Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βιβλιοπαρουσίαση: Η ποιητική του ανορθολογισμού



Παράξενο αλήθεια, στην εποχή της θεοκρατίας του ορθολογισμού, όταν πια αυτός αποτελεί όχι μόνον μία φιλοσοφική επιλογή, αλλά το ευαγγέλιο του σύγχρονου ανθρώπου, ένας περίεργος νεαρός να συγγράφει την ποιητική του ανορθολογισμού…

Πόσο άκαιρος αλήθεια, στον καιρό μας που τον μετρήσαμε με όλων των ειδών τα ρολόγια και τα ημερολόγια, και τον βρήκαμε να κείτεται στο τέλος της ιστορίας! Πόσο άτοπος πραγματικά, στον τόπο που αναζητεί τεχνοκράτες για να τον σουλουπώσουν και αγορές πρόθυμες να τον αφήσουν να εκδοθεί στην πιάτσα τους!

Κι αν αυτουνού του την βάρεσε να την δει ποιητής και φιλόσοφος, την ώρα που μιλούν οι οικονομολόγοι, εμάς πόσο θα πρέπει να μας νοιάζει η μυρωδιά των γιασεμιών ή η “ξέπνοη μελαγχολία του φθινοπώρου”, την ώρα που μας εξηγούν την θεωρία των παιγνίων ή την σύγχρονη κοινωνική μηχανική της ανάπτυξης;

Μιάς και μου ζητήθηκε να προλογίσω αυτή την συλλογή, και ειλικρινής όπως θα ήθελα να είμαι, θα σας πρότεινα να μην χάσετε τον χρόνο σας να την διαβάσετε. Πρώτον διότι ως γνωστόν ο χρόνος είναι χρήμα και τούτη την εποχή δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε χρήμα για χάσιμο. Δεύτερον διότι η ανορθολογικότητα της ποίησης δημιουργεί παρενέργειες, επί το πλείστον αντιπαραγωγικές. Έχασα κι εγώ τρείς ώρες να την διαβάσω, άκουσα για μέρη και ανθρώπους που με ανατρίχιασαν. Ιστορίες, μυρωδιές και νοσταλγίες που με βούρκωσαν. Κι όλα τούτα δίχως ένα χειροπιαστό και μετρίσιμο τέλος πάντων κέρδος…

Και δεν μου έφταναν αυτά… Έκοψα το απόγευμα ένα ρόδι για να φάω και το είδα να στάζει αίμα. Ξάπλωσα το βράδυ να κοιμηθώ και τα μαλλιά της κοπελιάς μου μύριζαν καλοκαιρινή αμμουδιά. Έφυγα τρεχάτος και καθυστερημένος το πρωί για την δουλειά και τα γέλια των παιδιών από το διπλανό σχολείο, άρχισαν να χορεύουν ανάμεσα στα μαραμένα φθινοπωρινά φύλλα της κερασιάς, που παρατήρησα πως έχουμε στον κήπο. Έσβησα την μηχανή που βούιζε, για να δώ πως χορεύουν τα παιδικά γέλια ανάμεσα στα μαραμένα φύλλα της κερασιάς… Η ανορθολογικότητα της ποίησης δημιουργεί παρενέργειες, επί το πλείστον αντιπαραγωγικές… 

για την συνέχεια στον σύνδεσμο εδώ ...

