Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΘΝΙΚΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΘΝΙΚΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σπέρα. Από τον διεθνιστικό αναρχισμό στον εθνικό συνδικαλισμό

 


Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.

Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό «Brothers College». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.

 Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός, καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.

 Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς. Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914 συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή οι απεργίες ήταν παράνομες.

Η εξέγερση της Σερίφου

 Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού διχασμού.  Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς).  Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».

 Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία, δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2% του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής, για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.

 Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες, κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα, ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας.

 Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον αγώνα τους.  Στις 21 Αυγούστου αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους. Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία. Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον Γρόμαν.

 Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη διακοσίων πενήντα  ανδρών και ενός ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος.  Τότε  ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.

 Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας, απολύθηκαν  όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες, καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.

 Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. - Σ.Ε.Κ.Ε.

 Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς εκείνης της εποχής.

 Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα εργατικά δικαιώματα, τον  βοήθησαν να κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.

 Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του, για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές συνδικαλιστές από την άλλη[1] .

 Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.

 Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.

 Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το 1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών φασμάτων.

 Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες, εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή. Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ.Ε.).

 Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

José Antonio Primo de Rivera: Ένας πνευματικός πατριώτης

 


Συγγραφέας: Radbod

Μετάφραση: Ρωμανός

«Ο Φασισμός γεννήθηκε για να εμπνεύσει μια πίστη όχι της Δεξιάς (η οποία κατά βάσιν φιλοδοξεί να συντηρεί τα πάντα, ακόμη και την αδικία) ή της Αριστεράς (η οποία κατά βάσιν φιλοδοξεί να καταστρέψει τα πάντα, ακόμη και την καλοσύνη), αλλά μια συλλογική, ολοκληρωμένη, εθνική πίστη» 

José Antonio Primo de Rivera

Ο José Antonio Primo de Rivera y Saenz de Heredia Marques de Estella ή José Antonio (όπως συνήθως αναφέρεται) γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1903 στην Μαδρίτη, για να μεγαλώσει σε ένα υγιές αριστοκρατικό οικογενειακό περιβάλλον ως ο μεγαλύτερος γιος του στρατηγού Miguel Primo de Rivera, ο οποίος ήταν ο ηγέτης της Ισπανίας από το 1923 έως το 1930. Η οικογένειά του ήταν κοινωνικώς εξέχουσα στην Ανδαλουσία, έχοντας συνδεθεί μέσω επιγαμιών με μεγάλους γαιοκτήμονες και εμπόρους της περιοχής  Jerez de la Frontera 1. Από τον πατέρα του ο Χοσέ Αντόνιο κληρονόμησε τον τίτλο του μαρκησίου της Estella (marqués de Estella).

Ο πατέρας του, μετά από μια γρήγορη και λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία στην Κούβα, τις Φιλιππίνες και το Μαρόκο, έγινε κυβερνήτης του Κάδιθ (1915), στην συνέχεια με την σειρά γενικός διοικητής της Βαλένθια, της Μαδρίτης και της Καταλονίας. Από την Καταλονία πραγματοποίησε πραξικόπημα τον Σεπτέμβριο του 1923, διαλύοντας το Κοινοβούλιο (Cortes Generales) και στην συνέχεια εγκαθίδρυσε, με την πλήρη έγκριση του βασιλέως Αλφόνσου του 13ου, ένα στρατιωτικό διευθυντήριο. Το σύνταγμα του 18762, καθώς και οι πολιτικές ελευθερίες ανεστάλησαν.  Η στρατιωτική δικτατορία αντικαταστάθηκε από μια πολιτική (1925)· αμφότερες κυβέρνησαν αρκετά μετριοπαθώς, χωρίς τις βιαιότητες και την ακραία καταστολή, οι οποίες χαρακτήριζαν τις μεταγενέστερες δικτατορίες

Ο Miguel Primo de Rivera τερμάτισε τον πόλεμο στο Μαρόκο (1926), εισήγαγε πολλά μέτρα με στόχο  τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και την διοικητική μεταρρύθμιση και ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων, η διακυβέρνηση του, όμως, προκάλεσε την αντίθεση των αναρχοσυνδικαλιστών, των Καταλανών τοπικιστών και όλων των φιλελευθέρων. Το καθεστώς του ήταν σε περισσότερες από μία περιπτώσεις αποπροσανατολισμένο, αδέξιο και αφελές, αλλά ήταν κατά βάσιν γενναιόδωρο και χωρίς αποκλεισμούς. Η Ισπανία υπό την εξουσία του θα εξελισσόταν οικονομικά και όλοι οι Ισπανοί θα μοιράζονταν τα οφέλη. Υπήρχαν δημόσια έργα, μεγαλύτερη απασχόληση, περισσότερα σχολεία, υγειονομικές βελτιώσεις και προσοχή στα δικαιώματα των εργατών. Μια εξέγερση το 1929 των  φιλελευθέρων απέτυχε, αλλά διάφορες πολιτικές και οικονομικές αποτυχίες του καθεστώτος οδήγησαν σύντομα στην παραίτηση του (Ιανουάριος 1930). Πέθανε στην εξορία στο Παρίσι, σύμφωνα με πληροφορίες με ραγισμένη καρδιά.

Ο Χοσέ Αντόνιο ήταν ένας δυνατός διανοούμενος και μελέτησε έργα φιλοσόφων και πολιτικών στοχαστών όπως ο Σπένγκλερ, ο Κέιζερλινγκ, ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Ορτέγκα, ο Μουσολίνι και ο Τρότσκι. Πήγε στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, για να σπουδάσει νομικά και μετά την στρατιωτική θητεία του ξεκίνησε την καριέρα του ως δικηγόρος το 1925. Όταν στο Cortes (κοινοβούλιο) άρχισαν να χλευάζουν την μνήμη του πατέρα του, ασχολήθηκε με την πολιτική και  πραγματοποίησε ομιλίες υπερασπίζοντας τις πολιτικές του πατέρα του και τελικά αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο. Όσο περισσότερο επετίθεντο και  γελοιοποιούσαν τον πατέρα του, τόσο πιο ανταγωνιστικός γινόταν έναντι της επιμονής τους υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τις κοινοβουλευτικές μορφές της μεσαίας τάξεως. Η περιφρόνησή του για την πολιτική σφαίρα θα του εμπνεύσει μια θεωρία για ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο θα διατηρούσε τις θετικές πτυχές του καθεστώτος του πατέρα του και θα δημιουργούσε άλλες που θα μπορούσαν να διορθώσουν τα σφάλματα του. Ο Χοσέ Αντόνιο επιμελήθηκε επίσης την δεξιά εφημερίδα El Fascio. Αφού την έκλεισε η Δημοκρατική κυβέρνηση, έγραφε για το περιοδικό ABC.

Η Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στην Ισπανία στις 14 Απριλίου 1931 με το τέλος της δικτατορίας του στρατηγού Primo de Rivera. Η χώρα, επομένως, δεν έψαχνε για άλλη μία αυταρχική μορφή κυβερνήσεως, και σίγουρα όχι για μοναρχία, αφ’ ής στιγμής ο Αλφόνσος ο 13ος  είχε δείξει, ότι ήταν εντελώς ανίκανος να κυβερνήσει τον ισπανικό λαό. Η Αριστερά είχε τελικά την ευκαιρία να κυβερνήσει την Ισπανία με τον τρόπο της. Ωστόσο, η αποστροφή για την πορεία των πραγμάτων ήταν εμφανής μόλις λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα συναισθήματα έγιναν αγχώδη και τα νεύρα τεντώθηκαν. Οι υποσχέσεις για αλλαγή κατέπεσαν γρηγορότερα από όσο δόθηκαν. Το Cortes μαστιζόταν  από την διαρκή διαφωνία των μελών του, τα οποία ασχολούνταν μόνον με την προπαγάνδα και τις υποθέσεις τους. Ο ισπανικός φιλελευθερισμός σημείωνε άνοδο και η πιθανότητα δημιουργίας μιας πολιτικής εναλλακτικής άρχισε να συζητείται.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αφήσει την Ευρώπη σε κατάσταση αναταραχής. Το εθνικό πνεύμα είχε αναδυθεί σαν βαρύ άρωμα σε μια κρύα νύχτα, γλυκαίνοντας  ό,τι είχε απομείνει από μία σαπισμένη Ευρώπη. Υφήρπαν, ωστόσο, ακόμα το πρόβλημα της ταξικής πάλης και το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτά τα δύο συστατικά - το εθνικό συμφέρον και το κοινωνικό ζήτημα - πυροδότησαν τελικά ένα νέο κίνημα, το οποίο καλούσε υπέρ του έθνους ανεξαρτήτως τάξεως  - εθνικιστικό και σοσιαλιστικό. Η Ισπανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη χώρα, με πιθανή εξαίρεση την Πορτογαλία. Η χώρα βρισκόταν σε περίπου μεσαιωνική κατάσταση. Περί τις αρχές του εικοστού αιώνα το ενενήντα οκτώ τοις εκατό περίπου της γης ανήκε στο 3 τοις εκατό περίπου του συνολικού πληθυσμού. Η κοινωνία ήταν κυρίως αγροτική και η οργάνωση της εργασίας άγνωστη. Μολονότι η Ισπανία βελτιωνόταν  χάρη στην βοήθεια της συνταγματικής μοναρχίας που ξεκίνησε το 1875 και της δικτατορίας του στρατηγού Primo de Rivera, η ανάπτυξή της ήταν ασυνήθιστα αργή. Το γεγονός δε οτι οι περιοχές με  οικονομική ανάπτυξη ήταν απομονωμένες, περισσότερο πολιτισμικά παρά γεωγραφικά, επιδείνωνε την κατάσταση. Η ταξική πάλη εκτραχυνόταν ολοένα και περισσότερο. Ίσως το μόνο πράγμα που η μεσαία τάξη, η οποία θα αποτελούσε το κύριο συστατικό του Φασιστικού κινήματος, ήταν παθιασμένη εκείνη την εποχή ήταν ο περιορισμός της προλεταριακής εξεγέρσεως, αν όχι η παντελής αποφυγή αυτής.

Οι συνθήκες ήταν τελικώς ευνοϊκές για την ανάπτυξη ενός εθνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Διαφορετικά επίπεδα του νέου κινήματος αναπτύχθηκαν σε δύο άλλες χώρες εκτός της Ισπανίας. Η Γερμανία θα συμμετάσχει σε ένα εθνικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο καταπίεσε τον σοσιαλισμό υπό την παραφουσκωμένη υπερηφάνεια του εθνικισμού. Η Ιταλία προφανώς είχε μια ρεαλιστική συμφιλίωση σοσιαλιστικών και εθνικιστικών φιλοδοξιών. Το εθνικό σοσιαλιστικό ή φασιστικό κίνημα της Ισπανίας, ωστόσο, ανέλαβε έναν πιο προσωπικό ή ατομικό, πατριωτικό ρόλο. Η σκηνή προετοιμαζόταν για την απαρχή ενός ισπανικού εθνικού σοσιαλιστικού κόμματος, του κόμματος του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα.

Ο Χοσέ Αντόνιο προσέφερε μια νέα ματιά στο σύστημα διακυβερνήσεως. Συντασσόταν με την Δημοκρατία αισθανόμενος περιφρόνηση για ένα καπιταλιστικό σύστημα. Όπως και η Αριστερά, ο Χοσέ Αντόνιο πίστευε ότι η Ισπανία υπέφερε από την καπιταλιστική πανούκλα «η οποία μετατρέπει τον εργαζόμενο σε απανθρωποιημένο γρανάζι στα μηχανήματα της αστικής παραγωγής». Ωστόσο, πίστευε επίσης ότι η λύση δεν ήταν ο κομμουνισμός που προσέφερε η Αριστερά. Ο Χοσέ Αντόνιο υποστήριξε ότι, ενώ ένα καπιταλιστικό σύστημα «απανθρωποποιούσε» το άτομο, ο κομμουνισμός «απορροφά την ατομική προσωπικότητα στο Κράτος».

