«Ήθελαν να με
στρατολογήσουν να αποκαλύψω στοιχεία και να καταθέσω κατά του Redis».
«Όλοι
αναγνώριζαν πως ο Redis είναι ο κορυφαίος στρατιωτικός διοικητής. Ο «υπουργός εσωτερικών
της «DPR», η επιτροπή ανακρίσεων της Ρωσίας, και όλοι οι απλοί, καθημερινοί
άνθρωποι της «DPR» δεν ένοιωθαν παρά μόνο ΣΕΒΑΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΝΙΣ ΠΡΟΚΟΠΕΝΚΟ».
«Μας πήραν από
το Azovstal σε τέσσερις ομάδες. Η πρώτη ομάδα ήταν οι βαριά τραυματισμένοι που
έπρεπε να σταθεροποιηθούν. Η δεύτερη ομάδα συμπεριελάμβανε τους τραυματίες που
ήταν σταθεροί μεν, αλλά κλινήρεις. Η τρίτη ομάδα αποτελείτο από τους ελαφρά
τραυματισμένους, χωρίς σοβαρές πληγές και τους Διοικητές. Εγώ ήμουν στην
δεύτερη ομάδα.
«Και οι εχθροί
είχαν ελλείψεις σε γιατρούς και σε αποτελεσματικά αναλγητικά. Είτε το ίδιο το
νοσοκομείο είχε ελλείψεις είτε εμείς δεν έπρεπε να έχουμε περίθαλψη»
«Περικυκλωμένοι
από τρεις εχθρικές γραμμές από την αρχή ως το τέλος, είχαμε ελάχιστες ελπίδες
για ενισχύσεις»
«60% ή και 70% των στρατιωτών στο Τάγμα μιλούν ρωσικά»
«Πολλοί φίλοι μου σκοτώθηκαν απλώς διότι δεν έλαβαν τη
βοήθεια που ζήτησαν: «Δεν έχουμε αρκετούς άνδρες» …
«Με ελάχιστο
ύπνο, αδρεναλίνη στα κόκκινα και απίστευτη φυσική καταπόνηση, μετατρέπεσαι σε
ζόμπι και αυτό είναι που σε σκοτώνει»
«Δεν ήταν όλοι
ήρωες στην Μαριούπολη. Πολλοί επέδειξαν αξιοθαύμαστη ανδρεία με τεράστιο έργο.
Άλλοι πάλι φοβούνταν να βγουν έξω από το Azovstal. Πολλοί άνδρες μας «έλιωσαν»
από τις μάχες, έγιναν επιθετικοί και σταδιακά έχασαν τα λογικά τους θαμμένοι σε
ένα καταφύγιο.»
«Ένας μαχητής
από μια άλλη μονάδα αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Η σφαίρα διαπέρασε το σαγόνι
του και το μέτωπο του. Αλλά επιβίωσε για κάποιες στιγμές και παραπατούσε γύρω -
γύρω παραμιλώντας. Με πλησίασε και με ρώτησε με τη σφαίρα στο κεφάλι του: «Που
είναι το τηλέφωνό μου; Παιδιά, είδε κανείς σας το τηλέφωνό μου;» Όταν τον είδαν
οι γιατροί φυσικά κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να του προσφέρουν κάτι. Είπαν:
«Δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Όλα τα τραύματα στο κεφάλι πρέπει να αντιμετωπίζονται
σε νοσοκομείο». Τότε άρχισε να τους ικετεύει να «τελειώσουν τη δουλειά γι’
αυτόν»: «Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να το ξανακάνω, τελειώστε με …» Οι γιατροί
απάντησαν: «Είσαι με τα καλά σου; Φύγε από δω!» Και αυτό ήταν …»
Θέλω να προσθέσω πως αυτός ο άνδρας δεν είχε
τραυματισθεί προηγουμένως και ήταν αρτιμελής, δεν είχε πυροβοληθεί ούτε
βομβαρδισθεί. Δεν ήταν από το Azov, ούτε από τους Bears Μονάδα Ειδικών
Επιχειρήσεων, ή τις αστυνομικές δυνάμεις που ήταν μαζί μας. Ιδέα δεν είχα
τι ήταν αυτό που φοβήθηκε ξαφνικά τόσο. Ίσως την αιχμαλωσία, ίσως τα
βασανιστήρια. Ο εχθρός μας ωστόσο δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους απλούς
στρατιώτες. Μάλλον ο άνδρας αυτός είχε τόσο παγιδευτεί από τον φόβο που
αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Είχαμε κάποιες αυτοκτονίες στο καταφύγιο.
