Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο «Ναζι - μαοϊσμός» και η εφήμερη ουτοπία ενός κοινού αντιαστικού μετώπου

Lotta Di Popolo. (Λαϊκός Αγώνας). Από τον Έβολα στο Μάο: Ένα βιβλίο για τους νεαρούς νεοφασίστες στις δεκαετίες του 1960 και του 1970

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

«Ένα περίεργο φαινόμενο που αξίζει να εξεταστεί, είναι η επιρροή που ασκεί ο «μαοϊσμός» σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους, στο βαθμό που δεν πρόκειται μόνο για ομάδες δηλωμένου μαρξιστικού προσανατολισμού. Στην Ιταλία μπορούμε να αναφέρουμε ακόμη και ορισμένα περιβάλλοντα που διεκδικούν μια «λεγεωναρική» εμπειρία και έναν «φασιστικό» προσανατολισμό, ενώ αντιτίθενται στο “Movimento Sociale” καθώς το θεωρούν μη επαναστατικό, αστικό, γραφειοκρατικό, παγιδευμένο από τον ατλαντισμό. Μιλούν επίσης για τον Mao ως παράδειγμα».


για να το παραγγείλετε εδώ ...

Με αυτά τα λόγια, ο φιλόσοφος Julius Evola παρουσιάζει το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Il Borghese” της 18ης Ιουλίου 1968. Ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος, πλέον είναι ένα πολιτιστικό σημείο αναφοράς για τις νέες γενιές εθνικιστών, προειδοποιεί τους αναγνώστες για παράξενες ιδεολογικές αποπλανήσεις που φαίνεται να είναι αχαλίνωτες σε ορισμένους, επαναστατικής έμπνευσης, κύκλους εντός του νεοφασιστικού χώρου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο της εποχής εκείνης  που κίνησε το ενδιαφέρον του συγγραφέα της «Εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο», σε σημείο να τον παρακινήσει να εξετάσει  για να εντοπίσει, από παραδοσιακή άποψη, στοιχεία άξια εξέτασης. 

Η απάντηση ωστόσο είναι αρνητική και το άρθρο του «Η Μαοική επιρροή» απορρίπτει χωρίς δισταγμό τις προθέσεις εκείνων των πιο πρωτότυπων συντρόφων που κοιτάζουν με ενδιαφέρον την Κίνα του Μao. Επιπλέον από την πλευρά του αριστοκρατικού εκπροσώπου της Παράδοσης, εκείνου δηλαδή που αρνείται ότι άμεσα ή έμμεσα απορρέει από τη Γαλλική Επανάσταση (για αυτόν η παρακμή του πολιτισμού που έχει ως ακραία συνέπεια τον μπολσεβικισμό), μια τέτοια θέση ήταν κάτι παραπάνω από προβλέψιμη.

Για να δούμε όμως, ποιοι είναι αυτοί οι λεγόμενοι «φαιοκόκκινοι φασίστες», οι ναζι -μαοιστές, που θα είχαν το «θράσος» να συμφιλιώσουν τους αντιτιθέμενους εξτρεμισμούς σε μια ιστορική περίοδο που μαίνεται η πολιτική αντιπαράθεση; Και σε ποια βάση θα σκόπευαν να προτείνουν μια τέτοια συμμαχία; Αρκούν τα κοινά αντικαπιταλιστικά, αντιαστικά, αντισιωνιστικά και αντιαμερικανικά αιτήματα; Για κάποιους προφανώς ναι. Για τι ακριβώς πρόκειται τελικά; Ο «ναζιμαοισμός» λοιπόν, είναι στην πραγματικότητα ένας όρος που επινοήθηκε από τον Τύπο μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 για να προσδιορίσει μια νέα μαχητική θέση που διαμορφώθηκε σε ένα πλαίσιο, αυτό το πανεπιστημιακό, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις και μια γενική επιθυμία για αλλαγή. Για να εντοπιστεί η γένεση αυτού του φαινομένου, είναι απαραίτητο να δώσω το περιβάλλον της εποχής και να παρατηρηθεί το φοιτητικό κλίμα της διαμαρτυρίας και ειδικότερα η δραστηριότητα ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος που ονομάζεται “Primula Goliardica”, που δραστηριοποιείται στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής δεξιάς ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960.

Αυτή η ομάδα συμμετείχε στις καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών και τον Μάρτιο του 1968 ήταν παρών δίπλα στους φοιτητές της άκρας αριστεράς στις περιβόητες συγκρούσεις της Valle  Giulia κατά της αστυνομίας. (Εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η εξέγερση του Φοιτητικού Κινήματος, ο Μάης του 68 και το πανεπιστήμιο της Αρχιτεκτονικής στην Valle Giulia, έμεινε στην ιστορία για την κατάληψη και τα αιματηρά επεισόδια με την αστυνομία). Το κίνημα αυτό λοιπόν συμμετείχε ενεργά και μάλιστα ηγήθηκε στις μεγάλες επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας, με πάθος και δύναμη, παρά τα μικρά νούμερα των ακτιβιστών σε σχέση με την αριστερά. Μέρα και νύχτα με έδρα την σχολή της Αρχιτεκτονικής, ξεκινούσαν τα αιματηρά επεισόδια που έφερναν όλο και περισσότερους νέους κοντά, ακόμη και στους  ριζοσπάστες νεοφασίστες που διάλεξαν αυτόν τον δρόμο, άλλωστε δίκαια αφού τα αιτήματα της εποχής ήταν τα ίδια σε όλους τους νέους. Σημαντική και έμεινε χαραγμένη η μέρα που το Κράτος διέταξε επίθεση για εκκένωση της κατάληψης και μάλιστα έσπευσαν σε βοήθεια, μαζί με την αστυνομία, μέλη του τότε εθνικιστικού κόμματος, MSI, ακόμη και ενάντια σε «συναγωνιστές» τους που είχαν διαλέξει τον πραγματικό αγώνα και όχι αυτόν των εκλογών και της συναίνεσης με το καθεστώς.

Ωστόσο το κίνημα ήταν βραχύβιο και το 1969 ένα μεγάλο μέρος του συγχωνεύτηκε στον εκκολαπτόμενο OLP, “Organizzazione Lotta di Popolo” (Οργάνωση του Λαϊκού Αγώνα), μια από τις πιο πρωτότυπες και αμφιλεγόμενες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής σκηνής εκείνων των χρόνων. Η “Lotta di Popolo” γεννήθηκε επίσημα την 1η Μαΐου 1969 στο “Casadello Studente”, (Σπίτι του Φοιτητή) της Ρώμης. Μεταξύ των ιδρυτών είναι πρώην ακτιβιστές της  PG όπως ο Ugo Gaudenzi και ο Enzo Maria Dantini, αλλά και διάφοροι άλλοι ακτιβιστές που προέρχονταν από διαφορετικές εμπειρίες και  σύντομα φτάνουν στη νέα πολιτική ευθυγράμμιση τόσο από την άκρα αριστερά όσο και από την ακροδεξιά. Το κίνημα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη διεθνή κατάσταση και στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σενάριο το σημείο αναφοράς αντιπροσωπεύεται από την Κίνα του Μao. Στο θέμα της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, οι στρατευμένοι αντιβιστές της OLP υποστηρίζουν τον Αραφάτ (εξ ου και η επιλογή του ακρωνύμιου που σκόπιμα θυμίζει Παλαιστίνη) και προφανώς παίρνουν το μέρος των Βιετκόνγκ στον πόλεμο κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Όπως και άλλες πολιτικές πραγματικότητες εκείνων των χρόνων, το κίνημα “Lotta di Popolo” τύπωσε επίσης μια ομώνυμη εφημερίδα βάζοντας τις ιδέες του στο χαρτί. Η εθνική κυριαρχία, η Ευρώπη των λαών, ο αντισοβιετισμός και ο αντιαμερικανισμός, ο αγώνας ενάντια στην αστική οικονομική δύναμη και η οικολογία είναι μερικά από τα θεμελιώδη θέματα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα κλασικά ακροδεξιά σχήματα και κόμματα, τα οποία περιστρεφόταν γύρω από τα ίδια και τα ίδια, αναμασημένες πολιτικές τροφές για ψήφους. Η Ρώμη και η Νάπολη αποδεικνύονται τα κύρια προπύργια του κινήματος, αλλά ένα εχθρικό κλίμα δυσπιστίας πλανάται σχεδόν παντού γύρω από το σχήμα «Ναζί-Μάο» που γίνεται μη βιώσιμο με την πάροδο του χρόνου. Στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σημειώθηκαν πολλές φορές βίαιες συμπλοκές μεταξύ ακτιβιστών της “Lotta di Popolo” και εκπροσώπων του Φοιτητικού Κινήματος ή άλλων φατριών της εξωκοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς. Οι διάφοροι κομμουνιστικοί σχηματισμοί κηρύσσουν ολοκληρωτικό πόλεμο στους φασίστες «χωρίς αν και χωρίς αλλά» και σε ορισμένους κύκλους η ψύχωση των «εισβολέων» και των «μασκοφόρων προβοκατόρων» πυροδοτεί ένα κλίμα έντασης που γίνεται όλο και πιο βαρύ για τα μέλη της “Lotta di Popolo”.

Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και πριν από τη γέννηση της OLP, επεισόδια που πολλοί είχαν ήδη ερμηνεύσει ως «ξεκάθαρα παραδείγματα διείσδυσης» ή «πρόκλησης» είχαν συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις, αρκεί να  σκεφτεί κάποιος για παράδειγμα, την παρουσία πρακτόρων με πολιτικά ρούχα και ακροδεξιών (αλλά του επίσημου κόμματος, που πάντα φλέρταρε με το Καθεστώς και με την αστυνομία) που βρέθηκαν σε αναρχικούς και κομμουνιστικούς κύκλους. Υπό το πρίσμα παρόμοιων γεγονότων, είναι εύκολο να κατανοηθεί μια ορισμένη δυσκολία από την πλευρά των αριστερών αγωνιστών στην αποδοχή τέτοιων «τολμηρών» και δυνητικά επικίνδυνων συμμαχιών. Από την άλλη όμως η καλή πίστη όσων πίστευαν πραγματικά στο «κοινό μέτωπο» δεν πρέπει να αγνοηθεί (κυρίως του εξωκοινοβουλευτικού νεοφασιστικού χώρου), έστω και με κάποια προνοητικότητα από την πλευρά εκείνων που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θεωρούσαν τη σύγκρουση των «κόκκινων» και μαύρων» ως μια παγίδα του καθεστώτος, που θα έπαιζε αποκλειστικά στα χέρια των κυρίαρχων πλουτοκρατιών, εδραιώνοντας αυτή την φιλοατλαντική κεντρική εξουσία (στηριζόμενη και από την επίσημη ακροδεξιά) που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τον αυθεντικό εχθρό και των δύο φατριών.

