Αποσπάσματα ενός κειμένου του ιστορικού Jeffrey Herf στο περιοδικό Commentary από το 2016, μετάφραση: Α. Π.
link: Ο Αντισιωνισμός στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR)
Ο Φιντέλ Κάστρο στην Πύλη του Βραδεμβούργου (Ανατολικό Βερολίνο) με τους Βάλτερ Ούλμπριχτ και Γιάσερ Αραφάτ
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών του Ιουνίου 1967, η Ανατολική Γερμανία ενώθηκε με τους εταίρους της στο σοβιετικό μπλοκ στέλνοντας μαχητικά αεροσκάφη MiG, σοβιετικά άρματα μάχης T-34 και χιλιάδες επιθετικά όπλα Καλάσνικοφ στην Αίγυπτο και τη Συρία. Τα αρχεία του Υπουργείου Άμυνας της Ανατολικής Γερμανίας, ειδικά αυτά του γραφείου του Υπουργού Άμυνας Χάιντς Χόφμαν (Heinz Hoffmann), περιέχουν εκτενείς πληροφορίες σχετικά με τη συμβολή της Ανατολικής Γερμανίας στον επανεξοπλισμό και την εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων της Αιγύπτου και της Συρίας από το 1967 έως τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (γνωστό στους Άραβες ως Πόλεμο του Οκτώβρη) το 1973.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969, ενόψει των αυξανόμενων αιτημάτων πολλών κρατών και κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο για στρατιωτική υποστήριξη, ο Βίλι Στοφ (Willi Stoph), μέλος του Πολιτικού Γραφείου και πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών της Ανατολικής Γερμανίας, ανέθεσε στον υφυπουργό Γκέρχαρντ Βάις (Gerhard Weiss) το έργο του συντονισμού των παραδόσεων όπλων σε κράτη σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αραβικών κρατών. Η επιτροπή του Weiss παρέμεινε το κέντρο αυτού του προγράμματος για τα επόμενα 15 χρόνια. Μέχρι το 1970, η Ανατολική Γερμανία είχε στείλει άλλα 50 μαχητικά αεροσκάφη MiG, 17.500 πολυβόλα Καλάσνικοφ, 150.000 νάρκες ξηράς, 3.500 χειροβομβίδες, καθώς και κράνη, στολές και σακίδια στην Αίγυπτο και τη Συρία.
Με την στροφή του Στάλιν εναντίον του Ισραήλ το 1949 και τις «αντι-κοσμοπολίτικες» εκκαθαρίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το σοβιετικό μπλοκ στο σύνολο του έγινε εχθρός του Ισραήλ. Ωστόσο, η Ανατολική Γερμανία πήρε έναν ακόμη πιο παθιασμένο και εξέχοντα ρόλο στην αντι-ισραηλινή υπόθεση από ό,τι οι άλλες λαϊκές δημοκρατίας όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία. Σε αντίθεση με αυτές, η Ανατολική Γερμανία αντιμετώπιζε τη διαρκή πίεση από τη Δυτική Γερμανία, έναν αντίπαλο που συνεχώς προσπαθούσε να την απομονώσει και να την απονομιμοποιήσει αρνούμενη (μέχρι την εποχή του Βίλι Μπραντ) να έχει διπλωματικές σχέσεις με οποιοδήποτε κράτος αναγνώριζε την Ανατολή. Μέσω της συνεργασίας με τα αραβικά κράτη, η Ανατολική Γερμανία βρήκε ένα μέσο για να συντρίψει τον δυτικογερμανικό διπλωματικό αποκλεισμό και να ανοίξει τις πύλες της διπλωματικής αναγνώρισης.
