Ένας Εθνικοσοσιαλιστής στις Ειδικές Δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού

 


γράφει ο Ευρύμαχος

Η ώρα ήταν γύρω στις 10 το βράδυ. Πάνω στο βουνό μέσα στην απόλυτη ησυχία επισκεύαζα πρόχειρα τον φράκτη του στρατοπέδου με τον υπολοχαγό που τύγχανε ΑΥΔΜ εκείνης της μέρας. Ένα μεγάλο μέρος του, γύρω στα 30 μέτρα είχε πέσει μονοκόμματα. Καθώς τυλίγαμε και κόβαμε το σύρμα παγιδεύσεως που χρησιμοποιήσαμε για να μπαλώσουμε την περίφραξη, εκείνος έκανε εικασίες σχετικά με το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Πιο πριν οι σκοποί είχαν ακούσει φωνές μέσα στην ερημιά τις οποίες και ο Υπολοχαγός ερμήνευσε ως αντιπερισπασμό με σκοπό την καταστροφή του φράχτη. Εμένα όλο αυτό μου φαινόταν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Πολύ θα ήθελα να βρεθώ σε μια ασυνήθιστη κατάσταση με τον εχθρό κατά τη διάρκεια της θητείας μου, όμως κάτι τέτοιο μάλλον δεν συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. 

Είχε φτάσει η ώρα της αναφοράς που θα έπαιρνε εννοείται εκείνος, ο οποίος βρισκόταν όμως ακόμα γύρω στο μισό χιλιόμετρο μακριά μαζί μου, να επεξεργάζεται στο μυαλό του διάφορες εκδοχές τραυματίζοντας άτσαλα τα χέρια του στα συρματοπλέγματα. Το γεγονός μάλλον είχε προσδώσει λίγο νόημα στην βαρετή του υπηρεσία. Ο εν λόγω Υπολοχαγός ανήκε σε μια νεαρή φουρνιά εξαιρετικών αξιωματικών και υπαξιωματικών με τους οποίους είχαμε την τρομερή τύχη να συνυπάρξουμε στο ίδιο στρατόπεδο. Ήταν πατέρας ενός παιδιού και περίμενε το δεύτερο. Λίγο πριν, ενώ συζητούσαμε μου είχε υπερτονίσει την αξία της οικογένειας και της πατρότητας έναντι της καριέρας αφήνοντας υπόνοιες για γηραιότερα στελέχη που είχαν δώσει βαρύτητα στο δεύτερο.

Μετά από λίγο άρχισαν να ακούγονται τα συνθήματα των λόχων που κατευθύνονταν τροχάδην προς την βραδινή αναφορά. Δεν είχα βρεθεί ποτέ μακριά από τις φωνές, τα ποδοβολητά και γενικότερα αυτή τη γιορτή της σύναξης των λόχων όμως είχα την τύχη τότε, λίγο πριν φύγω από το νησί. Ακούγοντας ανακατεμένα τα συνθήματα να πασχίζουν να ξεπεράσουν το ένα το άλλο σε ένταση, ανατρίχιασα και σκέφτηκα το πως αν ήμουν εχθρός δεν θα επιχειρούσα το οτιδήποτε εναντίον της συγκεκριμένης μονάδας. Ήμασταν: ''σίδερα και ατσάλι, δεν υπάρχουν άλλοι''. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε, ή έτσι θέλαμε να δείχνουμε και αυτό διότι μας έλειπε το πιο βασικό συστατικό.

Εκείνο δεν ήταν η εκπαίδευση. Παρ'όλο που η ουσιαστική της πλευρά είχε αντικατασταθεί από ψυχολογικά και σωματικά καψόνια. Αυτό μας άρεσε. Είχαμε ακούσει ιστορίες για αυτά και θέλαμε να τα ζήσουμε. Ούτε η οργάνωση. Θυμάμαι πόσο αγανακτισμένος ήμουν την μέρα που μετά από 7 χιλιόμετρα τρέξιμο και σκληρή γυμναστική το πρωινό που μας προσέφεραν για να μας κρατήσει τις επόμενες έξι ώρες εκπαίδευσης ήταν μόνο κορν φλέηκς χωρίς γάλα, τα οποία φάγαμε σαν τσιπς. Το ενδεικτικό αυτό παράδειγμα έλλειψης μέριμνας με είχε νευριάσει μόνο για όσο κράτησε, μιας και θεωρούσα πως η βασικότερη και ίσως μόνη υποχρέωση που είχαν απέναντί μας ήταν η επαρκής σίτιση. Το αισθάνθηκα σαν υποτίμηση. Όμως το ξέχασα. Ούτως ή άλλως, δεν είχαμε χρόνο να σκεφτούμε και να επεξεργαστούμε το τι συνέβαινε, πέρα από τα 15 λεπτά που μας δίνονταν το βράδυ τα οποία αφιερώναμε μιλώντας στο τηλέφωνο με φίλους, γονείς και κοπέλες, εφόσον προλαβαίναμε.

Ποιο ήταν λοιπόν αυτό το βασικό συστατικό που έλειπε; Το κατάλληλο πνεύμα. Κανείς εκεί δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να μας εξηγήσει τι είχε συμβεί με τους Τούρκους. Γιατί και πως κατείχαν αυτό το κομμάτι της νήσου. Ποιοι αντιστάθηκαν και ποιοι όχι. Ποιοι έπαιξαν βρώμικα και προδοτικά παιχνίδια. Δεν υπήρχε κανένας αξιωματικός με την ''σπίθα'' για έναν εθνικιστικό λόγο. Οι περισσότεροι συνάδελφοι μου, ως χαρακτηριστικά παραδείγματα της γενιάς στην οποία ανήκουν, δεν γνώριζαν το παραμικρό. Αγαπούσαν την πατρίδα, το αίμα τους μιλούσε μέσα τους. Οι Πόντιοι φορούσαν υπερήφανα διακριτικά του Πόντου, οι Κρητικοί αντίστοιχα τα δικά τους. Οι Βόρειοι ξελαρυγγιάζονταν στα συνθήματα που αφορούσαν τη Μακεδονία. Όλο αυτό όμως ήταν κενό. Είχε περισσότερο έναν οπαδικό χαρακτήρα. ''Είμαστε εμείς και απέναντι οι άλλοι''. 

Ποιοι ήμασταν όμως εμείς και ποιοι οι άλλοι ακριβώς δεν γνώριζε κανείς τους. Όλα αυτά τα παιδιά ήταν πραγματικά ότι ποιοτικότερο θα μπορούσες να βρεις στην Ελληνική νεολαία. Διάλεξαν το δύσκολο σε μια εποχή που όλοι διαλέγουν το εύκολο. Πολλοί δεν αξιοποίησαν τις διασυνδέσεις που είχαν μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν στη συγκεκριμένη μονάδα. Με μεγάλη μου χαρά, διαπίστωσα πως η συντριπτική πλειοψηφία προερχόταν από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ήταν παιδιά που δούλευαν ως ξυλουργοί, οικοδόμοι, μανάβηδες, πωλητές στη λαϊκή αγορά και αγρότες από την επαρχία. Παιδιά άλλης στόφας. Όσοι ζούσαν εκτός των πόλεων μπορώ να πω ότι ήταν περισσότερο εύστροφοι και έλυναν ευκολότερα τα προβλήματα. Εξακριβώθηκε για πολλοστή φορά πως η καρδιά του έθνους χτυπάει ακριβώς εκεί. Στους ανθρώπους του μεροκάματου και του μόχθου. Σε αυτούς που η ζωή δεν έφερε τίποτα έτοιμο. 

Παρασυρμένοι όμως από το κλίμα της εποχής ενώ η ορμή που τους κατεύθυνε εκεί ήταν αγνή, επέστρεφαν στο κυρίως σύγχρονο ναρκισσιστικό ρεύμα με άνεση, ποστάροντας -ως παλιοί πλέον-  κάθε μέρα φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα. Ήταν όλοι τους πατριώτες και όχι εθνικιστές. Το dna τους, το χώμα που είχε λερώσει τη στολή τους κάτι σήμαινε για εκείνους αλλά δεν είχαν κάποιον να προσδιορίσει ακριβώς τι είναι αυτό. Η ορμή της νιότης δεν είχε γερή σύσταση για να ξεχειλίσει στο σωστό καζάνι. Ήταν αντρίλα για την αντρίλα χωρίς ιδεολογική και πνευματική υπόσταση. Εννοείται πως υπήρχαν και εκείνοι που βρίσκονταν εκεί μόνο για τη γυμναστική και την πρόκληση, σαν να πήγαιναν σε κάποιο παιχνίδι τύπου 'Survivor'' με μηδενικό αίσθημα φιλοπατρίας και μόνο στόχο τον κομπασμό και την επίδειξη στο αντίθετο φύλο.

Σε ότι αφορά τα στελέχη, τα στερεότυπα για τους ειδικοδυναμίτες καταρρίφθηκαν εντελώς. Δεν επρόκειτο για άξεστους, αμόρφωτους, ρηχούς ανθρώπους. Ήταν όλοι τους πραγματικά έξυπνοι με την σωστή δόση τρέλας και πολύ καλοί στο αντικείμενό τους. Όμως αποτελούσαν και αυτοί απλά μεταπολιτευτικά προϊόντα. Μπορεί να ήταν έτη φωτός ανώτεροι από τον μέσο δημόσιο υπάλληλο λόγω κατάρτισης και σωματικής διάπλασης, όμως παρέμεναν δημόσιοι υπάλληλοι. Δυστυχώς είναι και εκείνοι όργανα της αντικατάστασης πληθυσμών που συντελείται στη χώρα. Κανείς τους δεν θα τολμούσε να παρακούσει διαταγές ακόμα και αν ήταν προδοτικές για το έθνος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, η παρακάτω στιχομυθία που είχα με έναν ΕΠΟΠ Λοχία. 