Το 1973 σηματοδοτεί το τέλος της εμπειρίας της “Οργάνωσης του Λαϊκού Αγώνα”. Εξουθενωμένοι από την έντονη και αιματηρή σύγκρουση, από την τεράστια δυσπιστία και την επακόλουθη απομόνωση που έχει επικρατήσει γύρω από το κίνημα, ορισμένοι αγωνιστές επιστρέφουν στους παλαιούς χώρους που ανήκουν ενώ άλλοι δημιούργησαν την “Επιτροπή Αλληλεγγύης για τον Franco Freda”, που εκείνη την περίοδο κατηγορήθηκε για τη σφαγή της Piazza Fontana (μια πολύνεκρη έκρηξη σε μια τράπεζα του Μιλάνο, που κατηγορήθηκαν στην αρχή οι αναρχικοί και μετά οι νεοφασίστες. Φυσικά το Κράτος ήταν από πίσω, ενορχηστρωτής όλων). Ο Franco «Giorgio» Freda ήταν σημείο αναφοράς για τους λεγόμενους «Ναζιμαοϊστές» αφού στην ιταλική ριζοσπαστική ακροδεξιά πρότεινε ρητά μια συμμαχία με τις επαναστατικές ομάδες της άκρας αριστεράς. Τον Αύγουστο του 1969, μιλώντας στο Regensburg, σε μια συνεδρίαση της επιτροπής διαχείρισης του “Ευρωπαϊκού Επαναστατικού Μετώπου”, ο Freda έδωσε μια ομιλία που αργότερα δημοσιεύτηκε σε ένα δοκίμιο από τον δικό του εκδοτικό οίκο (Edizioni Ar) με τίτλο “Η αποσύνθεση του συστήματος”. Πρόκειται για ένα επαναστατικό κείμενο στο νεοφασιστικό πλαίσιο αφού έρχεται σε ρήξη με τη νοσταλγία που συνδέεται με την εικοσαετία - κυβέρνηση Μουσολίνι -  και αμφισβητεί τον κύριο άξονα στον οποίο στηρίζονταν μέχρι τότε τα αιτήματα της ακροδεξιάς: την Ευρώπη. 

«Υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας ιστορικής κατάστασης κατά την οποία, ο λατινοαμερικανός αντάρτης εμμένει στο όραμά μας για τον κόσμο πολύ περισσότερο από ότι ο Ισπανός που υποτάχτηκε στους ιερείς και τις ΗΠΑ. Επομένως ο πολεμιστής λαός του Βόρειου Βιετνάμ, με τον νηφάλιο, σπαρτιατικό, και ηρωικό τρόπο ζωής του, μοιάζει πολύ περισσότερο με τη μορφή της ύπαρξής μας από το ιταλικό ή γαλλικό ή δυτικογερμανικό οργανισμό. Για το οποίο ο Παλαιστίνιος τρομοκράτης είναι πιο κοντά στην σκέψη εκδίκησης μας παρά ο Άγγλος (Ευρωπαίος; αλλά αμφιβάλλω!) Εβραίος ή Ιουδαίος. Υποστηρίξαμε την ευρωπαϊκή ηγεμονία, απευθυνόμενοι σε μια Ευρώπη που μέχρι τώρα είχε αμερικανοποιηθεί ή σοβιετικοποιηθεί, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι αυτή η Ευρώπη είχε γίνει υπηρέτρια των ΗΠΑ ή της ΕΣΣΔ, γιατί οι λαοί και τα έθνη της Ευρώπης είχαν απορροφήσει – μετέπειτα αλλά όχι ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας – τις ιδεολογικές εξαγωγές των Η.Π.Α. και ΕΣΣΔ».

Ο Freda ελπίζει στη δημιουργία ενός «Λαϊκού Κράτους» από ορισμένες απόψεις όχι σε αντίθεση με τον ασιατικό κομμουνισμό, αλλά σε ένα πλαίσιο παραδοσιακών αξιών τυπικών της «Εβολιανής δεξιάς» με σαφείς αναφορές στη Πολιτεία του Πλάτωνα. Υπό αυτή την προοπτική όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου θα πρέπει να διαλυθούν, για να δημιουργηθεί χώρος για τη σύσταση μιας «Λαϊκής Πολιτοφυλακής» που θα αποτελείται από εθελοντές. Την καταστροφή του αστικού συστήματος ελπίζει ο Freda μέσω της δημιουργίας ενός κοινού μετώπου: 

«Ωστόσο θέλουμε να απευθυνθούμε σε αυτούς που απορρίπτουν ριζικά το σύστημα, τοποθετώντας τους εαυτούς τους πέρα από την αριστερά του με πεποίθηση ότι ακόμη και με αυτούς μπορεί να επιτευχθεί μια πιστή ενότητα δράσης στον αγώνα ενάντια στην αστική κοινωνία»

Το έργο απέσπασε αμέσως μόνο εξειδικευμένα χειροκροτήματα, ωστόσο, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, έγινε ουσιαστικό σημείο αναφοράς για πολλούς αγωνιστές που ανήκουν στις νέες γενιές της ιταλικής ακροδεξιάς. Ήταν ο συνεχιστής των “ναζιμαοιστών” του 1968, αλλά τα πράγματα άλλαζαν πλέον στην Ιταλία, με τα χρόνια του μολυβιού και την στρατηγική της έντασης από το Καθεστώς, όπου έντεχνα, χρησιμοποίησε όλα τα «δημοκρατικά» όπλα του για να κυλήσει στο αίμα την Ιταλία με εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες, βόμβες, εκρήξεις και μίσος. Νεαροί εθνικιστές δολοφονήθηκαν από αριστερούς τρομοκράτες με την ανοχή και ατιμωρησία του Κράτους, εκατοντάδες συναγωνιστές συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολλά χρόνια φυλακή, ακόμη βρίσκονται στα κελιά κάποιοι, ενώ υπάρχουν δικαστικές εκκρεμότητες που ταλαιπωρούν πολλούς άλλους σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το καθεστώς τελικά νίκησε, απαγορεύοντας κινήματα, ανθρώπους και ζωές. Αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει την Πίστη!

Στις 22 Απριλίου του 1945 στο Μιλάνο, ο Mussolini θα διακήρυττε τα εξής

 

“Τα προγράμματα μας ξεκάθαρα ισοδυναμούν με τις επαναστατικές μας ιδέες και ανήκουν στο χώρο που στο δημοκρατικό καθεστώς ονομάζεται “αριστερά”. Οι θεσμοί μας είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα των προγραμμάτων μας, και το ιδανικό μας είναι το Εργατικό Κράτος. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού: είμαστε η εργατική τάξη σε μια μάχη ζωής και θανάτου εναντίον του καπιταλισμού. 

Είμαστε οι επαναστάτες που αναζητούν μια νέα τάξη. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, το να αναζητήσουμε βοήθεια από την μπουρζουαζία επικαλούμενοι δήθεν τον ερυθρό κίνδυνο θα είναι παράλογο. Το πραγματικό σκιάχτρο, ο πραγματικός κίνδυνος, η απειλή εναντίον της οποίας πολεμούμε αμείλικτα, προέρχεται από τη δεξιά. 

Δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον μας να έχουμε ως σύμμαχο την καπιταλιστική μπουρζουαζία έναντι της απειλής του ερυθρού κινδύνου, καθώς στην καλύτερη περίπτωση θα επρόκειτο για έναν άπιστο σύμμαχο, που θα προσπαθεί να μας κάνει να υπηρετήσουμε τους δικούς του σκοπούς, όπως έχει κάνει παραπάνω από μια φορές με κάποια επιτυχία. 

Δεν θα μακρηγορήσω γιατί είναι εντελώς περιττό. Είναι μάλιστα βλαβερό, καθώς μας κάνει να συγχέουμε τις μορφές των γνήσιων επαναστατών της οποιασδήποτε απόχρωσης με τον άνθρωπο της αντίδρασης που ενίοτε χρησιμοποιεί τη δική μας γλώσσα”.

Ο Franco Freda μπροστά στην δικαιοσύνη (προμηθευτείτε το αιρετικό βιβλίο του Πλατωνιστή και μαθητή του Evola, του Ιταλού διανοητή και εκδότη Franco Freda από τις εκδόσεις «Λόγχη»)

 

2103611590

info@logxi.com


Μετάφραση αποσπασμάτων
:
Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Στην Ιταλία, αυτό που αποκαλούμε Δημοκρατία και που γεννήθηκε από το θεσμικό δημοψήφισμα της 2ας Ιουνίου 1946 και από μια άτυπη αλλά πολύ σταθερή συμφωνία μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών, έφερε πολλές αλλαγές στην πολιτική ζωή των Ιταλών. Ένας από τους πυλώνες της συμφωνίας είναι ο πλήρης αποκλεισμός των νεοφασιστών. Πρώτα οι εκτελέσεις όποιων τόλμησαν να συνεχίσουν την ιδέα του Φασισμού. Ο τρόπος γνωστός με την γνωστή στρατηγική της έντασης και τι δολοφονίες εν ψυχρώ και βομβιστικές ενέργειες από αριστερές και παρακρατικές οργανώσεις με σκοπό να ρίξουν την ευθύνη στις διάφορες νεοφασιστικές οργανώσεις, πλην του MSI που είχε πλέον αστικοποιηθεί.

Έτσι εκατοντάδες συναγωνιστές κατέληξαν ισόβια στην φυλακή, άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό. Την δεκαετία του 1990, έπεσε και η αυλαία για τα τελευταία δυναμικά ριζοσπαστικά κινήματα  τα οποία αποκεφαλίστηκαν από τον τότε αντιρατσιστικό νόμο του υπουργού Μαντσίνο, που ισχύει και μέχρι σήμερα. Πρώτα τον Απρίλιο του 1993 οι skinheads του Movimento Politico, του Boccaci και πάρα πολλοί  ακόμη συναγωνιστές οδηγήθηκαν στην ασφάλεια και το κίνημα τέθηκε εκτός νόμου, με την γνωστή τότε επιχείρηση Ρούνα. Ήμουν στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια ως φοιτητής στην Βερόνα και τα γνωρίζω από πρώτο χέρι αφού και εγώ δέχτηκα την φιλική επίσκεψη των υπηρετών του Καθεστώτος που πάντα με ευγενικό τρόπο σου δείχνουν πόσο πολύ αγαπάνε τους ριζοσπάστες εθνικιστές. Ταλαιπωρία, υπερβολικός τσαμπουκάς και ειρωνεία, κατάσχεση υλικού από το σπίτι και άλλα. Η συναναστροφή με «επικίνδυνα άτομα», ήταν ο πρώτος λόγος της έρευνας.

