Η φυλή ως γεννήτωρ ιδεών (Β' μέρος)
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Στην Γερμανία η πιο σοβαρή και συμπαγής προσπάθεια να
ιδρυθεί μία τέτοια ελίτ συνίσταται στο προαναφερθέν σώμα των S.S. Είναι
ενδιαφέρον το ότι ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής αυτού του σώματος το οποίο
δύναται να αποκληθεί και «Φρουρά και Τάγμα της Εθνικοσοσιαλιστικής
Επαναστάσεως», είναι ταυτόχρονα και επικεφαλής της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας
(Gestapo) και ότι άλλοι αξιωματικοί υπό τις διαταγές του έχουν παρόμοιες
θέσεις. Σημειωτέον ο Χίμλερ και όλο το Σώμα του είναι υπόλογοι απευθείας και
αποκλειστικά στον Χίτλερ. Αυτό που αντλούμε από αυτά τα στοιχεία, είναι η αναγκαιότητα
να προχωρήσει η αντίληψη περί «αστυνομίας» πέρα από το στενό πλαίσιο που
χαρακτήριζε το παλιό δημοκρατικό και θετικιστικό Κράτος, όπου η αστυνομία είχε
να αντιμετωπίσει απλώς παραβάτες και στην χειρότερη περίπτωση ανατρεπτικούς υπό
την πιο στενή και άμεση έννοια της λέξεως.
Το νέο ολοκληρωτικό Κράτος αποτελεί
έναν οργανισμό, ο οποίος πρέπει όχι μόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια
σε πραγματικές πληγές, αλλά επίσης ενάντια σε κάθε ύπουλη διείσδυση, ενάντια σε
οτιδήποτε μπορεί να τον αποδυναμώσει και να διευκολύνει την δράση μικροβίων και
τοξινών. Αυτό που χρειάζεται, ως προς αυτήν την άποψη, είναι μία δράση η οποία
δεν είναι απλώς αμυντική, αλλά επίσης προληπτική και αντεπιθετική. Στο πλαίσιο
αυτό οι αποστολές που γίνονται εμφανείς δεν έχουν να κάνουν τόσο με κάποια
παράγραφο του ποινικού ή άλλου κώδικα. Μάλλον απαιτούν μία επιδέξια δράση
επίβλεψης και προστασίας η οποία θεωρεί το ηθικό και το πνευματικό ως πολύ
σημαντικά και έχει την φύση μίας Ιεράς Εξετάσεως υπό την καλύτερη έννοια,
περισσότερο από ότι έχει την φύση της «αστυνομίας», εξαιτίας της επιγνώσεως ότι
η αληθινή δύναμη της επαναστάσεως έγκειται στο όραμα του κόσμου και στις
μεγάλες θεμελιώδεις ιδέες της και επίσης της επιγνώσεως ότι η αλλοίωσή ή η
αποδυνάμωσή τους θα ανήγγειλε μίαν αναπόδραστη παρακμή του κομματικού-πολιτικού
οργανισμού υπό την στενή έννοια του όρου. Σε αυτό το πεδίο επίσης, είναι
εμφανές ότι τίποτε δεν θα ήταν πιο θανατηφόρο και αναποτελεσματικό από την
γραφειοκρατία, τίποτε δεν θα ήταν πιο ουσιαστικό από μία λεπτή ευαισθησία, μία
φυλετική ευαισθησία, ένα ένστικτο ικανό να αναπτυχθεί ακόμη και σε περιοχές που
συνορεύουν με το απόκρυφο.
Αφού η προσοχή μας δικαίως επιστήθηκε στο έγγραφο που είναι
γνωστό ως «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», πρέπει να αναρωτηθούμε αν υπάρχει η
πολυτέλεια της καθοιονδήποτε τρόπου υποεκτίμησης των δυσκολιών της αποστολής
δημιουργίας στοιχείων, τα οποία τουλάχιστον μπορούν να είναι ίσα ως προς τις
ικανότητές τους με τους μυστικούς ηγέτες της παγκόσμιας ανατροπής και τα οποία
θα γνωρίζουν όλα τα μέσα τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας αυτό, μπορούμε να δούμε
ποια σημασία πρέπει να έχει η ιδέα μίας φυλετικής-πνευματικής ελίτ, ιδέα στην
οποία αφιερώσαμε τις προηγούμενες σκέψεις μας. Καθώς εξελίσσεται θα μπορούσε να
της επιτραπεί να αναπτυχθεί πέρα από το απλώς εθνικό πεδίο, πέρα ακόμη και από
αυτό ενός οργανισμού όπως η περίφημη Υπηρεσία Πληροφοριών, εκτελώντας αποστολές
οι οποίες καθώς είναι επί του παρόντος περιορισμένες στον εθνικό τομέα τους,
παραμένουν μόνο δυνατότητες ακόμη και σε αυτά τα ίδια τα Εθνικοσοσιαλιστικά
S.S.
Κατά αυτόν τον τρόπο δηλαδή είναι δυνατό να οδηγηθούμε στην ιδέα ενός
Στρατιωτικού Τάγματος, υπό την αρχαία, μεσαιωνική έννοια, το οποίο είναι επίσης
πνευματικό και δομημένο έτσι ώστε να υπερασπίζεται την παράδοση και να
επιτίθεται στον εχθρό σε όλες τις μορφές του, ορατές και αόρατες, οπουδήποτε
βρίσκεται και οποιαδήποτε μεταμφίεση και αν προσλάβει, κοινωνική, πολιτική,
πολιτισμική ακόμη και επιστημονική: εν ολίγοις το θετικό αντίστοιχο της
αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει την παγκόσμια συνομωσία και το διεθνές ανατρεπτικό
μετώπο.
Φυσιολογικά, πριν εισέλθουμε σε αυτό το στάδιο θα χρειαστεί
μία μακρά περίοδος εκπαιδεύσεως, επιλογής και εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως της εν λόγω ελίτ. Σε αυτό το στάδιο, εντούτοις,
το κυριότερο είναι να αποκτήσουμε επίγνωση των απαιτήσεων και να καταγράψουμε
την εξής αρχή: να προχωρήσουμε πέρα από το γενικό, πολιτικό, προπαγανδιστικό,
λαϊκιστικό στάδιο της φυλετικής επίγνωσης · να φτάσουμε στο εποικοδομητικό,
σοβαρό, διαφοροποιητικό και επιμορφωτικό στάδιο εγκαθιδρύοντας κατάλληλους
οργανισμούς και αναθέτοντας συγκεκριμένες ευθύνες σε εκείνους οι οποίοι
κατέχουν ιστορική καλή τύχη και κατάλληλα προσόντα. Να προχωρήσουμέ πέρα από
απλά λόγια και θεωρίες, σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σχολή
μελλοντικών ηγετών.
Η φυλή ως γεννήτωρ ιδεών (Α' μέρος)
Το παρακάτω άρθρο του Βαρόνου Ιουλίου Έβολα δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Regime Fascista τον Μάιο του 1939 υπό τον τίτλο «La Razza quale
Costruttrice dei Capi».
