«Πρέπει να ληφθεί υπόψη τούτος ο περιορισμός: Ότι πρόκειται
να πω, δεν αφορά στο συνηθισμένο άνθρωπο των ημερών μας! Αντίθετα έχω κατά νου
τον άνθρωπο που ενώ έχει εμπλακεί με το σημερινό κόσμο, ακόμη και στα πιο
προβληματικά και παροξυσμικά σημεία του, ενδόμυχα δεν ανήκει σ’ έναν τέτοιο
κόσμο, ούτε θα ενδώσει σ’ αυτόν. Ουσιαστικά αισθάνεται τον εαυτό του ν’ ανήκει
σε μια διαφορετική φυλή απ’ αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας των συγχρόνων
του» - «Ιππεύοντας την τίγρη» - 1961
Ο πολυμαθής Βαρόνος Ιούλιος Καίσαρας Ανδρέας Έβολα (Baron
Giulio Cesare Andrea Evola), γεννήθηκε στη Ρώμη από μια Σικελική οικογένεια
ευγενών στις 19/5/1898 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 11/6/1974. Όπως θα
παραδεχθεί ο ίδιος μέσα από τα κείμενά του, οι πολιτικές, κοσμοθεωρητικές και
φιλοσοφικές του θέσεις διαμορφώνονται κυρίως υπό την επίδραση τεσσάρων
πνευματικών δημιουργών: του Φρειδερίκου Νίτσε, προφήτη του υπερανθρώπου και της
νέας αριστοκρατίας, του Όττο Βάϊνινγκερ εμπνευστή της ιδέας της ανδρείας υπό το
πρίσμα της μεταφυσικής, του θεμελιωτή της «φιλοσοφίας της ιστορίας»
Τζιαμπατίστα Βίκο, αλλά και του Κάρλο Μικελστέτερ του τραγικού τελειοθήρα
αυτόχειρα, αναζητητή του Απολύτου και κήρυκα της συνειδητής αφοβίας.
Η αναζήτηση του Απολύτου τον οδηγεί στην ανάγκη να
εξερευνήσει και ν’ ανακαλύψει μέσα στο Εγώ, την αληθή Φύση, την συνεκτική ύπατη
Αρχή και τον καθολικό Νόμο. Την εποχή εκείνη δημοσιεύονται τα πρώιμα έργα του:
«Δοκίμια περί του μαγικού ιδεαλισμού» και η «Θεωρία του απολύτου ατόμου». Τα
κείμενά του αυτά έχουν ως εμφανή κοινή τους αφετηρία, τα διαχρονικά διδάγματα
του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Ο Έβολα ξεκίνησε επίσης να μελετά συστηματικά μυστικισμό και
μεταφυσική. Διαπίστωσε την ύπαρξη μιας κοινής πραγματικότητας στις μυστικές
παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης και στα 1927 ίδρυσε την δική του μαγική
τάξη, την ομάδα της «Ρωμαϊκής Παγκοσμιότητας» [Grupo per la Universalita Romana - (Gr)UR].
Μετά την κατάληψη της εξουσίας το 1922, με την πάροδο των
ετών το φασιστικό καθεστώς καθίσταται παντοδύναμο. Ο Έβολα αρνείται διακριτικά
αλλά και επίμονα την ταυτότητα του κόμματος, όμως συνεχίζει να τάσσεται
ανεπιφύλαχτα υπέρ της αναγκαιότητας της «Εθνικής Επανάστασης» του Οκτωβρίου.
Συνεργάζεται με τον Ρομπέρτο Φαρινάτσι στο περιοδικό «Φασιστικό Καθεστώς» («Regime
Fascista»), από το 1934 έως το 1943, αναπτύσσει πολύ στενές σχέσεις με τα μέλη
του πρωσικού Herrenklub, δείχνει ενθουσιώδες ενδιαφέρον και παρακολουθεί από
κοντά την ανάπτυξη των SS, που όπως έγινε γνωστό προορίζονται να δημιουργήσουν
την πνευματική και βιολογική elite του Τρίτου Ράϊχ.