Ακολούθησε η διάλυση του Fronte Nazionale του Franco Freda τον Ιούλιο του 1993 και την καταδίκη του ιδίου και κάποιων άλλων συναγωνιστών. Οι κατηγορίες πολλές και σοβαρές. Μάλιστα οι Δικαστές ανακίνησαν πάλι βομβιστικές υποθέσεις της δεκαετίας του ‘70 και κυρίως την μεγάλη βομβιστική επίθεση στον σταθμό της Bolοgna το 1982, όπου κατηγορήθηκαν εκατοντάδες συναγωνιστές.  Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από την εξέταση στο δικαστήριο του Freda και από το βιβλίο του “Το δένδρο και οι ρίζες”. Αυτό που θα παρατηρήσετε είναι το ύφος, η γλώσσα και η στάση που εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί του Franco Freda:

Freda: «...είναι απαραίτητο να ξεπεραστεί η διαλεκτική φασισμού/αντιφασισμού γιατί το πρόβλημα των επόμενων δεκαετιών, του 21ου αιώνα, είναι αυτό της εισβολής της εθνικής μας γης από τις μη ευρωπαϊκές μάζες. Δεν έχει γίνει επεξεργασία αυτού του θέματος -επαναλαμβάνω-, αλλά το Εθνικό Μέτωπο έχει συγκεντρώσει τις δυνάμεις του -όπως γνωρίζετε πολύ περιορισμένες- στην εξέταση, στη μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου: στην καθιέρωση ως σχολείο εθνικής εκπαίδευσης που είχε σκοπό να φωτίσουν τους συμπατριώτες τους για τις τρομερές πτυχές που θα έπαιρνε (και θα πάρει) η μεταναστευτική εισβολή τις επόμενες δεκαετίες. Περιορίστηκα να εξετάσω, να μελετήσω το μεταναστευτικό ζήτημα και το συνδεδεμένο δημογραφικό ζήτημα.

Επαναλαμβάνω: οι δογματικές μήτρες του Εθνικού Μετώπου δεν μπορούν να οριστούν ότι εμπίπτουν στην τυπολογία των δημοκρατικών πολιτικών μορφών, αλλά σε αυτήν των αριστοκρατικών πολιτικών μορφών. Κανένα πολιτικό-θεσμικό εγχείρημα, αλλά ένας κυρίαρχος σχεδιασμός -συνολικός, μάλιστα- πολιτικής παιδαγωγικής. Κανένα πολιτικό-θεσμικό εγχείρημα, αλλά ένας κυρίαρχος σχεδιασμός -συνολικός, μάλιστα- πολιτικής παιδαγωγικής. Μέσα από αφίσες, φυλλάδια, συναντήσεις και συνέδριά μου, σκοπεύαμε να διαφωτίσουμε τους συμπατριώτες μας για τον τεράστιο - πράγματι τραγικό - κίνδυνο της εισβολής από τις ξένες μάζες, των μη Ευρωπαίων. Αυτή ήταν η πρόθεση του Εθνικού Μετώπου, αυτό ήταν το σχέδιο που επεξεργασμένο από εμένα, προτάθηκε - και μερικές φορές μάλιστα επιβλήθηκε από την εξουσία που μπορεί να μου δώσουν τα «άσπρα μαλλιά» μου, καθώς και η εμπειρία μου - στα άλλα μέλη του Εθνικού Μετώπου».

«Αντίθετα, παρότρυνα συνεχώς τα μέλη του Εθνικού Μετώπου -το επαναλαμβάνω- να συγκεντρωθούν μέσα τους, να μελετήσουν και να διαφυλάξουν με τη δική τους συμπεριφορά αυτή την αλήθεια στην οποία αναγνώρισαν τον εαυτό τους σχετικά με το φυλετικό ζήτημα: να τη διδάσκουν στους άλλους μέσω της μελέτης  και αναγνώρισης - όχι απλώς «απασχολημένοι» για να μαζεύουν ψήφους

Freda: «... Η πολυπλοκότητα του εβραϊκού ζητήματος, που διαρκεί για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, είναι τέτοια που σίγουρα δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο, σε ένα πεδίο και σε ένα τομέα δραστηριότητας συνεδρίων αλλά και μελέτης για τα προβλήματα της μετανάστευσης. Ως αναγνώστης βιβλίων και ως εκδότης, επιβεβαιώνω όσα είχα ήδη πει στον δημοσιογράφο που μου πήρε τότε συνέντευξη. Δηλαδή θεωρώ συκοφαντία να αποδώσω στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία το σχέδιο εξόντωσης της εβραϊκής εθνικής κοινότητας στην Ευρώπη.

Εισαγγελέας: «Αλλά εφαρμόστηκε εν μέρει: πέρα από την ύπαρξη, υπήρχαν…»

Freda: «Υπήρχαν φρικτά επεισόδια βίας, όπως συμβαίνει σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε όλα τα «στρατόπεδα εργασίας» του κόσμου όταν διεξάγονται πόλεμοι: αλλά δεν υπήρχε πολιτικό σχέδιο που να τείνει προς τη φυσική εξόντωση».

Εισαγγελέας: «Η άμεση απέλαση αλλοδαπών μη Ευρωπαίων που μετανάστευσαν παράνομα».

Freda: «Με συγχωρείτε κύριε εισαγγελέα, αλλά ξέρετε ότι το θέμα είναι επίκαιρο;»

Εισαγγελέας: «Φυσικά και γνωρίζω!»

Freda: «Δηλαδή δεν έχουμε δείξει προνοητικότητα;»

Εισαγγελέας: «Η επικαιρότητα του θέματος είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κατηγορίας και καταδεικνύει την επικινδυνότητα του κινήματος σας»

Freda: «Επιδεικνύει διορατικότητα, ικανότητα διαύγειας και πολιτική προνοητικότητα.»

Εισαγγελέας: «Και  πολιτικό κίνδυνο!»

Freda: «Προβλέποντας την κατάσταση των επόμενων δεκαετιών, του 21ου αιώνα, είμαι ριζικά πεπεισμένος ότι η ανάγκη υπεράσπισης ενός δισεκατομμυρίου λευκών ανδρών επιβάλλει την ανάγκη για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού χώρου: ευθύς, κινούμενος, δομημένος σύμφωνα – ας το πούμε συμβατικά – με τους πολιτικούς κανόνες ενός αριστοκρατικού ποντικιού! Γι' αυτό μιλάω για αυτοκρατορικό χώρο. Η διατριβή του ευρωπαϊκού αυτοκρατορικού χώρου εκπονήθηκε κατά τη δεκαετία του 1940 από τον Carl Schmitt, έναν Γερμανό νομικό που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στην Ιταλία. Ναι, θα αναγκαστούμε να αμυνθούμε. Η Ευρώπη θα ξαναγίνει το «φρούριο Ευρώπη» που υπήρχε το 1500 με τους Τούρκους.»

Μία από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Εθνικού Μετώπου είναι ότι κάθε φυλετική μορφή - που η έκφραση «φυλετική μορφή» σημαίνει όλα τα στοιχεία που σχηματίζουν την εικόνα αυτής της μορφής, θρησκεία, νομικοί θεσμοί, συνήθειες κ.λπ. - κάθε φυλή (με την κατεξοχήν εσωτερική έννοια του όρου) πρέπει να σέβεται τον εαυτό της. Στο απόσπασμα της ομιλίας μου στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο του '91, ήθελα να πω ότι ο ισλαμιστής φονταμενταλιστής θεματοφύλακας της δικής του φυλετικής μορφής είναι συνεκτικός, είναι άξιος σεβασμού ακριβώς επειδή θέλει να αποφύγει τη "μόλυνση" - με λεπτούς, εσωτερικούς όρους - της ψυχής της φυλής του από μέρος του δυτικού μοντερνισμού. Και του οφείλουμε (υποχρεωτικά) σεβασμό, όπως οφείλουμε (υποχρεωτικά) σεβασμό σε εκείνους τους εκφραστές της λευκής, «δυτικής» αμερικανικής κουλτούρας».

Εισαγγελέας: «Η επικινδυνότητα σας βρίσκεται επίσης στον τρόπο που θέλετε να σταματήσετε και να καταπολεμήσετε τη μετανάστευση.»

Freda: «κ. εισαγγελέα, σκέφτομαι μόνο ότι η παγκοσμιοποιημένη και πολυεθνική κοινωνία θα περάσει από τεράστιες φυλετικές συγκρούσεις. Θέλουμε να αποτρέψουμε τους λαούς μας από ένα μέλλον φυλετικών αναταραχών. Τις επόμενες δεκαετίες, συνεχίζοντας με αυτές τις πολιτικές αδιάκριτης υποδοχής, εκατομμύρια αλλόφυλοι θα χτυπήσουν τις πόρτες της Ευρώπης που θα δεχτεί εισβολή και οι τρομερές συνέπειες των εμφυλίων πολέμων στις χώρες τους, που ήταν γνωστοί πριν από δεκαετίες, θα είναι πολύ λίγες μπροστά σε αυτά που θα μας συμβούν. Εδώ είναι θέμα εισαγωγής, με τη μετανάστευση, στο σώμα ενός έθνους, φυλετικών κύστεων, ξένων σωμάτων, που θα καταλήξουν να εκραγούν μέσα του. Γιατί η δική τους είναι μια μετανάστευση πληθυσμού παγκοσμιοποιητικού τύπου, που δεν λαμβάνει πια υπόψη τον εθνικό χώρο και δεν τον σέβεται. Θα ήταν σαν να μην είχαν όλοι πλέον σπίτι ή γραφείο και η σύγχυση να εξαπλώνονταν και τα αποτελέσματα αυτής της σύγχυσης θα τα δούμε εκεί στα προάστια της Μασσαλίας, της Λυών, του Παρισιού πρώτα και μετά σε όλη την Ευρώπη».

