Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που φαίνονται σουρεαλιστικές,
που μοιάζουν να έχουν γεννηθεί από το λαμπρό μυαλό ενός συγγραφέα φαντασίας.
Υπάρχουν κάποιες ιστορίες, όπως αυτή του Nicola Bombacci που γεννήθηκε
Σοσιαλιστής, έγινε Κομμουνιστής και πέθανε πυροβολημένος ως Φασίστας, που
φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί ειδικά για την έκπληξη και το σκάνδαλο.
Μαζί με
τον Mussolini βρέθηκαν να είναι ένθερμοι Σοσιαλιστές επαναστάτες, ένα μαξιμαλιστικό
ρεύμα, για να χωριστούν στη συνέχεια, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν
φίλοι, ωστόσο, μια φιλία που θα κρατούσε, παρά τις πολλές διαφωνίες και τους
συνεχείς βίαιους «χωρισμούς».
Και ενώ ο Mussolini, που εκδιώχθηκε από το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, ίδρυσε το “Fasci da Combattimento” το 1919, ο Bombacci το
1921, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λιβόρνο, μαζί με τους Bordiga και
Gramsci, ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα από το οποίο εκδιώχθηκε το 1927. Αλλά
ήταν επαναστάτης και οι επαναστάτες δυσκολεύονται να ανεχτούν τα κλουβιά και τα
περιβλήματα, δεν έχουν καμία ανοχή σε θεωρίες και ποτάμια λέξεων.
Προσωπικός
φίλος του Lenin, του μοναδικού Ιταλού που έγινε δεκτός προσωπικά από τον δαιμόνιο Ρώσο επαναστάτη, άρχισε, ωστόσο, να απομακρύνεται από τη Ρωσία όταν υποδεχόμενος
από τον «Λαϊκό Επίτροπο Εμπορίου» Litvinov στη Δανία, είδε το πρόγραμμα του για
τα Σοβιέτ στην Ιταλία να απορρίπτεται, επειδή η Ρωσία έπρεπε να ευθυγραμμιστεί
με τις Δυτικές κυβερνήσεις, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του Stalin για τον «Σοσιαλισμό
σε μια μόνο χώρα». Ποτέ δεν εντάχθηκε στο Φασιστικό Κόμμα αλλά επιχείρησε να
λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταξύ των δύο επαναστάσεων, της Μπολσεβίκικης και της
Φασιστικής.
Έγραφε: «ο Φασισμός έχει κάνει μεγαλειώδη την κοινωνική επανάσταση,
ο Μουσολίνι και ο Λένιν, το Σοβιετικό και Φασιστικό Κορπορατιστικό κράτος, η
Ρώμη και η Μόσχα. Αρκετές θέσεις που είχαν ήδη ληφθεί έπρεπε να διορθωθούν, δεν
έχουμε όμως τίποτα για το οποίο να ζητήσουμε συγχώρεση, καθώς τόσο στο παρόν
όσο και στο παρελθόν ωθούμαστε από το ίδιο ιδανικό: τον θρίαμβο της εργασίας».
«Μοιράζω
το επαναστατικό ψωμί της κοινωνικοποίησης», είπε στους λίγους πιστούς που
έμειναν στην αυλή του Φασιστικού Λυκόφωτος, όταν ήταν πλέον σαφές σε όλους ότι οι ώρες ήταν μετρημένες. «Ζήτω ο
Duce. Ζήτω ο Σοσιαλισμός» φώναξε πριν τον εκτελέσουν οι Κομμουνιστές στους
οποίους είχε δώσει ένα ιδεολογικό σπίτι ...
Παραμερίζοντας τις διαφορές μπροστά στην αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας: ένα άρθρο έκπληξη … για τον Manuel Hedilla, κορυφαίος Εθνικοσυνδικαλιστής και εκπρόσωπος της «αριστερής» τάσης του Ισπανικού Φασισμού και της «Τρίτης Θέσης» που συγκρούστηκε με τον Φράνκο και την Δεξιά αντίδραση!
(δημοσιεύτηκε στην επίσημη σελίδα του «Μετώπου Νεολαίας» της «Χρυσής Αυγής» την 4η Φεβρουαρίου 2025)
«Πρέπει να σώσουμε τη λέξη «φασίστας» από τα στόματα των
εχθρών μας, από κάθε δημοκρατικό και αντιφασιστικό βερμπαλισμό. Πρέπει να δεχθούμε
αυτή τη λέξη ως πρόκληση».