Μια σημαντική προσέγγιση με τα αραβικά κράτη ξεκίνησε το 1969, όταν το Ιράκ (που κυβερνιόταν ήδη για έναν χρόνο από το Κόμμα Μπάαθ του στρατηγού Μπακρ και του νεαρού Σαντάμ Χουσεΐν) έγινε η πρώτη μη κομμουνιστική κυβέρνηση που συνήψε διπλωματικές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Μια κοινή δήλωση των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών έκανε μια σαφή σύνδεση μεταξύ της απόφασης του Ιράκ να δημιουργήσει διπλωματικές σχέσεις και του ανταγωνισμού της Ανατολικής Γερμανίας προς το Ισραήλ, τονίζοντας τον «κοινό αγώνα» τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον νεοναζισμό, την αποικιοκρατία και τον σιωνισμό» και περιγράφοντας το Ισραήλ ως «ρατσιστικό, ιμπεριαλιστικό, αντιδραστικό και επιθετικό».
Η περιγραφή του Ισραήλ ως ρατσιστικού κράτους και ιμπεριαλιστικού εργαλείου, και η υποψία ότι τόσο αυτό όσο και η Δυτική Γερμανία ήταν εκφράσεις του νεοναζισμού, ενσωματώθηκε έτσι στις διπλωματικές σχέσεις της Ανατολικής Γερμανίας με τα αραβικά κράτη. Παρόμοια γλώσσα συνόδευσε τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ανατολικής Γερμανίας και του Σουδάν, της Συρίας, της Αιγύπτου, καθώς και με τη Νότια Υεμένη το 1969. Για τους Ανατολικογερμανούς κομμουνιστές, ο αντισιωνισμός ήταν θέμα ιδεολογικής πεποίθησης και αποτελεσματικό εργαλείο για την υπονόμευση της πολιτικής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή.
Οι Ανατολικογερμανοί παρουσιάστηκαν ως ένα διαφορετικό είδος «καλού Γερμανού»: ενώ η Δυτική Γερμανία διαφήμιζε τον εαυτό της ως ένα κράτος που μετανοεί για το Ολοκαύτωμα πληρώνοντας αποζημιώσεις στο κράτος των Εβραίων, η Ανατολική Γερμανία περνούσε το μήνυμα ότι ήταν ένα γερμανικό κράτος που ήταν εχθρός του Ισραήλ ακριβώς επειδή το κράτος των Εβραίων είναι ιμπεριαλιστικό όπως ήταν ο Χίτλερ. Ο ανταγωνισμός της Ανατολικής Γερμανίας με το Ισραήλ συνέβαλε στη σημαντική δημοτικότητά της μεταξύ των κρατών του Τρίτου Κόσμου. Μετά την ένταξη της στα Ηνωμένα Έθνη το 1973, η Ανατολική Γερμανία βρέθηκε επανειλημμένα ανάμεσα στις τεράστιες πλειοψηφίες της Γενικής Συνέλευσης που ψήφιζαν υπέρ των ψηφισμάτων καταδίκης του Ισραήλ (το πιο γνωστό από αυτά είναι το ψήφισμα 3379 του 1975 που καταδίκαζε τον σιωνισμό ως ρατσισμό, εγκρίθηκε με τις ψήφους κομμουνιστικών και μουσουλμανικών κρατών, και αποσύρθηκε το 1991 με εισήγηση του Μπους, προέδρου της Αμερικής, η νίκη της οποίας στον Ψυχρό Πόλεμο σήμαινε μια μεγάλη υποχώρηση του αντισιωνισμού).
Αριστερά: Heinz Hoffmann - Δεξιά: Mustafa Tlass
Τον Οκτώβριο του 1971, ο υπουργός Άμυνας της Ανατολικής Γερμανίας Χάιντς Χόφμαν ηγήθηκε μιας στρατιωτικής αντιπροσωπείας σε ένα ταξίδι στο Ιράκ, την Αίγυπτο και, το πιο σημαντικό, στη Συρία. Εκεί συναντήθηκε με τον Χαφέζ αλ Άσαντ και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Συρίας, Μουσταφά Τλας. Κατά τη διάρκεια της εξύμνησης της αλληλεγγύης στον κοινό αγώνα κατά του Σιωνισμού, ο Χόφμαν στις σημειώσεις του προσωπικού αρχείου του παρατήρησε ότι ο Τλας εξέφραζε «ξεκάθαρα» μια «τάση που υπήρχε μεταξύ άλλων κορυφαίων αξιωματικών των αραβικών ενόπλων δυνάμεων», δηλαδή έναν «άνευ όρων θαυμασμό για τη φασιστική στρατηγική του Blitzkrieg και τα ιδιαίτερα επιτεύγματα του αστικού γερμανικού στρατού».
