Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΡΑΣΣΕΡΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΡΑΣΣΕΡΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μνήμη Otto Strasser (10.09.1897 - 27.08.1974): Μια βιβλιοκριτική για την ελληνική έκδοση «Όττο Στράσσερ, Η ζωή και η εποχή ενός Γερμανού Σοσιαλιστή» (Troy Southgate, Ομάδα Μελετών Vidar, 2015)


γράφει ο Διόνυσος Aνδρώνης

«… Ο Άγγλος Troy Southgate (γεννημένος το 1965) τα τελευταία χρόνια ζει στην Πορτογαλία για ευνόητους λόγους. Οι εκδόσεις του είναι σφοδρά αντισιωνιστικές, ενώ το Λονδίνο είναι το βασικό εβραϊκό κέντρο εδώ και πολύ καιρό. Aγοράσαμε την ελληνική μετάφραση του παραπάνω έργου, η οποία έχει εμπορευματοποιηθεί από τον ίδιο τον συγγραφέα. Το λατρέψαμε, ακόμα κι αν ο αντι-Χίτλερικός τόνος υπάρχει από τις πρώτες σελίδες. Αυτή είναι η ιστορία των αδελφών Στράσσερ κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. 

Ο Όττο Στράσσερ ήταν αξιωματικός κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα, αυτό το έργο είναι ένα μια νουβέλα και όχι ένα δοκίμιο. Ένας από τους δύο Στράσσερ δολοφονήθηκε πολύ νωρίς, το 1934, από άνδρες του Χίτλερ. Ήταν το «Μαύρο Μέτωπο» του ο κύριος λόγος. Tο «Μαύρο Μέτωπο» ιδρύθηκε το 1930 και προσπάθησε να εισχωρήσει ενεργά στην πολιτική ζωή διεισδύοντας πρώτα στο κόμμα του Χίτλερ NSDAP. Οι αδελφοί Στράσσερ προσπάθησαν να πείσουν ορισμένα μέλη του τελευταίου κόμματος να αλλάξουν θέση και να έρθουν να πολεμήσουν μαζί τους, αφού το πολιτικό τους πρόγραμμα ήταν πιο ριζοσπαστικό και υποστήριζε την Επανάσταση. 

Ο πρώτος σχηματισμός του «Μαύρου Μετώπου» ονομάστηκε το 1930 «Ένωση Επαναστατών Εθνικοσοσιαλιστών» (ό.π. σελ. 48). Προτείνει την μείωση του ρόλου της εκκλησίας, την μείωση των φόρων και πολλά άλλα ριζοσπαστικά μέτρα που διαβάσαμε μεταξύ των σελίδων 61-63: για παράδειγμα, απέρριψαν την κληρονομική ιδιοκτησία γερμανικού εδάφους για τους Γερμανούς αγρότες. 

Ένα πολύ διασκεδαστικό τυπογραφικό λάθος αυτής της ελληνικής μετάφρασης υπάρχει στην σελίδα 55 και λέει ότι η Γαλλική Επανάσταση έγινε το 1879 (όχι το 1789). Ωστόσο, ο Όττο Στράσσερ απέρριψε τον μαρξισμό, αλλά αισθάνθηκε υπερήφανος που υποστήριξε «την μεταρρύθμιση του εργατικού κινήματος και την έναρξη των συνδικάτων του» (ό.π. σελ. 55).

Για όλα εκείνα τα ριζοσπαστικά οράματα του σοσιαλιστικού κράτους που έμοιαζαν λίγο με αυτά του ουτοπικού Καρλ Μαρξ, ο Γκρέγκορ Στράσσερ δολοφονήθηκε την «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» το 1934 ενώ ο Όττο κατάφερε να διαφύγει. Αργότερα έμαθε ότι τον κυνηγούσαν δύο Εβραίοι κατάσκοποι που δούλευαν για τον Χίτλερ. Ανίκανος να εισέλθει στις ΗΠΑ ως πολιτικός πρόσφυγας, ο Όττο εγκαταστάθηκε στις Βερμούδες για μικρό χρονικό διάστημα …»

πηγή



"Πίστευε ότι μία μορφή Γερμανικού Σοσιαλισμού θα μπορούσε να προσφέρει ένα εναλλακτικό μέλλον στους εργάτες και χωρικούς του έθνους, οι οποίοι υπέφεραν για πολλά έτη. Ως αποτέλεσμα, κατεδιώχθη σε αρκετές χώρες από πράκτορες της Gestapo και ενεπλάκη σε μία σειρά από συναρπαστικές περιπέτειες. Αυτή είναι η ιστορία ενός Βαυαρού με την αίσθηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο οποίος κατέστη ένας από τους πλέον ραδιούργους επαναστάτες ιδεολόγους"

Το βιβλίο "Otto Strasser Η ζωή και η εποχή ενός Γερμανού Σοσιαλιστή" διατίθεται μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης erimihora@hotmail.com στην Θεσσαλονίκη από το βιβλιοπωλείο "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ", οδός Ερμού, αριθμός 61 και στην Αθήνα από το βιβλιοπωλείο "ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΙΣ", οδός Ιπποκράτους, αριθμός 108. Στην υπόλοιπη Ελλάδα γίνεται αποστολή με αντικαταβολή. 

Ομάδα Μελετών Vidar

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: απόσπασμα από την ανακοίνωση αποχώρησης του Otto Strasser και των υποστηρικτών του από το NSDAP και η ίδρυση του «Μαύρου Μετώπου» (04.07.1930)

 

Μετάφραση από τα γερμανικά και εισαγωγικό σημείωμα: Κωνσταντίνος Γερακάρης

Ο Όττο Στράσσερ γεννήθηκε στο Μπαντ Βίντσχαϊμ της Βαυαρίας το 1897. Σπούδασε νομικά και οικονομικά. Για τη λαμπρή του διαγωγή στο Μέτωπο στο οποίο τραυματίστηκε δύο φορές θα παρασημοφορηθεί με το Ritterkreuz πρώτης τάξεως και θα προταθεί για το Militär-Max-Joseph-Orden. Πριν από την αποστρατεία του τον Απρίλιο /Μάιο 1919, συμμετέχει με τον αδελφό του Gregor, μέσα από τις γραμμές του ελεύθερου σώματος von Epp στην επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας και αργότερα ενάντια στο ακροδεξιό μοναρχικό πραξικόπημα του Kapp. 

Εντάχθηκε στο NSDAP το 1925 με τον αριθμό ταυτότητας 23.918. Με τον αδελφό του Γκρέγκορ, υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους της σοσιαλιστικής πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Μαζί υπήρξαν οι οργανωτές και διανοητές του κόμματος στην δυτική και βόρεια Γερμανία όπου και αντιμετώπισαν την μαρξιστική προπαγάνδα με ιδιαίτερη επιτυχία. 

Ο εκδοτικός τους οίκος «Kampf-Verlag» διακινούσε περιοδικά και εφημερίδες που είχαν υψηλή κυκλοφορία με αποτέλεσμα να γίνουν αντικείμενο ύπουλης πολεμικής από την «ορθόδοξη» τάση του κόμματος που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της κομματικής αυλής του Αδόλφου Χίτλερ.

Το 1930, διαφώνησε με την τακτική του Χίτλερ σε μια σειρά κομβικών θεμάτων: την θεσμική νομιμότητα και την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και των τραπεζών, την προσέγγιση του κεφαλαίου και την τακτική απέναντι στις χριστιανικές εκκλησίες, την προσπάθεια κάποιων στελεχών να μειωθεί η σημασία του αντικαπιταλιστικού αγώνα ανάμεσα στα ανυπότακτα μέλη των SA, τις κινήσεις της ηγεσίας απέναντι στην μοναρχική δεξιά, την στάση του κόμματος απέναντι στις κοινές απεργιακές κινητοποιήσεις με τα μέλη του KPD, την απαλλοτρίωση της περιουσίας του Κάιζερ καθώς και τον σχεδιασμό σχετικά με τους μεγαλοκτηματίες και την μελλοντική εξωτερική πολιτική απέναντι στην ΕΣΣΔ.

Παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ του πρότεινε να αναλάβει διευθυντής του εθνικού τύπου σε μια προσπάθεια να τον προσεταιριστεί, έφυγε από το Κόμμα μαζί με επίλεκτα στελέχη από διάφορες περιφέρειες σχηματίζοντας αρχικά το KGRNS (Kampfgemeinschaft Revolutionärer Nationalsozialisten) και μετά το «Μαύρο Μέτωπο», μια Εθνικοσοσιαλιστική κίνηση με γραμμή αντίθετη στον επίσημο κομματικό προσανατολισμό. 

Τον ακολούθησαν 6.000 μέλη ανάμεσα τους ακτιβιστές των «Ταγμάτων Εφόδου» και της Χιτλερικής Νεολαίας. Αυτοεξορίστηκε στην Τσεχοσλοβακία κι από κει στην Ελβετία και στον Καναδά. Μετά τον Πόλεμο επέστρεψε στη Δυτική Γερμανία, όπου συνέχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά ως Εθνικοσοσιαλιστής και φυσικά να αποτελεί στόχο των υπηρεσιών ασφαλείας του δημοκρατικού καθεστώτος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ανατολική Γερμανία - η αντισιωνιστική φράξια μερίδας αξιωματικών εντός του «Λαϊκού Στρατού» είχε επαφές και συνεργασία με εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες - προσκαλεί επισήμως τον Όττο Στράσσερ για να αναλάβει πολιτικό ρόλο στην διακυβέρνηση αλλά η πρόταση δεν έγινε δεκτή αφού αρνείτο να υποταχθεί τόσο στην Wall Street όσο και στο Κρεμλίνο. 

Τον Οκτώβριο του 1958 οργάνωσε το συνέδριο της Χαϊδελβέργης μια σύνοδο της «Μαύρης Διεθνούς» ενάντια στον Αμερικανισμό και το ΝΑΤΟ με την συμμετοχή δεκάδων βετεράνων πολεμιστών και στρατηγών των Waffen - SS οι οποίοι ζούσαν και στις δυο Γερμανίες και προσδοκούσαν μια ενωμένη και ελεύθερη πατρίδα.

Οι προσπάθειες του επικεντρώθηκαν στον σχηματισμό πολιτικών κινήσεων (Sozialistische Reichspartei Deutschlands) που μέχρι σήμερα επηρεάζουν σε ιδεολογικό επίπεδο τις κινήσεις της Γερμανικής Αυτονομίας. Στο SRD ο «Τρότσκι» του Εθνικοσοσιαλισμού είχε την αμέριστη συνδρομή των κορυφαίων Εθνικοσοσιαλιστών και βετεράνων μαχητών Otto Ernst Remer, Jean Thiriart, Hans - Ulrich Rudel, Friedhelm Busse και Gerhard Krüger

Πέθανε στις 27 Αυγούστου του 1974 στο Μόναχο και θεωρήθηκε μέχρι το τέλος ένας «επικίνδυνος εξτρεμιστής» σύμφωνα με τα δημοσιεύματα από τα έντυπα των Σιωνιστών της Γερμανίας. Υπήρξε μια αιρετική πολιτική φυσιογνωμία με έντονο το στοιχείο της στράτευσης  για τον σκοπό που πίστευε, φανατικός εχθρός της συνεργασίας με την αστική δεξιά αλλά και ενάντια στο μονοπώλιο του μαρξισμού, ενώ επηρέασε βαθύτατα την σκέψη της «Τρίτης Θέσης» και τον «αριστερό εθνικοσοσιαλισμό» σε διάφορες χώρες. 

Άρθρα του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ελληνικά αυτόνομα έντυπα και ιστολόγια τα οποία προσελκύουν το ενδιαφέρον της εθνικοεπαναστατικής νεολαίας ενώ ποιοτικά βιβλία σχετικά με το πρόσωπο του έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Black Front Press και την ομάδα μελετών Vidar


''Η Ιδέα από μόνη της είναι Θεϊκής προελεύσεως , ενώ οι άνδρες που την υπηρετούν απλά οι μηχανές της, το σώμα και η σάρκα της. Ο ηγέτης είναι αυτός που πρέπει να υπηρετεί την ιδέα, και στην ιδέα και μόνο σε αυτή οφείλουμε απόλυτη πίστη. Εξάλλου και ο αρχηγός είναι άνθρωπος και ανθρώπινο το να λανθάνει''

Otto Strasser

Το παρακάτω άρθρο δεν έχει ως στόχο την δημιουργία διαμάχης ανάμεσα στους κύκλους των Ελλήνων Εθνικοσοσιαλιστών αλλά την προβολή της ιστορικής αλήθειας παρά το γεγονός ότι ο «Στρασσερισμός» είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο για τα συμφέροντα των κερδοσκόπων της φιλοσιωνιστικής άκρας δεξιάς όσο και κάποιων γνωστών προσώπων που εμφανίζονται να προωθούν εμμονικά την ιδεολογική μονολιθικότητα καθώς και την στείρα προσωπολατρεία.

   «Διαπιστώνουμε με θλίψη, εδώ και πολλούς μήνες, την εξέλιξη του NSDAP και βλέπουμε με αυξημένο φόβο ότι το κόμμα απομακρύνεται όλο και πιο συχνά, και σε σημεία όλο και πιο χαρακτηριστικά, της εθνικοσοσιαλιστικής ιδέας. Σε πολλά σημεία εξωτερικής, εσωτερικής και ιδίως οικονομικής πολιτικής, το κόμμα πήρε θέσεις όλο και πιο ασύμφωνες με τα 25 σημεία του προγράμματος της 24ης Φεβρουαρίου 1920, το οποίο είναι το μόνο νόμιμο για εμάς. Πλέον σοβαρών επιπτώσεων όμως, είναι το αίσθημα μιας αυξάνουσας αστικοποιήσεως του κόμματος. Τονίζονται τακτικά ζητήματα εις βάρος των αρχών και παρατηρείται με θλίψη ότι το κόμμα ανέπτυξε έναν ανθρώπινο μηχανισμό που συγχέει τα συμφέροντα του κινήματος με τα δικά του συμφέροντα και που δεν υπολογίζει πλέον την ανάγκη της ιδέας. 

Είχαμε αντιληφθεί και συνεχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τον εθνικοσοσιαλισμό ως ένα κίνημα σαφώς αντιιμπεριαλιστικό. Ο εθνικισμός του περιορίζεται στην διαφύλαξη και στην εξασφάλιση του βίου και της αναπτύξεως του γερμανικού έθνους, χωρίς καμιά θέληση κυριαρχίας επί άλλων λαών και άλλων χωρών. Για εμάς, η άρνηση ενός παρεμβατικού πολέμου κατά της Ρωσίας, που προωθείται από τον διεθνή καπιταλισμό είναι φυσική τοποθέτηση. Η άρνηση αυτή μας επιβάλλεται από την ιδέα και από τις απαιτήσεις που πηγάζουν από μια γερμανική εξωτερική πολιτική. 

Για τον λόγο αυτό, οι συχνές τοποθετήσεις του κόμματος υπέρ ενός τέτοιου παρεμβατικού πολέμου μας φαίνονται αντίθετες με την ιδέα και τις απαιτήσεις της εξωτερικής γερμανικής πολιτικής. Ο αγώνας του λαού των Ινδιών για την ελευθερία του κατά της αγγλικής καταπίεσης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης επιβάλλεται, και πρώτα από όλα διότι οποιαδήποτε εξασθένιση δυνάμεως που υπέγραψε την συνθήκη των Βερσαλλιών εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας πολιτικής γερμανικής απελευθέρωσης.

             Κατά δεύτερο λόγο, υποστηρίζουμε τον αγώνα των καταδυναστευόμενων λαών κατά των σφετεριστών και των εκμεταλλευτών, διότι η ιδέα μας του εθνικισμού υπονοεί ότι το δικαίωμα στην ανάπτυξη της ταυτότητας των λαών που απαιτούμε για τον εαυτό μας, πρέπει να εφαρμοσθεί επίσης στους άλλους λαούς και στα άλλα έθνη. Πράγματι, αγνοούμε την φιλελεύθερη έννοια των «ευεργετικών αποτελεσμάτων του πολιτισμού». Για τον λόγο αυτό εκτιμούμε ότι είναι αντίθετη με τα πραγματικά συμφέροντα της Γερμανίας και τις βασικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού η υποστήριξη που δίνεται από το κόμμα στον βρετανικό ιμπεριαλισμό κατά του απελευθερωτικού κινήματος των Ινδιών. 
     
