Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΒΙΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΒΙΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο «φασιστικός σοσιαλισμός» του Drieu la Rochelle (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 


Ο Pierre Drieu La Rochelle ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς. Παραγνωρισμένος στα σχολικά προγράμματα στη Γαλλία, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες για διανοούμενους μη κομφορμιστές, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία ο Ezra Pound ή ο Berto Ricci

Ο Drieu παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της προπολεμικής «κρίσης» του φιλελεύθερου και αστικού κόσμου, στην οποία επιχείρησαν ο κομμουνισμός και ο φασισμός να δώσει απάντηση. 

Είναι αυτές τις μέρες, στις 15 Μαρτίου το 1945, που αυτοκτόνησε αηδιασμένος από την ήδη υπάρχουσα αλλά και επερχόμενη παρακμή. Είναι από τους αγαπημένους εμπνευστές σκέψης μου, οπότε και με αφορμή τον θάνατο του θα κάνω κάποιο μικρό αφιέρωμα. Είναι ένα πνεύμα που αξίζει πραγματικά να ασχοληθείτε. Εγώ θα σας δώσω μέσα και από αυτό το άρθρο και από άλλα φυσικά, δείγματα του πνεύματος και της σκέψης του.

Το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle δημοσίευσε το εξαίσιο πολιτικό έργο του, ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ένα κρίσιμο βιβλίο για την κατανόηση της πολιτικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Σε αυτό το έργο ο Drieu εξέτασε την ασυνέπεια των δύο κατηγοριών, «αριστερά-δεξιά», όπως ήδη εκδηλώθηκε στην εποχή του, εκείνη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. 

Φορτωμένες με σχεδόν μεταφυσικές αξίες στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες είναι ιστορικά κινητές, τα περιεχόμενά τους είναι ανταλλάξιμα και μπορούν να συγχωνευθούν σε νέες συνθέσεις. Αυτή ακριβώς ήταν η σύνθεση, ή η προσπάθεια μιας σύνθεσης, που παρήγαγε τον φασισμό ως σύγκλιση και συγχώνευση μεταξύ εθνικισμού και σοσιαλισμού. 

Μια προσπάθεια που βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και ίσως, από την εποχή των Ιακωβίνων και τη ρομαντική εποχή, με όλα τα συνδεδεμένα φαινόμενα που αφορούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία. 

Ο Pierre Drieu La Rochelle ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε καθόλου απολογητικούς τόνους. Στο έργο του, ενώ τηρούσε ιδανικά την προσπάθεια, διατήρησε μια ορισμένη απόσπαση ως διανοούμενος που κατέγραφε τις τάσεις της εποχής του. 

Δεν δίστασε – μαζί με την εκτίμηση διαφόρων πτυχών όπως τις καινοτόμες και επαναστατικές, «αριστερές» – να τους υποβάλει σε κριτική μαζί με άλλες πτυχές των φασιστικών καθεστώτων και των γαλλικών κινημάτων που εμπνεύστηκαν από τον φασισμό και που κατά τη γνώμη του, δεν είχαν ακόμη επιτύχει μια αποτελεσματική σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και έθνους. 

Θα έλεγα ότι στον Drieu, ήταν δύσπεπτος ο «χορωδιακός κομφορμισμός», όπως έγραφε. Από την άλλη αναπόφευκτα συνδέθηκε με τη μαζική συναίνεση που απολάμβαναν οι φασισμοί, κάτι που ο Pierre Drieu La Rochelle κατανοούσε τέλεια ακόμη και ως «ελευθεριακός» που ήταν γράφοντας στο βιβλίο του αυτό: 

«Η ελευθερία έχει εξαντληθεί, ο άνθρωπος πρέπει να αποκατασταθεί στα πιο σκοτεινά του βάθη. Είμαι εγώ που το λέω – εγώ, ο διανοούμενος, ο αιώνιος ελευθεριακός».

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Αποσυναρμολογήσου από το σύστημα: γράφει ο Gabriele Adinolfi, μετάφραση Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

 

γράφει ο Gabriele Adinolfi

μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Από τα κίτρινα γιλέκα στους αγρότες, από τους συνταξιούχους μέχρι τις βιασμένες γυναίκες, από την κυριαρχία των συμμοριών στον καθημερινό τρόμο. Από την ηθική κατάρρευση στον υπαρξιακό κυνισμό, από τον δημογραφικό θάνατο στην πολιτιστική καταστροφή. Όλα μοιάζουν να καταρρέουν, αλλά είναι μια ψευδαίσθηση.

Δεν είναι το σύστημα που καταρρέει, είναι η κοινωνία. Και δεν είναι αλήθεια ότι το σύστημα χρειάζεται μια υγιή κοινωνία, δεδομένου ότι οι πιο χυδαίοι ιμπεριαλισμοί και καπιταλισμοί, από τον αρχικό αγγλικό μέχρι τον αμερικανικό, τον κινεζικό και τον ρωσικό, βασίζονταν πάντα σε βάναυσες κοινωνίες, με μάζες βάναυσων σκλάβων. Σήμερα για παράδειγμα, η αμερικανική ισχύς έχει επιστρέψει στα υψηλότερα επίπεδά της με μια αντεπίθεση, που σε δύο χρόνια την οδήγησε να κυριαρχήσει στην πολιτική και στα οικονομικά. 

Μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τον πληθυσμό τους κατά εξήντα εκατομμύρια και τώρα έχουν επανασχεδιάσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική τους πολιτική. Ωστόσο το κοινωνικό κόστος είναι πολύ υψηλό και υπάρχουν ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού στο έλεος των νέων σκληρών ναρκωτικών,  ή του αλκοολισμού. Ακριβώς όπως στη Ρωσία, η οποία όμως απέτυχε απολύτως στην αντεπίθεσή της, η οποία της κοστίζει ακριβά σε αξιοπιστία και διεθνή βαρύτητα. Στην Κίνα, η κατάσταση της μαζικής σκλαβιάς είναι γνωστή.

Σε σύγκριση με κοινωνίες που δεν έχουν φτάσει ποτέ στο επίπεδο του πολιτισμού μας, οι Ευρωπαίοι, στα επιμέρους έθνη τους και στην «Ένωσή τους», υποχωρούν επίσης, αν και πολύ πιο αργά, προς τη βαρβαρότητα των ανταγωνιστών τους. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την πτώση όπως: από τη μείωση του ποσοστού γεννήσεων έως τη μετατροπή του κράτους πρόνοιας σε παρασιτική πρόνοια, από το πολιτιστικό και πνευματικό AIDS που έχει μολύνει τη διαμόρφωση των κυρίαρχων τάξεων τα τελευταία πενήντα χρόνια μέχρι τη διοικητική αδυναμία, λόγω μείωσης της νοημοσύνης που προκαλείται από τη διαχειριστική φιλοσοφία, που ισχυρίζεται ότι λύνει προβλήματα με τη λογική του excel.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Εμείς που παραμένουμε στην κορυφή από άποψη αριστείας και δυνατοτήτων, βρισκόμαστε δέσμιοι της ελεύθερης αγοράς. Κανείς σαν τους Ευρωπαίους – πρώην απόλυτη ατμομηχανή και ακόμα ατμομηχανή – δεν έχει βασίσει τον πλούτο, τη διπλωματία και την πολιτική του, στην ελεύθερη αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν προφανώς η είσοδος προϊόντων από τον τρίτο και τον τέταρτο κόσμο, που κερδίζουν τον ανταγωνισμό για τις τιμές, αλλά και για τον ίδιο λόγο, την ελκυστικότητα των εταιρειών για μετεγκατάσταση. Η φόρμουλα για τη διατήρηση της παραγωγής στο εργοτάξιο δεν έχει βρεθεί ακόμη, επειδή το κόστος της εργασίας εδώ είναι πολύ πιο ακριβό από αλλού και επειδή δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε χωρίς να εξαλείψουμε το κοινωνικό κράτος, ή μάλλον τις δικές μας συνθήκες προνομίων και δικαιοσύνης.

Επιπλέουμε απλά. Οι κυρίαρχες τάξεις κάνουν ό,τι μπορούν για να αναβάλουν τα προβλήματα και οι εξελιγμένοι ηγέτες των ολιγαρχιών σχεδιάζουν στρατηγικές με διαχειριστική λογική, χωρίς να δίνουν σημασία στις παρενέργειες και στο timing. Εξ ου και η λογική της πράσινης οικονομίας, που από μόνη της δεν είναι η τρέλα που φαίνεται, αλλά γίνεται αμέσως λόγω της κερδοσκοπικής αλλά αφηρημένης προσέγγισής της.

Έπειτα, υπάρχουν οι θαυματουργές λύσεις του «Χθες είναι μια άλλη μέρα», πάνω στις οποίες βασίζονται οι λαϊκισμοί που επιδιώκουν δυσνόητες φόρμουλες, όπως ο προστατευτισμός, ο οποίος ναι είναι καλός σε μια φάση επέκτασης, αλλά σίγουρα όχι στην τρέχουσα, τόσο επειδή το κόστος βαραίνει τις τοπικές επιχειρήσεις, που εξαρτώνται από το υλικό με υψηλή φορολογία παρά από το αντικείμενο των μέτρων (Κίνα). Επίσης και για  τον λόγο του ότι αν μου φορολογήσεις τα μπλουζάκια που έρχονται από Κίνα, για παράδειγμα να κοστίζουν 30 ευρώ το καθένα, αλλά τα ιταλικά θα κοστίζουν ακόμα περισσότερο και όσοι έχουν λεφτά – και είναι πολλοί –  θα αγοράζουν, ενώ δεν θα μπορούν πλέον να τα βρούμε  εμείς με 5 ευρώ.

Προφανώς η δύναμη των πραγμάτων και η ελάχιστη κοινή λογική παραμένουν. Γι’ αυτό βλέπουμε μια τάση αποσύνδεσης και δημιουργίας εναλλακτικών διεθνών δικτύων που εξάλλου, συνδέονται μεταξύ τους και συγκρίνονται στη νέα λογική της «αλληλεξάρτησης» +«πολυευθυγράμμισης». Αυτό φέρνει μαζί του ανάγκες που πρέπει να κεφαλαιοποιήσουμε. 

Αυτές της επιβεβαίωσης μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πραγματικότητας, μιας πλήρους γεωπολιτικής  ευρωαφρικανικής και με διασυνδέσεις με την Ασία και τη Λατινική Αμερική σε ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία, καθώς και προφανώς, τις ΗΠΑ. Πάνω απ’ όλα όμως, η ήδη παρούσα αναζήτηση μιας νέας λογικής που ταιριάζει στην εποχή, για αυτό που οι σημερινές και ανεπαρκείς ολιγαρχίες αντιλαμβάνονται ήδη ως «Ευρώπη φρούριο» και που όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να πάει προς τη σωστή κατεύθυνση.

Για να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση – που πιθανότατα θα βρει εξαιρετικούς συμμάχους στην Τεχνητή Νοημοσύνη και τη Ρομποτική δεν πρέπει μόνο να δώσουμε μια προτεραιότητα μυθική ακόμα και ιερή, στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ μας θέση (χωρίς να αυτοσαρκαζόμαστε αναιρώντας το σήμερα και ξανακάνοντας αύριο), αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να πραγματοποιήσουμε τρία βασικά βήματα:

1)Επεξεργασία  ενός προγράμματος πολιτικού  οργανικού, ρεαλιστικού, συγκεκριμένου, μη αυνανιστικού, που είναι εναλλακτικό ποιοτικά και πνευματικά στον αχαλίνωτο καπιταλισμό και τις ιδεολογικές του υποθέσεις.