Στα 1934 κυκλοφορεί το σπουδαιότερο από τα έργα του, με
τίτλο «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Μέσα από τις σελίδες του έργου
παρουσιάζεται προφητικά η αναπόφευκτη επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ του
«Παραδοσιακού» και του «Σύγχρονου» κόσμου. «Στο συμπαντικό χάος για μια φορά
ακόμα αντιπαρατίθεται η κοσμική τάξη. Η κυριαρχία των μαζών και η ηγεμονία της
οικονομίας συγκρούονται μ’ εκείνες τις φωτεινές και ηρωικές αξίες που είναι
ακόμη σε θέση να εντοπίσουν, να κατανοήσουν και να καθοδηγήσουν την σκοτεινή
ουσία του όχλου». Το 1936 εκδίδεται το έργο του «Τρεις Απόψεις του Εβραϊκού
Προβλήματος». Ακολουθεί το 1938 «Ο Μύθος του Αίματος», ενώ το 1941 εκδίδεται η
«Σύνθεση του Δόγματος της Φυλής». Αν και γεννημένος καθολικός, o Έβολα βρέθηκε σε μόνιμη και
βαθειά διαφωνία με το φασιστικό καθεστώς για την πολιτειακή συμφωνία με το
Βατικανό, αλλά ακόμη και σ’ ό,τι διαπίστωσε στην μαζική, προλεταριακή φύση του
φασισμού, τον οποίο θεώρησε ως πλήρως δημοκρατικό σύστημα. Ναι μεν δομημένο σε
μιαν αρτιότερη πολιτειακή μορφή απ’ ότι το «γερασμένο μασσωνοδημοκρατικό
καθεστώς», αλλά στην πραγματικότητα ανάλογου δημοκρατικού χαρακτήρα. Η άποψη
ζωής του Έβολα υπήρξε πάντα αριστοκρατική, μόνον δε εκλεκτικά και περιστασιακά
συγκλίνουσα με ορισμένες πτυχές του φασισμού.
Επίσης ο μεγάλος διανοητής βρισκόταν σε ισχυρή διαφωνία με
τον «συλλογικό φυλετισμό» της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, καθώς θεωρούσε
αυτόν τον ατελή φυλετισμό, νηπιακό, ελλειμματικό και απλοϊκό. Παρά την σχετική
του επιφύλαξη ο Έβολα έλπιζε να βρει «κοινό τόπο» με τα πιό ακραία παγανιστικά
στοιχεία του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους και της εθνικοσοσιαλιστικής διανόησης
και πραγματοποίησε μιαν ευρεία σειρά διαλέξεων στο γερμανικό Ράϊχ. Απώτερος
στόχος του ήταν να καθιερώσει μια «διεθνή αδελφότητα ιπποτών, οι οποίοι θα
αποκαθιστούσαν την Παράδοση και την Ιπποσύνη». Ο Έβολα απέκτησε μιαν αληθινή
ελπίδα για το μέλλον, διαπιστώνοντας ότι τα SS μπορούσαν πράγματι ν’
αποτελέσουν μια τέτοια νέα ευρωπαϊκή ιπποσύνη. Εντούτοις, ο σύμβουλος του
Ράϊχσφύρερ των SS Χίμμλερ γιά τα «Εσωτερικά και Πνευματικά θέματα», ο
μυστικιστής Ταξίαρχος των SS Καρλ Μαρία Βίλιγκουτ, για κάποιον αδήλωτο λόγο,
τερμάτισε τις διαλέξεις του Έβολα στις σχολές αξιωματικών των SS. Μια αναφορά
του Βίλιγκουτ προς το προσωπικό επιτελείο του Χίμμλερ το 1938 συνοψίζει
περιληπτικά τις επιδιώξεις και τις ιδέες του Έβολα εκείνη την περίοδο: «Ο
μοναδικός απώτατος και μυστικός σκοπός των θεωριών και προγραμμάτων του Έβολα
είναι πιθανότατα μια εξέγερση της παλαιάς αριστοκρατίας ενάντια στο σύγχρονο
κόσμο… Γενικά ο χαρακτήρας του σφραγίζεται από την παλαιά φεουδαρχική
αριστοκρατία».