Pierre Drieu La Rochelle
Εισαγωγικό σημείωμα του Σταύρου Λιμποβίση:
Εδώ και πολλά χρόνια κάποια πρόσωπα που κυριαρχούσαν στις
ηγετικές θέσεις της «Χρυσής Αυγής» οδηγούσαν το κόμμα στην ιδεολογική κατηφόρα
επιλέγοντας φετιχιστικές εκφράσεις και προσωπολατρικές πρακτικές.
Η άκρα δεξιά
που συνδεόταν από παλιά με το καθεστώς της αστικής δημοκρατίας και τα κομματικά παρασκήνια της δεξιάς κατάφερε σε λίγα χρόνια να
αλώσει τις τοπικές οργανώσεις και τα κινηματικά μέσα ενημέρωσης.
Ιδίως δε μετά
την κ(υ)νοβουλευτική εκπροσώπηση το σφιχταγκάλιασμα με την «επάρατη νόσο»
συνεχίστηκε με τελικό αποτέλεσμα την ιδεολογική «γύμνια» και την διακοπή της επικοινωνίας με τα λαϊκά στρώματα.
Μεγάλη εξαίρεση στον κανόνα που επέβαλλαν μέσω των υπηρεσιών τα
άτομα των πρεσβειών και της Μπακογιάννη, ήταν μικρές ομάδες της νεολαίας του
κόμματος, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που προσπαθούσαν να προβάλλουν την «εργατίστικη»
έκφραση του Εθνικοσοσιαλισμού.
Όλες αυτές οι προσπάθειες είτε διήρκησαν λίγο
είτε είχαν μικρή ανταπόκριση αφού ο Νίκος Μιχαλολιάκος και κυρίως ο Ηλίας
Κασιδιάρης - ο τελευταίος απαίτησε το «δαχτυλίδι» της κομματικής διαδοχής (με τον όρο να καταδικάσει δημοσίως
ο γενικός γραμματέας και με δήλωση
μετανοίας τον Εθνικοσοσιαλισμό και τον Φασισμό με ποιων την εντολή άραγε …) - ουδέποτε υπήρξαν μέλη της εργατικής
τάξης ή «πόνεσαν» για το μεροκάματο.
Και επειδή ο πρώτος δίνει μια ύστατη μάχη
με τον Χάρο στο νοσοκομείο προλογίζοντας ένα τέλος που δεν του αξίζει, δεν θα
επεκταθούμε για τις λάθος επιλογές του και τις οργανωτικές παλινωδίες.
Ο δεύτερος παρόλο
που βρίσκεται αδίκως στην φυλακή, με τον βερμπαλισμό του και τις τραγικές επιλογές του εξυπηρέτησε επί σειρά
ετών τους σχεδιασμούς των εχθρών μας και θα κριθεί στο μέλλον από την εθνικιστική νεολαία!
Εξαίρεση
στο δυσώδες αυτό περιβάλλον που όλα τα σκιάζει η αστική ακροδεξιά παράνοια και
ο «πολιτικός αυνανισμός» με την χρόνια φιλική στάση απέναντι στην καθεστωτική
αστυνομία και τον Νατοϊκό στρατό, είναι κάποιες μικρές «φλόγες» μέσα στο σκοτάδι που
παίρνουν την μορφή ποιοτικών άρθρων όπως το παρακάτω.
Συγχαίρουμε δημοσίως τον
αρθρογράφο/ους που επέλεξε/αν μια ηρωική
μορφή της «Τρίτης Θέσης» και του επαναστατικού «αριστερού» Φασισμούκαι τους καλούμε
να συνεχίσουν στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας μακριά από τις «κομματικές
νόρμες» που θυμίζουν τις «μούμιες» του Περισσού.
Τους προτρέπουμε δε να
αποχωρήσουν άμεσα από τις τάξεις της «Χρυσής Αυγής» που το λείψανο της σήμερα απλά
κοσμεί την «αίθουσα μνήμης» της ελληνικής άκρας δεξιάς και κάθε τόσο «βαπτίζεται»
στην δεξαμενή συντήρησης της κοινωνικής μηχανικής της κατοχικής εξουσίας.
Να ενταχθούν
άμεσα στην ποιοτική έκφραση της «Εθνικής Αυτονομίας» και πρωτίστως στους «Αυτόνομους Αθηνών»- Αρχική - Athens Autonomous -την οργανωτική «αιχμή του δόρατος» για λόγους δυναμικής και εντοπιότητας.