2)Να είμαστε σε θέση να φέρουμε τις διαμαρτυρίες των διαφόρων τάξεων σε πλήρη και κοινή λογική που, αφημένες στον εαυτό τους, πηγαίνουν προς την κατεύθυνση του τίποτα και του αποπροσανατολισμού.

3)Ανοικοδόμηση κοινωνικών φορέων, δημιουργώντας κοινότητες και αυτονομίες, οργανώνοντάς τες επίσης οικονομικά, χρηματοδοτικά, ακόμη και στον τομέα της ευημερίας που παράγεται από την ίδια, χωρίς να περιοριζόμαστε στο να εμψυχώνουμε ξεχωριστές ομάδες που παρακολουθούν το πλοίο να βυθίζεται μέσα από το αμπάρι.

Και τώρα, αντί να με ρωτήσετε πώς, ελπίζοντας ίσως ότι δεν υπάρχει απάντηση και ότι μπορούμε να βυθιστούμε σε αυθάδικη πείνα, ρωτήστε τον εαυτό σας και αρχίστε να δίνετε μια απάντηση. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα έχουμε αποτύχει αλλά κάποιος άλλος θα το φροντίσει γιατί έτσι θα πρέπει να πάει.

Και είναι ακόμα καλό.

Σε αυτό το ηλιοβασίλεμα βλέπουμε την αυγή!

πηγή

In memoriam: Franco Anselmi, 6 Μαρτίου 1978

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο» (1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του. 

Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα, πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον Giusva Fioravanti.

Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς τρομοκράτες και από την αστυνομία. 

Ο Anselmi είχε  μαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισε  στους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑR  αποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα», εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών ακτιβιστών.

Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια. 

Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα χρόνια.

Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία. 

Ο Franco και ο Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιού  Centofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι και  οι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να φύγουν από το μπάνιο. 

Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά». 

Τα αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο πρώτος μάρτυρας των NAR, θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.

Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης Ρωμαίων νεοφασιστών.

Η περίεργη περίπτωση του Φασιστικού κινήματος στην Κούβα, μεταξύ Φαλαγγισμού, Περονισμού και Καστρισμού (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Δημοσιεύτηκε εδώ

Mετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Η “Κουβανική Φαλαγγα” Cuban Falange,  ήταν μια Φασιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους Antonio Avendaño και Alfonso Serrano Vilariño τον Ιούνιο του 1936 και εμπνεύστηκε από το μοντέλο της Ισπανικής Φάλαγγας. Υπήρξε μέχρι το 1940, όταν διαλύθηκε από το μιλιταριστικό και φιλοαμερικανικό καθεστώς του Fulgencio Batista, που απέρριπτε περιφρονητικά τη φασιστική ιδεολογία, θεωρούμενη ως επαναστατική και λαϊκή. 

Η δραστηριότητα της κουβανικής φάλαγγας και η αναζήτηση μιας τρίτης εθνικής οδού, που ευνοήθηκε από τη βοήθεια της Ισπανίας, πιθανότατα τρόμαξε τον Batista, οδηγώντας τον στη δημοσίευση του νόμου που απαγόρευε τα πολιτικά κινήματα τα οποία έκαναν ειδική αναφορά σε ξένα κινήματα παρόλο που η κουβανική φάλαγγα ήταν ρητά εθνικιστική και πατριωτική.

Το 1941 ο Batista κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση του Βισύ και παραχώρησε περαιτέρω βάσεις στο Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών στο νησί, επίσημα για να παρακολουθούν συνεχώς τα ιταλογερμανικά ανθυποβρυχιακά πλοία. Λόγω του καθεστώτος Κάστρο που εμφανίζεται από τη δεκαετία του 1950, είναι δύσκολο σήμερα να βρούμε λεπτομερείς πληροφορίες για αυτό το ελάχιστα γνωστό κίνημα, το οποίο έφτασε να έχει πάνω από πέντε χιλιάδες υποστηρικτές το 1938.

Υπάρχουν μερικές περίεργες θεωρίες στα ισπανικά που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε μια διείσδυση πολυάριθμων Κουβανών Φαλαγγιτών στο «Κίνημα της 26ης Ιουλίου» (M 26-7), το λαϊκό κίνημα που ξεκίνησε την «κουβανική επανάσταση», με την επίθεση στους στρατώνες Moncada, που συνέβη στις 26 Ιουλίου 1953, η αρχή της ανόδου του Fidel Castro. Σίγουρα το Κίνημα της 26ης Ιουλίου και ο ιδρυτής του, δεν ήταν μαρξιστές στην αρχή και εμπνεύστηκαν από την ελευθεριακή και αντιιμπεριαλιστική σκέψη του εθνικού ήρωα και ποιητή José Martí.

Και εκτός από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, πολλοί αγωνιστές του Movimiento Nacionalista Revolucionario και πολλοί νέοι διαφορετικών ιδεών, προσχώρησαν στο M 26-7. Μόνο αργότερα η κουβανική επανάσταση βασίστηκε στη μαρξιστική δυναμική και δεν είναι εντελώς λάθος να πιστεύουμε ότι ήταν ένα σημείο καμπής που επιθυμούσε ο στρατηγικός νους του Castro, για τις πολιτικές ευκαιρίες που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Αυτό θα δικαιολογούσε τη βοήθεια του Ernesto Che Guevara και του Castro, να κάνουν τους Κουβανούς Φαλαγγίτες να εκπατριστούν χωρίς αντίποινα, υπό τον όρο ότι αυτές οι θεωρίες που εξακολουθούν να είναι θεωρίες συνωμοσίας είναι αληθινές.

Όσο αληθοφανείς κι αν είναι οι θεωρίες, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων αποχρώσεων του «Καστρισμού», αρκεί να ανατρέξουμε στα πολιτικά γεγονότα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι σήμερα, την χριστιανική μεταστροφή του ηγέτη, τον ισχυρό κουβανικό εθνικισμό και τον «όχι πολύ ορθόδοξο οικονομικό μαρξισμό» που τον καθιστά έναν άτυπο κομμουνισμό. Για να μην υποτιμήσουμε τις ιδεολογικές συγκλίσεις μεταξύ του «Καστρισμού» και των επαναστατικών παραρτημάτων του «Περονισμού», αφού ο ίδιος ο ίδιος ο Peron είπε: «Η κουβανική επανάσταση έχει το ίδιο σημάδι».

Εν ολίγοις, ένα είδος αμερικανολατινικής αλληλοβοήθειας (με εθνικιστική και αντιιμπεριαλιστική λειτουργία), την ίδια που ο Castro φαίνεται να μην περιφρονούσε και αργότερα τις προσωπικές του σχέσεις με τον Hugo Chávez, του οποίου τις «φασιστικές - περονιστικές» παρορμήσεις φαινόταν να ανέχεται αν δεν τις συμπαθούσε θα λέγαμε, όπως όταν συνέκρινε τον Lenin με τον Mussolini ή όταν δήλωνε δημόσια περονιστής μπροστά στην πρόεδρο της Αργεντινής Cristina F. Kirchner, ξεκινώντας με το: «Είμαι περονιστής της αλήθειας».

Κάποιοι βέβαια θα φέρουν αντιρρήσεις  ότι σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να βρεθεί κάποια «φαλαγγίτικη» ιδεολογική μήτρα ή συνέχεια στον «Καστρισμό», λόγω των απλών μιλιταριστικών και καθολικών - κληρικών θέσεων του «Φρανκισμού» (Στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με το "caudillismo" τύπου Μπατίστα). Επίσης και ότι ακόμη και ο αρχικός «Φαλαγγισμός» του Antonio Primo de Riveraπου ενέπνευσε την κουβανική Φάλαγγα, ήταν πολύ μακριά από τον «Καστρισμό», πιο συγκρίσιμος σε ορισμένες αποχρώσεις με τον αρχικό ιταλικό φασισμό και την RSI. Σίγουρα είναι εμβληματική  η αποδοχή του Κάστρο της έννοιας του Χριστιανισμού στη σοσιαλιστική και λαϊκή εξαίρεση, ήδη πολιτιστική κληρονομιά του λατινοαμερικανικού σοσιαλιστικού εθνικισμού, που απομακρύνει όλο και περισσότερο την Κούβα από τον μαρξιστικό αθεϊσμό. 

Ο ίδιος ο Chàvez σε μια δήλωση σε βίντεο στις 28 Ιουνίου 2007 (όπου διευκρίνισε ότι ο σοσιαλισμός του ήταν εθνικός, χριστιανικός και όχι μαρξιστικός), αναφέρεται στην εμπιστοσύνη που του έδωσε ο πρόεδρος της Νικαράγουας Daniel Ortega, στον οποίο ο ίδιος ο Castro τον συμβούλεψε κατά την πρώτη επέτειο της Επανάστασης του Ιουνίου του 1980, να ξαναχτίσει έναν κατεστραμμένο καθεδρικό ναό, συμβουλή που δεν έγινε αποδεκτή από τον Ortega, τότε άθεο, ο οποίος τώρα έχει επίσης προσηλυτιστεί στον «Λαϊκό Χριστιανισμό».

Το βέβαιο είναι ότι, στη Λατινική Αμερική όπως και στον αραβικό κόσμο, είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν με ετικέτες τα κινήματα, σύμφωνα με προκαθορισμένα πρότυπα, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, τα όρια είναι ασαφή και προκαλούν ιδιαίτερα, συναρπαστικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα.

Ανάμεσα στις εξεγέρσεις των αγροτών και στις ευρωεκλογές (του Gabriele Adinolfi - μετάφραση Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

Καταρχήν, ας μην μιλήσουμε για τους ίδιους σχηματισμούς. Το AfD είναι μια κοινοπραξία CIA – Stasi, στόχος της οποίας είναι να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στις γερμανικές φιλοδοξίες. Το PVV του Wilders  είναι ένα κόμμα που εκφράζει μια δυνατή φαντασία της Παλαιάς Διαθήκης. Τα άλλα κόμματα είναι πιο σύνθετα. Ωστόσο έχουν σοβαρά υποκείμενα προβλήματα. Η κοινή επιτυχία προκύπτει από την κοινωνική και ψυχολογική ανισορροπία στην οποία βρίσκεται σήμερα κάθε καπιταλιστικό έθνος. Τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου και η τεχνολογική του εξέλιξη, σε συνδυασμό με το άνοιγμα σε «αθέμιτους» ανταγωνιστές, έχουν τροφοδοτήσει αντιδράσεις, προστριβές και καταστροφές.

Οι διάφοροι λαϊκισμοί – σχεδόν για όλους αυτός είναι ο εύστοχος ορισμός – έχουν κεφαλαιοποιήσει τη διαμαρτυρία της μεσαίας-κατώτερης αστικής τάξης, ακόμη περισσότερο από εκείνη τη λαϊκή στην οποία ισχυρίζονται ότι είναι οι σωματοφύλακες, αλλά η οποία, αντίθετα, ρέει μαζικά στην αποχή. Είναι λάθος να παρουσιάζεις τον εαυτό σου ως ένα συνδικάτο, έστω και φαφλατάδικο, σε μερικές από τις τάξεις που πληρώνουν την καπιταλιστική εξέλιξη; Φυσικά όχι!

Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις μεγάλες ελλείψεις.