Πέρασε ένα χρονικό διάστημα κατά τους πρώτους μήνες του 1933 αναζητώντας κάποιον, να ηγηθεί ενός νέου εθνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Θεώρησε τον εαυτό του ανίκανο, ισχυριζόμενος ότι είχε «πάρα πολλές πνευματικές ανησυχίες, για να είναι ηγέτης των μαζών» και ότι οι πιθανοί χρηματοδότες του δεν ήθελαν να υποστηρίξουν «άλλον έναν Primo de Rivera». Ευτυχώς, ο Χοσέ Αντόνιο βρήκε «έναν γερό συνεργάτη» στο πρόσωπο του Ruiz de Alda. Ο Alda ήταν ένας διάσημος αεροπόρος, ο οποίος προσελκυόταν από τις εθνικιστικές ιδέες και δυσπιστούσε έναντι των καθιερωμένων κομμάτων. Ξεκίνησαν την συνεργασία για την δημιουργία του ιδεαλιστικού τους είδους εθνικού συνδικαλισμού. Το μόνο που έπρεπε τώρα να κάνουν,  ήταν να περιμένουν την στιγμή που η πολιτική ατμόσφαιρα θα ήταν πιο ευνοϊκή. Η αναμονή δεν ήταν μεγάλη, καθώς το φθινόπωρο του ίδιου έτους θα διεξάγονταν εκλογές.

Στις 29 Οκτωβρίου 1933 στο Teatro Comedia, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα ανακοίνωσε την εκλογή του στο Cortes και την δημιουργία της Falange Española (Ισπανικής Φάλλαγας). Ο Χοσέ Αντόνιο ανακοίνωσε εκείνο το απόγευμα της Κυριακής στο Teatro Comedia σε ένα πλήθος περίπου 3.000 ατόμων, τι αντιπροσώπευε η Φάλαγγα: Πίστη προς την Ισπανία, δηλαδή στην συνολική σύνθεση όλων των ατόμων και των τάξεων, συνθέτοντας τα ούτως σε ένα νέο άτομο αποκτούσε ένα θεϊκό πεπρωμένο. Μέσα σε αυτήν τη σύνθεση, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν πολιτικά κόμματα: η θρησκεία θα ήταν ανεκτή, εφόσον δεν θα παρέμβαινε σε απροσδιόριστες υποθέσεις εκτός της αρμοδιότητος της: δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν κηφήνες ή παράσιτα στην νέα κοινωνία: όλοι οι άνδρες θα είχαν το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να εργάζονται  για την κοινότητα.

Για να επιτευχθεί η νέα κοινωνία, η βία μπορούσε να είναι απαραίτητη, αλλά δεν ήταν αυτοσκοπός. Ξεκίνησε την Φάλαγγα ως κίνημα αφοσιωμένο στην ανατροπή της κυβερνήσεως, εάν τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς κατάφερναν  να επιβάλουν την πολιτική τους στην χώρα. Ήταν εν μέρει πολιτοφυλακή, εν μέρει πολιτικό κόμμα και εν μέρει κίνημα, εμπνευσμένο από τον Φασισμό του Μουσολίνι, και άρχισε να κηρύττει την ανάγκη για ένα μεγαλύτερο εθνικό συμφέρον, το οποίο θα ήταν υπεράνω όλων των ειδικών ή των ομαδικών συμφερόντων, που απαιτούσαν τότε την προσοχή, και ότι η απάντηση δεν βρισκόταν ούτε στην Δεξιά ούτε στην Αριστερά, αλλά σε μια αμαγαλμάτωση των καλύτερων στοιχείων αμφοτέρων.

Τα αρχικά F.E. προέρχονται από τις λέξεις Falange Española και σχηματίζουν την ισπανική λέξη για την «πίστη» 3, συνοψίζοντας το συναίσθημα του Χοσέ Αντόνιο για την Ισπανία. Εξέθετε τις επαναστατικές απόψεις του στα περιοδικά του F.E. (1934) και Arriba (1935), και όταν αυτές οι εκδόσεις καταργήθηκαν από το κράτος, μιλούσε σε συναντήσεις ανά την χώρα και εκφωνούσε ομιλίες στο Cortes, στο οποίο εξελέγη  το 1933. Στο μανιφέστο της η Φαλάγγα καταδίκαζε τον σοσιαλισμό, τον μαρξισμό, την δημοκρατία  και τον καπιταλισμό και πρότεινε την μετατροπή της Ισπανίας σε φασιστικό κράτος. Αναγνωρίζοντας γενικώς τις αρχές του φασισμού, η Φάλαγγα ξεχώρισε από τις άλλες φασιστικές ομάδες λόγω  της μεγάλης εμφάσεως της στην εθνική παράδοση, ιδιαιτέρως στις αυτοκρατορικές και αναγεννησιακές χριστιανικές παραδόσεις της Ισπανίας.

Κατά τους πρώτους μήνες της η Φάλαγγα είχε μεγάλη επιτυχία. Ήδη είχε αποκτήσει περισσότερα μέλη από τους Εθνικο-Συνδικαλιστές (Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist - J.O.N.S. 4), την εθνική συνδικαλιστική οργάνωση με επικεφαλής τον Ledesma Ramos. Μεταξύ των νέων οπαδών ήταν πολλοί φοιτητές πανεπιστημίου εντυπωσιασμένοι από την ρητορική του Χοσέ Αντόνιο. Η  J.O.N.S. είχε παρόμοιο στυλ, και διέθετε περίπου χίλια μέλη. Υπήρξε μια τεράστια πίεση στα δύο κόμματα να συγχωνευθούν, εάν ήθελαν να παραμείνουν στο πολιτικό παιχνίδι. Στις 14 Μαρτίου 1934 η J.O.N.S. εντάχθηκε στην Φάλαγγα, για να γίνουν ένα (FE-JONS) υπό την ηγεσία του Χοσέ Αντόνιο. Ο Χοσέ Αντόνιο συμφώνησε στην ένωση, δεν του άρεσαν ο Λεντέσμα, ο αρχηγός του κόμματος και η «αγριότητα» του κόμματος.

Ωστόσο, η βία δεν δεν ήταν κάτι καινούργιο για το κόμμα της Φάλαγγος. Η βία μεταξύ των Φαλαγγιτών και της Αριστεράς ήταν έντονη. Λίγες μέρες μετά την δημιουργία του κόμματος, σκοτώθηκε το πρώτο του μέλος. Ο Χοσέ Αντόνιο είχε διαβεβαιώσει, ότι η βία θα ήταν απαραίτητη και ήταν απολύτως ρεαλιστής. Έγιναν πολλές απόπειρες εναντίον της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης μιας βόμβας, την οποίαν έριξαν στο όχημα του. Ο Χοσέ Αντόνιο αντέδρασε βγαίνοντας από το αυτοκίνητό του και προσπαθώντας να πυροβολήσει τους επιτιθέμενους. Δεν φοβήθηκε με κόστος την ελευθερία του λόγου. Κάθε νύκτα υπήρχαν αναφορές για «ύποπτους Φασίστες», οι οποίοι συνελήφθησαν ή πυροβολήθηκαν. Στην ομιλία  ιδρύσεως  της Φάλαγγος, ο Χοσέ Αντόνιο δήλωσε: «Δεν θα πάμε σε αυτό το μέρος (το Cortes), για να λογομαχούμε με τους θαμώνες για τα άνοστα αποφάγια ενός βρώμικου συμποσίου. Η θέση μας είναι έξω, η θέση μας είναι στην ύπαιθρο, κάτω από τον καθαρό νυχτερινό ουρανό, με το σπαθί στο χέρι και τα αστέρια από επάνω μας»

Στο κόμμα αναδυόταν ένας διαφορετικός τύπος βίας. Πολλοί φοβούνταν, ότι το κόμμα γινόταν πολύ συντηρητικό. Ενώ ο Χοσέ Αντόνιο ενίσχυε τον έλεγχο του, ο Ledesma εγκατέλειψε το κόμμα στις αρχές του 1935. Αργότερα εκείνο το έτος, ο Χοσέ Αντόνιο έθεσε το κόμμα του στην υπηρεσία της ιταλικής κυβερνήσεως, από την οποία λάμβανε μηνιαία επιδότηση έως τον Ιούνιο του 1936.

Το 1935 τα κόμματα της Αριστεράς σχημάτισαν το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο ανήλθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936, ενώ η Φάλαγγα έλαβε μόνον το 0,7 τοις εκατό των ψήφων. Ο Χοσέ Αντόνιο εξελέγη στο Cortes. Το να είσαι νομίμως εκλεγμένος αξιωματούχος μικρή σημασία είχε για την κυβέρνηση της Αριστεράς στη Μαδρίτη. Για αυτούς ο Χοσέ Αντόνιο ήταν σύμβολο, όλων όσων φοβούνταν: Πατριωτισμός, Πειθαρχία, Ηθική και Πνευματικότητα. Εκείνη την εποχή, η Φάλαγγα δεν είχε ούτε τους αριθμούς ούτε τα χρήματα, για να κάνει τη διαφορά. Δεν επρόκειτο με κανέναν τρόπο η Δημοκρατική κυβέρνηση να επιτρέψει στους Φαλαγγίτες, να αποκτήσουν οποιαδήποτε εξουσία στην Ισπανία, με τυπικά νόμιμο ή με άλλο τρόπο.

Για λίγο κατάφερε να αποτρέψει τους οπαδούς του από το να ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη βία στους δρόμους. Μετά την νίκη του Λαϊκού Μετώπου, η Ισπανική Φάλαγγα μεγάλωσε ραγδαίως και μέχρι τον Ιούλιο είχε 40.000 μέλη. Τότε απορροφήθηκε  και αυτός από τις ένοπλες μάχες, οι οποίες ήταν η κανονική μορφή διαμάχης στους δρόμους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω και, μετά την αποτυχία άλλων επιλογών, ο Πρίμο ντε Ριβέρα συμμετείχε σε μια συνωμοσία για την ανατροπή της κυβερνήσεως του Λαϊκού Μετώπου. Ο Πρίμο ντε Ριβέρα  υποστήριξε πλήρως την στρατιωτική εξέγερση τον Ιούλιο του 1936 εναντίον της δημοκρατικής κυβερνήσεως και μετά το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου η Φάλαγγα κατέστη το κυρίαρχο πολιτικό κίνημα των Εθνικιστών. Η πολιτοφυλακή της Φάλαγγος προσχώρησε στους Στασιαστές κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-39.

Όταν η δημοκρατική κυβέρνηση πληροφορήθηκε, ότι οι Φαλαγγίτες άρχιζαν να εξοπλίζονται, ξεκίνησαν οι συλλήψεις των ηγετών του Φαλαγγιτικού κινήματος σε όλη την Ισπανία. Η λεγόμενη Δημοκρατική κυβέρνηση δεν έκανε ποτέ τίποτα, για να εμποδίσει τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές να οπλιστούν ή τις εγκληματικές πράξεις, που διαπράχθηκαν από αυτές τις δύο ομάδες.

Η βία αυξήθηκε στους δρόμους της Μαδρίτης. Οι Φαλαγγίτες συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν, και συνέβαινε το αντίθετο ως αντίποινα. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν τελικώς, όταν το βράδυ της 12ης Ιουλίου 1936, όταν ο José Calvo Sotelo, ο επικεφαλής εκπρόσωπος της οργανωμένης Δεξιάς, τέθηκε δήθεν υπό κράτηση. Το επόμενο πρωί το πτώμα του βρέθηκε στις πύλες ενός νεκροταφείου. Αυτό ήταν το περιστατικό που πυροδότησε τις εξελίξεις. Ξέσπασαν ταραχές, πραγματοποιήθηκαν εξεγέρσεις και στις 17 Ιουλίου 1936 ξεκίνησε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Με το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, λίγο μετά την απώλεια της έδρας του στο Cortes εκείνη την εποχή, η Ισπανική Φάλαγγα κηρύχθηκε ως παράνομη οργάνωση από τους Δημοκρατικούς. Απαγόρευαν το κόμμα, συνέλαβαν τους ηγέτες του και έκλεισαν τα έντυπα του Ο Πρίμο ντε Ριβέρα συνελήφθη στις 5 Ιουνίου 1936 και φυλακίσθηκε στην φυλακή του Αλικάντε από τους μισθοφόρους του Κράτους (την αστυνομία), υπό την εξουσία των αντιπάλων του. Η Φάλαγγα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο ισχυρά κινήματα στην Ισπανία ενώ ο Χοσέ Αντόνιο ήταν στην φυλακή.

Ο Πρίμο ντε Ριβέρα δικάστηκε για την συμμετοχή του στην εξέγερση. Δικάστηκε με μία συνοπτική δίκη με την κατηγορία  της συνωμοσίας εναντίον της Δημοκρατίας και της ηγεσίας  φασιστικής οργανώσεως και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στις 18 Νοεμβρίου 1936, ο Χοσέ Αντόνιο έγραψε: «Χθες καταδικάστηκα σε θάνατο, προσεύχομαι στον Θεό, αν δεν με γλυτώσει από αυτήν την τελευταία δοκιμασία, να διατηρήσει εντός μου μέχρι το τέλος την φαινομενική υποταγή, με την οποία τον αναλογίζομαι, και όταν κρίνει την ψυχή μου, να το κάνει με μέτρο όχι τις αρετές  μου, αλλά με αυτό το άπειρο Έλεος Του.»