Ένα ποίημα του Βασιλείου Δοργανά



Κι όπου κι αν ατενίσω γύρω μου,
σκιά με διώκει ο λογισμός
μιας χώρας
μιαρής κι ατιμασμένης.
Χαμένος πια σε ξένη γη
Τόσο γλυκιά μα και πικρή,
Κραττώ επάνω μου σφιχτά την πατρογονικότητά μου,
μοναδική, πολύτιμη, στερνή κληρονομιά μου...
Κάτω απο ξένον ουρανό
ζητώ τη λύτρωσή μου
Μια απόκοσμη κρύα καταχνιά
Καταστοιχειώνει την καρδιά
Και σαν κατάρα αποζητεί
Να σβήσει την ψυχή μου.
Κι άλλοτε βάρος φοβερό
Μοιάζει το φως το ιερό
Χρέος συνάμα και κλαυθμός
Όρκος βαθύς προγονικός
Που δένει με σκληρά δεσμά
Την ίδια τη ζωή μου.
Αγκάθι ειν' φαρμακερό
Που δεν αφήνει αναπαμό,
Κ'είναι το άλγος της ντροπής
Η πιο σκληρή ποινή μου.
Μα σαν ξεσπάει η οργή
Σφίγγω με λύσσα την πληγή
Κ'είναι το αίμα που κυλά
παρηγοριά στερνή μου.
Για μια στιγμή τότε ξεχνώ
Πως χώμα αλλαργινό πατώ
Και χάνομαι σε θύμησες
Που σκίζουν την ψυχή μου:
Μορφές και τέρατα θολά
Βράχια και κύματ' αψηλά
Πέτρα και φως ολόγυρα
Και μέσα η Φυλή μου! 

Ο Λύκος της Ρώμης (29.07.1883 - 28.04.1945)


του Λεγεωνάριου

Είδα στης λίμνης τα θαμπά νερά την σεπτή μορφή σου
Κάτω από τον Αετό της Ρεπούμπλικα ο τελευταίος Λύκος
Και εσύ ατάραχος δεν τρόμαξες μπρός στου σκυλιού την σφαίρα
Στον ήλιο έλαμπε το γράμμα Μ κάτω από τα πυκνά μαλλιά της

Κωστής Παλαμάς


Καί είδε τό μαντατοφόρο 
Λογοθέτη τού πολέμου 
κι΄άκουσε τό μήνυμά του:
" Βασιλιά κι αφέντη! ανάψαν 
όλοι οί Φάροι οί μηνυτάδες,
απ΄τού Μουσικού τού Ολύμπου 
τίς κορφές ώς εδώ πέρα 
στή Χρυσούπολη αποπάνου 
στ΄ Αγ.Αξέντιου μπρός τή ράχη.
Νά κι ό Πύργος ό φωσφόρος 
απ΄τό Μέγα το Παλάτι!
Μπήκε οχτρός καί μάς πατάει. 
Καρτερούμε, ή προσταγή σου.
Κόφτε τη γιορτή, τόν τσίρκο 
κλείστε, τ΄άρματα κρεμάστε 
τά βασιλικά στήν πόρτα 
τής Χαλκής, σπαθί, σκουτάρι 
καί λουρίκι τού πολέμου,
δός τό μήνυμα, ρηγάρχη!
Στ΄ άρματα! Στ΄ άρματα! ό Τούρκος!"


Καί χορό τριγύρω σου θα στήσουν μέ βιολιά καί μέ ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
καί τά γόνατα οί τρανοί σου θά λυγίσουν,
καί θά γίνουν τών ραγιάδων οί ραγιάδες
καί τ΄ αγόρια σου τ΄αγνά θά τά μολέψουν 
μέ τ΄αγκαλιασμά τους οί σουλτάνοι,
καί τά λείψανά σου θά στα κλέψουν οί ζητιάνοι.

Κωστής Παλαμάς (Δωδεκάλογος τού Γύφτου) 

Μα εσύ δεν άγγιξες την σκανδάλη


του Wood Brother

Βαμβάκι σιτάρι και καπνό, και κοίταζες τον Ήλιο
αναρωτιόσουν αν αύριο θα σουν μέσ' το χώμα
Και αυτοί ήρθαν σαν τα στοιχειά, που παν' στο παραμύθι
μα εσύ δεν άγγιξες την σκανδάλη
                               
Ούρλιαξαν να σου αρπάξουν το ίδιο σου το σπλάχνο
μονάχος σκούπιζες βουβός, ένα ζεστό σου δάκρυ
Ανήμπορος και ανίκανος να πράξεις το σωστό
μα εσύ δεν άγγιξες την σκανδάλη