Η πρώτη είναι ότι – σε αντίθεση με τις εθνικές επαναστάσεις του περασμένου αιώνα – τα λαϊκιστικά κόμματα δεν έχουν συγκεκριμένη συνταγή για να αντιστρέψουν την τάση και να εξασφαλίσουν ότι οι ομάδες λιγότερο ευνοημένες  επωφελούνται από την οικονομία. 

Η δεύτερη είναι ότι – ελλείψει κοινωνικής-εθνικής λύσης – όλα μετατρέπονται σε μια ρητορική λογική ταξικής πάλης, που σε αντίθεση με την μαρξιστική, δεν βρίσκει τη λύση της σε ένα θαυματουργό αύριο αλλά στη νοσταλγία της προηγούμενης μέρας. 

Η τρίτη είναι ότι, λόγω έλλειψης λύσεων και υπερπληθώρας συνθημάτων, κάθε φορά που ένας λαϊκιστικός σχηματισμός φτάνει στην κυβέρνηση, πρέπει να τον πιάνουν από το χέρι οι ειδικοί, να λυγίζει από την δύναμη των καταστάσεων  και να γίνει η συνέχεια αυτών που νίκησε.

Θα είναι λοιπόν καταστροφή μια οποιαδήποτε λαϊκιστική επιτυχία; Μόνο στη Γερμανία, αλλά δεν θα πραγματοποιηθεί. Αλλού θα είναι και άγνωστο και πρόκληση. Διότι στο βαθμό που η λογική των πραγμάτων θα μας κάνει να εγκαταλείψουμε – όπως συνέβη στην Ιταλία – τις κυριαρχικές χίμαιρες και τις αντισυγκεντρωτικές τάσεις εντός της Ευρώπης, η υποκείμενη συζήτηση, όσο συναισθηματική και αν είναι, θα είναι λειτουργική σε μια νέα έννοια του «φρουρίου – Ευρώπης», που υπάρχει ήδη στις ελίτ διαφόρων εθνών.

Θα μπορούσε τότε να συμβεί το θαύμα όπου, παρά την εμφανή ανεπάρκεια σχεδόν όλων, οι θεματοφύλακες κάποιων κοινωνικών αντιδράσεων θα μπορούσαν να γίνουν ο διαλύτης για μια νέα χημεία που θα τους ξεπεράσει. Ή του οποίου θα είναι μέρος αν μπορέσουν να καταλάβουν ότι, σχεδόν κανένα από τα συνθήματά τους ή οι φαντασιώσεις τους δεν είναι σωστές και ότι μια τάση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν δεν γίνει κατανοητή στον καπιταλιστικό της χαρακτήρα και αν σε αυτό δεν αντιτάξουν, προφανώς επικαιροποιημένες, τις φόρμουλες των ευρωπαϊκών εθνικών επαναστάσεων. Εάν δεν το πράξουν, θα χρησιμεύσουν μόνο για να επιτρέψουν στο Μεγάλο Κεφάλαιο να απορροφήσει, μέσω αυτών (όπως ήδη βιώθηκε με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων), τους κραδασμούς που το διαταράσσουν.

πηγή

Σκέψεις για τον Περονισμό: του Αdriano Romualdi (μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος)

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Ένα από τα πιο σύνθετα πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας είναι αναμφίβολα ο «Περονισμός». Από τη μια πλευρά αυτός είχε κάποιες συμπάθειες και κάποιες συγγένειες με τα ευρωπαϊκά Φασιστικά καθεστώτα και η γενική του θέση ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό και μεταξύ των ρωσικών και αμερικανικών εναλλακτικών, θυμίζει αυτή των Φασιστικών κινημάτων μεταξύ 1920 και 1945. Από την άλλη πλευρά, έχει έναν έντονο αυτόχθονο, νοτιοαμερικανικό χαρακτήρα, έτσι που μπορεί να φαίνεται σαν μια παραλλαγή του Caudillismo και των στρατιωτικών δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής. Τέλος, η μακροχρόνια εξορία του Peron, η μετωπική αντίθεση στη στρατιωτική ολιγαρχία και η έλξη του «Καστρισμού», έχουν μπερδέψει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές γραμμές της εικόνας σε σημείο να τις καθιστούν σχεδόν ανεξήγητες.

Το αίμα που χύθηκε πριν από ένα μήνα μεταξύ δεξιών και αριστερών Περονιστών, η αποχώρηση Campora και η ανάληψη της προεδρίας από τον Peron, είναι ίσως το προοίμιο μιας επερχόμενης διευκρίνισης. Εν τω μεταξύ, παραμένει το πρόβλημα της  ανάλυσης του φαινομένου του Περονισμού, από πολιτική και κοινωνική σκοπιά. Ένας από τους πιο οξυδερκείς μελετητές του Περονισμού, είναι αναμφίβολα ο Ιταλο-Αργεντινός κοινωνιολόγος Gino Germani. Στο δοκίμιο του “Integracion Politica de las Masas y el Totalitarianismo” και στο βιβλίο “Κοινωνιολογία του Εκσυγχρονισμού”, μελέτησε κινήματα φασιστικού τύπου και μεταξύ αυτών τον Περονισμό, ως φαινόμενο «κινητοποίησης» των μαζών σε μια εποχή κρίσης.

Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από αυξημένη «κοινωνική κινητικότητα». Όταν η κοινωνική κινητικότητα αποκτά ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς, η κοινωνία δεν είναι σε θέση να την απορροφήσει μέσα στα συνηθισμένα κανάλια και τότε γεννιούνται μαζικά εξτρεμιστικά κινήματα. Για τους Γερμανούς η κινητοποίηση μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. 

Πρωτογενής όταν οι τάξεις εισάγονται για πρώτη φορά στη διαδικασία κινητοποίησης, δηλαδή τα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού. 

Δευτερογενής, όταν η κινητοποίηση αφορά ήδη κινητοποιημένες τάξεις, όπως η κατώτερη μεσαία τάξη όταν βρίσκεται «εκτοπισμένη» από την κοινωνική κρίση ή από τον πληθωρισμό. 

Η διαφορά μεταξύ Περονισμού και Φασισμού θα συνίστατο στο γεγονός ότι, ενώ ο Φασισμός ήταν προϊόν μιας «δευτερογενούς κινητοποίησης», δηλαδή της έκφρασης της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης που μπήκε σε κρίση στη μεταπολεμική περίοδο, ο Περονισμός θα ήταν ένα φαινόμενο «πρωταρχικής κινητοποίησης» των εργατικών τάξεων και των υποπρολετάριων. Εν ολίγοις, ο «Περονισμός» ήταν ουσιαστικά ένα «λαϊκιστικό», «εθνικολαϊκό» κίνημα.

Αυτή η διευκρίνιση κοινωνιολογικού χαρακτήρα, είναι ακριβής. Ο Περονισμός είναι ένα φαινόμενο στα όρια μεταξύ του «Φασισμού» - από τον οποίο συμμερίζεται ορισμένες αυταρχικές τάσεις και τον αντικομμουνισμό - και ενός είδους λαϊκής δημαγωγίας, που στόχευε στις μάζες των Αργεντινών αποκληρωμένων ανθρώπων. Ακόμη και τα Φασιστικά και τα Ναζιστικά καθεστώτα ήταν «λαϊκίστικα». Ήταν ο Mussolini που δήλωσε ότι ήταν απαραίτητο να «πάμε προς τον λαό» και ποτέ η λέξη «λαός» (Volk) δεν ακούστηκε τόσο πολύ στη Γερμανία, όσο κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών του Τρίτου Ράιχ. Παρόλα αυτά, προέκυψαν Φασιστικά κινήματα ως αντίδραση ενάντια στην πολύ ορμητική «πρωτογενή κινητοποίηση» του προλεταριάτου που έγινε κάτω από μπολσεβίκικες φόρμουλες και συνθήματα. Ήταν κινήματα που αναπτύχθηκαν στο έδαφος της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης, που βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική αναταραχή των προλετάριων που ελέγχονταν από τις κόκκινες οργανώσεις.

Φυσικά η «δευτερεύουσα κινητοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων στον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό, δεν στόχευε μόνο ενάντια στο μπολσεβικικό προλεταριάτο αλλά και ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την κερδοσκοπία, τα τραστ, ως εκφράσεις μιας απάνθρωπης οικονομίας που απειλούσε την ίδια την μικροαστική και μεσαία τάξη και του ιδιόρρυθμου κόσμου της. Αλλά αναμφίβολα, τα Φασιστικά κινήματα κατέληξαν να συμμαχήσουν με τις παραδοσιακές άρχουσες τάξεις. Στην Ιταλία καθώς ο Φασισμός σταδιακά έγινε καθεστώς, ταυτιζόμενος με τη Μοναρχία και το εθνικιστικό κίνημα, έδωσε όλο και μεγαλύτερο χώρο στην ανώτερη αστική τάξη και στις παλιές ολιγαρχίες, λιγότερο θαρραλέες και λιγότερο γενναιόδωρες από εκείνες τις πιο μετριοπαθείς, αλλά και πιο ενεργητικές, κοινωνικές δυνάμεις που ήταν στις απαρχές του Φασισμού. Αυτή η ταλάντωση του Φασισμού ανάμεσα στους δύο πόλους, τον μικροαστικό, αυτό τον πιο γνήσιο και ιδεαλιστικά Φασιστικό και τον μεγαλοαστικό, μοναρχικό, συντηρητικό και υπολογιστικό, σκιαγράφησε ο De Felice με μεγάλη ιστορική οξύνοια.

Στην Αργεντινή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διαφορετικό φαινόμενο. Η βάση του Περονισμού δεν συμμάχησε ποτέ με τις παλιές ολιγαρχίες της Αργεντινής, που ποτέ δεν έκρυψαν την αποδοκιμασία τους για τη «δημαγωγία» του Peron και ωρίμασαν την αντίθεση τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Φασισμού, εδώ υπήρχε ακριβής οριοθέτηση προς τα δεξιά, ενώ - εκτός από τον γενικό αντικομμουνισμό - δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρη προσέγγιση προς την αριστερά. Αυτό κατέστησε δυνατό ότι κατά τη μακρά απουσία του στρατηγού, στη μαρξιστική ιστοριογραφία έγινε μια προσπάθεια να απεικονίσουν τους φασισμούς ως καθαρή «αντίδραση». 

Κι όμως αυτοί διέφεραν από τις  «δικτατορίες της ανάπτυξης» των μη ευρωπαϊκών χωρών - στις οποίες ανήκει ο Περονισμός - λόγω της πολυπλοκότητας του πολιτιστικού τους περιεχομένου και της συγκεκριμένης απάντησης που έδωσαν στην «κρίση του πολιτισμού». Καθώς προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις αντίστοιχες χώρες τους, ο Φασισμός, ο Ναζισμός, η Σιδηρά Φρουρά και όλα τα άλλα Φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1930 αναζήτησαν επίσης μια νέα επαφή με την παράδοση. Η δική τους ήταν μια «συντηρητική επανάσταση»: εξ ου και η πρωτοτυπία τους σε σύγκριση με τον Περονισμό και τις δικτατορίες ανάπτυξης.

Αλλά αυτή ακριβώς την πρωτοτυπία δεν μπορεί να έχει ένα φαινόμενο όπως ο Περονισμός, που γεννήθηκε σε μια χώρα φτωχή σε παραδόσεις. Όμως παρόλα αυτά, ο εθνικός συνδικαλισμός του, ως η τρίτη δύναμη μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, μπόρεσε να ασκήσει στη νεολαία της Λατινικής Αμερικής την ίδια γοητευτική απήχηση που ασκούσαν παρόμοια συνθήματα πριν από σαράντα χρόνια.