Ήμουν σε υπηρεσία στο γραφείο του ΑΥΔΜ. Ήταν αργά το βράδυ και η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα χωρίς να της δίνουμε σημασία. Θυμάμαι διάβαζα τα απομνημονεύματα του Albert Speer, τα οποία είχα ντύσει πρόχειρα με κόλλες Α4 για να αποφεύγω ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου. Σε κάποια φάση στις ειδήσεις έγινε λόγος για υποχρεωτικό εμβολιασμό και ο Λοχίας έδειξε την δυσαρέσκεια του. Πήρα το θάρρος και είπα: ''Αν κάποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι για να εμποδίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αυτός είναι ο στρατός''. Εκείνος γύρισε και μου απάντησε με ένταση :''Τι λες ρε μ ... τι δουλειά έχει ο στρατός με αυτά;'' εγώ αποκρίθηκα :''Δεν έχει αλλά μήπως πρέπει να αποκτήσει;'' Είχα ήδη βάλει τον σελιδοδείκτη στο βιβλίο έτοιμος να σηκωθώ για έρπυση -σαν τιμωρία- γύρω από το κτίριο. O Λοχίας όμως απλώς βγήκε από το δωμάτιο και μουρμούριζε μεταξύ σοβαρού και αστείου για υποκίνηση ανταρσίας και όλα τα συναφή. Μέσα του, ήξερε.

Οι περισσότεροι εκ των στελεχών ήταν Αμερικανόφιλοι και υπερήφανα γρανάζια της ιερής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Κάποιοι φορούσαν μπλουζάκια από κοινές ασκήσεις με τον Αμερικανικό Στρατό και γενικά το στυλ από τον ατομικό τους εξοπλισμό μέχρι την πολιτική ορθότητα που ξεχείλιζε από τα ακριβά τους άρβυλα, υποδήλωναν την πλήρη Αμερικανοποίηση του στρατεύματος. Είναι βέβαιο πως το καρκίνωμα του φραγκολεβαντινισμού ταλάνιζε πάντα τις ένοπλες δυνάμεις. Από την εποχή των Βαλκανικών είχαμε τους Γαλλόφιλους και τους Αγγλόφιλους αξιωματικούς και τις αντίστοιχες παροχές οπλισμού και εκπαιδεύσεως που μας έδεναν με φιλίες οι οποίες όμως μπορούσαν να σπάσουν εν μια νυκτί με τα γνωστά αποτελέσματα. Το ίδιο και κατά τον πόλεμο του 46 - 49 όπου και ξεκίνησε η πλήρης υποδούλωση του στρατεύματος στον ξένο παράγοντα. ''Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο'' όπως είπε και ο πατέρας μου όταν του το ανέφερα στην πρώτη μου άδεια, γεμάτος αγανάκτηση. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως στελέχη και στρατιώτες αντίστοιχα έπασχαν από τα ίδια σύνδρομα της μεταμοντέρνας εποχής. Η φυλή μας παράγει ανθρώπους που μπορούν δυνητικά να αγγίξουν την τελειότητα και να κάνουν μεγάλα πράγματα. Εκεί μέσα όμως ήταν όλοι θύματα της κατεύθυνσης που τους δίνει ο κόσμος στον οποίο δυστυχώς ζούμε. 

Παρ'όλα αυτά, είχα την τιμή να γνωρίσω δυο πολύ αξιόλογους συναγωνιστές με τους οποίους μπορούσα να συζητήσω  βαθύτερα ιδεολογικά όταν δινόταν η ευκαιρία. Ο ένας από αυτούς θέλησε να παραθέσει την δική του εμπειρία παρακάτω:

''Η δικιά μου εμπειρία ήταν αποκλειστικά μια αδιάλειπτα περιφρονητική και τιμωρητική διάθεση εκ μέρους των στελεχών που ήταν υπεύθυνοι για εμάς ως υποψήφιοι. Ελάχιστο ενδιαφέρον έδειχναν για την εξύψωση και διατήρηση του ηθικού μας, πιο πολύ έψαχναν να διασκεδάσουν βαριεστημένα με τον φόβο και το άγχος που μας δημιουργούσαν, ενώ ταυτόχρονα μας άφηναν χωρίς την παραμικρή πνευματική καθοδήγηση. Η Μοίρα διαθέτει, όπως πολλές μονάδες, μουσείο που εμπεριέχει ψήγματα της ιστορίας της. Όταν ο νέος καταφθάνει σε μια τέτοια μονάδα, το πρώτο μέρος που πρέπει να πηγαίνει είναι το μουσείο, πριν και από το φαγητό ακόμα. Εμείς ως σειρά δεν πήγαμε ποτέ. Έξω από αυτό το κτήριο, στον χώρο των προσκλητηρίων, είναι τοποθετημένο ένα μεταλλικό κατασκεύασμα που μοιάζει με άροτρο ίσως. Ποτέ δεν αναφέρθηκε κάτι για την προέλευση του. Σε μια αναφορά λοιπόν μετά από αρκετό καιρό εντός του στρατοπέδου, ο ΒΑΥΔΜ εκείνης της μέρας μας είπε ότι αυτό το αντικείμενο ήταν το σύστημα πάνω στο οποίο κούμπωναν οι τροχοί του καταρριφθέντος NORATLAS που μετέφερε τους καταδρομείς κατά την επιχείρηση Νίκη. Και εμείς δεν είχαμε ιδέα για τίποτα, μόνο σκοπιά και καψόνι''.

Προσωπικά δεν είχα ποτέ ονειρώξεις με τον στρατό. Αυτά είναι ακροδεξιά κατάλοιπα που δυστυχώς διατηρούν οι περισσότεροι στις τάξεις μας. Οτιδήποτε υπάρχει για να εξυπηρετεί το παρόν κράτος είναι εχθρός του Έθνους. Ο Ε.Σ. είναι απλώς ένα εκτελεστικό όργανο της άρχουσας τάξης και μάλιστα ούτε καν της εγχώριας. Αυτό που με οδήγησε στους καταδρομείς ήταν η ρομαντικότητα της  συνέχισης της οικογενειακής παράδοσης από μέρους μου, αλλά και το ότι τους θεωρώ τον πιο άναρχο τύπο στρατιώτη. Αν κάποιοι κάποτε παράκουσαν εντολές, πήγαν κόντρα στους κανόνες, κινήθηκαν ιδεαλιστικά, αυτοί ήταν οι καταδρομείς παντός τύπου σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Από τα παλικάρια του John Singleton Mosby μέχρι τον Μπικάκη και την Α' ΜΚ. Μια φορά που εκτελούσα υπηρεσία οργάνου, προέτρεψα τον Λόχο να κινηθεί άτακτα προς τα μαγειρεία μιλώντας για την ουσία αυτού του πνεύματος και τη φύση των καταδρομέων γενικά, μάλλον όμως εντελώς μάταια σε κλειστά αυτιά με πεινασμένα στομάχια. Επίσης θεωρώ ψυχαγωγικά οξύμωρο το να με εκπαιδεύει στα όπλα και τις τακτικές το ίδιο το  νεοελληνικό κράτος που μισώ με όλη μου την ψυχή. 

Κατά την υποστολή ή έπαρση της σημαίας αισθανόμουν σαν ένας κομπάρσος μέσα σε ένα χιλιοπαιγμένο μεταπολιτευτικό έργο, γεμάτο ανούσιες τυμπανοκρουσίες και κατευθυνόμενα πατριωτικά αισθήματα που υποχωρούν ή αναφλέγονται ανάλογα με τα συμφέροντα του καθεστώτος. Αν κάτι με ανατρίχιασε, δεν ήταν ο Εθνικός Ύμνος που τραγουδούσαμε κάθε πρωί αλλά ο βηματισμός των συναδέλφων μου. Η τρομερή αίσθηση της ομάδας και ο απλός τρόπος ζωής. Τρως όσο χρειάζεσαι ιδρωμένος με τίμια βρώμικα χέρια, ασκείσαι συνεχώς. Επιμένεις, δεν τα παρατάς. Τηρείς μια ρουτίνα βασισμένη στην ουσία των πραγμάτων. Βρίσκεσαι μέσα στη φύση. Απολαμβάνεις το πραγματικό φως του φεγγαριού στις βραδινές εφόδους. Συνειδητοποίησα πως όλοι ήμασταν κυριευμένοι από ένα πνεύμα όμοιο με τον ''Σοσιαλισμό του Μετώπου'' του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στολές ισοπέδωναν τις κοινωνικές τάξεις και τα χρήματα δεν είχαν καμία αξία. Αντί για την αδελφότητα των χαρακωμάτων είχε αναπτυχθεί εκείνη των καψονιών. Ο εναγκαλισμός μέσα στο κρύο νερό ήταν η καλύτερη μέθοδος για την εξασφάλιση λίγης ζέστης αλλά κυρίως μας έφερνε κοντά μεταφορικά με τρόπο που δεν είχαμε βιώσει ξανά. 

Όλοι δουλεύαμε για την ομάδα, ιδρώναμε και επωμιζόμασταν τα λάθη συλλογικά. Το μπέργκινγκ όποιου δεν άντεχε άλλο στην πορεία, γινόταν αυτόματα δικό σου. Ο φυσικός εγωισμός, έβρισκε εκτόνωση στην προσφορά προς το σύνολο. Η επιδειξιομανία μας αφορούσε μόνο τη βοήθεια και την κατανόηση. Κουβαλούσα πάντα περισσότερο νερό παρακαλώντας να χρειαστεί να το προσφέρω σε κάποιον που του είχε τελειώσει. Η Μοίρα ήταν ολοκληρωτικά ταγμένη σε έναν σκοπό και διακατεχόταν από μια υγιή αλαζονεία περί ανωτερότητας σε σχέση με της άλλες, η οποία δεν έβλαπτε κανέναν, μόνο την ανύψωνε ενδυναμώνοντας τους εσωτερικούς δεσμούς της. Ο συνάδελφος σου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τον υπέρ-επαρκή αντικατοπτρισμό του ίδιου σου του εαυτού, των γενεών που προηγήθηκαν και των αγέννητων τέκνων μιας Φυλής που χάνεται μέσα σε έναν υγρό λάκκο σκαμμένο από την ίδια. Σκεφτόμουν πόσο ωφέλιμη θα ήταν η εκμετάλλευση όλων αυτών των υγιών ροπών των νέων Ελλήνων από ένα πραγματικά Εθνικό Κράτος. Η ανάγκη επιμόρφωσης και ιδεολογικής κατάρτισης στο στράτευμα είναι τεράστια. 

Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν θα ξεκινήσει από τα ανώτερα κλιμάκια διότι σκεπτόμενοι ριζοσπάστες εθνικιστές με αντιεξουσιαστικές ροπές είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε το σύστημα. Ένας καταδρομέας καλός αθλητής, ντόμπρος, πεισματάρης, δυνατός χωρίς όμως θεωρητικό - πνευματικό υπόβαθρο από πίσω, είναι ένας ακόμα ελεγχόμενος στρατιώτης των δογμάτων της μόνο επιφανειακά αντιδραστικής ακροδεξιάς και του συμβατικού φιλελέ πατριωτισμού. Το ότι θα βγει δυνατότερος με εμπειρίες και πρακτικές γνώσεις του προσδίδει ένα προβάδισμα το οποίο όμως στην κοινωνική του ζωή καταλήγει να έχει καθαρά ατομικό χαρακτήρα. Η ομαδικότητα και η συντροφικότητα που έχει αναπτύξει χάνονται όταν αυτός απολύεται διότι ρίχνεται να επιβιώσει σε έναν κόσμο που κυριαρχούν οι λυκοφιλίες, ο ατομικισμός, η ικανοποίηση των κατώτερων μας ενστίκτων και η υλιστική κοσμοθέαση.

Όσοι δικοί μας βρεθούν σε παρόμοιες καταστάσεις να μην διστάσουν να ρίξουν άδεια για να πιάσουν γεμάτα σε μια συζήτηση. Ο Εθνικοσοσιαλιστής κρύβεται σε τέτοια περιβάλλοντα διότι είναι διωκόμενος και του χρειάζεται ένα σήμα από έναν άλλον αδερφό για να αναθαρρήσει και να δραστηριοποιηθεί έστω συνάπτοντας μια νέα φιλία με ένα άτομο της ίδιας ιδεολογίας. Οι δυο συναγωνιστές που προανέφερα, ήρθαν σε εμένα και με ρώτησαν  για να εξακριβώσουν την ιδεολογική μου ταυτότητα όταν έκανα επίτηδες αναφορά στον σοσιαλισμό μια φορά στα εστιατόρια. Διαφορετικά δεν θα τους είχα γνωρίσει και δεν θα μπορούσαμε στο μέλλον να αποτελέσουμε ένα μικρό έστω κύτταρο αντίστασης μέσα στον βάλτο.

Η συμβουλή μου προς τους νεότερους αναγνώστες είναι να καταταγούν στις Ειδικές Δυνάμεις. Τα θετικά που θα αποκομίσουν είναι πολύ περισσότερα από τα αρνητικά. Δεν τους αξίζει να κάθονται βαριεστημένοι σε μονάδες του πεζικού τρώγοντας από ντιλίβερι. Να θυμούνται όμως πάντα πως δεν εκπαιδεύονται για το κράτος αλλά για την Φυλή. Δεν γίνονται στρατιώτες, αλλά οπλίτες. Όντας η αιχμή του δόρατος δεν θα αποτελέσουν τους καλύτερους δούλους του καθεστώτος αλλά τους μεγαλύτερους κριτές και δήμιούς του. Οι μεγάλες μάχες δεν θα δοθούν στα χαρακώματα αλλά στις πόλεις. Να γαλουχούνται πάντα στα δύσκολα γιατί μόνο ο Θεός ξέρει πόσο δύσκολα είναι αυτά που θα έρθουν.

Θα πάρω ένα τρένο - Λουκάς Σταύρου

 

08/02/2015

Θα πάρω ένα τρένο

μια αυγή

να ταξιδέψω στις εικόνες μου

τις περασμένες

σε υψηλή συγκίνηση

να αναταθεί η ψυχή μου

μέχρι σε τούνελ σκοτεινό

να μπει

το φοβερό βουητό

στις σκουριασμένες ράγες

να απομείνει

σαν ένας ύστατος σπαραγμός.

Λουκάς Σταύρου

Δεν ήταν ατύχημα αλλά ένα ακόμη έγκλημα της αστικής δημοκρατίας.


"Οτιδήποτε είναι επιζήμιο για την σημερινή τάξη πραγμάτων έχει την υποστήριξή μας. Διότι εμείς επιζητούμε την Καταστροφή. Σε ένα κόσμο που μας έχει περιθωριοποιήσει, υψώνουμε την αρχή της θέλησης για καταστροφή, διότι μόνο η καταστροφή που θα καθαρίσει τα πάντα από το σάπιο φιλελεύθερο σύστημα θα ανοίξει τον δρόμο σε εμάς τους Εθνικοσοσιαλιστές. Γι' αυτό και εμείς παλεύουμε για να επιταχύνουμε την αρχή της καταστροφής του σημερινού συστήματος στηρίζοντας ότι εναντιώνεται σε αυτό και το βλάπτει, όπως κάθε απεργία, κάθε κυβερνητική κρίση, κάθε αδυναμία του Κράτους. Κάθε αποδυνάμωση του είναι καλή, πολύ καλή για μας και πάντα εμείς θα προσπαθούμε να δυναμώνουμε όλες τις παραπάνω δυσκολίες για το κράτος, με πείσμα και με θέληση ώσπου αυτό τελικά πεθάνει".

Gregor Strasser



του Σταύρου Λιμποβίση

Η νέα «θυσία» των Τεμπών στον βωμό του κέρδους και της αδιαφορίας είναι ένα μόνο κεφάλαιο από το ματωμένο βιβλίο αυτού του πολύπαθου λαού, που δείχνει να τον βαραίνει μια κατάρα ζοφερή. Από τα χιλιάδες παιδιά των ορεινών χωριών που πέθαναν πριν και μετά την γέννα επειδή δεν υπήρχαν δομές υγείας, τους χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που ξεκλήρισαν οι μεταδοτικές ασθένειες στους βάλτους που τους έβαλε το κράτος προς εξεύρεση κατοικίας, από τους νεκρούς που έθαψαν κρυφά στα μοναστήρια της εκκλησιαστικής εξουσίας, στα ναυάγια με τα σάπια πλοία των εφοπλιστών - του σχεδίου Μάρσαλ και της ρεμούλας - μετά τον εμφύλιο που έπνιξαν χιλιάδες, οι νεκροί στις οικοδομές και τα εργοτάξια των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι τους νεκρούς της Πάρου της Μάνδρας και τους Ματιού και σήμερα των Τεμπών είναι η ίδια ματωμένη πορεία σε μια χώρα χειρότερη και από αφρικανική αποικία. 

Δεν υπάρχουν λόγια για τον χαμό των νέων παιδιών που ξεκληρίστηκαν επειδή το κομματικό δημοκρατικό κράτος επέλεξε να παίξει με τις ζωές τους και να βάλει ως προτεραιότητα το κέρδος και το βόλεμα. Η συντριβή των οικογενειών και η οδύνη είναι τα συναισθήματα όλων αυτών που βλέπουν μια Ελλάδα να πεθαίνει από τα τροχαία, την πρέζα και τις αρρώστιες ακόμη και από τα εμβόλια των Ισραηλινών πολυεθνικών. Τι να πεις και τι να περιγράψεις για την νέα αιματηρή θυσία στον φρικιαστικό βωμό ενός ανθελληνικού κράτους που ήταν είναι και θα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των Τελευταίων Πιστών. 

Από όπου και να πιάσεις τον Μινώταυρο της δημοκρατίας, στα χέρια σου θα κυλήσει αίμα από τις άγνωστες δολοφονίες στον Έβρο και τα νησιά ή τις αυτοκτονίες στον στρατό, από τους χαλασμένους δρόμους που ξεκληρίζονται ολόκληρα χωριά, από την πρέζα που σπρώχνει το ίδιο το σύστημα εξουσίας και άνθρωποι των υπουργείων με τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ να κουβαλούν την πρώτη ύλη από το Αφγανιστάν, από τις χιλιάδες εκτρώσεις που χρηματοδοτεί το ίδιο το κράτος προς όφελος των γιατρών, από τα παιδιά που είχαν ανάψει το τσουκάλι για να ζεσταθούν και πνίγηκαν από τα αέρια, από όλους αυτούς που πέθαναν στον δρόμο από ασιτία ή από καρκίνο στα νοσοκομεία επειδή δεν νοιάζεται κανείς ή επειδή οι πολυεθνικές αρέσκονται στο να μας ταΐζουν τον θάνατο σε πολλές γεύσεις. 

Όλα τα μεγάλα εγκλήματα έχουν αστική υπογραφή και δημοκρατικό περιτύλιγμα, είτε περπατάς στον δρόμο και κάποιος ένοπλος θα σε ελέγξει για την ταυτότητα σου με το πιστόλι δίπλα στο πρόσωπο, είτε θελήσεις να πας με το τρένο και να γυρίσεις τελικά σε κομμάτια και με την νεκροφόρα επειδή κάποιος του ήρθε να πει «πάμε και όπου βγει». Το νέο αφήγημα της αποικίας δεν έχει κάποιο σενάριο γιατί απλά δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι τέτοιο. Η δημοκρατία είναι εδώ ενωμένη δυνατή και με τείχος ισχυρό χτισμένο από όλα τα κόμματα και τους αντιφασίστες. Η δημοκρατία είναι θωρακισμένη εδραιωμένη και φοράει κουκούλα όπως ο δήμιος. Η δημοκρατία έχει εμπειρία σφαγής από την Μήλο και την Εύβοια μέχρι την Βανδέα την Δρέσδη την Απείρανθο τον Πειραιά την Βαγδάτη και την Τζενίν. 

Η δημοκρατία όμως δεν έχει αδιέξοδα διότι όταν θέλει είναι η ίδια και διέξοδος και αδιέξοδος. Το αδιέξοδο το έχει ο λαός μας που αγνοεί ότι ο αφανισμός του είναι έργο σε εξέλιξη. Σου τάζουν δεκάωρο για 600 ευρώ και σου δίνουν αντίδωρο επίδομα αναπηρίας. Σε αφήνουν στα χέρια των αφεντικών του ιδιωτικού τομέα και σε σκοτώνει η δουλειά αν δεν σε σκοτώσει ο οδηγός της Μπακογιάννη στα φανάρια του Συντάγματος. Σε στέλνουν για θητεία και αν καείς από βραχυκύκλωμα - όπως έγινε το 2004 με πέντε νέους - απλά στην κηδεία σου η Σημαία θα βρίσκεται στο φέρετρο σου και οι γονείς σου με το ένα πόδι στον τάφο. Και εκείνη η Σημαία αρχίζει να ξεθωριάζει στα μάτια μας. Και κάθε φορά που ακούμε για έναν νέο νεκρό οικοδόμο που σκοτώθηκε επειδή κανείς δεν έλεγξε τα μέτρα ασφαλείας ξεθωριάζει η Σημαία πιο πολύ. Και κάθε φορά που ο θάνατος, σου θυμίζει ότι ουδείς εστί αθάνατος ξεθωριάζει ακόμη πιο πολύ η Σημαία. Και κάθε φορά που η ακροδεξιά δείχνει να μην νοιάζεται για τις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες η Σημαία μας φαίνεται σαν την σημαία της παράδοσης. Και νέες κηδείες και νέα μνημόσυνα και νέες Γαλανόλευκες διπλωμένες και G3 να ρίχνουν στο αέρα και αθάνατος να φωνάζουν κάποιοι και δώσε μουσική πένθιμη. 