Εισαγγελέας: «Η επαφή είναι θανατηφόρα, λοιπόν;»

Freda«Ναι η επαφή είναι θανατηφόρα»

Εισαγγελέας: «Και πρέπει να αποφευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο;»

Freda«Ναι, γι' αυτό -πάντα επιμέναμε- είναι απαραίτητο να προκαλέσουμε, από την πλευρά του λαού μας, μια αυθεντική πολιτιστική επανάσταση που τροποποιεί τη μορφή του. Τα μέσα που διαθέτει το Εθνικό Μέτωπο είναι μέσα μιας πνευματικής τάξης: αφίσες, φυλλάδια, συνέδρια. Οι αποδέκτες αυτού του μηνύματος, αυτών των προτάσεων πρέπει να αποφεύγουν, για παράδειγμα, την πρόσληψη μη ευρωπαϊκού προσωπικού, να αποφεύγουν να παρέχουν τα μέσα στον κινεζικό και κορεατικό υπόκοσμο πηγαίνοντας στα εστιατόριά τους κ.λπ. Ναι, δεν είμαι υπέρ της «κοινωνίας της φιλοξενίας». Νομίζω ότι είμαι από τους αληθινούς υποστηρικτές της πολυφυλετικής κοινωνίας. Η πολυφυλετικότητα γίνεται σεβαστή μόνο με το σεβασμό της δικής σου φυλετικής μορφής, με το σεβασμό της φυλετικής «ομοιογένειας», με το σεβασμό της φυλετικής εξατομίκευσης, η οποία συνδέεται απαραίτητα με τη δική σου επικράτεια, με τη δική σου Γη, με τις δικές σου μορφές ζωής. Πώς μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τον τρόμο αυτής της μεταναστευτικής πλημμύρας, τις τρομερές συνέπειες μιας τεράστιας εθνικής συνοικίας εννέα δισεκατομμυρίων μαύρων σε σύγκριση με ένα δισεκατομμύριο λευκών ανδρών;».

Τελική δήλωση του Franco Freda:

«Κάθε δέντρο πρέπει να ριζώσει και να αναπτυχθεί –άρα να ζει– στην επικράτειά του. Κάθε άνθρωπος πρέπει να ριζώσει και να αναπτυχθεί –άρα να ζήσει– στη δική του γη. Υπάρχει μια κοινότητα, του πεπρωμένου και του προορισμού, ανάμεσα στο δέντρο και την επικράτειά του, όπως μεταξύ του ανθρώπου και της Γης του. Είναι απαραίτητο αυτή η κοινότητα του πεπρωμένου και του προορισμού να φυλάσσεται και να διατηρηθεί έτσι ώστε η τάξη και η αρμονία που σχεδιάστηκε από την καθολική Πρόνοια να είναι εγγυημένη και σεβαστή... που είναι, ας μην ξεχνάμε, όχι μια άγρια ομοφωνία, αλλά συναυλία και συνεννόηση διαφορετικών ήχων».

Niccolo Giani: Mistica Fascista

 

του Nakos Blacksun

Ο Niccolò Giani (20 Ιουνίου 1909 - 14 Μαρτίου 1941) ήταν Ιταλός Φασίστας φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Ιδρυτής της σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού. Αφού φοίτησε στο Λύκειο "Dante Alighieri" στην Τεργέστη μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου το 1928 γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αποφοιτώντας το 1931. Ενώ στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου εντάχθηκε επίσης στις Φασιστικές Πανεπιστημιακές Ομάδες (GUF). Στις 4 Απριλίου 1930 ο Τζιάνι ανακοίνωσε την επικείμενη ίδρυση της Σχολής του «Φασιστικού Μυστικισμού», την οποία άνοιξε στο Μιλάνο λίγες εβδομάδες αργότερα μαζί με τον Αρνάλντο Μουσολίνι. Το 1931 ο Giani έγινε διευθυντής του σχολείου, μια θέση που άφησε στα τέλη του επόμενου έτους λόγω εσωτερικών συγκρούσεων με τον πολιτικό γραμματέα του GUF καθώς και την αποτυχία να μεταφέρει το σχολείο στην παλιά έδρα του Il Popolo d'Italia, γνωστό ως «Il covo» («Η Φωλιά»), ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της εθνικιστικής διανόησης, όπως πίστευε ο ίδιος και κατήγγειλε σε επιστολή του στον Μουσολίνι.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νίκολο Τζιάνι αναδείχθηκε σ’ ένα από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του Φασισμού. Έγραψε βιβλία και άρθρα για τα θέματα που επηρέασαν ακόμη και τον Μουσολίνι. Ως φοιτητής ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για την οργάνωση της Φασιστικής φοιτητικής νεολαίας στα ιταλικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τη σκέψη του, ο Φασισμός έπρεπε να επιστρέψει στις απαρχές του, δηλαδή στο επαναστατικό κίνημα του 1919, «μια πιο ριζοσπαστική επανάσταση σε συνδυασμό με την ανάκτηση μιας πιο φονταμενταλιστικής παράδοσης». 

Αφοσιώθηκε επίσης στη δημοσιογραφία, έγινε διευθυντής της εφημερίδας Cronaca Prealpina στο Βαρέζε και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένου της Tempo di Mussolini . Το 1938 ήταν μεταξύ των υπογραφόντων του Μανιφέστο της Φυλής, που υποστήριξε την διακήρυξη των Ιταλικών Φυλετικών Νόμων και το 1939 πήρε μέρος στην αντιεβραϊκή εκστρατεία από τις σελίδες του Cronaca Prealpina, βασισμένος στις δικές του πεποιθήσεις για τον «πνευματικό φυλετισμό», ως συμπλήρωμα του εθνικοσοσιαλιστικού «βιολογικού ρατσισμού»· το 1939 δημοσίευσε το άρθρο «Γιατί είμαστε αντισημίτες».

Το 1939, μετά από μακροχρόνιες πιέσεις από τον Giani, η επίσημη έδρα της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού μεταφέρθηκε στο "Il Covo", με μια τελετή υπό την προεδρία του γραμματέα του PNF Achille Starace. Με τα χρόνια το «Covo» είχε μετατραπεί σε μόνιμο μουσείο της Φασιστικής Επανάστασης και από τις 15 Νοεμβρίου 1939 ολόκληρο το κτίριο είχε ανακηρυχθεί «εθνικό μνημείο» με μια «τιμητική φρουρά» από σμηναγούς και βετεράνους πολέμου. Μεταξύ 19 και 20 Φεβρουαρίου 1940, με αφορμή τη δέκατη επέτειο από την ίδρυση του σχολείου, ο Τζιάνι οργάνωσε στο Μιλάνο το «Εθνικό Συνέδριο Φασιστών Μυστικιστών», το οποίο στις προθέσεις του θα έπρεπε να ήταν το πρώτο από τη σειρά των υπολοίπων σχολών.

Όπως οι περισσότεροι από τους «μύστες», ο Giani κατατάχθηκε ξανά ως εθελοντής, αυτή την φορά στο 11ο Σύνταγμα των Αλπινιστών. Είδε τον πόλεμο ως τον προάγγελο μιας επανάστασης που θα οδηγούσε σε μια νέα εποχή. Τον Ιούνιο του 1940 έλαβε μέρος στη μάχη των Δυτικών Άλπεων κατά της Γαλλίας, του απονεμήθηκε το Αργυρό Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας για μια δράση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουνίου 1940. Μετά την ανακωχή της Villa Incisa ο Giani επέστρεψε στην πολιτική ζωή, αλλά στο μεταξύ ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική είχε αρχίσει. Ζήτησε επανειλημμένα να σταλεί εθελοντής στο νέο μέτωπο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, στις 9 Νοεμβρίου 1940 μπόρεσε να φύγει για τη Βόρεια Αφρική ως πολεμικός ανταποκριτής των Il Popolo d'Italia, Cronaca Prealpina και L'Illustrazione Italiana, που συνδέονται με τις μονάδες της Regia Aeronautica. Εκτός από την δραστηριότητά του ως δημοσιογράφος, συμμετείχε και σε πτητικές αποστολές, αποσπώντας το Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας. Στις 28 Δεκεμβρίου 1940 ανακλήθηκε στην Ιταλία όπου ανέλαβε εκ νέου την ηγεσία της Cronaca Prealpina στο Βαρέζε.

Τον Φεβρουάριο του 1941 προσφέρθηκε και πάλι εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, για άλλη μια φορά τοποθετημένος στο 11o Σύνταγμα των Αλπινιστών. Στις 14 Μαρτίου 1941 προσφέρθηκε εθελοντικά να ηγηθεί μιας επίθεσης με στόχο την κατάληψη του βόρειου άκρου του Mali i Shëndëllisë, ενός βουνού στην Αλβανία που κατείχαν οι Έλληνες. Η ομάδα του πέτυχε να καταλάβει το ελληνικό φυλάκιο, αλλά στη συνέχεια ανατράπηκε από μια ελληνική αντεπίθεση, στην οποία ο Giani σκοτώθηκε σε μάχη σώμα με σώμα από μια ξιφολόγχη, στη συνέχεια το πτώμα του θάφτηκε κάτω από το χιόνι από τους άνδρες του 44ου Συντάγματος Κρητών. Επί μία εβδομάδα οι Ιταλοί στρατιώτες ψάχνουν το πτώμα του απεγνωσμένα μέχρι που κάποιοι Έλληνες αιχμάλωτοι από το 44ο Σύνταγμα που ήταν μπροστά στο συμβάν μαρτύρησαν την περιοχή του θανάτου του χωρίς όμως να ξέρουν το σημείο ταφής. 

Ο υπολοχαγός Ιωάννης Φουσκάκης διοικητής του 2ου Λόχου, του 1ου Τάγματος του 44ου Συντάγματος που ηγήθηκε της επίθεσης κατά τη διάρκεια της μάχης που σκοτώθηκε ο Τζιάνι μετά από μερικούς μήνες στις 10 Ιουνίου 1942 σε μία περίοδο ανακωχής οδήγησε τους Ιταλούς στο σημείο ταφής και το πτώμα του Τζιάνι βρέθηκε όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε και θάφτηκε σε στρατιωτικό νεκροταφείο των Ιταλών στην Κλεισούρα. Όταν διέρρευσαν τα νέα στην Ελληνική πλευρά  και κατάλαβαν τη σημασία του συγκεκριμένου ανθρώπου ο υπολοχαγός Ιωαννης Φουσκάκης είπε: «πραγματικά λυπούμαι που ένας τέτοιος σπουδαίος άντρας έφυγε από την ζωή, μακάρι να ήταν διαφορετικές οι συνθήκες για αυτόν, δυστυχώς έτσι είναι ο πόλεμος». 