Οι συνθήκες γύρω από τον θάνατο του Χοσέ Αντόνιο είναι πολύ περίεργες. Η Δημοκρατική κυβέρνηση ανησυχούσε για την αύξηση της δυνάμεως των Φασιστών. Εφαρμόστηκε καταστολή στους Φασίστες. Φοβούμενη για την εντύπωση που θα προκαλούσε  ο Χοσέ Αντόνιο στους οπαδούς του, η Δημοκρατική κυβέρνηση τον κράτησε φυλακισμένο για αρκετούς μήνες. Στην διαθήκη του, ο Χοσέ Αντόνιο σημειώνει ότι μόλις πέντε έως έξι ημέρες πριν την συντάξει, ενημερώθηκε για τις εναντίον του κατηγορίες.  Στις 20 Νοεμβρίου 1936, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα οδηγήθηκε έξω από το κελί του στη φυλακή του Αλικάντε και με έναν σταυρό στα χέρια του, με  «προσευχή στα χείλη του» και συγχώρεση για τους εχθρούς, που θα τον δολοφονούσαν, εκτελέσθηκε από εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Χοσέ Αντόνιο πέθανε σαν Άνδρας, πέθανε Ήρωας, Μάρτυρας και Άγιος.

Οι ειδήσεις για τον θάνατο του παρέμεναν απαγορευμένες μέχρι και ένα έτος έπειτα. Η θέση του σώματός του στο νεκροταφείο της φυλακής του Αλικάντε ήταν άγνωστη, έως ότου ο αδελφός του Μιγκέλ, αφότου αποφυλακίσθηκε, κατάφερε να παράσχει πληροφορίες. Πριν από τη δήλωση του Μιγκέλ σχετικά με τα γεγονότα, η Δημοκρατική κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να καλύψει την εκτέλεση ισχυριζόμενη, ότι ένας όχλος εισέβαλε στη φυλακή και σκότωσε τον Χοσέ Αντόνιο.

Ο θάνατος του Χοσέ Αντόνιο οδήγησε στον θάνατο της Φάλαγγος του. Η Φάλαγγα  θα περνούσε στην συνέχεια από τεράστιες αλλαγές. Υπήρξαν πολλές διενέξεις, για το ποιος θα διαδεχθεί τον José Antonio. Ένας άντρας, ο πλέον ανάξιος της θέσεως, ονόματι Hedilla 5  ηγήθηκε της οργανώσεως για σύντομο χρονικό διάστημα. Διότι ο Φράνκο δρούσε στο παρασκήνιο, αυξάνοντας τις νίκες του. Τελικώς ο Generalissimo ανακήρυξε τον εαυτό του jefe nacional και στις 19 Απριλίου 1937  μετονόμασε την οργάνωση σε Falange Espanola Tradicionalista y de las Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist.

Τελικώς, κατόπιν τριών ετών ψευδών, ο Χοσέ Αντόνιο έλαβε τον οφειλόμενο στο πρόσωπό του σεβασμό το 1939. Τα λείψανα του ανεσκάφησαν και μεταφέρθηκαν στη Μονή Εσκοριάλ. Αεροπλάνα έριξαν στεφάνια στο νεκροταφείο του Αλικάντε και ο Φράνκο απέδωσε μέσω ραδιοφώνου φόρο τιμής στον νεκρό ηγέτη. Πραγματοποιήθηκε μια τεράστια τελετή κηδείας, η οποία διήρκεσε 10 ημέρες και περιελάμβανε πομπή 284 μιλίων με το φέρετρο του στους ώμους των Φασιστών. Ο Μουσολίνι έστειλε  Ιταλούς Φασίστες να φέρουν προσωπικά ένα χάλκινο στεφάνι στον τάφο του. Ο Χοσέ Αντόνιο ετάφη στη Μονή Εσκοριάλ  στα Όρη Γκουανταράμμα ανάμεσα στον βασιλιά και τις βασίλισσες της Ισπανίας. Αφότου έκτισε ο Φράνκο  την Κοιλάδα των Πεσόντων, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν εκεί για τελευταία φορά στις 30 Μαρτίου 1959.

Το κόμμα του στρατηγού Φράνκο αντιμετώπισε τον Χοσέ Αντόνιο ως μάρτυρα, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των οπαδών του Εθνικού Επαναστατικού Κινήματος. Έχοντας συγχωνευθεί με την πολιτοφυλακή των Καρλιστών  από τον Φρανσίσκο Φράνκο το 1937, η οργάνωση μετονομάστηκε σε Falange Española Tradicionalista και έγινε το επίσημο κόμμα του εθνικιστικού κράτους. Ήταν, ωστόσο, μια σαφώς λιγότερο ανεξάρτητη δύναμη από τον ιταλικό φασισμό, την οποίαν εκμεταλλευόταν και χειραγωγούσε ο Φράνκο. Από τα μέσα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά το κόμμα αποδυναμωνόταν σταθερά και ο Φράνκο προσπάθησε να το κάνει ένα είδος γραφειοκρατικού εθνικιστικού μετώπου. Το ίδιο το Φαλαγγιτικό κίνημα εξασθένησε και τυχόν υπολείμματα του παλαιού επαναστατικού πνεύματος εξαλείφθηκαν για να καθησυχάσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τον στρατό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ουσιαστικά δεν είχε καμία επιρροή. Τα άρθρα και οι ομιλίες του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα βοηθούν στην διαμόρφωση μέρους του δόγματος του εθνικιστικού κινήματος του Φράνκο· αλλά όπως κάθε άλλη από όλες τις κυρίαρχες πολιτικές οργανώσεις, δεν μπορούσαν πραγματικά να θρέψουν πέραν του συμβατισμού και να θεσπίσουν τις πραγματικά Επαναστατικές πτυχές του δόγματος, το οποίο θα είχε καταστήσει την Ισπανία ένα πραγματικό Έθνος του Λαού.

Με όλα όσα έχουν ειπωθεί, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς, ότι ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αλόγιστα μια λέξη τόσο ισχυρή όσο η λέξη «Φασίστας». Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε προχείρως για τον χαρακτηρισμό οποιουδήποτε ατόμου ή οργανώσεως της Δεξιάς,  που θεωρούνται επαναστατικά, όποιου αγαπά την χώρα του πάνω απ 'όλα, και όποιου εγκρίνει μια αυταρχική κυβέρνηση. Σήμερα, οι πατριώτες  Χριστιανοί της μεσαίας τάξεως που πιστεύουν στην ατομική ευθύνη φάνηκε ότι χαρακτηρίζονται ως Φασίστες ή ως συμπαθούντες τον Φασισμό. Ο Ιούλιος Έβολα έχει σχολιάσει, ότι «ο Φασισμός έχει υποστεί μια διαδικασία, η οποία μπορεί να ονομασθεί μυθοποίηση και η στάση που υιοθετούν πολλοί απέναντι ​​του είναι περισσότερο παθιασμένη και παράλογη είδους παρά κριτική και πνευματική».

Σε ένα σημείωμα που τελικώς  δημοσιεύθηκε στον ισπανικό τύπο στις 10 Δεκεμβρίου 1934, ο Χοσέ Αντόνιο δηλώνει σαφώς ότι η  «Falange Espanola de las J.O.N.S. δεν είναι φασιστικό κίνημα. Συμπίπτει με τον Φασισμό συγκεκριμένα σε βασικά σημεία, τα οποία είναι καθολικής ισχύος· αλλά καθημερινώς αποκτά ένα δικός της σαφέστερο περίγραμμα, και είναι πεπεισμένη ότι ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι και κανένα άλλο θα βρει τις πιο καρποφόρες δυνατότητές της για ανάπτυξη». Ακόμα και στο τέλος της ζωής του απογοητεύτηκε έντονα από την πολιτική ονομασία και τον εκφοβισμό. «Με εκπλήσσει το γεγονός, ότι μετά από τρία χρόνια, η τεράστια πλειοψηφία των συμπατριωτών μας πρέπει να συνεχίσει να μας κρίνει χωρίς να έχει αρχίσει να δείχνει το λιγότερο σημάδι για να μας καταλάβει, και μάλιστα χωρίς να έχει αναζητήσει ή  αποδεχθεί τις παραμικρές πληροφορίες».

Δεν είναι περίεργο  σε αυτήν την εποχή της ανηθικότητας και των αντι-ηρώων, ο Χοσέ Αντόνιο ξεχωρίζει σαν ένας Φάρος Φωτός με μια ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα και υποστήριξη, όχι μόνον σε ολόκληρη την Ισπανία αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο επίσης.

Σημειώσεις

1.Jerez de la Frontera (Χερέθ ντε λα Φροντέρα ) είναι πόλη και δήμος στην Ανδαλουσία, στη νότια Ισπανία, η οποία βρίσκεται στην επαρχία του Κάδιθ.

2.Το πραξικόπημα (pronunciamiento) του Μαρτίνεθ-Κάμπος εγκατέστησε τον Αλφόνσο ΙΒ΄ως βασιλέα, επιφέροντας το τέλος της Πρώτης Ισπανικής Δημοκρατίας. Μετά από αυτό, το σύνταγμα του 1876 γράφτηκε και εφαρμόστηκε κατά την διάρκεια ολόκληρης της Παλινορθώσεως. Το σύνταγμα αυτό καθόρισε την Ισπανία ως συνταγματική μοναρχία με διπλό νομοθετικό σώμα (Cortes Generales), αποτελούμενο από την άνω βουλή (Senado-Γερουσία) και την κάτω βουλή (Congreso de los Diputados, Βουλή). Το Σύνταγμα αυτό έδινε στον βασιλιά την εξουσία να ορίζει γερουσιαστές και να ανακαλεί νόμους εφόσον το επιθυμούσε και του ανέθετε επίσης την ηγεσία του στρατού.

3.Fe  στα ισπανικά σημαίνει πίστη

4.Juntas de Ofensiva Nacional-Sindicalist - J.O.N.S. Συνελεύσεις της Εθνικής Συνδικαλιστικής Αντεπιθέσεως, οργάνωση, η οποία προέκυψε  στις 10 Οκτωβρίου 1931 από την ενοποίηση των οργανώσεων  La Conquista del Estado (Η Κατάκτηση του Κράτους) του  Ramiro Ledesma Ramos και  Juntas Castellanas de Actuación Hispánica (Καστιλλιάνικη Συνέλευση Ισπανικής Δράσεως) του Onésimo Redondo. Υπήρξε μικρή οργάνωση βασισμένη σε φοιτητές της Μαδρίτης και σε εργάτες και αγρότες εντός και πέριξ της Βαγιαδολίδ.  Το 1933 άρχισε να μεγαλώνει ως οργάνωση, ξεκίνησε την έκδοση του θεωρητικού περιοδικού  JONS., δημιούργησε εργατικό σωματείο στην Καστίλη και την Βαγιαδολίδ, ίδρυσε την Ομοσπονδία Αγροτικών Σωματείων, ενώ συνολικά προέβη στην δημιουργία περίπου 175 εργατικών σωματείων. Ο Λεντέσμα Ράμος δολοφονήθηκε από την αριστερά και ο Ονεσίμο Ρεντόντο έπεσε κατά τον ισπανικό εμφύλιο στο πεδίο της μάχης ηρωικώς μαχόμενος.

5.Manuel Hedilla Larrey  (18 Ιουλίου 1902- 4 Φεβρουαρίου  1970), εκ των αρχικών μελών της Φάλαγγος και στενός συνεργάτης του Χοσέ Αντόνιο.  Έλαβε μόρφωση από ρωμαιοκαθολικά σχολεία και εργάσθηκε ως εργάτης σε ναυπηγεία και σε δημόσια έργα επί δικτατορίας Miguel Primo de Rivera, έζησε, ωστόσο, και μεγάλες περιόδους ανεργίας.  Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της Φάλαγγος και έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην  προλεταριακή και συνδικαλιστική πλευρά αυτής.  Μετά την δολοφονία του Χοσέ Αντόνιο τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της Φάλαγγος για λίγους μήνες, καθόσον ακολούθησε η πραξικοπηματική και βίαια μέσω του Decreto de Unificaciòn, (Διάταγμα ενοποίησης) συγχώνευση της  Φάλαγγος (Falange Española de las Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista / FE de las JONS)  με τους Καρλιστές της Comunión Tradicionalista  (μάχιμοι βασιλόφρονες υπέρ της γραμμής του δον Κάρλος-Μαρία κόμη της Μολίνα της δυναστείας των Βουρβόνων) και με τους αντιδραστικούς  της CEDA(Confederación Española de Derechas Autónomas/ Ισπανική Ομοσπονδία Δεξιών Αυτονόμων, συντηρητική-καθολική οργάνωση), του Bloque Nacional (Εθνικό Μέτωπο,  μοναρχικό κόμμα)και της  Renovación Española (RE, Ισπανική Αναγέννηση, μοναρχικό κόμμα) και την δημιουργία της Falange Española Tradicionalista y de las Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista.