Κανείς δεν είπε όμως για τα σάπια F4 (ο Μιχαλολιάκος θυμήθηκε μόνο να μας πει ότι τα παρήγγειλε η χούντα) κανείς δεν είπε για τα σάπια ελικόπτερα που μας έδωσαν οι ΗΠΑ και έχουν πέσει κάποια από αυτά, κανείς δεν θα βγάλει μιλιά για τους νεκρούς στρατιωτικούς που πέθαναν από το ουράνιο των βομβών στο Κοσσυφοπέδιο. Και ας το δούμε και άνευ εθνοσήμου. Κανείς δεν θα πει για τον εργάτη της ΔΕΗ που ο εργολάβος τον έστειλε στο καμίνι της μονάδας λιγνίτη να πεθάνει για το χρονοδιάγραμμα εργασίας, κανείς δεν θα νοιαστεί πλην λίγων. Κανείς δεν θα πει κάτι για τον ντελιβερά που περνάει το κόκκινο φοβούμενος μην χάσει τον μισθό που έχει ανάγκη. Κανείς πλην ελαχίστων δεν θα θυμηθούν τους νεκρούς στα ναυπηγεία που ανατινάχτηκαν στα αμπάρια των πλοίων. Όλοι θα ξεχάσουν πλην ελαχίστων, όλοι θα πουν συλλυπητήρια και κρίμα τα παιδιά και πάλι όμως θα τους ψηφίσουν τους κομματάρχες. Και οι κομματάρχες θα συνεχίσουν να πίνουν τον φρέντο τους στα σαλέ της Ελβετίας γιατί όπως είπε και ο δημοσιοκάφρος «μας χρειάζονται οι θυσίες για να βελτιωνόμαστε». 

Δεν είναι όμως τα δικά τους παιδιά που πεθαίνουν. Αυτά έχουν ασφάλειες ζωής και ελικόπτερα αν χρειαστεί, γιατρούς και εντατικές ιδιωτικές, φάρμακα αν πάθουν καρκίνο και θεραπεία αν τους χτυπήσει ο κινέζικος ιός. Όλοι σε λίγες ημέρες θα χαιρετίσουν την νέα νίκη της δημοκρατίας στις εκλογές, και του χρόνου τέτοια μέρα θα πατήσουν like στην υπενθύμιση της τραγωδίας. Η δημοκρατική τους αγωνία θα έχει λήξει και θα αναμένουν την νέα τραγωδία που θα μας χτυπήσει την πόρτα.

Avanti ragazzi di Buda (deutsche version)


 

Από τα χαρακώματα στο Nouvelle Droite: Jean Mabire, ένας Ευρωπαίος διανοούμενος (Σαμουράι της Δύσης)

 

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1927, ο Jean Mabire, μια από τις κύριες μορφές της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής κουλτούρας, γεννήθηκε στο Παρίσι από μια οικογένεια Νορμανδών. 

Υπέρμαχος ενός τοπικιστικής ταυτότητας που δεν στόχευε στον κατακερματισμό, αλλά αντίθετα στην ενίσχυση του πλουραλισμού των τοπικών πολιτισμών με στόχο ένα ευρύτερο όραμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας, γνώρισε πολλούς βετεράνους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από πολύ νεαρή ηλικία, κυρίως εθελοντές των Waffen SS στους οποίους ο Mabire απέτισε φόρο τιμής κάνοντας τους ζωντανούς και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες στα μυθιστορήματα του και που είχαν μεγάλη επιρροή στην εκπαίδευση του. 

Ιδρυτής του περιφερειακού περιοδικού «Viking» το 1949, το οποίο θα διευθύνει μέχρι το 1955, ενώ από το 1956 θα συνεργαστεί με πολλά περιοδικά μεταξύ των οποίων το «La Presse de la Manche», «Historia», «Défense de l’Occident», «Europe-Action» και των οποίων θα γίνει εκδότης μαζί με τον Dominique Venner, και τέλος με το περιοδικό «Éléments ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Μνήμη Δρέσδης 13.02.1945 (Ανάκτηση)


Ο βομβαρδισμός της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διήρκεσε πέντε χρόνια και είναι ένα γεγονός που όμοιό του δεν συναντάται στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας ερήμωσε, με τη διαφυγή και το διωγμό των κατοίκων από εκεί. Η  Γερμανία  γνώρισε τη μεγαλύτερη συμφορά μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Και περισσότερες από χίλιες πόλεις και χωριά βομβαρδίστηκαν. 

Σχεδόν ένα εκατομμύριο τόνοι βόμβες έπεσαν πάνω σε τριάντα εκατομμύρια πολίτες, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Σ’ όλη τη γερμανική επικράτεια, σημειώθηκαν εκρήξεις και ξέσπασαν πυρκαγιές, υπήρξαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο θύματα, ενώ πόλεις, που χρονολογούνταν από το Μεσαίωνα, υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Βέβαια, ο πύρινος όλεθρος στο Αμβούργο και στη Δρέσδη έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του Γερμανικού έθνους και είναι ευρέως γνωστός. Ωστόσο, λίγα γνωρίζουμε για το τι πραγματικά συνέβη στο Πφόρτσχαϊμ, το Ντόρτμουντ, το Ντάρμστατ, το Κρέφελντ, και το Κάσελ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις που έγιναν στάχτη. 

Στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου 410.000 Γερμανούς πολίτες σκοτώθηκαν από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές. Από τον Ιούλιο 1944  έως τον  Ιανουάριο  1945, κατά μέσο όρο 13.536 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους κάθε μήνα. Στο Αμβούργο και μόνο περίπου 49.000 άμαχοι σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς, και στο Βερολίνο περίπου 35.000. Κατά τη διάρκεια μιας και μόνον  επίθεσης που  πραγματοποιήθηκε τη νύχτα από 1 – 14 Φεβρουάριος 1945, περισσότεροι από 130.000 πολίτες σκοτώθηκαν στη Δρέσδη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές οι  πόλεις είχαν πέσει θύματα των στρατηγικών βομβαρδισμών  των Συμμάχων.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Για τα δικαστικά έξοδα του Ιφικράτη Αμυρά

 

Ο Εθνικο-Απελευθερωτικός Αγών εναντίον του κατοχικού μισελληνικού καθεστώτος συνεχίζεται επί χρόνια.

Η συνδρομή του Ιφικράτους Αμυρά βοήθησε στην αναβάθμιση του ιδεολογικού εξοπλισμού των απροσκύνητων Ελλήνων.

Ως επιτροπή για την στήριξη του Ιφικράτους Αμυρά ευελπιστούμε στην βοήθειά σας για να συνεχιστεί ο Αγών για Εθνική Ανεξαρτησία.

Αντιμετωπίζει ποινικές διώξεις από το μισελληνικό καθεστώς. Η συνδρομή σας θα βοηθήσει την συνέχεια του Αγώνος. Κάθε βοήθεια, όσο μικρή και αν είναι, είναι πολύτιμη.

Όποιος φίλος, συναγωνιστής, ομοϊδεάτης θέλει να συνδράμει στα δικαστικά έξοδα, ας επικοινωνήσει με προσωπικό μήνυμα (iphicrates@hotmail.com), ή στο 6932353329 για κατάθεση οιοδήποτε ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό, ή σε προπληρωμένη κάρτα, ή με ταχυδρομική επιταγή, ή στο paypal.

Επιτροπή εράνου για την στήριξη του Ιφικράτους Αμυρά

Προπληρωμένη κάρτα εθνική τράπεζα: 4423170092511403, δικαιούχος Ιφικράτης Αμυράς.

Ταχυδρομική επιταγή εσωτερικού Money Express στα ΕΛΤΑ, δικαιούχος Ιφικράτης Αμυράς, (αποστολή στον δικαιούχο μηνύματος με αριθμό επιταγής και ποσόν). 

paypal.me/IphicratisAmyras

Η κοινοποίηση του μηνύματος θα βοηθήσει στην συλλογή του ποσού


Με αφορμή την παρουσία του Αθανασίου Σφήκα στην εκπομπή της «Αντικαθεστωτικής Επικαιρότητας».

 

του Σταύρου Λιμποβίση

Δεν μπορεί κάποιος που κινείται εντός του «χώρου» να αγνοήσει την 96η εκπομπή της ΕΣΑ η οποία προβλήθηκε πριν τρεις μέρες και οργανικά κινείται γύρω από τον κύκλο υποστηρικτών του Κωνσταντίνου Πλεύρη, ενώ ιδεολογικά προβάλλει τον Εθνικοσοσιαλισμό σύμφωνα με τα Χιτλερικά πρότυπα. Ο μεγάλος αριθμός προβολών και σχολίων που προέρχονται κυρίως από νεολαίους αποδεικνύει στην πράξη ότι εντός των τειχών κάποιοι - που είναι πολλοί περισσότεροι από τους υπολογισμούς της ασφάλειας και της antifa - δεν αποδέχονται το αφήγημα της «εθνικοφροσύνης» και της ακροδεξιάς παράνοιας. Πέρα από τις όποιες διαφωνίες που σίγουρα υπάρχουν, μια εκπομπή που έχει ένα φανατικό κοινό καλό είναι να μπαίνει στο πολιτικό μικροσκόπιο προς ανάλυση σχετικά με την εκφορά του λόγου των παρουσιαστών και κυρίως των καλεσμένων. 