Ο Χόφμαν ήταν βετεράνος του Ισπανικού Εμφυλίου και είχε πολεμήσει κατά της ναζιστικής Λεγεώνας Κόνδωρ. Χωρίς όμως να ενοχλείται από τον θαυμασμό του Τλας για τα επιτεύγματα της Βέρμαχτ, ο Χόφμαν, στην ομιλία του ως τιμώμενο πρόσωπο του δείπνου που παρέθεσε ο πρόεδρος Άσαντ στην ανατολικογερμανική στρατιωτική αντιπροσωπεία, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι Σύροι «θα είναι νικητές στη μάχη τους ενάντια στον εχθρό». Πρόσθεσε, «Πολεμάμε τον ίδιο εχθρό!» με το οποίο εννοούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.
Η σχέση μεταξύ της Ανατολικής Γερμανίας και της Συρίας και μεταξύ του Χόφμαν και του Τλας εμβάθυνε στην επόμενη δεκαετία. Η Συρία του Άσαντ, στην πραγματικότητα, έγινε ο βασικός άξονας της σοβιετικής διακρατικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή (όπως ακριβώς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ρωσικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή σήμερα). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Τλας δημοσίευσε βιβλίο, στο οποίο υποστήριζε ότι η Ευρώπη είχε προχωρήσει οικονομικά επειδή καταδίωκε τους Εβραίους, ενώ οι Άραβες και οι Μουσουλμάνοι ήταν καθυστερημένοι επειδή είχαν φερθεί πολύ καλά στους Εβραίους. Τα αρχεία του Χόφμαν τεκμηριώνουν μερικές πολύ θερμές προπόσεις μεταξύ Χόφμαν και Τλας στις οποίες δήλωναν αμοιβαία αλληλεγγύη και γιόρταζαν μια κοινότητα αγώνα (Kampfgemeinschaft).
Τον Αύγουστο του 1973, οι Ανατολικογερμανοί υποδέχθηκαν τον Αραφάτ, μαζί με την Αμερικανίδα κομμουνίστρια ηγέτιδα Άντζελα Ντέιβις, ως τιμώμενα πρόσωπα του «Παγκοσμίου Φεστιβάλ Νεολαίας» στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ο Αραφάτ πραγματοποίησε την πρώτη από τις πολλές συναντήσεις με τον Χόνεκερ. Στις 2 Αυγούστου 1973, το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κυβερνώντος SED της Ανατολικής Γερμανίας Gerhard Grüneberg και ο Αραφάτ υπέγραψαν μια επίσημη συμφωνία συνεργασίας για να υποστηρίξουν τον κοινό «αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον σιωνισμό». Οι Ανατολικογερμανοί υποσχέθηκαν να παραδώσουν «εμπορεύματα αλληλεγγύης τόσο σε αμάχους όσο και σε μαχόμενους» δηλαδή όπλα.
Παρόμοιες συμφωνίες για μη στρατιωτικές και στρατιωτικές παραδόσεις υπογράφονταν σε ετήσια βάση τα επόμενα 15 χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1973, η Ανατολική Γερμανία έγινε το πρώτο από τα κράτη του σοβιετικού μπλοκ που επέτρεψε στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) να ανοίξει προξενείο στην πρωτεύουσά της ένα χρόνο πριν από τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η απόφαση έλαβε χώρα όταν η PLO, με τον Καταστατικό της Χάρτη του 1968, συμμετείχε ανοιχτά σε «ένοπλο αγώνα» με σκοπό την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Το ότι ένα παλαιστινιακό προξενείο άνοιξε πρώτα στο Ανατολικό Βερολίνο και μετά στη Μόσχα υποδεικνύει τον πρωτοποριακό ρόλο και την πρωτοβουλία που έφεραν οι Ανατολικογερμανοί κομμουνιστές στην αντι-ισραηλινή υπόθεση.