Θυμάμαι τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις.
«Η πείνα μας τσάκιζε,
όχι ο εχθρός ούτε ο θάνατος στη μάχη»
«Όταν έπεφτε
βόμβα πάνω στο κεφάλι μας, όλοι φεύγαμε από το χώρο αλλά αμέσως μετά ούτε που
το θυμόμαστε…»
Βάσει του αριθμού των περίπου 2.000 που εξήλθαν την
ημέρα εκείνη, τα ρωσικά μέσα εξέλαβαν πως οι μαχητές μας θα έπρεπε να είχαν
παραμείνει περισσότερο για να υπερασπιστούν το οχυρό της Μαριούπολης. Όμως, αν
λογαριάσεις τους πληγωμένους, τις γυναίκες, τους νεκρούς και αυτούς που
«έλιωσε» ο πόλεμος, ΠΟΛΥ ΛΙΓΟΙ άνδρες είχαν πράγματι απομείνει για να το υπερασπίζονται, ειδικότερα τον Μάιο.
Με κομμένη την ανάσα
Πριν από τρεις μήνες, περισσότεροι από 2.500 Ουκρανοί στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν από τους Ρώσους μετά την αιματηρή πολιορκία του θρυλικού χαλυβουργείου Azovstal. Υπερασπίζονταν την πόλη της Μαριούπολης επί 86 ημέρες. Οι μαχητές με τα συνθηματικά ονόματα Combat, Tork και Vishnya, οι οποίοι τραυματίσθηκαν στους ανηλεείς βομβαρδισμούς του Azovstal και στις εκ του συστάδην μάχες στις επίγειες αίθουσες της θρυλικής xαλυβουργίας, επιβίωσαν μαζί στην αιχμαλωσία και ανταλλάχθηκαν με Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.
Σε μια αφήγηση που
κόβει την ανάσα εξιστορούν:
α. πως κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί υπερασπιζόμενοι την
πόλη χωρίς τροφή, πόσιμο νερό, φάρμακα και ιατρική φροντίδα,
β. πως μεταβαλλόταν σταδιακά η στάση των Ρώσων κατοχικών απέναντι τους όσο κρατούνταν
αιχμάλωτοι
γ. δηλώνουν αποφασισμένοι να επιστρέψουν στο πεδίο της
μάχης παρά τα σοβαρά τραύματα τους.
Combat:
«Οι γιατροί έπρεπε να βγάζουν τις σφαίρες χωρίς αναισθησία και αντί για γάζες
τύλιγαν τις πληγές με κομμάτια ύφασμα από σεντόνια»
Tork: «Αφαίρεσαν τα ρολόγια μας, τις αλυσίδες, τις
βέρες και τα κινητά, και τα έβαζαν στις τσέπες τους»
Vishnya: «Περικυκλωμένοι από τρεις εχθρικές γραμμές από
την αρχή ως το τέλος, είχαμε ελάχιστες ελπίδες για ενισχύσεις»
Η μαρτυρία του Combat:
«Οι γιατροί έβγαζαν τις σφαίρες από τα σώματα μας χωρίς
αναισθησία και τύλιγαν τις πληγές με κομμάτια ύφασμα από σεντόνια»
Ασφαλώς θεωρούσαμε πως είμαστε φυσικά και ψυχικά
προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο του πολέμου: αυτό κάνει τα πράγματα
ευκολότερα. Όμως αυτό που φανταζόμαστε πριν, αποδείχθηκε μετά παιδικό παιχνίδι
συγκρινόμενο με την πραγματική κατάσταση. Ήταν σκληρό όταν ο πρώτος άνδρας από
την ομάδα μας σκοτώθηκε. Δεν μπορούσα να σκεφθώ κάτι άλλο για αρκετή ώρα μετά.