Θεωρούμε πως ο εθνικοσοσιαλισμός, εκ της φύσεως του, είναι ένα κίνημα μεγαλογερμανικό που ο στόχος του για το κράτος είναι η δημιουργία μιας μεγάλης Γερμανίας του γερμανικού λαού, με την καταδίκη των κρατιδίων που είδαν το φως χάριν δυναστικών, θρησκευτικών ή αυθαίρετων - με την επέμβαση του Ναπολέοντος - συμφερόντων και που απαγορεύουν οποιαδήποτε ένωση των εθνικών δυνάμεων, απαραιτήτων για την απελευθέρωση της Γερμανίας και την ισχυροποίηση της. 

Για τον λόγο αυτό, οι συχνές τοποθετήσεις του κόμματος υπέρ του συστήματος των αυτόνομων κρατιδίων, των οποίων η διατήρηση και η ισχυροποίηση θεωρούνται δήθεν υποχρέωση του εθνικοσοσιαλισμού, μας φαίνονται αντίθετες με τα συμφέροντα του κράτους και την ιδέα μιας ένωσης της Μεγάλης Γερμανίας. Για εμάς, ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε και παραμένει ένα ρεπουμπλικανικό κίνημα στο οποίο δεν έχουν θέση η κληρονομική μοναρχία ούτε προνόμια που βασίζονται σε άλλες αξίες εκτός της προσήλωσης προς το έθνος. 

     Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι επαναστατικός και πρέπει να βάλει τέλος στην αρχή μιας αθέμιτης εξουσίας και μιας τελείως τυπικής δημοκρατίας προς χάρη μιας οργανικής δημοκρατίας γερμανικού τύπου και σωματειακού. Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι ιδίως για εμάς το αντίθετο του διεθνούς καπιταλισμού. Θέλει να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό που προδόθηκε από τον μαρξισμό. Ο φιλελευθερισμός που είναι παρών και στις δυο περιπτώσεις του καπιταλισμού και του πολιτιστικού μαρξισμού είναι ο εχθρός μας. Αισθανόμαστε ότι τα καθαρά μαρξιστικά συνθήματα που χρησιμοποιούνται τελευταία από τους ηγέτες του κόμματος είναι η μισή αλήθεια που υπονοούν μια συμπάθεια για την αστική τάξη, η οποία χρησιμοποιεί τα ίδια συνθήματα για να υπερασπίσει τα καπιταλιστικά της συμφέροντα. 
       
Εμείς ποτέ δεν είχαμε την παραμικρή σχέση με αυτά τα συμφέροντα. Η γνώμη μας είναι ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, ως επαναστατική ιδεολογία πρέπει βασικά να απορρίψει οποιαδήποτε πολιτική συμβιβασμού και συμμαχίας, διότι αυτή βοηθάει στην διαιώνιση του συστήματος εθνικής υποταγής και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Οι ηγέτες των SA και ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό στελεχών του κινήματος έχουν δεχτεί μια στάση και έναν τρόπο ζωής αντίθετο με τις υποχρεώσεις ενός επαναστατικού κινήματος και μιας απλής αξιοπρέπειας.

Εάν δεν είχαμε εκφραστεί μέχρι στιγμής, αυτό είναι επειδή η ηγεσία του κόμματος πολύ συχνά δεν αποκήρυττε ανοιχτά τα 25 σημεία και επειδή είχαμε την ελπίδα ότι το επαναστατικό πνεύμα που επιβιώνει στην μάζα των SA και ιδίως στην νεολαία του κόμματος θα επιβαλλόταν κατά της αστικοποιήσεως των μανδαρίνων του κόμματος»

Otto Strasser 

National Sozialist

φύλλο 110

4η Ιουλίου 1930

Στο πνεύμα των SA: Προς έναν Επαναστατικό Εθνικό Σοσιαλισμό!

Εισαγωγικό σημείωμα του Πάνου Ευθυμίου:

Ο Εθνικοσοσιαλισμός είτε θα είναι επαναστατικός είτε δεν θα υπάρξει.

87 χρόνια συμπληρώνονται από μια στιγμή που έκρινε την ιστορία της επανάστασης. Για την ακρίβεια, η 30η Ιουνίου 1934, σήμαινε το τέλος της επαναστατικής εθνικοσοσιαλιστικής διαδικασίας, την ήττα της. Μια πορεία αντεπαναστατική που είχε αρχίσει χρόνια πριν από την ηγεσία του NSDAP, με μπροστάρη τον Αδόλφο Χίτλερ. Το κείμενο της 19ης Ιουλίου 2017 από το blog των Ολλανδών Εθνικοεπαναστατών που ακολουθεί είναι μια σύνοψη του επαναστατικού ρόλου των SA, και το πώς οδηγήθηκαν στην εσωκομματική τραγωδία.

Τόσα χρόνια μετά γιατί επιμένουμε εμείς οι Eθνικοεπαναστάτες (NR) και υποστηρικτές της «Τρίτης Θέσης» σε «καταστάσεις του παρελθόντος», μπορεί να αναρωτηθεί ο καλοπροαίρετος ή o κακοπροαίρετος συναγωνιστής. Πέρα από το γεγονός ότι  από το παρελθόν αντλούμε  συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον, πέρα από το ότι αποτελεί κομβικό σταυροδρόμι στην υπόθεση της Ιδέας μας, υπάρχει και κάτι ακόμη. 

Οι Eθνικοεπαναστάτες φωτίζουν αυτή την μαύρη μέρα και δηλώνουν την παρουσία τους στο Αύριο. Δεν ξεχνάμε και εμπνεόμαστε από τον αγώνα των πραγματικών Εθνικοσοσιαλιστών των SA, των αδερφών Στράσσερ και άλλων.  Είναι προφανές ότι αυτή την φορά δεν σκοπεύουμε να γίνουμε πιόνια κανενός «αλάθητου αρχηγού», ή να επιτρέψουμε στην αντίδραση να σφετεριστεί τις Ιδέες μας ή να χρησιμοποιήσει τον αγώνα μας για πολιτικάντικα παιχνίδια, νόμιμης κατάκτησης της εξουσίας και συμβιβασμών με την αστική τάξη.

Αυτός είναι απλά ένας ελάχιστος φόρος Τιμής για την Θυσία και τον Αγώνα των Εθνικοεπαναστατών, και αυτός ο αγώνας συνεχίζεται και θα συνεχίζεται.

Για Εθνική Ανεξαρτησία και Σοσιαλισμό. 

Παλαιότερος σύνδεσμος: Η εξέγερση των Ταγμάτων Εφόδου (Sturmabteilung - S.A.) του Βερολίνου και η εσωκομματική διαπάλη στο NSDAP: Κοινωνικό υπόβαθρο και πολιτικές σημαντικές.

Μετάφραση για τον «Μαύρο Κρίνο»: Πάνος Ευθυμίου

Ο Εθνικός Σοσιαλισμός, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύεται συνήθως, δεν ήταν ποτέ ένα κίνημα της δεξιάς. Αγωνίστηκε για έναν ειλικρινή και αυθεντικό γερμανικό σοσιαλισμό. Παραδοσιακά, η αριστερά στη Γερμανία δεν επιδίωξε ποτέ τα συμφέροντα του γερμανικού λαού. Με την ήττα της γερμανικής αυτοκρατορίας το 1918, αυτό έγινε και πάλι εμφανές. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εξέθεσε την ευάλωτη θέση του έθνους ως «Mittellage» μεταξύ του Γάλλου εχθρού του αφενός και της Ρωσικής αυτοκρατορίας αφετέρου. Από την Δύση, η αγγλοσαξονική φιλελεύθερη δημοκρατία προσπάθησε να ενσωματώσει τη Γερμανία, με τη μορφή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στη φιλελεύθερη δημοκρατική παγκόσμια τάξη τους. Ταυτόχρονα από την Ανατολή, η Γερμανία απειλήθηκε από την κομμουνιστική παγκόσμια επανάσταση της Μόσχας. Η Ανατολή απέκτησε επιρροή μέσω της παρουσίας ενός ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος, του KPD, το οποίο λειτούργησε ως ένας υποσχόμενος υποτελής για τη Μόσχα.


Strasser και Goebbels στο Βερολίνο - 1926

Ο Εθνικός Σοσιαλισμός γεννήθηκε σε αυτό το πολιτικό κλίμα το 1920, ως μια προσπάθεια δημιουργίας ενός αυθεντικού γερμανικού σοσιαλισμού. Όπως υποδηλώνει ήδη το όνομα Εθνικός Σοσιαλισμός, αυτό το κίνημα είχε μια διπλή συμπληρωματική ταυτότητα. Την ενοποίηση του ιδανικού του εθνικισμού και του σοσιαλισμού. Ωστόσο, στην πολιτική πρακτική αυτό φαινόταν να είναι μάλλον αμφιλεγόμενο, επειδή ένα πεπεισμένο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να επικεντρωθεί στην εργατική τάξη και να δημιουργήσει συμμαχίες με τα εργατικά κινήματα. Από την άλλη πλευρά, ένα πρωταρχικό εθνικιστικό κόμμα αναμένεται να απευθυνθεί στο λαό ως σύνολο, σφυρηλατώντας συμμαχίες με πολιτικούς και κοινωνικούς σχηματισμούς της δεξιάς. Μια συγκεκριμένη «σχιζοφρένεια» πηγάζει από αυτό, η οποία οδήγησε σε εντάσεις στο κίνημα.

Βορράς - Δύση  εναντίον Νότου

Ως ισχυρός άνθρωπος του κινήματος, ήταν ο Χίτλερ που καθορίζει την πορεία του NSDAP. Από την αρχή, προσπάθησε να πάρει μια ουδέτερη κεντρική θέση αναγνωρίζοντας τον σοσιαλισμό του κόμματος, αλλά αρνούμενος τον προλεταριακό ταξικό χαρακτήρα του. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποφευχθεί η συσσώρευση τακτικών εντάσεων μεταξύ των εθνικών και των κοινωνικών στρατοπέδων. Ειδικά η περίοδος μεταξύ του αποτυχημένου εθνικού σοσιαλιστικού πραξικοπήματος του 1923 και της ανάληψης της εξουσίας το 1933, το κίνημα ήταν μια βίαιων αρχών σκηνή συγκρούσεων σχετικά με την πορεία του κόμματος. Σε πολλές περιπτώσεις, η πολιτοφυλακή, τα Τάγματα Εφόδου (SA), ήταν στη μέση αυτών των συγκρούσεων. Εκτός από αυτό, υπήρχε ένα πολιτιστικό χάσμα που εξαπλώθηκε κατευθείαν στο κόμμα. Αυτό το χάσμα αποκαλύφθηκε το 1925 ως αντίφαση μεταξύ του παλαιού νότιου σημείου βαρύτητας του NSDAP και της ηγεσίας του κινήματος στη βιομηχανική Δύση και Βόρεια της Γερμανίας.

Μέσα στο κίνημα της Δύσης και της Βόρειας Γερμανίας, ο Joseph Goebbels και οι αδελφοί Strasser αποδείχθηκαν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του Μονάχου. Ήταν ο Gregor Strasser που ανέπτυξε μια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση, η οποία επινοήθηκε ως μια επαναστατική προσαρμογή του προγράμματος του NSDAP. Από την αρχή της καριέρας του, έχει ήδη αποδειχθεί ειλικρινής αντί - καπιταλιστής. Κατάλαβε πολύ καλά ότι η βιομηχανική Βόρεια Γερμανία απαιτεί διαφορετική προσέγγιση από την αγροτική και παραδοσιακή Νότια. Υποστηρίχθηκε σε αυτό από τον νεαρό Joseph Goebbels, ο οποίος δήλωσε ότι ο γερμανικός εθνικισμός έπρεπε να εξελιχθεί σε γερμανικό σοσιαλισμό - και υποτίθεται ότι ήταν ένας ριζοσπαστικός σοσιαλισμός. Αναζήτησε ανοιχτά συμμαχίες με τους Εθνικομπολσεβίκους και ήταν αρκετά θετικός για τους κομμουνιστές, των οποίων το μεγαλύτερο λάθος σύμφωνα με αυτόν ήταν η σύνδεσή τους με τη Μόσχα. Αυτή η διαμάχη πήρε μια πολιτική κατηγορία όταν ο Strasser και ο Goebbels παρουσίασαν ανοιχτά το επαναστατικό τους πρόγραμμα. Ωστόσο, υπό την έντονη πίεση από τον Χίτλερ και την ηγεσία του κόμματος στο Μόναχο, ο Στράσσερ υπέκυψε και απέσυρε τα αντίγραφα του προγράμματος του. Στη συνέχεια, η ιδεολογική συζήτηση στην ηγεσία του κόμματος σίγησε.

Sturmabteilung

Για τα SA δεν συνέβαινε αυτό. Ο εθνικός σοσιαλισμός προήλθε από την εξέγερση των στρατιωτών που ακολούθησε την ήττα της γερμανικής αυτοκρατορίας. Πολλά μέλη του κόμματος ήταν βετεράνοι από τα πολλά Freikorps και άλλους παραστρατιωτικούς οργανισμούς στη χώρα, οι οποίοι σε αυτήν την αβέβαιη εποχή υποστήριξαν τη δική τους τάξη. Κατά μία έννοια συνέχισαν απλώς τον πόλεμο, ενθουσιασμένοι από μια βαθιά επιθυμία για κοινότητα, συντροφικότητα και ισότητα. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης για μια ανανεωμένη πίστη στην εθνική αιτία και μια πιο ισότιμη κοινωνία - έναν μαχητικό εθνικισμό που συνδέεται με έναν ριζοσπαστικό σοσιαλισμό. Με τα SA, το NSDAP δημιούργησε την επαναστατική πρωτοπορία του, δηλαδή για να ενσαρκώσει αυτό που σήμαινε το κίνημα: μια επαναστατική ομάδα μάχης, με άνευ όρων πίστη στον Φύρερ.


Άνδρες των SA πάνω σε φορτηγό με σύνθημα: "Να είστε Σοσιαλιστές στην πράξη"

Αν και τα SA ήταν επίσημα εξαρτημένα από την ηγεσία του κόμματος, οι τάσεις για ανεξαρτησία προέκυψαν σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό ξεκίνησε από το προλεταριακό προφίλ των SA, των οποίων οι μαχητές είχαν την τάση να κάνουν πιο επαναστατικές και ριζοσπαστικές ενέργειες. Σε πολλές περιπτώσεις η πολιτοφυλακή ανέπτυξε τις δικές της ιδεολογικές προτιμήσεις. Όταν ο Χίτλερ (το 1923 μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα) καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ο  Röhm άφησε τα SA να μετασχηματιστούν σε μια νέα ομάδα μάχης. Όταν ο Χίτλερ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και προσπάθησε να διεκδικήσει την ανώτατη αρχή, ο  Röhm ήταν πρόβλημα. Μόνο στα τέλη του 1926 ο Χίτλερ κατάφερε να αντικαταστήσει τον Röhm με έναν πιο «συμμορφούμενο» διοικητή. Ωστόσο, αυτό δεν έλυσε τις εντάσεις μεταξύ του κόμματος και της πολιτοφυλακής.

