του Γεωργίου Γιαννακόπουλου
Το στρατιωτικό κίνημα (το χαρακτηρίζω κίνημα
προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη φόρτιση από τη χρήση του όρου πραξικόπημα)
της 21ης Απριλίου 1967 χαρακτήρισαν δύο φαινόμενα: η έκπληξη και η
παντελής έλλειψη αντίδρασης στην επιβολή του. Η ικανοποιητικότερη εξήγηση που
μπορεί να δοθεί άπτεται στις καταπιεστικές συνέπειες (δηλ. δημιουργία κρατικών
λειτουργιών ειδικής μορφής) και στο καθαρά αστικό χαρακτήρα της Ένωσης Κέντρου,
που ήταν ο ουσιαστικός εκφραστής της πολιτικοποίησης των λαϊκών μαζών. Οι
στόχοι της Ε.Κ. ήταν στενά κομματικοί χωρίς να εμφορούνται από το στοιχείο μιας
πλατύτερης πολιτικής προοπτικής. Η «Παπανδρεϊκή» πολιτικοποίηση οριζόταν
αυστηρά από τα όρια των κομματικών προθέσεων, στα πλαίσια του
κοινοβουλευτισμού. Η λαϊκή παθητικότητα μπορεί να αιτιολογηθεί μέσα από τη ταυτολογία: oι αντιδεξιές λαϊκές
τάξεις δεν αντέδρασαν το 1967 γιατί είχαν ήδη αντιδράσει με τον
"ανένδοτο" και στην βασιλική εκτροπή. Οι αντιδράσεις αυτές
αποτελούσαν και το όριο της πολιτικοποίησής τους, όπως είχε διαμορφωθεί από την
ηγεσία της Ε.Κ., του πολιτικού τους εκφραστή! Όριο γνωστό στους κινηματίες, ουσιαστική
εγγύηση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Στις στρατηγικές επιλογές της
ηγεμονικής ομάδας της άρχουσας τάξης, οι κυριαρχούμενοι δεν είχαν τίποτα να
αντιτάξουν, γι΄αυτό και παρέμειναν παθητικοί.
Η συναίνεση απέναντι στην εξουσία ήταν γεγονός γιατί η
ταξική δομή της κοινωνίας είχε γίνει αποδεκτή, καθώς δεν ήταν αντιληπτή σαν
τέτοια. Η άρνηση της συναίνεσης, όπως εκφράστηκε στις κινητοποιήσεις του
΄60,δεν αφορούσε τη ταξική δομή αλλά τις αστικές στρατηγικές επιλογές. Η άρνηση
που συμπυκνωνόταν στο εκλογικό αποτέλεσμα του ΄64, εξέφραζε τη λαϊκή άρνηση στα
οργανωτικά δομικά στοιχεία της αστικής εξουσίας, αποτελώντας ταυτόχρονα και μια
ΑΠΟΛΥΤΗ παραδοχή της αστικής νομιμότητας. Το κεντρικό σύνθημα των
κινητοποιήσεων των «Ιουλιανών», δηλαδή το 114,
δείχνει με το πιο εμφαντικό τρόπο ότι η λαϊκή πολιτικοποίηση δεν είχε
στόχο την ανατροπή αλλά την εφαρμογή του αστικού συντάγματος. Οι κυριαρχούμενοι
δεν εξέφραζαν δικές τους ταξικές
στρατηγικές στη κατεύθυνση αντί-αστικών επιλογών. Στόχος τους δεν ήταν η αστική
νομιμότητα αλλά οι παράνομοι μηχανισμοί της αστικής εξουσίας με κέντρο τη
πολιτική στρατηγική της μοναρχίας. Η ιδεολογική τους ενσωμάτωση, δηλαδή η
υποστήριξη αστικών πολιτικών επιλογών ήταν στάση παθητική, γιατί παρέμενε
παθητικός δέκτης των αστικών πρωτοβουλιών.
Η έλλειψη ενός συνειδητού διαταξικού
συνασπισμού στη βάση, που θα ανάγκαζε το συνασπισμό εξουσίας σε υποχωρήσεις
αναγκαίες για την αναπαραγωγή της ταξικής κυριαρχίας, ήταν το ισχυρότερο όπλο
στα χέρια των κυρίαρχων. Η πλήρης ιδεολογική και πολιτική τους ενσωμάτωση, η
οποία και αποτυπώνεται στην υποστήριξή τους κύρια προς την Ε.Κ. και
δευτερευόντως προς την ΕΔΑ, άφηνε ελεύθερο πεδίο για την ανάπτυξη αστικών
στρατηγικών που ηρνούντο αυτήν την ίδια την αστική νομιμότητα. Αυτός είναι ο
λόγος που η αντίδρασή τους τη περίοδο ΄61 -΄65 εκφραζόταν κοινοβουλευτικά μέσα
από την υποστήριξη μιας καθαρά αστικής στρατηγικής ενός καθαρά αστικού
κόμματος: της E.K. Ο προσανατολισμένος αποκλειστικά σε κοινοβουλευτικές μορφές
αγώνας ήταν καταδικασμένος μετά τη κατάργηση του μοναδικού του μέσου έκφρασης,
δηλαδή των κομμάτων και του κοινοβουλίου. Η ιδεολογική ενσωμάτωση είχε
περιορίσει το πεδίο το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, από τη πλευρά των
κυριαρχούμενων, αποκλειστικά σε κομματικό επίπεδο.