Ένας άλλος θάνατος που με κατέβαλλε ήταν αυτός του καλύτερου μου φίλου. Αυτό
ήταν συντριπτικό χτύπημα. Από εκεί και πέρα, όλοι έβλεπαν τον εαυτό μου να
δρασκελίζω τον έναν θάνατο μετά από τον άλλον …
Η Μαριούπολη είχε γίνει τόσο απόκοσμη που έμοιαζε με σκηνικά από το Battlefield: μαχητικά του εχθρού να ίπτανται, πυροβολισμοί να πέφτουν από όλες τις κατευθύνσεις, άρματα, ελικόπτερα, πυροβολικό, οδομαχίες, πληγώνεσαι, θυμάσαι τον εαυτό σου να σε σύρουν πέρα από το παράθυρο και να σε μεταφέρουν με ένα ταχύπλοο …
Ήταν πράγματι σαν βιντεοπαιχνίδι που ξαφνικά γύρισε σε πραγματική κόλαση. Είχες δύο επιλογές μόνο: είτε θα φοβηθείς, θα παραλύσεις από την σύγχυση και θα αποσυρθείς είτε θα προχωρήσεις κοιτώντας μόνο μπροστά έως εκεί που θα σε βγάλει. Η μόνη ευτυχισμένη σκέψη μου ήταν για την γυναίκα μου που βρισκόταν κάπου ασφαλής και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ και για αυτή. Έτσι μπορούσα να αφοσιωθώ στο καθήκον και να κάνω τη δουλειά που είχα να κάνω. Τόσο απλά. Η Μαριούπολη είχε γίνει τόσο απόκοσμη που ένοιωθες πως βρίσκεσαι στο ζοφερό σκηνικό ενός πολεμικού βιντεοπαιχνιδιού.
Η ομάδα μας ζούσε για την στιγμή: ξυπνάς και βρίσκεις
κάτι να βάλεις στο στόμα σου, η ζωή είναι ωραία! Πηγαίνεις για αποστολή και η
αποστολή έχει επιτυχία - υπέροχα! Εάν μια επιχείρηση πηγαίνει καλά, το
απολαμβάνεις. Εάν όχι, δεν το απολαμβάνεις. Ζεις το εδώ και το τώρα χωρίς να
σκέφτεσαι το μέλλον. Όταν ήλθε η στιγμή να αποφασίσουμε για την λύση της
πολιορκίας (the deblocking), είχαμε τόσα πολλά για να σκεφθούμε και να
τακτοποιήσουμε που δεν έμενε περιθώριο για φόβο. Όταν μας είπαν πως είμαστε
περικυκλωμένοι και πως θα μας έψηναν ζωντανούς, ούτε και τότε μας ένοιαξε.
Σχεδόν δεν το ακούσαμε. Εστιάζαμε μόνο στο καθήκον. Όμως μόνο μερικοί από μας
τα κατάφεραν.
Υπερασπίστηκα την Μαριούπολη έως τις αρχές Απριλίου, πολεμώντας στους δρόμους ώσπου τραυματίσθηκα. Στο Azovstal μπήκα στις 26 Μαρτίου. Όταν εισήλθαν και οι υπόλοιποι υπερασπιστές της πόλης περάσαμε σε περιμετρική άμυνα (άμυνα περιμέτρου) στις 15 - 16 Απριλίου. Στοιβαγμένοι στο αντιαεροπορικό καταφύγιο μαζί με άλλους τραυματίες, αρχίσαμε να μένουμε από τρόφιμα. Είχαμε σπόρους, αλλά ένας αεροπορικός βομβαρδισμός κατέστρεψε όλα τα περάσματα προς το μαγειρείο και έτσι έπρεπε να τρώμε σπόρους. Κατά τα άλλα υπήρχε ένα μαγειρείο στο επόμενο καταφύγιο, ένα χιλιόμετρο πιο πέρα. Οι άνδρες μας έφερναν το φαγητό σε μεγάλα καζάνια και παρά την σχετικά μικρή απόσταση τους έπαιρνε μια ώρα για να φθάσουν εξ αιτίας των βομβαρδισμών, των πυραύλων και του εχθρικού πυροβολικού που έβαλλε ασταμάτητα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ είχαμε μόνο μισό ποτήρι πόριτζ και μια λεπτή φέτα ψωμί, ή και χωρίς αυτό. Αυτή ήταν η καθημερινή μας μερίδα. Τις τελευταίες ημέρες μας έδιναν ένα κιτρινωπό νερό από το ποτάμι, το οποίο μας προκαλούσε συνεχώς δυσεντερία.
Από τη στιγμή που τραυματίστηκα, δεν μπορούσα να ανήκω
στους υπερασπιστές του Azovstal. Αυτοί που υπερασπίζονταν το χαλυβουργείο δεν
μασούσαν τις κουβέντες τους: δεν είχαμε άλλη έξοδο παρά μόνο το ύψωμα Slag, το
οποίο το ήλεγχε ήδη ο εχθρός. Το ύψωμα Slag είναι το υψηλότερο σημείο για πολύ
καλή περιφερειακή ορατότητα του εργοστασίου. Από εκεί μπορούσαν να χτυπήσουν
όλες τις θέσεις μας και να παρακολουθούν κάθε μας κίνηση. Τα τετρακόπτερα
(Quadcopter) περιπολούσαν σε κύκλους συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας και το βράδυ
μετέδιδαν στον εχθρό τις εικόνες από τις θερμικές κάμερες νυχτερινής όρασης.