Η πρόσφατη φιλοξενία στελέχους του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη δεν αναδεικνύει μόνο το χάος ανάμεσα στα επιχειρήματα των δυο πλευρών αλλά προϊδεάζει για το τι μέλλει γενέσθαι με το «εθνικό κόμμα» που χτίστηκε με φθαρτά υλικά και στέκει ως παράνομο παράπηγμα στο οικόπεδο της ζοφερής πολιτικής πραγματικότητας. Ο λόγος του μέλους της νεολαίας του Κασιδιάρη «τρομάζει» όσους πίστεψαν σε κάτι ελπιδοφόρο και «φρέσκο» που θα ξεπρόβαλλε από τα πολιτικά αποκαΐδια της «Χρυσής Αυγής». Οι υποστηρικτές του Πλεύρη εύκολα διαπόμπευσαν μέσα σε μια μιάμιση ώρα ένα ολόκληρο κόμμα και προς δική τους ικανοποίηση κατάφεραν να αναδείξουν την αχίλλειο πτέρνα του «κόμματος της τηλεκάρτας». Ενός κόμματος που η ηγεσία του βρίσκεται αδίκως στην φυλακή, και προσπαθεί να συντονίσει καταστάσεις και προεκλογικές εκστρατείες με έναν αποτυχημένο καθιερωμένο τρόπο από το παρελθόν ενώ στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων δείχνει να εισέρχεται στο κ(υ)νοβούλιο. Όμως ο βασιλιάς (όχι ο playboy που πέθανε προσφάτως) είναι γυμνός εδώ και καιρό. 

Οι απαντήσεις σχετικά με τον καπιταλισμό και την Ε.Ε. το ΝΑΤΟ και το εθνικό νόμισμα είναι μόνο η κορυφή του πολιτικού παγόβουνου. Συνολικά το κόμμα του Κασιδιάρη κινείται σε αχαρτογράφητα πολιτικά νερά χωρίς πυξίδα και στην ουσία χωρίς καπετάνιο. Πρόσωπα άχρωμα και άοσμα επαναλαμβάνουν τα λάθη και τα τσιτάτα της πιο άσχημης στιγμής της «Χρυσής Αυγής», κάνουν πρόβα σε γραβάτες και κουστούμια για την στιγμή της δικαίωσης … ενώ τα κομβικά ιδεολογικά ζητήματα παραμένουν στην αφάνεια λες και θέλουν με μανία να είναι ο μελλοντικός εύκολος στόχος για την δεξιά του Μητσοτάκη. Η πολιτική ανικανότητα του Σφήκα να απαντήσει σε απλές ερωτήσεις είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό των πολιτικών στελεχών του κόμματος και εν αγνοία του ο εν λόγω νεαρός έκανε μεγαλύτερη ζημιά από ποτέ στο πολιτικό καμπαρέ του πρώην νο2 της «Χρυσής Αυγής». 

Αν κάποιος κάνει τον κόπο να μελετήσει ποιοι εκπροσωπούν το κόμμα θα διαπιστώσει με θλίψη ότι ο πυρήνας των προβεβλημένων στελεχών δεν είναι παρά κρατικοδίαιτοι και πρώην ένστολοι υποστηρικτές του καθεστώτος ή απογοητευμένοι πρώην πλασιέ του πολιτικού τσελεμεντέ του Νίκου Μιχαλολιάκου. Είναι πασιφανές ότι το κόμμα του Κασιδιάρη αν τελικά καταφέρει να κατέβει στις εκλογές και δεν τους σκάψει τον λάκκο ο Βορίδης θα αποτελέσει ένα νέο εξαπτέρυγο της άκρας δεξιάς. Τα δείγματα γραφής είναι συγκεκριμένα από την αρχή ενώ οι επαφές και οι ύμνοι προς Μελόνι, Τραμπ και Ορμπάν θυμίζουν τις ανάλογες ευρωπαϊκές ακροδεξιές ομάδες που είναι η νέα μόδα στον εθνικισμό. 

Η δημοτικότητα και ο λόγος του ιδρυτή του κόμματος δεν θα μπορέσει στο μέλλον να περιορίσει τις επιθέσεις του συστήματος αφού οι ρίζες της ιδεολογικής συγκρότησης είναι πλήρως αποκομμένες από το λαϊκό συμφέρον και την καθημερινή πραγματικότητα. Στο άρθρο εδώ με τίτλο ‘’Ηλίας Κασιδιάρης: ένας«νεοναζί λύκος» ή ακόμη ένας θεσμικός αντιφασίστας ακροδεξιός;’’ αρκετό καιρό πριν είχε αναλυθεί η πολιτική ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που σήμερα θεωρείται η νέα ελπίδα των εθνικιστών, ενώ δεν έσπευσα να αναφερθώ και πάλι παρά όταν η επιβεβαίωση υπήρξε πλήρης με το άρθρο ‘’Με τον Ελληνισμό ή με τον Eliyáhu (אֱלִיָּהוּ) ;’’ και το ‘’Κύριε Δημακόγιαννη … Shalom שָׁלוֹם ;’’ όπου τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με την στάση των Ελλήνων ΓΤΠ σε σχέση με τον διεθνή σιωνιστικό παράγοντα. Ο τελευταίος θεωρείται θέμα ταμπού για την πλειοψηφία των ακροδεξιών και σπανίως υπάρχουν αναφορές ή καταγγελίες για την δράση του και την εξάπλωση των σχεδίων του.

Εν κατακλείδι η παρουσία του υποψήφιου βουλευτή των Ελλήνων ΓΤΠ είναι δείγμα γραφής των «νεοεθνικιστών» που έχουν αλώσει σε πολλαπλά επίπεδα τον εθνικισμό και δυστυχώς την ριζοσπαστική σκέψη και δράση. Ενώ αρχικά δείχνουν να ευνοούνται από τις πολιτικές συνθήκες και να απολαμβάνουν της ευκαιρία να γευτούν τους «λωτούς» του κοινοβουλευτικού ονείρου, την ίδια στιγμή παραμένουν μια εύκολη λεία στα μαντρόσκυλα του κράτους και των αντιφασιστών. Χρέος μας είναι να ξεχωρίσουμε την θέση μας και να αρνηθούμε συνολικά το αφήγημα που ίδιο με το σημερινό είχαν στο παρελθόν η ΕΠΕΝ,  το ΕΝΕΚ, η Χρυσή Αυγή και οι υπόλοιπες βαλβίδες ασφαλείας του συστήματος με κατασκευαστή την ελληνική άκρα δεξιά. 

Ο γράφων θα έχει την ευκαιρία στο μέλλον - σε ένα ευρύτερο κοινό - να αναλύσει το παρασκήνιο της νέας ακροδεξιάς οπερέτας προς ενημέρωση όλων αυτών που νοιάζονται πραγματικά για την αντιδημοκρατική παράδοση και δεν ερεθίζονται μπροστά στην θέα του κοινοβουλευτικού πορνείου της αστικής δημοκρατίας που ζέχνει διαστροφή σαπίλα και βρωμιά.

Αυτόνομοι Ηπείρου



«Αν οι μεγάλες μάζες ήταν τόσο διαφανείς, τόσο συμπαγείς μέχρι τα μεμονωμένα άτομα όπως ισχυρίζεται η κρατική προπαγάνδα,  θα ήταν αρκετοί τόσο αστυνομικοί, όσοι είναι οι σκύλοι που χρειάζεται ένας βοσκός για τα κοπάδια του.

Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά, αφού ανάμεσα στο γκρίζο των προβάτων κρύβονται οι λύκοι, δηλαδή εκείνα τα όντα που δεν έχουν ξεχάσει τι είναι ελευθερία.

Και όχι μόνο αυτοί οι λύκοι είναι δυνατοί από μόνοι τους, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος, μια κακή μέρα, να μεταδώσουν τις ιδιότητες τους στη μάζα και το κοπάδι να μετατραπεί σε αγέλη. Αυτός είναι ο εφιάλτης των ισχυρών»

Ernst Junger, "Η συνθήκη του επαναστάτη"

Βιβλιοπαρουσίαση: Αντι-εξουσία, Μανιφέστο μιας Μεθοριακής Διάστασης των Επαναστατικών Ιδεών

Μανιφέστο μιας μεθοριακής διάστασης των Επαναστατικών Ιδεών

Ο χαρακτήρας του βιβλίου αυτού δεν είναι «θεωρητικός» αποκλειστικά ούτε «διεκπεραιωτικός» - για «άμεση δράση» και «δράση για την δράση» - αλλά αντιθέτως αποτελεί μια καταγραφή σκέψεων πάνω σε κάποια ζητήματα που απασχόλησαν τον συγγραφέα σε πρακτικό επίπεδο, όσον αφορά την δόμηση μιας νέας Συνείδησης για όλους αυτούς που αγωνίζονται ή θέλουν να αγωνιστούν για κάτι παραπάνω από έναν Εθνικό αγώνα και για όλους αυτούς που θέλουν κάτι επιπλέον στον Επαναστατικό παλμό τους.

πρόλογος

Μανιφέστο για μια ξεχασμένη λέξη

Εισαγωγικό Σημείωμα: Μια κατάσταση συναγερμού

περιεχόμενα

Ένας Κόσμος Ερειπίων

Το «Αντάρτικο Πόλεων» των Ιδεών

Η Επαναστατική Ηθική

Η Αντιεξουσιαστικότητα

Αντί επιλόγου: Στόχος είναι το μυαλό 

πηγή

Niccolo Giani: Mistica Fascista

 

του Nakos Blacksun

Ο Niccolò Giani (20 Ιουνίου 1909 - 14 Μαρτίου 1941) ήταν Ιταλός Φασίστας φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Ιδρυτής της σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού. Αφού φοίτησε στο Λύκειο "Dante Alighieri" στην Τεργέστη μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου το 1928 γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αποφοιτώντας το 1931. Ενώ στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου εντάχθηκε επίσης στις Φασιστικές Πανεπιστημιακές Ομάδες (GUF). Στις 4 Απριλίου 1930 ο Τζιάνι ανακοίνωσε την επικείμενη ίδρυση της Σχολής του «Φασιστικού Μυστικισμού», την οποία άνοιξε στο Μιλάνο λίγες εβδομάδες αργότερα μαζί με τον Αρνάλντο Μουσολίνι. Το 1931 ο Giani έγινε διευθυντής του σχολείου, μια θέση που άφησε στα τέλη του επόμενου έτους λόγω εσωτερικών συγκρούσεων με τον πολιτικό γραμματέα του GUF καθώς και την αποτυχία να μεταφέρει το σχολείο στην παλιά έδρα του Il Popolo d'Italia, γνωστό ως «Il covo» («Η Φωλιά»), ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της εθνικιστικής διανόησης, όπως πίστευε ο ίδιος και κατήγγειλε σε επιστολή του στον Μουσολίνι.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νίκολο Τζιάνι αναδείχθηκε σ’ ένα από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του Φασισμού. Έγραψε βιβλία και άρθρα για τα θέματα που επηρέασαν ακόμη και τον Μουσολίνι. Ως φοιτητής ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για την οργάνωση της Φασιστικής φοιτητικής νεολαίας στα ιταλικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τη σκέψη του, ο Φασισμός έπρεπε να επιστρέψει στις απαρχές του, δηλαδή στο επαναστατικό κίνημα του 1919, «μια πιο ριζοσπαστική επανάσταση σε συνδυασμό με την ανάκτηση μιας πιο φονταμενταλιστικής παράδοσης». 