Διαβάστε το άρθρο:
Ο Federico Manuel Hedilla Larrey ήταν Ισπανός
Εθνικιστής, γνωστός ως διάδοχος του José Antonio Primo de Rivera και ο
τελευταίος ηγέτης της γνήσιας Ισπανικής Φάλαγγας (Falange Española de las
JONS). Ορφανός από πατέρα σε νεαρή ηλικία, μετακόμισε στο Μπιλμπάο όπου
ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές σε Ρωμαιοκαθολικό σχολείο στον δήμο
Barakaldo, στη Χώρα των Βάσκων. Στα 16 του χρόνια ξεκίνησε μαθητεία σε
ναυπηγείο, αλλά η οικονομική κρίση τον οδήγησε στην ανεργία. Εργάστηκε στη
συνέχεια στην οδοποιία και ως μηχανικός αυτοκινήτων στη Μαδρίτη.
Πολιτική Δράση
Το 1933 πληροφορήθηκε με ενθουσιασμό την ίδρυση της
Φάλαγγας, ενός κινήματος με επαναστατικές ιδέες και στρατιωτική δομή. Ένα χρόνο
μετά, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως τεχνικός επιθεωρητής σε εργοστάσιο
στην Κανταβρία, έρχεται σε επαφή με το Κίνημα μέσω δύο συναδέλφων του. Σχεδόν
αμέσως, ορίζεται επικεφαλής της κωμόπολης Renedo de Pielagos, οπού αναπτύσσει
ιδιαίτερα επιτυχημένη δράση προσελκύοντας νέα μέλη και υποστηρικτές.
Τον Μάρτιο
του 1935 επισκέπτεται την περιοχή ο Jose Antonio, που εντυπωσιάζεται από το
έργο του και τον ορίζει επικεφαλής της Φάλαγγας σε ολόκληρη την επαρχία. Τον
Νοέμβριο του ίδιου έτους συμμετέχει στο Εθνικό Συμβούλιο της Φάλαγγας, στην
Μαδρίτη, ως εκπρόσωπος της βόρειας κοινότητας Santander.
Όμως, το 1936 η Φάλαγγα τίθεται εκτός νόμου και πλήθος
ηγετικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Jose Antonio, οδηγούνται
στις φυλακές. Εν μέσω αυτής της κρίσης ο Hedilla αναλαμβάνει τον συντονισμό των
διάφορων εθνικιστικών ομάδων. Η Φάλαγγα δεν είναι πλέον μια περιθωριακή ομάδα
αλλά διαθέτει 240.000 καλά εξοπλισμένα μέλη. Ακολουθώντας τις οδηγίες του
φυλακισμένου Αρχηγού του, συναντιέται με τον Στρατηγό Emilio Mola, με στόχο την
οργάνωση ένοπλης ανατροπής του καθεστώτος.
Αν και τυπικά ήταν ο υπεύθυνος της Φάλαγγας μόνο στο
Santander, ο Hedilla βρισκόταν στην La Coruña όταν έλαβε χώρα η στρατιωτική
εξέγερση. Εκεί, συνδράμει αποφασιστικά στην κατάληψη της πόλης, ως επικεφαλής
πολιτοφυλάκων της Φάλαγγας. Μετά από αυτή την νίκη καθίσταται ο de facto ηγέτης
του Κινήματος, καθώς ο Jose Antonio παραμένει φυλακισμένος, και αναλαμβάνει
επικεφαλής του «Προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου».
Ωστόσο, ο Hedilla με την
«ταπεινή» καταγωγή, δεν διέθετε το κύρος του Primo de Rivera και σύντομα
γίνεται εμφανής η ρήξη με τον κύκλο εξουσίας που περιέβαλλε τον Francisco
Franco, δηλαδή τον κύριο εκφραστή των εξεγερμένων αντιδημοκρατικών δυνάμεων.
Από τα τέλη του 1936 υπήρχε διάχυτη η άποψη στις
επαναστατημένες μάζες πως πρέπει να επιτευχθεί μια «ενοποίηση» όλων των εθνικών
πολιτικών κινήσεων. Από την πρώτη στιγμή ο Hedilla αντιτάχθηκε στην πιθανότητα
πραγμάτωσης αυτής της ενοποίησης. Στην πράξη όμως, ο Φαλαγγίτης αρχηγός δεν
ήλεγχε τις ετερόκλητες ομάδες που τότε συνυπήρχαν στο εσωτερικό του κινήματος.