Στις 15 Απριλίου όλοι οι άνδρες μας αποσύρθηκαν από
τους δρόμους και εισήλθαν στο Azovstal. Η δική μας ομάδα έφυγε πρώτη από το εργοστάσιο,
στις 6 Μαΐου. Οι άνδρες μας το υπερασπίζονταν για ένα μήνα σε αφάνταστα σκληρές
συνθήκες, σχεδόν χωρίς τροφή ή πόσιμο νερό. Οι εφεδρείες μας σε μάχιμους που θα
μπορούσαν να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις, είχαν μειωθεί στο κρίσιμο όριο.
Οι περισσότεροι της ομάδας μας ήταν σοβαρά τραυματίες, ετοιμοθάνατοι, με
κατάγματα από τους βομβαρδισμούς, άλλοι φοβούνταν να βγουν από τα καταφύγια: ο
πόλεμος τους είχε «λιώσει».
Ο πυρήνας των υπερασπιστών του Azovstal ήταν υπερήρωες.
Με βάση το ότι 2.000 άνθρωποι εξήλθαν την ημέρα εκείνη, τα ρωσικά μέσα το
ερμήνευσαν πως αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να είχαν παραμείνει περισσότερο για
να υπερασπιστούν το Azovstal. Όμως, αν λογαριάσεις τους πληγωμένους, τις γυναίκες,
τους νεκρούς και αυτούς που «έλιωσε» ο πόλεμος, πολύ λίγοι άνδρες είχαν
πράγματι απομείνει να υπερασπίζονται το οχυρό, ειδικότερα τον Μάιο.
Όσο πλησίαζε το τέλος, το ιατροφαρμακευτικό υλικό και η
ιατρική περίθαλψη είχαν γίνει το μεγαλύτερο πρόβλημά μας. Για να περιποιηθούν
τις νωπές πληγές μας, οι γιατροί έκοβαν κομμάτια από σεντόνια, τα έπλεναν και
τα τύλιγαν σφιχτά γύρω από τις πληγές ή τα έχωναν σε αυτές αν ήταν βαθιές … Η
αναισθησία ήταν πρόβλημα επίσης: ένας μαχητής δίπλα μου που του είχε ξεριζωθεί
το πόδι έπρεπε να υπομείνει τον ακρωτηριασμό που σήμαινε πριόνισμα ως το
κόκκαλο χωρίς αναισθητικό, παρά μόνο με μερικές ενέσεις τοπικής αναλγησίας…
Ορισμένες φορές όταν έφερναν τραυματίες που είχαν ακόμα
τις αισθήσεις τους και να δώσουν τα ονόματα τους, οι γιατροί τους θεωρούσαν
κιόλας «φευγάτους» … Όχι γιατί τα τραύματά τους ήταν τόσο σοβαρά αλλά γιατί δεν
υπήρχαν το υλικό και τα μέσα για να τους περιθάλψουν… Στο τέλος, δεν είχαμε
ούτε και γιατρούς άλλωστε.
Ήταν ένας
Μαχητής, ο Wikipedia που του είχε κοπεί το πόδι πάνω από το γόνατο. Σ’ αυτήν
την κατάσταση κείτονταν πάνω σε μια υποτίθεται χειρουργική τράπεζα, και άκουγε
τους γιατρούς να λένε: «Δεν θα τον σώσουμε αυτόν. Είναι «φευγάτος»
(ετοιμοθάνατος). He‘s a goner» Τότε, σαν από θαύμα ή από την «καλή» μας τύχη,
βρέθηκε κάποιος γιατρός που είχε κρύψει υλικά αιμοληψίας για μια ώρα ανάγκης
και ζήτησε να δώσουμε αμέσως αίμα όσοι είχαμε ομάδα αίματος Α+. Αμέσως
συγκεντρώσαμε πολύ αίμα σε μια μεγάλη σύριγγα και έγινε μετάγγιση στον
Wikipedia. Καθώς κειτόμουν και εγώ τραυματισμένος δίπλα του, τον είδα ξαφνικά να ζωντανεύει ως εκ θαύματος
μόλις του έγινε η μετάγγιση. Ο μαχητής αυτός ανταλλάχθηκε επίσης.
