του Γιώργου Πισσαλίδη
Το 1945, μια εθνικιστική και κοινωνική επανάσταση
πραγματοποιείται στην Αργεντινή. Αυτή του συνταγματάρχη Περόν και των
«ντεκαμισάδος». Στις 17 Οκτωβρίου 1945, μία πορεία συμπαράστασης στον έκπτωτο
Περόν, οργανωμένη από τα εργατικά συνδικάτα, τον ανεβάζει (μεταφορικά και
κυριολεκτικά) στον προεδρικό θώκο. Ο Περόν εθνικοποίησε τα μέσα μεταφοράς και
επικοινωνίας (που τα περισσότερα ήταν σε βρετανικά χέρια), το χρηματοοικονομικό
σύστημα και τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου. Έκανε έτσι την χώρα του
οικονομικά και εθνικά ανεξάρτητη. Καθιέρωσε το κατώτατο όριο μισθού, συντάξεις
και διακοπές μετά αποδοχών.
Με την βοήθεια της γυναίκας του Εβίτας, έκτισε το
ασφαλιστικό και υγειονομικό σύστημα και έδωσε ψήφο στις γυναίκες. Τέλος κράτησε
μια αντιιμπεριαλιστική στάση απέναντι στις Η.Π.Α και την Μεγάλη Βρετανία,
εφαρμόζοντας τον «Τρίτο Δρόμο» πέρα από τον αμερικάνικο καπιταλισμό και τον
σοβιετικό μαρξισμό. Έτσι με αυτήν την πολιτική προσέλκυε τους εθνικιστές,
μεγάλο μέρος της Αριστεράς και φυσικά τους «ντεκαμισάδος» (χωρίς πουκάμισο),
τους οπαδούς του που ανήκαν στην εργατική τάξη, που ήταν οργανωμένοι από την
Εβίτα Περόν στην Γενική Συνομοσπονδία Εργατών.
Ο Κάστρο και η Φάλαγγα
Την ίδια χρονιά, στο Μπέθαλ της Κούβας, ένας 19χρονος
επαναστάτης, ονόματι Φιντέλ Κάστρο Ρουζ, διαβάζει τα άρθρα και τις ομιλίες του
Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα. Στα νιάτα του, ο Κάστρο υπήρξε εθνικιστής στο
πνεύμα του Χοσέ Μαρτί, του μαρτυρικού ήρωα της Κουβανικής ανεξαρτησίας,
αντικομουνιστής και θαυμαστής του Μπενίτο Μουσολίνι, που τα άπαντα του είχαν
εκλεχτή θέση στην φοιτητική βιβλιοθήκη του. Λάτρευε την «βία των γρόνθων και
των πιστολιών» με την οποία ο Χοσέ Αντόνιο και οι Φαλαγγίτες του ήθελαν να
υπερασπιστούν τον Ισπανικό τρόπο ζωής απέναντι στον καπιταλισμό και τον
κομμουνισμό. Ταυτιζόταν δε, με την ιστορική φράση του ηγέτη της Φάλαγγας «Η ζωή
μας είναι στράτευσις και πρέπει ο καθένας από μάς να την ζήσει, διαποτισμένη από την θέληση να υπηρετήσει και να θυσιασθεί».
Το 1952, ο Κάστρο υπήρξε βουλευτής του κόμματος των
«Ορντοντόξος». Το πραξικόπημα όμως του Μπατίστα του κόβει τον δρόμο. Στις 26
Ιουλίου 1953 θα ηγηθεί μιας αποτυχημένης επίθεσης στους στρατώνες Μονκάδα στο
Σαντιάγκο της Κούβας. Θα συλληφθεί και στις 21 Σεπτεμβρίου θα υπερασπιστεί τον
εαυτό του στο δικαστήριο με ένα διάσημο λόγο με τίτλο «Η Ιστορία θα με
αθωώσει», την πρώτη πλατφόρμα της Κουβανικής Επανάστασης.