Αμέσως μετά την πτώση του φασισμού και την ιταλική
συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943), ο Έβολα καταφεύγει στην Γερμανία και
συμμετέχει στις προσπάθειες για την δημιουργία μιας νέας φασιστικής κυβέρνησης
στην ελεύθερη ακόμα Ιταλία του Βορρά. Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει να
εργάζεται ως ερευνητής της δομής της μασονίας στην Εταιρεία Μελετών των SS
«Κληρονομιά των Προγόνων», στην Βιέννη, όπου συνηθίζει να διεξάγει περιπάτους
κατά την διάρκεια των συμμαχικών βομβαρδισμών για να «σταθμίσει το πεπρωμένο
του», όπως έλεγε χαμογελώντας στους έκπληκτους Γερμανούς που τον παρακαλούσαν
να καλυφθεί στο καταφύγιο. Έτσι θα καταλήξει βαριά τραυματισμένος εξ αιτίας
ενός σοβιετικού βομβαρδισμού, όταν ένα θραύσμα οβίδας του συντρίβει τον νωτιαίο
μυελό, αφήνοντάς τον έκτοτε παραπληγικό μέχρι το τέλος του.
Η επιστροφή του στην Ιταλία γίνεται δεκτή μέσα σε κλίμα
απόλυτα εχθρικό. Η νεαρή μεταπολεμική ιταλική δημοκρατία των σπεκουλαδόρων και
των μαφιόζων εύλογα φοβάται την δυναμική παρουσία του φιλοσόφου-δασκάλου. Στα
1951 το μεταπολεμικό κράτος τον σύρει σε δίκη από τον Ιούνιο έως το Νοέμβριο,
κατηγορώντας τον ότι τα βιβλία του «εξυμνούν τον φασισμό και προτρέπουν τους
νέους να επαναστατήσουν εναντίον της νέας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων,
σχηματίζοντας μυστικές μάχιμες ομάδες», οπότε τον φυλακίζει τελικά γιά «έγκλημα
γνώμης». Μετά την αποφυλάκισή του υπήρξε διαφωτιστής και οικοδεσπότης
μιας ολόκληρης γενιάς ακτιβιστών που τον προσφωνούσαν τιμητικά «maestro» Ο
Έβολα διακήρυξε την ανάγκη ενός «αναρχισμού της δεξιάς», για «να
αποδιοργανωθεί, να διαρραγεί και να καταλυθεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων»
και ενέπνευσε την ηγεσία πολλών Εθνικοεπαναστατικών ομάδων στην Ιταλία, καθώς και
πολιτικών κομμάτων, όπως το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα και η Αμερικανική Εθνική
Συμμαχία.
Μελετήθηκε με λεπτομερή σπουδή από μια νέα γενιά
«εθνικοεπαναστατών» στην Ιταλία, οι οποίοι αναζητούσαν μιαν εναλλακτική λύση
απέναντι στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και στον κομμουνισμό, μια λύση που θα
υπερέβαινε αυτήν που οι ίδιοι θεώρησαν ξεπερασμένη, δηλ.. τον φασισμό των
πατεράδων και των παππούδων τους. Ανάλογη ήταν η απήχησή του στους ομοϊδεάτες
τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτοί οι νεολαίοι των δεκαετιών ’60 – ’80 επεδίωκαν
να καταστούν η επαναστατική πρωτοπορία, οι «πολιτικοί στρατιώτες» όπως έγραψε ο
Έβολα, που θα αναδυόντουσαν από το ιστορικό γίγνεσθαι για να εξεγερθούν ενάντια
στον σύγχρονο κόσμο, «δρώντας σ’ ένα εξυψωμένο πνευματικό επίπεδο». Σύμφωνα με την στερνή του επιθυμία οι στάχτες της σορού του
αποτέθηκαν σε μιά λαξεμένη τεφροδόχο, στα σπλάχνα του παγετώνα στο ορεινό
συγκρότημα Μόντε Ρόζα των Ιταλικών Άλπεων.
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...