Στη συνέχεια το 44ο Σύνταγμα Κρητών της γραμμής Μεταξά κράτησε ενός λεπτού σιγή με υψωμένη την δεξιά χείρα ως ένδειξη τιμής αλλά και συγγενικών ιδεών στο πρόσωπο του Νικολό Τζιάνι. Μετά τον θάνατο του, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Στρατιωτικής Ανδρείας για τη συνεισφορά του στην ιδέα αλλά και στον πόλεμο. Ακόμη και σήμερα ο Νίκολο Τζιάνι είναι γνωστός στους Ιταλούς Φασίστες. Το 2021, στην επέτειο των 80 χρόνων από το θάνατό του, οι Φασίστες του έκαναν αφιερώματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο τους.

Τι λένε οι Έλληνες για τον Τζιάνι.

Οι ελληνικές πηγές καταγράφουν λανθασμένα ότι η αντεπίθεση στην οποία σκοτώθηκε ο Τζιάνι έγινε την πρώτη μέρα της Εαρινής Επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941. Αξίζει να επισημανθεί ότι παρ’ όλο που οι Έλληνες κατάλαβαν από τα χαρτιά που βρήκαν πάνω στο πτώμα του Τζιάνι ότι ήταν κάποιος σημαντικός Φασιστής, δεν γνώριζαν την ταυτότητα του μιας και όπως τελικά απεδείχθη πολέμησε στην Αλβανία με ψευδώνυμο (προκειμένου να καταταχθεί εύκολα) και όχι με το πραγματικό του όνομα.

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: αυτά έλεγε ο Αναρχικός ηγέτης Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, γραμματέας της FAI, ένα χρόνο μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, για τον Φασίστα αρχηγό της Φάλαγγας Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα

 

«Παρά τις διαφορές που μας χωρίζουν, βλέπουμε κάτι από αυτή την πνευματική συγγένεια στον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, έναν μαχητή, έναν πατριώτη, σε αναζήτηση λύσεων για τη χώρα του. Πριν τον Ιούλη του 1936 έκανε διάφορες προσπάθειες για να συναντηθεί μαζί μας. Ενώ όλη η αστυνομία της Δημοκρατίας ήταν ανίκανη να ανακαλύψει το ρόλο που παίζαμε στη FAI, ο Πρίμο ντε Ριβέρα γνώριζε τα πάντα για μας, στο ρόλο του ως ηγέτης μια άλλης παράνομης οργάνωσης, της Ισπανικής Φάλαγγας.

Eκείνη την εποχή για λόγους τακτικής σκοπιμότητας χρόνου δεν θέλαμε να εισέλθουμε σε κανένα είδος σχέσεων μαζί του. Δεν είχαμε καν την ευγένεια να επιβεβαιώσουμε την παραλαβή των εγγράφων που μας είχε στείλει, προκειμένου να μας γνωστοποιήσει μερικές από τις σκέψεις του, διαβεβαιώνοντάς μας ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για κοινή δράση προς όφελος της Ισπανίας.

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Αργεντινοί αναρχικοί ζήτησαν να μεσολαβήσουμε για να αποτρέψουμε την εκτέλεση. Ήταν αδύνατο να αποτρέψουμε την εκτέλεσή του, λόγω των εχθρικών μας σχέσεων με την κεντρική κυβέρνηση, αλλά πιστεύαμε τότε, και εξακολουθούμε να πιστεύουμε, ότι η εκτέλεση του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα ήταν ένα λάθος.

Ισπανοί αυτού του είδους, πατριώτες σαν αυτόν, δεν είναι επικίνδυνοι, ούτε καν στις τάξεις του εχθρού. Είναι μεταξύ εκείνων που είναι πιστοί στην Ισπανία και υποστηρίζουν τον σκοπό της Ισπανίας. Ακόμη και από αντίθετα στρατόπεδα, που επέλεξαν εσφαλμένα ως τα πιο κατάλληλα για τις γενναιόδωρες φιλοδοξίες τους. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το πεπρωμένο της Ισπανίας αν μια συμφωνία μεταξύ μας ήταν τακτικά πραγματοποιήσιμη, όπως φρόνιμα πίστευε ο Πρίμο ντε Ριβέρα»

Berto Ricci, ο αναρχοφασιστής που κατάφερε να ξεπεράσει την αριστερά και την δεξιά

 

Του Antonio Pannullo το οποίο δημοσιεύτηκε στο Secolo dItalia στις 2 Φεβρουαρίου 2017 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα.

«Ο φασισμός είναι η εθνική αίρεση του σοσιαλισμού και η κοινωνική αίρεση του εθνικισμού. Από αυτές τις δύο αιρέσεις γεννιέται μια πίστη. Μοναδική. Από τις αιρέσεις, από θέσεις που αμφισβητούν η μία την άλλη, από τις αντιθέσεις που αντιπαρατίθενται, γεννιέται η πρόκληση της σύνθεσης. Μια νέα ορθοδοξία: η σωστή πίστη, ο σωστός δρόμος, ο σωστός τρόπος, η σωστή ζωή. Ο Berto Ricci μας το έδωσε αυτό. Η ζωή ως πολιτοφυλακή».

Ο Berto Ricci (1905-1941) από την Φλωρεντία, όπως και ο Alessandro Pavolini, ο τελευταίος του είχε αρνηθεί την κάρτα του Φασιστικού Κόμματος το 1932, όταν έμαθε για τις προηγούμενες αναρχικές του συμπάθειες. Αλλά στη Ρώμη, όπου έφτασε η αίτηση του Ricci, κάποιος που γνώριζε ολόκληρη την ιστορία και είχε τη δύναμη να αποφασίσει, του την έδωσε, την κάρτα γράφοντας: «Μήπως δεν ήμασταν κι όλοι εμείς αναρχικοί;».

Ο Ricci είχε συμπάθειες με τον Φασισμό από το 1927, αλλά του χρειάστηκαν πέντε χρόνια προβληματισμού προτού κάνει ένα βήμα που το θεωρούσε οριστικό. Και ήταν, δεν άλλαξε ποτέ ξανά πλευρά. Αποφοίτησε από σπουδές Μαθηματικών στην Πίζα και σε όλη του τη ζωή ήταν καθηγητής στα σχολεία, ακόμα και όταν συνεργάστηκε με διάφορα πολιτιστικά και πολιτικά περιοδικά και ίδρυσε εφημερίδες. 

Του άρεσε η επανάσταση του Mussolini, αλλά είναι λάθος να τον αποκαλέσουμε ως «αριστερό φασίστα», επειδή ο Ricci δεν συνέθεσε τον φασισμό με την δεξιά και την αριστερά: μοιραζόταν τον φασισμό - καθεστώς σε αυτό της αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας ότι όταν θα ρίζωνε θα έπρεπε να αναδείξει την κοινωνική ψυχή του, όπως συνέβη αργότερα. 

Μετά την αποφοίτησή του, ο Ricci συνεργάστηκε με το Il Selvaggio του Maccari και άλλα περιοδικά της Φλωρεντίας όπως το Bargello, το φύλλο εντολών μάχης της Φασιστικής ομοσπονδίας και με την Revolution, το όργανο των μαθητών του Guf, των Φασιστικών πανεπιστημιακών ομάδων. Αντι-ακαδημαϊκός, ποιητής, λαϊκιστής, ο Ricci δεν άρεσε στον Giovanni Gentile, βρήκε υποστήριξη από τον Julius Evola, τον οποίο συνάντησε, κι αυτός επίσης συμμετείχε στην αντι-ιδεαλιστική φιλοσοφική μάχη. 

Το 1931 ίδρυσε την L' Universale μαζί με μια δεκαπενταμελή ομάδα διανοουμένων, στην οποία συνεργάζονται δημοσιογράφοι του διαμετρήματος των Indro Montanelli και Romano Bilenchi. Άρεσε στον Mussolini, ο οποίος του ζήτησε να συνεργαστεί με την Il Popolo d'Italia. Το 1936 έκλεισε την L' Universale και έφυγε εθελοντικά για τον πόλεμο στην Αιθιοπία γράφοντας: «δεν υπάρχει πλέον ώρα για το τυπογραφείο».

Το 1940 συμμετείχε στο συνέδριο για την Φασιστική Μυστική Σχολή των Nicolò Giani και Guido Pallotta , επιμένοντας στο θέμα της κοινωνικής ενότητας και της κοινωνικοποίησης στις επιχειρήσεις. Ο Ricci δεν ήταν μόνο ένας από τους πιο πρωτότυπους Φασιστές στοχαστές, αλλά πιθανότατα ήταν όλου του εικοστού αιώνα: θεωρούσε την εκκλησία, τον καπιταλισμό, τον εθνικισμό παρακμή, έννοιες που εκφράστηκαν επίσης στο μοναδικό δοκίμιο που μας άφησε, ο Ιταλός συγγραφέας και αναδημοσίευσε ο εκδότης Ciarrapico το 1984 και προλόγιζε ο ίδιος ο Montanelli. 

Κρίνει θετικά την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, αλλά ήταν απολύτως αρνητικός στον βιολογικό ντετερμινισμό. Αδιάφθορος, και φτωχός: το δείπνο του γάμου του ήταν διάσημο, όταν πρόσφερε επτά καπουτσίνο στον ίδιο αριθμό επισκεπτών, έζησε σαν Σπαρτιάτης, σε ένα δωμάτιο με σιδερένιο κρεβάτι και ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία. 

Κατά το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε εθελοντικά και στάλθηκε στη Λιβύη ως υπολοχαγός των Μελανοχιτώνων, στην Κυρηναϊκή, όπου στις 2 Φεβρουαρίου 1941 ένα αγγλικό Spitfire τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Είναι θαμμένος στο Ιερό των Υπερπόντιων Πεσόντων στο Μπάρι. 

Μετά τον πόλεμο, με μια ντροπιαστική αλλά όχι ασυνήθιστη απόφαση στην damnatio memoriae  που ο αντιφασισμός κήρυξε χωρίς επιτυχία, ο δήμος της Φλωρεντίας ακύρωσε τον δρόμο που του ήταν αφιερωμένος για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα. Όπως είπε κάποτε στον Montanelli: «Σκεφτείτε ότι αν ακολουθήσετε έναν δρόμο θα πρέπει να τον πάτε μέχρι το τέλος». 

Όπως έκανε ο και ίδιος, ο οποίος - ο Mussolini ήταν ακόμη ζωντανός - δεν χαρίστηκε σε καμία κριτική για τις πιο τραγικές πτυχές του Φασισμού ή εκείνων που τον στήριζαν από συμφέρον. Ο Berto Ricci δεν περίμενε τον Mussolini να κρεμαστεί στην πλατεία Loreto για να τον επικρίνει, όπως έκαναν πολλοί Φασίστες διανοούμενοι.

Ο «αναρχοφασισμός»: από τον Berto Ricci στους NAR, η μεγάλη ιστορία ενός αιρετικού φλερτ.