H αποδοχή της αστικής επιλογής, που εξέφραζαν τόσο η ΕΚ
όσο και η ΕΔΑ, σήμαινε ταυτόχρονα και τη πλήρη αποδοχή μιας ιδεολογικής οπτικής
που περιόριζε το πλέγμα των δομών εξουσίας σε ένα και μοναδικό σημείο: στην
εκλογική κομματική αντιπαράθεση. Η
κατάργηση αυτής της ιδεολογικής αναφοράς σήμαινε και τη πλήρη αδυναμία
αντίδρασης. Οι κυριαρχούμενοι ταυτίστηκαν με μια συγκεκριμένη αστική
στρατηγική, αυτήν του κοινοβουλευτισμού, η οποία εγκαταλείφθηκε από την αστική
εξουσία όταν άρχισε να παρουσιάζει αρνητικά σημεία, προκειμένου να
αντικατασταθεί από τη στρατηγική της δικτατορίας. Αυτή η τομή βρήκε τους κυριαρχούμενους
απροετοίμαστους, έρμαια της στενής κομματικής προοπτικής των ΕΚ και ΕΔΑ, που προπαγανδίζοντας τη πίστη τους στη
"νίκη της δημοκρατίας", απολιτικοποιούσαν την κοινοβουλευτική
διαδικασία εδραιώνοντας παράλληλα τη
λαϊκή εμπιστοσύνη σ΄ αυτήν.
Η εμπιστοσύνη στη κοινοβουλευτική νομιμότητα ήταν
το βασικότερο στοιχείο της ιδεολογικής τους ενσωμάτωσης, επί του οποίου
αρθρώθηκε και η δημοκρατία της μεταπολίτευσης. Η αδυναμία των κυριαρχούμενων
ήταν αυτή που έδωσε τη δυνατότητα στην αστική τάξη να επιβάλει τις επιλογές της
στο βαθμό και το χρόνο που επιθυμούσε, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να δεχθεί
συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Λόγω της αρνητικής για τους κυριαρχούμενους
συγκυρίας της ταξικής πάλης - συνέπεια του εμφυλίου - η άρχουσα τάξη είχε ανέκαθεν τη πρωτοβουλία
κινήσεων, με την επιβολή της δικτατορίας να αποτελεί τη πιο καθαρή μορφή
υλοποίησης αυτού του πλεονεκτήματος. Παρότι η στάση των κυριαρχούμενων υπήρξε η βασική
συνιστώσα καθορισμού της πολιτικής συγκυρίας, δεν ήταν η μόνη. Το μετεμφυλιακό
κράτος αρθρωνόταν επί ενός τριπολικού πλέγματος εξουσίας: κοινοβούλιο, στρατός,
μοναρχία με τη τελευταία να αποτελεί το συνδετικό κρίκο του τριγώνου. Με τη de
facto κατάργησή της δημιουργήθηκε μια τομή στη μετεμφυλιακή νομιμότητα, την
οποία δε μπορούσαν να προβλέψουν ούτε τα κόμματα αλλά ούτε και ο μονάρχης. Αμφότεροι
θεωρούσαν ότι επιχείρημα
"βίαιης" άρσης της πολιτικής κρίσης αποτελούσε προνόμιο των ανακτόρων, τα οποία θα έλεγχαν τους
κινηματίες.