Στο προηγούμενο άρθρο μας στο Diorama αναρωτηθήκαμε για το
αν εκτός από τις γενικές εφαρμογές της φυλετικής και εθνικής υγιεινής και
φυσικά την υπεράσπιση της γενετικής κληρονομιάς μας ενάντια στην επιμειξία και
τον υβριδισμό, το δόγμα της φυλής θα έπρεπε να περιοριστεί στο να είναι ένα
ζήτημα «διδασκαλίας» ή αν στην χώρα μας θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να γίνει η
βάση μίας αληθινής «μορφώσεως»,με ειδικές αποστολές πνευματικής και πολιτικής
φύσεως σχετικές με μία συγκεκριμένη φυλετική αριστοκρατία. Με άλλα λόγια πρέπει
να εξεταστεί το αν, δεδομένων παρομοίων αναγκών, θα έπρεπε να επιχειρήσουμε
στην πατρίδα μας σχέδια παρόμοια με αυτά του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού, ο
οποίος παρότι αποτελεί πιο πρόσφατη εξέλιξη από τον Ιταλικό Φασισμό έχει
προσλάβει ήδη συμπαγή μορφή, όπως η ίδρυση της Σχολής Αδόλφος Χίτλερ, των
δοκίμων του Τάγματος του Όρντενσμπουργκ, των σωμάτων S.S. και των σχολών τους
για ηγέτες, και της εθνικής Politische Hermehunganstante. Στην πραγματικότητα
όλα αυτά τα Γερμανικά ιδρύματα δείχνουν μία σαφή πρόθεση διενέργειας πολιτικής
επιλογής, στην οποία οι φυλετικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν ένα θεμελιώδη
ρόλο και την αξία μίας πραγματικής διαπλαστικής δυνάμεως.
Η ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΗΓΕΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Γενικώς πρέπει να αναγνωριστεί ότι το πρόβλημα της
μελλοντικής άρχουσας τάξεως είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά για τα κινήματα παλινορθωτικής
φύσεως: μπορεί να αναβληθεί κατά τα πρώτα στάδια του αγώνα για την κατάκτηση
της εξουσίας και την εδραίωση ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς, σε μία δεύτερη
φάση όμως πρέπει να αντιμετωπιστεί ώστε να διαιωνιστεί και να σταθεροποιηθεί
εκείνος ο οργανισμός τον οποίον δημιούργησε η εκδήλωση των «ανδρών του
πεπρωμένου».Μακράν από το να περιορισθεί στην ακαδημαϊκή σφαίρα ή να εξαντληθεί
εντός πολιτισμικών ή προπαγανδιστικών μορφών, το δόγμα της φυλής θα πρέπει ως
εκ τούτου να συνεισφέρει στην επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Φυσικά εδώ είναι
προαπαιτούμενο το γεγονός ότι, ένα τέτοιο δόγμα γίνεται αντιληπτό σφαιρικώς και
ως εκ τούτου δεν είναι περιορισμένο στην ανθρωπολογική και βιολογική σφαίρα
(«φυλετισμός του πρώτου βαθμού»), αλλά θεωρεί την φυλή ως μία πραγματικότητα
της ψυχής, του χαρακτήρος και του τρόπου ζωής και τελικά ως «όψη του κόσμου»
και ως φυλή του πνεύματος («φυλετισμός του δεύτερου και τρίτου βαθμού»).
Κάθε είδους αδιάκριτη εθνική αλλοίωση είναι, αφενός συνέπεια
μίας εκφυλισμένης εσωτερικής ευαισθησίας και της τυραννίας των υλιστικών,
ατομικιστικών και συναισθηματικών απόψεων και αφετέρου η αιτία του περαιτέρω
εκφυλισμού λαών και πολιτισμών · αυτό πρέπει να λαμβάνεται σταθερά υπ’ όψιν
.Για αυτόν τον λόγο ακριβείς θεωρήσεις «φυλετισμού του πρώτου βαθμού» δεν θα
έπρεπε να παραμεληθούν στην δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξεως και παρούσης
της καταστάσεως, προπαντός στην Ιταλία, δεν είναι αδύνατο φυσικά χαρακτηριστικά
ασυνήθιστα για μία δεδομένη φυλή να συνοδεύονται από ψυχικά χαρακτηριστικά
ανήκοντα σε μία διαφορετική φυλή. Εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το
γεγονός ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η έρευνα και η
συνεπακόλουθη επιλογή έχουν περιορισθεί σε μία σφαίρα καθορισμένη από την
αντιστοιχία στον φυλετικό σωματικό τύπο τον οποίο θεωρούμε υψηλότερο,
συγκεκριμένα τον Βόρειο Άριο, είναι πιο πιθανό να βρούμε τις αντίστοιχες
πνευματικές ποιότητες από ότι θα βρίσκαμε μέσω τυχαίας έρευνας, η οποία θα
αγνοούσε την φυλετική σωματική τυπολογία και αυτό, το ίσως θαμμένο, αλλά
απίθανο να εξαφανισθεί εντελώς σημάδι μίας κληρονομικότητος και μίας καταγωγής,
το οποίο μία σχετική φυλετική καθαρότητα συναπαρτίζει υπό μία φυσική και
ανθρωπολογική έννοια. Και ούτε τα πλεονεκτήματα των αποτελεσμάτων της ένδοξης
δράσεως και των ορατών υποδειγμάτων μπορούν να αγνοηθούν, κάθε φορά που οι
ηγέτες έχουν μίαν ιδιαίτερη αρρενωπή παρουσία · είναι κατά την κοινή αντίληψη
της εκφράσεως μάλλον «εύ-γενείς» παρά μικροί, διοπτροφόροι, ασθενικοί, φυλετικά
σύμμεικτοι άνθρωποι.
για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ
Oswald Spengler: είναι δυνατή η επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης;
Το ερώτημα για το αν είναι δυνατή ή όχι η επίτευξη
παγκόσμιας ειρήνης, μπορεί να απαντηθεί μόνο από κάποιον γνώστη στης Παγκόσμιας
Ιστορίας. Το να έχεις γνώση της ιστορίας αυτής ωστόσο, συνεπάγεται και το να
γνωρίζεις το πώς ήταν και θα είναι ο άνθρωπος. Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά
–ακατανόητη από πολλούς- ανάμεσα στη μορφή που θα έχει η ιστορία του μέλλοντος
και στο πως θα ήθελε κάποιος αυτή να είναι. Η ειρήνη συνιστά επιθυμία, ο
πόλεμος είναι γεγονός και η Ιστορία ποτέ δεν έχει λάβει υπόψη, τις ανθρώπινες
επιθυμίες και εξιδανικεύσεις.
Η πολεμική εξέλιξη της Ιστορίας
Η ζωή είναι ένας αγώνας, μία πάλη που περιλαμβάνει φυτά, ζώα
και ανθρώπους. Είναι πάλη μεταξύ κοινωνικών τάξεων, ανθρώπων και εθνών,
λαμβάνοντας ενδεχομένως οικονομική, κοινωνική , πολιτική και στρατηγική μορφή.