Το επαναστατικό προφίλ των SA ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια από μια σταθερή εισροή εργαζομένων. Τα SA παρουσιάστηκαν ως η πρωτοπορία του προλεταριάτου και ως εκ τούτου γνώριζαν μια τεράστια εισροή νέων μελών. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης που ξεκίνησε το 1929, τα μέλη αυξήθηκαν από 10.000 σε 300.000 σε λιγότερο από τρία χρόνια. Υπήρξε επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των μελών αυτής της πολιτοφυλακής λόγω της τεράστιας εκλογικής νίκης κατά τις εκλογές του Ράιχσταγκ. Αυτή η εκλογική νίκη οδήγησε την κομματική ηγεσία να αγκαλιάσει ανοιχτά έναν νόμιμο τρόπο προς την εξουσία και την πολιτική συναίνεσης. Αυτό ήταν σε αντίθεση με τα SA που ευνοούσαν την επανάσταση, λόγω του ταξικού χαρακτήρα, της ιδιοσυγκρασίας και της ιδεολογίας τους.

Όταν το 1930 η έδρα του κόμματος στο Μόναχο εγκαταστάθηκε σε ένα εξαιρετικά αριστοκρατικό και ακριβό κτίριο, τα SA ζήτησαν τη βελτίωση της οικονομικής τους θέσης. Ο μέσος άντρας των SA είχε πολύ κακό μισθό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να κάνει το «βρώμικο έργο» για την ηγεσία του κόμματος. Όταν αυτό το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, τα SA εισέβαλαν στην έδρα του κόμματος στο Βερολίνο και προκάλεσαν μεγάλες ζημιές εκεί. Κατά συνέπεια, ο Röhm διορίστηκε εκ νέου για τον περιορισμό των SA, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Walther Stennes, διοικητής των SA στο Βερολίνο, διατήρησε τη θέση του ότι η νόμιμη πορεία του Χίτλερ ισοδυναμούσε με προδοσία για το επαναστατικό πνεύμα του εθνικού σοσιαλισμού. Μια φήμη ότι ο Walther Stennes είχε απολυθεί, ήταν αρκετός για να εξαπολυθεί μια εξέγερση των  SA σε ολόκληρη τη Βόρεια και Δυτική Γερμανία. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέγερσης όλο και περισσότεροι άντρες των SA έβλεπαν το Κομμουνιστικό KPD ως παράδειγμα ενός πραγματικού εργατικού κόμματος. Αν και αυτή η εξέγερση είχε απειλητικές μορφές, η ηγεσία του κόμματος ήταν σε θέση να καθησυχάσει τις διαθέσεις. Ωστόσο, το 1931 ξέσπασε και πάλι μια σύγκρουση, στην οποία ο Stennes κατέλαβε βίαια τα τυπογραφεία και τα γραφεία της «Der Angriff» στο Βερολίνο. Τα SS αναπτύχθηκαν για να βγάλουν τους καταληψίες από αυτά τα γραφεία. Επίσης αξιοσημείωτες ήταν οι καλές σχέσεις μεταξύ των SA και του Kampfgemeinschaft Revolutionärer Nationalsozialisten (Μαύρο Μέτωπο) του Otto Strasser, ο οποίος έφυγε από το κόμμα με περίπου 100 δυσαρεστημένα μέλη με το σύνθημα: «Οι Σοσιαλιστές εγκαταλείπουν το κόμμα»!

Η προδοσία του 1934

Ενώ ο Χίτλερ και η ηγεσία του κόμματος υπερασπίστηκαν την επιλογή τους για τη νόμιμη κατάκτηση της εξουσίας και αυτοπροσδιορίστηκαν ως μετριοπαθείς εκπρόσωποι του κινήματος τους, η ριζοσπαστική προλεταριακή υποστήριξη των SA ήταν έτοιμη να ωθήσει την επανάσταση ανατρέποντας τον καπιταλισμό. Το 1933 πραγματοποιήθηκε η μεταφορά εξουσίας από τον Paul von Hindenburg στον Χίτλερ. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων είχαν αγκαλιάσει την επιλογή του Χίτλερ και μάλιστα κατάφεραν να πάρουν θέση στο νέο υπουργικό συμβούλιο.


Walther Stennes διοικητής των SA στο Βερολίνο

Αυτό το πολιτικό λόμπι πίσω από κλειστές πόρτες και η συνεργασία με τους καπιταλιστές ήταν ένα αγκάθι στα μάτια των SA. Τα SA άρχισαν να ασχολούνται με τους πολιτικούς εχθρούς τους, τα μισητά αφεντικά και τους γραφειοκράτες, στους δρόμους. Οι τράπεζες και οι εταιρείες έγιναν στόχοι επίθεσης και το χρηματιστήριο στη Φρανκφούρτη καταλήφθηκε από μια μονάδα των SA που ζήτησε την παραίτηση ολόκληρης της διοίκησης. Η πολιτοφυλακή ήθελε να ωθήσει την επανάσταση , αλλά ο Χίτλερ δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος από αυτές τις ενέργειες. Κατά τη διάρκεια μιας μαζικής εκδήλωσης των SA τον Απρίλιο, ευχαρίστησε την πολιτοφυλακή στο όνομα του λαού και του έθνους. Ωστόσο, για τον έμπειρο ακροατή θα μπορούσε να ακουστεί ως ένας αποχαιρετισμός.

Οι εντάσεις μεταξύ του Χίτλερ και των SA αυξάνονται ακόμη περισσότερο λόγω των φιλοδοξιών του Röhm να καθορίσει τα SA ως το νέο εθνικό στρατό της γερμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό έκανε την Reichswehr να απειλείται και άρχισαν να ασκούν πίεση στον Χίτλερ. Σύντομα κυκλοφόρησαν ανεπιβεβαίωτες φήμες ότι τα SA είχαν σχέδια για ένα πραξικόπημα, για να απαλλαγούν από την Reichswehr. Το βράδυ της 30ης Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου οι ηγέτες των SS, Heinrich Himmler και Reinhard Heydrich, άδραξαν την ευκαιρία να καρατομήσουν τα SA, καταστρέφοντας έτσι τις επαναστατικές τους προσδοκίες. Σε αυτή τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», 89 ηγέτες των SA μετά από μια ενέδρα μονάδων των SS εκτελέστηκαν. 

Αμέσως μετά την διάλυση και την συρρίκνωση των SA,  η τελευταία αυτόνομη και επαναστατική δύναμη στο εθνικό σοσιαλιστικό κίνημα είχε εξαφανιστεί.



- Διαδικτυακή αρχειοθέτηση -

Οι αναρτήσεις δεν είναι απαραίτητο να εκπροσωπούν το σύνολο της συντακτικής ομάδας. Για να επικοινωνήσετε με την συντακτική ομάδα στο blackmilitiagr@gmail.com

Otto Strasser «Νέα Ευρώπη» Μέρος πρώτο - Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία (του Kerry Bolton)

 

''Η Ιδέα από μόνη της είναι Θεϊκής προελεύσεως , ενώ οι άνδρες πού την υπηρετούν απλά οι μηχανές της, το σώμα και η σάρκα της. Ο ηγέτης είναι αυτός που πρέπει να υπηρετεί την ιδέα, και στην ιδέα και μόνο σε αυτή οφείλουμε απόλυτη πίστη. Εξάλλου και ο αρχηγός είναι άνθρωπος και ανθρώπινο το να λανθάνει''

Otto Strasser

Εισαγωγικό σημείωμα

Όσοι μελετούν με αντικειμενικότητα την ιστορία του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος δεν μπορούν να αγνοήσουν τον καίριο ρόλο και την ποιοτική συμβολή των αδερφών Otto και Gregor Strasser. Για τον Gregor Strasser που ήταν ο οργανωτικός νους του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ο άνθρωπος που άλωσε τον μαρξιστικό βορρά της Γερμανίας, μπορείτε να διαβάσετε ενδιαφέροντα άρθρα εδώ και εδώ - τα οποία δεν τόλμησε κανείς να αντικρούσει με επιχειρήματα - και για τον Otto Strasser που ήταν η φωνή της λογικής σε πολλά ζητήματα και ο διανοητής που τόνισε κυρίως την έννοια του Σοσιαλισμού στον όρο Εθνικός Σοσιαλισμός, ένα ιστορικό άρθρο εδώ από το εξαιρετικό ιστορικό ιστολόγιο του αείμνηστου συναγωνιστή Θεόδωρου Μανιάτη ο οποίος «έφυγε» τέτοιες ημέρες το 2019 και υπήρξε φίλος και υποστηρικτής της συντακτικής μας ομάδας. 

Πέρα από κάποια ποιοτικά άρθρα σε ιδεολογικά περιοδικά και σε διαδικτυακές πηγές τα οποία μπορεί κάποιος να βρει με μια απλή έρευνα και αναζήτηση, στην διάθεση του «χώρου» εκτός της έκδοσης της ομάδας μελετών Vidar για τον Otto Strasser - εδώδεν υπάρχει κάτι άλλο σε μια ολοκληρωμένη έντυπη μορφή. Σύμφωνα με πληροφορίες αναμένονται σύντομα κάποιες ενδιαφέρουσες ποιοτικές προσπάθειες που θα εμπλουτίσουν την βιβλιοθήκη αυτών που αναζητούν τις απόψεις και θέσεις των «τροτσκιστών» του Εθνικοσοσιαλισμού. 

Και τα δυο αδέρφια υπήρξαν θρησκευόμενοι πατριώτες και βετεράνοι πολεμιστές με ριζοσπαστικές ιδέες που βρήκαν σημαντική απήχηση και γοήτευσαν πολλούς αλλά και έκαναν άλλους να τους εναντιωθούν, αν και μια από τις τελευταίες δηλώσεις του Γκαίμπελς - ο οποίος υπήρξε για σημαντικό διάστημα υπέρμαχος της αντικαπιταλιστικής τάσης στο κόμμα και γραμματέας των Strasser - τους δικαίωσε στην πορεία της ιστορίας προς φρίκη αυτών που προσπαθούν να πλαστογραφήσουν την ιστορία του επαναστατικού κινήματος. Η σκέψη τους όχι μόνο ενίσχυσε τον σύγχρονο «Εθνικό Αυτονομισμό» αλλά επηρέασε ακόμη και τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, οι οποίοι ανακάλυψαν σημαντικά στοιχεία προς υπεράσπιση της δικής τους θέσης και προσπάθησαν να αντιγράψουν το πρόγραμμα τους. 

Το όραμα των πρωτοπόρων της «αριστερής» εργατικής τάσης για την αναγέννηση της Ευρώπης και η εναντίωση στον Αμερικανισμό και τον Καπιταλισμό, υπήρξε η βάση για την δημιουργία της «Τρίτης Θέσης» η οποία μεταπολεμικά επηρέασε σημαντικά κινήματα και ομάδες αντίστασης. Το τελευταίο διάστημα γράφτηκαν στο διαδίκτυο πολλές αντικρουόμενες πληροφορίες για τα δυο αυτά πρόσωπα αλλά λίγες είχαν να κάνουν σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. 

Το παρακάτω άρθρο που έχει να κάνει με την γεωπολιτική της Ευρώπης είναι απόσπασμα από βιβλίο του Νεοζηλανδού διανοητή και ακτιβιστή Kerry Bolton, μια μετάφραση του συναγωνιστή Πάνου Ευθυμίου τον οποίο και ευχαριστούμε για τον χρόνο του. 

Μια ακόμη αναλυτική απάντηση τόσο στα δεκανίκια της φιλοσιωνιστικής πατριδοκάπηλης ακροδεξιάς που «θυμήθηκαν» ξαφνικά τον «Στρασσερισμό» (...) για να τον χρησιμοποιήσουν ως μια «απάντηση» σε μια ανούσια διαμάχη που έχουν ανοίξει με την «ορθόδοξη» εθνικοσοσιαλιστική έκφραση, αλλά και προς όλους αυτούς τους συναγωνιστές (εντός και εκτός εισαγωγικών) που αναπαράγουν πολλές φορές - είτε από άγνοια τους είτε επειδή ακολουθούν οδηγίες - την καθεστωτική προπαγάνδα για να υπερασπιστούν στο τέλος - προς όφελος ποιων ; - την μονολιθικότητα και την στείρα προσωπολατρεία καθώς και τα τραγικά λάθη του ιστορικού κινήματος που οδηγούν νομοτελειακά στην πολιτική αυτοχειρία. 

Είναι όμως σημαντική αυτή η ανάρτηση για έναν ακόμη λόγο. Επειδή ο αρθρογράφος έχει το θάρρος να ασκήσει αυστηρή κριτική και στον Otto Strasser χωρίς να φοβάται τις αντιδράσεις ή τα σχόλια των «αριστερών» Εθνικοσοσιαλιστών & Εθνικοεπαναστατών, γεγονός που επιβεβαιώνει τον κανόνα: Η «Τρίτη Θέση» υπερασπίζεται την διαλεκτική άνευ όρων και αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ενισχύεται και στην χώρα μας σε όλα τα επίπεδα παρά την λυσσαλέα αντίδραση της ακροδεξιάς και των υποτακτικών της.

Otto Strasser «Νέα Ευρώπη» Μέρος πρώτο - Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία (του Kerry Bolton)

Μετάφραση: Πάνος Ευθυμίου

Ο Otto Strasser, παρά την αφοσίωση του ως «πρωτοπαλίκαρο» στην κληρονομιά της Γερμανίας του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν μιλιταριστής ή ιμπεριαλιστής. Ο “Γερμανικός Σοσιαλισμός” του απείχε από οποιαδήποτε έννοια του “Lebensraum” (ζωτικού χώρου). Όντας πιο μακριά από τον Χιτλερισμό, ο Εθνικός Σοσιαλισμός του Otto δεν ενέκρινε τη βιολογική και ιεραρχική άποψη της φυλής ως το θεμέλιο της ιδεολογίας του, όπως θα συζητηθεί αργότερα. Το ιδανικό του ήταν η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, διατηρώντας ταυτόχρονα και ενισχύοντας τα αρχαία έθνη και τις εθνότητες της Ευρώπης.

Ένα πλήρες πρόγραμμα για την αναδιοργάνωση της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της Γερμανίας με την Ευρώπη στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας και ενός κοινού ευρωπαϊκού αποικιακού έργου, διατυπώθηκε στο βιβλίο του Otto Strasser, “Germany Tomorrow” που δημοσιεύθηκε το 1940, το οποίο και ενσωματώθηκε ως το τρίτο μέρος του βιβλίου του Strasser του 1931 στο Μανιφέστο, “The Structure of German Socialism”. Ο Reed σχολίασε ότι το “Germany Tomorrow” απευθύνεται όχι μόνο στους Γερμανούς, αλλά και σε όλους τους «καλούς» Ευρωπαίους.

Ο Στράσσερ σε σχέση με αυτό έγραψε ότι το βιβλίο του προοριζόταν να παράσχει τα θεμέλια για μια τέτοια δοκιμαστική περίοδο, γράφτηκε από κάποιον που είναι πεπεισμένος ότι η Γερμανική εθνική ασφάλεια και η Ευρωπαϊκή συνεργασία, ενώ είναι αντικρουόμενες, τείνουν να ευνοούν η μια την άλλη. Η ευρωπαϊκή συνεργασία, ήταν στην τριάδα των βασικών διατάξεων του «Μαύρου Μετώπου», μαζί με την εθνική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Το “The Aims and Methods of the Black Front”, μια πολύ σύντομη περίληψη, παρουσιάζεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος μιας μελλοντικής Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής όπου κάθε είδος ιμπεριαλισμού θα απορριφθεί και μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα είναι η βάση της εθνικής ελευθερίας και της λαϊκής ανάπτυξης όλων των εθνών και των μειονοτήτων.

Οι τρεις κατηγορίες που αναφέρθηκαν νωρίτερα υπηρέτησαν ως θεμέλια και προϋποθέσεις την Αναγέννηση της Δύσης. Ως εκ τούτου, η σύλληψη του δεν ήταν μόνο πέρα από τη Γερμανία, αλλά και πέρα από την Ευρώπη, υπονοώντας την ολότητα της Δύσης, ως πνευματική - πολιτιστική ταυτότητα.