Ο Hedilla, επειδή μαζί με άλλους αδιάλλακτους Φαλαγγίτες αρνήθηκε να υπακούσει στην συγχώνευση του Φράνκο, συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του Φράνκο. Κατεδικάσθη σε θανατική ποινή, η οποία μετετράπη αργότερα σε είκοσι χρόνια φυλακίσεως, για να εκτίσει εν τέλει τέσσερα έτη.

Η εις βάρος του κριτική από τον συγγραφέα του άρθρου είναι μάλλον άδικη. Προφανώς ο Hedilla δεν ήταν χαρισματικός ηγέτης, όπως ο προκάτοχος του, όμως λαμβανομένων υπ’ όψιν των τότε συνθηκών και εξελίξεων φαίνεται, ότι δεν είχε και πολλά περιθώρια αντιδράσεως.

πηγή

«Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης



Πρόλογος του Wolfangel για την συντακτική ομάδα:

Κάθε συνειδητοποιημένος συναγωνιστής που υπερασπίζεται τις «εθνοκοινωνικές» ιδέες θα πρέπει να απορρίπτει ως παράνομες και αντισυνταγματικές τις αστικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αφού τα όργανα τους καταδιώκουν τις ιδέες μας και είναι αντιλαϊκές και αντεθνικές σε όλα τα επίπεδα. Τουτέστιν αυτή η παραδοχή οδηγεί αυτομάτως στο γεγονός ότι ο σημερινός Συναγωνιστής οφείλει να είναι και Άναρχος - κατά τον Ernst Junger - και «νεοφασίστας» αφού ο Φασισμός με ή χωρίς εισαγωγικά είναι το απόλυτο κακό στην αστική δημοκρατία και το μόνο «ιδεολογικό δόρυ» που μπορεί να «τυφλώσει» τον παρλιαμενταρικό Κύκλωπα.

Γράφει ο Γερμανός διανοητής και πολεμιστής: «Ο αναρχικός είναι ο συνεταίρος του μοναρχικού, τον οποίον ονειρεύεται να καταστρέψει. Κτυπώντας το άτομο, εγκαθιδρύει την τάξη της διαδοχής. Η κατάληξη «-ισμός» έχει περιοριστικό νόημα: δίνει έμφαση στην βούληση εις βάρος της ουσίας. [...] Ο θετικός ομόλογος του αναρχικού είναι ο άναρχος. Ο τελευταίος δεν αποτελεί τον συνεργάτη του μοναρχικού, αλλά τον αντίποδά του, τον άνθρωπο , την δύναμη του οποίου δεν μπορεί να κατανοήσει, μολονότι είναι πολύ επικίνδυνος. Δεν είναι ο αντίπαλος του μοναρχικού, αλλά ο ομόλογός του. Ο μοναρχικός επιθυμεί να εξουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, ακόμα και όλους τους ανθρώπους. Ο άναρχος θέλει να εξουσιάζει τον εαυτό του και μόνον. Αυτό του προσδίδει μία αντικειμενική, έως και σκεπτικιστική στάση έναντι της εξουσίας, τις μορφές της οποίας επιτρέπει να περνούν από μπροστά του - σαφώς ακαθόριστα, όχι, όμως, χωρίς φιλικά συναισθήματα , χωρίς ιστορικό πάθος».

Ο φόβος και ο τρόμος για τον βολεμένο δούλο των σύγχρονων σαράφηδων δεν είναι οι εθνομηδενιστικές δυνάμεις αλλά μόνο αυτοί που υπερασπίζονται την εθνική και κοινωνική ταυτότητα. Στην πραγματικότητα όμως για όσους μπορούν να δουν καθαρά την αλήθεια ο αξιακός πυρήνας του «Φασισμού» δεν χωράει σε καλούπια. Σπάει ως κινούμενη λάβα τα στεγανά και παίρνει συνέχεια μια νέα μορφή αναλλοίωτη ως προς την δυναμική του πυρήνα, αλλά δεν χάνει την σύνθεση παρά την ευμετάβλητη ιστορική διαδρομή. Για εμάς - και όχι για τους αστούς και τους υποτακτικούς τους - είναι η ιστορική και ρεαλιστική σύνθεση του Επαναστατικού Εθνικισμού και του Επαναστατικού Σοσιαλισμού. Ονομάστηκε και «Τρίτη Θέση» και προήλθε από μια «μίξη» ιδανικών, η μόνη ρεαλιστική απάντηση απέναντι στον στείρο δογματισμό των δημίων της δημοκρατίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε ιστορικά στους πυρήνες των «fasci» των εργατών γης, και αυτό το μωρό το φάσκιωσαν οι μαίες της ιστορίας με το μαύρο χρώμα που ήταν και το σύμβολο της εξέγερσης των κολασμένων, οι οποίοι εναντιώθηκαν στους τσιφλικάδες και στους πλουτοκράτες παπάδες. Ας μην ξεχνάμε ότι μαύρα ήταν και τα λάβαρα των Ελλήνων αγροτών που συγκρούστηκαν με την βασιλική χωροφυλακή φωνάζοντας στο Κιλελέρ «Ζήτω η Ελλάς!». Ως κίνηση σε επίπεδο οργάνωσης «βαφτίστηκε» από τους Ιταλούς αρχικά με την έννοια της «αυτονομίας» αλλά στον ελληνικό χώρο κινηματικά εκφράστηκε με τους Επίστρατους στα Νοεμβριανά του 1916 οι οποίοι υπήρξαν και οι πρόδρομοι της Ιδέας όπως περιγράφει γλαφυρά ο διανοητής Αρίστος Καμπάνης.

Μια ιστορική πρόκληση ένας τυφώνας σε δρόμους και εργοστάσια, που έγινε ο σπόρος για ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και άλλες ηπείρους αργότερα αν και προϋπήρχαν και αλλού ανάλογες προσπάθειες, όμως η χώρα του D’Annunziο και οι Squadristi ως άλλοι Προμηθείς έφεραν στο επίκεντρο του κόσμου την Φωτιά των Θεών, την απάντηση στο καίριο ερώτημα για το πώς θα πορευτεί η Ευρώπη μέσα στις ιστορικές εξελίξεις απέναντι σε μια άγνωστη επανάσταση της αχανούς ανατολής και στην βουλιμία της προτεσταντικής δύσης.

Αν αγαπητέ αναγνώστη βάλεις τον Φασισμό στο ιστορικό μικροσκόπιο θα βρεις μέσα σε αυτόν κάποια πρόσωπα με διαφορετικές αφετηρίες ιδεών. Ξεχωρίζουν οι DAnnunzio - ο λεγόμενος και νονός του Φασισμού - Nietzsche, Sorel, Stirner, Junger. Οι τέσσερις πρώτοι επηρέασαν βαθύτατα τον ιδρυτή του σύγχρονου Φασισμού και γιό ενός αναρχικού σιδερά τον Mussolini ο οποίος κατάφερε να ενώσει στον «αγροτοφασισμό» του 1919 συνδικαλιστές, εθνικιστές, αναρχικούς, φουτουριστές, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, μοναρχικούς και να εξυμνήσει τον Έρωτα, τον Θάνατο, τον Αγώνα, την Πίστη, την Αφοσίωση και τον πραγματικό Σοσιαλισμό μακριά από τις αλλότριες επιρροές.

Ο Μουσολίνι, επίσης, εξυμνούσε τις αρετές των συνωμοτών Μπαμπέφ και Μπλανκί. Ο πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του και ένα σταθερό χαρακτηριστικό και της σοσιαλιστικής και της Φασιστικής σταδιοδρομίας του είναι η πίστη του στην αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της βίας ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή. Ανεξάρτητα από τον Μουσολίνι και την τάση του, οι συνδικαλιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του Φασισμού. Αυτοί οι πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές δεν ήταν ποτέ μουσολινικοί ούτε και δεξιοί εθνικιστές, αλλά ανέπτυξαν ένα δικό τους αριστερό κορπορατισμό ή εθνικό συνδικαλισμό. Προετοίμασαν το έδαφος για τον ολοκληρωτικό κορπορατισμό. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Σέρτζιο Πανούντσιο, ο Ολιβέτι, ο Ροσόνι, ο Οράνο και ο Λαντσίλο. (Ο Ολιβέτι και ο Πανούντσιο επηρέασαν τον Μουσολίνι τα χρόνια 1904-1908). Να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές της εργατικής τάξης έγιναν Φασίστες.

Στις κρίσιμες αρχές της προσπάθειας η δύσκολη γέννα της Αγέλης της Ρώμης που βύζαξε την ιστορική Λύκαινα ήταν γεμάτη από γόνιμες κραυγές που καλούσαν σε εγρήγορση και συσπείρωση: Απέναντι στο Κράτος ο πρωταρχικός επαναστατικός Φασισμός προβάλλει την Πολιτεία. Απέναντι στις αρχές τις Αξίες. Απέναντι στην Εξουσία την Φυσική Ηγεσία. Απέναντι στην χρηματιστηριακή democracy την Repubblica και την δόξα της Πατρώας Γης. Αν ο Φασισμός είναι το εκρηκτικό μείγμα με διαφορετικά συστατικά ο Άναρχος - κατά τον Junger - είναι ο πυροκροτητής στα θεμέλια του νέου ναού των εμπόρων. Είναι η διαχρονική φωνή του Αντίοχου του Δ’ του Επιφανούς που ξαναζωντάνεψε - πριν 80 χρόνια στο Salo στο Λυκαυγές των θεϊκών μαχών - και βρίσκει πάλι σήμερα την ηχώ της και στις γειτονιές της Βυρηττού  στις κλαγγές των όπλων του «Στρατού του Θεού». Άλλωστε η μάχη είναι διαχρονική και η σύγκρουση αναπόφευκτη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο Φασισμός είναι η υπέρτατη πρόκληση και δείγμα νίκης που ξαναβρίσκει καθημερινά το χωροχρονικό της αποτύπωμα σε κάθε καθημερινή ακτιβιστική κίνηση που χτυπάει τον παγκόσμιο αφέντη.

Ο  μεγάλος αιρετικός του «Εργατιστικού Εθνικοσοσιαλισμού» και σύμβολο του σύγχρονου «Αυτονομισμού» Otto Strasser - που τον συκοφαντούν κάποιοι «ορθόδοξοι» και «καθαρολόγοι» - αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Φασίστες: 

«Το μονοπάτι όπου βαδίζουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντοτε το ίδιο. Αρχικά είναι αναρχικοί ή ακραίοι σοσιαλιστές, κατόπιν “προσηλυτίζονται” στον εθνικισμό και δημιουργούν αξιοσημείωτες μεσσιανικές ιδέες … και φορτίζουν τον ακίνδυνο εθνικισμό των ενώσεων με το δυναμίτη της αναρχικής ετοιμότητας για δράση». 

Δεν παραλείπει να κάνει κριτική όμως και στους Μαρξιστές: «Εσείς οι μαρξιστές αναφερόσαστε πάντοτε στις θεωρίες του Μαρξ. Ο Μαρξ όμως δίδασκε, ότι η θεωρία επαληθεύεται μόνο από την πράξη. Εσείς όμως προβάλλετε πάντοτε εξηγήσεις για τις ήττες της εργατικής Διεθνούς. Ο μαρξισμός σας απέτυχε: Για την ήττα στα 1914 έφταιγε η “αποστασία της Σοσιαλδημοκρατίας”, για το 1918, η “προδοτική πολιτική της” και οι αυταπάτες της. Και τώρα έχετε πάλι έτοιμες τις “εξηγήσεις” για το γεγονός, ότι στην παρούσα παγκόσμια κρίση οι μάζες στρέφονται δεξιά κι όχι αριστερά. Μα οι εξηγήσεις σας δεν αλλάζουν το γεγονός της ήττας. Πού λοιπόν στα τελευταία 80 χρόνια επαλήθεψε η πράξη τη θεωρία της κοινωνικής επανάστασης; Το βασικό σας λάθος είναι, ότι αρνιόσαστε την ψυχή και το πνεύμα ή το γελοιοποιείτε, και πάντως δεν το καταλαβαίνετε».