o Γκεβάρα μαζί με τον Αιγύπτιο Εθνικιστή και αντισιωνιστή Nasser
Στον λόγο αυτό, ζητούσε αποκατάσταση του συντάγματος του 1940, παρέμενε πιστός στα εθνοκοινωνικό ιδεώδες της Φάλαγγας, ενώ ήταν εμπνευσμένος από το φιλολαϊκό πνεύμα της «Νιου Ντηλ» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Η οποία με την σειρά της ήταν αντιγραφή του οικονομικού προγράμματος της εθνικιστικής Ιταλίας. Το 1955 αμνηστεύεται και φεύγει με άλλους Κουβανούς στο Μεξικό, όπου θα οργανώσει μαζί του με τον αδελφό του, Ραούλ το «κίνημα της 26ης Ιουλίου», προς ανάμνηση της επίθεσης στους στρατώνες Μονκάδα. Εκεί στο Μεξικό, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, ο Ραούλ θα του συστήσει ένα νεαρό γιατρό από την Αργεντινή, που προσπαθούσε να δώσει ένα καινούργιο νόημα στην ζωή του. Το όνομα του: Ερνέστο Γκεβάρα.
Ο Τσε και ο Περονισμός.
Ο Γκεβάρα είχε φτάσει στο Μεξικό από την ταραγμένη
Γουατεμάλα, όπου είχε ταξιδέψει με τον αριστερό φίλο του Ριχαρδο Ρόχο. Εκεί ο
αριστερών απόψεων συνταγματάρχης Χακόμπο Αρμπένζ Γκουσμάν είχε πάρει μια σειρά
από οικονομικά μέτρα που ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο των γηγενών Ινδιάνων και
τους έδωσε πίσω την εθνική τους περηφάνια. Όταν όμως θέλησε να καταργήσει τα
λατιφούντια (μεγάλα αγροκτήματα), οι μεγαλοτσιφλικάδες, που ήταν Αμερικανοί, με
μπροστάρη την «Γιουνάιτεντ Φρούιτ Κόμπανυ», την πολυεθνική πίσω από τις
δημοκρατίες της «μπανανίας», πίεζαν την Ουάσινκτον να υπερασπισθεί τα προνόμια
τους.
Ο Γκεβάρα και ο Ρόχο αντιλαμβάνονται ότι η μόνη κυβέρνηση
που βοηθά τον Αρμπενέζ είναι αυτή του Περόν. Όπως είχε κάνει και κατά τον
αποκλεισμό του 1947 από τις βορειοαμερικανικές ναυτικές εταιρείες στέλνοντας
πλοία, όπλα και πολεμοφόδια. Στις 17 Ιουνίου 1954, τα μισθοφορικά στρατεύματα
του Κάρλος Καράγιο Άρμας, υποστηριγμένα από την CIA, εισβάλλουν στην
Γουατεμάλα. Ο Ερνέστο προσφέρεται να πολεμήσει, αλλά ο πρόεδρος Αρμπενέζ
αρνείται να δώσει όπλα στον λαό. Μέσα σε ένα λουτρό αίματος που ακολουθεί, ο
Αργεντινός πρέσβης, του σώζει την ζωή και του μισθώνει αμάξι για να φύγει στο
Μεξικό.
Η πρώτη συζήτηση λοιπόν που είχαν ο Κάστρο και ο Γκεβάρα
αφορούσε τα γεγονότα της Γουατεμάλας και την διεθνή κατάσταση. Ο Γκεβάρα
γοητεύεται από την φυσιογνωμία του Φιντέλ και αργότερα γράφει στις «Αναμνήσεις
από τον Επαναστατικό Πόλεμο»: «Τις πρώτες μικρές ώρες της αυγής είχα κιόλας
γίνει ένας από τους μελλοντικούς του πολεμιστές».
Το εξώφυλλο του περιοδικού "Έλληνας Εργάτης" το οποίο εξέφραζε την εποχή εκείνη την "αριστερή" πτέρυγα του κόμματος της "Χρυσής Αυγής"
Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος που θα έμενε στην Ιστορία με το
προσωνύμιο «Τσε»;
Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής.
Καταγόταν από μια από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Αργεντινής, που
μεταπολεμικά ξέπεσε στην μεσοαστική τάξη. Ο ίδιος έπασχε από βρογχικό άσθμα που
θα τον ταλαιπωρούσε σε όλη του την ζωή και θα αποβεί μοιραίο την μέρα της
σύλληψης του. Ο ίδιος όμως ήταν δεινός ιππέας, ορειβάτης και κολυμβητής.