Ήδη από το 1936 ο Otto είχε γράψει για την αναγέννηση του Δυτικού Πολιτισμού ως τον λόγο της ύπαρξης του:

«Είναι όλο και πιο εμφανές ότι η ομοσπονδία των λαών της Ευρώπης είναι η ζωτική προϋπόθεση για την πνευματική ανάκαμψη των ευρωπαϊκών εθνών και για τη διατήρηση του πολιτισμού και του πολιτισμού της Δύσης. Αυτό και τίποτα άλλο δεν είναι το νόημα και το περιεχόμενο της Γερμανικής Επανάστασης: Η ανάσταση της Δύσης!»

Αυτή η νέα Ευρώπη θα ήταν μια λίγκα ελεύθερων εθνών. Ο Στράσσερ το είδε αυτό ως αποκορύφωμα ενός μακροχρόνιου ονείρου μεταξύ των Ευρωπαίων διανοούμενων. Πράγματι, η έννοια της Ευρώπης είναι μια λαχτάρα με μακρύ γενεαλογικό δέντρο. Περιγράφοντας τη Μάχη του Πουατιέ εναντίον των Αράβων το 732 μΧ, το Χρονικό του Ισιδώρου της Ισπανίας αναφέρεται στους χριστιανικούς στρατούς του Τσαρλς Μαρτέλ ως “Οι Ευρωπαίοι”. Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου (768 - 814 μΧ) ονομάζεται “Ευρώπη” από τους σύγχρονους χρονογράφους. Το 755, ο ιερέας Cathwulf επαίνεσε τον Καρλομάγνο που αποφάνθηκε για τη δόξα της αυτοκρατορίας της Ευρώπης - “Rex, Pater Europae”. Το “Βασίλειο του Καρόλου” ονομάστηκε “Europa” στα Annals of Fulda.

Ενώ ο Strasser θρηνεί τους “χείμαρρους του αίματος” που έχουν χυθεί για την επίτευξη της ευρωπαϊκής ενότητας, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ώθηση προήλθε από την επιθυμία ενός έθνους ή ενός κυβερνήτη να ηγηθεί, παρά στην πίστη για μια ίση θέση ως μέλη μιας οικογένειας, ως εθελοντικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Ωστόσο, παραπέμποντας ενθαρρυντικά στις αξιοθαύμαστες προσπάθειες αξιοσημείωτων προσώπων, δηλώνοντας ότι οι Aristide Briand και Count Coudenhove - Kalergi πρέπει να αναφερθούν ιδιαιτέρως.

Ο Strasser κάνει λάθος. Και τα δύο αυτά άτομα αντιπροσωπεύουν μια αντίληψη της Ευρώπης πιο καταστροφική - επειδή χτυπούν στην ίδια την ψυχή της Ευρώπης - ακόμη και από εκείνους που έπνιξαν την Ευρώπη στο αίμα. Ο Briand και ο Kalergi υποστήριξαν μια αντι-Ευρώπη, τις ρίζες της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συλλήφθηκε στα Lodges of Masonry, βασισμένα στον κοσμικό - ανθρωπισμό, τον οικουμενισμό και τον κανόνα του εμπορίου, και ωθούμενοι από τα Αμερικανικά συμφέροντα - τόσο μασονικά όσο και πλουτοκρατικά - σύμφωνα με την «Ευρώπη» των πλάνων τους.

Το αφελές του Στράσσερ, η Ευρωπαϊκή Ένωση του σήμερα, με τη μασονική και εμπορική του προέλευση, δεν είναι η Νέα Ευρώπη που οραματίστηκε. Οι δύο Ευρώπες είναι αντιθετικές και στην καλύτερη περίπτωση το παρόν καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί μια μετάβαση, με μια διαλεκτική έννοια, από την οποία θα μπορούσε η Νέα Ευρώπη να αναγεννηθεί. Ένας σημερινός με επίδραση στοχαστής της Ευρωπαϊκής Νέας Δεξιάς επισημαίνει δυναμικά ότι η παρούσα Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ποταπό έργο/σχέδιο, ένας μπάσταρδος, στερείται ταυτότητας.

Europe and the United States (Ευρώπη ΗΠΑ)

Παρόλα αυτά, ο Στράσσερ, ενστικτωδώς ή διαισθητικά, πρότεινε μια Ευρώπη που είναι αντιφατική στην έννοια που διατυπώθηκε από τα μασονικά - Αμερικανικά - εμπορικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Coundenhove - Kalergi και Briand. Απείχε από την “Πανευρώπη” υπέρ της “Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας”, βασισμένη στις προϋποθέσεις της διασύνδεσης, της ισότητας των δικαιωμάτων και του εθελοντισμού.

Έως τη δεκαετία του 1950 παρατήρησε το πλάνο των ΗΠΑ για την Ευρώπη έναντι της ΕΣΣΔ και κατηγορηματικά το απέρριψε. Γράφοντας στο περιοδικό του Mosley, ''The European'' ο Στράσσερ απέρριψε το τελεσίγραφο προς την Ευρώπη, από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ John Foster Dulles, ότι η Ευρώπη πρέπει να ενωθεί για να εξυπηρετήσει τα αμερικανικά συμφέροντα εναντίον της Ρωσίας, με την αποκάλυψη της απειλής ότι εάν δεν προχωρήσει σύμφωνα με τα αμερικανικά σχέδια τότε θα αφεθεί στις δικές της τακτικές.

Με εξαίρεση την δήλωση του Dulles στη Διάσκεψη του ΝΑΤΟ του 1953 στο Παρίσι, ο Στράσσερ θεώρησε το σχέδιο των ΗΠΑ για την Ευρώπη ως ένα σχέδιο που θα εξαλείψει τους αρχαίους λαούς της ηπείρου και θα τους μειώσει σε ένα χωνευτήρι. Εάν η Ευρώπη συμμορφωθεί, ωστόσο, τα δολάρια θα συνεχίσουν να ρέουν και η Ευρώπη θα μπορούσε ακόμη και να έχει την ευλογία των σταθμευμένων/παραταγμένων ατομικών βομβών των ΗΠΑ για να αντιμετωπίσει τη Ρωσία.

Το πρωταρχικό αίτημα ήταν για την ενοποίηση της Γαλλίας και της Γερμανίας, με τα λόγια του Dulles. Η απάντηση του Στράσσερ ήταν ότι εάν δεν υπήρχε η παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, ειδικά από τις ΗΠΑ, οι συγκρούσεις δεν θα είχαν εξαπλωθεί και ότι δεν είναι σωστό για τις ΗΠΑ να διαλέξουν την Ευρώπη για τις απαιτήσεις της ειρήνης ενώ χρησιμοποιούν τη Ρωσική απειλή ως μέσο για την επιβολή της ατζέντας τους. Για τον Στράσσερ, η απειλή του Dulles ότι η Αμερική θα παραμείνει μακριά από τις ενδο-ευρωπαϊκές υποθέσεις σε περίπτωση που η Ευρώπη αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ “προκαλεί μουσική στα αυτιά κάθε πραγματικού Ευρωπαίου”.

Η πραγματική διεξαγωγή μιας τέτοιας ευπρόσδεκτης απειλής θα έκανε περισσότερα για να ανακουφίσει την παρούσα παγκόσμια ένταση παρά την άντληση αμερικανικών ατομικών όπλων στη Δυτική Γερμανία και την αόριστη διατήρηση των αμερικανικών αεροπορικών, χερσαίων και θαλάσσιων δυνάμεων διασκορπισμένων σε όλη την Ευρώπη.

Ο Στράσσερ θεώρησε επίσης προσβολή να δηλώσει ότι η Ευρώπη χρειαζόταν αμερικανική προστασία ενάντια στη Ρωσία, όταν ο Πρόεδρος Ρούσβελτ δεν είχε και πολύ καιρό από όταν παρέδωσε την “μισή ήπειρο” στην ΕΣΣΔ και ότι η Ευρώπη ήταν πολύ ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της χωρίς τις ΗΠΑ. Ο Στράσσερ θεώρησε την αμερικανική “ψεύτικη φλυαρία'' για την διάσωση της Ευρώπης και του πολιτισμού της ως “προσβλητική να την ακούς” και ότι εάν η Ευρώπη είναι πραγματικά τόσο παρακμάζουσα τότε δεν θα την σώσει κανένα ποσό αμερικανικών χρημάτων ή όπλων: “Ένα δέντρο στραγγισμένο από την εσωτερική ζωτικότητα του δεν μπορεί να βοηθηθεί με τη στήριξη των νεκρών κλαδιών του”.

Ωστόσο, Στράσσερ πίστευε ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι γεμάτη ζωντάνια και η βάση της υγείας της είναι οι εθνικές και πολιτιστικές διαφορές της, τις οποίες θα εξαλείψει το αίτημα της Αμερικής για ένταξη. Αυτή η ποικιλομορφία δίνει σχήμα και χρώμα στην ψυχή της Ευρώπης! Θεώρησε το αίτημα της Αμερικής για ευρωπαϊκή ενότητα με τους όρους των ΗΠΑ ως μια ηλίθια δημαγωγία. Η Ευρώπη είναι αυτή που είναι λόγω της ιδιαιτερότητας των Ισπανών, των Ιταλών, των Γάλλων, των Γερμανών, των Πολωνών κ.α. πρέπει να αντισταθεί στο να γίνει μια μεγάλη μονάδα συνονθύλευμα, προς χάρη πιο αποτελεσματικής παραγωγής ή μιας πιο κερδοφόρας επιχείρησης για την Παγκόσμια Τράπεζα.

Ο Μosley δεν συμφώνησε. Σε απάντηση στον Dr. Strasser, δήλωσε ότι ενώ ο Strasser προσπάθησε να διατηρήσει ξεχωριστά έθνη, αναζήτησε την Ευρώπη ως ένα Έθνος. Ο Sir Oswald το θεωρούσε ως την κύρια διαφορά μεταξύ του Στράσσερ και του ίδιου. Ωστόσο, ένα άλλο ζωτικό ερώτημα ήταν αυτό της διαφορετικής στάσης τους απέναντι στο ρόλο των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Για τον Mosley, η Αμερική έπρεπε να παραμείνει ο προστάτης της Ευρώπης ενάντια στη Ρωσία. Αντί να είναι μια αμερικανική απόσυρση, σε όρους του Strasser, αιτία για χαράς ευαγγέλια στην Ευρώπη, ο Mosley δημιούργησε την εικόνα μιας απειλητικής Ρωσίας ανά την υφήλιο.

Η ουσία του ζητήματος για τον Mosley ήταν ότι αυτή τη στιγμή ζούμε κάτω από την Αμερική, χωρίς την Αμερική πρέπει να ζούμε κάτω από τη Ρωσία. Η διαφορά (για τον Mosley) είναι ότι κάτω από την Αμερική η Ευρώπη θα συνεχίσει να ζει ενώ κάτω από τη Ρωσία η Ευρώπη θα ήταν νεκρή.

Ο Mosley πίστευε, σε αντίθεση με τον Στράσσερ, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να ενωθεί υπό την κάλυψη των ΗΠΑ, γελοιοποιώντας την ιδέα του Στράσσερ ότι η Ρωσία θα επέτρεπε στην Ευρώπη να ξανακερδίσει τη δύναμη της, πιστεύοντας από την άλλη πλευρά ότι οι ΗΠΑ θα επέτρεπαν στην Ευρώπη να ενωθεί σε μια τέτοια βάση ώστε να γίνει τόσο ισχυρή ώστε να κυβερνάται από την Wall Street.

Ο Mosley ήταν ο αφελής όσον αφορά το χαρακτήρα των ΗΠA και τον παθολογικό του αντίκτυπο στην ψυχή της Ευρώπης. Αυτό είναι κάτι που τόσο ο Thiriart όσο και ο Yockey συνειδητοποίησαν. Είδαν την αμερικανική επιρροή τόσο καταστροφική όσο θα θεωρούνταν και μια συμμαχία με τη Ρωσία, και τουλάχιστον στην περίπτωση του Yockey, ακόμη και η κατοχή της Ευρώπης από τη Ρωσία ήταν προτιμότερη από την ηγεμονία των ΗΠΑ. Ο Yockey επανεξέτασε την παγκόσμια κατάσταση ήδη από το 1952 και έγραψε ακριβώς για το θέμα που συζητήθηκε από τον Strasser και τον Mosley αρκετά χρόνια αργότερα

Η συζήτηση για την άμυνα εναντίον του μπολσεβικισμού ανήκει στο χθες, όπως και η ανοησία του να μιλάμε για την άμυνα της Ευρώπης σε μια περίοδο όπου κάθε ίντσα του ευρωπαϊκού εδάφους κυριαρχείται από τους θανατηφόρους εχθρούς της Ευρώπης, εκείνους που επιδιώκουν την πολιτική - πολιτιστική - ιστορική εξαφάνιση με όποιο κόστος.

Ήταν αρκετά ανόητο να ζητάμε από την Ευρώπη να πολεμήσει για την Αμερική, ήταν αρκετά χαζό να της ζητηθεί να αμυνθεί ενάντια στον μπολσεβικισμό. Υπάρχει ένας Ευρωπαίος - ένας μόνο - ο οποίος θα ανταποκριθεί σε αυτόν τον πολεμικό στόχο; Αλλά σήμερα, ανοιχτά / ξεκάθαρα, χωρίς πιθανή μεταμφίεση, αυτή είναι η αιτία του συνασπισμού εναντίον της Ρωσίας.

Ο Στράσσερ όπως τον γνώρισα (του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ)

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ τα οποία συνέγραψε υπόδικος στην Νυρεμβέργη.

«Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας εξαιρετικά μεγαλόσωμος και δυνατός άντρας, έντιμος, ευθυτενής, οξύνους, φιλόδοξος και πολύ δημοφιλής ρήτορας. Σε ιδεολογικά και διανοητικά ζητήματα ήταν επηρεασμένος από τον νεότερο αδερφό του Όττο, ο οποίος ανήκε επίσης στο Κόμμα. Μαζί ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο Kampf verlag κι εξέδιδαν διάφορα εβδομαδιαία έντυπα στο Βερολίνο. Κι εκεί άρχισε το πρόβλημα.

Ο Γκαίμπελς τοπικός γκαουλάιτερ, απαιτούσε τον πολιτικό έλεγχο επί όλων των εκδόσεων στην επικράτεια του. Ο Στράσσερ αντιπαρέτασσε την ιεραρχικά ανώτερη θέση του, καθώς ήταν ο Οργανωτικός Αρχηγός σε όλο το Ράιχ. Κυκλοφόρησαν φήμες, που ήθελαν τον Γκαίμπελς να διαδίδει πως η μητέρα του Στράσσερ ήταν εβραία. Έστειλα μια επιστολή στον Χίτλερ, ο οποίος ήταν τότε στο Βερολίνο. Του εξήγησα ότι τέτοιες ύπουλες μέθοδοι ήταν απαράδεκτες κι ότι ο Γκαίμπελς έπρεπε να εκδιωχθεί. Ο Χίτλερ μου είπε αργότερα ότι οι εν λόγω κύριοι είχαν καθήκον να συνεργαστούν κι ότι ο ίδιος προσωπικά θα ξεκαθάριζε τα πράγματα. Εν καιρώ, επήλθε μια τυπική συμφιλίωση, αλλά ο ανταγωνισμός δεν έπαψε.

Προς τα έξω φαινόταν ότι η δύναμη του Στράσσερ μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Οι αρμοδιότητες του ως Οργανωτικού Αρχηγού είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν όλες οι υποθέσεις του Κόμματος περνούσαν από τα χέρια του. Το γραφείο του ουσιαστικά λειτουργούσε ως ανεξάρτητη μονάδα. Ο Όττο Στράσσερ ήρθε σε εμάς από την σοσιαλοδημοκρατική παράταξη, με τους αρχηγούς της οποίας είχε αναπτύξει στενές επαφές. Θεωρούσα ότι τον ενδιέφερε λιγότερο η κομματική γραμμή του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών και περισσότερο η προώθηση ορισμένων δικών του, ακόμη υπό διαμόρφωση ιδεών. Όταν μου είπε πως σχεδίαζε μια εντελώς καινούργια οικονομική δομή εξαιρετικής σημασίας, του απάντησα ότι δεν αρκούσε να την παρουσιάσει σε μορφή άρθρων αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να γράψει ένα ολοκληρωμένο, καλοδουλεμένο βιβλίο, ώστε να μπορεί το κοινό να μελετήσει καλύτερα τις ιδέες του. Τελικά, δεν πρόλαβε να κάνει κάτι τέτοιο.