Το ιατρικό μας προσωπικό δούλευε υπό κολοσσιαία πίεση.
Ορισμένες φορές ήταν άυπνοι για 48 ώρες γιατί οι τραυματίες κατέφθαναν ο ένας
μετά τον άλλον. Είχαν αρχίσει να ξεμένουν και από ιατροφαρμακευτικό υλικό και
αυτοσχεδίαζαν για να μπορέσουν να σώσουν κάποιες ζωές.
Οι ψυχολογικές εμπειρίες στο Azovstal διέφεραν. Πάρα
πολλά πράγματα εξαρτώνταν από τον σύντροφο σου. Ήμουν τυχερός όσον αφορά αυτό.
Είμαι από το Urzuf, το δεύτερο τάγμα. Είχαμε τραυματίες πεζικάριους και άνδρες
από το πρώτο και το δεύτερο τάγμα. Όπως πολεμούσαμε ο ένας στο πλευρό του άλλου
είχαμε τρομερή αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας. Για παράδειγμα, ένας θα έδινε ένα
τσιγάρο σε έναν άλλον, και ο Misha, ένας φίλος μου, θα το μοιραζόταν με όλους.
Ένα τσιγάρο ήταν αρκετό για τέσσερις, πέντε, έξι ή και επτά από μάς.
Οι άνδρες που βρίσκονταν στο διπλανό καταφύγιο είχαν ακόμα αλεύρι και σύνεργα για να μαγειρέψουν, και έφτιαχναν «κέικ καταφυγίου» ζυμάρι ψημένο σε λάδι. Μου έδιναν τρία, τέσσερα κέικ και εγώ τα μοίραζα στους οκτώ της ομάδας μου. Τα αστεία έδιναν και έπαιρναν και έτσι χαλαρώναμε.
Σε γενικές γραμμές όμως, ήμασταν τυχεροί να έχουμε
δυνατούς, πραγματικούς συντρόφους. Το μόνο πράγμα που πράγματι μας τσάκιζε ήταν
η πείνα. Αυτό είναι κάτι πολύ σκληρό που οι Ουκρανοί το έχουμε στο DNA μας από
τα Γολοντομόρ και η ασιτία μας έκανε συνεχώς πολύ επιθετικούς. Αν δεν υπήρχε η
πείνα δεν θα είχαμε άλλο πρόβλημα, γιατί είμαστε τόσο δεμένοι μεταξύ μας! Όταν
έπεφτε βόμβα πάνω στο κεφάλι μας, όλοι φεύγαμε από το χώρο αλλά αμέσως μετά ούτε
που το θυμόμαστε…
Παρόλα αυτά, αρκετοί σκοτώθηκαν. Πολλοί φίλοι μου σκοτώθηκαν απλώς διότι δεν έλαβαν τη βοήθεια που ζήτησαν: «Δεν έχουμε αρκετούς άνδρες» . Υπήρξαν στιγμές, ειδικά στην αρχή της πολιορκίας, που ο φόβος ορισμένων με εξόργιζε. Μετά ούτε καν τους «έβλεπα». Με ελάχιστο ύπνο, αδρεναλίνη «στα κόκκινα» και απίστευτη σωματική φυσική καταπόνηση μετατρέπεσαι σε «ζόμπι» και αυτό είναι που σε σκοτώνει, όχι ο εχθρός.