Ναπολέων η ταινία. Μια ακόμη νίκη της παρακμής του σύγχρονου κόσμου (https://samuraithsdyshs.wordpress.com/)

 

Εδώ και καιρό, σχεδόν 2 χρόνια, περίμενα την ταινία για τον Ναπολέοντα. Τόλμησα να έχω λίγη αισιοδοξία, βασισμένος στο όνομα του σκηνοθέτη, δοκιμασμένος ήδη, καθώς και στους ερμηνευτές. Είπα μέσα μου ότι ίσως βγει κάτι καλό, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια και πολύπλευρη προσωπικότητα. 

Αλλά προσγειώθηκα απότομα. Ακόμη μια φορά θυσιάζονται και βιάζονται όλα στον βωμό του «πολιτικά ορθού» και στην καταστροφή της Ευρωπαϊκής κουλτούρας από τον «φιλελεύθερο μαρξισμό». 

Πολύ λίγοι, ελάχιστοι, στη ζωή της Ευρώπης μας, ήταν σαν τον Ναπολέοντα ικανοί όχι να αντιμετωπίσουν τη μοίρα, αλλά να είναι η μοίρα και αυτό εξ αρχής, θα έπρεπε να του δώσει τον ενστικτώδη σεβασμό ότι ο άνθρωπος, πέρα ​​από το Καλό και το Κακό, είναι υποχρεωμένος να αποτίει φόρο τιμής σε ότι είναι υψηλό, μεγάλο, επίσημο.

Ο Ναπολέων παρουσιάζεται ως ένας χοντροκομμένος και κοινωνιοπαθής ηλίθιος, που συμπεριφέρεται συνεχώς με απεχθή και παράξενο τρόπο. Φαίνεται προϊόν της αγγλικής προπαγάνδας της εποχής, που ενδιαφέρεται να ρίξει όσο το δυνατόν περισσότερη λάσπη στον μεγάλο αυτόν Ευρωπαίο – Γάλλο ηγέτη. 

Ο πραγματικός Ναπολέων είναι μια συναρπαστική ιστορική φιγούρα ακριβώς επειδή εκπέμπει φώτα και σκιές. Προβάλλοντας και υπερβάλλοντας μόνο τις αρνητικές πλευρές, η ταινία καταστρέφει εντελώς τη γοητεία του Γάλλου αυτοκράτορα.

για περισσότερα διαβάστε εδώ ...

5η Δεκεμβρίου 1981: Ο Alessandro Alibrandi βρίσκει έναν όμορφο θάνατο

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Στις πύλες της Ρώμης, πριν από 42 χρόνια, σε ηλικία 21 ετών, σε μια ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, βρίσκει τον θάνατο ο Alessandro Alibrandi, ένας από τους πρωταγωνιστές του ένοπλου εθνικιστικού αγώνα στην Ιταλία. Όταν οι νέοι του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος - MSI, και του Μετώπου Νεολαίας, Fronte della Gioventu, άρχισαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη φωτιά και τις σφαίρες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το 1975, στη Ρώμης ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Ένοπλος Πυρήνας (NAR) ως ένδειξη πολιτικής ένοπλης αντίδρασης. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες ιταλικές πόλεις, οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στο Σαλέρνο, τον Ιούλιο του 1973, ο Carlo Falvella, φοιτητής και μαχητής του FUAN, (του εθνικιστικού φοιτητικού κινήματος), μαχαιρώθηκε. Στην Πάντοβα, τον Ιούνιο του 1974, οι Gianluca Giralucci και Giuseppe Mazzola δολοφονήθηκαν μέσα στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Στη Ρώμη, τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μίκης Μάντακας, Έλληνας φοιτητής και ακτιβιστής του FUAN, πυροβολήθηκε θανάσιμα από αριστερό ένοπλης ομάδας. 

Στο Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1975, ο Sergio Ramelli, φοιτητής και ακτιβιστής του Μετώπου Νεολαίας, δολοφονείται από φοιτητές της Ιατρικής αριστερούς, με βάναυσα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένια εργαλεία, ενώ και πάλι στη Ρώμη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μάριο Ζιτσέιρι, φοιτητής και μαχητής του Μετώπου της Νεολαίας, πυροβολείται μπροστά στα γραφεία του κινήματος από αριστερούς.

Ήταν η αρχή του ένοπλου εθνικοεπαναστατικού αγώνα, από νεαρούς 18ρηδες που είδαν ότι πλέον η ζωή τους δεν είχε καμιά αξία και ότι το κόμμα τους είχε σχεδόν εγκαταλείψει και μάλιστα συζητούσε και με το … δημοκρατικό τόξο της εποχής μόνο για πολιτικά θέματα, χωρίς καμιά αντίδραση.

Έτσι ξεκίνησαν να απαντούν και όχι μόνο ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στο Σύστημα δολοφονώντας αστυνομικούς, δημοσιογράφους και δικαστές. Ένας από αυτούς τους νεαρούς ακτιβιστές, ο Alessandro Alibrandi, υπηρέτησε για πρώτη φορά στο Μέτωπο της Νεολαίας, στη συνέχεια, στο FUAN, και τελικά, αγκάλιασε τον ένοπλο αγώνα, και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Επαναστατικού Ένοπλου Πυρήνα, ΝΑR.

Η πρώτη ένοπλη δράση στην οποία συμμετείχε ήταν ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στο Borgo Pio στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1977. Κατηγορούμενος ότι συμμετείχε στη δολοφονία του ακτιβιστή της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη, ένοπλη αριστερή ομάδα) Walter Rossi, το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου 1977, συνελήφθη, μαζί με άλλους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, αλλά αθωώθηκε από την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάστηκε για σωματικές βλάβες. 

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Alibrandi, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός άλλου μαθητή της Lotta Continua, του Roberto Scialabba, τον Φεβρουάριο του 1978, και των αστυνομικών, Straullu και Di Roma, στο «Οκτώβριος 1981. Τον κατηγόρησαν ορισμένοι μετανοούντες φυλακισμένοι που συμμετείχαν σε διάφορες εκτελέσεις. Για να αποφύγει τη σύλληψη από τον Ρωμαίο δικαστή, ο Alessandro Alibrandi αποφάσισε να πάρει το δρόμο της φυγοδικίας.

Τον Ιούλιο του 1981, έφυγε στον Λίβανο και εντάχθηκε στο κίνημα Maronite Falange που πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί των NAR στην Ιταλία συνελήφθησαν από την αστυνομία και ο Alessandro αποφάσισε να επιστρέψει για να σχηματίσει το "Nuovi Nar" μαζί με τους λίγους επιζώντες. Αλλά ο χρόνος πλέον έφτανε στο τέλος, αυτής της περιπετειώδους ζωής. Ο Alessandro, ενώ ο κλοιός του καθεστώτος σφίγγει, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει και να δολοφονήσει τον αστυνομικό Angelino, ο οποίος τον είχε συλλάβει πριν καιρό ως ύποπτο για μια δολοφονία δικαστή και τον είχε χτυπήσει πολύ άσχημα μέσα στο κελί του.

Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου 1981, με τον αχώριστο Sordi και δύο άλλους βετεράνους της εμπειρίας του Λιβάνου, τον Belsito και τον Ciro Lai, ο "Alì Babà", έτσι τον φώναζαν, αποφασίζει ότι είναι η ιδανική μέρα για την εκτέλεση του αστυνόμου. Αλλά όταν η ομάδα φτάνει στο σπίτι του αστυνομικού, δεν υπάρχει ίχνος από τον Αντζελίνο. Έτσι, οι τέσσερις έφυγαν και άρχισαν να περιπλανιούνται στη Ρώμη. Φτάνουν στο Labaro, ένα χωριουδάκι στη Φλαμίνια. Υπάρχει εκεί ένα κιόσκι με φρούτα και λαχανικά.

Σταματούν και αγοράζουν μερικά μανταρίνια. Λίγο μετά περνά ένα αστυνομικό αμάξι και οι τέσσερις νεαροί αποφασίζουν να πάρουν θέση και να περιμένουν να επιστρέψει για να αφοπλίσουν τους αστυνομικούς (ένας από τους τρόπους να προμηθεύονται όπλα και σφαίρες, ο άλλος ήταν οι ληστείες σε τράπεζες). Αλλά το αυτοκίνητο δεν έρχεται. 

Στις 12.50, ενώ ο Alibrandi κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και τρώει ένα μανταρίνι, περνά ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, το οποίο ξαφνικά κάνει μια όπισθεν και σταματά μπροστά από τον "Alì Babà", ο οποίος σε δέκατα του δευτερολέπτου αποφασίζει να ενεργήσει, όπως είχε κάνει στο Μιλάνο, τραβώντας το πιστόλι του και έτσι ξεκινά το χάος. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν, ο αστυνομικός που καθόταν στο πίσω κάθισμα δέχεται αρκετές, ενώ οι δυο μπροστινοί, μπόρεσαν αν και τραυματισμένοι να βγουν και να καλυφθούν ανταποδίδοντας τα πυρά, που ήδη έριχναν και οι άλλοι τρεις νεαροί.

Ο Sordi τραυματίζεται ενώ ο Allesandro πέφτει στο έδαφος αιμόφυρτος. Τότε οι τρεις καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα ζόρισαν και μπαίνουν μέσα στο περιπολικό με τον ήδη νεκρό αστυνόμο και το σκάνε. Σε μια οδό εγκαταλείπουν το όχημα και κλέβουν με την βία ένα άλλο. Ο Alibrandi, μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώνεται ο θάνατος του. Πεθαίνει έτσι ένας από τους πιο αγαπητούς νεοφασίστες της Ρώμης. Φίλος των Φαλαγγιτών Χριστιανών, και σούπερ-ενθουσιώδης οπαδός της Λάτσιο, ο «Αλί Μπαμπά» θα παραμείνει ο «απαγορευμένος μύθος» γενεών νεοφασιστικών ακτιβιστών σε όλη την Ιταλία. Όταν πέθανε, φορούσε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του με μια χρυσή ηλιακή σβάστικα.

Ας μην βιαστούμε να κρίνουμε τις πράξεις και τις επιλογές του νεαρού. Την περίοδο εκείνη, η επιβίωση ενός εθνικοεπαναστάτη ήταν μόνο η ένοπλη άμυνα η οποία, μετατράπηκε σε επίθεση για λόγους που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με εκείνα τα χρόνια. Οι νεαροί εκείνοι συναγωνιστές έδωσαν την ζωή τους στις πλατείες, στους δρόμους, καθημερινά δίνοντας άνισες μάχες ενάντια στα σκυλιά του καθεστώτος, την αριστερή λαίλαπα που κυριαρχούσε παντού, αλλά και ενάντια στο ίδιο το σύστημα, μαχόμενοι για την Ιδέα, για την μεγάλη Ιδέα της επανάστασης των Εθνών. 

Εκείνα τα παιδιά δεν ήταν απλοί πατριώτες του καναπέ που απλά ασχολούταν μόνο για μια βουλευτική καρέκλα, ήταν αληθινοί μαχητές, ήταν αυτοί που έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νεαρούς εθνικιστές να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο ενάντια στην κρατική και αριστερή βία.

«…και να αισθάνεσαι μέσα σου ότι στα είκοσι σου χρόνια προσπαθείς να δώσεις ένα νόημα στην επανάσταση σου…»

Συναγωνιστής Alessandro Alibrandi: Presente!

Josué Estébanez: φωνάζει «ελευθερία!» επί 16 χρόνια.