Η οικογένεια του ήταν αντιπερονική, αλλά μετά την
Γουατεμάλα, άρχιζε να θαυμάζει «την κοινωνική επανάσταση που υπήρξε ο
Περονισμός». Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν ο Περόν ανατράπηκε από ένα
αμερικανοκίνητο πραξικόπημα, ο «Τσε» γράφει στον πατέρα του: «Ομολογώ με όλη
την ειλικρίνεια ότι η πτώση του Περόν με πίκρανε βαθιά. Η Αργεντινή ήταν ο
ιππότης όλων εκείνων που πίστευαν ότι ο εχθρός βρίσκεται στον Βορρά»,
υπονοώντας την Αμερική.
Χρόνια αργότερα ως υπουργός θα δηλώσει στον Άνγκελ
Μπερλένγκι, πρώην υπουργό εσωτερικών του Περόν, που κατέφυγε στην Κούβα: «Ο
Περόν αποτέλεσε την πιο εξελιγμένη έκφραση της πολιτικής και οικονομικής
μεταρρύθμισης στην Αργεντινή. Να σκεφτείτε όμως, πως αν ο Περόν είχε
επιχειρήσει μια βαθιά ανατροπή των παραδοσιακών οικονομικών δυνάμεων, οι
καινούργιες δεν θα ήταν σε θέση να βάλουν τέλος στην διακυβέρνηση του, όπως και
τελικά έγινε».
Αντάρτης και υπουργός
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1956, ο «Τσε» μαζί με άλλους 80
αντάρτες ανέβαινε στο «Γκράντμα» με σκοπό να αποβιβασθούν στην Κούβα με σκοπό
να ανατρέψουν τον Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς πατρώνους του. Η φύση της
Κουβανικής επανάστασης ήταν εθνικοαπελευθερωτική στο πρότυπο του Χοσέ Μαρτί και
επηρεασμένη από το αντι-ιμπεριαλιστικό πνεύμα του περονισμού. Δεν ήταν μόνο
Κουβανική, αλλά αφορούσε όλη την Λατινική Αμερική.
Εξ’ άλλου από την εποχή του
Μπολιβάρ η Λατινική Αμερική θεωρείτο μία ενιαία χώρα. Το 1958, ο Κάστρο δηλώνει
στον αμερικανικό τύπο: «Θέλω να με θεωρείτε μία διασταύρωση Χοσέ Μαρτί και Χοσέ
Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα» Στην διάρκεια του επαναστατικού αγώνα, ο Κάστρο θα
κουβαλούσε παντού μαζί του τα «Άπαντα» του Χοσέ Αντόνιο, ενώ όταν θα ανέβει
στην εξουσία θα κλείνει όλους του πολιτικούς του λόγους με την φράση «Πατρίδα η
Θάνατος», κάτι που ο ηγέτης της Φάλαγγας θα ενέκρινε.
Ως στρατιώτης, ο Τσε Γκεβάρα χαρακτηριζόταν από την «άμεση
και αυθόρμητη διάθεση του να προσφερθεί για την εκπλήρωση της πιο δύσκολης
αποστολής». Τον Ιούλιο του 1957, προάγεται σε ταγματάρχη (κομμαντάτε), τον
ανώτερο στον κουβανικό στρατό και αναλαμβάνει διοικητής της δεύτερης φάλαγγας
του αντάρτικου στρατού. Υπήρξε ο ιθύνους νους της νίκης στην Σάντα Κλάρα στις
28 Δεκεμβρίου 1958, που άνοιξε τον δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Με την επικράτηση της επανάστασης, ο Τσε ορίζεται κατά σειρά
βιομηχανικός διευθυντής του «Εθνικού Ιδρύματος της Αγροτικής Μεταρρύθμισης»
(NRA), Διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας και υπουργός βιομηχανίας. Θα διέλυε τα
λατιφούντια (μεγαλοκτήματα) και θα τα αντικαταστούσε με κολεκτίβες, ερχόμενος
σε σύγκρουση με την ολιγαρχία και τους ξένους μεγαλοκτήμονες. Κατά την διάρκεια
της υπουργοποιήσεως του Γκεβάρα, τα «Αράμος», τα «Ντοράντος» και τα «Κριόλας»
πήραν την θέση των βορειοαμερικάνικων σιγαρέτων.
Οι αμερικάνικες ταινίες
καταργήθηκαν από την τηλεόραση, οι βομβαρδισμός διαφημίσεων και φωτεινών
επιγραφών σταμάτησε, οι αγγλόφωνες εμπορικές ονομασίες και τα ξενικά ονόματα
των μαγαζιών αντικαταστήθηκαν από ισπανόφωνες επιγραφές. Με άλλα λόγια είχαμε
ένα αριστερού τύπου γλωσσικό εθνικισμό και κρατικό προστατευτισμό, που θα
έβρισκε απήχηση στους ευρωπαίους εθνικιστές.