Είναι η πάλη για δύναμη με την οποία θα επικρατήσει η βούληση κάποιου, η πάλη
για εκμετάλλευση προνομιών ή προώθηση της γνώμης για την έννοια του πρόσφορου ή
του δικαίου. Όταν όλα τα μέσα αποτυγχάνουν η διέξοδος βρίσκεται στο ύψιστο
αυτών, τη βία. Ένα άτομο που ασκεί βία μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγκληματίας,
μία τάξη να χαρακτηρισθεί επαναστατική ή προδοτική, ένας λαός αιμοσταγής.
Όποιος και να είναι ο χαρακτηρισμός όμως, τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Ο σύγχρονος
παγκόσμιος κομμουνισμός ονομάζει τους πολέμους του «εξεγέρσεις», ιμπεριαλιστικά έθνη περιγράφουν
τις δικές του επαναστάσεις ως «κατευνασμούς εξεγέρσεων ξένων λαών». Και αν ο
κόσμος υπήρχε ως ενωμένο κράτος, οι πόλεμοι επίσης θα αναφέρονταν ως
«εξεγέρσεις». Εν προκειμένω, οι αντιθέσεις αυτές είναι καθαρά λεκτικές.
Οι λαοί που επιλέγουν τον ειρηνισμό, πεθαίνουν
Η συζήτηση για παγκόσμια ειρήνη γίνεται την εποχή μας μεταξύ
λευκών λαών και όχι μεταξύ πληθυσμιακά περισσοτέρων πολυάριθμων εγχρώμων λαών.
Γεγονός άκρως επικίνδυνο. Όταν μεμονωμένοι στοχαστές και ιδεαλιστές μιλούν για
ειρήνη, όπως συμβαίνει από αμνημονεύτων χρόνων, οι επιπτώσεις είναι αμελητέες.
Όταν όμως ολόκληροι λαοί γίνονται πασιφιστές, αυτό είναι δείγμα γήρατος. Οι
ισχυροί και αδέσμευτοι λαοί δεν είναι πασιφιστές. Η υιοθέτηση τέτοιων
ειρηνιστικών θέσεων από έναν λαό,
αποτελεί ουσιαστικά εγκατάλειψη του
μέλλοντός του, καθότι τα ειρηνιστικά ιδεώδη
προκαλούν μια στάσιμη, ανίατη κατάσταση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με
τις βασικές αρχές ύπαρξης.
Το μέλλον για τους λευκούς λαούς
Όσο ο άνθρωπος εξελίσσεται θα υπάρχουν πόλεμοι. Σε περίπτωση
που οι λευκοί λαοί κουραστούν από τον αυτούς, ώστε οι κυβερνήσεις τους να μην
μπορούν να τους διεξάγουν, η γη θα πέσει αναπόφευκτα θύμα του έγχρωμου
ανθρώπου, όπως και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέκυψε στους Τεύτονες. Ο πασιφισμός
είναι η άνευ όρων παράδοση δύναμης, στους δυναμικούς ανά τον κόσμο μη
πασιφιστές. Ανάμεσα στους τελευταίους πάντα θα υπάρχουν λευκοί άνθρωποι,
εξερευνητές, κατακτητές ,ηγετικές φυσιογνωμίες , των οποίων οι ακόλουθοι θα
αυξάνονται σε κάθε τους επιτυχία. Αν μία
επανάσταση εναντίων των λευκών προκύψει στην Ασία, αναρίθμητοι λευκοί θα την
ακολουθήσουν απλώς και μόνο επειδή κουράστηκαν από τον ειρηνικό τρόπο ζωής. Ο πασιφισμός θα παραμένει κάτι ιδεατό, ο πόλεμος όμως είναι
ένα γεγονός. Αν οι λευκές φυλές αποφασίσουν να μην διεξαγάγουν ξανά πόλεμο, οι
έγχρωμοι, ωστόσο, θα δράσουν διαφορετικά και θα γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Domenico Leccisi: ένας ακόμα Φασίστας της αριστεράς (III)
Οι πολιτικές εκλογές, δεν έδωσαν κάποια λύση στο πολιτικό
αδιέξοδο. Η Κυβέρνηση De Gasperi, συνέχισε να κυβερνά μέχρι τις 16 Ιουλίου 1953
και μετά άλλαξε πάλι αύξοντα αριθμό.[1] Στις 28 Ιουλίου 1953 ο Πρωθυπουργός
ζήτησε από το Κοινοβούλιο ψήφο εμπιστοσύνης, η απροθυμία όμως ήταν γενική και
το MSI αρνήθηκε να στηρίξει μια ακόμα κυβέρνηση De Gasperi [2].Έτσι στις 17
Αυγούστου 1953 δόθηκε η ευκαιρία σε ένα
άλλο Χριστιανοδημοκράτη να δοκιμάσει τη
τύχη του. Τον Pella [3] Βραχύβια όπως και οι προηγούμενες, η κυβέρνηση Pella
δεν άντεξε ούτε 6 μήνες [4] .
Τον Ιανουάριο λίγες ημέρες πριν από τη παραίτηση της
Κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε στο Viareggio το IV Συνέδριο του MSI στη διάρκεια
του οποίου εξελέγη Εθνικός Γραμματέας ο Arturo Michelini. (στη θέση του De Marsanich). Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, ο καινούριος Γραμματέας δεν διέθετε ένα
Φασιστικό παρελθόν και το 1943 είχε κρατήσει διακριτικές αποστάσεις από τη
Δημοκρατία του Σαλό παραμένοντας στη Ρώμη
μέχρι το τέλος. Η εκλογή του υπήρξε ο θρίαμβος των μετριοπαθών
συντηρητικών δυνάμεων. Η αλλαγή αυτή δεν έγινε δίχως αντιδράσεις διαμαρτυρίες
και αντιπαραθέσεις. Από κοινού Rauti, Nicosia και Erra, που αντιπροσώπευαν
τους νέους έδωσαν μάχη για να επαναφέρουν το κίνημα στις προηγούμενες
αδιάλλακτες θέσεις, αξίωσαν τη κριτική αναθεώρηση του Φασισμού κάτω από το φως
των των Εβολιανών διδαχών και προσεγγίσεων ειδικά των "Orientamenti"
που από το 1950 διαδίδονταν μέσα από τις σελίδες του "Imperium"[8].