Αφοσιώθηκε επίσης στη δημοσιογραφία, έγινε διευθυντής της εφημερίδας Cronaca Prealpina στο Βαρέζε και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένου της Tempo di Mussolini . Το 1938 ήταν μεταξύ των υπογραφόντων του Μανιφέστο της Φυλής, που υποστήριξε την διακήρυξη των Ιταλικών Φυλετικών Νόμων και το 1939 πήρε μέρος στην αντιεβραϊκή εκστρατεία από τις σελίδες του Cronaca Prealpina, βασισμένος στις δικές του πεποιθήσεις για τον «πνευματικό φυλετισμό», ως συμπλήρωμα του εθνικοσοσιαλιστικού «βιολογικού ρατσισμού»· το 1939 δημοσίευσε το άρθρο «Γιατί είμαστε αντισημίτες».

Το 1939, μετά από μακροχρόνιες πιέσεις από τον Giani, η επίσημη έδρα της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού μεταφέρθηκε στο "Il Covo", με μια τελετή υπό την προεδρία του γραμματέα του PNF Achille Starace. Με τα χρόνια το «Covo» είχε μετατραπεί σε μόνιμο μουσείο της Φασιστικής Επανάστασης και από τις 15 Νοεμβρίου 1939 ολόκληρο το κτίριο είχε ανακηρυχθεί «εθνικό μνημείο» με μια «τιμητική φρουρά» από σμηναγούς και βετεράνους πολέμου. Μεταξύ 19 και 20 Φεβρουαρίου 1940, με αφορμή τη δέκατη επέτειο από την ίδρυση του σχολείου, ο Τζιάνι οργάνωσε στο Μιλάνο το «Εθνικό Συνέδριο Φασιστών Μυστικιστών», το οποίο στις προθέσεις του θα έπρεπε να ήταν το πρώτο από τη σειρά των υπολοίπων σχολών.

Όπως οι περισσότεροι από τους «μύστες», ο Giani κατατάχθηκε ξανά ως εθελοντής, αυτή την φορά στο 11ο Σύνταγμα των Αλπινιστών. Είδε τον πόλεμο ως τον προάγγελο μιας επανάστασης που θα οδηγούσε σε μια νέα εποχή. Τον Ιούνιο του 1940 έλαβε μέρος στη μάχη των Δυτικών Άλπεων κατά της Γαλλίας, του απονεμήθηκε το Αργυρό Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας για μια δράση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουνίου 1940. Μετά την ανακωχή της Villa Incisa ο Giani επέστρεψε στην πολιτική ζωή, αλλά στο μεταξύ ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική είχε αρχίσει. Ζήτησε επανειλημμένα να σταλεί εθελοντής στο νέο μέτωπο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, στις 9 Νοεμβρίου 1940 μπόρεσε να φύγει για τη Βόρεια Αφρική ως πολεμικός ανταποκριτής των Il Popolo d'Italia, Cronaca Prealpina και L'Illustrazione Italiana, που συνδέονται με τις μονάδες της Regia Aeronautica. Εκτός από την δραστηριότητά του ως δημοσιογράφος, συμμετείχε και σε πτητικές αποστολές, αποσπώντας το Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας. Στις 28 Δεκεμβρίου 1940 ανακλήθηκε στην Ιταλία όπου ανέλαβε εκ νέου την ηγεσία της Cronaca Prealpina στο Βαρέζε.

Τον Φεβρουάριο του 1941 προσφέρθηκε και πάλι εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, για άλλη μια φορά τοποθετημένος στο 11o Σύνταγμα των Αλπινιστών. Στις 14 Μαρτίου 1941 προσφέρθηκε εθελοντικά να ηγηθεί μιας επίθεσης με στόχο την κατάληψη του βόρειου άκρου του Mali i Shëndëllisë, ενός βουνού στην Αλβανία που κατείχαν οι Έλληνες. Η ομάδα του πέτυχε να καταλάβει το ελληνικό φυλάκιο, αλλά στη συνέχεια ανατράπηκε από μια ελληνική αντεπίθεση, στην οποία ο Giani σκοτώθηκε σε μάχη σώμα με σώμα από μια ξιφολόγχη, στη συνέχεια το πτώμα του θάφτηκε κάτω από το χιόνι από τους άνδρες του 44ου Συντάγματος Κρητών. Επί μία εβδομάδα οι Ιταλοί στρατιώτες ψάχνουν το πτώμα του απεγνωσμένα μέχρι που κάποιοι Έλληνες αιχμάλωτοι από το 44ο Σύνταγμα που ήταν μπροστά στο συμβάν μαρτύρησαν την περιοχή του θανάτου του χωρίς όμως να ξέρουν το σημείο ταφής. 

Ο υπολοχαγός Ιωάννης Φουσκάκης διοικητής του 2ου Λόχου, του 1ου Τάγματος του 44ου Συντάγματος που ηγήθηκε της επίθεσης κατά τη διάρκεια της μάχης που σκοτώθηκε ο Τζιάνι μετά από μερικούς μήνες στις 10 Ιουνίου 1942 σε μία περίοδο ανακωχής οδήγησε τους Ιταλούς στο σημείο ταφής και το πτώμα του Τζιάνι βρέθηκε όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε και θάφτηκε σε στρατιωτικό νεκροταφείο των Ιταλών στην Κλεισούρα. Όταν διέρρευσαν τα νέα στην Ελληνική πλευρά  και κατάλαβαν τη σημασία του συγκεκριμένου ανθρώπου ο υπολοχαγός Ιωαννης Φουσκάκης είπε: «πραγματικά λυπούμαι που ένας τέτοιος σπουδαίος άντρας έφυγε από την ζωή, μακάρι να ήταν διαφορετικές οι συνθήκες για αυτόν, δυστυχώς έτσι είναι ο πόλεμος». 

Στη συνέχεια το 44ο Σύνταγμα Κρητών της γραμμής Μεταξά κράτησε ενός λεπτού σιγή με υψωμένη την δεξιά χείρα ως ένδειξη τιμής αλλά και συγγενικών ιδεών στο πρόσωπο του Νικολό Τζιάνι. Μετά τον θάνατο του, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Στρατιωτικής Ανδρείας για τη συνεισφορά του στην ιδέα αλλά και στον πόλεμο. Ακόμη και σήμερα ο Νίκολο Τζιάνι είναι γνωστός στους Ιταλούς Φασίστες. Το 2021, στην επέτειο των 80 χρόνων από το θάνατό του, οι Φασίστες του έκαναν αφιερώματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο τους.

Τι λένε οι Έλληνες για τον Τζιάνι.

Οι ελληνικές πηγές καταγράφουν λανθασμένα ότι η αντεπίθεση στην οποία σκοτώθηκε ο Τζιάνι έγινε την πρώτη μέρα της Εαρινής Επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941. Αξίζει να επισημανθεί ότι παρ’ όλο που οι Έλληνες κατάλαβαν από τα χαρτιά που βρήκαν πάνω στο πτώμα του Τζιάνι ότι ήταν κάποιος σημαντικός Φασιστής, δεν γνώριζαν την ταυτότητα του μιας και όπως τελικά απεδείχθη πολέμησε στην Αλβανία με ψευδώνυμο (προκειμένου να καταταχθεί εύκολα) και όχι με το πραγματικό του όνομα.

Τα άγνωστα θραύσματα της ιστορίας: αυτά έλεγε ο Αναρχικός ηγέτης Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, γραμματέας της FAI, ένα χρόνο μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, για τον Φασίστα αρχηγό της Φάλαγγας Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα

 

«Παρά τις διαφορές που μας χωρίζουν, βλέπουμε κάτι από αυτή την πνευματική συγγένεια στον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, έναν μαχητή, έναν πατριώτη, σε αναζήτηση λύσεων για τη χώρα του. Πριν τον Ιούλη του 1936 έκανε διάφορες προσπάθειες για να συναντηθεί μαζί μας. Ενώ όλη η αστυνομία της Δημοκρατίας ήταν ανίκανη να ανακαλύψει το ρόλο που παίζαμε στη FAI, ο Πρίμο ντε Ριβέρα γνώριζε τα πάντα για μας, στο ρόλο του ως ηγέτης μια άλλης παράνομης οργάνωσης, της Ισπανικής Φάλαγγας.

Eκείνη την εποχή για λόγους τακτικής σκοπιμότητας χρόνου δεν θέλαμε να εισέλθουμε σε κανένα είδος σχέσεων μαζί του. Δεν είχαμε καν την ευγένεια να επιβεβαιώσουμε την παραλαβή των εγγράφων που μας είχε στείλει, προκειμένου να μας γνωστοποιήσει μερικές από τις σκέψεις του, διαβεβαιώνοντάς μας ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για κοινή δράση προς όφελος της Ισπανίας.

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Αργεντινοί αναρχικοί ζήτησαν να μεσολαβήσουμε για να αποτρέψουμε την εκτέλεση. Ήταν αδύνατο να αποτρέψουμε την εκτέλεσή του, λόγω των εχθρικών μας σχέσεων με την κεντρική κυβέρνηση, αλλά πιστεύαμε τότε, και εξακολουθούμε να πιστεύουμε, ότι η εκτέλεση του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα ήταν ένα λάθος.

Ισπανοί αυτού του είδους, πατριώτες σαν αυτόν, δεν είναι επικίνδυνοι, ούτε καν στις τάξεις του εχθρού. Είναι μεταξύ εκείνων που είναι πιστοί στην Ισπανία και υποστηρίζουν τον σκοπό της Ισπανίας. Ακόμη και από αντίθετα στρατόπεδα, που επέλεξαν εσφαλμένα ως τα πιο κατάλληλα για τις γενναιόδωρες φιλοδοξίες τους. Πόσο διαφορετικό θα ήταν το πεπρωμένο της Ισπανίας αν μια συμφωνία μεταξύ μας ήταν τακτικά πραγματοποιήσιμη, όπως φρόνιμα πίστευε ο Πρίμο ντε Ριβέρα»

Berto Ricci, ο αναρχοφασιστής που κατάφερε να ξεπεράσει την αριστερά και την δεξιά

 

Του Antonio Pannullo το οποίο δημοσιεύτηκε στο Secolo dItalia στις 2 Φεβρουαρίου 2017 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα.