Οι άνδρες μας από το Azov, τους Bears, την 36η Μεραρχία Πεζοναυτών, οι αξιωματικοί της αστυνομίας και οι άλλες μονάδες έφεραν σε πέρας αξιοθαύμαστο πολεμικό έργο. Όμως, σκοτώνονταν και τραυματίζονταν διότι δεν υπήρχε αλλαγή των θέσεων (rotation) και χρόνος να ξεκουράζονται λίγο από τις μάχες. Στέλνονταν σε αποστολές συνεχόμενα για 4 και 5 ημέρες. Η ομάδα μου έχασε σχεδόν το 40% του έμψυχου δυναμικού της. Άλλες μονάδες ανέφεραν πεσόντες σχεδόν το 80%. Όταν δεν σου δίνουν άδεια για μεγάλο διάστημα, το σώμα σου αρχίζει να καταρρέει μετά από μια εβδομάδα αδιάκοπης και σκληρής μάχης. Με ελάχιστο ύπνο, την αδρεναλίνη στα κόκκινα και απίστευτη φυσική καταπόνηση, μετατρέπεσαι σε ζόμπι και αυτό είναι που σε σκοτώνει. Όχι γιατί ο εχθρός είναι ισχυρότερος ή καλύτερος αλλά γιατί το σώμα σου έχει όρια …
Έχω τέσσερα τραύματα από σφαίρες. Η θέση μας ήταν
επισφαλής, σε ένα στούντιο με ένα παράθυρο να πιάνει όλο το μήκος του τοίχου. Ο
εχθρός βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στον δρόμο. Καθώς κινούμασταν από κτίριο σε
κτίριο πυροβολήθηκα στο γόνατο, στο μηρό, πίσω αριστερά στην μέση και στην
αριστερή κνήμη. Όλες οι σφαίρες με διαπέρασαν, εκτός από μία. Όταν μου
περιποιούνταν τα τραύματά μου οι γιατροί απλώς έχωναν μέσα επιδέσμους
εμποτισμένους με κάποιο ειδικό αντισηπτικό. Η σφαίρα έπρεπε να βγει χωρίς
αναισθησία. Στην αρχή επέβλεπαν τις πληγές μας μία φορά κάθε τρεις ή τέσσερις
ημέρες, αν και κάθε μέρα θεωρητικά θα έπρεπε να παρουσιάζουμε βελτίωση. Μετά
όμως άρχισε η έλλειψη επιδέσμων, και αναγκαστικά μας έβλεπαν κάθε εννιά ημέρες.
Στην αρχή ήμουν καλά, αλλά μετά η πληγή του διπλανού τραυματία άρχισε να κακοφορμίζει
και να μυρίζει άσχημα. Είχε θραύσμα από πύραυλο Grad και βρωμούσε απίστευτα! Το
σώμα του άρχισε να σήπεται παντού και τότε συνειδητοποίησα πως η αλλαγή
επιδέσμων κάθε 9 ημέρες ήταν η αιτία.
Πρώτα, μας πήγαν στο Νοβοαζόφσκ. Οι ντόπιοι μας
αντιμετώπισαν σαν να φταίγαμε εμείς για την καταστροφή της Μαριούπολης. Έλεγαν:
«ντροπή σας, ντροπή σας!» Δεν το καταλαβαίνω. «Γιατί θα πρέπει να ντρέπομαι;
Γιατί υπερασπίσθηκα την πόλη μου; Είμαι από την Μαριούπολη. Λέτε ότι ήθελα να
καταστρέψω τον εαυτό μου;» Όταν άκουσαν πως είμαι από την Μαριούπολη, ξέμειναν
από επιχειρήματα. Είχαν καταλάβει φυσικά πολύ καλά ποιος είχε καταστρέψει την
πόλη. Γνωρίζουν ότι ήταν οι Ρώσοι που την ισοπέδωσαν. Όταν το είπα αυτό στους δεσμοφύλακες
του «DPR» τα πρόσωπα τους έδειχναν ότι συμφωνούσαν, αν όχι ότι το έχουν
μετανιώσει. Δεν είχαν κάτι να ανταπαντήσουν.
Μας κράτησαν σε θαλάμους των 5 κρεβατιών. Συγκριτικά με το Azovstal η τροφή ήταν καλύτερη στην αιχμαλωσία: είχαμε τρία γεύματα την ημέρα. Από το τίποτα του Azovstal, το λες και βελτίωση. Οι μερίδες ήταν μικρές, αλλά το φαγητό είναι φαγητό. Στο Νοβοαζόφσκ οι δεσμοφύλακες της «DPR» συνεχώς μας ανέκριναν. Τους είπα την αλήθεια: «ήρθατε και μας επιτεθήκατε και αμυνθήκαμε. Ανήκουμε όλοι στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας. Έχετε τους λόγους σας έχουμε τους δικούς μας. Δεν είμαστε «Nazi». Σας έχουν ποτίσει με ιστορίες ότι τριγυρίζουμε χαιρετώντας ναζιστικά. Ηλιθιότητες. Είμαστε στρατιώτες που προστατεύουμε την εδαφική κυριαρχία της πατρίδας μας». Μετά οι πιο έξυπνοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πως αυτά που έχουν ακούσει ήταν σκέτη προπαγάνδα. Αυτοί οι ίδιοι μάλιστα αργότερα μας έλεγαν: «Αλήθεια έχουμε αγανακτήσει που μας πρήζουν με όλες αυτές τις ηλιθιότητες περί ‘’Ναζί’’».