Η οξεία κριτική συνεχίστηκε και μετά το συνέδριο, η ηγεσία κατηγορήθηκε ότι
είχε χάσει κάθε επαναστατική προοπτική, ότι ο Michelini οι φιλοαστοί και οι
πρόθυμοι χρηματοδότες του Κινήματος βιάζονταν να γίνουν συνδιαχειριστές και
συμμέτοχοι της εξουσίας με αντάλλαγμα την υποταγή του κινήματος. Απέναντι στη
νέα ηγεσία η με επικεφαλής τους Pino Rauti, Clemente Graziani και Sergio
Baldassini, η Εβολιανή ομάδα "τα παιδιά του ήλιου"[9] όπως οι συντηρητικοί
τα αποκαλούσαν με σκωπτική διάθεση, συσπειρώθηκε στο σχήμα του Ordine
Nuovo[10], κρατώντας για την ώρα στάση αναμονής χωρίς να αποκλείουν το
ενδεχόμενο της διάσπασης.[11]
Στις 10 Φεβρουαρίου 1954 ορκίστηκε η Κυβέρνηση του
Χριστιανοδημοκράτη Mario Scelba[12]. Το πρόβλημα των Ιταλογιουγκοσλαβικών
διαφορών ήταν πρώτο στην επικαιρότητα και η Κυβέρνηση έπρεπε να επικυρώσει ουσιαστικά
προειλημμένες αποφάσεις στέλνοντας τους εκπροσώπους της στο Λονδίνο. Την
δύσκολη αυτή στιγμή το Κίνημα έδειξε αποφασισμένο να συνταχθεί πίσω από τη
Κυβέρνηση αναθεωρώντας προηγούμενες δεσμευτικές αποφάσεις του. Ο Βουλευτής
Domenico Leccisi αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμπράξει σε αυτό που θεωρούσε
εθνική μειοδοσία.[13] Η Γραμματεία προσπάθησε να τον συνετίσει απειλώντας τον
με διαγραφή[14] Ο Βουλευτής δεν
υποχώρησε. Έτσι από τις 7 Μαΐου 1954 ο Βουλευτής Domenico Leccisi έπαψε να
ανήκει στη δύναμη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος και πέρασε στη λεγόμενη
μικτή ομάδα του Κοινοβουλίου[15] Στις 5 Οκτωβρίου 1954 υπογράφηκε τελικά στο
Λονδίνο το Memorandum d’intesa [16] που έλυνε οριστικά το πρόβλημα της
Τεργέστης. Στις 26 Οκτωβρίου οι Ιταλοί στρατιώτες μπήκαν στη Τεργέστη και
παρέλαβαν από τους συμμάχους τη λεγομένη ζώνη Α [17]
Τον Δεκέμβριο για μια ακόμη φορά ανακινήθηκε το θέμα της τύχης του λειψάνου του Μουσολίνι,
αυτή την φορά από το παλιό συνεργάτη και εξ αγχιστείας συγγενή του Mussolini,
Vanni Teodorani[22]. Σε μια προσπάθεια να πιέσει την Κυβέρνηση μπήκε επικεφαλής
μιας εκστρατείας συλλογής υπογραφών διεκδικώντας το αυτονόητο. Πρωτοβουλία
περισσότερο συμβολική παρά με πρακτική αξία. Η Κυβέρνηση Scelba παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 6 Ιουλίου 1955[23]
.Την διαδέχτηκε η 1η Κυβέρνηση Antonio Segni [24] τρικομματική όπως
και η προηγούμενη. Το V Συνέδριο του MSI, πραγματοποιήθηκε στο
Μιλάνο[25]. Ο Michelini επανεκλέχθηκε
στην Γραμματεία του Κινήματος με λιγότερο ενθουσιασμό αλλά αυτή τη φορά
με την υποστήριξη του Almirante. Η πολιτική Michelini εξακολούθησε να προσκαλεί
δυσαρέσκεια πράγμα που οδήγησε σε δυσάρεστες καταστάσεις. Ο Pino Rauti, και οι γύρω από αυτόν αποχώρησαν
τελικά από το MSI.[26]
Η Κυβέρνηση του Mario Scelba παρέμεινε στην εξουσία μέχρι 6 Ιουλίου 1955 στη συνέχεια ανέλαβε η 1η Κυβέρνηση
του Antonio Segni . O Segni ήταν
ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Χριστιανοδημοκρατίας. Πανεπιστημιακός Καθηγητής ,
είχε καλύψει διάφορες υπουργικές θέσεις σε όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις αρχή
κάνοντας από τη 3η Κυβέρνηση Bonomi τον Δεκέμβριο του 1944.[27] Η κυβέρνησή του
ήταν μια τρικομματική κυβέρνηση με τη
συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελεύθερων. Επί κυβερνήσεώς του υπογράφηκαν στις 25
Μαρτίου 1957 τα σύμφωνα της Ρώμης που έβαζαν τις βάσεις της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας[28] της οποίας η
Ιταλία ήταν συνιδρυτής.
Με δεδομένα τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι κυβερνήσεις
συνεργασίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Giovanni Gronchi αυτή τη φορά στράφηκε
προς τη λύση μιας μονοκομματικής
(Προεδρικής) Κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών που ανεξάρτητα από τις απόψεις των
κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων και
με τους λιγότερους δυνατόν κλυδωνισμούς θα οδηγούσε τη χώρα στις προγραμματισμένες πολιτικές εκλογές του 1958. Στις 15 Μαρτίου ο Χριστιανοδημοκράτης Adone Zoli έλαβε την προεδρική εντολή
σχηματισμού της καινούριας Κυβέρνησης. Στις 19 Μαΐου 1957 η κυβέρνηση Segni παραιτήθηκε ύστερα από μια περίοδο
διακυβέρνησης σχεδόν δύο χρόνων και
πέρασε στην ιστορία σαν μια από τις 10 μακροβιότερες κυβερνήσεις της Ιταλικής
Δημοκρατίας μέχρι και σήμερα [29].
Σπάσε τα δεσμά του συμβιβασμού.
του Άγγελου Δημητρίου
Όλοι σήμερα ασκούν κριτική, «εξεγείρονται», επισημαίνουν τα
κακώς κείμενα. Ωστόσο, άλλο δεν κάνουν από το να σκιαμαχούν. Διότι δεν έχουν
τις προϋποθέσεις για να ασκήσουν μια κριτική του συστήματος καθ’ ολοκληρίαν,
εξυπαρχής. Λείπουν οι προϋποθέσεις για να πληγούν οι κατεστημένες δομές,
αδυνατεί ο «μέσος πολίτης» να αναχθεί στις πρώτες αιτίες, να εντοπίσει την ρίζα
της παθογένειας.
Οι Εθνικιστές, εδώ και δεκαετίες είχαν εντοπίσει τις αιτίες
και διαμόρφωσαν μια αντι-πολιτική. Κάτι που τους στιγμάτισε ως αντιδραστικούς,
ως περιθωριακούς αναζητητές ενός ουτοπικού ιδανικού. Οι πολιτικοί του συρμού,
στην καλύτερη περίπτωση επιδιώκουν μια ειρηνική μεταβολή, το χτίσιμο νέων
«μοντέλων» πάνω στα ήδη σαθρά θεμέλια. Και γι’ αυτό αποτυγχάνουν. Μια απλή
μορφοποίηση των δεδομένων δεν αρκεί, διαιωνίζει την παθολογία. Το σύστημα έχει
ικανές δικλείδες ασφαλείας, για να ανακυκλώνεται και να αυτοτροφοδοτείται, να
δημιουργεί τεχνητές κρίσεις από τις οποίες εξέρχονται ενισχυμένες οι υπάρχουσες
εξουσιαστικές δομές.