Ως άτομο και υπουργός ο Τσε περιφρονούσε το χρήμα, την
πολυτέλεια και ζούσε μια ζωή αυστηρή, λιτή και σπαρτιάτικη. Αντίθετα είχε
απεριόριστη πίστη στις ηθικές αξίες και την συνείδηση των ανθρώπων. Θέλησε
χωρίς να υποτιμήσει τα υλικά κίνητρα, να προωθήσει την κυριαρχία ηθικών
κινήτρων στην δουλειά. Προώθησε την εθελοντική δουλειά τις Κυριακές, στην οποία
ο ίδιος δούλευε κανονικά 8 με 10 ώρες. Οραματιζόταν την δημιουργία ενός νέου
ανθρώπου μέσα από τον σοσιαλισμό. «Ένα άνθρωπο με θάρρος, με συνείδηση των
ευθυνών του, εργατικό και τίμιο, με την αίσθηση του χιούμορ και της
αξιοπρέπειας, γενναιόδωρο, έτοιμο για τις μεγάλες θυσίες, έξυπνο». Ήταν ουτοπία; Πολλές από αυτές τις αρετές τις είχε ο ίδιος ο
Τσε.
Ούτε Ουάσιγκτον, Ούτε Μόσχα!
Τον Απρίλιο του 1960, η Κούβα αγόρασε το πρώτο σοβιετικό
πετρέλαιο που όμως, τα αμερικάνικα διυλιστήρια που υπήρχαν στο νησί, αρνήθηκαν
να το επεξεργαστούν. Ο «Τσε» τότε τα εθνικοποίησε, κερδίζοντας να αγοράσουν την
πρώτη του διεθνή νίκη. Σε αντίποινα, οι Η.Π.Α αρνιόταν να αγοράσουν το 80% της
Κουβανικής ζάχαρης. Τότε ως από μηχανής θεός, εμφανίζονται οι Σοβιετικοί με 100
εκ. δολάρια και αγόραζαν την ζάχαρη που συνήθως αγόραζαν οι Αμερικανοί. Όμως
αυτό δεν πολυάρεσε στον Τσε. Αν και υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Σοβιετο - Κουβανικής
συνεργασίας, κάποια στιγμή θα δήλωνε: «Η ΣΕΛΛ, η ΕΣΣΣΟ και η ΤΕΞΑΚΟ του φίλου
μας, του Ροκφέλλερ, με μια μαχαιριά μας έσπρωξαν στην αγκαλιά της Σοβιετικής
Ένωσης.
Στις 16 Απριλίου 1961, παραμονή της εισβολής στον Κόλπο των
Χοίρων, ο Κάστρο ανακηρύσσει την σοσιαλιστική φύση του καθεστώτος και στις 2
Δεκεμβρίου την προσέγγιση στο Ανατολικό Μπλοκ. Οι εθνικιστικές μέρες που ο
Κάστρο δήλωνε να εμπνέεται από τον Χοσέ Αντόνιο και το κοινωνικό πρόγραμμα της
Φάλαγγας, παίρνουν τέλος. Από εδώ και πέρα, ο Κάστρο γίνεται υποχείριο της
Μόσχας. Όχι όμως και ο Τσε, που αντιστεκόταν σε κάθε είδους οικονομικό και
πολιτικό προστατευτισμό εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης.
Πίστευε ότι «αν οι
εθνικές ιδιαιτερότητες δεν γίνουν σεβαστές στον σοσιαλιστικό διεθνισμό, τότε
υπάρχει ένας ακόμη ιμπεριαλισμός και η θέση της Κούβας δεν είναι εκεί».
Θεωρούσε ότι η σοβιετική προστασία θα στεκόταν εμπόδιο στην ανάπτυξη της εθνικά
αυτόνομης προσωπικότητας της Κούβας. Όπως θα έλεγε κάποια στιγμή «Δεν κάναμε
την επανάσταση μας για να εξαρτηθούμε από την σοβιετική προστασία».