Δημοσιεύτηκε από τον Μiro Renzaglia την 29η Ιουλίου 2011 στο εβδομαδιαίο Gli Altri και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα

link: «Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης

Το 1932, έτος Χ της φασιστικής εποχής, ένας γνωστός και περήφανος Φλωρεντίνος αναρχικός, ο Ρίτσι Αλμπέρτο γνωστός ως ‘’Μπέρτο’’, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος διαφόρων λογοτεχνικών εντύπων, υπέβαλε αίτηση στην τοπική ομοσπονδία για ένταξη στο PNF (σ.μ. το εθνικό φασιστικό κόμμα). Σύμφωνα με την πρακτική, του αναρωτήθηκε: "Γιατί δεν γράφτηκα νωρίτερα;". Σε αυτό, στη στιγμή απάντησε με ειλικρίνεια: "Επειδή ήμουν αντίθετων ιδεών". Όπως το θέλει η γραφειοκρατία, το αίτημα έφτασε στο γραφείο του τοπικού ομοσπονδιακού, γραμματέα του Alessandro Pavolini, ο οποίος αντιτάχθηκε με ένα αποφασιστικό «Όχι» στο αίτημα. Λόγος άρνησης το κείμενο: «Έχει επιδείξει αναρχικές ιδέες στο παρελθόν». Για την τελική απάντηση, ωστόσο, ο φάκελος πέρασε στα Ρωμαϊκά γραφεία του εθνικού γραμματέα του κόμματος εκείνη τη στιγμή: ο Arturo Marpicati ο οποίος, έχοντας διαβάσει τα έγγραφα, ενέκρινε την εγγραφή προσθέτοντας τον λόγο στην εμπιστευτική απόρριψη στο κάτω μέρος: «Μήπως και εμείς οι φασίστες δεν ήμασταν αναρχικοί;»

Θεωρώντας ότι είναι χρήσιμο στην ανίχνευση του προφίλ, όσο και αν είναι επιλεκτικό, ενός αναρχοφασιστικού πρωτοτύπου, θα ήταν βολικό να ακολουθήσουμε, για μια στιγμή, την βιοδιανοητική πορεία του Berto Ricci. Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. Ο Ρίτσι πέθανε, πυροβολημένος από ένα Spitfire, στις 2 Φεβρουαρίου 1941 στον αφρικανικό πόλεμο, όπου θέλησε να πάει ως εθελοντής, ξεπερνώντας τις συνήθεις γραφειοκρατικές αντιρρήσεις. "Αντίθετων ιδεών," ήταν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ένταξη του στο Φασιστικό κόμμα. Αντίθετος με τα πάντα από μια αιρετική, ετερόδοξη κλίση και από πνεύμα αντιλογίας, ήταν πιστός μόνο στην πολύ αποκλειστικά δική του ιδέα του Φασισμού που βλάστησε σε αυτόν, γύρω στο 1927, από Στιρνερική, Σορελιανή και Νιτσεϊκή σπορά. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να πείσει τον εαυτό του για τη μοίρα του και άλλα δύο για να πάρει την κομματική κάρτα. Αλλά αυτό που ήταν στο DNA του τελικά αναδύθηκε.

Το παιχνίδι με το οποίο παθιάζονταν ήταν να αφήνει σπινθήρες να ξεφεύγουν από τη βίαιη αντιπαραβολή ιδεών σε μια ελεύθερη αντίφαση. Αναρχικός και αντιεθνικιστής, αλλά υπέρ της αυτοκρατορίας: "που θα επιτύχει την Μοναρχία του Δάντη και το Συμβούλιο του Μαντσίνι". Αντικαπιταλιστής αλλά για την εξέλιξη του προλεταριάτου σε ιδιοκτήτες, για μια πολιτική παράδοση αλλά «εμπλουτισμένη με λαϊκό Χριστιανισμό, ουσιαστικά και ισχυρά ειδωλολατρική». Ρεαλιστής, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό του Gentile, μα και ουτοπιστής. Αντικομμουνιστής, αλλά "η Αντί-Ρώμη δεν είναι στη Μόσχα, είναι στο Σικάγο: την πρωτεύουσα του χοίρου" γιατί "η κομμουνιστική επανάσταση έκανε καλό στον εαυτό της". Φασιστής της αριστεράς αλλά όχι εχθρικός προς τα δεξιά, γιατί "ο εχθρός νούμερο ένα ήταν και παραμένει το κέντρο, δηλαδή η βολεμένη μετριότητα. Το κέντρο είναι συμβιβασμός, εμείς είμαστε η ταυτόχρονη επιβεβαίωση των άκρων, στο σύνολο τους ".

Σιγά το πράγμα, ίσως ειπωθεί: η ιστορία ενός κάπως υπερβολικού συγγραφέα δεν μπορεί να ακυρώσει μια ενοποιημένη αντιθετική προκατάληψη αυτών των δύο πόλων. Ακόμα περισσότερο αν σκεφτούμε πού καταλήγουν τελικά οι δύο δρόμοι: στο «κανένα κράτος», στην αναρχία και στο «ηθικό κράτος», τον φασισμό. Ωστόσο, αυτό συντομεύεται αν εξετάσουμε τα πράγματα από μια οντολογική άποψη: και τα δύο «σχολεία» κηρύττουν την άμεση ανάληψη ευθύνης για την ατομική δράση και την υπεροχή της δράσης έναντι της θεωρίας. Και ακριβώς εδώ είναι το βραχυκύκλωμα που καίει τις αποστάσεις και παράγει αυτό το φλερτ που θα επιτρέψει στον Ricci και σε άλλους αναρχικούς να φορούν το Μαύρο Πουκάμισο και να γίνουν δράστες της Φασιστικής επανάστασης.

Θα αναφέρω μόνο μερικές από τις πιο περίφημες περιπτώσεις. Συνέβη στον καλλιτέχνη και ποιητή Lorenzo Viani, έναν αναρχικό στην συντροφιά του Errico Malatesta, ο οποίος άρχισε να σχεδιάζει μια κοινωνική δημοκρατία της Apuania και συνέχισε την πολιτική του πορεία ως "Squadrista". Συνέβη στον Leandro Arpinati, ο οποίος, προτού πέσει στην δυσμένεια του Μουσολίνι, ήταν σημαντικό στέλεχος του καθεστώτος. Ο Giovanni Papini αποκαλούσε τον εαυτό του αναρχικό, και γνωρίζουμε την περαιτέρω πορεία του. Ο Marcello Gallian ήταν επίσης αυτός που, ακόμα με το μαύρο μαντήλι της αναρχίας στο λαιμό του, ήταν μεταξύ των Φασιστών της πρώτης ώρας στην Piazza San Sepolcro στο Μιλάνο, λεγεωνάριος της επιχείρησης Rijeka και, τρία χρόνια αργότερα, ένας από εκείνους που βάδισαν προς την Ρώμη,  παραμένοντας πάντα, ωστόσο, ένας «καταραμένος» ανατρεπτικός. Ήταν όλοι τόσο τυφλοί που δεν είδαν τις διαφορές και τόσο ηλίθιοι που δεν πρόσεξαν την αντίφαση;

Ο ίδιος ο Marcello Gallian, ο οποίος όταν τον ρώτησαν τους λόγους της «μεταστροφής» του απάντησε: «Δεν είμαι κατάλληλος για μεταστροφές. Δημιούργησα έναν Χριστό για τον εαυτό μου, δημιούργησα έναν Μουσολίνι για μένα, δημιούργησα έναν επαναστατικό κόσμο για τον εαυτό μου, σύμφωνα με τις απαραίτητες και αιρετικές μου θέσεις». Δεν σας φαίνεται ότι αντηχεί τα λόγια εκείνου του άλλου σφαιρικού αναρχοφασίστα του αναγνωρισμένου πατέρα του αναρχικού tout court; Ο Max Stirner ο οποίος στο Der Einzige und sein Eigentum (ο μοναδικός και το δικό του), που δημοσιεύτηκε στη Λειψία το 1844, δήλωσε: «Η δύναμη μου είναι δική μου, τη δύναμη μου, μου τη δίνει ότι είναι δικό μου. Εγώ ο ίδιος είμαι η δύναμή μου … και για αυτό είμαι ότι είναι δικό μου ».

Ο Stirner ανήκει σε αυτή τη γενιά των φιλοσόφων που έχουν μπει στην ιστορία της σκέψης ότι έχουν γράψει ένα και μόνο ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο, ωστόσο, με το οποίο κλήθηκαν να αναμετρηθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναγνωρίζοντας ή όχι το χρέος της προέλευσης, τα πιο σκεπτόμενα κεφάλια όλων μεταξύ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και του 20ου από τον Søren Kierkegaard έως τον Friedrich Nietzsche στους καταστασιακούς. Ο Stirner σκιαγράφησε έναν άνθρωπο που παραιτείται από αυτά τα δεκανίκια που είναι τα «ισμοί». Αν ο άνθρωπος έπρεπε να βασίσει το νόημα της ύπαρξης του σε «ισμούς», είναι ο ίδιος: ένα «εγώ» που ισχυρίζεται ότι είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός. Το οποίο, για παράδειγμα, απασχόλησε βαθιά τους Μαρξ - Ένγκελς (βλ. Γερμανική ιδεολογία) στην αντίκρουση ενός δικού τους μηνύματος: «Ο Stirner είναι ένας άθλιος» ... To οποίο, ωστόσο, δεν είχε το αποτέλεσμα να εξαλείψει τη γοητεία της έκκλησης του (Στίρνερ) σε γενιές αναρχο-κομμουνιστών, αναρχο-σοσιαλιστών, αναρχο-ελευθεριακών και ακόμη και εκείνων που δεν ήταν ποτέ αναρχικοί.