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου από το Kultura Europa

Καταδικάστηκε άδικα για τα γεγονότα του 2007, πήρε μόλις πέρυσι την πρώτη του άδεια ως ανταμοιβή της καλής συμπεριφοράς, που του επέτρεψε να φύγει από το σωφρονιστικό κατάστημα για πέντε ημέρες. Ο Josué Estébanez de la Hija, ένας Ισπανός νεαρός εθνικιστής που γεννήθηκε το 1984 και που τα τελευταία 16 χρόνια πληρώνει με την ελευθερία του επειδή γλίτωσε από ένα λιντσάρισμα. Πολλοί στη χώρα μας - κυρίως νέοι -  δεν γνωρίζουν τα γεγονότα που οδήγησαν στη φυλάκιση του Josué, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 26 ετών και 6 μηνών συνολικά.

Πάμε όμως με τη σειρά να ξαναθυμίσουμε τι έγινε τότε. Είναι Νοέμβριος του 2007 και το σημείο αναφοράς πολλών από τους εθνικιστές της Μαδρίτης, είναι το εθνικιστικό κίνημα “Democracia Nacional”, που ιδρύθηκε το 1995 συλλέγοντας την ιστορική κληρονομιά άλλων ριζοσπαστικών κινημάτων. Παρά την αποτυχία που σημειώθηκε στις κάλπες στις περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, η δραστηριότητα του DN στους δρόμους της πόλης είναι αδιάκοπη. Στο πλαίσιο μιας ενεργητικής αντιμεταναστευτικής εκστρατείας που διεξάγεται με άλλες ομάδες, έχει προγραμματιστεί μια συγκέντρωση για την Κυριακή 11 του μήνα στη γειτονιά Usera, μια συνοικία που έχει ήδη υποβαθμιστεί εδώ και χρόνια καθώς είναι και αγαπημένος προορισμός για την αγορά ουσιών από τους τοξικομανείς της πρωτεύουσας. Οι ακτιβιστές ριζοσπάστες  στην πραγματικότητα θέλουν να διαμαρτυρηθούν για τη νέα εισβολή, αυτή τη φορά ασιατικής καταγωγής, που καταστρέφει την περιοχή εδώ και αρκετό καιρό.

Προβλέποντας μαζική συμμετοχή στην πρωτοβουλία αυτή της DN, οι ντόπιοι αντιφασίστες αποφασίζουν να οργανώσουν μια αντισυγκέντρωση με το ακρωνύμιο του “Coordinadora Antifascista Madrid”. Οι αντιφάδες οργανώθηκαν για να φυλάξουν τις γραμμές του μετρό που οδηγούσαν στον τόπο της εθνικιστικής διαδήλωσης, με στόχο να εντοπίσουν και να στοχοποιήσουν τους εθνικιστές της πρωτοβουλίας αυτής. Ο ίδιος ο Josué ταξιδεύει σε ένα από τα βαγόνια της γραμμής M-3. Το αγόρι με καταγωγή από το Galdacáno, έναν μικρό δήμο στη Χώρα των Βάσκων, είναι πρώην στρατιώτης σε κατάσταση εφεδρείας, όπου είχε υπηρετήσει στο “Regimiento de Infanteria in memorial del rey n°1”, από τα πιο παλαιά στρατιωτικά σώματα της χώρας και εκείνη την ημέρα αποφασίζει  να λάβει μέρος στην εκδήλωση. Έχοντας φτάσει στη στάση Legazpi, ο Josué βλέπει μια μεγάλη ομάδα μελών της αριστερής κολεκτίβας να ανεβαίνουν και αποφασίζει να προετοιμαστεί για το χειρότερο.

Βγάζει ένα μαχαίρι από την τσέπη του με τρόπο διακριτικό και περιμένει να εξελιχθεί η κατάσταση. Οι αντιφασίστες, αφού τον είχαν ήδη εντοπίσει λίγο πριν από το άνοιγμα των θυρών του βαγονιού, πιθανόν από ένα φούτερ γνωστής εθνικιστικής μάρκας “Three stroke” που φορούσε,  αρχίζουν να κινούνται δείχνοντας τον νεαρό με τις φόρμες που τους κοιτάζει ψύχραιμα, ακουμπώντας σε ένα από τα στηρίγματα του τρένου και το οπλισμένο χέρι του πίσω από την πλάτη. Πολλοί άρχισαν αμέσως να βγάζουν όπλα διαφόρων ειδών και να φορούν σιδερογροθιές. Ένας από αυτούς, προφανώς ενθαρρυμένος από κάποιους «συντρόφους» και πεπεισμένος ότι βρήκε μια εύκολη λεία για να επιδείξει την τόλμη του, πλησιάζει τον Josué. Ο τελευταίος διατηρεί τρομερή ψυχραιμία και μετά από μερικές λεκτικές ανταλλαγές, πρόσωπο με πρόσωπο, αποφασίζει να ενεργήσει πρώτος και να μην δώσει χρόνο στον αντιφασίστα να δώσει το πρώτο χτύπημα. 

Του καταφέρνει αμέσως ένα αστραπιαίο χτύπημα που χτυπά στην καρδιά τον Carlos Palomino. Πολλοί από τους δικούς του δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν αμέσως τι έχει συμβεί και ενώ κάποιοι σέρνουν τον Palomino έξω από το βαγόνι, άλλοι υποχωρώντας προς τα έξω, προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξαναπερικυκλώσουν τον Josué που συνέχιζε να είναι αποκλεισμένος. Οι αντιφασίστες αρχίζουν αμέσως να του πετούν διάφορα αντικείμενα και προσπαθούν να του επιτεθούν πάλι σωματικά. Ένας από αυτούς συγκεκριμένα, με ένα στιλέτο στα χέρια προσπαθεί να επιτεθεί από πίσω στον νεαρό εθνικιστή, ο οποίος καταφέρνει αμέσως να αμυνθεί και να αντεπιτεθεί με ένα χτύπημα δικό του.

Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο κρίσιμη, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ έχουν παρέμβει οι σεκιουριτάδες του μετρό και προσπαθούν να καταπνίξουν την τραγική πλέον κατάσταση. Οι αντιφασίστες συνεχίζουν να πετούν αντικείμενα και να εντείνουν τις προσπάθειές τους να επιτεθούν σωματικά στον Estébanez.  Ο ίδιος δείχνει τεράστια ψυχραιμία, πιθανόν και λόγω της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Εκμεταλλευόμενος έναν πυροσβεστήρα, αποφασίζει να τον ενεργοποιήσει για να δημιουργήσει ένα προπέτασμα καπνού και να εγκαταλείψει γρήγορα το βαγόνι, αποφεύγοντας στην κυριολεξία την σφαγή από μέλη της αντιφασιστικής συμμορίας. Συγκλονισμένος από ότι είχε συμβεί και έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ότι μόλις ξέφυγε, παραδόθηκε σε περιπολικό της αστυνομίας και ενώ οι αστυνομικοί τον συλλάμβαναν, έφτασαν κάποιοι αριστεροί και τον χτύπησαν στο πρόσωπο, κινδυνεύοντας να χάσει ένα μάτι.

Μετά το τέλος της σωματικής σύγκρουσης, ξεκινά μια νέα μάχη και τα ΜΜΕ βγάζουν τίτλους με συγκλονιστικές φράσεις που παραποιούν την πραγματικότητα των γεγονότων και μιλούν για μια βάναυση, χωρίς κίνητρα και σκόπιμη δολοφονία από έναν φασίστα  εναντίον ενός ανυπεράσπιστου «νεαρού αντισυστημικού». Ο Josué στάλθηκε αμέσως στη φυλακή για προληπτική κράτηση εν αναμονή μιας δίκης που κορυφώθηκε σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2009. Το δικαστήριο, απορρίπτοντας όλα τα αιτήματα των δικηγόρων του Estébanez για αυτοάμυνα, τον καταδίκασε σε κάθειρξη 19 ετών για την εκούσια δολοφονία του Carlos Palomino και 7 χρόνια και 6 μήνες για την απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός εκ των φίλων του θύματος, καθώς και μεγάλα χρηματικά ποσά για την αποζημίωση ενός τραυματία τρίτου αντιφασίστα και των συγγενών του θύματος.

Το δικαστήριο της Μαδρίτης στην πραγματικότητα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχαν λόγοι για τους οποίους ο Ισπανός εθνικιστής θα έπρεπε να υποθέσει ότι κινδυνεύει από επικείμενη επίθεση και σαν να μην έφτανε αυτό, υπογραμμίζει τη διάκριση στις πράξεις του λόγω ιδεολογικού μίσους, κρίνοντας για πρώτη φορά στο ισπανικό δίκαιο, την επιβαρυντική περίσταση που προβλέπεται στο άρθρο 22.4 του Ποινικού Κώδικα. Αυτό που βαραίνει περαιτέρω την τιμωρία είναι η αύξηση της ενοχής που οφείλεται, σύμφωνα με τους δικαστές, στη στρατιωτική προετοιμασία που είχε οδηγήσει τον Josué να χτυπήσει τον αριστερό, στρέφοντας τη λεπίδα προς τα κάτω και γενικά βλέποντας προσεκτικά το βίντεο, ο τρόπος που κινείτο και κρατούσε το μαχαίρι, θεωρήθηκε ... πολύ επαγγελματικός! 

Μετά την ποινή ο εθνικιστής μεταφέρθηκε σε στρατιωτική φυλακή όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, εναλλάσσοντας την παραμονή του στις εγκαταστάσεις με κοινωνική εργασία. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα στο Cadice, στα νοτιοδυτικά της Ισπανίας, περίπου 1000 χιλιόμετρα μακριά από την οικογένεια του. Μετά από προσπάθεια των αγαπημένων του προσώπων, μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε μια φυλακή στη Βόρεια Ισπανία, όπου αφιερώθηκε στη διαχείριση ενός εργαστηρίου κεραμικής και στην επίβλεψη των αθλητικών δραστηριοτήτων του κέντρου κράτησης. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο Josué υποβλήθηκε σε πολύ σκληρά περιοριστικά μέτρα που τον εμπόδισαν να λαμβάνει βιβλία και υλικό που θεωρούνταν πολιτικό και περιόριζαν τις ευκαιρίες συνάντησης μόνο στα μέλη της οικογένειας. Μόλις πέρυσι, 15 χρόνια μετά τα γεγονότα του μετρό της Μαδρίτης, ο Josué έλαβε για πρώτη φορά άδεια μπόνους πέντε ημερών.

Εν ολίγοις, η ιστορία του Josué δεν μπορεί  να μας αφήνει αδιάφορους, παρά τον καιρό που έχει περάσει και τις εποχές που ζούμε, γεμάτες μόνο νωθρότητα και απαθή μηδενισμό. Δεν μπορεί παρά να μας κάνει να νιώθουμε ιδανικά και συναισθηματικά συνδεδεμένοι με έναν νέο εθνικιστή, που είδε τα νιάτα του να ξεριζώνονται για τις δικές του ιδέες, που είδε την ελευθερία του να θυσιάζεται στις αίθουσες ενός δημοκρατικού δικαστηρίου, για να υπερασπιστεί τη ζωή του. Το βίντεο αυτών των λεπτών, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να μην αγγίξει την καρδιά εκείνων που πηγαίνοντας σε μια συγκέντρωση στην πόλη τους, δεν αναρωτήθηκαν τουλάχιστον μια φορά εάν, σε παρόμοια κατάσταση, θα είχαν το θάρρος να θυσιάσουν όλα αυτά για να μη χαμηλώσουν το κεφάλι. 