Έτσι, από μοναδικός κομμουνιστής του πληρώματος του
«Γκράνμα», ο Τσε μετατράπηκε σε ένα σφόδρα αντιιμπεριαλιστή πολιτικό - μαχητή
ενάντια στις Η.Π.Α και την Ε.Σ.Σ.Δ. Δηλαδή ταυτιζόταν με τον «Τρίτο Δρόμο» του
περονισμού και μεταμορφώθηκε σε «Περόν» της επαναστατικής αριστεράς.
Περιπλανώμενος γκουερριλιερρο
To 1960, o Τσε Γκεβάρα εξέδωσε το σημαντικότερο του βιβλίο,
τον «Ανταρτοπόλεμο». Πρόκειται για ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, όπου δείχνει πως
ένας αντάρτικος λαϊκός στρατός, βασισμένος σε υποστήριξη του αγροτικού
πληθυσμού και αποζητώντας μεταρρύθμιση της ιδιοκτησίας της γης, μπορεί να
νικήσει ένα τακτικό στρατό.
Για πρότυπα ο Τσε είχε την Κουβανική επανάσταση (Κάστρο), την Κινέζικη (Μάο Τσε Τούνγκ) και την Βιετναμέζικη (Χο Τσι Μινγκ), δηλαδή τρία τριτοκοσμικά, αγροτοκομμουνιστικά αντάρτικα, που συνδύαζαν εθνική και κοινωνική χειραφέτηση. Όμως εξαιτίας της περιφρόνησης του Μαρξ για την πατρίδα, την αγροτιά, τον Τρίτο Κόσμο και τον πολιτικό αυθορμητισμό, ανήκουν σύμφωνα με τον καθηγητή Κιτσίκη, στην Τρίτη Εθνικιστική Ιδεολογία.
Για πρότυπα ο Τσε είχε την Κουβανική επανάσταση (Κάστρο), την Κινέζικη (Μάο Τσε Τούνγκ) και την Βιετναμέζικη (Χο Τσι Μινγκ), δηλαδή τρία τριτοκοσμικά, αγροτοκομμουνιστικά αντάρτικα, που συνδύαζαν εθνική και κοινωνική χειραφέτηση. Όμως εξαιτίας της περιφρόνησης του Μαρξ για την πατρίδα, την αγροτιά, τον Τρίτο Κόσμο και τον πολιτικό αυθορμητισμό, ανήκουν σύμφωνα με τον καθηγητή Κιτσίκη, στην Τρίτη Εθνικιστική Ιδεολογία.
Το βιβλία διεπνέετο από εθνικοεπαναστατικά και κομμουνιστικά
ιδεώδη, που ο Κάστρο και ο «Τσε» ήθελαν να εξάγουν πρώτα στην Λατινική Αμερική
και ύστερα σε όλον τον κόσμο. «Να κάνουμε 1-2-3, πολλά Βιετνάμ!», όπως θα έλεγε
χαρακτηριστικά. Ο Περόν το έθεσε πολύ σωστά: «Ο αντικειμενικός σκοπός των
Κουβανών δεν είναι άλλος από την απελευθέρωση των λαών της Λατινικής Αμερικής».
Η πρόθεση τους είναι να δημιουργήσουν μία συνομοσπονδία ανεξαρτήτων. Ο «Τσε» Γκεβάρα ήταν το σύμβολο αυτού του αγώνα, γιατί υπηρέτησε έναν σκοπό μέχρι το σημείο να το ενσαρκώσει. Είναι ο άνθρωπος ενός ιδανικού» Όμως αυτά τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν άρεσαν στην Σοβιετική Ένωση γιατί ενδιαφερόταν για αυτά μόνο όσο μπορούσε να τα ελέγχει για τους δικούς της σκοπούς. Το 1965 πριν φύγει για το Κονγκό, ο Τσε γράφει στους γονείς του: «Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα ως την μόνη λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους. Πολλοί θα με αποκαλέσουν τυχοδιώκτη και πράγματι είμαι, αλλά ενός διαφορετικού τύπου. Από εκείνους που διακινδυνεύουν το τομάρι τους για να υπερασπίσουν ένα ιδανικό».