Ας επανέλθω όμως στο ζήτημα της σύνθεσης του Φασισμού.

O Mussolini ονειρεύτηκε ένα αντί κόμμα πολεμιστών όπως γράφει ο Emilio Gentile. Να περάσει από τον Παθητικό Μηδενισμό στον Ενεργητικό Μηδενισμό. Ανακαλύπτει ως άλλος ερευνητής το δικό του Άγιο Δισκοπότηρο του «Νιτσεϊκού Νιχιλισμού» επηρεασμένος από ιδέες που μοιάζουν να ταιριάζουν άψογα με τα διακριτά χρώματα στον «ιριδισμό» της νέας ιδέας. Η διαδρομή της ιστορίας οδήγησε σε μια γέννηση ρευμάτων πέρα από τα καθιερωμένα που ο τίτλος μπορεί να αλλάζει κάθε φορά αλλά η ζωογόνος ουσία μένει πάντα η ίδια. Μακριά από τα αστικά κόμματα η λύσσα της Αντιδημοκρατικής σκέψης παραμένει κυρίαρχη και ο πρωτογενής Φασισμός επανέρχεται και απορρίπτει πάντα τις κάλπες και τις εκλογές, τους αρχηγούς και τους πολιτικάντηδες. Και αν ακόμη υποκύπτει κάποιες φορές σε αυτές τις ανθρώπινες πλάνες το πρωταρχικό υλικό της Θείας Φασιστικής Κοινωνίας που εξυψώνει το δίποδο Κτήνος σε «Υπεράνθρωπο» και μετουσιώνει την Θεωρία σε Δράση - παρά τα ερείπια που μας περιβάλλουν - στο επίπεδο του Μυστηριακού Φασισμού κοινωνεί τους Τελευταίους Πιστούς στις διαχρονικές Ιδέες της Αντίστασης και της Φωτιάς.

Διακηρύττει ο ιδρυτής του Φασισμού το 1920 προς φρίκη πολλών: «Για όσους από εμάς, του καταδικασμένους (morituri) του ατομισμού, μέσα από το σκοτάδι του παρόντος και το ζόφο του αύριο, αυτό που απομένει είναι, η πλέον παράλογη, αλλά πάντοτε παρηγορητική θρησκεία της αναρχίας!» και πίσω από τον ορισμό την «Αναρχίας» εννοεί όχι τον ελευθεριακό αλλά τον ελεύθερο άνθρωπο, τον «Νέο Άνθρωπο» που στέκει αγέρωχος στις ριπές της αστικής σήψης που μαστιγώνουν τον βίο αλλά δεν υποκύπτει στο βασανιστήριο της αστικής καθημερινότητας. Αυτό όμως είναι και το τελικό μήνυμα και του «Μαύρου Βαρόνου» του μεταΦασισμού και Δασκάλου του «Φαιού Τερρορισμού» του Σικελού Αριστοκράτη Julius Evola, ο οποίος θεωρείται ως ο μύστης του σύγχρονου «Αναρχισμού της Δεξιάς*».

Ας δούμε τους κυρίαρχους όρους που προβάλλονται σήμερα για αυτούς που είναι «πολιτικά άστεγοι» και υπερασπίζονται το έθνος αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη μακριά από τις κομματικές στάνες που θυμίζουν την κόπρο του Αυγεία: 

«Αναρχοφασισμός», «Εθνικοαναρχισμός», «Αναρχοδεξιά», «Αναρχοεθνικισμός». Διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις στον κόσμο των λέξεων η ουσία όμως μια και παραμένει μέχρι σήμερα κυρίαρχη, η σύνθεση αυτή είναι όπως τα ρεύματα που συναντιούνται στην κοίτη ενός ορμητικού ποταμού. Η γλώσσα μας είναι ιερή και πλούσια σε νοήματα για να την χαρίσουμε στους επαγγελματίες του «αντιφασισμού». Ακόμη και αν φρίττουν οι δημοκράτες αντιφασίστες ή οι «ανθρωπιστές» εμείς δεν φοβόμαστε τους όρους και  τους διεκδικούμε για εμάς απορρίπτοντας τα δικαιώματα των άλλων χωρίς διάθεση να απολογηθούμε σε κανέναν και για τίποτα. Δεν διαθέτουμε δηλώσεις μετανοίας. Είμαστε ότι νομίζουν,

Οι Έλληνες Ρομαντικοί σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στην παρουσίαση ενός κόμικ γράφουν: 

«Μια υποθετική κατηγοριοποίηση κάτω από αυτή την «ετικέτα» - του «αναρχικού φασισμού» εννοούν - θα περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό λογοτεχνών, όπως οι Céline, D. H. Lawrence, Wyndham Lewis, Gottfried Benn, Ernst Jünger, Yukio Mishima, Drieu La Rochelle, T. E. Lawrence, Ezra Pound και ούτω καθεξής. Ένα νέο αίνιγμα εμφανίζεται επίσης εδώ: οι περισσότεροι συντηρητικοί ηγέτες (σε αντίθεση με την πλειοψηφία των οπαδών τους) εμφανίζουν χαρακτηριστικά του Αναρχικού (άναρχου κατά Ernst Jünger). Βέβαια οι υποστηρικτές τέτοιων κινημάτων τείνουν να είναι πολύ πιο συντηρητικοί από τους ηγέτες τους. Οι ίδιοι εμπνέονται από τέτοια άτομα για να τους παρέχουν τον επαναστατικό κομφορμισμό, την επιθετική ομαλότητα και τον υπερβατικό στωισμό που χρειάζεται ο συντηρητισμός».

Ο Junger - εμβληματική μορφή της «Συντηρητικής Επανάστασης» - θεωρεί δεδομένο ότι η αγέλη είναι πιο δυνατή από τον «μοναχικό λύκο» μια αγαπημένη έκφραση των εξουσιαστών. Γράφει: «Λύκοι κρύβονται στο γκρίζο κοπάδι - χαρακτήρες, δηλαδή, που γνωρίζουν τι είναι ελευθερία. Οι λύκοι αυτοί, επίσης, δεν είναι μόνον δυνατοί για τον εαυτό τους. Υπάρχει και ο κίνδυνος ένα όμορφο πρωί να μεταδώσουν τα χαρακτηριστικά τους στις μάζες, ώστε το κοπάδι να μεταμορφωθεί σε αγέλη. Αυτός είναι ο εφιάλτης του αφέντη». Είναι ξεκάθαρος στην σκέψη του πολλά χρόνια πριν και δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα του είναι σχετικά άγνωστα στην Ελλάδα αλλά και στον «χώρο». 

Μια μικρή παρένθεση: (την ίδια στιγμή προβάλλονται τύποι οι οποίοι προωθούν μαζικά στους χρήσιμους ηλίθιους την φιλελεύθερη σκέψη μαζί με τους γνωστούς χρηματάνθρωπους «ευνούχους» που νομίζουν ότι με τα επικοινωνιακά και εκδοτικά τερτίπια τους θα λασπολογήσουν πρόσωπα και ιδέες. Θα μας βρουν απέναντι τους).

Ανάμεσα σε άλλα ο Γάλλος Μπενουά σημειώνει για την μορφή του Junger

«Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμαστε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία … Πραγματικός χαμαιλέοντας, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζει σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελιστεί».

Υπάρχουν όμως παραδείγματα σε πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας αυτής της «φραξιονιστικής» ή «αιρετικής» πολιτικής έκφρασης που μπορεί να ονομαστεί σε ένα γενικό πλαίσιο ως «αναρχοφασισμός» ή «αναρχική δεξιά» ή «αναρχοεθνικισμός» - αν και κάποιοι θα θεωρήσουν υπερβολικό ή άτοπο τον κάθε ορισμό ξεχωριστά – που να μπορούμε να αναφέρουμε;

Καταρχάς ο Μικέλης Άβλιχος μια άγνωστη μορφή της ποίησης. Το σύμβολο του αντιβενιζελισμού και εχθρός του Μπενάκη ο Ίων Δραγούμης κυρίως στα πρώτα ιδεολογικά βήματα του. Επίσης ο καυστικός Ρένος Αποστολίδης που αντιτάχθηκε στον πολιτικό κόσμο και απέρριψε τόσο την δεξιά όσο και την αριστερά. Αλλά και ο Γεώργιος Βεντούρης του φοιτητικού ΕΣΕΣΙ που εναντιώθηκε στις κινήσεις μερίδας των Απριλιανών. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τον ακτιβιστή της τέχνης και της διανόησης Μάνο Φαλτάιτς. Υπάρχουν και άλλες μορφές που ξέφυγαν από την μέγγενη του κομματισμού και είχαν μια ξεχωριστή ιδεολογική πορεία χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς αλλά παραμένουν άγνωστες στους πολλούς και κυρίως σε όσους δεν είναι του «χώρου». Εκφράστηκαν όμως μέσα από ομάδες και έντυπα, αλλά και μουσικές προσπάθειες μέχρι και τις ημέρες μας ενώ το παρόν ιστολόγιο έχει δώσει πολλές φορές βήμα σε πρόσωπα που υιοθετούν απόψεις της «Τρίτης Θέσης» με αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι κλόουν της antifa οι ακροδεξιοί κατσαπλιάδες και οι δημοσιοκάφροι. 

Οφείλω να τονίσω ο «Μαύρος Κρίνος» είναι ένα από τα συνολικά πέντε (;) ιστολόγια και ομάδες που δημοσιεύουν, στηρίζουν και προβάλλουν ανάλογες σκέψεις και προωθούν μια λογική και πρακτική πέρα από τις συστημικές και καθιερωμένες κοινοβουλευτικές αυταπάτες.

Κάποια ιστορικά παραδείγματα που η λαϊκή αντίσταση ονομάστηκε «αναρχοφασισμός» και οι πρωταγωνιστές «αναρχοφασίστες» από τους καθεστωτικούς παλιάτσους επειδή δεν ακολούθησαν τις διαταγές του ανθελληνικού κράτους ή αντιστάθηκαν στους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης που υπηρέτησαν τους ξένους:

Απέναντι στα εγκλήματα του ΚΚΕ οι κάτοικοι της Μεσσηνίας παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και καταλαμβάνουν με έφοδο την πόλη της Καλαμάτας τον Γενάρη του ’46. Οι αρχές του Κέντρου και της Δεξιάς στέλνουν μετά από εκκλήσεις της αριστεράς αποσπάσματα εθνοφυλακής και ένα αντιτορπιλικό για να τους καταστείλουν. Οι «εθνικόφρονες» αρχές καταδιώκουν τους ντόπιους «εθνικιστές» και τους χαρακτηρίζουν στον λαό ως «εγκληματίες» και «αναρχοφασίστες» ενώ τους καταδικάζουν σε πολυετείς ποινές ακόμη και σε θανατικές καταδίκες.

Τον Μάιο του ’56 οι Άγγλοι εκτελούν στην αγχόνη τους Εθνικιστές αντάρτες της ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα, Καραολή και Δημητρίου. Καίγεται επί σειρά ημερών η Αθήνα με την συμμετοχή χιλιάδων Ελλήνων που καταστρέφουν Αμερικανικές υπηρεσίες και Αγγλικούς στόχους. Ο Καραμανλής πιστός δούλος των ξένων κατεβάζει τον στρατό και οι χωροφύλακες σκοτώνουν 3 πατριώτες. Εκατοντάδες τραυματίες από το ξύλο της καταστολής και οι 165 από τις σφαίρες. Οι διαδηλωτές στην πλειοψηφία τους «Γριβικοί» αλλά και «αριστεροί» Εθνικιστές που θέλουν την Ένωση και απαντούν με νεράντζια όπου έχουν προσθέσει πάνω τους ξυράφια. Οι εφημερίδες γράφουν για «αναρχοφασίστες» και «αρνητές» της δημοκρατίας.

Τον Ιούλιο του ’64 διαδηλωτές που δεν έχουν στο σύνολο τους ενιαία ιδεολογική γραμμή εισβάλλουν στην βουλή και δέρνουν βουλευτές με αφορμή το Κυπριακό αλλά και την αντίθεση τους στον Παπατζή του ’44. Οι πολιτικοί μιλάνε για «αναρχοφασίστες» και ζητούν την δίωξη τους με αποτέλεσμα την φυλάκιση των πρωταγωνιστών.