Συγκρούστηκε με τον Χίτλερ, αν και ο τελευταίος έκανε πράγματι ότι περνούσε από το χέρι του, για να κρατήσει τον Όττο. Έφυγε από το Κόμμα μαζί με μέρος των οπαδών του. Όμως ο Γκρέγκορ έμεινε. Ακόμα θυμάμαι μια συζήτηση μου με τον Χίτλερ λίγο αργότερα. “Δόξα τω Θεώ”, είπε ο Χίτλερ “που ο Γκρέγκορ Στράσσερ παρέμεινε πιστός - αυτό είναι σπουδαίο για όλους μας”. Τον αγαπούσε ειλικρινά. Αλλά και ο Γκρέγκορ απέδειξε την αδελφική του αγάπη για τον Χίτλερ, παρηγορώντας τον, όταν η ανιψιά του έχασε την ζωή της και ο Φύρερ σκεφτόταν σοβαρά να εγκαταλείψει την πολιτική του καριέρα.

Ένας από τους ακολούθους του Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο απόστρατος υπολοχαγός Σουλτς, ένας άνθρωπος με ξεχωριστή προσωπικότητα, ο οποίος είχε επαφές με αρκετούς στρατιωτικούς και επίσημους. Στο Βερολίνο, στην Κολωνία και αλλού τους σύστηνε τον Στράσσερ. Αυτοί οι άνθρωποι κολάκευαν τον Στράσσερ επιδιώκοντας να τον κάνουν αρχηγό ενός πιο αποδεκτού κόμματος, εάν άλλαζε η κυβέρνηση. Κι εκεί άρχισε η τραγωδία του Στράσσερ. Πίστευε ότι δεν τον συμβουλεύονταν όσο θα έπρεπε, ότι προωθούνταν υπερβολικά ο Γκαίρινγκ και ο Γκαίμπελς και δεν είχε ακόμα πειστεί για τις ικανότητες του τελευταίου - το αντίθετο μάλιστα. Έτσι έκανε κάποια βήματα πίσω από την πλάτη του Αρχηγού, βήματα που απλώς ήταν ανόητα, εγκληματικά ανόητα. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για προδοσία του Στράσσερ.

Όμως εγώ πάντα αμφισβητούσα αυτές τις φήμες και μάλιστα ανοιχτά. Έπεσα πάνω στον Γκρέγκορ Στράσσερ ένα πρωί, καθώς έμπαινα στον προθάλαμο του Χίτλερ στο ξενοδοχείο Κάιζερχοφ. Πήγα να τον χαιρετίσω, αλλά εκείνος το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν μια απελπισμένη χειρονομία. Ύστερα έφυγε. Έμαθα ότι μόλις είχε παραιτηθεί από όλα του τα αξιώματα. Μεγάλο πλήγμα.

Θυμήθηκα τις ομιλίες του,  που πάντα τελείωναν μ’ αυτά τα λόγια:

”Αγωνίστηκα ως άνθρωπος του Χίτλερ. Κι ως άνθρωπος του Χίτλερ θέλω να πεθάνω”.

Αυτό είχε πια τελειώσει. Πιθανόν να μην είχε ένα ξεκάθαρο σχέδιο για ανοιχτή ανταρσία. Αλλά κυρίως , ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ένιωθε βαθιά δεμένος με το Κίνημα. Έφυγε. Ο Χίτλερ δεν έλαβε πειθαρχικά μέτρα εναντίον του. Και μετά την ανάληψη της εξουσίας, με ρητή διαταγή του Χίτλερ, κανείς δεν πείραξε τον Γκρέγκορ Στράσσερ. Αντίθετα μάλιστα, του δόθηκε ηγετική θέση στον οργανισμό των φαρμακοποιών.

Την νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, ο Στράσσερ και ο Σλάιχερ δολοφονήθηκαν. Αρχικά νομίσαμε ότι είχαν κάποια εμπλοκή, αλλά η αστυνομία δεν ανακοίνωσε τίποτα. Ο Φύρερ φρόντισε προσωπικά για την οικονομική εξασφάλιση της χήρας του Στράσσερ, μιας πολύ ευχάριστης γυναίκας. Αργότερα, κατά την διάρκεια του Πολέμου, και οι δυο γιοι του Γκρέγκορ Στράσσερ έπεσαν μαχόμενοι ως αξιωματικοί στο μέτωπο. Τέτοιου είδους τραγωδίες είναι αναπόφευκτες σε μια επανάσταση.

Όποτε θυμάμαι τον Στράσσερ, βλέπω μπροστά μου εκείνον τον γίγαντα με τα γαλανά ευγενικά μάτια. Θυμάμαι τη γενναιοδωρία του, αλλά κι εκείνη την περιστασιακή αναποφασιστικότητα η οποία τελικά τον οδήγησε στον θάνατο. Ο Φύρερ μου είπε αργότερα ότι σκόπευε να κάνει τον Στράσσερ Υπουργό Εσωτερικών. Εάν είχε γίνει αυτό, πολλά πράγματα θα είχαν πάρει διαφορετική τροπή»

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 6ο τεύχος του Φυλετικού εντύπου «Γαμμάδιον» το φθινόπωρο του 2005.

link: Βιβλιοπαρουσίαση: Alfred Rosenberg "Ο μύθος του 20ου αιώνος" ενότητα Β' «Αγάπη και Τιμή» Εκδόσεις Ρήσος

Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

 

Εισαγωγικό σημείωμα της συντακτικής ομάδας: 

Η δική μας ιστορική προσέγγιση απέναντι στην βιοθεωρία του Εθνικοσοσιαλισμού εδώ και χρόνια γίνεται από τα «αριστερά» δηλαδή μέσα από την σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική οπτική. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα που ονομάστηκε «Τρίτη Θέση» και «Στρασσερισμός» ή «αριστερός Εθνικοσοσιαλισμός» εκφράστηκε και στην χώρα μας μέσα από κινήσεις, εκδόσεις, ομάδες, ιστολόγια και πρόσωπα τα οποία προσπάθησαν - με τα λίγα μέσα που είχαν στην διάθεση τους - να δείξουν μια διαφορετική οπτική απέναντι στα ιστορικά ζητήματα αλλά και τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών μας.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αστικής ακροδεξιάς με τα χίλια πρόσωπα αλλά και των διαφόρων κονδυλοφόρων που συντηρεί η δεξιά - οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα ως διαπρύσιοι κήρυκες του «αντιναζισμού» - σημαντικός αριθμός συναγωνιστών και συναγωνιστριών στήριξε έμπρακτα την τάση αυτή. 

Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί και πάλι το ενδιαφέρον για την «φαιοκόκκινη» σκέψη και η συντακτική μας ομάδα σε μια σειρά από άρθρα στον σύνδεσμο εδώ, προβάλλει τις απόψεις και θέσεις της Ελληνικής «Τρίτης Θέσης». Το ίδιο συμβαίνει και με συναγωνιστές που διατηρούν τα δικά τους μέσα επικοινωνίας που μπορεί ακόμη και να διαφωνούμε μαζί τους σε επιμέρους ζητήματα.

Η σημερινή αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα ομάδες ή οργανώσεις δεν λαμβάνει μέρος για να μεταφερθεί και στο διαδίκτυο μια άγονη αντιπαράθεση για την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά ως μια αναγκαία απάντηση σε όσους «σερβίρουν» εδώ και χρόνια συκοφαντίες και ψέματα προς εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Επιδιώκουμε έμπρακτα την ενότητα μεταξύ αυτών που υπερασπίζονται την Αντιδημοκρατική Σκέψη αλλά δεν θα μείνουμε σιωπηλοί απέναντι σε διαχρονικές ραδιουργίες και προσπάθειες για κάλπικες εντυπώσεις και αυταπάτες που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελεύθερη σκέψη των Ελλήνων.

Το παρακάτω άρθρο το οποίο μπορείτε να δείτε και εδώ πιστεύουμε ότι συμβάλει θετικά στην ιστορική έρευνα δεν είναι όμως αναγκαίο να εκφράζει το σύνολο της συντακτικής μας ομάδας.


"Η πιο απαίσια αρχή του Καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι ότι μας έχει μάθει να κρίνουμε τα πάντα και τους πάντες με βάση το χρήμα και την ιδιοκτησία". 

Gregor Strasser


Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο Γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Gregor Strasser από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα

 του Στέφανου Linassos

Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας κατά το φθινόπωρο του 1932

Το φθινόπωρο του 1932 Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίντενμπουργκ ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που εξέφραζε τα συμφέροντα της τάξης των ισχυρών γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων της Γερμανίας. Η συμμαχία των Γερμανών γαιοκτημόνων με τους καπιταλιστές είχε προκύψει ως εξής. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας θεωρούσαν ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε κάποιο φιλελεύθερο πολιτικό πόλο. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί σε άλλες χώρες, η δομή του παραγωγικού μοντέλου της Γερμανίας δεν εμπόδιζε την συσχέτιση των μεγαλοαστών καπιταλιστών με τους γαιοκτήμονες. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που ευνόησε τη σύμπλευση των Γερμανών μεγαλοαστών με τους γαιοκτήμονες ήταν η μεγάλη δυναμική που ανέπτυσσαν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Γερμανία. Οι μεγαλοαστοί ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς σε μια συμμαχία με τους παλιούς αριστοκράτες, οι οποίοι έλεγχαν το απομεινάρι του γερμανικού στρατού (την Ράιχσβερ) και την αστυνομία, υπό τον φόβο κάποιας επανάληψης του επαναστατικού εγχειρήματος της Ρωσίας (που ήδη είχε πραγματοποιηθεί μια φορά με την εξέγερση των Σπαρτακιστών, τον Ιανουάριο του 1919).

Ο Χίντενμπουργκ είχε αυξημένες αρμοδιότητες ως Πρόεδρος. Έδινε τον γενικό προσανατολισμό της κρατικής πολιτικής και ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. Ο καγκελάριος (πρωθυπουργός) έπρεπε να χαίρει της εκτίμησής του και δεν ήταν απαραίτητο να είναι αρχηγός κάποιου ισχυρού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε περίπτωση που στο κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) κάποιο κόμμα ή κάποια συμμαχία κομμάτων δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Όμως ο ρόλος του Χίντενμπουγκ τελείωνε κάπου εκεί. Ο καγκελάριος, εφόσον αποδεχόταν τον γενικό προσανατολισμό που έδινε ο Πρόεδρος, οργάνωνε την κυβερνητική πολιτική με ικανοποιητικά περιθώρια αυτονομίας. Οι περιορισμοί στην αυτονομία του καγκελάριου προέρχονταν συνήθως από το κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο μπορούσε να καταψηφίσει νόμους που πρότεινε ο πρωθυπουργός και να καταθέσει προτάσεις δυσπιστίας κατά των κυβερνήσεων.

Το 1932, επειδή δεν υπήρχαν οι απαιτούμενοι πλειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, ο Χίντενμπουργκ είχε την ευκαιρία να πλαισιώνεται από κυβερνήσεις εξολοκλήρου προσκείμενες στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Η κοινοβουλευτική ρευστότητα του έδινε την ευκαιρία να οργανώνει κυβερνητικά σχήματα βασισμένος στους ανθρώπους που υποστήριζε το σύμπλεγμα των βιομηχανικών και των ισχυρών γεωργικών συμφερόντων. Στα τέλη της άνοιξης του 1932 πρωθυπουργός της Γερμανίας έγινε ο Φραντς φον Πάπεν. Ένας στρατιωτικός και διπλωμάτης στενά συνδεδεμένος με τον τουρκικό παράγοντα, που παλαιότερα είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δολιοφθορών. Ο Πάπεν είχε υπάρξει βουλευτής του Κεντρώου Κόμματος, που εκπροσωπούσε την Καθολική Χριστιανική εκκλησία της Γερμανίας.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Πάπεν αποδείχτηκε ο πιο αντιλαϊκός πρωθυπουργός. Αγνόησε τα συμφέροντα των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων και πήρε σκληρά μέτρα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ανάλγητη πολιτική του Πάπεν εξόργισε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. Τα επεισόδια και οι συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία καθιερώθηκαν ως συχνό φαινόμενο και αυξήθηκαν σε ένταση όσο ο Πάπεν κυβερνούσε. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος να συμπαραταχθούν από κοινού στην απεργία της Εταιρείας Συγκοινωνιών του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε την 3η Νοεμβρίου του 1932. Η απεργία εξελίχθηκε σε μικρή εξέγερση κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές από σφαίρες της αστυνομίας.

Το κοινοβούλιο κατέθετε συνεχώς προτάσεις δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Πάπεν. Αλλά ο Χίντενμπουργκ γνώριζε ότι ο Πάπεν ήταν ο πρωθυπουργός που στήριζαν οι κεφαλαιοκράτες και δήλωνε στον καγκελάριο ότι αν κρινόταν αναγκαίο θα του επέτρεπε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα συνέχιζε να κυβερνά υπό ένα καθεστώς συγκαλυμμένης δικτατορίας. Ο Πάπεν έδειχνε διστακτικός να υιοθετήσει αυτή την έσχατη λύση γιατί φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα καταβαράθρωνε το ήδη χαμηλό του κύρος.

Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο του 1932 συνέβη ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή ιδεολογική στροφή της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Η Γερμανική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς εργάτες, ήταν σταθερά προσκείμενη στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως η μεγάλη απήχηση που άρχιζαν να αποκτούν οι ιδέες των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» έκανε δημοφιλή τον εθνικισμό ακόμη και σε κάποιους κύκλους αριστερών συνδικαλιστών.

Η «συντηρητική επανάσταση» ήταν ένα ισχυρό διανοητικό ρεύμα στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος της «συντηρητικής επανάστασης» πρότειναν την αντικατάσταση του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με παραδοσιοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, τα οποία περιλάμβαναν και κάποιες εκδοχές ενός εθνικού σοσιαλισμού. Στόχος των διανοητών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ιδέες της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν να διαχύσουν σε μεγάλα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας την ιδεολογία τους και μέσα από μια μάχη ιδεών να νικήσουν τον κυρίαρχο αστικό υλισμό. Το 1932 ήταν ήδη αρκετοί οι κύκλοι αριστερών διανοητών που διαλέγονταν με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης». 

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του 1932 και με την απήχησή του ευνόησε την σύμπλευση των εθνικιστών διανοητών με κύκλους της αριστεράς ήταν το Der Arbeiter. Herrschaft und Gestalt του Έρνστ Γιούνγκερ. Ο Lothar Erdmann ήταν ένας εκδότης αριστερών φρονημάτων, που είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Γιούνγκερ. Ο Erdman εξέδιδε το μηνιαίο συνδικαλιστικό έντυπο Die Arbeit. Φίλος του Erdman ήταν ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Theodor Leipart. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 ο Leipart θεωρείτο άμεσα συνδεδεμένος με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Όμως στις 14 Οκτωβρίου ο Leipart εκφώνησε μια προγραμματική ομιλία για το μέλλον του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Την ομιλία είχε γράψει ο Erdman. Η ομιλία του Γερμανού αρχισυνδικαλιστή έπεσε ως βόμβα εν αιθρία στην ήδη ηλεκτρισμένη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά ο Leipart δήλωνε ότι οι συνδικαλιστές είχαν αποφασίσει να διαχωρίσουν την θέση τους από εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και σκόπευαν να κινηθούν ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Leipart είχε υιοθετήσει τις θέσεις του Γιούνγκερ και αναφέρθηκε στον εργάτη ως «στρατιώτη της εργασίας», ο οποίος σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό υπηρετούσε -όχι μόνο τα ταξικά του συμφέροντα- αλλά το σύνολο του έθνους. Ο Leipart απαρνήθηκε την μαρξιστική φρασεολογία της ταξικής πάλης και ανέφερε ότι τα συνδικάτα είχαν οργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να καλλιεργήσουν την έννοια της κοινότητας και ότι διαπνέονταν από το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου.