Ωστόσο πολύ λίγοι (ευτυχώς) έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με ένα τέτοιο σταυροδρόμι και για όλους εμάς που δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να απαντήσουμε με εύκολες λέξεις που προφέρονται στα τραπέζια ενός μπαρ και μιας καφετέριας, δεν μένει τίποτα να κάνουμε παρά να συνεχίσουμε να φωνάζουμε κάθε φορά στις 11 Νοεμβρίου περισσότερο από ποτέ, «¡Josué Libertad!» και λέγοντας την ιστορία, επαναβεβαιώνουμε καθημερινά ότι η υπεράσπιση της ζωής μας δεν είναι έγκλημα.

Η αριστερά, μια μαριονέτα.

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Η αριστερά θεωρούταν πάντα «Ειρηνική», αλλα τώρα έγινε και «Ατλαντική». Βέβαια ειρηνική δεν ήταν ποτέ, αφού η ιστορία της είναι βαμμένη με αίμα αθώων. Το ερώτημα όμως που πλανάται είναι: υπάρχει σήμερα αριστερά στο μέρος του κόσμου που αυτοαποκαλείται Δύση, αυτό που  πρακτικά είναι ένα ψευδώνυμο για την αμερικανική ηγεμονία;

Οι καρποί των αλλαγών που προωθούνται και εφαρμόζουν τα “αριστερά ρεύματα”, τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι τρομεροί. «Αποδόμησαν» τα πάντα, πετώντας στα σκουπίδια κάθε παρελθόν, αρχή και ιδέα που έλαβαν. Ότι υπήρχε καταστράφηκε για να το αντικαταστήσουν με το "τίποτα", με ουτοπίες ή με την καθαρή και απλή ανατροπή αυτού που ήταν «πριν» σωστό και καλό. Η πρόοδος ισοδυναμεί με αντιστροφή. Οι καρποί είναι η ακύρωση κοινωνικών, υπαρξιακών και αξιακών μοντέλων που ενίσχυσαν αυτό που πριν από το 1989 ήταν ο απόλυτος εχθρός του κάθε αριστερού, δηλαδή ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. Μεγάλο μέρος της αριστεράς έχει προλάβει την “κλασική δεξιά” στην εξύμνηση της αγοράς, στην αποδοχή αντικοινωνικών πολιτικών, στην ιδιωτικοποίηση του κόσμου. 

Έχοντας βάλει στο μπαούλο πλέον την ταξική πάλη, τον μαρξισμό και τη σύγκρουση Αφεντικών - σκλάβων, ακολουθώντας η αριστερά τις ράγες της Σχολής της Φρανκφούρτης, έχει εγκαταλείψει τις  κατώτερες τάξεις. Καθόλου επαναστατικά, απλά θέλει να βελτιώσει την κατάσταση τους. Είναι συντηρητικοί  και μοιράζονται με άλλες κοινωνικές ομάδες την «αυταρχική προσωπικότητα» που πρέπει να εξαλειφθεί. Ο δρόμος της αριστεράς είναι η μετάβαση στον υποκειμενισμό και τον μηδενισμό, που άλλωστε είχαν προβλέψει όλοι οι διανοούμενοι του 1900. Η θριαμβευτική «κουλτούρα της ακύρωσης», το μίσος προς την παράδοση και τις ρίζες, είναι η συνειδητοποίηση της «μεγάλης άρνησης», του αθεϊστικού ευαγγελίου που επέβαλε ο Marcuse (Γερμανός θεωρητικός μαρξιστής, εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, και μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης).

Ο διανοούμενος και κομμουνιστής πολιτικός Gyorgy Lùcacs, όρισε την εμπειρία της Φρανκφούρτης ως άβυσσο. «Ζούσαν σε μια πολυτελή σουίτα του Grand Hotel Abyss, από όπου μπορούσαν να αφοσιωθούν στο να συλλογιστούν το κενό που άνοιγε από κάτω τους, την κρίση του νεωτερισμού που επιτάχυναν, καθισμένοι σε άνετες πολυθρόνες ανάμεσα σε εξαιρετικά γεύματα και καλλιτεχνική διασκέδαση». Οι ατελείωτες αλλαγές συσκοτίζουν το μέλλον. Για παράδειγμα μας εμποδίζει να δούμε την άβυσσο της ολοκληρωτικής επιτήρησης της κατάργησης των μετρητών χρημάτων, της οποίας η αριστερά είναι ένθερμος υποστηρικτής, στο όνομα του ψεύδους, όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η «προοδευτική» τους πρεσβυωπία τους εμποδίζει να δούνε τους μεγάλης κλίμακας φοροφυγάδες, που είναι οι χρηματοοικονομικές εταιρείες, funds και άλλους τεχνολογικούς γίγαντες, να συγκεντρώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και τον φθόνο εναντίον των απλών τεχνιτών και των επαγγελματιών. Η αριστερά πάντα θεματοφύλακας του «νομικού θετικισμού», διακηρύσσει τους «κανόνες», αλλά στην πραγματικότητα διαλύει το τεκμήριο της αθωότητας, τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαίου, για να ευχαριστήσει τον πιο ριζοσπαστικό φεμινισμό.

Στο όνομα της αλλαγής που προωθεί η αριστερά, την οποία καλωσόρισε θερμά  ο κυρίαρχος καπιταλισμός, σαν την χαμένη αδερφούλα του που είχε χάσει για κάποιο διάστημα. Καπιταλισμός που δεν ενδιαφέρεται για αξίες και αρχές πέρα από το κέρδος. Έτσι ορισμένες ομάδες ή συλλογικότητες, ιδιαίτερα οι σεξουαλικές μειονότητες, απολαμβάνουν προνομιακό καθεστώς αφού πρέπει να αποζημιωθούν για λάθη - αυθεντικά ή μη - του παρελθόντος, κατά εντυπωσιακή παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης. Ακόμη ίσως πιο εντυπωσιακή σε μια κοινωνία που διαγράφει το παρελθόν και δεν έχει πατέρες. Μπορούμε να ορίσουμε αυτές τις αλλαγές ως θετικές, να τις ορίσουμε ως μια πρόοδο; Νέες αδικίες αντικαθιστούν τις παλιές, κριτήρια εθνοτικής, σεξουαλικής εκδίκησης ή περίεργες αξιώσεις αντικαθιστούν την επίπονη ισορροπία που επιτυγχάνεται με την πάροδο του χρόνου. Αιώνες νόμου και πολιτισμού παρακάμπτονται, διαλύονται: μια απόλυτη αποδόμηση. Η αριστερά υποστηρίζει αυτές τις ιδέες που είναι αλλαγές, αλλά δεν φέρνουν τίποτα θετικό.

Αρνούνται τις αλήθειες της φύσης και της βιολογίας, αποκαλώντας τις «πολιτιστικές κατασκευές που παράγονται από το απόλυτο κακό», όπως τον κανονικό λευκό άνδρα, πατέρα μιας οικογένειας. Μας κάνουν να πιστεύουμε ότι υπάρχουν γυναίκες με πέη, ότι είναι καλό να διακόπτουμε φαρμακολογικά την ανάπτυξη της εφηβείας. Μια ψύχωση για την αναγνώριση καταστάσεων που είναι απλά ενάντια στην φύση και δημιουργούν προβλήματα για το ήδη ζοφερό μέλλον των νέων. Η αυτοαντίληψη αποκτά μεγαλύτερη αξία από τα βιολογικά στοιχεία, ενώ ακραίες καταστάσεις, δυσμορφίες, γενετικές ή σωματικές ανωμαλίες, αντί να συνοδεύονται από ειδική αλληλεγγύη και κατανόηση για όσους υποφέρουν από αυτές, επιδεικνύονται για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη πολλαπλών φύλων. Σε συνδυασμό με την εξύμνηση του «μετανάστη», αυτά και άλλα πολλά είναι τα θέματα που γοητεύουν τη νέα αριστερά.

Τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, οι ελπίδες για μια πιο ισότιμη κατανομή του πλούτου, αντικαθίστανται από ιδεολογίες φύλου, από τον πιο αγανακτισμένο φεμινισμό και από έναν αποκηρυγμένο «περιβαλλοντισμό» που συγχέει την «κλιματική αλλαγή», το νέο ψέμα της δημοκρατίας, τις εκπομπές αερίων και τα ενεργειακά προβλήματα. Αυτό όλο είναι ένα καζάνι που βλέπουν πολύ καλά οι Ελίτ και επιδόθηκε σε τεράστιες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, τοποθετώντας το κόστος σε βάρος μας, με επιλογές που ορίζονται ως αδιαμφισβήτητες και χωρίς εναλλακτικές. Ένας «οικολογισμός» εκρήγνυται τόσο ανόητα, ώστε να αλλοιώνει και να παραμορφώνει έργα τέχνης με μίσος για την ανθρώπινη φυλή, για να γιορτάσει το κλείσιμο εργοστασίων λιπασμάτων, παρά το γεγονός ότι σημαίνει πείνα και φτώχια για εκατομμύρια ανθρώπους. Η απόφαση της Ολλανδικής κυβέρνησης να κλείσει τρεις χιλιάδες αγροκτήματα αποτελεί παράδειγμα αυτοκαταστροφικού φονταμενταλισμού.

Εν μέσω μιας κρίσης που περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη, η αλλαγή είναι η απαγόρευση της παραγωγής τροφίμων για μη επαληθεύσιμες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ταυτόχρονα μας πείθουν να καταναλώνουμε έντομα και τεχνητές τροφές, των οποίων οι παραγωγοί και οι δημοπρασίες είναι τα ανώτερα κλιμάκια της δύναμης του χρήματος, ξεκινώντας από τους «φιλάνθρωπους» δισεκατομμυριούχους. Όλες οι πολιτικές που υποστηρίζονται με ενθουσιασμό από την αριστερά (με την συμμετοχή της δεξιάς), της οποίας το κύριο όπλο - μαζί με τη μυθολογία της προόδου - είναι η κατηγορία του φασισμού εναντίον οποιουδήποτε τολμήσει να αντιταχθεί, να διαφωνήσει, να ζητήσει συζήτηση. Η αλλαγή της αριστεράς είναι να έχει ξεχάσει να πολεμήσει τα ταξικά προνόμια, για να επικεντρωθεί στις αδικίες που διαπράττουν ο λευκός, ο άνδρας καταπιεστής, η ετεροφυλοφιλική κουλτούρα. 

Το συμπέρασμα είναι ότι η αριστερά είναι το βασικό στήριγμα του συστήματος, ή μάλλον είναι το σύστημα. Για όσους έχουν αμφιβολίες, ακολουθήστε τα ίδια τα χρήματα. Ποιος χρηματοδοτείται από τον Soros, τον Gates, από δισεκατομμυριούχα ιδρύματα, από πλούσιες ιδιωτικές ΜΚΟ, για ποιες μάχες, αν όχι αυτές της νέας αριστεράς; Ποιες είναι οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των οικονομικών και τεχνολογικών κολοσσών; Παράξενο να μην καταλαβαίνουν ότι οι ηγέτες του καπιταλισμού, των οικονομικών, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Άλλωστε χρηματοδοτούν αυτόν που τους βολεύει, όχι ποιος είναι ο εχθρός τους.