Ερχόταν συχνά αντιμέτωπος με την ριζική αντίθεση άλλων ηγετών, καίτοι ο ίδιος
στηρίζονταν από πυρήνες του Ισπανικού βορρά.
Ορισμένοι θεωρούσαν τους εαυτούς
τους γνησιότερους συνεχιστές της κληρονομιάς του Jose Antonio, ενώ άλλοι
«νεοσύλλεκτοι» έβλεπαν στο πρόσωπο του Στρατηγού Franco τον δυνητικό ηγέτη μιας
«ευρύτερης» παράταξης, αναγκαίας για την χώρα. Παρά το εχθρικό αυτό πλαίσιο, ο
Hedilla υποστηρίχθηκε ενθουσιωδώς από τον Γερμανό πρέσβη Wilhelm Faupel, σε
αντιδιαστολή βέβαια με τον πρέσβη της φασιστικής Ιταλίας, που δεν έχανε
ευκαιρία να τον υποτιμά.
Απέναντι στον εσωτερικό διχασμό
Ενώ βρισκόταν σε περιοδεία στον βορρά, ο Hedilla έμαθε
ότι είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μεταξύ ορισμένων ηγετικών πυρήνων των
Καρλιστών και των Φαλαγγιτών. Έτσι, ανακοίνωσε την διεξαγωγή ενός Εθνικού
Συμβουλίου της Φάλαγγας, στις 25 Απριλίου για να αντιμετωπίσει θεσμικά την
εσωτερική αταξία. Αντιτιθέμενοι σε αυτή την απόφαση, στις 16 Απριλίου του 1937
οι, κατ’ ουσίαν ακροδεξιοί, Davila, Aznar και Garceran σχηματίζουν μια
αυθαίρετη επιτροπή ελπίζοντας να ελέγξουν το Κίνημα.
Ο Hedilla δεν άργησε να
απαντήσει. Το ίδιο βράδυ οι Εθνικιστικές πολιτοφυλακές υπό τις διαταγές του,
πραγματοποιούν έφοδο και ανακατάληψη των κεντρικών γραφείων του κόμματος,
πετώντας έξω τους αντιπολιτευόμενους συμβιβαστές. Οι επικεφαλής της
«μετριοπάθειας», αναζητούνται και συλλαμβάνονται μέσα στα καταλύματα τους,
ακόμα και μετά από ανταλλαγές πυρών.
Φαινόταν πως είχε επιτευχθεί μια πρόσκαιρη επιτυχία για
τον έλεγχο του κινήματος. Δυο ημέρες αργότερα έλαβε χώρα συμβούλιο κατά το
οποίο ο Hedilla επανεκλέχθηκε εθνικός αρχηγός. Στην ψηφοφορία έλαβε δέκα ψήφους
υπέρ και τέσσερις κατά, αλλά υπήρξαν και πολλές αποχές. Ακόμα και ο Franco
αποδέχτηκε τον νέο ηγέτη σε μια σκηνή θερμού εναγκαλισμού μπροστά σε χιλιάδες
Φαλαγγίτες στο μπαλκόνι του παλατιού του Επισκόπου της Salamanca. Ωστόσο, η
αδελφική χειρονομία φαίνεται πως ερμηνεύτηκε τελικά σαν ένδειξη υποταγής της
Φάλαγγας στον μελλοντικό δικτάτορα.
Μετά από αυτά τα γεγονότα το αρχηγείο του Franco
αποφάσισε να εφαρμόσει ένα σχέδιο ενοποίησης όλων των αντικαθεστωτικών
πολιτικών δυνάμεων που δρούσαν στην περιοχή. Ο επικεφαλής της Φάλαγγας έλαβε
στο σπίτι του, ως τετελεσμένο, ένα αντίγραφο του λεγόμενου «Διατάγματος
Ενοποίησης», το οποίο μάλιστα ανακοινώθηκε δημόσια μέσω ραδιοφώνου.
Ο
κομματικός φορέας που θα απορροφούσε όλες τις εξεγερμένες συνιστώσες της
περιοχής θα ονομαζόταν «FET y de las JONS». Ως αντίδραση σε αυτή την
αναγκαστική «ενοποίηση», εστάλη από τα κεντρικά γραφεία της Φάλαγγας ένα
τηλεγράφημα στο οποίο ξεκαθαριζόταν ότι τα μέλη οφείλουν να συνεχίσουν να
υπακούν μονάχα στις εντολές της ανώτατης διοίκησης του κινήματος, «για να
αποφευχθούν οι παρερμηνείες» του Διατάγματος. Αυτό το τηλεγράφημα ερμηνεύτηκε
ως πρόκληση απέναντι στα σχέδια του Franco.