Όπως και ο Μουσολίνι Μπενίτο, ο οποίος, ίσως λόγω του εκπαιδευτικού χρέους του προς την νεολαία, δεν εμπόδισε, ως Duce, την δημοσίευση και κυκλοφορία στην Ιταλία του Stirnerian opus. Και δεν ήταν ο μόνος. Ακόμη και συγγραφείς των οποίων η πνευματική αριστεία είναι αδύνατο να αγνοηθεί, και μερικές φορές κακώς θεωρούνται στην αντίπερα όχθη, τον αποτίμησαν θετικά. Όπως ο Carl Schmitt που δεν σταμάτησε ποτέ, όλη του την ζωή, την προσωπική του σώμα με σώμα μάχη με τη σκέψη του "ο Max, ο μόνος που με επισκέπτεται στο κελί μου" (το κελί ήταν αυτό της φυλακής στην οποία ήταν ακόμα φυλακισμένος 1947 "για την προετοιμασία ενός επιθετικού πολέμου"). Όπως ο Ernst Jünger, ο οποίος, στο Der Waldgang (ο αντάρτης) και στο Eumewil (Heliopolis), εντοπίζει το προφίλ του άναρχου, του οποίου είναι προφανής η καταγωγή του Μοναδικού. Ή όπως ο Julius Evola της φιλοσοφικής περιόδου της Θεωρίας και της Φαινομενολογίας του απόλυτου ατόμου, όπου εντοπίζει την ταυτότητα της αυτοκρατορίας: ο άνθρωπος αρκεί για τον εαυτό του. Δεν σας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι «δεξιοί» στοχαστές καλωσορίζουν τον Stirner και ο υπερστοχαστής της αριστεράς, ο Καρλ Μαρξ, τον μισεί;

Πριν από λίγο καιρό, στο διαδικτυακό περιοδικό που διαχειρίζομαι: il Fondo, έκανα ένα τεστ. Περνώντας το για δική μου διανοητική επινόηση, δημοσίευσα το «Μανιφέστο της ελευθερίας, της κοινωνίας και της επανάστασης!». Στο κείμενο, εκτός από τον τίτλο, δεν υπήρχε ούτε μια λέξη μου: ήταν όλα τα αποσπάσματα, χωρίς καμία διόρθωση, από τα έργα του Μιχαήλ Μπακούνιν, προφανώς όχι μεταξύ των πιο γνωστών. Το il Fondo  - το λέω αυτό για όσους δεν το ξέρουν - κανονικά ταξινομείται από τον εξωτερικό παρατηρητή ως ένα φύλλο της ριζοσπαστικής «δεξιάς» (στην πραγματικότητα, δημιουργήθηκε για να διαλύσει τις κατηγορίες δεξιά και αριστερά, και κυρίως της ριζοσπαστικής δεξιάς). Ξεκίνησε μια συζήτηση για το «Μανιφέστο», στο οποίο κανείς δεν εξέφρασε ουσιαστική κριτική για το συνολικό περιεχόμενο της πρότασης. Το πολύ να υπήρχαν κάποιες επιφυλάξεις για αυτό ή για εκείνο το απόσπασμα, κυρίως με προθέσεις μιας περαιτέρω μελέτης. Μέχρι που αποκάλυψα την "προβοκάτσια". Σε αυτό το σημείο, προστέθηκε το σχόλιο ενός συμμετέχοντα στο φόρουμ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα: "Δεν το βρίσκω πρόβλημα. Πάντα ήμουν λίγο αναρχικός, ίσως ακόμη και υποσυνείδητα".

Είναι σαφές ότι το τεστ μου δεν έχει επιστημονική αξιοπιστία: ισχύει μόνο ως κατά προσέγγιση δείκτης μιας συγκεκριμένης "ατμόσφαιρας". Αλλά αν κάνω τώρα κάτι άλλο, ρωτώντας: ποια οργάνωση θα υπέγραφε την κατ' εξοχήν ρήση του Μαξ Στίρνερ, "Έχω θέσει τον σκοπό μου στο Τίποτα": οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τον ιστορικό τους φιναλισμό ή οι Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες*, με την αυθόρμητη μηδενιστική τους δράση, ποιο αποτέλεσμα πιστεύετε ότι θα έβγαινε; 

Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ισπανική Φάλαγγα

 


«Αν σου πουν πως έπεσα

να ξέρεις πως πήγα στο πόστο

που με περιμένει εκεί επάνω».

- Από το “Cara al Sol”, τον Ύμνο της ισπανικής Φάλαγγας (Κοιτάζοντας τον Ήλιο)

… Ο αρχηγός φαλαγγίτης έκλεισε την πόρτα, έπαψε η βουή. Είναι τριάντα χρονών, κοντός, εύρωστος, με παχύτατο σβέρκο, με χοντρά μπράτσα και γρήγορες απότομες χειρονομίες. Τύπος τορεαντόρ. Τα μάτια του είναι γαλάζια, με ατσαλένιες αναλαμπές. Ένιωθες πως από το άφθονο αυτό, γιομάτο κρέας σώμα, θρέφουνταν μια δυνατή, άγρια θέληση:

– Από τα τρία αιτήματα, άρχισε με βροντερή φωνή ο Φαλαγγίτης, «Θεός, Πατρίδα, Βασιληά», εμείς μονάχα για το ένα είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: Για την Πατρίδα. Μια πατρίδα όμως, όχι σαν την περασμένη, που άφηνε τον λαό να σαπίζει στη φτώχεια και να στραβώνεται στην αμάθεια. Μια πατρίδα δίκαιη, που να προστατεύει όλους, πλούσιους και φτωχούς, ευγενείς και λαό, χωρίς καμμιάν προνομιούχα τάξη! …

Όσο μιλούσε τα μάτια του άναβαν, οι φλέβες του χοντρού του σβέρκου φούσκωναν. Ο τορεαντόρ μέσα του ξυπνούσε:

… Όχι! φώναξε και με βία κρατιόταν να μη χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι, όχι! Δεν κάναμε εμείς τον πόλεμο και δεν στείλαμε εκατό χιλιάδες Φαλαγγίτες να πεθάνουν, για να χοντρύνουν οι κοιλιές των πλουσίων και να πέσει πάλι ο λαός στην αθλιότητα.

Σηκώθηκε, έκαμε μερικές δρασκελιές στο δωμάτιο. Γαλήνεψε.

- Δεν είμαστε, εμείς οι Φαλαγγίτες, πολιτικό κόμμα. Είμαστε τάγμα μαχητικό. Θέμε να φέρουμε νέα κοινωνική δικαιοσύνη. Μιαν οικονομική οργάνωση απάνω από τα ταξικά συμφέροντα. Θέμε να καταργήσουμε τα πολιτικά κόμματα, την καθολική ψηφοφορία, τις εκλογές, τις κοινοβουλευτικές συμμορίες. Θέμε ένα κράτος δυνατό, που να μην είναι μήτε καπιταλιστικό, μήτε μαρξιστικό. Όλοι οι παραγωγοί θα αποτελούν, μέσα στα πλαίσια του κράτους μια οργανωμένη ολότητα. Καμμιά αναρχία στην παραγωγή, καμμιά αδικία στην κατανομή του πλούτου. Να δοθεί γης στο χωριάτη. Δικαιοσύνη και ψωμί στον εργάτη. Γράμματα σε όλους. Βλέπετε, θέμε να δημιουργήσουμε μια νέα πατρίδα …

… Έφυγα, βαθιά κρατώντας στο νου μου τα λόγια του νέου Φαλαγγίτη. Και περισσότερο από τα λόγια, την έκφραση του προσώπου, τον τόνο της φωνής, τη φλόγα του ματιού του. Ένιωθα πως μιλούσαν με το στόμα του εκατομμύρια νέοι σε όλον τον κόσμο …

… Μια δεκαριά φαλαγγίτες, περνούν αγκαλιασμένοι ώμο τον ώμο και τραγουδούν τον ύμνο της Φάλαγγας. Μπροστά πήγαιναν δυο νέες φαλαγγίτισες με ορθά τα στήθη κι απάνω στην καρδιά τους κεντημένα τα πέντε κόκκινα φαλαγγίτικα βέλη. Τέντωσα το αυτί να ακούσω. Έτσι όπως τραγουδιόταν από νεανικά λαρύγγια, ο ύμνος αυτός ξεπερνούσε τα σύνορα της Ισπανίας. Ξεπερνούσε την Ιδέα που υμνούσε και γίνουνταν, με ανάλαφρες αλλαγές, ένας παγκόσμιος ύμνος του έρωτα και του θανάτου ...

Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ταξιδεύοντας - Ισπανία».



Σπάνια φωτογραφία του Νίκου Καζαντζάκη από τον Ισπανικό εμφύλιο. Εικονίζεται ο μεγάλος συγγραφέας ως ανταποκριτής της "Καθημερινής", μέσα σε ένα όρυγμα της Εθνικιστικής Ισπανικής Φάλαγγας, παρέα με νεαρούς Φαλαγγίτες Εθνικιστές, που πολεμούσαν εναντίον των κομμουνιστών. 

Ο ασυμβίβαστος Φασιστής Roberto Farinacci.

 

    Εισαγωγικό σημείωμα:

Για τον αστοδημοκράτη και τον antifa είναι πιο λογικό να πιει νερό από το ίδιο ποτήρι με έναν που έχει λέπρα παρά να κάνει διάλογο με έναν «Φασιστή». 

Για τον αστοδημοκράτη και τον antifa η φρίκη είναι μεγαλύτερη μπροστά σε ένα «απαγορευμένο σύμβολο» που «μολύνει» την δημοκρατία, παρά η εικόνα ενός νέου που καρφώνει την σύριγγα στις φλέβες του μπροστά στην Νομική. 

Για τον αστοδημοκράτη και τον antifa είναι στόχος να χτιστεί το «τείχος της δημοκρατίας» ακόμη και αν αυτό πέσει στο μέλλον πάνω στον ίδιο, παρά να δει κατάματα το ποιος φταίει για την σημερινή δυστοπική κοινωνία. 

Αν σήμερα όπου κυριαρχεί ο άκρατος φιλελευθερισμός έχουν κάποιο νόημα οι πολιτικές οριοθετήσεις και έννοιες, ο όρος Φασίστας ή Φασιστής καταλαμβάνει σαφέστατα την κορυφή στον «απαγορευμένο κατάλογο». 

Φασίστας για τους κάποιους ήταν ο Χριστόδουλος και ο Ζέρβας, φασίστας ο Πλεύρης και ο Κασιδιάρης, φασίστας ο Μεταξάς και ο Παπαδόπουλος, φασίστας ο Βασιλιάς αλλά και ο Μητσοτάκης! 

Με τόσους «φασίστες» γύρω μας αν αυτοί οι κύριοι έχουν δίκιο … τότε πρέπει να νίκησαν οι «Φασίστες» στον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο! 

Τελικά ο Φασίστας είναι ο κάθε ένας που απορρίπτει την κληρονομιά της Γαλλικής επανάστασης ή αμφισβητεί το καθεστωτικό μυθιστόρημα και την συστημική προπαγάνδα. 

Σίγουρα ο ιμιτασιόν Φα ευλογεί τον Μητσοτάκη ως ηγέτη, ο ιμιτασιόν Φα δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του στα άρθρα του ή μέσα στην βουλή προσφωνεί τους δημοκράτες ως «φασίστες» για να ξεπλύνει τάχα την ντροπή ή μήπως και τον σεβαστεί ο Σαμαράς, ο ιμιτασιόν Φα έχει πάρει με την σειρά τις ξένες πρεσβείες και τους ιδιοκτήτες εφημερίδων ! 