Γι΄αυτό και το κίνημα των Συνταγματαρχών δημιουργεί σύγχυση την
οποία και εκμεταλλεύεται προωθώντας έναν υποτιθέμενο συμβιβασμό με τη μοναρχία,
το πρώτο διάστημα επιβολής του. Η "σιωπή" του Κωνσταντίνου προσφέρει
τεράστια βοήθεια στη προσπάθεια εμπέδωσης του καθεστώτος καθώς αποδέχεται
ουσιαστικά ως τετελεσμένα και αμετάκλητα τα γεγονότα. Το ερώτημα της στάσης του
ερμηνεύεται στη παρακάτω συλλογιστική: η ομάδα των Συνταγματαρχών τον θέτει
ενώπιον του διλήμματος είτε να δεχθεί τα γεγονότα ως τετελεσμένα είτε να
αντιταχθεί. Στην δεύτερη περίπτωση η αντίδραση του μπορούσε να πάρει, είτε τη
μορφή αντίδρασης εν ονόματι της κοινοβουλευτικής νομιμότητας με σκοπό την άμεση
αποκατάστασή της είτε τη μορφή ενός αντί-πραξικοπήματος κάτω από τη δική του
ηγεσία. Η σύνταξη της μοναρχίας με τη κοινοβουλευτική νομιμότητα, θα είχε
τεράστιες συνέπειες τόσο για το κοινοβουλευτισμό, όσο και για την ίδια τη
μοναρχία. Η αντιπαράθεση σ΄αυτή τη κατεύθυνση απαιτούσε όχι μόνο αντιπαράθεση
μεταξύ κέντρων εξουσίας αλλά και τη λαϊκή συμμετοχή. Οι συνέπειες θα ήταν
καθοριστικές για τη μορφή οργάνωσης της αστικής εξουσίας. Θα έδινε σίγουρα
αίγλη στην μοναρχία, ανατρέποντας τις αντιμοναρχικές τάσεις στο λαϊκό κίνημα
αλλά ταυτόχρονα θα άλλαζε και τις σχέσεις ισορροπίας στο πλέγμα εξουσίας προς
το συμφέρον του κοινοβουλίου.
Αν επικυρωνόταν η κοινοβουλευτική νομιμότητα θα
περιοριζόταν αντίστοιχα ο προσδιοριστικός ρόλος του στρατού κάτι το οποίο θα
ανέτρεπε συνολικά τη μεταπολεμική αστική στρατηγική. Η αναπαραγωγή της
κοινοβουλευτικής νομιμότητας θα είχε σαν συνέπεια όχι μόνο την αποδυνάμωση της
θέσης του στρατού αλλά και της μοναρχίας, αφού αποσυνδεόμενη από τον Στρατό και
τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κρατικούς και παρακρατικούς, θα δεχόταν
αναγκαστικά τη πρωτοκαθεδρία της εκλεγμένης εκτελεστικής εξουσίας. Αν η
μοναρχία αυτοπεριοριζόταν στα πλαίσια της νομιμότητας θα έχανε μακροπρόθεσμα το
πολιτικό της βάρος καθώς η "ιδιαίτερη" θέση της στηριζόταν στις σχέσεις της με παρακρατικούς
μηχανισμούς και άνομα κέντρα εξουσίας. Άλλωστε η μοναρχία ήταν αδύνατο να
αντιταχθεί στις δομές εξουσίας της άρχουσας τάξης, συστατικό στοιχείο των
οποίων ήταν και η ίδια μέσα από τη σύνδεση και την εξάρτηση της από το κεντρικό
στοιχείο αυτής της δομής που ήταν ο Στρατός.
Η δεύτερη πιθανή αντίδραση του Κωνσταντίνου, δηλαδή το αντί-πραξικόπημα
χωρίς τη συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, ήταν τεχνικά αδύνατο. Τα όργανα και οι
ενδοστρατιωτικοί μηχανισμοί που ήταν απαραίτητοι για τη διενέργεια του είχαν
ήδη χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση του προσαρμοσμένου στις ανάγκες του πραξικοπήματος
Νατοϊκού σχεδίου "Προμηθεύς". Η μοναδική του επιλογή ήταν στη
πραγματικότητα η συνεργασία με την ομάδα Παπαδόπουλου. Ενδεχόμενη συμμαχία του
με μέρος του πολιτικού κόσμου, μέρος του Στρατού και το σημαντικότερο με την
βοήθεια του λαϊκού παράγοντα θα είχε σαν συνέπεια όχι μόνο τον πολιτικό αυτοπεριορισμό
του, αλλά και γιατί μετά τη κρίση εκπροσώπησης είχε γίνει κατανοητό ότι η
κοινοβουλευτική συνέχεια αντίφασκε προς τις στρατηγικές επιλογές της αστικής
τάξης, όπως αυτές είχαν λάβει υλική υπόσταση στην οργανωτική δομή του
μετεμφυλιακού κράτους. Γιατί, ας μη ξεχνάμε, ότι η δομή του κρατικού
μηχανισμού, η εσωτερική άρθρωση των επιμέρους τμημάτων του, η μορφή των μεταξύ
τους διασυνδέσεων, η σχέση νομιμότητας και κρατικής ανομίας δεν είναι τίποτα
άλλο παρά η υλική μορφή της στρατηγικής της άρχουσας τάξης.
Ο συμβιβασμός της μοναρχίας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά
μια πράξη καθαρής συνθηκολόγησης. Ο Παπαδόπουλος βρήκε την δυνατότητα και το
χρόνο να ελέγξει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό και κυρίως τον Στρατό, ενώ και η
τελευταία δυνατότητα τουλάχιστον ανοχής από τους κυριαρχούμενους προς τη
μοναρχία εξέλιπε. Η αποτυχία του Δεκεμβρίου ήταν και η τελευταία ένδειξη, ότι η
διαδικασία μετατόπισης των κέντρων εξουσίας είχε ολοκληρωθεί.