Ο αφέντης σε χτύπαγε μπουνιές μέχρι να σε ματώσει,
στο χώμα έπεσες να βρεις το πώς και το γιατί.
Και τα τσακάλια με τα σιρίτια ζέσταιναν την πνοή τους
μα εσύ δεν άγγιξες την σκανδάλη

Και τώρα σαν το σκυλί σε έγδαραν και αρπάζουν το τομάρι
Τρόπαιο της μπάνκας είσαι πια, και στο καρφί στημένος
Μονάχος σου μοιρολογάς, σήμερα ένας δεσμώτης
μα εσύ δεν άγγιξες την σκανδάλη  

Ποίηση: Σκιές με σάρκες (Στην ιερή μνήμη των Λυκανθρώπων του 1945) του Άγγελου Δημητρίου



«Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο όπου σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά»

Διονύσιος Σολωμός


«Γιατί μεγάλωσαν τα νύχια μου;

Γιατί το τζάκι δεν καπνίζει, παρά μόνο το μεσονύχτι;

Ποιος μου υπαγορεύει αυτόν τον Ιερό Ψαλμό;

Μου φαίνεται σα να ‘ρχεται από πολύ  μακριά,

από τους τόπους που φυτρώνουν μόνο πάγοι:

Είμαι το σπέρμα του κοκκινομάτη τράγου!

Δεν έχω μητρική αγκαλιά!

Μάνα μου είναι ο ερειπιώνας του Βερολίνου!

Η ξοδεμένη αναπνοή του σπιλωμένου κοριτσιού,

σήμαντρο είναι στο εφηβικό μου στήθος!

Όνειρο μέσα στ’ όνειρο είδε κανείς ποτέ του;

Σκιές με σάρκες που βαστούν στ’ ανεμικά τους χέρια όπλα;

Δεν θέλω μάρμαρο στον τάφο μου!

Παρά μονάχα έναν ξύλινο σταυρό!

Όταν θα τον σαπίσει η βροχή, η παγωμένη ξαστεριά,

ο φθόνος του χειμώνα,

η μνήμη μου θα φέγγει μόνο μέσα στις καρδιές σας!

Τι κι αν δεν πρόλαβα ποτέ μου, γυναίκα ν’ αγκαλιάσω;

Άκου πώς με καταριούνται οι ουρανοί!

Κάθε αστραπή είναι κι ένα ράπισμα,

στην ροδαλή γυμνή μου πλάτη!

Έχω μια τρίχρωμη σημαία στο σεντούκι μου,

που την φυλάω μαζί με των παππούδων μου τα άγια οστά!

Η μάστιγα της αλήθειας είναι ο βαμπιρισμός!

Το Άγιο Δισκοπότηρο, να ξέρεις, το έχω εγώ!»


Σκιές με σάρκες 

(Στην ιερή μνήμη των Λυκανθρώπων του 1945) 

του Άγγελου Δημητρίου


Οι Αυτόνομοι Συναγωνιστές δεν ξεχνούν την δολοφονία των 2 νεολαίων Εθνικιστών: εκδήλωση μνήμης 31.10.2015 Καλαμάτα




"Ψήγματα αίματος στην άσφαλτο φωτίζουν
τα βήματα των εκλεκτών που ζητάνε λυτρωμό
και ξάφνου οι σημαίες στα χέρια των νεκρών ηρώων κυματίζουν
σκιές Ελλήνων παιανίζουν σε ρυθμό πολεμικό"

Σ.Λ.

Ποίηση: Οι Άγιοι των Φτωχών (του Α.Β.Δ.)

                                                                          
Οι Άγιοι των Φτωχών (του Α.Β.Δ.)


Μια λιτανεία περνάει στον ουρανό

Μέσα στη νύχτα που κρατάει χιλιάδες χρόνια

Είναι οι Άγιοι Των Φτωχών

Μπροστά - μπροστά η Santa Evita

Και ο πατήρ Φραγκίσκος της Ασίζης

Και παραπίσω τα αδέλφια της αγάπης

Ο Otto κι ο Gregor Strasser

Και τελευταίοι οι ανάργυροι  γιατροί

Ο Commandante Ernesto και ο Louis - Ferdinand Céline

Κρατούν κόκκινα κεριά και ένα άστρο έχουν

Στο μέτωπο γραμμένο

Σκύβουν επάνω απ’ το δισάκι των άκληρων

Και των πεινασμένων

Με ένα δάκρυ κουβαλούν πάνω σε φέρετρα την αισιοδοξία

Είναι οι Άγιοι Των Φτωχών

Που λιτανεύουν μια Φαιοκόκκινη

Ελπίδα

Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ



Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ

Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.

Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.

Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!

Ezra Pound - Η Εντολή



Πηγαίνετε τραγούδια μου
στους μοναχικούς και τους ανικανοποίητους

Πηγαίνετε σε αυτούς με τα σπασμένα νεύρα,
στους δούλους της συμβατικότητας
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες τους.
Πηγαίνετε σαν μεγάλο κύμα από κρύο νερό
Κουβαλώντας την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες .

Μιλήστε κατά της ασυνείδητης καταπίεσης
 Μιλήστε κατά της τυραννίας των πεζών ανθρώπων
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.

Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από πλήξη
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους

Πηγαίνετε σε αυτούς που η αποτυχία τους μένει κρυμμένη
Πηγαίνετε σε αυτούς που ζευγάρωσαν κακότυχα
Πηγαίνετε στην αγορασμένη σύζυγο
Πηγαίνετε στην γυναίκα με την προίκα

Πηγαίνετε σε αυτούς που έχουν λεπτούς τρόπους
Πηγαίνετε σε αυτούς που
οι λεπτές επιθυμίες τους δεν πραγματοποιούνται

Πηγαίνετε σαν σαράκι στην απραξία του κόσμου
Βαδίστε με την κόψη εναντίον της και δυναμώστε τις λεπτές χορδές
Γεμίζοντας εμπιστοσύνη τα φύκια και τις κεραίες της ψυχής.

Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο
Ερευνήστε για καινά δαιμόνια και για καινά αγαθά
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε μορφή καταπίεσης
Πηγαίνετε στους μεσήλικες που χόντρυναν
Και σε όσους έχασαν το ενδιαφέρον τους

Πηγαίνετε στους έφηβους που ασφυκτιούν μέσα στην οικογένεια
Ω πόσο απαίσιο είναι
Να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη
Είναι σαν δένδρο με νέα βλαστούς
Και με κλαδιά που πέφτουν σαπισμένα.

Πηγαίνετε να ταρακουνήσετε την κοινή γνώμη
Σταθείτε αντίθετα στη δουλεία του αίματος
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε είδους χειραφέτηση.
Πηγαίνετε τραγούδια μου, αναζητήστε τον έπαινό σας από τους νέους
Και από τους αδιάλλακτους

Βαδίστε μόνο ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας.
Επιδιώξτε ακόμα να στέκεστε κάτω από το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και αποδεχθείτε με ευχαρίστηση τα τραύματά σας από αυτό. 

Ezra Pound: τα δύο αποσιωπημένα Cantos (LXXII - LXXIII)