Η πρόθεση τους είναι να δημιουργήσουν μία συνομοσπονδία ανεξαρτήτων. Ο «Τσε» Γκεβάρα ήταν το σύμβολο αυτού του αγώνα, γιατί υπηρέτησε έναν σκοπό μέχρι το σημείο να το ενσαρκώσει. Είναι ο άνθρωπος ενός ιδανικού» Όμως αυτά τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν άρεσαν στην Σοβιετική Ένωση γιατί ενδιαφερόταν για αυτά μόνο όσο μπορούσε να τα ελέγχει για τους δικούς της σκοπούς. Το 1965 πριν φύγει για το Κονγκό, ο Τσε γράφει στους γονείς του: «Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα ως την μόνη λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους. Πολλοί θα με αποκαλέσουν τυχοδιώκτη και πράγματι είμαι, αλλά ενός διαφορετικού τύπου. Από εκείνους που διακινδυνεύουν το τομάρι τους για να υπερασπίσουν ένα ιδανικό».
Όταν ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται για την εξαφάνιση του
«Τσε», ο Κάστρο θα διαβάσει δημόσια ένα γράμμα του Γκεβάρα, όπου έγραφε: «Θεωρώ
ιερό μου καθήκον να αγωνίζομαι εναντίον του ιμπεριαλισμού, όπου και να
βρίσκεται. Αυτό για μένα είναι μια μεγάλη παρηγοριά και κατευνάζει την οδύνη
μου». Οι Σοβιετικοί καταλαβαίνουν σε ποιους απευθύνεται πραγματικά αυτό το
γράμμα και υπογράφουν την θανατική του καταδίκη.
Όταν ο «Τσε» γυρίσει κρυφά στην Κούβα πριν φύγει για την
Βολιβία, οι Σοβιετικοί θα πιέσουν οικονομικά τον Κάστρο και πολιτικά το ΚΚ
Βολιβίας να τον αφήσουν αβοήθητο. Φρόντισαν μάλιστα να στείλουν δίπλα του την
πρώην πρακτόρισα της Σταζί, Χάιντι Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ, γνωστή ως «Τάνια»,
που είχε υπάρξει ερωμένη του Κάστρο. Αρχικά ο Κάστρο ήθελα να βοηθήσει τον
παλιό του φίλο και συμπολεμιστή, αλλά τελικά υποτάχθηκε στην Σ. Ένωση. Ήταν
εκείνη που σε συμφωνία με την Μόσχα και την Αβάνα έφερε τον Βολιβιανό στρατό
στα ίχνη του Γκεβάρα, αν και σκοτώθηκε και η ίδια σε μια πολεμική σύγκρουση
στις 31 Αυγούστου 1967. Στις 8 Οκτωβρίου 1968, ο «Τσε» συλλαμβάνεται και
δολοφονείται από τον βολιβιανό στρατό και την CΙΑ.
Ο Γκεβάρα ενάντια στην ελληνική αριστερά
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο κομμαντάτε «Τσε» Γκεβάρα δεν είχε
πολλές σχέσεις με τους ντόπιους τιμητές του. Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε το
Αρμάνι, τις χαρές του καπιταλισμού, ενώ δουλεύει στο χρηματιστήριο. Ότι δηλαδή
δεν θέλησε ποτέ να γίνει εκείνος, που ζούσε μια ζωή ασκητική και σπαρτιάτικη.
Εκείνος πολέμαγε για την πατρίδα ενάντια στην αμερικάνικη η την σοβιετική
εξάρτηση, το Σ.Α.Κ.Ε/K.K.E. μίλαγε για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» επειδή
το ζητούσαν τα σοβιετικά αφεντικά του, ενώ χαιρόταν για την «αποτυχία της
αστικοτσιφλικάδικης εκστρατείας στην Μικρά Ασία».
Ο Τσε ζητούσε να γίνονται
σεβαστές οι εθνικές ιδιαιτερότητες, σύσσωμη η Ελληνική Αριστερά ζητά την
κατάργηση των εθνικών συνόρων και υποστηρίζει μια πολυπολιτισμική κοινωνία.
Τέλος εκείνος δήλωνε στον Ο.Η.Ε ότι «η συνεργασία των λαών δεν μπορεί να
υπάρξει ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους», ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και το Α.Κ.ΕΛ στηρίζουν
το «σχέδιο Ανάν» και οραματίζονται συνεργασίες με τους Τουρκοκύπριους.
Από την στιγμή δε, που ο αμερικάνικος καπιταλισμός και ο
σοβιετικός κομμουνισμός συμμάχησαν για να εξοντώσουν τον μεγάλο επαναστάτη,
είναι οι Έλληνες Εθνικιστές και όχι οι αριστεροί που δικαιούνται να
επικαλούνται τον αγώνα του στην αδυσώπητη μάχη εναντίον της Παγκοσμιοποιήσεως.