Οι Εθνικιστές, τασσόμαστε μοιραία στον ρόλο της ηθικής και
πνευματικής πρωτοπορίας μέσα στην λαϊκή κοινότητα, γι’ αυτό φύσει και θέση
αποκλείεται από μεριάς μας κάθε λαϊκιστική προσέγγιση των κοινωνικών
προβλημάτων. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο λαός μας βρίσκεται σε μια
κατάσταση βαθιάς παρακμής εδώ και πολύ καιρό, παραδομένος στον ατομισμό, στον
ηδονισμό, στην κάλυψη των πιο ταπεινών ενστίκτων. Έχει αντιστρέψει τις
προτεραιότητες και αποδίδει σημασία σε εκείνα που τον ρίχνουν ακόμα πιο χαμηλά.
Σε μία τέτοια συγκυρία η κριτική που πρέπει να του ασκηθεί πρέπει να είναι
σκληρή. Δεν είναι οι Εθνικιστές που οφείλουν να καταπέσουν στο επίπεδό του,
αλλά αυτός ο λαός θα πρέπει να κοιτάξει ψηλά προς το παράδειγμα που αυτοί του
δίνουν.
Η συστράτευση με τα «λαϊκά αιτήματα» δεν σημαίνει τον
συμβιβασμό με τα παθολογικά στοιχεία του λαού, δεν επιτάσσει την ωραιοποίησή
τους. Κάθε λύση ή πρόταση που διέρχεται μέσω της μαζοποίησης και της ταύτισης
με την μαζική νοοτροπία αποτελεί μια ήττα, που αποβαίνει τελικά κατά των
συμφερόντων του ίδιου του λαού, ο οποίος σε τελική ανάλυση έχει ανάγκη από έναν
οδοδείκτη προς την ανάταση, όχι την ικανοποίηση των βραχυπρόθεσμων αιτημάτων
του. Είναι ανάγκη να καταστεί σαφές ότι καθόσον δικαιωνόμαστε από τα γεγονότα,
πρέπει να οδηγούμαστε σε μια συνεχή ριζοσπαστικοποίηση, η οποία αναπότρεπτα θα
έχει αργά ή γρήγορα κοινωνικό αντίκτυπο.
Domenico Leccisi: ένας ακόμα Φασίστας της αριστεράς (II)
Η πρώτη
Κυβέρνηση του Χριστιανοδημοκράτη De Gasperi υπήρξε η 65η και τελευταία κυβέρνηση του Βασιλείου της
Ιταλίας. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας Κυβέρνησης εθνικής ενότητας με
ευρύτατη μάλιστα αποδοχή[1]. Φιλοδοξούσε
να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο
της ομαλής , δίχως επικίνδυνους κλυδωνισμούς προσαρμογή της χώρας στις πρώτες
ανάγκες και απαιτήσεις της νέας μεταπολεμικής εποχής. Η ορκωμοσία της έλαβε
χώρα στις 10 Δεκεμβρίου 1945. Τον Απρίλιο του 1946 στον απόηχο της κλοπής του λειψάνου του Μουσολίνι από το
νεκροταφείο του Musocco συγκλήθηκε στη Ρώμη το προγραμματισμένο 1ο Εθνικό συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών (DC)
[2] Τον Μάιο, και ενώ η ιταλική
αστυνομία προσπαθούσε να ανακαλύψει τους
δράστες του πρωτοφανούς γεγονότος, ο Leccisi, ταξίδεψε ανενόχλητος μέχρι τη
Ρώμη, όπου παλιοί σύντροφοι και ομοϊδεάτες είχαν ξεκινήσει επαφές και
συζητήσεις για τη δημιουργία ενός πολιτικού φορέα, σε θέση να καλύψει ιδεολογικά τους παλιούς αγωνιστές και τις οικογένειες
τους και παράλληλα να προστατέψει όλους εκείνους που στο όνομα του αντιφασισμού
εξακολουθούσαν να υποφέρουν αδιαμαρτύρητα τα πάνδεινα [3].
Το βασικό θέμα συζήτησης επικεντρώθηκε ,
όπως ήταν λογικό, στη μορφή που όφειλε να πάρει
το καινούριο πολιτικό σχήμα και σχεδόν από την αρχή διαμορφώθηκαν και
σταθεροποιήθηκαν δύο κύριες τάσεις. Εκείνη η περισσότερο ορθόδοξη που
ήθελε το κίνημα να στηριχθεί πάνω στις
αξίες τις αρχές και τις παραδόσεις της παλιάς δημοκρατίας του Σαλό με εκφραστές
τους Almirante. ,Leccisi, Pino Rauti
και εκείνη των νεωτεριστών που επιθυμούσαν χαλαρούς δεσμούς με το
παρελθόν, αποδοχή των δημοκρατικών κανόνων, πολιτικές συνεργασίες με τα άλλα
κόμματα, και αμερικανόφιλους προσανατολισμούς [4]. Στις 2
Ιουνίου 1946 οι Ιταλοί και οι Ιταλίδες συνέρρευσαν στις κάλπες με μια διπλή
υποχρέωση, Να αποφανθούν για τη τύχη της Μοναρχίας[5] και να ψηφίσουν τους
εκπροσώπους τους για τη Συντακτική Συνέλευση [6]. Το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος δικαίωσε τη Δημοκρατία.[7]
Στις 13 Ιουνίου, στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος οι Μοναρχικοί
προχώρησαν στην ίδρυση πολιτικού κόμματος (Partito Nazionale Monarchico - PNM)
με πρώτο γραμματέα τον Alfredo Covelli [8] και πρώτο στόχο ένα καλό ποσοστό
στις πολιτικές εκλογές όποτε και αν γίνονταν αυτές[9].
Στις 22
Ιουνίου 1946, ένα Προεδρικό Διάταγμα περί αμνηστίας εκτόνωσε σε κάποιο βαθμό την ένταση [10]. γιατί
αρκετοί πολιτικοί κρατούμενοι καταδικασμένοι για μικρότερα πολιτικά αδικήματα [11]
αποφυλακίστηκαν. Στις 28 Ιουνίου 1946 η
Συντακτική Συνέλευση στη πρώτη συνεδρίαση της εξέλεξε προσωρινό Αρχηγό Κράτους
τον Enrico De Nicola, με ευρύτατη πλειοψηφία .[12] Στις 14 Ιουλίου τη πρώτη Κυβέρνηση De Gasperi
διαδέχτηκε η Δεύτερη που πρακτικά ήταν η πρώτη Κυβέρνηση της Ιταλικής
Δημοκρατίας. Ήταν και αυτή Κυβέρνηση συνασπισμού [13] βραχύχρονη και ασταθής σαν και αυτές που ακολούθησαν στη συνέχεια [14]. Στο μεταξύ, η αστυνομία στο Μιλάνου κατάφερε τελικά να εξαρθρώσει τη παράνομη
οργάνωση του Leccisi συλλαμβάνοντας τον ίδιο και αρκετούς από τους συντρόφους του. Με τον
Leccisi στη φυλακή ,περιμένοντας τη δίκη του , την παράνομη οργάνωση διαλυμένη,
η ανεύρεση του λειψάνου του Μουσολίνι ήταν τελικά ζήτημα χρόνου. Στις 10
Αυγούστου 1946 ξεκίνησε στο Παρίσι η Διάσκεψη για την ειρήνη όπου η Ιταλία
όφειλε να παλέψει μόνη, ενάντια στις διεκδικήσεις ενός εχθρικού
κόσμου[15]. Στις 12 Αυγούστου ο πατέρας Parini συνοδευόμενος από τον Αστυνομικό
Διευθυντή του Μιλάνου Agnesina, και τον αρχηγό του πολιτικού γραφείου ,
Ancillotti, μετέβησαν στο μοναστήρι της Certosa της Pavia για να παραλάβουν το λείψανο του Μουσολίνι και να το επιστρέψουν
στο Μιλάνο.