Η αριστερά όχι μόνο έχει πάει απέναντι, αλλά έχει γίνει ο καλύτερος σύμμαχος του Καθεστώτος. Στον πραγματικό κόσμο η φτώχεια, η ανεργία, οι κακουχίες και η επισφάλεια αυξάνονται. Είναι το παράδοξο του Bertolt Brecht που διατυπώθηκε μετά τη λαϊκή εξέγερση στην Ανατολική Γερμανία το 1953: «η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε ότι αφού ο λαός δεν συμφωνεί, πρέπει να διοριστεί νέος λαός». Εδώ λοιπόν είναι έτοιμοι οι νέοι άνθρωποι της αριστεράς, ευθυγραμμισμένοι με τον λόγο της εξουσίας, κάνοντας τον φύλακα των αφεντάδων που κάποτε μισούσαν. Φυσικά έχει τη μεγάλη του ευκολία: το μονοπώλιο των βιομηχανιών πολιτισμού, μουσικής, ψυχαγωγίας, πανεπιστημίων, ψυχαγωγίας και διαφήμισης. Καριέρες, τιμές, προνόμια, χρήματα. Η φιλελεύθερη καπιταλιστική εξουσία άλλαξε έξυπνα τη συσκευασία για να διατηρήσει το περιεχόμενο της και τη σιδερένια λαβή της στην κοινωνία. Οι νεότεροι δυστυχώς, έπεσαν πολύ εύκολα, ακόμα κι αν αρχίζουν να καταλαβαίνουν και κάποιοι αμφισβητούν την κυρίαρχη αφήγηση. 

Οι πρώην επαναστατικές γενιές αποστρατεύτηκαν, κουράστηκαν, μπερδεύτηκαν από την προπαγάνδα, παρασύρθηκαν, αποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την αλλαγή που η σύγχυση ονομάζει «πρόοδο». Συνεχίζουν να αυτοαποκαλούνται «αριστεροί και προοδευτικοί», να ενθουσιάζονται με την εικόνα του δύσμοιρου Che Guevara - που έχει γίνει πατενταρισμένο λογότυπο - και ακόμη και να θεωρούν τους εαυτούς τους μαρξιστές, αλλά ανάγονται σε μια ανάποδη εικόνα που αντανακλάται σε έναν άθλιο καθρέφτη. Από ευκολία, τεμπελιά, ανοησία, για να αποφύγουν την παραδοχή της υπαρξιακής αποτυχίας, επικροτούν όλα όσα αποστρέφονταν χθες. Τώρα μπορούν να εφαρμόσουν τις χειρότερες αντικοινωνικές πολιτικές, ερήμωση, έλεγχο, επιτήρηση και πόλεμο πίσω από την ψεύτικη σημαία  των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, του πλανήτη, της προόδου. Πυροσβέστες και εμπρηστές ενώθηκαν στον αγώνα!!!

Με επίκεντρο τον αγώνα ενάντια στον ανύπαρκτο πλέον φασισμό, (ηττημένος από το 1945  από τα δυο αγαπημένα αδερφάκια), ξεχνώντας τον Ολιγάρχη του οποίου είναι υπηρέτης, η αριστερά λειτουργεί ως η αστυνομία της σκέψης. Όποιος ξεφεύγει από τις κυρίαρχες ιδέες παραγκωνίζεται και διαπομπεύεται δημοσίως, τακτική που γνωρίζει καλά. Η μεγαλύτερη επιτυχία της εξουσίας είναι να έχει διασφαλίσει ότι οι μεγάλες αντισυστημικές μειονότητες διασκορπίζονται και καθοδηγούνται από πρόσωπα που αποτελούν έκφραση του συστήματος. Υπάρχει μια ψεύτικη αντιπολίτευση εκ δεξιών, που είτε πέφτει στα χέρια του συστήματος ή είναι ανίκανη. Ελεγχόμενες διαφωνίες, αποδυναμωμένες από τους ίδιους που χειραγωγούν την αριστερά και τον προοδευτισμό. Το παράδειγμα της βραζιλιάνικης δεξιάς του Bolsonaro, ενός παρασυρμένου και εγκαταλειμμένου οργάνου των ΗΠΑ, χωρίς εναλλακτική ιδεολογία έναντι του φιλελευθερισμού, είναι πράγματι αξιολύπητο. «Light παγκοσμιοποιητές» εναντίον «Radical παγκοσμιοποιητών». Mετά ξαναβρίσκονται σε αντίθεση με μια αριστερά που ελέγχεται εξίσου από τις ΗΠΑ, στην οποία έχουν διεισδύσει συνεργάτες του Soros. Αντικομμουνιστές χωρίς κομμουνισμό και αντιφασίστες χωρίς φασισμό.

Απέναντι σε αυτούς που προσπαθούν πραγματικά να είναι επαναστάτες, η εξουσία έχει εφεύρει τη «ρητορική μίσους», δηλαδή να ποινικοποιεί τις ιδέες αποχαρακτηρίζοντας τις ως κακές και ταυτόχρονα διαδίδει την κουλτούρα της ακύρωσης. Γιατί να σκύψεις να μαλώσεις με τον φασίστα, τον μισητή όλων, τον κακό και αιμοδιψή; Αυτό επιτρέπει να τον αποκλείουν από παντού και να μην ξέρει τι πραγματικά κάποιος τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, κάτι που θα πυροδοτούσε μια αμηχανία και ένα μπλοκάρισμα μαζί με την κατάρρευση των πεποιθήσεων τους, που είναι  πολύ ανόητη για να αντέξει τη δοκιμασία της πραγματικότητας. Έξω από αυτόν τον μαγικό κόσμο, οι μη πολιτικά ορθοί, οι μη κονφορμιστές, δέχονται επίθεση και από τις δύο πλευρές, αριστερά  και δεξιά, από τους καλούς και υπάκουους αστούς οι οποίοι απλά δεν θέλουν να διαταραχτεί τίποτε από τον ψεύτικο κόσμο τους. 

Τα ερείπια ίσως μας δείξουν τα βήματα μας. Το άλλο είναι να καβαλήσουμε την τίγρη και να επισπεύσουμε το τέλος της παρούσας κατάστασης. Ανάμεσα στις συμπληγάδες αυτές πέτρες, αριστερά και δεξιά, δεν μένουν και πολλά. Και όπως πολύ σωστά, για να μείνουμε στο Evola: «Όποιος φεύγει από το ποτάμι της παράδοσης, χάνεται στην θάλασσα της παρακμής».

Ο «Ναζι - μαοϊσμός» και η εφήμερη ουτοπία ενός κοινού αντιαστικού μετώπου

Lotta Di Popolo. (Λαϊκός Αγώνας). Από τον Έβολα στο Μάο: Ένα βιβλίο για τους νεαρούς νεοφασίστες στις δεκαετίες του 1960 και του 1970

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

«Ένα περίεργο φαινόμενο που αξίζει να εξεταστεί, είναι η επιρροή που ασκεί ο «μαοϊσμός» σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους, στο βαθμό που δεν πρόκειται μόνο για ομάδες δηλωμένου μαρξιστικού προσανατολισμού. Στην Ιταλία μπορούμε να αναφέρουμε ακόμη και ορισμένα περιβάλλοντα που διεκδικούν μια «λεγεωναρική» εμπειρία και έναν «φασιστικό» προσανατολισμό, ενώ αντιτίθενται στο “Movimento Sociale” καθώς το θεωρούν μη επαναστατικό, αστικό, γραφειοκρατικό, παγιδευμένο από τον ατλαντισμό. Μιλούν επίσης για τον Mao ως παράδειγμα».


για να το παραγγείλετε εδώ ...

Με αυτά τα λόγια, ο φιλόσοφος Julius Evola παρουσιάζει το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Il Borghese” της 18ης Ιουλίου 1968. Ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος, πλέον είναι ένα πολιτιστικό σημείο αναφοράς για τις νέες γενιές εθνικιστών, προειδοποιεί τους αναγνώστες για παράξενες ιδεολογικές αποπλανήσεις που φαίνεται να είναι αχαλίνωτες σε ορισμένους, επαναστατικής έμπνευσης, κύκλους εντός του νεοφασιστικού χώρου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο της εποχής εκείνης  που κίνησε το ενδιαφέρον του συγγραφέα της «Εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο», σε σημείο να τον παρακινήσει να εξετάσει  για να εντοπίσει, από παραδοσιακή άποψη, στοιχεία άξια εξέτασης. 

Η απάντηση ωστόσο είναι αρνητική και το άρθρο του «Η Μαοική επιρροή» απορρίπτει χωρίς δισταγμό τις προθέσεις εκείνων των πιο πρωτότυπων συντρόφων που κοιτάζουν με ενδιαφέρον την Κίνα του Μao. Επιπλέον από την πλευρά του αριστοκρατικού εκπροσώπου της Παράδοσης, εκείνου δηλαδή που αρνείται ότι άμεσα ή έμμεσα απορρέει από τη Γαλλική Επανάσταση (για αυτόν η παρακμή του πολιτισμού που έχει ως ακραία συνέπεια τον μπολσεβικισμό), μια τέτοια θέση ήταν κάτι παραπάνω από προβλέψιμη.

Για να δούμε όμως, ποιοι είναι αυτοί οι λεγόμενοι «φαιοκόκκινοι φασίστες», οι ναζι -μαοιστές, που θα είχαν το «θράσος» να συμφιλιώσουν τους αντιτιθέμενους εξτρεμισμούς σε μια ιστορική περίοδο που μαίνεται η πολιτική αντιπαράθεση; Και σε ποια βάση θα σκόπευαν να προτείνουν μια τέτοια συμμαχία; Αρκούν τα κοινά αντικαπιταλιστικά, αντιαστικά, αντισιωνιστικά και αντιαμερικανικά αιτήματα; Για κάποιους προφανώς ναι. Για τι ακριβώς πρόκειται τελικά; Ο «ναζιμαοισμός» λοιπόν, είναι στην πραγματικότητα ένας όρος που επινοήθηκε από τον Τύπο μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 για να προσδιορίσει μια νέα μαχητική θέση που διαμορφώθηκε σε ένα πλαίσιο, αυτό το πανεπιστημιακό, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις και μια γενική επιθυμία για αλλαγή. Για να εντοπιστεί η γένεση αυτού του φαινομένου, είναι απαραίτητο να δώσω το περιβάλλον της εποχής και να παρατηρηθεί το φοιτητικό κλίμα της διαμαρτυρίας και ειδικότερα η δραστηριότητα ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος που ονομάζεται “Primula Goliardica”, που δραστηριοποιείται στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής δεξιάς ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960.

Αυτή η ομάδα συμμετείχε στις καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών και τον Μάρτιο του 1968 ήταν παρών δίπλα στους φοιτητές της άκρας αριστεράς στις περιβόητες συγκρούσεις της Valle  Giulia κατά της αστυνομίας. (Εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η εξέγερση του Φοιτητικού Κινήματος, ο Μάης του 68 και το πανεπιστήμιο της Αρχιτεκτονικής στην Valle Giulia, έμεινε στην ιστορία για την κατάληψη και τα αιματηρά επεισόδια με την αστυνομία). Το κίνημα αυτό λοιπόν συμμετείχε ενεργά και μάλιστα ηγήθηκε στις μεγάλες επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας, με πάθος και δύναμη, παρά τα μικρά νούμερα των ακτιβιστών σε σχέση με την αριστερά. Μέρα και νύχτα με έδρα την σχολή της Αρχιτεκτονικής, ξεκινούσαν τα αιματηρά επεισόδια που έφερναν όλο και περισσότερους νέους κοντά, ακόμη και στους  ριζοσπάστες νεοφασίστες που διάλεξαν αυτόν τον δρόμο, άλλωστε δίκαια αφού τα αιτήματα της εποχής ήταν τα ίδια σε όλους τους νέους. Σημαντική και έμεινε χαραγμένη η μέρα που το Κράτος διέταξε επίθεση για εκκένωση της κατάληψης και μάλιστα έσπευσαν σε βοήθεια, μαζί με την αστυνομία, μέλη του τότε εθνικιστικού κόμματος, MSI, ακόμη και ενάντια σε «συναγωνιστές» τους που είχαν διαλέξει τον πραγματικό αγώνα και όχι αυτόν των εκλογών και της συναίνεσης με το καθεστώς.