Κατά την διάρκεια της 21ης Απριλίου μερίδα μελών του φοιτητικού ΕΣΕΣΙ που έχει ιδεολογική ζύμωση με το MSI, διαφωνεί σε επιμέρους ζητήματα με την τριανδρία της κυβέρνησης ενώ δέχεται και απειλές καθώς και πιέσεις από την πρεσβεία μας στην Ρώμη αλλά και από τους ασφαλίτες του Συνταγματάρχη Παπαδόπουλου. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τον «στείρο αντικομμουνισμό» του «ακροδεξιού» καθεστώτος καθώς και τις προσπάθειες των ηγετών του για την επαναφορά του παλαιού πολιτικού κόσμου στον οποίο αντιδρούν οι Έλληνες «Μισίνι». Στις αναφορές της ασφάλειας οι πληροφοριοδότες κάνουν λόγο για «αναρχοφασίστες» και «αντικαθεστωτική» δράση των «nazi-maoists».

Τα μέλη της αντάρτικης ΕΟΚΑ Β’ πολεμούν με τα όπλα την μειοδοτική πολιτική του ρασοφόρου Μακαρίου ο οποίος διατηρεί λυκοφιλία με την 21η Απριλίου και σχέσεις με εξωτερικούς παράγοντες. Διώκονται καθημερινά από τους πραιτοριανούς του καθεστώτος της ανομίας και των βασανιστηρίων που ασκούνται καθημερινά στα τμήματα του Εφεδρικού. Οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα που στηρίζουν τον Μούσκο κάνουν λόγο για «αναρχοφασίστες» οι οποίοι «υπονομεύουν τον εθνικό αγώνα».

Ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ αφού παραδίδουν την Κύπρο στον Αττίλα και φέρνουν την δημοκρατία μέσω της Τουρκικής ξιφολόγχης, στην συνέχεια διώκουν τους Εθνικιστές «Κανταφικούς» που αντιστέκονται στο προδοτικό καθεστώς του κουφού «εθνάρχη».  Στην βουλή ο υπουργός άμυνας της συφιλιδικής δεξιάς ονομάζει δημοσίως τους αντιπάλους «αναρχοφασίστες» και προχωρεί σε προβοκάτσιες και διωγμούς.

Η πιο πρόσφατη αναφορά των ΜΜΕ σε «αναρχοφασίστες» τα τελευταία χρόνια ήταν για τα γνωστά επεισόδια σε Κερατέα, Λευκίμμη, Πισοδέρι, Σύνταγμα και Θεσσαλονίκη κ.α. όπου για διαφορετικούς λόγους οι ριζοσπάστες αυτόνομοι συναγωνιστές μας βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και υπερασπίστηκαν τον Λαό και το Έθνος.

Οι Sergio Panunzio, Alceste De Ambris, Otto και Gregor Strasser, Nicola Bombacci, Manuel Hedilla, Roberto Farinacci, Jean - François Thiriart, Joseph Tomassi, Michael Kühnen, John Zerzan, Francis Parker Yockey, Theodore Kaczynski, Pentti Linkola, Peter Töpfer, Tom Metzger, Kai Murros, Franco Freda, Mario Tutti, Gabriele Adinolfi, Horst Mahler, Henning Eichberg, Troy Southgate είναι μόνο μερικά από τα πρόσωπα που μπορεί να αναζητήσει κάποιος σε πηγές και έργα - αλλά και στις ετικέτες του ιστολογίου περί ιδεολογίας και εκδόσεων - για τους διανοητές και ακτιβιστές του εξωτερικού οι οποίοι και εκφράζουν από το παρελθόν έως σήμερα την «Τρίτη Θέση» ή «Στρασσερική» ή «αναρχοφασιστική» σκέψη με διαφορετικές όμως πολιτικές αφετηρίες και διαδρομές αλλά και διαφορετικά συμπεράσματα. Στο πυρήνα της σκέψης τους υπάρχει όμως ένας Φαιοκόκκινος μίτος της Αριάδνης που συνδέει τον «Κορπορατισμό» και τον «Εθνικοσυνδικαλισμό» με τον «Οικοφασισμό» ή τις «αυτόνομες φυλετικές κοινότητες» με τον ευρύτερο «φυλετικό αντικαπιταλισμό» ή «αριστερό» Εθνικοσοσιαλισμό/Φασισμό.

Οι αντίπαλοι μας θεωρούν την ιδεολογική σύνθεση του Φασισμού ως μια «διαστρέβλωση» ή ένα «ιστορικό παράδοξο» ή ακόμη και μια «ανοησία» ενώ δεν λείπουν και οι θεωρίες συνομωσίας από την μεριά της αστικής ακροδεξιάς η οποία συχνάζει στα γραφεία της καταστολής. Ο ρομαντισμός όταν πορεύεται μαζί με τον ατομικισμό και βρίσκει την πρωταρχική πηγή του αληθινού Φασισμού δεν είναι απλά μια «μεταμφίεση» όπως μας κατηγορούν κάποιοι αλλά η αποκρυστάλλωση του καλέσματος των Θεών, οι φωνές των Αγέννητων και των Νεκρών όπως γράφει ο ποιητής, το «άκουσμα των παιδιών μας στις μήτρες των γυναικών μας και οι χλωροί τάφοι των προγόνων μας» όπως έλεγε και ο αντάρτης πόλης Robert Jay Mathews αλλά και ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει έτσι λοιπόν: 

«Η κραυγή δεν είναι δική σου. Δεν μιλάς εσύ, μιλούν οι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν είσαι ένας είσαι ένα στρώμα στρατού. Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος αυτή είναι το κρέας. Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και σαλεύουν. Όταν θυμώνεις ένας προπάππος σου αφρίζει στο στόμα σου.  Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βρυκόλακες η κεφαλή σου. Μην πεθάνεις για να μην πεθάνουμε, φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε, πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάνουμε έργα τις ιδέες μας, κάμε τις έργα εσύ! Τέλεψε το έργο μας!  Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουν στο κορμί σου και φωνάζουνε. Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο. Γιατί δεν είσαι σκλάβος. Ευθύς μόλις γεννήθηκες μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου». 

Είμαστε Αυτόνομοι και Ελεύθεροι, Άναρχοι και Φαιοί, Αντιδημοκράτες και Αντιαστοί, «Λύκοι ανάμεσα στα πρόβατα της αστικής δημοκρατίας».

* Ο όρος Δεξιά δεν έχει καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα αλλά στην Ευρώπη σηματοδοτεί την Ριζοσπαστική σκέψη όλων των «νεοφασιστικών» ρευμάτων που πολέμησαν τα ισοπεδωτικά κηρύγματα του Διαφωτισμού.

Το παρακάτω άρθρο που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ είναι του Keith Preston από μια διάλεξη που παραδόθηκε στο H.L. Mencken Club στις 5 Νοεμβρίου 2016. Η δημοσίευση του δεν σημαίνει ότι τα μέλη της συντακτικής ομάδας ταυτίζονται με το σύνολο του άρθρου.

Δημοσιεύτηκε από τον Keith Preston

"Το θέμα που μου δόθηκε για αυτήν την παρουσίαση είναι ο «Αναρχο-φασισμός», το οποίο είμαι σίγουρος ότι επιφανειακά ακούγεται σαν μια αντιφατική ορολογία. Στη καθομιλουμένη, ο όρος «φασισμός» χρησιμοποιείται συνήθως ως συνώνυμο του ολοκληρωτικού κράτους. Πράγματι, σε ομιλία του στην Ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων στις 9 Δεκεμβρίου 1928, ο Μουσολίνι περιγράφει τον ολοκληρωτισμό ως ιδεολογία που χαρακτηρίζεται από την αρχή «Όλα μέσα στο κράτος, τίποτα έξω από το κράτος, τίποτα ενάντια στο κράτος»

Ωστόσο, η πιο συχνά αναγνωρισμένη ιδεολογική έννοια του όρου «αναρχισμός» συνεπάγεται την κατάργηση του κράτους, και ο όρος «αναρχία» μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί με την ιδεαλιστική έννοια της απόλυτης ελευθερίας, είτε με την εκφραστική αίσθηση του χάους και της αναταραχής.

Ο αναρχισμός και ο φασισμός είναι και οι δύο ιδεολογίες για τις οποίες άρχισα να αναπτύσσω ενδιαφέρον πριν από περίπου τριάντα χρόνια, όταν ήμουν νέος στρατευμένος αναρχικός που περνούσε πολύ χρόνο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου διαβάζοντας την ιστορία του κλασικού αναρχισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με ενδιέφερε επίσης η κατανόηση της ιδεολογίας του φασισμού, κυρίως από τις αναγνώσεις μου σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των έργων του Δρ. Payne, με τον οποίο έχω την τιμή να συμμετάσχω σε αυτό το πάνελ. Και έχω εξετάσει μερικές από αυτές τις ιδέες λίγο περισσότερο από τότε. Ένα από τα πράγματα που θεωρώ ότι είναι το πιο συναρπαστικό για τον αναρχισμό ως σώμα πολιτικής φιλοσοφίας είναι η ποικιλομορφία της αναρχικής σκέψης. Και όσο περισσότερο μελετήσει τη δεξιά πολιτική σκέψη, τόσο περισσότερο εκπλήσσομαι από την ποικιλομορφία των απόψεων που υπάρχει και εκεί. Είναι συνεπώς πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να τέμνονται ο αναρχισμός και οι δεξιές πολιτικές ιδεολογίες.

Ο αναρχισμός θεωρείται επίσης συνήθως ως ιδεολογία της Αριστεράς και σίγουρα οι πιο γνωστές τάσεις μέσα στον αναρχισμό ταιριάζουν με αυτήν την περιγραφή. Το αναρχικό κίνημα του 19ου και στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν σίγουρα ένα κίνημα της επαναστατικής Αριστεράς, και διαμορφώθηκε από τη σκέψη και τις ενέργειες των ριζοσπαστών, όπως ο Pierre Joseph Proudhon, ο Mikhail Bakunin, ο Peter Kropotkin, η Emma Goldman, οι Ουκρανοί αναρχικοί, οι Ισπανοί αναρχικοί, και άλλοι. Ο αναρχισμός αυτού του είδους περιελάμβανε επίσης πολλές διαφορετικές ιδεολογικές υπο-τάσεις όπως ο αναρχοκομμουνισμός, ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο κολλεκτιβιστικός αναρχισμός, και αυτό που ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με την πράξη» που ήταν ουσιαστικά ευφημισμός για την τρομοκρατία και άλλες μορφές αναρχισμού που υποστήριζαν βίαιη αντίσταση στο κράτος, όπως ο παράνομος ή εξεγερτικός αναρχισμός.

Υπάρχει επίσης ένα σύγχρονο αναρχικό κίνημα που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως νεολαιΐστικη υποκουλτούρα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής αριστεράς, και ο σύγχρονος αναρχισμός περιλαμβάνει επίσης πολλές διαφορετικές συνθετικές τάσεις όπως ο «queer αναρχισμός», «ο αναρχισμός των τρανσέξουαλ» ή «ο αναρχο-φεμινισμός» και πολλά από τα οποία, όπως μπορείτε να μαντέψετε, διατηρούν έναν πολύ «πολιτικά ορθό» προσανατολισμό.

Ωστόσο, υπάρχουν επίσης τρόποι με τους οποίους η αναρχική παράδοση επικαλύπτεται με την άκρα δεξιά.

Ο Γάλλος διανοούμενος ιστορικός Francois Richard εντόπισε τρία κύρια ρεύματα στην ευρύτερη φιλοσοφική παράδοση του αναρχισμού. Το πρώτο από αυτά είναι ο κλασικός σοσιαλιστικός-αναρχισμός που έχω περιγράψει προηγουμένως και έχει ως κύριο επίκεντρο τον προσανατολισμό προς την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανόρθωση των ξεπεσμένων. Ένα δεύτερο είδος αναρχισμού είναι ο ριζοσπαστικός ατομικισμός του Στίρνερ και των Άγγλων και Αμερικανών ελευθεριακών, μια προοπτική που θέτει την ατομική ελευθερία ως το υψηλότερο καλό. Και ακόμη μια τρίτη παράδοση είναι ένας αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός που επηρεάζεται από τον Νίτσε, ή αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν «αναρχισμός της Δεξιάς», ο οποίος δίνει έμφαση όχι μόνο στην ελευθερία αλλά στην αξία, στην αριστεία και στη διατήρηση του υψηλού πολιτισμού.

