Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω
απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως — με κάθε ιριδισμό, κάθε
αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ'
τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει
το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο
στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου
ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ'
ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης
το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες
αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η
παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη
Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η
σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς
ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της
νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές
βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την
δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει.
Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν'
ανατείλει ξανά;
Τι νά 'ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ'
την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια
χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην
ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το
βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ'
αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε
μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την
αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως, πόσο
ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η
Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες
σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα
ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς
φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν
κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως
κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με
ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του
μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της
νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα
μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο
κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του
υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.
2.
Πρέπει πάντοτε το πρωινό να ξανάρχεται; Δεν τελειώνει ποτέ
των επιγείων η βία; Πολυπραγμοσύνη στυγνή αφανίζει της νύχτας την αιθέρια αφή.
Πότε στις φλόγες του έρωτα, στου βωμού την αιώνια πυρά θ' αφεθεί; Σύντομη είναι
η ζωή του φωτός· αλλά άχρονη κι άχωρη η εξουσία της Νύχτας. Παντοτινή η
διάρκεια του ύπνου. Ω ύπνε ιερέ — μην αργείς, μα στέρξε εσύ αρωγός να ελεήσεις
τους μύστες της νύχτας σε τούτο το επίγειο έργο τους. Γιατί εσένα μόνο τρελοί
σ' αγνοούν κι ύπνο δεν γνωρίζουν κανέναν, όταν εύσπλαχνος τον ίσκιο σου πάνω
μας ρίχνεις, κάθε που η νύχτα η αληθινή ανατέλλει. Γιατί δεν σ' έχουν αισθανθεί
στη χρυσαφιά ροή των σταφυλιών, στο λάδι της αμυγδαλιάς, στους καστανούς της
παπαρούνας χυμούς. Γιατί δεν ξέρουν ότι είσαι συ που τα τρυφερά στήθη της κόρης
ταράσσεις, που ως τους ουρανούς πετάς κι απλώνεις κλαδιά. Γιατί δεν νοιώθουν
πως από ιστορίες παλιές εσύ ουρανομήκης τραβιέσαι, πως το κλειδί φέρνεις εσύ
για των μακαρίων τα δώματα, μαντατοφόρος βουβός των αχανών μυστηρίων.
για την συνέχεια στον σύνδεσμο εδώ ...