Ωστόσο το κίνημα ήταν βραχύβιο και το 1969 ένα μεγάλο μέρος του συγχωνεύτηκε στον εκκολαπτόμενο OLP, “Organizzazione Lotta di Popolo” (Οργάνωση του Λαϊκού Αγώνα), μια από τις πιο πρωτότυπες και αμφιλεγόμενες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής σκηνής εκείνων των χρόνων. Η “Lotta di Popolo” γεννήθηκε επίσημα την 1η Μαΐου 1969 στο “Casadello Studente”, (Σπίτι του Φοιτητή) της Ρώμης. Μεταξύ των ιδρυτών είναι πρώην ακτιβιστές της  PG όπως ο Ugo Gaudenzi και ο Enzo Maria Dantini, αλλά και διάφοροι άλλοι ακτιβιστές που προέρχονταν από διαφορετικές εμπειρίες και  σύντομα φτάνουν στη νέα πολιτική ευθυγράμμιση τόσο από την άκρα αριστερά όσο και από την ακροδεξιά. Το κίνημα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη διεθνή κατάσταση και στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σενάριο το σημείο αναφοράς αντιπροσωπεύεται από την Κίνα του Μao. Στο θέμα της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, οι στρατευμένοι αντιβιστές της OLP υποστηρίζουν τον Αραφάτ (εξ ου και η επιλογή του ακρωνύμιου που σκόπιμα θυμίζει Παλαιστίνη) και προφανώς παίρνουν το μέρος των Βιετκόνγκ στον πόλεμο κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Όπως και άλλες πολιτικές πραγματικότητες εκείνων των χρόνων, το κίνημα “Lotta di Popolo” τύπωσε επίσης μια ομώνυμη εφημερίδα βάζοντας τις ιδέες του στο χαρτί. Η εθνική κυριαρχία, η Ευρώπη των λαών, ο αντισοβιετισμός και ο αντιαμερικανισμός, ο αγώνας ενάντια στην αστική οικονομική δύναμη και η οικολογία είναι μερικά από τα θεμελιώδη θέματα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα κλασικά ακροδεξιά σχήματα και κόμματα, τα οποία περιστρεφόταν γύρω από τα ίδια και τα ίδια, αναμασημένες πολιτικές τροφές για ψήφους. Η Ρώμη και η Νάπολη αποδεικνύονται τα κύρια προπύργια του κινήματος, αλλά ένα εχθρικό κλίμα δυσπιστίας πλανάται σχεδόν παντού γύρω από το σχήμα «Ναζί-Μάο» που γίνεται μη βιώσιμο με την πάροδο του χρόνου. Στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σημειώθηκαν πολλές φορές βίαιες συμπλοκές μεταξύ ακτιβιστών της “Lotta di Popolo” και εκπροσώπων του Φοιτητικού Κινήματος ή άλλων φατριών της εξωκοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς. Οι διάφοροι κομμουνιστικοί σχηματισμοί κηρύσσουν ολοκληρωτικό πόλεμο στους φασίστες «χωρίς αν και χωρίς αλλά» και σε ορισμένους κύκλους η ψύχωση των «εισβολέων» και των «μασκοφόρων προβοκατόρων» πυροδοτεί ένα κλίμα έντασης που γίνεται όλο και πιο βαρύ για τα μέλη της “Lotta di Popolo”.

Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και πριν από τη γέννηση της OLP, επεισόδια που πολλοί είχαν ήδη ερμηνεύσει ως «ξεκάθαρα παραδείγματα διείσδυσης» ή «πρόκλησης» είχαν συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις, αρκεί να  σκεφτεί κάποιος για παράδειγμα, την παρουσία πρακτόρων με πολιτικά ρούχα και ακροδεξιών (αλλά του επίσημου κόμματος, που πάντα φλέρταρε με το Καθεστώς και με την αστυνομία) που βρέθηκαν σε αναρχικούς και κομμουνιστικούς κύκλους. Υπό το πρίσμα παρόμοιων γεγονότων, είναι εύκολο να κατανοηθεί μια ορισμένη δυσκολία από την πλευρά των αριστερών αγωνιστών στην αποδοχή τέτοιων «τολμηρών» και δυνητικά επικίνδυνων συμμαχιών. Από την άλλη όμως η καλή πίστη όσων πίστευαν πραγματικά στο «κοινό μέτωπο» δεν πρέπει να αγνοηθεί (κυρίως του εξωκοινοβουλευτικού νεοφασιστικού χώρου), έστω και με κάποια προνοητικότητα από την πλευρά εκείνων που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θεωρούσαν τη σύγκρουση των «κόκκινων» και μαύρων» ως μια παγίδα του καθεστώτος, που θα έπαιζε αποκλειστικά στα χέρια των κυρίαρχων πλουτοκρατιών, εδραιώνοντας αυτή την φιλοατλαντική κεντρική εξουσία (στηριζόμενη και από την επίσημη ακροδεξιά) που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τον αυθεντικό εχθρό και των δύο φατριών.

Το 1973 σηματοδοτεί το τέλος της εμπειρίας της “Οργάνωσης του Λαϊκού Αγώνα”. Εξουθενωμένοι από την έντονη και αιματηρή σύγκρουση, από την τεράστια δυσπιστία και την επακόλουθη απομόνωση που έχει επικρατήσει γύρω από το κίνημα, ορισμένοι αγωνιστές επιστρέφουν στους παλαιούς χώρους που ανήκουν ενώ άλλοι δημιούργησαν την “Επιτροπή Αλληλεγγύης για τον Franco Freda”, που εκείνη την περίοδο κατηγορήθηκε για τη σφαγή της Piazza Fontana (μια πολύνεκρη έκρηξη σε μια τράπεζα του Μιλάνο, που κατηγορήθηκαν στην αρχή οι αναρχικοί και μετά οι νεοφασίστες. Φυσικά το Κράτος ήταν από πίσω, ενορχηστρωτής όλων). Ο Franco «Giorgio» Freda ήταν σημείο αναφοράς για τους λεγόμενους «Ναζιμαοϊστές» αφού στην ιταλική ριζοσπαστική ακροδεξιά πρότεινε ρητά μια συμμαχία με τις επαναστατικές ομάδες της άκρας αριστεράς. Τον Αύγουστο του 1969, μιλώντας στο Regensburg, σε μια συνεδρίαση της επιτροπής διαχείρισης του “Ευρωπαϊκού Επαναστατικού Μετώπου”, ο Freda έδωσε μια ομιλία που αργότερα δημοσιεύτηκε σε ένα δοκίμιο από τον δικό του εκδοτικό οίκο (Edizioni Ar) με τίτλο “Η αποσύνθεση του συστήματος”. Πρόκειται για ένα επαναστατικό κείμενο στο νεοφασιστικό πλαίσιο αφού έρχεται σε ρήξη με τη νοσταλγία που συνδέεται με την εικοσαετία - κυβέρνηση Μουσολίνι -  και αμφισβητεί τον κύριο άξονα στον οποίο στηρίζονταν μέχρι τότε τα αιτήματα της ακροδεξιάς: την Ευρώπη. 

«Υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας ιστορικής κατάστασης κατά την οποία, ο λατινοαμερικανός αντάρτης εμμένει στο όραμά μας για τον κόσμο πολύ περισσότερο από ότι ο Ισπανός που υποτάχτηκε στους ιερείς και τις ΗΠΑ. Επομένως ο πολεμιστής λαός του Βόρειου Βιετνάμ, με τον νηφάλιο, σπαρτιατικό, και ηρωικό τρόπο ζωής του, μοιάζει πολύ περισσότερο με τη μορφή της ύπαρξής μας από το ιταλικό ή γαλλικό ή δυτικογερμανικό οργανισμό. Για το οποίο ο Παλαιστίνιος τρομοκράτης είναι πιο κοντά στην σκέψη εκδίκησης μας παρά ο Άγγλος (Ευρωπαίος; αλλά αμφιβάλλω!) Εβραίος ή Ιουδαίος. Υποστηρίξαμε την ευρωπαϊκή ηγεμονία, απευθυνόμενοι σε μια Ευρώπη που μέχρι τώρα είχε αμερικανοποιηθεί ή σοβιετικοποιηθεί, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι αυτή η Ευρώπη είχε γίνει υπηρέτρια των ΗΠΑ ή της ΕΣΣΔ, γιατί οι λαοί και τα έθνη της Ευρώπης είχαν απορροφήσει – μετέπειτα αλλά όχι ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας – τις ιδεολογικές εξαγωγές των Η.Π.Α. και ΕΣΣΔ».

Ο Freda ελπίζει στη δημιουργία ενός «Λαϊκού Κράτους» από ορισμένες απόψεις όχι σε αντίθεση με τον ασιατικό κομμουνισμό, αλλά σε ένα πλαίσιο παραδοσιακών αξιών τυπικών της «Εβολιανής δεξιάς» με σαφείς αναφορές στη Πολιτεία του Πλάτωνα. Υπό αυτή την προοπτική όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου θα πρέπει να διαλυθούν, για να δημιουργηθεί χώρος για τη σύσταση μιας «Λαϊκής Πολιτοφυλακής» που θα αποτελείται από εθελοντές. Την καταστροφή του αστικού συστήματος ελπίζει ο Freda μέσω της δημιουργίας ενός κοινού μετώπου: 

«Ωστόσο θέλουμε να απευθυνθούμε σε αυτούς που απορρίπτουν ριζικά το σύστημα, τοποθετώντας τους εαυτούς τους πέρα από την αριστερά του με πεποίθηση ότι ακόμη και με αυτούς μπορεί να επιτευχθεί μια πιστή ενότητα δράσης στον αγώνα ενάντια στην αστική κοινωνία»

Το έργο απέσπασε αμέσως μόνο εξειδικευμένα χειροκροτήματα, ωστόσο, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, έγινε ουσιαστικό σημείο αναφοράς για πολλούς αγωνιστές που ανήκουν στις νέες γενιές της ιταλικής ακροδεξιάς. Ήταν ο συνεχιστής των “ναζιμαοιστών” του 1968, αλλά τα πράγματα άλλαζαν πλέον στην Ιταλία, με τα χρόνια του μολυβιού και την στρατηγική της έντασης από το Καθεστώς, όπου έντεχνα, χρησιμοποίησε όλα τα «δημοκρατικά» όπλα του για να κυλήσει στο αίμα την Ιταλία με εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες, βόμβες, εκρήξεις και μίσος. Νεαροί εθνικιστές δολοφονήθηκαν από αριστερούς τρομοκράτες με την ανοχή και ατιμωρησία του Κράτους, εκατοντάδες συναγωνιστές συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολλά χρόνια φυλακή, ακόμη βρίσκονται στα κελιά κάποιοι, ενώ υπάρχουν δικαστικές εκκρεμότητες που ταλαιπωρούν πολλούς άλλους σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το καθεστώς τελικά νίκησε, απαγορεύοντας κινήματα, ανθρώπους και ζωές. Αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει την Πίστη!