δεν ήταν στη θέση μου.

Στην Ουκρανία βρίσκομαι σε διαδικασία αποκατάστασης. Δεν θέλω ακόμα να επιστρέψει η γυναίκα μου γιατί νοιώθω ανακουφισμένος που είναι στην Ευρώπη. Υπήρχε στην ομάδα μας ένας πραγματικά ατρόμητος πολεμιστής που είχε απίστευτο θάρρος. Η γυναίκα του ήταν στην Μαριούπολη και όταν οι μάχες εντάθηκαν τον είδα να μεταμορφώνεται από ηγέτη σε έναν άνθρωπο που τον κατέτρωγε η ανησυχία. Δεν τον έπαιρνε ύπνος. Αυτό στοίχισε στην απόδοση του: δεν μπορούσε πια να τρέξει τόσο γρήγορα και είχε μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης. Πιθανότατα σκοτώθηκε. Όχι γιατί δεν ήταν επαγγελματίας, αλλά γιατί είχε στρεσαριστεί ηθικά, κάτι το οποίο επηρέασε άσχημα την φυσική του κατάσταση. Δεν θέλω να γίνω σαν αυτόν. Η γυναίκα μου ας μείνει στην Ευρώπη, εμένα με περιμένει η πρώτη γραμμή και να κάνω το καθήκον μου μαζί με ότι απόμεινε από την «αποδεκατισμένη διμοιρία» μας!

πηγή