Στην δυσμένεια του καθεστώτος
Τελικά, στις 25 Απριλίου του 1938, ο Hedilla συνελήφθη
μαζί σε άλλους εξακόσιους Φαλαγγίτες, με την κατηγορία ότι είχαν συνωμοτήσει
εναντίον του Franco. Η σύλληψη του προκάλεσε θυελλώδεις δημόσιες διαμαρτυρίες,
αλλά πολλοί συμμετέχοντες σε αυτές συνελήφθησαν και αυτοί κατηγορούμενοι σαν…
κομμουνιστές. Μέσω της καταστολής ο Franco έπνιξε τις αντιστάσεις των
πρωτεργατών της Φάλαγγας και εδραίωσε την πολιτική του εξουσία ποδηγετώντας το
εθνικό επαναστατικό κίνημα. Διόρισε επίσης τον βετεράνο Raimundo Fernandez
Cuesta ως γενικό γραμματέα της νέας συστημικής «Φάλαγγας».
Στις 5 Ιουλίου του 1937 ο Hedilla καταδικάστηκε από το
στρατοδικείο σε ισόβια κάθειρξη, ενώ λίγο έλειψε να εφαρμοστεί η θανατική
ποινή. Πέρασε τα πρώτα τέσσερα χρόνια της καταδίκης του εξόριστος στην φυλακή
των Las Palmas. Μετά την κρίση του Μαΐου του 1941, όταν αποφυλακίστηκαν μαζικά
πολλοί παλαιοί μαχητές της Φάλαγγας ως μέτρο κατευνασμού, ο Hedilla μεταφέρθηκε
στην Mallorca. Εκεί, έζησε έως το 1947, όταν και ανέκτησε την πλήρη ελευθερία
του.
Μετά την φυλακή
Μετά την αποφυλάκιση του, δεν ανέλαβε τον οποιοδήποτε
πολιτικό ρόλο στην φρανκική Ισπανία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε μια
μικρή εμπλοκή στο συνδικαλιστικό κίνημα, καταγγέλλοντας ρητά την αναρχοκομμουνιστική
εκτροπή του και υπερασπίστηκε τα ιδεώδη ενός πλέριου Πατριωτικού Κοινωνισμού.
Χαρακτηριστική είναι μια μυστική αναφορά της CIA, από
τον Αύγουστο του 1948, για την δράση του Hedella μετά την αποφυλάκιση του:
«Οι προσπάθειες που φέρεται να γίνονται από τον Manuel
HEDILLA Larrey να εξωθήσει σε αλλαγές το ισπανικό καθεστώς στρέφονται
περισσότερο ενάντια στην κατάσταση που αντιπροσωπεύει ο FRANCO, παρά εναντίον
του ίδιου του Caudillo. Σύμφωνα με τον [λογοκριμένο όνομα], ο HEDILLA
χρησιμοποιεί τους πιστούς οπαδούς του στη Φάλαγγα, αλλά πιστεύει ότι η Φάλαγγα καθαυτή είναι τελειωμένη υπόθεση.
Ο HEDILLA δεν ενδιαφέρεται για
«υπονομευτικές» δραστηριότητες, προτιμώντας τη μεταρρύθμιση μέσω της
αντικατάστασης των ανίκανων στα σημαντικά αξιώματα. Αυτό το σκοπό επιδιώκει να
επιτύχει ασκώντας επιρροή σε μέλη της εθνοσυνέλευσης, ηγέτες του Μετώπου
Νεολαίας, γραμματείς της Πολιτικής Κυβέρνησης, Συνδικάτα κ.λπ. που μπορούν να
μιλήσουν χωρίς να χαρακτηρίζονται ως εχθροί του Καθεστώτος.
Ο Αρχιεπίσκοπος OLAECHEA της Βαλένθια φέρεται να
αρνήθηκε να αποσύρει την πρόσκληση στον HEDILLA για να παραστεί σε θρησκευτική
εορτή που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Άνοιξη, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε
να αρνηθεί την αποδοχή σε καθαρά θρησκευτικές τελετές ενός τόσο Χριστιανού κυρίου.»