To 1946
έκλεισε πολιτικά με τη γέννηση ενός ακόμη πολιτικού σχήματος. Οι συζητήσεις που
είχαν λάβει χώρα το καλοκαίρι οδήγησαν τελικά σε ένα είδος πολιτικού και
ιδεολογικού συμβιβασμού,[16] και στη γέννηση του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος. Πρώτος Γραμματέας του ήταν ο
GiacintoTrevisonno [17]Το 1947 ξεκίνησε με ένα επίσημο και πολλά υποσχόμενο
ταξίδι του Πρωθυπουργού Alcide De Gasperi στις ΗΠΑ [18] , στη Ρώμη
πραγματοποιήθηκε το XXV Έκτακτο Συνέδριο του PSIUP [19] και μια διπλή πολιτική
δολοφονία στο Μιλάνο πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων μια που τα θύματα ήσαν
φασίστες.[20] Αμέσως σχεδόν μετά την επιστροφή του Πρωθυπουργού από την Αμερική
, στις 2 Φεβρουαρίου 1947, η 2η Κυβέρνηση De Gasperi παρέδωσε την εξουσία στη 3η[21] και την 1η Ιουνίου του
ίδιου χρόνου, η 3η Κυβέρνηση De Gasperi παρέδωσε με τη σειρά της την εξουσία
στη 4η [22].
Στη
διάρκεια της θητείας αυτής της 4ης κυβέρνησης σημειώθηκαν στο χώρο του MSI
κάποιες διαφωνίες τακτικής που οδήγησαν στις 15 Ιουνίου στη παραίτηση του
Trevisonno από τη Γραμματεία του Κινήματος [23] και το Νοέμβριο, η χώρα έζησε την απόπειρα ενός "κόκκινου"
πραξικοπήματος στο Μιλάνο.[24]. Στις 18
Απριλίου 1948, οι Ιταλοί και οι Ιταλίδες, κλήθηκαν και πάλι
στις κάλπες, μέσα σε ένα έντονα πολωμένο κλίμα να αποφασίσουν για τη Κυβέρνηση
τους . Κονταροχτυπήθηκαν από τη μια οι Χριστιανοδημοκράτες με τους συμμάχους
τους [25] και από την άλλη το κοινό μέτωπο Σοσιαλιστών Κομμουνιστών. Οι
Χριστιανοδημοκράτες με τους συμμάχους τους πλησίασαν την απόλυτη πλειοψηφία, το "μέτωπο" συγκρατήθηκε στο 30% και το νεοεμφανιζόμενο
κίνημα του MSI κατάφερε να εκλέξει ένα
γερουσιαστή και 6 Βουλευτές.[ 26]. Στις 24
Μαΐου 1948 , σχεδόν ένα μήνα μετά τις εκλογές ,η 4η Κυβέρνηση De Gasperi
παρέδωσε τη σκυτάλη της εξουσίας στη 5η [27] Στη διάρκεια της θητείας της καινούριας
κυβέρνησης, με σαφέστατο φιλοδυτικό προσανατολισμό σημειώθηκε στις 14 Ιουλίου 1948 μια απόπειρα δολοφονίας
εναντίον του κομμουνιστή Togliatti [28]. Το γεγονός πυροδότησε καινούριες
ταραχές και συγκρούσεις με την
αστυνομία. Στο τέλος τα πράγματα ηρέμησαν με παρέμβαση του ίδιου του Togliatti.
Εκείνο το θερμό καλοκαίρι ,ύστερα από μια παραμονή 23 μηνών στις μιλανέζικες
φυλακές ο Domenico Leccisi αποφυλακίστηκε.
Ἰνδοευρωπαίοι καὶ καταγωγὴ τῶν Ἑλλήνων
Στὶς 2
Φεβρουαρίου 1886, ὁ Οὐαλὸς φιλόλογος Sir William Jones διαπίστωσε τὶς ὀμοιότητες ἀνάμεσα
στὴν Σανσκριτική, τὴν Λατινικὴ καὶ τὴν
Ἑλληνικὴ γλώσσα, κάτι ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶχε παρατηρηθεῖ
ἀπὸ τὸν
16ο αἰῶνα ὅταν ὁ Ἰσουίτης
Thomas Stephens ποὺ δροῦσε ὡς ἱεροκήρυκας
στὴν Ἰνδικὴ χερσόνησο εἶχε
ἐπίσης παρατηρήσει τὶς ὁμοιότητες ἀνάμεσα
στὴν Λατινική, τὴν Ἑλληνικὴ
και τὶς γλῶσσες τῆς Ἀσίας.
Ἡ κοινὴ ῥίζα τῶν
Εὐρωπαϊκῶν καὶ Ἰνδοάριων
γλωσσῶν ὀδήγησε τοὺς ἐπιστήμονες στὸ
συμπέρασμα μιᾶς κοινῆς κοιτίδας ἀπὸ τὴν
ὁποία διασκορπίστηκαν οἱ γεννήτορες τῶν πρωτοάριων πολιτισμῶν τῆς Εὐρώπης,
Περσίας καὶ Ἰνδικῆς χερσονήσου. Τὰ
μέχρι τώρα ἐπιστημονικὰ εὐρήματα δὲν
δείχνουν μὲ βεβαιότητα τὴν κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων, καὶ
οἱ ἀκαδημαϊκοὶ τὴν προσδιορίζουν κάπου στὴν Δυτικὴ
Ἀσία, ἀνάμεσα στὸν Εὔξεινο Πόντο, τὴν
ἀνατολικὴ Περσία καὶ τὴν κεντρικὴ
Ἀσία. Ἀπὸ ἐκεῖ χωρίστηκαν σὲ δύο ῥεύματα: Τὸ
ἕνα προχώρησε πρὸς τὴν Ἰνδία
καὶ τὸ δεύτερο ἐγκαταστάθηκε στὴ βορειοκεντρικὴ Εὐρώπη.
Ὁ
ὄρος «Ἰνδοευρωπαῖος» δόθηκε ἀπὸ τὸν
Thomas Young τὸ 1813, ἂν καὶ μέχρι τὰ
μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος χρησιμοποιούνταν ὁ ὄρος «Ἄριος»,
προερχόμενος ἀπὸ τὴν Σανσκριτικὴ
(Βέδες) καὶ Ἰρανικὴ παράδοση. Ἡ
ἔλευση τῶν Ἀρίων στὴ
Δύση ἐντοπίζεται κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες
τῆς 3ης χιλιετηρίδας.