«Ο φασισμός είναι η εθνική αίρεση του σοσιαλισμού και η κοινωνική αίρεση του εθνικισμού. Από αυτές τις δύο αιρέσεις γεννιέται μια πίστη. Μοναδική. Από τις αιρέσεις, από θέσεις που αμφισβητούν η μία την άλλη, από τις αντιθέσεις που αντιπαρατίθενται, γεννιέται η πρόκληση της σύνθεσης. Μια νέα ορθοδοξία: η σωστή πίστη, ο σωστός δρόμος, ο σωστός τρόπος, η σωστή ζωή. Ο Berto Ricci μας το έδωσε αυτό. Η ζωή ως πολιτοφυλακή».

Ο Berto Ricci (1905-1941) από την Φλωρεντία, όπως και ο Alessandro Pavolini, ο τελευταίος του είχε αρνηθεί την κάρτα του Φασιστικού Κόμματος το 1932, όταν έμαθε για τις προηγούμενες αναρχικές του συμπάθειες. Αλλά στη Ρώμη, όπου έφτασε η αίτηση του Ricci, κάποιος που γνώριζε ολόκληρη την ιστορία και είχε τη δύναμη να αποφασίσει, του την έδωσε, την κάρτα γράφοντας: «Μήπως δεν ήμασταν κι όλοι εμείς αναρχικοί;».

Ο Ricci είχε συμπάθειες με τον Φασισμό από το 1927, αλλά του χρειάστηκαν πέντε χρόνια προβληματισμού προτού κάνει ένα βήμα που το θεωρούσε οριστικό. Και ήταν, δεν άλλαξε ποτέ ξανά πλευρά. Αποφοίτησε από σπουδές Μαθηματικών στην Πίζα και σε όλη του τη ζωή ήταν καθηγητής στα σχολεία, ακόμα και όταν συνεργάστηκε με διάφορα πολιτιστικά και πολιτικά περιοδικά και ίδρυσε εφημερίδες. 

Του άρεσε η επανάσταση του Mussolini, αλλά είναι λάθος να τον αποκαλέσουμε ως «αριστερό φασίστα», επειδή ο Ricci δεν συνέθεσε τον φασισμό με την δεξιά και την αριστερά: μοιραζόταν τον φασισμό - καθεστώς σε αυτό της αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας ότι όταν θα ρίζωνε θα έπρεπε να αναδείξει την κοινωνική ψυχή του, όπως συνέβη αργότερα. 

Μετά την αποφοίτησή του, ο Ricci συνεργάστηκε με το Il Selvaggio του Maccari και άλλα περιοδικά της Φλωρεντίας όπως το Bargello, το φύλλο εντολών μάχης της Φασιστικής ομοσπονδίας και με την Revolution, το όργανο των μαθητών του Guf, των Φασιστικών πανεπιστημιακών ομάδων. Αντι-ακαδημαϊκός, ποιητής, λαϊκιστής, ο Ricci δεν άρεσε στον Giovanni Gentile, βρήκε υποστήριξη από τον Julius Evola, τον οποίο συνάντησε, κι αυτός επίσης συμμετείχε στην αντι-ιδεαλιστική φιλοσοφική μάχη. 

Το 1931 ίδρυσε την L' Universale μαζί με μια δεκαπενταμελή ομάδα διανοουμένων, στην οποία συνεργάζονται δημοσιογράφοι του διαμετρήματος των Indro Montanelli και Romano Bilenchi. Άρεσε στον Mussolini, ο οποίος του ζήτησε να συνεργαστεί με την Il Popolo d'Italia. Το 1936 έκλεισε την L' Universale και έφυγε εθελοντικά για τον πόλεμο στην Αιθιοπία γράφοντας: «δεν υπάρχει πλέον ώρα για το τυπογραφείο».

Το 1940 συμμετείχε στο συνέδριο για την Φασιστική Μυστική Σχολή των Nicolò Giani και Guido Pallotta , επιμένοντας στο θέμα της κοινωνικής ενότητας και της κοινωνικοποίησης στις επιχειρήσεις. Ο Ricci δεν ήταν μόνο ένας από τους πιο πρωτότυπους Φασιστές στοχαστές, αλλά πιθανότατα ήταν όλου του εικοστού αιώνα: θεωρούσε την εκκλησία, τον καπιταλισμό, τον εθνικισμό παρακμή, έννοιες που εκφράστηκαν επίσης στο μοναδικό δοκίμιο που μας άφησε, ο Ιταλός συγγραφέας και αναδημοσίευσε ο εκδότης Ciarrapico το 1984 και προλόγιζε ο ίδιος ο Montanelli. 

Κρίνει θετικά την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, αλλά ήταν απολύτως αρνητικός στον βιολογικό ντετερμινισμό. Αδιάφθορος, και φτωχός: το δείπνο του γάμου του ήταν διάσημο, όταν πρόσφερε επτά καπουτσίνο στον ίδιο αριθμό επισκεπτών, έζησε σαν Σπαρτιάτης, σε ένα δωμάτιο με σιδερένιο κρεβάτι και ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία. 

Κατά το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε εθελοντικά και στάλθηκε στη Λιβύη ως υπολοχαγός των Μελανοχιτώνων, στην Κυρηναϊκή, όπου στις 2 Φεβρουαρίου 1941 ένα αγγλικό Spitfire τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Είναι θαμμένος στο Ιερό των Υπερπόντιων Πεσόντων στο Μπάρι. 

Μετά τον πόλεμο, με μια ντροπιαστική αλλά όχι ασυνήθιστη απόφαση στην damnatio memoriae  που ο αντιφασισμός κήρυξε χωρίς επιτυχία, ο δήμος της Φλωρεντίας ακύρωσε τον δρόμο που του ήταν αφιερωμένος για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα. Όπως είπε κάποτε στον Montanelli: «Σκεφτείτε ότι αν ακολουθήσετε έναν δρόμο θα πρέπει να τον πάτε μέχρι το τέλος». 

Όπως έκανε ο και ίδιος, ο οποίος - ο Mussolini ήταν ακόμη ζωντανός - δεν χαρίστηκε σε καμία κριτική για τις πιο τραγικές πτυχές του Φασισμού ή εκείνων που τον στήριζαν από συμφέρον. Ο Berto Ricci δεν περίμενε τον Mussolini να κρεμαστεί στην πλατεία Loreto για να τον επικρίνει, όπως έκαναν πολλοί Φασίστες διανοούμενοι.

Ο «αναρχοφασισμός»: από τον Berto Ricci στους NAR, η μεγάλη ιστορία ενός αιρετικού φλερτ.

Δημοσιεύτηκε από τον Μiro Renzaglia την 29η Ιουλίου 2011 στο εβδομαδιαίο Gli Altri και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα

link: «Αναρχοφασισμός»: Μια επισκόπηση της «Δεξιάς Αναρχικής» Σκέψης

Το 1932, έτος Χ της φασιστικής εποχής, ένας γνωστός και περήφανος Φλωρεντίνος αναρχικός, ο Ρίτσι Αλμπέρτο γνωστός ως ‘’Μπέρτο’’, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος διαφόρων λογοτεχνικών εντύπων, υπέβαλε αίτηση στην τοπική ομοσπονδία για ένταξη στο PNF (σ.μ. το εθνικό φασιστικό κόμμα). Σύμφωνα με την πρακτική, του αναρωτήθηκε: "Γιατί δεν γράφτηκα νωρίτερα;". Σε αυτό, στη στιγμή απάντησε με ειλικρίνεια: "Επειδή ήμουν αντίθετων ιδεών". Όπως το θέλει η γραφειοκρατία, το αίτημα έφτασε στο γραφείο του τοπικού ομοσπονδιακού, γραμματέα του Alessandro Pavolini, ο οποίος αντιτάχθηκε με ένα αποφασιστικό «Όχι» στο αίτημα. Λόγος άρνησης το κείμενο: «Έχει επιδείξει αναρχικές ιδέες στο παρελθόν». Για την τελική απάντηση, ωστόσο, ο φάκελος πέρασε στα Ρωμαϊκά γραφεία του εθνικού γραμματέα του κόμματος εκείνη τη στιγμή: ο Arturo Marpicati ο οποίος, έχοντας διαβάσει τα έγγραφα, ενέκρινε την εγγραφή προσθέτοντας τον λόγο στην εμπιστευτική απόρριψη στο κάτω μέρος: «Μήπως και εμείς οι φασίστες δεν ήμασταν αναρχικοί;»

Θεωρώντας ότι είναι χρήσιμο στην ανίχνευση του προφίλ, όσο και αν είναι επιλεκτικό, ενός αναρχοφασιστικού πρωτοτύπου, θα ήταν βολικό να ακολουθήσουμε, για μια στιγμή, την βιοδιανοητική πορεία του Berto Ricci. Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. Ο Ρίτσι πέθανε, πυροβολημένος από ένα Spitfire, στις 2 Φεβρουαρίου 1941 στον αφρικανικό πόλεμο, όπου θέλησε να πάει ως εθελοντής, ξεπερνώντας τις συνήθεις γραφειοκρατικές αντιρρήσεις. "Αντίθετων ιδεών," ήταν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ένταξη του στο Φασιστικό κόμμα. Αντίθετος με τα πάντα από μια αιρετική, ετερόδοξη κλίση και από πνεύμα αντιλογίας, ήταν πιστός μόνο στην πολύ αποκλειστικά δική του ιδέα του Φασισμού που βλάστησε σε αυτόν, γύρω στο 1927, από Στιρνερική, Σορελιανή και Νιτσεϊκή σπορά. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να πείσει τον εαυτό του για τη μοίρα του και άλλα δύο για να πάρει την κομματική κάρτα. Αλλά αυτό που ήταν στο DNA του τελικά αναδύθηκε.