Αφού μιλήσαμε μαζί τους αρκετές φορές, οι τρεις από τους τέσσερις δεσμοφύλακες μας εξαφανίστηκαν. Πακετάρισαν τα πράγματα τους και αναχώρησαν για την πρώτη γραμμή. Στην αρχή όλοι έλεγαν: «Είσαστε φασίστες!» Μετά από μια βδομάδα άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά. «Γεια, πως πάει;» Έβλεπες πως η στάση τους άλλαζε από τον τρόπο που μιλούσαν. Πρώτα μας έβριζαν, αλλά μετά συνειδητοποιούσαν πως δεν είμαστε τα κτήνη που τους έλεγαν οι ανώτεροι τους. Είδαν πως είμαστε στρατιώτες που πολεμούμε για την πατρίδα μας. Από αυτά τα γεγονότα κατάλαβα πως η «DPR» ήθελε μεν η Ρωσία να διασφαλίσει τα σύνορα των «δημοκρατιών του Ντονμπάς» και ως εκεί. Στην αρχή είχαν ζητήσει από τους Ρώσους να διασφαλίσουν την Maryinka. Όμως οι Ρώσοι τους είπαν ότι «έχουν άλλους στόχους, δεν μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε ασφαλές το Ντονμπάς, έχουμε άλλους στόχους». Οι Ρώσοι έχουν άλλη ατζέντα. Όσον αφορά την αποναζιστικοποίηση, αυτή είναι η απόλυτη ηλιθιότητα. Όλοι το ξέρουν, όλοι το καταλαβαίνουν αυτό.
Οι δημοσιογράφοι έρχονταν να μας «ανακρίνουν» και
ρωτούσαν αν πράγματι θέλουμε να εξαερώσουμε τους Ρώσους. Τους απαντούσα: «60% ή
και 70% των στρατιωτών στο τάγμα μιλούν ρωσικά. Θέλετε να μου πείτε πως
εφαρμόζουμε διακρίσεις εναντίον των Ρωσόφωνων;» Με ρώτησαν αν πυροβόλησα
αμάχους. Είπα: «Πως το είδατε αυτό; Έχω δύο διαμερίσματα στην Μαριούπολη. Λέτε
πως μπήκα σε ένα άρμα και άνοιξα πυρ εναντίον τους; Πολλοί στρατιώτες στην Μαριούπολη
κατάγονταν από το Ντονέτσκ. Λέτε πως μόλις εσείς μας επιτεθήκατε, αυτοί
έστρεψαν τα πολυβόλα των αρμάτων τους και άρχισαν να πολυβολούν την ίδια τους
την πόλη;» Και έτσι οι ανακρίσεις - συνεντεύξεις δεν απέδιδαν και πολλά, προς
μεγάλη απογοήτευσή τους. Ελπίζαμε πάντα πως η δημοσιότητα θα διευκόλυνε τις
ανταλλαγές.
Η νέα γενιά της «LDPR» ήδη έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την προπαγάνδα. Όταν ήμουν στο νοσοκομείο του Ντονέτσκ που θεωρείται από τα καλά, πόσιμο νερό είχαμε μόνο μισή ώρα την ημέρα. Όλοι οι νοσηλευτές καθύβριζαν τους πολιτικούς. Στο Νοβοαζόφσκ μας ανέκριναν συνεχώς. Ανακρίθηκα τρεις φορές. Όταν διαπίστωσαν πως είμαι από την Μαριούπολη, με ξύπνησαν στη μέση της νύχτας και προσπάθησαν να με «στρατολογήσουν». Ήθελαν να προδώσω ορισμένα στοιχεία και να καταθέσω κατά του Redis και το αντάλλαγμα θα ήταν να με αφήσουν να επιστρέψω στην Μαριούπολη και θα μου έδιναν και διαβατήριο της «DPR». Όμως, όλοι αναγνώριζαν πως ο Redis είναι κορυφαίος στρατιωτικός διοικητής. Ο «υπουργός Εσωτερικών της «DPR», η επιτροπή ανακρίσεων της Ρωσίας, και όλοι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της «DPR». Δεν ένοιωθαν παρά ΣΕΒΑΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΝΙΣ ΠΡΟΚΟΠΕΝΚΟ. Το έργο του στην Μαριούπολη ήταν εξαιρετικό.
Όλοι μας περάσαμε από ανάκριση, αναλόγως της
πνευματικής κατάστασης καθενός. Ειλικρινά, είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου για
το χειρότερα. Δεν υπήρξε φυσική βία εναντίον μου. Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα
και τους συμμαχητές μου που είμαστε μαζί στην αιχμαλωσία. Όχι για την Ολενίβκα.