Αιγυπτιακά οχήματα σοβιετικής κατασκευής στο απελευθερωμένο Σουέζ, στις 8 Οκτωβρίου 1973
Στις 6 Οκτωβρίου 1973, Σάββατο πρωί, ανήμερα της εβραϊκής γιορτής του Γιομ Κιπούρ και της δέκατης ημέρας του μουσουλμανικού Ραμαζανιού, οι συντονισμένες δυνάμεις Αιγύπτου και Συρίας πραγματοποιούν επίθεση από Νότο και Βορρά στο Ισραήλ. Οι Σύριοι, υπό την διοίκηση του Τλας, επανακτούν τον έλεγχο στα Υψίπεδα του Γκολάν. Οι Αιγύπτιοι, οι μεγάλοι ηττημένοι του 1967, ο στρατός που πριν έξι χρόνια είχε χάσει ολόκληρη την αεροπορία του, τη Γάζα και τη χερσόνησο του Σινά σε μία μέρα, τώρα, υπό τη διοίκηση του στρατάρχη Ahmad Ismail Ali (αλβανικής καταγωγής από μητέρα), αιφνιδιάζουν ολοκληρωτικά τους Ισραηλινούς, διασπούν την αμυντική γραμμή Μπαρ Λεβ και καταλαμβάνουν ξανά την (χαμένη από το 1967) ανατολική πλευρά του Σουέζ και μέρος του Σινά (Επιχείρηση Μπαντρ).
Για το Ισραήλ η ημέρα εκείνη ήταν μια πανωλεθρία, και η ήττα στον πόλεμο αποφεύχθηκε μόνο με την αμερικανική παρέμβαση: μέσα στον Οκτώβρη του 1973 οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν προς το Ισραήλ τη μεγαλύτερη αερομεταφορά όπλων στην ιστορία, βοηθώντας το εβραϊκό κράτος να σταθεροποιήσει τα μέτωπα, να ανακτήσει το Γκολάν από τη Συρία και να διατηρήσει μέρος του Σινά στο τέλος του πολέμου (το οποίο, ως γνωστόν, θα αναγκαζόταν να δώσει πίσω στην Αίγυπτο με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ πέντε χρόνια μετά). Αλλά ήταν εμφανές ότι οι δύο αραβικοί στρατοί δεν ήταν οι ίδιοι με έξι χρόνια πριν. Το 1967 δεν υπήρξε ουσιαστικά η παραμικρή σοβαρή άμυνα ενάντια στο ισραηλινό επιθετικό σχέδιο ούτε από Αιγύπτιους, ούτε από Σύριους ούτε από Ιορδανούς, που όλοι είχαν πιαστεί στον ύπνο.
Το 1973 δυο αραβικοί στρατοί όχι μόνο υλικοτεχνικά, αλλά και τακτικά-επιχειρησιακά-στρατηγικά μοντέρνοι, είχαν αντιστρέψει τους όρους και ήταν αυτοί που αιφνιδίασαν το Ισραήλ και πήραν πίσω κάποια από τα εδάφη τους (αν και όχι όλα), και μάλιστα σε έναν πόλεμο που, σε αντίθεση με το 1967, δεν συμμετείχε η Ιορδανία στο πλευρό των Αράβων. Αναμφίβολα, η εκπαίδευση και η βοήθεια που είχαν λάβει οι δύο αραβικοί στρατοί στο διάστημα 1967-1973 από το σοβιετικό μπλοκ και κυρίως την Ανατολική Γερμανία, όχι μόνο αναπλήρωσαν άμεσα τις μεγάλες απώλειες εξοπλισμού του 1967, αλλά έφτασαν σε επίπεδο επιχειρησιακής ετοιμότητας που δεν είχαν ποτέ μέχρι τότε.