Η πραγματική μου παρουσίαση εδώ σήμερα θα αφορά τις ευρύτερες παραδόσεις του αναρχισμού της Δεξιάς, του δεξιού αντικρατισμού και των συνθέσεων Αριστεράς/Δεξιάς που επηρεάζονται από την αναρχική παράδοση.

Πρώτον, μπορεί να είναι χρήσιμο να διατυπωθεί ένας λειτουργικός ορισμός του «αναρχο-φασισμού». Ως «αναρχο-φασιστής» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάποιος που απορρίπτει τη νομιμότητα ενός συγκεκριμένου κράτους, και ενδεχομένως ακόμη και να χρησιμοποιεί παράνομα ή εξω-νομικά μέσα για να αντιταχθεί στην καθιερωμένη πολιτική ή νομική τάξη, ακόμη και αν προτιμά ένα "δικό τους" κράτος, ακόμη και ένα φασιστικό κράτος.

Υπάρχουν επίσης πιο χαλαροί ορισμοί του «αναρχο-φασισμού» και θα αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς σε λίγο. Ωστόσο, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι πολλοί αναρχικοί της δεξιάς δεν ήταν μέρος ενός κινήματος ή οποιουδήποτε είδους πολιτικών κομμάτων ή μαζικών οργανώσεων. Αντ 'αυτού, η συγγένεια τους με τον αναρχισμό ήταν περισσότερο μια συμπεριφορά ή μια φιλοσοφική στάση, αν και, όπως θα εξηγήσω σύντομα, υπήρξαν επίσης προσπάθειες για τη μετάφραση των δεξιών αναρχικών ιδεών σε ένα πρόγραμμα πολιτικής δράσης.

Οι Αναρχικοί της Δεξιάς κατά τη Γαλλική Επανάσταση και την Προ-Επαναστατική Εποχή

Η αριστερή αναρχική σκέψη μπορεί σε κάποιο βαθμό να εντοπίσει τις ρίζες της σε τάσεις μέσα στην επαναστατική Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς και στις προ-επαναστατικές και μετα-επαναστατικές περιόδους. Αυτό ισχύει επίσης, σε κάποιο βαθμό, και για την δεξιά αναρχική παράδοση. Για άλλη μια φορά, για να αναφέρω τον Francois Richard:

''Εδώ, στα τέλη του 18ου αιώνα, στα μεταγενέστερα στάδια του παλιού καθεστώτος, σχηματίστηκε ένας αναρχισμός de droite, του οποίου οι πρωταγωνιστές διεκδίκησαν για τον εαυτό τους μια θέση «πέρα ​​από το καλό και το κακό », μια βούληση να ζήσουν "όπως οι θεοί" , και που δεν αναγνώριζε ηθικές αξίες πέρα​​από την προσωπική τιμή και το θάρρος. Η κοσμοθεωρία αυτών των libertins συνδέθηκε στενά με έναν επιθετικό αθεϊσμό και μια απαισιόδοξη φιλοσοφία της ιστορίας. Άνδρες όπως οι Brantôme, Montluc, Béroalde de Verville και Vauquelin de La Fresnaye θεωρούσαν τον απολυταρχισμό σαν εμπόρευμα που δυστυχώς αντιτάχθηκε στις αρχές του παλαιού φεουδαρχικού συστήματος, και αυτό εξυπηρετούσε μόνο την επιθυμία των ανθρώπων για ευημερία." - Francois Richard

Αυτά τα πνευματικά ρεύματα που περιγράφει ο Ρίτσαρντ σηματοδοτούν την αρχή ενός «αναρχισμού της δεξιάς» στη γαλλική πνευματική παράδοση. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτοί οι στοχαστές θα μπορούσαν σίγουρα να θεωρηθούν πρόδρομοι του Νίτσε, και αργότερα οι Γάλλοι στοχαστές σε αυτήν την παράδοση περιλάμβαναν μερικά αρκετά εξέχοντα πρόσωπα. Μεταξύ αυτών ήταν τα ακόλουθα:

-Arthur de Gobineau, συγγραφέας του 19ου αιώνα και πρώιμος φυλετιστής στοχαστής

-Leon Bloy, μυθιστοριογράφος στα τέλη του 19ου αιώνα

-Paul Leautaud, κριτικός θεάτρου στις αρχές του 20ου αιώνα

-Louis Ferdinand Celine, γνωστός Γάλλος συγγραφέας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου

-George Bernanos, του οποίου οι πολιτικές ευθυγραμμίσεις ήταν εκείνες ενός αντιφασιστικού συντηρητικού, μοναρχικού, καθολικού και εθνικιστή

-Henry de Montherlant, δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα

-Jean Anouilh, Γάλλος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική εποχή

Μεταξύ των κοινών ιδεών που μοιράστηκαν αυτοί οι συγγραφείς ήταν ένας ελιτιστικός ατομικισμός, ο αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός, η περιφρόνηση για καθιερωμένους ιδεολογικούς ή ηθικούς κανόνες και η πολιτιστική απαισιοδοξία. Η περιφρόνηση για τη μαζική δημοκρατία, την ισότητα και τις αξίες της μαζικής κοινωνίας · μια απορριπτική στάση απέναντι στη συμβατική κοινωνία ως παρακμιακή · προσήλωση στις αξίες της προσωπικής αξίας και της αριστείας · μια δέσμευση για την αναγνώριση του ανώτερου ατόμου και μια έμφαση στην υψηλή κουλτούρα · μια ασάφεια για την ελευθερία που βασίζεται σε περιφρόνηση για τις πληβειακές αξίες. και χαρακτηρισμός της κυβέρνησης ως συνωμοσία εναντίον του ανώτερου ατόμου.

Εκτός Γαλλίας

Ένας αριθμός στοχαστών εμφανίστηκε επίσης έξω από τη Γαλλία που μοιράστηκε πολλές κοινές ιδέες με τους Γάλλους αναρχικούς της Δεξιάς. Κατά ειρωνικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη πού βρισκόμαστε σήμερα, ένα από αυτά ήταν ο H. L. Mencken, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «αναρχικός της δεξιάς» από μια άλλη Γαλλίδα διανοούμενη ιστορικό, Anne Ollivier-Mellio, σε ακαδημαϊκό άρθρο πριν από μερικά χρόνια. Μια αλληλεπικαλυπτόμενη παράδοση είναι αυτό που μερικές φορές αναφέρεται ως «αναρχο-μοναρχισμός» που περιλάμβανε στοιχεία όπως ο διάσημος συγγραφέας J.R.R. Ο Tolkien στην Αγγλία, ο καλλιτέχνης Salvador Dali στην Ισπανία, ο καθολικός παραδοσιακός Erik von Kuehnelt-Leddihn στην Αυστρία, και, ίσως το πιο ενδιαφέρον, ο Άγγλος αποκρυφιστής Aleister Crowley, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ευρέως ως σατανιστής.

Συντηρητικοί Επαναστάτες

Οι παραδόσεις που συνδέονται με τον δεξιό αναρχισμό αλληλεπικαλύπτονται επίσης σημαντικά με την τάση που είναι γνωστή ως «Συντηρητική Επανάσταση» που αναπτύχθηκε μεταξύ των δεξιών Ευρωπαίων διανοουμένων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Μεταξύ των σημαντικότερων από αυτούς τους στοχαστές ήταν οι Arthur Moeller van den Bruck και Stefan George στη Γερμανία, Maurice Barres στη Γαλλία, Gabriele d'Annunzio στην Ιταλία και, πολύ αργότερα, ο Yukio Mishima στην μεταπολεμική Ιαπωνία.

Ίσως ο πιο διάσημος διανοούμενος που σχετίζεται με τη Συντηρητική Επανάσταση ήταν ο Ernst Junger, βετεράνος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου που έγινε διάσημος μετά τη δημοσίευση των πολεμικών ημερολογίων του στη Βαϊμάρη της Γερμανίας με τον τίτλο «Χαλύβδινες Καταιγίδες». Πολύ αργότερα στη ζωή, ο Junger δημοσίευσε ένα έργο που ονομάζεται "Eumewil" το οποίο υποδηλώνει την έννοια του "Άναρχου", μια έννοια που βασίζεται στην ιδέα του Max Stirner για το "Εγωιστή". Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Junger, ο «Άναρχος» δεν εμπλέκεται απαραίτητα σε μια εξωτερική εξέγερση κατά της θεσμοθετημένης εξουσίας. Αντ' αυτού, η εξέγερση συμβαίνει εσωτερικά και το άτομο είναι σε θέση να διατηρήσει μια εσωτερική ψυχική ελευθερία μέσω της απόσπασης από όλες τις εξωτερικές αξίες και μιας εσωτερικής απόσυρσης στον εαυτό του. Κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι μια φιλοσοφία που είναι παρόμοια με τα ρεύματα του βουδισμού και άλλων ανατολικών φιλοσοφιών.

Μια ακόμη γνωστή φιγούρα από την εποχή των Συντηρητικών Επαναστατικών, και που σίγουρα επηρεάζει τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις στην εναλλακτική δεξιά σήμερα, είναι ο Julius Evola. Ο Έβολα ήταν υποστηρικτής ενός ακραίου ελιτισμού και χαρακτήρισε την περίοδο της Καλι Γιούγκα του ινδουιστικού πολιτισμού γύρω στο 800 π.Χ. περίπου ως το υψηλότερο σημείο στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Πράγματι, θεώρησε ό, τι συνέβη έκτοτε ως εκδήλωση εκφυλισμού. Για παράδειγμα, ο Έβολα επέκρινε στην πραγματικότητα τον φασισμό και τον ναζισμό ότι ήταν υπερβολικά εξισωτικοί λόγω του προσανατολισμού τους προς τη λαϊκή κινητοποίηση και τις εκκλήσεις τους για το ήθος της μαζικής κοινωνίας. Ο Evola διατύπωσε επίσης μια έννοια γνωστή ως «απόλυτο άτομο», η οποία ήταν πολύ παρόμοια με την έννοια του Junger για τον "Άναρχο", και η οποία μπορεί να περιγράφει ως ένα άτομο που έχει επιτύχει ένα είδος αυτο-υπέρβασης, όπως θα το ονόμαζε ο Νίτσε, λόγω της ικανότητάς τους να ανυψώνονται πάνω από τα αγελαία ένστικτα των μαζών της ανθρωπότητας.

Τώρα, πρέπει να τονίσω ότι οι απόψεις που έχω περιγράψει μέχρι στιγμής ήταν σε μεγάλο βαθμό συμπεριφορές ή φιλοσοφικές στάσεις, όχι πραγματικά προγράμματα πολιτικής δράσης. Ωστόσο, υπήρξαν επίσης πραγματικές προσπάθειες για τον συνδυασμό του αναρχισμού ή των ιδεών που δανείστηκαν από τον αναρχισμό με τις δεξιές ιδέες, και για τη μετατροπή τους σε συμβατικά πολιτικά προγράμματα. Ένα από αυτά περιλαμβάνει την έννοια του συνδικαλισμού όπως αναπτύχθηκε από τον Georges Sorel. Ο Συνδικαλισμός είναι ένα επαναστατικό δόγμα που υποστηρίζει την κατάσχεση της βιομηχανίας και της κυβέρνησης μέσω εργατικής εξέγερσης ή αυτό που μερικές φορές ονομάζεται «γενική απεργία». Ο συνδικαλισμός θεωρήθηκε κανονικά ως μια ιδεολογία της άκρας αριστεράς, όπως ο αναρχισμός, αλλά ένα είδος δεξιού συνδικαλισμού άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του εικοστού αιώνα λόγω της επιρροής του Σόρελ και του Γερμανο-Ιταλού Robert Michels, ο οποίος διατύπωσε τον επονομαζόμενο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας». Ο Michaels ήταν πρώην μαρξιστής που πίστευε ότι όλες οι οργανώσεις οποιουδήποτε μεγέθους είναι τελικά οργανωμένες ως ολιγαρχίες, όπου οι λίγοι οδηγούν τους πολλούς, και πίστευαν ότι τα αντικαπιταλιστικά επαναστατικά δόγματα θα έπρεπε να προσαρμοστούν σε αυτήν την αντίληψη.