Είχαμε ελάχιστη ιατρική μέριμνα, απλώς προσπαθούσαν να μην τους πεθάνουν οι
βαριά τραυματισμένοι. Για παράδειγμα, τα πόδια ενός άνδρα είχαν αρχίσει να
σαπίζουν από την γάγγραινα, και τότε του πριόνισαν το πόδι λίγο ψηλότερα και
αφαίρεσαν και σάρκα. Αν κάποια νοσοκόμα περνούσε από τον θάλαμο και οσφραινόταν
σαπισμένη σάρκα τότε κανόνιζαν χειρουργείο. Και οι εχθροί έχουν ελλείψεις σε
γιατρούς και σε αποτελεσματικά αναλγητικά. Είτε το ίδιο το νοσοκομείο είχε
ελλείψεις είτε εμείς δεν έπρεπε να έχουμε περίθαλψη.
Οι νοσηλευτές και το υγειονομικό προσωπικό μας
αντιμετώπιζαν με διάφορους τρόπους. Άλλοι μας έβριζαν, μας καταριόντουσαν, μια
νοσοκόμα μπήκε στο θάλαμο και άρχισε να λέει πως σκοτώνουμε αμάχους στην
Μαριούπολη. Ένας φίλος μου είπε: «Δεν κάναμε κάτι τέτοιο. Λέτε βλακείες». Τότε
αυτή απάντησε: «Έλα, πέσ’ το! Δόξα στην Ουκρανία!» Και αυτός: «Δεν το λέω». Και
αυτή του πέταξε στο κεφάλι μια φέτα ψωμί. Υπήρχε πολλή ηθική πίεση, στα λόγια
και στη συμπεριφορά, υπήρξαν χτυπήματα στο κεφάλι και στο στήθος, αλλά εμείς
εκεί δεν υπέστημεν άλλα βασανιστήρια.
Τις τελευταίες ημέρες είχαμε προαισθήματα πως θα γίνουν ανταλλαγές. Κατ’ αρχήν οι άνδρες της «DPR» γύριζαν στο νοσοκομείο κρατώντας λίστες στα χέρια τους και μετά βλέπαμε ορισμένους συμμαχητές μας να φτιάχνουν βαλίτσες και να αναχωρούν! Όταν ανακοίνωσαν την λίστα των φυλακισμένων που θα ανταλλάσσονταν, δεν ήμουν και πολύ βέβαιος πως θα άκουγα το όνομα μου. Είμαι από την Μαριούπολη, που σημαίνει πως δεν έχω πια σπίτι να μείνω. Η γυναίκα μου είναι στην Ευρώπη. Ο φίλος μου από το Κίεβο. Οι γονείς και η φίλη του ζουν εκεί. Σκεφτόμουν πως μάλλον αυτός θα απελευθερώνονταν. Ρώτησα ένα δεσμοφύλακα: « Τι γίνεται με τις λίστες;» «Σκάσε ηλίθιε» μου απάντησε, «γιατί θα σε ακυρώσουν». Είμαι ευτυχισμένος που γύρισα ΑΛΛΑ έχω και τύψεις που ο φίλος μου δεν ήταν στη θέση μου.
Στην Ουκρανία βρίσκομαι σε διαδικασία αποκατάστασης.
Δεν θέλω ακόμα να επιστρέψει η γυναίκα μου γιατί νοιώθω ανακουφισμένος που
είναι στην Ευρώπη. Υπήρχε στην ομάδα μας ένας πραγματικά ατρόμητος πολεμιστής
που είχε απίστευτο θάρρος. Η γυναίκα του ήταν στην Μαριούπολη και όταν οι μάχες
εντάθηκαν τον είδα να μεταμορφώνεται από ηγέτη σε έναν άνθρωπο που τον κατέτρωγε
η ανησυχία. Δεν τον έπαιρνε ύπνος. Αυτό στοίχισε στην απόδοση του: δεν μπορούσε
πια να τρέξει τόσο γρήγορα και είχε μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης. Πιθανότατα
σκοτώθηκε. Όχι γιατί δεν ήταν επαγγελματίας, αλλά γιατί είχε στρεσαριστεί
ηθικά, κάτι το οποίο επηρέασε άσχημα την φυσική του κατάσταση. Δεν θέλω να γίνω
σαν αυτόν. Η γυναίκα μου ας μείνει στην Ευρώπη, εμένα με περιμένει η πρώτη
γραμμή και να κάνω το καθήκον μου μαζί με ότι απόμεινε από την «αποδεκατισμένη
διμοιρία» μας!