Το παιχνίδι με το οποίο παθιάζονταν ήταν να αφήνει σπινθήρες να ξεφεύγουν από τη βίαιη αντιπαραβολή ιδεών σε μια ελεύθερη αντίφαση. Αναρχικός και αντιεθνικιστής, αλλά υπέρ της αυτοκρατορίας: "που θα επιτύχει την Μοναρχία του Δάντη και το Συμβούλιο του Μαντσίνι". Αντικαπιταλιστής αλλά για την εξέλιξη του προλεταριάτου σε ιδιοκτήτες, για μια πολιτική παράδοση αλλά «εμπλουτισμένη με λαϊκό Χριστιανισμό, ουσιαστικά και ισχυρά ειδωλολατρική». Ρεαλιστής, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό του Gentile, μα και ουτοπιστής. Αντικομμουνιστής, αλλά "η Αντί-Ρώμη δεν είναι στη Μόσχα, είναι στο Σικάγο: την πρωτεύουσα του χοίρου" γιατί "η κομμουνιστική επανάσταση έκανε καλό στον εαυτό της". Φασιστής της αριστεράς αλλά όχι εχθρικός προς τα δεξιά, γιατί "ο εχθρός νούμερο ένα ήταν και παραμένει το κέντρο, δηλαδή η βολεμένη μετριότητα. Το κέντρο είναι συμβιβασμός, εμείς είμαστε η ταυτόχρονη επιβεβαίωση των άκρων, στο σύνολο τους ".

Σιγά το πράγμα, ίσως ειπωθεί: η ιστορία ενός κάπως υπερβολικού συγγραφέα δεν μπορεί να ακυρώσει μια ενοποιημένη αντιθετική προκατάληψη αυτών των δύο πόλων. Ακόμα περισσότερο αν σκεφτούμε πού καταλήγουν τελικά οι δύο δρόμοι: στο «κανένα κράτος», στην αναρχία και στο «ηθικό κράτος», τον φασισμό. Ωστόσο, αυτό συντομεύεται αν εξετάσουμε τα πράγματα από μια οντολογική άποψη: και τα δύο «σχολεία» κηρύττουν την άμεση ανάληψη ευθύνης για την ατομική δράση και την υπεροχή της δράσης έναντι της θεωρίας. Και ακριβώς εδώ είναι το βραχυκύκλωμα που καίει τις αποστάσεις και παράγει αυτό το φλερτ που θα επιτρέψει στον Ricci και σε άλλους αναρχικούς να φορούν το Μαύρο Πουκάμισο και να γίνουν δράστες της Φασιστικής επανάστασης.

Θα αναφέρω μόνο μερικές από τις πιο περίφημες περιπτώσεις. Συνέβη στον καλλιτέχνη και ποιητή Lorenzo Viani, έναν αναρχικό στην συντροφιά του Errico Malatesta, ο οποίος άρχισε να σχεδιάζει μια κοινωνική δημοκρατία της Apuania και συνέχισε την πολιτική του πορεία ως "Squadrista". Συνέβη στον Leandro Arpinati, ο οποίος, προτού πέσει στην δυσμένεια του Μουσολίνι, ήταν σημαντικό στέλεχος του καθεστώτος. Ο Giovanni Papini αποκαλούσε τον εαυτό του αναρχικό, και γνωρίζουμε την περαιτέρω πορεία του. Ο Marcello Gallian ήταν επίσης αυτός που, ακόμα με το μαύρο μαντήλι της αναρχίας στο λαιμό του, ήταν μεταξύ των Φασιστών της πρώτης ώρας στην Piazza San Sepolcro στο Μιλάνο, λεγεωνάριος της επιχείρησης Rijeka και, τρία χρόνια αργότερα, ένας από εκείνους που βάδισαν προς την Ρώμη,  παραμένοντας πάντα, ωστόσο, ένας «καταραμένος» ανατρεπτικός. Ήταν όλοι τόσο τυφλοί που δεν είδαν τις διαφορές και τόσο ηλίθιοι που δεν πρόσεξαν την αντίφαση;

Ο ίδιος ο Marcello Gallian, ο οποίος όταν τον ρώτησαν τους λόγους της «μεταστροφής» του απάντησε: «Δεν είμαι κατάλληλος για μεταστροφές. Δημιούργησα έναν Χριστό για τον εαυτό μου, δημιούργησα έναν Μουσολίνι για μένα, δημιούργησα έναν επαναστατικό κόσμο για τον εαυτό μου, σύμφωνα με τις απαραίτητες και αιρετικές μου θέσεις». Δεν σας φαίνεται ότι αντηχεί τα λόγια εκείνου του άλλου σφαιρικού αναρχοφασίστα του αναγνωρισμένου πατέρα του αναρχικού tout court; Ο Max Stirner ο οποίος στο Der Einzige und sein Eigentum (ο μοναδικός και το δικό του), που δημοσιεύτηκε στη Λειψία το 1844, δήλωσε: «Η δύναμη μου είναι δική μου, τη δύναμη μου, μου τη δίνει ότι είναι δικό μου. Εγώ ο ίδιος είμαι η δύναμή μου … και για αυτό είμαι ότι είναι δικό μου ».

Ο Stirner ανήκει σε αυτή τη γενιά των φιλοσόφων που έχουν μπει στην ιστορία της σκέψης ότι έχουν γράψει ένα και μόνο ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο, ωστόσο, με το οποίο κλήθηκαν να αναμετρηθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναγνωρίζοντας ή όχι το χρέος της προέλευσης, τα πιο σκεπτόμενα κεφάλια όλων μεταξύ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και του 20ου από τον Søren Kierkegaard έως τον Friedrich Nietzsche στους καταστασιακούς. Ο Stirner σκιαγράφησε έναν άνθρωπο που παραιτείται από αυτά τα δεκανίκια που είναι τα «ισμοί». Αν ο άνθρωπος έπρεπε να βασίσει το νόημα της ύπαρξης του σε «ισμούς», είναι ο ίδιος: ένα «εγώ» που ισχυρίζεται ότι είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός. Το οποίο, για παράδειγμα, απασχόλησε βαθιά τους Μαρξ - Ένγκελς (βλ. Γερμανική ιδεολογία) στην αντίκρουση ενός δικού τους μηνύματος: «Ο Stirner είναι ένας άθλιος» ... To οποίο, ωστόσο, δεν είχε το αποτέλεσμα να εξαλείψει τη γοητεία της έκκλησης του (Στίρνερ) σε γενιές αναρχο-κομμουνιστών, αναρχο-σοσιαλιστών, αναρχο-ελευθεριακών και ακόμη και εκείνων που δεν ήταν ποτέ αναρχικοί.

Όπως και ο Μουσολίνι Μπενίτο, ο οποίος, ίσως λόγω του εκπαιδευτικού χρέους του προς την νεολαία, δεν εμπόδισε, ως Duce, την δημοσίευση και κυκλοφορία στην Ιταλία του Stirnerian opus. Και δεν ήταν ο μόνος. Ακόμη και συγγραφείς των οποίων η πνευματική αριστεία είναι αδύνατο να αγνοηθεί, και μερικές φορές κακώς θεωρούνται στην αντίπερα όχθη, τον αποτίμησαν θετικά. Όπως ο Carl Schmitt που δεν σταμάτησε ποτέ, όλη του την ζωή, την προσωπική του σώμα με σώμα μάχη με τη σκέψη του "ο Max, ο μόνος που με επισκέπτεται στο κελί μου" (το κελί ήταν αυτό της φυλακής στην οποία ήταν ακόμα φυλακισμένος 1947 "για την προετοιμασία ενός επιθετικού πολέμου"). Όπως ο Ernst Jünger, ο οποίος, στο Der Waldgang (ο αντάρτης) και στο Eumewil (Heliopolis), εντοπίζει το προφίλ του άναρχου, του οποίου είναι προφανής η καταγωγή του Μοναδικού. Ή όπως ο Julius Evola της φιλοσοφικής περιόδου της Θεωρίας και της Φαινομενολογίας του απόλυτου ατόμου, όπου εντοπίζει την ταυτότητα της αυτοκρατορίας: ο άνθρωπος αρκεί για τον εαυτό του. Δεν σας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι «δεξιοί» στοχαστές καλωσορίζουν τον Stirner και ο υπερστοχαστής της αριστεράς, ο Καρλ Μαρξ, τον μισεί;

Πριν από λίγο καιρό, στο διαδικτυακό περιοδικό που διαχειρίζομαι: il Fondo, έκανα ένα τεστ. Περνώντας το για δική μου διανοητική επινόηση, δημοσίευσα το «Μανιφέστο της ελευθερίας, της κοινωνίας και της επανάστασης!». Στο κείμενο, εκτός από τον τίτλο, δεν υπήρχε ούτε μια λέξη μου: ήταν όλα τα αποσπάσματα, χωρίς καμία διόρθωση, από τα έργα του Μιχαήλ Μπακούνιν, προφανώς όχι μεταξύ των πιο γνωστών. Το il Fondo  - το λέω αυτό για όσους δεν το ξέρουν - κανονικά ταξινομείται από τον εξωτερικό παρατηρητή ως ένα φύλλο της ριζοσπαστικής «δεξιάς» (στην πραγματικότητα, δημιουργήθηκε για να διαλύσει τις κατηγορίες δεξιά και αριστερά, και κυρίως της ριζοσπαστικής δεξιάς). Ξεκίνησε μια συζήτηση για το «Μανιφέστο», στο οποίο κανείς δεν εξέφρασε ουσιαστική κριτική για το συνολικό περιεχόμενο της πρότασης. Το πολύ να υπήρχαν κάποιες επιφυλάξεις για αυτό ή για εκείνο το απόσπασμα, κυρίως με προθέσεις μιας περαιτέρω μελέτης. Μέχρι που αποκάλυψα την "προβοκάτσια". Σε αυτό το σημείο, προστέθηκε το σχόλιο ενός συμμετέχοντα στο φόρουμ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα: "Δεν το βρίσκω πρόβλημα. Πάντα ήμουν λίγο αναρχικός, ίσως ακόμη και υποσυνείδητα".

Είναι σαφές ότι το τεστ μου δεν έχει επιστημονική αξιοπιστία: ισχύει μόνο ως κατά προσέγγιση δείκτης μιας συγκεκριμένης "ατμόσφαιρας". Αλλά αν κάνω τώρα κάτι άλλο, ρωτώντας: ποια οργάνωση θα υπέγραφε την κατ' εξοχήν ρήση του Μαξ Στίρνερ, "Έχω θέσει τον σκοπό μου στο Τίποτα": οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με τον ιστορικό τους φιναλισμό ή οι Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες*, με την αυθόρμητη μηδενιστική τους δράση, ποιο αποτέλεσμα πιστεύετε ότι θα έβγαινε;