Αμέσως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε στην Αριστερά ο Leipart, κύκλοι της «συντηρητικής επανάστασης» χαιρέτισαν την ομιλία του. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau που άνηκε σε διανοητές του «κύκλου της πράξης» οι οποίοι υπάγονταν στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», δημοσίευσαν με θετικά σχόλια την ομιλία του Leipart. Ο «κύκλος της πράξης» εκπροσωπούνταν από τον Hans Zehrer. Ο Zehrer ήταν φίλος με τον Κουρτ φον Σλάιχερ, έναν στρατιωτικό που συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Πάπεν χωρίς όμως να είναι από τους υποστηρικτές των περισσότερων αποφάσεων της. Εκείνους τους μήνες, λόγω έλλειψης κομματικών αυτοδυναμιών, σχηματίζονταν κυβερνήσεις μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που διέθεταν πολιτική ισχύ. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι υπουργοί να προέρχονται από τους ίδιους πολιτικούς χώρους.

Ο Σλάιχερ ήταν μια ιδιόμορφη προσωπικότητα. Στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο παρουσιάστηκε για χρόνια λαθεμένα ως εκπρόσωπος του αστικού κατεστημένου από τους «πατριάρχες», τους παρακρατικούς και τους μανδαρίνους αρχηγού πρώην μαζικού κόμματος. Αυτό συνέβη πρώτον για λόγους αμορφωσιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμορφωσιάς των «παραγόντων» του ελλαδικού εθνικιστικού χώρου είναι ότι εκείνοι που συνήθως εκθειάζουν τον Όσβαλντ Σπένγκλερ αποθεώνουν ταυτόχρονα τον Χίτλερ και κατηγορούν τον Σλάιχερ. Αγνοούν βέβαια ότι ο Σλάιχερ ήταν μέλος του ίδιου πολιτικού και διανοητικού κύκλου με τον Σπένγκλερ ενώ ο Χίτλερ όχι. 

Επίσης η αποθέωση του Χίτλερ έχει εφαρμοστεί ως στρατηγική στην Ελλάδα για λόγους πολιτικής πειθαρχίας. Επίδοξοι αρχηγίσκοι ομάδων επιδιώκουν την απόλυτη υπακοή των στελεχών τους. Επειδή οι ίδιοι ως ασήμαντα πρόσωπα είναι αδύνατο να πετύχουν μια αφοσιωμένη υπακοή, επενδύουν στην προσωπολατρεία του «ειδώλου» Χίτλερ προκειμένου να κρύψουν τον εαυτό τους κάτω απ’ το κάδρο μιας καθαγιασμένης ιστορικής προσωπικότητας και να αποκομίσουν, εν είδει πρωθιερέων, την άκριτη υποταγή που η γενίκευση της προσωπολατρείας προϋποθέτει.

Ας αφήσουμε όμως τους γραφικούς και ας δούμε ποιος ήταν ο πραγματικός Σλάιχερ της ιστορίας. Από την μια ο Σλάιχερ ήταν ένα πρόσωπο που λειτουργούσε με υπόγειο τρόπο και βρισκόταν συχνά αναμεμειγμένος σε δίκτυα πολιτικών συνωμοσιών. Από την άλλη διέθετε εξαιρετική προσωπική καλλιέργεια και ήταν στενά συνδεδεμένος με τους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Ο Σλάιχερ την δεκαετία του 1920 συμμετείχε σε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών που προώθησαν την μυστική συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς, με αντάλλαγμα την υποστήριξή των Σοβιετικών για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Ράιχσβερ. Η συνεργασία εκείνη των Γερμανών και των Σοβιετικών στρατιωτικών αποτέλεσε το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιήθηκε αργότερα η φιλοσοφία πολέμου του Blitzkrieg και της σύνθεσης των μεραρχιών Panzer. Στρατιωτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ιδέες που εφάρμοσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βασιστεί σε εκείνη τη συνεργασία.

Ο Σλάιχερ βρέθηκε κι άλλες φορές στο επίκεντρο συνωμοσιών. Υπήρχαν υποψίες ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση της «Μαύρης Ράιχσβερ» και ότι καθοδηγούσε την ομάδα της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια κατάφερνε να θέτει εκτός του πολιτικού στίβου γραφειοκράτες και πολιτικούς που τον είχαν εμπιστευθεί με αποτέλεσμα να αναρριχηθεί τελικά εκείνος στα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής εξουσίας.

Όσο ο Σλάιχερ ήταν υπουργός Άμυνας είχε επαφές με τον Χίτλερ και ήταν εκείνος που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση των SA και των SS, όπως και την δυνατότητα σε άντρες των SS και SA να γίνουν στρατιωτικοί, που μέχρι τότε απαγορευόταν. Φιλική σχέση είχε ο Σλάιχερ με τον Έρνστ Ρεμ. Ιδεολογικά ο Σλάιχερ ήταν υπέρ μιας αριστοκρατικού τύπου εθνικιστικής πολιτείας, που θα ανέτρεπε την δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές του συντηρητικού σοσιαλισμού των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης». Επιπλέον ο Σλάιχερ, μέσω του Zehrer και άλλων διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης», είχε οικοδομήσει μια καλή σχέση με τον Leipart και αρκετούς ακόμη αριστερούς συνδικαλιστές και πολιτικούς που αναθεωρούσαν τον μαρξισμό σε εκδοχές του συντηρητικού σοσιαλισμού.

Εκτός από την εφημερίδα Tägliche Rundschau ένας ακόμη σημαντικός άντρας της γερμανικής εθνικιστικής σκέψης δήλωσε ότι η στροφή των συνδικαλιστών προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό ήταν ελπιδοφόρα. Ήταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ. Ο Στράσσερ, στις 20 Οκτωβρίου του 1932, σε μια ομιλία του στο Βερολίνο είπε ότι θα ήταν ευχής έργο αν οι συνδικαλιστές έκαναν πράξη όσα είπε ο πρόεδρός τους και εγκατέλειπαν το διεθνιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να δράσουν σαν αυτόνομη κοινωνική ομάδα με πατριωτικό φρόνημα.

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο κύριος εκφραστής της σοσιαλιστικής τάσης του NSDAP. Υπήρξε αυθεντικός εθνικιστής με ρομαντικές ιδεολογικές καταβολές, που δεν είχε καμία σχέση με τον δεξιόστροφο και κλασικιστικό ιμπεριαλισμό τον οποίο υιοθέτησε η ηγεσία του κόμματος. Ο Στράσσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης». Η ευνοϊκή του στάση προς την εθνοκεντρική στροφή των συνδικαλιστών μπορεί να ειδωθεί ως στήριξη σε ένα ιδεολογικό μέτωπο προσωπικοτήτων που αναζητούσαν μια λύση εθνικού σοσιαλισμού. Ο Στράσσερ ήταν, όπως πάντα, συνεπής στις ιδέες του. Επιπλέον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκείνη η δήλωση ως κάτι το υπονομευτικό στην όλη δράση του NSDAP. Μην ξεχνάμε ότι η χαλάρωση της έντασης με την Αριστερά ήταν τακτική που είχε υιοθετήσει ο Χίτλερ, εφόσον μετά από δεκαπέντε μέρες έγιναν οι κοινές απεργίες των εθνικοσοσιαλιστών με τους κομμουνιστές.

Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου

Όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή μετά της εκλογές της 6ης Νοεμβρίου του 1932. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα έπεσε από το 37,3% στο 33,1%. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έπεσε από το 21,6% στο 20,4%. Το ακροδεξιό κόμμα των βασιλοφρόνων, υπό την ηγεσία του Hugenberg, ανέβηκε στο 8,9% και το κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε από το 14,5% στο 16,6%. Η κυβέρνηση του Πάπεν είχε κερδίσει χρόνο καθώς οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν έδιναν την απαιτούμενη κυβερνητική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και σε καμία συμμαχία κομμάτων. Όμως το γερμανικό κεφάλαιο άρχισε να φοβάται την άνοδο των κομμουνιστών. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν σπάσει το φράγμα των 100 βουλευτών. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Ewald Heckler, που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των μεταλλουργείων Ilseder, πληροφόρησε τον Πάπεν ότι πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας, των τραπεζών και της αγροτικής οικονομίας ετοίμαζαν μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ με την οποία θα ζητούσαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Ταυτόχρονα ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Πάπεν, φον Krosigk, ζητούσε την συμμετοχή του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή ήταν μια αυθόρμητη πρόταση ορισμένων κύκλων που είχαν συμπεράνει ότι ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός υπό το φόβο μιας ανόδου των κομμουνιστών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όποιος έχει την παραμικρή γνώση του πως λειτουργούν τα πολιτικά κυκλώματα θα γνωρίζει ότι προκειμένου να τοποθετηθούν δημοσίως κοινωνικές ομάδες με τέτοια ισχύ έχουν προηγηθεί ΣΙΓΟΥΡΑ διερευνητικές επαφές με το κόμμα στο οποίο θα προσφέρουν την στήριξή τους. Επίσης οι συζητήσεις γίνονται με έμπιστους ανθρώπους της ηγεσίας του κόμματος και όχι με οποιοδήποτε στέλεχος.

Ο Πάπεν επιχείρησε μάταια να βρει κάποιο ισχυρό κόμμα ώστε να στηρίξει την κυβέρνησή του. Στις 17 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η εθνική συσπείρωση ήταν ανέφικτη όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και έπειτα παρέδωσε στον Χίντενμπουργκ την παραίτησή του. Ο Πρόεδρος την δέχτηκε αλλά ζήτησε από τους υπουργούς να συνεχίσουν να ασκούν προσωρινά τα καθήκοντά τους.

Στις 19 Νοεμβρίου αρκετοί βιομήχανοι, τραπεζίτες και μεγαλογαιοκτήμονες έστειλαν τελικά την επιστολή στον Χίντενμπουργκ, ζητώντας να γίνει πρωθυπουργός ο Χίτλερ. Στα τέλη Νοεμβρίου, στο συνέδριο της Ένωσης Langnam της βαριάς βιομηχανίας στο Ντύσελντορφ, ήταν εμφανές ότι όλη η γερμανική βαριά βιομηχανία στήριξε το αίτημα της ανάθεσης της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να κάνουν κάτι τέτοιο είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού που θα εφάρμοζε ο Χίτλερ δεν θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίντενμπουργκ ξεκίνησε ο ίδιος συνομιλίες με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μίλησε με τον Χίτλερ στις 19 και 21 Νοεμβρίου αλλά δεν συμφώνησαν.

Εκείνη την ιστορική στιγμή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μπήκε στο παιχνίδι ο Σλάιχερ. Ο Σλάιχερ άρχισε να πλαγιοκοπεί τον Χίντενμπουργκ ζητώντας ο ίδιος μια ευκαιρία να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι ο Χίντενμπουργκ του έδωσε την άδεια να συζητήσει με όποιον νόμιζε, ο Σλάιχερ άρχισε τις δικές του πολιτικές επαφές. Πρώτα εξασφάλισε την στήριξη του προέδρου της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, Theodor Leipart. Ο Leipart είχε εκφωνήσει τον επίμαχο λόγο της 14ης Οκτωβρίου στον οποίο είχε υιοθετήσει την φρασεολογία του Γιούνγκερ. Ο Leipart ήταν εκείνος που είχε αποφασίσει να απομακρύνει το συνδικαλιστικό κίνημα από τους σοσιαλδημοκράτες. Ο Σλάιχερ δεσμεύτηκε ότι θα καταργούσε έναν πρόσφατο αντεργατικό νόμο του Πάπεν και ο Leipart του υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση τα συνδικάτα θα του έδιναν έναν χρόνο να κυβερνήσει δίχως να του ασκήσουν αφόρητη πίεση. Αμέσως μετά ο Σλάιχερ ενεργοποίησε όλη την πολιτική επιρροή του δικτύου των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» και των προσωπικών γνωριμιών που είχε αναπτύξει ο ίδιος με διάφορους πολιτικούς φορείς τα προηγούμενα χρόνια. Οι δυνάμεις της Αριστεράς τον προτιμούσαν σε σχέση με τον Πάπεν και, πλην των κομμουνιστών, έδειχναν ότι θα ήταν περισσότερο ανεκτικές απέναντί του. 

Εκείνο που ζητούσε διακαώς ο Σλάιχερ ώστε να στήσει μια κυβέρνηση της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν η στήριξη του Χίτλερ. Στις 30 Νοεμβρίου ο Σλάιχερ πρότεινε στον Χίτλερ να γίνει αντικαγκελάριος σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Έπειτα πέρασε σε μια εναλλακτική εκδοχή. Το ιδανικό για τον Σλάιχερ θα ήταν η συμμετοχή του Γκρέγκορ Στράσσερ στην κυβέρνηση, με την άδεια του Χίτλερ. Ο Στράσσερ ήταν συμπαθής τόσο στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης» όσο και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και η συμμετοχή του θα γινόταν αρεστή σε ευρύ φάσμα πολιτικών του γερμανικού πολιτικού στερεώματος. Επιπλέον, επειδή δεν ήταν αρχηγός του κόμματος, η υπουργοποίησή του δεν θα ξεσήκωνε τις αντιδράσεις της ηγεσίας των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που γινόταν υπουργός ο Χίτλερ. Ωστόσο ο Χίτλερ απέρριψε άνευ συζήτησης και αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Χίντνεμπουργκ, όσο οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ τη λύση της έκτακτης ανάγκης. Επανέφερε στον Πάπεν την ιδέα να κάνει ένα βελούδινο πραξικόπημα με αφορμή την ακυβερνησία. Ο Πάπεν αρνήθηκε. Τελικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 ο Πρόεδρος έκανε τον Σλάιχερ πρωθυπουργό.

Η κυβέρνηση του Σλάιχερ

Ο Σλάιχερ βλέποντας ότι χρειαζόταν μαζική στήριξη από τον εθνικιστικό χώρο προκειμένου να συγκροτήσει μια εθνικιστική κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα συντηρητικού σοσιαλισμού, έκανε την κίνηση που προκάλεσε την ρήξη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Στράσσερ. Πρότεινε, στις 4 Δεκεμβρίου, στον Στράσσερ να μπει στην κυβέρνησή του ως αντικαγκελάριος, αν και γνώριζε ότι ο Χίτλερ το είχε αρνηθεί.

Ο Στράσσερ, μολονότι αντιλαμβανόταν τις καλές προοπτικές του σχεδίου και παρότι γνώριζε ότι η πολιτική του Σλάιχερ θα ήταν συνεπής με τις περισσότερες από τις βλέψεις των εθνικοσοσιαλιστών, θεώρησε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκοπή της «αριστερής» πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Για να μην προκαλέσει ένα τέτοιο πλήγμα στο κόμμα του αρνήθηκε την θέση. Αυτό όμως δεν έγινε σεβαστό από την καμαρίλα του Χίτλερ.

Πάντως ακόμη και χωρίς την στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ο Σλάιχερ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο προκειμένου να εφαρμόσει εθνικιστικά σοσιαλιστικές πολιτικές. Η πλειοψηφία του γερμανικού εκλογικού σώματος πληροφορήθηκε με ανακούφιση την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ και την απομάκρυνση από την εξουσία της μαριονέτας του μεγάλου κεφαλαίου, Πάπεν.