Πρώτοι ἔφτασαν οἱ λαοὶ τοῦ
πολιτισμοὺ «γιαμνάγια»
(γνωστοὶ ἀπὸ τοὺς
τάφους Κουργκᾶν), ποὺ γνώριζαν τὸ ἄρμα μὲ
τροχούς, τὴν κατεργασία
τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ
ὀρείχαλκου. Αὐτὴ ἦταν
καὶ ἡ ἀρχὴ
τῆς ἐποχῆς τοῦ
χαλκοῦ στὴν Εὐρώπη. Στὴν
Ἑλλάδα ἡ ἔλευση τῶν
Ἀρίων τοποθετείται ἱστορικὰ τὸν
18ο π.Χ. αἰῶνα μὲ τὴν ἐμφάνιση
τοῦ Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ, καὶ σὲ
δεύτερη φάση τὸν 12ο αἰῶνα ποὺ ἀναφέρεται
ὡς «Κάθοδος τῶν Δωριαίων». Ὁ καθηγητὴς ἀρχαιολογίας κύριος Χρῆστος Ντοῦμας
ὑποστηρίζει πὼς οἱ Δωριεῖς
ἦταν Μυκηναϊκὸ φῦλο ποὺ
ἐκτοπίστηκε στὰ ὀρεινὰ
καὶ ὡς κάθοδος χαρακτηρίζεται ἡ ἐπανεγκατάστασή των στὰ πεδινά.
Ἡ
θεωρία τοῦ κυρίου Ντοῦμα δὲν υἱοθετείται
ἀπὸ τὴν
ὑπόλοιπη ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα, ἀλλὰ παρόμοιες περιπτώσεις συναντώνται στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἱστορία, κάτι ποὺ
καθιστᾶ πιθανὴ μιὰ τέτοια εἰκασία.
Βεβαίως, οἱ Ἰνδοευρωπαίοι ὅταν ἐγκαταστάθηκαν στὸν
Ἑλλαδικὸ χῶρο δὲν
βρῆκαν κρανίου τόπο, ἀλλὰ ἦρθαν
σὲ ἐπαφὴ μὲ
τοὺς ἤδη ὑπάρχοντες πληθυσμοὺς
ποὺ προϋπῆρχαν αὐτῶν,
καὶ οἱ ὁποίοι σὲ
πολλὲς περιπτώσεις ἐκτοπίστηκαν, σὲ ἄλλες ἀφανίστηκαν
καὶ σὲ κάποιες ἐπιμείχθησαν μὲ τοὺς βόρειους εἰσβολεῖς. Κραναοί, Μινῦες, Ἄβαντες, Αἰγιαλεῖς, Ἐπειοί, Κάρες, Κίκονες, Λαπίθες, Λέλεγες,
Μάγνητες, Δόλοπες, Καύκωνες… Οἱ
ἀναφορὲς σὲ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς
ὑπάρχουν κυρίως σὲ πρόσωπα ποὺ μὲ τὸ
πέρασμα τῶν χρόνων ἀναδείχθηκαν σὲ μυθικοὺς γενάρχες τῶν
Πόλεων-Κρατῶν. Ἂν καὶ γνωρίζουμε ἐλάχιστα
γιὰ τοὺς προελληνικοὺς πληθυσμούς, θεωρείται σχεδὸν βέβαιο ὅτι κάποιοι ἐξ αὐτῶν
δὲν ἦταν Ἰνδοευρωπαϊκῆς
καταγωγῆς, χωρὶς ὅμως νὰ
μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ μὲ σιγουριὰ
ἡ ἀκριβῆς
καταγωγή των. Ὁ γεωγράφος
Ἑκαταῖος ὁ Μιλήσιος ἀναφέρει
ὅτι στὸ ἀπώτερο παρελθόν, πρὶν
ἐξαπλωθοῦν οἱ Ἕλληνες,
σχεδὸν ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα κατοικούνταν ἀπὸ βάρβαρους. Παρόμοιες ἀναφορὲς κάνουν καὶ
ἄλλοι γεωγράφοι καὶ ἱστορικοὶ
ὅπως ὁ Στράβων καὶ ὁ Ἡρόδοτος[1].
Ἐκτὸς τῶν ἀναφορῶν τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων, μεγάλο ἐνδιαφέρον ἔχουν καὶ τὰ
τοπωνύμια ποὺ διατηροῦν μὴ Ἑλληνικὲς ὀνομασίες ἤδη
ἀπὸ τὴν
ἀρχαιότητα. Μία σημαντικὴ σειρὰ μὴ
Ἰνδοευρωπαϊκῶν τοπωνυμίων εἶναι τὰ τοπωνύμια σὲ
Αρν– (Ἄρνη, Ἄρνισσα, τὸ παλαιὸ ὄνομα
Ἄρνη τοῦ Κιερίου τῆς Θεσσαλιώτιδος κ.α.) στὸ ὁποῖο
ἀνήκει καὶ ἡ Λέρνα καὶ
τὰ ὁποία ἀπαντοῦν
κοντὰ σὲ πηγές.
Στὴν Χαττικὴ γλώσσα (κύρια προ-ΙΕ γλώσσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας)
arna/arinna θὰ πεῖ «πηγή», ἐνὼ ἡ
προσθήκη τοῦ προθέματος
le- χρησιμοποιείται γιὰ νὰ σχηματίσει τὸν πληθυντικό ἀριθμό: le-arna/le-arinna =
«πηγὲς» καὶ ἡ Λέρνα χαρακτηρίζεται ἀπὸ
τὴν ὕπαρξη πολλῶν πηγῶν, γιατὶ
σύμφωνα μὲ τὸν Στράβωνα: [8.6.8] «…
δείκνυται δὲ καὶ Ἀμυμώνη τις κρήνη κατὰ Λέρνην. ἡ
δὲ Λέρνη λίμνη τῆς Ἀργείας ἐστὶ καὶ τῆς
Μυκηναίας, ἐν ᾗ τὴν Ὕδραν
ἱστοροῦσι: διὰ δὲ
τοὺς γινομένους καθαρμοὺς ἐν αὐτῇ παροιμία τις ἐξέπεσε ‘Λέρνη κακῶν.’ τὴν μὲν
οὖν χώραν συγχωροῦσιν εὐυδρεῖν,
αὐτὴν δὲ τὴν
πόλιν ἐν ἀνύδρῳ χωρίῳ
κεῖσθαι, φρεάτων δ᾽ εὐπορεῖν,
ἃ ταῖς Δαναΐσιν ἀνάπτουσιν, ὡς ἐκείνων ἐξευρουσῶν, ἀφ᾽
οὗ καὶ τὸ ἔπος
εἰπεῖν τοῦτο «Ἄργος
ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον»,
τῶν δὲ φρεάτων τέτταρα καὶ ἱερὰ
ἀποδειχθῆναι καὶ τιμᾶσθαι
διαφερόντως, ἐν εὐπορίᾳ ὑδάτων
ἀπορίαν εἰσάγοντες.» Ἐπίσης, λέξεις ὅπως θάλασσα, λαβύρινθος, ἀσάμινθος κτλ, ἔχουν ὅλες πρὸ-Ἑλληνικὴ μὴ-Ἰνδοευρωπαϊκὴ καταγωγή. Ὅλες αὐτὲς
οἱ λέξεις πέρασαν στὸ Ἑλληνικὸ
λεξιλόγιο λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν Ἰνδοευρωπαίων νὰ
ἀποδόσουν στὴν γλώσσα τους ἔννοιες καὶ νοοτροπίες τῶν προελλήνων. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν οἱ Δωριεῖς
εἰσέβαλαν στὴν Κρήτη ἀντίκρυσαν πολυώροφα χρωματιστὰ κτίρια, κάτι ἐντελῶς ἀντίθετο
μὲ τὴν Δωρικὴ λιτότητα.