Κύκλος Προυντόν

Από αυτές τις πνευματικές τάσεις αναπτύχθηκε μια οργάνωση που ονομάστηκε «Κύκλος Προυντόν», η οποία συνδύαζε τις ιδέες του πρώιμου αναρχικού στοχαστή Pierre-Joseph Proudhon, όπως η αμοιβαία οικονομία και ο πολιτικός φεντεραλισμός, με διάφορες ελιτιστικές και δεξιές ιδέες όπως ο γαλλικός εθνικισμός, μοναρχισμός, αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός και η Καθολική Παραδοσιαρχία. Ο Κύκλος Προυντόν επηρεάστηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό από ένα προηγούμενο κίνημα γνωστό ως Action France, το οποίο ιδρύθηκε από τον Charles Maurras.

Τρίτη Θέση, Διανεμισμός και Εθνικό-Αναρχισμός

Μια άλλη τάση που είναι παρόμοια με αυτή είναι αυτή που συχνά αποκαλείται «Τρίτη Θέση», μια μορφή επαναστατικού εθνικισμού που επηρεάζεται από τις οικονομικές θεωρίες του Διανεμισμού. Ο Διανεμισμός ήταν μια ιδέα που αναπτύχθηκε από τους καθολικούς συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα G.K. Οι Chesterton και Hillaire Belloc, που διατύπωσαν την ιδέα της μικροιδιοκτησίας, των καταναλωτικών συνεταιρισμών, των εργατικών συμβουλίων, της τοπικής δημοκρατίας και των αγροτικών κοινωνιών με βάση το χωριό, και οι οποίες επικαλύπτονται με πολλούς τρόπους με τάσεις στη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο συνδικαλισμός, ο συντεχνιακός σοσιαλισμός, ο συνεταιριστικός και ο ατομικιστικός αναρχισμός. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί Τριτοθεσίτες είναι επίσης θαυμαστές του «Πράσινου Βιβλίου» του Καντάφι που περιγράφει ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία ουτοπικών σοσιαλιστικών και οιονεί αναρχικών κοινοτήτων που αποτελούν τη βάση για ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνίας πέρα ​​από τον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό.

Πιο πρόσφατα, προέκυψε μια τάση που είναι γνωστή ως Εθνικό-Αναρχισμός, ένας όρος που σχηματίστηκε από έναν προσωπικό μου φίλο που ονομάζεται Troy Southgate, και ο οποίος ουσιαστικά συνθέτει τον αναρχισμό με την έννοια του εθνο-πολιτισμικού ταυτοτισμού.

Δεξιός Αναρχισμός, "Λιμπερταριανισμός" και Αναρχο-Καπιταλισμός

Σίγουρα, κάθε συζήτηση για τον αναρχισμό της δεξιάς αναγκαστικά περιλαμβάνει μια συζήτηση για το συνόλων των ιδεών που σχετίζονται με το ελευθεριακό ή τον αναρχο-καπιταλισμό, των ειδών που σχετίζονται με μια σειρά από ατομικιστές στοχαστές της ελεύθερης αγοράς όπως ο Ludwig von Mises, ο Friedrich August von Hayek, Milton Friedman και, φυσικά, Ayn Rand και Murray Rothbard.

Με πολλούς τρόπους, ο σύγχρονος ελευθεριακός έχει ένα πρωτότυπο στον ακραίο ατομικισμό του Max Stirner, και ίσως και στη σκέψη του Henry David Thoreau. Η πιο πρόσφατη έννοια του αναρχο-καπιταλισμού αναπτύχθηκε στην πιο εκτεταμένη μορφή του από τον Murray Rothbard και τον μαθητή του, Hans Hermann Hoppe. Πράγματι, ο Hoppe έχει αναπτύξει μια κριτική στα σύγχρονα συστήματα μαζικής δημοκρατίας, ενός είδους που μοιάζει πολύ με εκείνη των παλαιότερων στοχαστών στην παράδοση των Γάλλων «αναρχικών της Δεξιάς», Mencken και Kuehnelt-Leddihn.

Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ορισμένοι από τους υποστηρικτές του ατομικιστικού αναρχισμού στα τέλη του 20ου αιώνα, όπως ο James J. Martin και ο Samuel E. Konkin III, ο ιδρυτής μια ελευθεριακής τάσης, γνώστης ως αγοραισμός, ήταν επίσης υποστηρικτές του ρεβιζιονισμού του Ολοκαυτώματος. Πράγματι, όταν έκανα έρευνα για το σύγχρονο ελευθεριακό κίνημα, ανακάλυψα ότι ο ρεβιζιονισμός του Ολοκαυτώματος ήταν στην πραγματικότητα δημοφιλής μεταξύ των ελευθεριακών στη δεκαετία του 1970, όχι για αντισημιτικούς ή φιλοναζιστικούς λόγους, αλλά από την επιθυμία να υπερασπιστούν τον γνήσιο απομωνοτισμό ενάντια στπν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ίδιος ο Konkin συνδέθηκε με το Ινστιτούτο Ιστορικής Αναθεώρησης σε κάποια φάση.

Υπάρχουν επίσης διάφοροι τύποι συντηρητικού χριστιανικού αναρχισμού που υποστηρίζουν την έννοια των κοινοτικών χωριών που βασίζονται σε ενορίες με συνεταιριστικές ή αγροτικές οικονομίες. Τέτοιες τάσεις υπάρχουν και στις Καθολικές, Προτεσταντικές και Ορθόδοξες παραδόσεις. Για παράδειγμα, ο πατέρας Μάθιου Ραφαήλ Τζόνσον, πρώην συντάκτης του Barnes Review, είναι υποστηρικτής μιας τέτοιας προοπτικής.

Πολύ παρόμοιες έννοιες με τον συντηρητικό χριστιανικό αναρχισμό μπορούν επίσης να βρεθούν σε νεο-παγανιστικές τάσεις που μερικές φορές υποστηρίζουν το δικό τους εθνοτικό ή παραδοσιαρχικό αναρχισμό.

Αριστερά / Δεξιά

Κινηματικές Επικαλύψεις και Διασταυρώσεις

Μπορεί επίσης να αναγνωριστεί ένας καλός αριθμός τάσεων που περιλαμβάνουν επικαλύψεις αριστεράς/δεξιάς ή διασταυρώσεις κάποιου συγκεκριμένου είδους. Μία από αυτές διατυπώθηκε από τον Gustav Landauer, έναν Γερμανό αναρχο-κομμουνιστή που σκοτώθηκε από τους Freikorps κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1919. Ο Landauer ήταν επίσης Γερμανός εθνικιστής και πρότεινε έναν λαϊκό αναρχισμό που αναγνώριζε την έννοια της εθνικής, περιφερειακής, τοπικής και εθνοτικής ταυτότητας που υπήρχαν οργανικά και ανεξάρτητα από το κράτος. Για παράδειγμα, ο Landauer χαρακτηρίστηκε κάποτε ως Γερμανός, Βαυαρός και Εβραίος που ήταν επίσης και αναρχικός.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εμφανίστηκε μια τάση στην Αγγλία, γνωστή ως το Μαύρο Ram, η οποία υποστήριζε έναν αναρχο-εθνικισμό που επιδίωκε να εντοπίσει την έννοια της εθνικής ταυτότητας και το πώς αυτή σχετίζεται με τον αριστερό αναρχισμό. Ο Μαύρος Ram ήταν μια συμβατικά αριστερή τάση με την έννοια ότι ήταν αντι-κρατικιστική, αντι-καπιταλιστική, αντι-ρατσιστική και αντι-σεξιστική, αλλά η οποία αντιλαμβανόταν τις εθνικότητες ως προϋπάρχουσες πολιτιστικές και εθνοτικές εκφράσεις που ήταν εξωτερικές του κράτους ως αυταρχικός θεσμός.

Η Dorothy Day ήταν μια ριζοσπαστική Αμερικανίδα, ένας θρησκευτικός ειρηνιστής και υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο οποίος συνδύαζε τον αναρχισμό και την Καθολική Παραδοσιαρχία. Ήταν η ιδρυτής του καθολικού εργατικού κινήματος και θεωρούσε τον εαυτό της υποστηρικτή τόσο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου όσο και του Βατικανού.

Ένας από τους νονούς του κλασικού αναρχισμού ήταν, φυσικά, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος ήταν ο ίδιος ένας Παν-Σλαβιστής εθνικιστής, και συνεχίζει να είναι περιφερειακή επιρροή στην Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «ομοσπονδιακού λαϊ(κ)ισμού» του Alain De Benoist οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη του Μπακούνιν και είναι εξαιρετικά παρόμοια με την υποστήριξη του Μπακούνιν σε μια ομοσπονδία συμμετοχικών δημοκρατιών.

Υπάρχουν ορισμένοι αριστεροί αναρχικοί που έχουν επηρεάσει βαθιά το οικολογικό κίνημα που έχουν επίσης εμπνεύσει διάφορους στοχαστές της Δεξιάς. Ο Kirkpatrick Sale, για παράδειγμα, είναι ένας νεο-Λουδίτης και δημιουργός μιας ιδέας γνωστής ως βιο-περιφέρεια. Ο Leopold Kohr είναι πιο γνωστός για την υποστήριξη του στην «διάσπαση των εθνών» σε αποκεντρωμένα, αυτόνομα μικρο-έθνη. Ο E.F. Schumacher είναι, φυσικά, γνωστός για το κλασικό του έργο στα αποκεντρωτικά οικονομικά, «Το Small is Beautiful». Κάθε ένας από αυτούς τους στοχαστές αναφέρεται επίσης στο μανιφέστο του λευκού εθνικισμού του Wilmot Robertson, «Το Εθνοκράτος».

Αναρχισμός και Δεξιός Λαϊκισμός

Επειδή η αμερικανική πολιτική κουλτούρα περιλαμβάνει σκέλη τόσο του αντι-κρατικού ριζοσπαστισμού όσο και του δεξιού λαϊκισμού, είναι επίσης σημαντικό να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτοί αλληλεπικαλύπτονται ή αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, υπάρχουν τάσεις ανάμεσα στα ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα που ευνοούν μια ριζικά αποκεντρωμένη ή ακόμη και αναρχική κοινωνική τάξη, αλλά που ακολουθούν επίσης αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας ή θεωρίες φυλετικής ανωτερότητας. Υπάρχει πραγματικά μια παράδοση όπως αυτή της άκρας δεξιάς των ΗΠΑ που συνδέεται με ομάδες όπως το Posse Comitatus.

Υπάρχει επίσης ένα ριζοσπαστικό δεξιό χριστιανικό κίνημα που ευνοεί την κυβέρνηση σε επίπεδο επαρχίας που οργανώνεται ως μια τεράστια αντιδραστική θεοκρατία (όπως η Σαουδική Αραβία, αλλά χριστιανική). Μπορούν να παρατηρηθούν και άλλες τάσεις που δεν ευνοούν καμία κυβέρνηση πέρα ​​από το επίπεδο της κομητείας, όπως οι κυρίαρχοι πολίτες, οι οποίοι θεωρούν ότι τα όρια ταχύτητας και οι άδειες οδήγησης είναι κατάφωρες παραβιάσεις της ελευθερίας, οι υποστηρικτές των εξωδικαστικών λαϊκών δικαστηρίων κοινού δικαίου και διάφορες άλλες τάσεις μέσα στο ριζοσπαστικό πατριωτικό κίνημα.

Η σχέση μεταξύ της Δεξιάς και του κράτους αντικατοπτρίζει με πολλούς τρόπους τη σχέση της Αριστεράς με την έννοια ότι τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά έχουν κάτι σαν τριγωνική αλληλεπίδραση με τα συστήματα θεσμικής και νομικής εξουσίας. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά μπορούν να χωριστούν σε ρεφορμιστικά, ελευθεριακά ή ολοκληρωτικά στρατόπεδα. Στην περίπτωση της Αριστεράς, ένας αριστερός μπορεί να είναι ένας μεταρρυθμιστής φιλελεύθερος ή σοσιαλδημοκράτης, μπορεί να είναι ένας αναρχικός ή ένας αριστερός-ελευθεριακός, ή μπορεί να είναι ένας ολοκληρωτικός στην παράδοση του Λένιν, του Στάλιν, του Μάο και άλλων. Ομοίως, ένας δεξιός μπορεί να υποστηρίζει μεταρρυθμίσεις συντηρητικού ή δεξιού τύπου, μπορεί να είναι αναρχικός της δεξιάς ή ριζοσπαστικός αντιστασιακός, ή ένα άτομο της Δεξιάς μπορεί να είναι υποστηρικτής κάποιου είδους δεξιού αυταρχισμού, ή ένας ολοκληρωτικός στη φασιστική παράδοση."

πηγή