Μόνο που το μεγάλο κεφάλαιο δεν θα άφηνε να εφαρμοστεί μια σοσιαλιστική πολιτική από κάποιον ιδεολογικά καλλιεργημένο και δύσκολα προσεγγίσιμο πολιτικό. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ οι εφημερίδες Deutshe Allgemeine Zeitung και Rheinisch-Westfälische Zeitung, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον Σλάιχερ: Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν εξασφάλιζε την συμμαχία του Χίτλερ. Αν υπάρχουν κάποιοι σήμερα που θέλουν να μας πείσουν ότι ο Χίτλερ δεν είχε σχέση με όλο αυτό και ότι απλώς οι αρχικαπιταλιστές μαγεύτηκαν από τα πολιτικά του χαρίσματα και άρχισαν να αρθρογραφούν υπέρ του, δεν θα τους πιστέψουμε.

Η θέση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά ιδεολογικά συνεπής. Ο Στράσσερ θεώρησε ότι το κόμμα του θα έπρεπε να τηρήσει τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Σλάιχερ στάση αναμονής. Να έδινε στη νέα κυβέρνηση ένα διάστημα κάποιων μηνών ώστε να διαπίστωνε αν ο Σλάιχερ θα εφάρμοζε την εθνικιστική και σοσιαλιστική πολιτική που είχε υποσχεθεί. Ούτως ή άλλως μια κυβέρνηση που δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη. Ο Στράσσερ γνώριζε ότι αν ο Σλάιχερ υποχωρούσε από τον αρχικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές θα μπορούσαν να τον αντιπολιτευθούν αποτελεσματικά.

Αντιθέτως στην ηγεσία του NSDAP επικράτησαν οι αρπακτικές προθέσεις μιας μακιαβελικά προσωπικής βουλιμίας για εξουσία, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε υποχώρηση από κάποιες ιδεολογικές αρχές. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ, συμμαχώντας με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έστησε την πρώτη κοινοβουλευτική παγίδα στον Σλάιχερ. Ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν ότι ο Χίντενμπουργκ, λόγω του ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία (85 ετών), μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα της θητείας του να αρρώσταινε και να μην ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το άρθρο 51 του Συντάγματος προέβλεπε ότι σε περίπτωση κωλύματος ο καγκελάριος θα αναπλήρωνε τον Πρόεδρο. Στην ουσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έδινε μια καλή ευκαιρία για τον Σλάιχερ να κυβερνήσει χωρίς τον φόβο του κοινοβουλίου για το διάστημα που θα χρειαζόταν προκειμένου να γίνουν νέες προεδρικές εκλογές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και των σοσιαλδημοκρατών η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 51 την 9η Δεκεμβρίου και στέρησε στον Σλάιχερ αυτή την δυνατότητα. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου του Χίτλερ στην κυβέρνηση που είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις έξι μέρες πριν. Και, μάλιστα, μια κήρυξη πολέμου που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο Στράσσερ βλέποντας ότι η ηγεσία του NSDAP έβαζε την προσωπική στρατηγική του αρχηγού υπεράνω των ιδεολογικών προσανατολισμών του κόμματος, παραιτήθηκε απογοητευμένος από όλες τις κομματικές του θέσεις. Σε όσους υποστηρίξουν ότι ο Στράσσερ γνώριζε ότι το κόμμα ήταν οργανωμένο στην βάση της χαρισματικής ηγεσίας και κατά συνέπεια αντιστρατεύτηκε μια κομματική αρχή με αυτή του την απόφαση, θα τους απαντήσω ότι κάνουν λάθος. Η περίφημη αρχή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη αύξανε την έντασή της σταδιακά και απέκτησε την τελική καισαρική της εκδοχή μόνο όταν ο Χίτλερ έγινε Φύρερ στην θέση του εκλιπόντος Προέδρου Χίντενμπουργκ. Ας διαβάσουν το βιβλίο του The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism του Eugene Davidson για να διαπιστώσουν ότι για πολλά έτη ο Χίτλερ γινόταν αντιληπτός στο ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας ως ο απλός άνθρωπος του λαού, που είχε το χάρισμα να ηγείται μιας μεγάλης κομματικής προσπάθειας. Όχι ως κάποιος υπερβατικός Φύρερ. Συνεπώς η απόφαση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά καθόλα συνεπής με τις αρχές και τις αξίες ενός ανθρώπου που έβαζε το συμφέρον της πατρίδας και την ιδεολογική του συνέπεια πάνω απ’ όλα.

Επιστρέφοντας στα της παραίτησης του Στράσσερ θα σταθώ στο γεγονός που αποτέλεσε την αρχή του πολιτικού και βιολογικού του τέλους. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau, που άνηκε σε ανθρώπους της «συντηρητικής επανάστασης», πρόβαλε την παραίτηση του Στράσσερ ως πιθανή του εναντίωση προς τον Χίτλερ. Δεν έχει διαπιστωθεί σήμερα αν αυτό συνέβη λόγω λαθεμένης εκτίμησης των δημοσιογράφων του συγκεκριμένου εντύπου ή αν ήταν μια προβοκατόρικη κίνηση που είχε οργανώσει ο Σλάιχερ, σε μια προσπάθεια να διασπάσει το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να πάρει με το μέρος του τον Στράσσερ και την αριστερή του πτέρυγα. Το πιο πιθανό είναι να ισχύει το πρώτο. Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Σλάιχερ επιδίωκε την συνεννόηση με τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές ακόμη και στα μέσα του Δεκεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε στήσει το δίκτυο συμμαχιών που θα δούμε παρακάτω.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στράσσερ είχε πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Οι ιστορικοί αποδέχονται σήμερα αυτή την εκδοχή. Αν ο Στράσσερ ήθελε να προκαλέσει εσωκομματικό ρήγμα θα έπρεπε τις επόμενες μέρες, μετά την παραίτησή του, να οργάνωνε τα δικά του δίκτυα και να διατηρούσε ενεργό το γραφείο του. Αντιθέτως, απογοητευμένος καθώς ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 9 Δεκεμβρίου, ταξίδεψε στο Μόναχο για να συναντήσει την οικογένειά του και μετά πήγαν δυο εβδομάδες διακοπές στο νότιο Τιρόλο. Κάποιος που συνωμοτεί δεν αφήνει την πολιτική δράση για να πάει διακοπές.

Από την άλλη, την ίδια μέρα που έφυγε ο Στράσσερ ο Χίτλερ κάλεσε τα μεσαία και τα ανώτερα στελέχη του κόμματος να ορκιστούν πίστη στο όνομά του. Μάλιστα χρησιμοποίησε και το εξής παράδοξο επιχείρημα. Αν δεν ορκίζονταν να τον ακολουθήσουν σε όποια προσωπική επιλογή έκανε, εκείνος απείλησε να αυτοκτονήσει!! Λίγες μέρες μετά θα γίνονταν γνωστές οι προσωπικές του επιλογές για τις οποίες έβαλε τα στελέχη του NSDAP να ορκιστούν.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1933 ο Σλάιχερ κυβερνούσε έναν μήνα. Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του εφάρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων και δημοσίων έργων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας!! Πιθανόν αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν στην πολιτική του Σλάιχερ.

Διαδοχικές προβοκάτσιες, συγκάλυψη σκανδάλων και πτώση του Σλάιχερ

Ωστόσο το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί με την πολιτική του Σλάιχερ. Την 5η Ιανουαρίου του 1933 οι εφημερίδες ανακοίνωσαν μια απρόσμενη συνάντηση. Την προηγούμενη ημέρα, στην οικία του τραπεζίτη Schröder στην Κολωνία, ο πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου Πάπεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ!! Οι δυο άντρες επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο συνεννόησης για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα έριχνε από την καγκελαρία τον Σλάιχερ. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε άμεσο αποτέλεσμα καθώς υπήρχαν διαφορές στο ποιος θα έπαιρνε τα κατάλληλα κυβερνητικά πόστα.

Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ο Χίτλερ οργάνωσε την πτώση του Σλάιχερ συνεργαζόμενος με τον πιο αντιλαϊκά αστό πολιτικό του Κέντρου, αρκεί για να θρυμματίσει το επιχείρημα των ακροδεξιών ότι τάχα ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών. Ο Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών εθνικιστών της «συντηρητικής επανάστασης» και δεν σχεδίασε καμία συνωμοσία. Ο Χίτλερ ήταν συνομιλητής των Κεντρώων καπιταλιστών και εξελίχθηκε σε συνεργάτη τους.

Λίγες μέρες μετά την συνάντηση του Χίτλερ με τον Πάπεν, μάλλον καθόλου τυχαία, η Εθνική Αγροτική Συνομοσπονδία, που εξέφραζε τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, εξέδωσε ένα ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ. Ποιο ήταν λέτε το επιχείρημα; Οι μεγαλογαιοκτήμονες κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ότι εφάρμοζε αδιανόητες μαρξιστικές αντιλήψεις στην αγροτική του πολιτική. Ο  πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κόμης Kalckreuth, δήλωσε ότι η «βρωμερή μπολσεβικοποίηση είχε καταλάβει την γερμανική πολιτική ζωή» μέσω της κυβέρνησης Σλάιχερ. Δυο μέρες αργότερα ο υπεύθυνος της αγροτικής πολιτικής του NSDAP Walter Darre συμφώνησε με τον Kalckreuth και υποστήριξε ότι ο Σλάιχερ μπολσεβικοποιούσε την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Αν μη τι άλλο, οι ακροδεξιές προβοκάτσιες παραμένουν αναλλοίωτες εδώ και εκατό χρόνια!!

Στις 16 Ιανουαρίου ο Χίτλερ απόκοψε οριστικά τον Γκρέγκορ Στράσσερ από το κόμμα. Παρόλα αυτά ο Σλάιχερ συνέχισε να ζητά την υποστήριξη του Χίτλερ. Του φαινόταν εύλογο το NSDAP να στήριζε μια πολιτική με σοσιαλιστικά στοιχεία, που εκείνος ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει με επιτυχία. Φαίνεται ότι δεν είχε πεισθεί ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με έναν πολιτικό που εξέφραζε τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές ιδέες, όπως ήταν ο Πάπεν.

Ο Σλάιχερ σχεδίασε το επόμενο βήμα του ως εξής. Το κοινοβούλιο θα άνοιγε στις 24 Ιανουαρίου του 1933. Αν το κοινοβούλιο αντιμετώπιζε τον Σλάιχερ όπως τον Πάπεν, δηλαδή με συνεχής προτάσεις δυσπιστίας, ο Σλάιχερ θα ζητούσε από τον Χίντενμπουργκ την διάλυσή του. Ο νόμος έλεγε ότι αν διαλυόταν το κοινοβούλιο θα γίνονταν εκλογές σε δυο μήνες. Αν οδηγούνταν εκεί τα πράγματα ο Σλάιχερ αποφάσισε να προτείνει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, προκειμένου να φανούν οι καρποί της κυβερνητικής του προσπάθειας. Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούσε ένα άρθρο του Συντάγματος. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του κατέφυγε σε μια νομική ερμηνεία του Καρλ Σμιτ, που επίσης ήταν μέλος του κύκλου της «συντηρητικής επανάστασης». Στις 16 Ιανουαρίου έπεισε το υπουργικό του συμβούλιο να υποστηρίξει αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο.

Στην ουσία εκείνες τις μέρες συγκρούονταν στη Γερμανία δυο ελίτ εξουσίας. Η μια ήταν εκείνη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή η ελίτ εξουσίας ήταν η ισχυρότερη, διέθετε τα κλειδιά του κράτους και ήθελε τον σταδιακό εκσυγχρονισμό της Γερμανίας σε μια δυτικού τύπου χώρα, όπου η αριστοκρατία με του εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας θα συγχωνεύονταν σε έναν ενιαίο κοινωνικό πόλο (όπως είχε γίνει στη Βρετανία). Προκειμένου να γινόταν αυτό εφικτό σε ένα προσεχές μελλοντικό στάδιο, υπήρχε πρόνοια ώστε να χρησιμοποιηθεί το εθνικιστικό κίνημα παροδικά, σαν ασπίδα, ενάντια σε κάθε προοπτική σοσιαλισμού. Κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος αυτής της ελίτ στα τέλη του 1932 και τις αρχές του 1933 ήταν ο Πάπεν.

Η αντίπαλη ελίτ εξουσίας ήταν εκείνη της «συντηρητικής επανάστασης». Αυτή ήταν οργανωμένη από παλιούς αριστοκράτες και εκπροσώπους των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που διέθεταν ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό αλλά όχι σε κομβικά πόστα εξουσίας. Στόχος της δεύτερης ελίτ ήταν να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ενάντια σε αυτή δυτικού φιλελευθερισμού. Να οικοδομήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα εξέφραζε τον παραδοσιακό γερμανικό κοινοτισμό σε μια εκδοχή εθνικού σοσιαλισμού (όπως έγραφε ο Σπένγκλερ). Πολιτικός της εκφραστής ήταν ο Σλάιχερ.

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ιδεολογικά συνδεδεμένοι με την δεύτερη ελίτ. Όμως ό Χίτλερ για λόγους τακτικής επέλεξε να συμμαχήσει με την πρώτη. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου συναντήθηκε ξανά με τον Πάπεν και μεθόδευσαν την πτώση του Σλάιχερ. Στο σημείο που διαφωνούσαν ήταν η κατανομή των υπουργείων. Δεν είναι σίγουρο το πότε σχεδίαζαν να χτυπήσουν τον Σλάιχερ μέχρι εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες.

Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι σχεδιασμοί αναπροσαρμόστηκαν όταν την 19η Ιανουαρίου ήρθε στο φως ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που έπληττε την ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. Ήταν η μέρα που ο κεντρώος βουλευτής Joseph Ersing ενημέρωσε την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι ορισμένοι μεγαλοτσιφλικάδες της Ανατολικής Πρωσίας (αυτοί που κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ως μαρξιστή) είχαν υφαρπάξει τεράστια κρατικά κονδύλια και αντί να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το δημόσιο είχαν αγοράσει αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας. Στο σκάνδαλο ήταν εμπλεκόμενος και ένας προσωπικός φίλος του Προέδρου Χίντενμπουργκ. Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η τάση όσων υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους κατά του σοσιαλισμού να απολαμβάνουν κρυφά τα οφέλη των κρατικών επιχορηγήσεων.

Πολλοί βουλευτές θεώρησαν ότι το σκάνδαλο έπρεπε να διερευνηθεί από την Βουλή. Αμέσως οι θορυβημένοι κύκλοι της μεγάλης ιδιοκτησίας ανέπτυξαν παρασκηνιακή δραστηριότητα προκειμένου να προκαλέσουν την άμεση διάλυση της Βουλής ώστε να σταματήσει η διερεύνηση του θέματος. Την επόμενη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών ομάδων της Βουλής αποφάσισαν να αναβάλουν τη σύγκλιση της ολομέλειας από την 24η που είχε προγραμματιστεί αρχικά για την 31η Ιανουαρίου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε και πάλι στις ψήφους των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών. Ούτε και για αυτή την απόφαση του Χίτλερ υπάρχει σαφής ερμηνεία των ιστορικών σήμερα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν την πήρε για να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες του με τον Πάπεν ή αν την έλαβε για να βοηθήσει το στρατόπεδο των μεγάλων γαιοκτημόνων. 

Εντωμεταξύ η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκίνησε να ερευνά το σκάνδαλο των μεγαλοτσιφλικάδων. Την 21η Ιανουαρίου το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg που συμμετείχε στις επαφές Χίτλερ-Πάπεν με παράλληλες επαφές που διατηρούσε με τους δυο πόλους, επιστρατεύτηκε από τους μεγαλοτσιφλικάδες και συνέταξε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ ότι διέθετε (sic) μαρξιστική πολιτική ατζέντα. Μια ακόμη ακροδεξιά πολιτική δύναμη εξίσωνε προβοκατόρικα τον συντηρητικό σοσιαλισμό της «συντηρητικής επανάστασης» με τον μπολσεβικισμό. Ήταν πλέον προφανές ότι για το μεγάλο κεφάλαιο της Γερμανίας ο Σλάιχερ ήταν δηλωμένος εχθρός που έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την καγκελαρία.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Χίτλερ, ο Πάπεν, ο γιος του Χίντεμπουργκ και τα επιτελεία τους έκαναν μια κομβική συζήτηση. Ο Χίτλερ καταλάβαινε ότι το γερμανικό κεφάλαιο ήταν στριμωγμένο και πίεσε αποτελεσματικά ώστε να γίνει εκείνος πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τον Σλάιχερ. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά εύστοχη τακτική κίνηση ενός ευφυούς πολιτικού. Όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος είχε σχεδόν χαθεί στο λαβύρινθο αυτών των κινήσεων τακτικής.