Ο «ψευτοφασιστής» και δεν γνωρίζει τι σημαίνει να σε λένε Φασιστή και νεοφασίστα και δεν ξέρει να φερθεί ως τέτοιος. Διπλό το πρόβλημα αγαπητέ νεοΦασίστα που χάνεις χρόνο για να διαβάσεις. 

Από την παιδεραστική κυβερνητική γκρούπα μέχρι την τελευταία queer που αρθρογραφεί στο indymedia για όλα φταίνε οι «κακοί φασίστες» και το κυνήγι μαγισσών καλά κρατεί. 


Indymedia 08/2022

Από την άλλη αυτοί που εκπροσωπούν (στην φαντασία τους) τον ελληνικό «Φασισμό» χαιρετάνε με άνεση μέσα στο εφετείο αφού έχουν … υιό καταδρομέα στην Κορώνη, μιλάνε με τον Ψινάκη και την Μπακογιάννη μπροστά και πίσω από τις κάμερες, λαϊκίζουν και σταυροκοπιούνται δίπλα στο ξεπουλημένο ιερατείο και η λίστα δεν έχει τελειωμό. 

Ποια η στάση μας, ποιο το καθήκον, τι πρέπει να γίνει θα σκεφτείς και είναι λογικό. Δεν ξέρουμε να σου πούμε στα σίγουρα ψάξε μόνος σου τις απαντήσεις «Φασιστάκο», άνοιξε μόνος σου το μονοπάτι στην γνώση και την αμφισβήτηση. 

Μην περιμένεις τίποτα και από κανέναν! Μόνο να θυμάσαι ότι οι «Φασίστες και οι Ναζί»  μάλλον είχαν δίκιο όταν μάτωναν και πέθαιναν για ένα Πουκάμισο Μελανό. 

Και επειδή μας αρέσουν οι επετειακές αρθρογραφίες (πορεία της Ρώμης 28η Οκτωβρίου 1922) ας δούμε ένα άρθρο ως ένδειξη μνήμης και σεβασμού σε έναν κορυφαίο ριζοσπάστη Φασιστή που κόσμησε το Πουκάμισο με το ίδιο του το αίμα χωρίς πολλές υπεκφυγές και σκέψεις. 

Απλά και Φασιστικά, γιατί όχι και Ελληνορωμαϊκά αν σκεφτεί κανείς ότι αγκάλιασε τον Θάνατο χωρίς Φόβο και σίγουρα με Πάθος όπως αξίζει να ζούμε όλοι όσοι νιώθουμε στην Μελανή Καρδιά  μας τις αιχμηρές Δέσμες της Μάχης.

Αγαπητοί «φασίστες» και νεοφασίστες, ριζοσπάστες εθνικιστές και εθνικοσοσιαλιστές ο Roberto Farinacci: άλλωστε στην αστικοδημοκρατική μεταπολιτευτική εορταστική επέτειο τους δηλώνουμε Παρόντες - όμως με την σωστή πλευρά της ιστορίας -  αν όμως αυτό μας κατατάσσει στους Προδότες η απάντηση είναι μια: Me ne frego!

γράφει ο Έχεμος

Αν ο DAnnunzio είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Mussolini o Χριστός του Φασισμού τότε ο Farinacci είναι ο Απόστολος Ανδρέας. Εξέφρασε την ριζοσπαστική και αδιάλλακτη πτέρυγα του Φασιστικού Κόμματος που δεν ανεχόταν τις συνδιαλλαγές με τους τρόφιμους του Βατικανού και τις μαριονέτες της Ιταλικής Μοναρχίας. Γεννήθηκε σε συνθήκες φτώχειας και η ταξική του καταγωγή γρήγορα τον έφερε σε επαφή με το προλεταριάτο. Παρά τις φτωχές του επιδόσεις στο σχολείο σύντομα κερδίζει χρήματα από τα μεροκάματα και αργότερα είναι αναντικατάστατος για τους εργαζόμενους στο σιδηρόδρομο. 

Η σύντομη επαφή με τον ρεφορμιστικό Σοσιαλισμό τον οδηγεί στον ημιτελή και πρωτόλειο Φασισμό και αναδεικνύεται σε ηγετικό πρόσωπο της πόλης της Cremona. Η πένα του στην δημοσιογραφία θεωρείται εξαιρετική και άκρως επεμβατική για τα επόμενα ταραχώδη χρόνια με ναυαρχίδα την προσωπική του εφημερίδα Cremone Nuova. Στα τέλη του 1915 κατατάσσεται στον στρατό και παίρνει τον βαθμό του δεκανέα καθώς και τιμητική διάκριση. Καθοδηγεί τις πιο δυναμικές φασιστικές ομάδες κρούσης που εξυμνούν τον έρωτα της βίας. 

«Κρεμόνα, 6 Σεπτεμβρίου 1920. Οι σοσιαλοκομμουνιστές, ήταν εξοργισμένοι. Περπατούσαν κατά ομάδες για να δημιουργήσουν κλίμα απειλής προς τους Φασίστες οι οποίοι είχαν απομονωθεί. Ανέμεναν το βράδυ ώστε με σκοπό να προχωρήσουν στο μεγάλο χτύπημα. Ήταν ενήμεροι ότι το βράδυ, μετά το δείπνο -  εννοείται θα βρίσκομαι - στο ενυδρείο. Μερικοί Φασίστες ήρθαν στο σπίτι μου την προγραμματισμένη ώρα του δείπνου και με ικέτευαν να μην βγω, διότι είχαν συνωμοτήσει σημαντικές πράξεις εναντίον μου. Φυσιολογικά εγώ δεν θα μπορούσα - σε τέτοια κατάσταση εννοείται -  να δείξω ότι δεν έχω  δύναμη στην περίπτωση μου, αλλά το βράδυ, πήγα στο ‘’Ενυδρείο’’ το μπαρ όπου συχνάζω». 

Εκπροσωπεί μαζί με άλλους την εθνικοσυνδικαλιστική τάση και όσο αυξάνει η δύναμη του αλλά και η επιρροή του, τόσο αμφισβητεί τον Μπενίτο Μουσολίνι για τις όποιες επιλογές του. Ο Duce δεν μπορεί να τον πολεμήσει αφού έχει υπό την επιρροή του πολλές τοπικές οργανώσεις και εφημερίδες. Στην πορεία της Ρώμης πρωτοστατεί ενώ δίνει διαταγή στους άντρες του στην Cremona να συγκρουστούν με τους καραμπινιέρους και τους βασιλόφρονες.  Η ένοπλη συμπλοκή έχει ως αποτέλεσμα μια ντουζίνα μελανοχίτωνες να βρουν τον θάνατο από τα πυρά της άκρας δεξιάς. 

Γίνεται γενικός γραμματέας του κόμματος ίσως μια καιροσκοπική επιλογή του Mussolini ώστε να βρει χρόνο να τον ηρεμήσει. Αδίστακτος στην εφόρμηση για την κατάληψη της εξουσίας μέσα από το Φασιστικό «Αντικράτος» σύντομα όμως βρίσκεται αποκλεισμένος από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Οι απειλές ότι θα συλληφθεί για ανταρσία και θα διαγραφεί από το κόμμα δεν τον φοβίζουν. Οι ακτιβιστές είναι στο πλευρό του ενώ η πορεία του θυμίζει τον Ισπανό Hedilla τον Γερμανό Rohm και τον Ουκρανό Bandera

Δεν μένει όμως στα λόγια και στους τέσσερις τοίχους των κομματικών κτιρίων, λαμβάνει μέρος στον πόλεμο της Αιθιοπίας ενώ χάνει και το δεξί χέρι του αν όχι στην μάχη τότε σε ατύχημα με δυναμίτη. Το 1935 επανέρχεται πλήρως στο κομματικό προσκήνιο και αναλαμβάνει πλήρη δράση ενώ δίνει τον οργανωτικό βηματισμό στην κομματική πολιτοφυλακή. Το 1938 παρά το γεγονός ότι τον απομονώνει τα προηγούμενα χρόνια η ίδια η κομματική ηγεσία είναι ισχυρός όσο ποτέ. Είναι ένας από αυτούς που οδήγησε στην ενίσχυση της Εθνικιστικής Ισπανίας και ζητάει συνεχώς μια στενότερη προσέγγιση της Χιτλερικής Γερμανίας, αλλά και το τσάκισμα του Βατικανού την πλήρη εφαρμογή των φυλετικών νόμων και την εκδίωξη των γνωστών τραπεζιτών. 

Εκφράζει την γνήσια φασιστική δύναμη που δεν βλέπει την ιδέα μόνο ως πρόσωπο αλλά ως την συλλογική ταύτιση και νοοτροπία. Το αντισιωνιστικό του βιβλίο La Chiesa e gli Ebrei, δημοσιεύτηκε το 1938. Έγραψε επίσης το Storia della rivoluzione fascista (3 vols., 1940) ανάμεσα σε άλλα. Όταν ο πόλεμος για την Ιταλία δεν πάει καλά δεν διστάζει να δείξει τους ενόχους που δεν είναι άλλοι από τους Αγγλόφιλους του πολεμικού ναυτικού και τους Μασόνους ηγήτορες της μάχης στην ξηρά. Αν και είχε προειδοποιήσει δεν εισακούστηκε και την ώρα της αποπομπής και της σύλληψης του Mussolini δεν συμμαχεί με την ακροδεξιά μοναρχική κλίκα, αλλά στηρίζει την μαγευτική ουτοπία της Πολιτείας του RSI χωρίς να αναλάβει όμως κάποιο αξίωμα. 

Μετά την συνάντηση του με τον Χίτλερ προτείνει να αναλάβει την ηγεσία του Φασισμού προκαλώντας ίλιγγο στις τάξεις των Γερμανών. Σε ενέδρα των αντιφασιστών παρτιζάνων της ταξιαρχίας «Άντα» συλλαμβάνεται ζωντανός και βασανίζεται. Την 28η Απριλίου 1945 τουφεκίζεται από ένα παράνομο «λαϊκό» δικαστήριο που ακόμη και οι κύριοι κατήγοροι του το αμφισβητούν για την εγκυρότητα του. Θέλουν να τον πυροβολήσουν στην πλάτη αλλά αυτός τελευταία στιγμή καταφέρνει γυρνάει και πέφτει με την ιαχή «Ζήτω η Ιταλία!». Ένας ακόμη νεκρός σκεπάζει με το αίμα του την γη της Ιταλίας.