Γι αὐτὸ καὶ ἀπέδωσαν
στὴ λέξη «λαβύρινθος» τὴν ἔννοια τοῦ
ἀχανοὺς ἀποπροσανατολιστικοῦ
κτιρίου, ἐμπλουτίζοντάς
τον μὲ τὸν μῦθο τοῦ
Μινώταυρου, λόγω τῆς ἀκατανόητης γι αὐτοὺς λατρείας τοῦ
ταύρου. Τέτοιοι μύθοι ἐπιβίωσαν
μέχρι σήμερα μέσα ἀπὸ τὴν λαϊκὴ
παράδοση. Ὁ μεγάλος Ἕλληνας λαογράφος, Νικόλαος
Πολίτης, ἔχει διασώσει
λαϊκὲς παραδόσεις γιὰ τὰ Κυκλώπεια τείχη καὶ
ἄλλα προϊστορικὰ κτίσματα τοῦ Ἑλλαδικοῦ
χώρου ποὺ πιστεύεται ὅτι χτίστηκαν ἀπὸ τοὺς
«Λήννιδες», ποὺ ἦταν μιὰ φυλὴ
γιγάντων μὲ μακριὰ μουστάκια ποὺ τὰ ἔδεναν
πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους, καὶ
ποὺ ζοῦσε κάποτε σ' αὐτὸν τὸν
τόπο. Πέραν ὅμως τῶν γλωσσολογικῶν καὶ λαογραφικῶν
ἀποδείξεων, ὑπάρουν καὶ οἱ προϊστορικὲς
ἐνδείξεις ποὺ συνηγοροῦν στὴν μὴ-Ἰνδοευρωπαϊκὴ καταγωγὴ τῶν προελλήνων. Τὰ
ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα τοῦ
Κυκλαδίτικου καὶ τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ ἀποδεικνύουν τὴν
πίστη σὲ μία χθόνια
θρησκεία ποὺ πιθανὸν νὰ ἔχει
μεσανατολίτικη ῥίζα, μιᾶς καὶ ἐκεῖ συναντάται σὲ ἐκείνη τὴν
περίοδο ἡ μητριαρχικὴ κοινωνία καὶ ἡ λατρεία τοῦ
ὄφεως. Γι αὐτὸ καὶ
ἡ ἐπικρατούσα θεωρία γιὰ τὴν
καταγωγὴ τῶν Μινωιτῶν εἶναι ἡ
Φοινικική. Στοιχεῖο ποὺ συνηγορεῖ στὴν σημιτικὴ
καταγωγὴ τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἐπίσης
ἡ όνομασία τοῦ κέντρου λήψεως ἀποφάσεων, δηλαδὴ ἡ πρωτεύουσα ὅπου
βρισκόταν ἡ ἔδρα τοῦ βασιλέως. Ἀπὸ τὴν Κνωσσὸ
ἔλκει τὴν καταγωγὴ τοῦ ὀνοματός
του τὸ Ἰσραηλινὸ κοινοβούλιο ποὺ
ὀνομάζεται הַכְּנֶסֶת
(Κνεσσέτ), ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ Ἀνώτατο
Συμβούλιο τῶν ῥαβίνων.
Μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τῶν
Ἀρίων στὸν Ἑλλαδικὸ
χῶρο,
ἀναπτύχθηκε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ
χρόνου ὁ λαμπρὸς Ἑλληνικὸς
πολιτισμός, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀφανίσεως σὲ
μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ καὶ τῆς
μερικῆς ἀφομοιώσεως τῶν προελληνικῶν πληθυσμῶν. Κάτι ἀνάλογο δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιτευχθεῖ
στὴν Ἰνδία, μιᾶς καὶ ἐκεῖ οἱ προϋπάρχοντες Ἀφρικανικῆς καταγωγῆς πληθυσμοὶ ἦταν ἀδύνατον
νὰ ἀφομοιωθοῦν ἢ νὰ
ἐκτοπιστοῦν, γι αὐτὸ
καὶ μετὰ ἀπὸ
κάποιο χρονικὸ διάστημα τὸ λευκὸ στοιχεῖο
στὴν Ἰνδία ἔχει σχεδὸν
ἐξαφανιστεῖ. Σήμερα, παρ ὅλο ποὺ ἡ
ἐπιστήμη ἔχει μιὰ σαφὴ
εἰκόνα γιὰ τὴν καταγωγὴ
τῶν Εὐρωπαϊκῶν πληθυσμῶν,
ἐντοπίζεται τὸ φαινόμενο τῆς ἐμφανίσεως κάποιων ἀμόρφωτων
νεοελλήνων ποὺ ἀμφισβητοῦν τὶς ἔρευνες
καὶ τὶς ἀνακαλύψεις τῶν
ἀκαδημαϊκῶν σχετικὰ μὲ τὸ
θέμα τῆς καταγωγῆς. Εἶναι πραγματικὰ
ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι
μιὰ μερίδα συμπολιτῶν μας,
χωρὶς κανένα ἶχνος ἐπιστημονικῆς
κατάρτισης ἢ προσωπικῆς/ἀκαδημαϊκῆς
ἔρευνας πάνω στὸ θέμα, βγάζουν αὐθαίρετα συμπεράσματα περὶ αὐτοχθονίας τῶν
Ἑλλήνων, ἐπιχειρώντας μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπο νὰ κορέσουν τὸν ἄκρατο σωβινισμό τους. Θεωροῦν αὐτοὶ
οἱ τύποι πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι
ξεχωριστὴ φυλὴ ποὺ ἔχει
καταγωγὴ ἀπὸ ἄλλον
πλανήτη (Σείριο), καὶ
στηρίζουν τὶς θεωρίες
τους στὰ εὐρήματα καὶ τὶς θεωρίες τοῦ
Πουλιανοῦ ὁ ὁποῖος
θεωρεῖ τὸν ἀρχάνθρωπο τῶν
Πετραλώνων ὡς ἀπόδειξη τῆς συνεχοῦς ἐμφανίσεως τῶν
Ἑλλήνων ἐδῶ καὶ
11.000.000 χρόνια (!!!).
Βεβαίως αὐτὲς οἱ θεωρίες εἶναι
γιὰ γέλια καὶ κανένας σοβαρὸς ἀνθρωπολόγος ἢ
παλαιοντολόγος δὲν τὶς λαμβάνει στὰ σοβαρά. Παρ ὅλα αὐτὰ
ἡ θεωρία τοῦ Πουλιανοῦ βρίσκει πολλοὺς ὑποστηρικτὲς
ἐκτὸς τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας, κυρίως σὲ ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἀρτέμη
Σῶρρα καὶ τῆς Χρυσῆς
Αὐγῆς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)