Ο Σλάιχερ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί ότι η αντίπαλη ελίτ εξουσίας θα εκδήλωνε την επίθεσή της τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Την 23η Ιανουαρίου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο και τον ενημέρωσε ότι αν η Βουλή κατέθετε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής του εκείνος θα προκαλούσε την διάλυση της Βουλής και θα ζητούσε από τον Πρόεδρο να του επιτρέψει να καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Χίντενμπουργκ, που μέχρι πριν ένα μήνα προσπαθούσε ο ίδιος να κρατήσει το αντιδημοφιλές και αποτυχημένο πολιτικά πιόνι του κεφαλαίου, δηλαδή τον Πάπεν, στην κυβέρνηση, προτείνοντας ο ίδιος την λύση της έκτακτης ανάγκης, εκείνη την ημέρα απάντησε στον Σλάιχερ σα να ήταν ο πλέον φιλελεύθερος συνταγματολόγος. Του είπε ότι η λύση που πρότεινε θα παραβίαζε ένα άρθρο του Συντάγματος και πως δεν ήταν πρόθυμος να χρεωθεί ως Πρόεδρος μια τέτοια αντιδημοκρατική απόφαση.

Ωστόσο ο Σλάιχερ δεν κατάλαβε (ή έκανε ότι δεν κατάλαβε) ένα από τα υπονοούμενα που άφησε ο Χίντενμπουργκ σε εκείνη τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος προσπάθησε να συμπεράνει αν ο Σλάιχερ θα ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι έρευνες για τα σκάνδαλα των μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Πρόεδρος συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ότι ο Σλάιχερ δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει αυτή την οδό. Αυτό ήταν! Ο Σλάιχερ είχε τελειώσει μολονότι ήταν ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δέκα ετών. Σύγχρονοι ερευνητές σημειώνουν ότι ο άμεσα εμπλεκόμενος φίλος του Χίντνενμουργκ στο σκάνδαλο, ο Januschau, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πρόεδρο να ρίξει τον Σλάιχερ προκειμένου να ησυχάσουν οι καθεστηκυίες δυνάμεις της Γερμανίας από τον φόβο της μπολσεβικοποίησης που υποτίθεται ότι προωθούσε.

Την επόμενη μέρα, 24 Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε το κείμενο του ακροδεξιού κόμματος των βασιλοφρόνων στο οποίο ηγείτο ο Hugenberg, που κατήγγειλε τον Σλάιχερ, λίγο πολύ, ως μαρξιστή. Αλλά και οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν έμειναν πίσω. Στις 25 Ιανουαρίου οι σοσιαλδημοκράτες προειδοποίησαν τον Σλάιχερ να μην αναβάλει τις εκλογές σε περίπτωση που αυτές προέκυπταν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Την 26η Ιανουαρίου στο ίδιο ύφος ήταν και η σχετική ανακοίνωση του Κεντρώου Κόμματος της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα σε αυτή την ανακοίνωση δριμύ κατηγορώ δεχόταν και ο Καρλ Σμιτ, γιατί με την νομική του θεωρία έδινε το πάτημα στον Σλάιχερ να υπονομεύσει την δημοκρατία.

Σύσσωμο το βαθύ γερμανικό κράτος έπαιζε τα ρέστα του ώστε να πέσει ο Σλάιχερ. Οι ιστορικοί τονίζουν σήμερα ότι τον Ιανουάριο του 1933 τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας είτε διατυμπάνιζαν (Κέντρο) είτε συναινούσαν (σοσιαλδημοκράτες) ότι η δημοκρατία απειλούνταν από τον Σλάιχερ και πως η μόνη δημοκρατική διέξοδος συνεπαγόταν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Προφανώς μια τέτοια μεταστροφή δεν είχε συμβεί επειδή τα κόμματα αυτά είχαν πειστεί από τις δημοκρατικές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η στροφή τους στο θέμα της ανάληψης της καγκελαρίας από τον αρχηγό του NSDAP είχε προετοιμαστεί από τους ανθρώπους που ήλεγχαν τις δομές του βαθέως γερμανικού κράτους.

Ωστόσο για να παιχτεί το σενάριο που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ που εξουσίαζε την Γερμανία έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να πραγματοποιηθεί, χωρίς αναταραχές, η μετάβαση από έναν πρωθυπουργό που έχαιρε μεγάλης λαϊκής συμπάθειας, όπως ήταν ο Σλάιχερ. Η κλίκα του Χίντενμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε μέσω του τύπου την φήμη ότι ο Πρόεδρος θα αντικαθιστούσε τον Σλάιχερ με μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία πρωθυπουργός θα ήταν ο Πάπεν και οι εθνικοσοσιαλιστές με τους ακροδεξιούς θα την στήριζαν. Το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg αναπαρήγαγε αυτή την φήμη. Ο Χίτλερ δήλωσε αμέσως ότι διαφωνεί και ότι θα πολεμήσει με κάθε τρόπο μια τέτοια κυβέρνηση.

Η φήμη ότι θα επέστρεφε ο Πάπεν στην καγκελαρία, και μάλιστα ως δικτάτορας, άρχισε να απλώνει τον πανικό στην γερμανική κοινωνία. Τα συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στην κοινωνία και πως ετοίμαζαν τα οδοφράγματα. Ο ίδιος ο Σλάιχερ, που είχε ήδη πέσει αλλά δεν το γνώριζε, είπε στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Ιανουαρίου ότι  ο Χίντενμπουργκ θα έκανε κάτι παρανοϊκό αν κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση και υποστήριξε ότι αν ήταν να χάσει την καγκελαρία τουλάχιστον να την έπαιρνε ο Χίτλερ, ώστε η νέα κυβέρνηση να είχε ένα μαζικό κόμμα να την στηρίζει. Ασφαλώς αυτή ήταν μια μπλόφα του κατεστημένου που εξουσίαζε τη Γερμανία. Μέσω της μπλόφας αυτής προετοιμάστηκε η προώθηση του Χίτλερ στην καγκελαρία χωρίς η λαϊκή βάση των σοσιαλδημοκρατών και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις να απειλήσουν με άμεσο ξεσηκωμό, όπως θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σλάιχερ επισκέφθηκε την ίδια μέρα ως πρωθυπουργός τον Πρόεδρο και του ζήτησε να διαλύσει τη Βουλή και να του επιτρέψει να κυβερνήσει τουλάχιστον για δυο ακόμη μήνες, μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ έκανε εκείνο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε την άμεση πτώση του Σλάιχερ. Απάντησε αρνητικά. Ο Σλάιχερ, μη έχοντας να κάνει τίποτε άλλο, παραιτήθηκε.

Το άκουσμα της πτώσης του Σλάιχερ από την πρωθυπουργία σηματοδότησε την έναρξη των προετοιμασιών για έναν εμφύλιο των εργατικών δυνάμεων κατά της νέας κυβέρνησης του Πάπεν, που όλοι περίμεναν. Όμως τελικά, την 29 Ιανουαρίου, άπαντες ηρέμησαν. Ο Πάπεν είχε ετοιμάσει το καινούργιο υπουργικό σχήμα. Νέος καγκελάριος θα γινόταν ο αρχηγός του μαζικότερου κόμματος, ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο υπουργικό συμβούλιο θα συμμετείχαν μόνο τρία μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ένας ημιφασίστας της οργάνωσης Stahlhelm. Όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Την 30η Ιανουαρίου ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος.

Συμπεράσματα

Ανατρέχοντας στις κρίσιμες εκείνες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ‘30 το τελικό συμπέρασμα που εξάγω είναι το εξής. Ο Χίτλερ, ο Στράσσερ και τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος είχαν αντιληφθεί ότι στα τέλη του 1932 η δυναμική του κόμματος είχε φτάσει στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Το αστικό σύστημα εξουσίας διαθέτει πάντα δικλείδες ασφαλείας. Εκείνες τις δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν επέτρεπαν στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και αν το εκλογικό του ποσοστό κυμαινόταν στο 40%. Επιπλέον όλες οι στρατιωτικές μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ούτε οι εθνικοσοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν την Ράιχσβερ και την αστυνομία σε μια ενδεχόμενη ένοπλη εξέγερση. Ο Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν γνώριζαν ότι μόνο αν συμμαχούσαν οι κομμουνιστές με τους εθνικοσοσιαλιστές σε ένα ένοπλο μέτωπο και ταυτόχρονα η Πολωνία έκανε επίθεση στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, υπήρχε περίπτωση να χάσει την εξουσία, με επαναστατικό τρόπο, το γερμανικό αστικό κατεστημένο. Πράγμα που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον.

Στην ουσία τα κλειδιά του γερμανικού κράτους κρατούσε μια εκσυγχρονιστική ομάδα κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με πρόθυμους παλιούς αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες. Ο μοναδικός πυρήνας που διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία από εκείνη την πλουτοκρατική ελίτ ήταν αυτός του δικτύου των εκπροσώπων της «συντηρητικής επανάστασης». Κομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές και λοιπές μαζικές πολιτικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες να κονταροχτυπιούνται σε ένα κοινοβουλευτικό θέατρο σκιών, χωρίς να μπορούν να υπερβούν το θεσμικό φράγμα προς την εξουσία που είχε ορθώσει το γερμανικό κεφάλαιο. Χίτλερ και Στράσσερ γνώριζαν ότι η κοινοβουλευτική δράση δεν είχε να προσφέρει άλλους καρπούς στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε προκειμένου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα να κάνει το απαιτούμενο βήμα προς την εξουσία. Έπρεπε να πείσει κάποια από τις δυο ελίτ ότι μπορούσε να παίξει ρόλο ως εξουσιαστικός πόλος. Η επίμονη εργασία του Χίτλερ και των συνεργατών του έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μισό του 1932 τόσο ο εξουσιαστικός πυρήνας του βαθέως γερμανικού κράτους όσο και το δίκτυο των «συντηρητικών επαναστατών» αποζητούσαν την συμμαχία των εθνικοσοσιαλιστών.

Οι «συντηρητικοί επαναστάτες» είχαν έναν κοινό πολιτικό στόχο με τους εθνικοσοσιαλιστές. Θεωρούσαν όμως ότι κατά τα πρώτα χρόνια που θα έπαιρναν την εξουσία την γενική πολιτική κατεύθυνση θα έπρεπε να δώσει μια ελίτ μορφωμένων πολιτικών, που θα γνώριζε καλά τους συσχετισμούς δυνάμεων ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να αποτελέσουν την βάση στην οποία θα οικοδομούνταν η μελλοντική συνέχεια του πολιτικού αυτού μετώπου. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ιδεολογικά συνεπής με τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά προϋπέθετε ότι η ηγεσία του κόμματος δεν θα έπαιζε ανεξάρτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη φάση, όταν το κόμμα θα βρισκόταν, τρόπον τινά, σε διαρκή διάλογο για τη συνδιαμόρφωση των πολιτικών με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης».

Αντιθέτως οι κεφαλαιοκράτες, που είχαν τα κλειδιά της εξουσίας, νιώθοντας περικυκλωμένοι από την ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων (κομμουνιστικών, ρεφορμιστικών, εθνικοσοσιαλιστικών, «συντηρητικών επαναστατών»), αντιλήφθηκαν ότι δεν γινόταν να κυβερνούν επί μακρόν με μειοψηφικά σχήματα. Αναζήτησαν έτσι μια ισχυρή συμμαχία. Θεώρησαν ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να τους προσφέρει μια καλή συμφωνία και πως αν τον έβαζαν στο παιχνίδι της εξουσίας θα εφάρμοζε μια ισχνή μορφή σοσιαλισμού, η οποία και τα λαϊκά στρώματα θα καθησύχαζε και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ θα απέφευγε να χτυπήσει με μεγάλη ένταση.

Σε αυτό το δίλλημα ο Γκρέγκορ Στράσσερ επέλεξε το δρόμο της ιδεολογικής συνέπειας. Ο Χίτλερ επέλεξε το δρόμο που θεώρησε ότι θα του έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες προσωπικής ευελιξίας. ΣΕ ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν παραβλέπω ότι το σχέδιο του Χίτλερ, μολονότι ήταν μακιαβελικό και παρέκαμπτε ιδεολογικούς φραγμούς, είχε σωστή στόχευση. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έγινε πιόνι της εκσυγχρονιστικής ελίτ εξουσίας και έπαιξε επιδέξια το δικό του παιχνίδι. Μέχρι που τελικά εξουδετέρωσε προσωρινούς συμμάχους και αντιπάλους και έγινε εκείνος ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης. Ωστόσο για να φέρει σε πέρας αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο χρειάστηκε να παρακάμψει ιδεολογικές αρχές, να συναναστραφεί με το πιο χυδαίο πλουτοκρατικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, να μετατρέψει τα στελέχη του κόμματος του από αγωνιστές σε άβουλους χειροκροτητές και να εξοντώσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα.

Δεν είναι τυχαίο ότι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξαφανίστηκε από το διανοητικό προσκήνιο το ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης». Τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του τα 4/5 των εντύπων της «συντηρητικής επανάστασης» είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί η εξήγηση ότι οι διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης» εκφράστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ και μείωσαν τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Η αλήθεια είναι ότι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που βοήθησαν τον Χίτλερ να ανέβη στην εξουσία θεωρούσαν πιο επικίνδυνους εχθρούς τους «συντηρητικούς επαναστάτες». Για αυτό και απαίτησαν από τον Χίτλερ να εξαφανίσει το κίνημά τους, όπως και την στρασσερική τάση του κόμματός του. Ο Χίτλερ έπραξε αυτό που του ζήτησαν οι άνθρωποι του κατεστημένου. Άσχετα αν στο τέλος περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή ώστε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να θέσει τους δικούς του όρους από θέση ισχύος στην αστική ελίτ που τον είχε βοηθήσει.

Συμπερασματικά ο Χίτλερ υποκατέστησε μεγάλο μέρος από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος με την κυνική ιδιοφυία της πολιτικής του ευστροφίας. Ο Σλάιχερ επιχείρησε μια έξυπνα αθόρυβη αντικατάσταση της αστικής εξουσίας με εκείνη των δυνάμεων της «συντηρητικής επανάστασης» αλλά αποτράπηκε την τελευταία στιγμή από το να το πετύχει. 

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας από τους πιο συνεπής με τις ιδεολογικές τους αρχές πολιτικούς άντρες του μεσοπολέμου, που πλήρωσε με χυδαίο τρόπο αυτή του την συνέπεια.  

πηγή

Βιβλιογραφία

-HEINRICH A WINKLER- ΒΑΙΜΑΡΗ Η ΑΝΑΠΗΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1918-1933), Πόλις, Αθήνα 2013.

 -ΣΤΑΝΛΕΫ ΠΕΪΝ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

 -JEFFREY HERF-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. ΤΕΧΝΟΛΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ Γ' ΡΑΙΧ, ΠΕΚ, Κρήτη 2012.

 -SERGE BERSTEIN& PIERRE MILZA, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

 -Κώστας Υφαντής-Θεόδωρος Ηλιάδης, Σημειώσεις μαθήματος Αμυντική Πολιτική και Στρατηγική, ΕΚΠΑ, Σχολή ΝΟΠΕ.

 - Andreas Dorpalen- Hindenberg and the Weimar Republic, Princeton Legacy Library 1964.

 - Peter D. Stachura- Gregor Strasser and the Rise of Nazism, Allen & Unwin, London 1983.

 - Eugene Davidson- The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism, University of Missouri Press, 1997.