Κι ύστερα αποκοιμήθηκα
και στο χαμένο άνεμο ξυπνώντας
είδα και άκουσα,
κι εκείνος που είδα φανερώθηκε καβαλάρης,
και άκουσα :
"Καμίαν εγώ δεν έχω χαρά
τη ράτσα μου βλέποντας να πεθαίνει
μες στη ντροπή και τη λάσπη
Κυβερνημένη απ' τα ψοφίμια
και προδομένη.
Ο Ρούσβελτ, ο Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν
μπάρσταρδοι και εβραιούληδες
Φαγάδες όλοι και ψευταράδες
κι ο λαός ηλίθιος
του ήπιαν το αίμα!
Θάνατος που βρέθηκα στη Σαρζάνα
τώρα περιμένω το εγερτήριο.
Είμαι ο Γκουίντο, αυτός που αγάπησες
για το αγέρωχο πνεύμα
και την αγαθή προαίρεση.
Από την Κυπριακή σφαίρα
γνώρισα τη λάμψη
πάντοτε καβαλάρης
(ποτέ ιπποκόμος)
Μέσ' απ' τους δρόμους του Άστεως
που άλλο όνομα είχε
η πόλη του πόνου
(η Φλωρεντία)
διχασμένη διαρκώς
Κατοικημένη από κόσμο ευέξαπτο και επιπόλαιο
τι ράτσα σκλάβων!
Περνώντας απ' το Αρίμνιο
ένα κορίτσι αντάμωσα
με ηθικό ακμαίο
που τραγουδούσε από χαρά
ξετρελαμένο!
Ήταν μια χωριατοπούλα
λιγάκι παχουλή μα ωραία
στην αγκαλιά δυο Γερμανών
και τραγούδαε
τον έρωτα τον ετραγούδαε
καμιάν ανάγκη δεν είχε να ανέβει
στον ουρανό.
Είχε τραβήξει τους Καναδούς
σ' ένα ναρκοπέδιο
εκεί που ήταν ο Ναός
της ωραίας Ιζόττα.
Βάδιζαν ανά τέσσερις ή ανά πέντε
κι εγώ λαίμαργος
ακόμη για έρωτα ήμουν
παρόλα τα χρόνια μου.
Έτσι είναι όλα
τα κορίτσια στη Ρομάνια.
Οι Καναδοί έρχονταν
να "καθαρίσουν" τους Γερμανούς
να ρημάξουν ό,τι απόμεινε
από την πόλη του Ρίμινι
ζήτησαν να τους δείξει το δρόμο
για τη Βία Εμίλια
από ένα κορίτσι,
κορίτσι που είχαν βιάσει
μια στιγμή μόλις πριν ο άθλιος συρφετός.
- Μάλιστα! Μάλιστα! στρατιώτες!
Αυτός είναι ο δρόμος.
Εμπρός, εμπρός
για τη Βία Εμίλια!
Και πήγε κι εκείνη μαζί τους.
Ο αδερφός της είχε ανοίξει
τις τρύπες για τις νάρκες
εκεί προς τη θάλασσα.
Προς τη θάλασσα η κόρη,
λιγάκι παχουλή μα ωραία,
οδήγησε το φανταρομάνι.
Τι γενναία κούκλα! Τι γενναία κουκλίτσα!
Κι όλα τα έδινε σαν ένα χάδι
από έρωτα αγνό,
τι ηρωίδα!
Αψηφούσε το θάνατο
κερδίζοντας το σπάνιο
πεπρωμένο της.
Παχουλή όχι και τόσο
μα έπιασε το στόχο.
Τι λάμψη!
Στην κόλαση ο εχθρός,
νεκροί είκοσι,
νεκρή κι η κόρη
ανάμεσα σ' αυτόν τον άθλιο όχλο,
σώοι και αβλαβείς οι αιχμάλωτοι.
Της κουκλίτσας το ηθικό
ακμαιότατο
τραγούδαε, τραγούδαε
ξετρελαμένη από χαρά,
τραγούδαε ως το τέρμα του δρόμου
που πάει προς τη θάλασσα.
Δόξα της πατρίδας!
Δόξα! Δόξα!
Να πεθαίνεις για την πατρίδα
μες στη Ρομάνια!
Δεν πέθαναν οι νεκροί,
εγώ κατέβηκα
από τον τρίτο ουρανό
για να δω τη Ρομάνια,
να δω τα βουνά
επάνω στην έφοδο
Τι ωραίος χειμώνας!
όταν ψηλά στο βορρά η πατρίδα γεννιέται ξανά,
και τι κορίτσι!
τι κορίτσια,
και τι αγόρια,
ντυμένα στα μαύρα!

Κωστής Παλαμάς: Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!




Κωστής Παλαμάς - Σατιρικά Γυμνάσματα

Πρόγονους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,

όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,

Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.

Όλα φκιάστα γκιουβέτσι και σαλάτα,
νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φά’ τα.

Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

***

Οι βωμοί συντριμμένοι, και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,

και μήτε η ευλογία της Παναγιάς.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.

Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια,
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια

υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.

Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!