Ο Hedilla απεβίωσε στην Μαδρίτη στις 4 Φεβρουαρίου του
1970. Για πολλούς νοσταλγούς της «παλαιάς φρουράς» της αληθινής Φάλαγγας,
έφτασε να συμβολίζει την αγνότερη ουσία μιας νέας δυναμικής διάστασης του
Κινήματος, αυτής του εθνικοσυνδικαλισμού. Υπήρξε επίσης το σύμβολο της
αντίστασης των ακραιφνών ιδεολόγων Φαλαγγιτών στην προδοσία του Franco, καθώς
τοποθετήθηκε ξεκάθαρα ενάντια στο κύμα των σκόπιμων αυθαιρεσιών της Δεξιάς, η
οποία ακόμα και με την χρήση των Μαροκινών μισθοφόρων, έθαψε με σφοδρότητα το
όραμα για την δόμηση μιας Εθνικιστικής και Σοσιαλιστικής Ισπανίας.
Η
ιδεαλιστική θέση του Hedilla και των Συναγωνιστών του τελικά δικαιώθηκε, καθώς
ο Φρανκισμός έσβησε μαζί με τον ηγέτη του, δίχως δυστυχώς να αφήσει πίσω του
παρακαταθήκη ανάλογη των 36 ολόκληρων ετών διακυβέρνησης.
Μετάφραση για τη συντακτική ομάδα του «Μαύρου
Κρίνου»: Στέφανος Καρδιτσιώτης
Η Γαλλίδα SimoneWeil αφηγείται τις εμπειρίες της στην Ταξιαρχία Ντουρρούτι:
σε μια αψιμαχία αιχμαλώτισαν ένα 15χρονο αγόρι που πολεμούσε με τους
εθνικιστές. «Τον έψαξαν. Πάνω του βρέθηκαν ένα μετάλλιο της Παναγίας και μια
κάρτα της Φάλαγγας», λέει. «Τον έστειλαν στον Ντουρρούτι, ο οποίος του έδωσε
την επιλογή ανάμεσα στο να πεθάνει ή να ενταχθεί στις τάξεις εκείνων που τον
είχαν αιχμαλωτίσει. Του έδωσε 24 ώρες για να σκεφτεί. Το αγόρι είπε όχι και
πυροβολήθηκε ...»
Θα είχε
ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο ο εξυψωμένος Αναρχικός ηγέτης αν ο αιχμάλωτος ήταν
ο αγωνιστής της Ισπανικής Φάλαγγας του JONSMarcianoPedroDurrutiDomingo, προτελευταίος από τους επτά αδελφούς του;
Ήταν ο Manuel
Durruti Cubría, διδάκτωρ Χημικών Επιστημών από το Γερμανικό Πανεπιστήμιο της
Χαϊδελβέργης και ανιψιός του Buenaventura και του Marciano, ο οποίος μπήκε
πραγματικά στον κόπο να ξεθάψει το προφίλ του νεκρού Φαλαγγίτη. Στην προσπάθεια
του να αποσαφηνίσει τη μνήμη των Durruti ανεξάρτητα από τις πολιτικές φιλίες και
φοβίες, ήταν αυτός που βρήκε τα έγγραφα της υπόθεσης 405/37 που καταδίκαζαν τον
θείο του Marciano σε θάνατο.
Είναι ελάχιστα
χρήσιμο να υποστηρίξουμε προς υπεράσπιση του ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Αναρχική
εφημερίδα Claridad τον Απρίλιο του 1936:
«Όσο για τη σύλληψη ενός συγκεκριμένου
Marcelo [sic] Durruti μαζί με έναν ένοπλο που πληρώνεται από τα fascio που
ονομάζεται Moldes, πρέπει να πούμε ότι, αν και αποκαλεί τον εαυτό του αναρχικό,
δεν είναι τέτοιος, αφού οι αναφορές που έχουμε γι αυτόν είναι τρομερές.
Και δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από το ότι
ο αγαπητός μας σύντροφος Buenaventura Durruti έχει την ατυχία να είναι αδελφός
του, και αυτός ο απατεώνας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το καθαρό όνομα του
αδελφού του, ξεχνώντας ότι ο τελευταίος έπρεπε να τον διώξει από το πλευρό του».
Νεότερος αδελφός του Μποναβεντούρα Ντουρρούτι, συνδικαλιστής
και Αναρχικός που μεταστράφηκε σε εθνικοεπαναστάτη Φαλαγγίτη. Εκτελέστηκε με
διαταγή του Φρανσίσκο Φράνκο, ενώ ο ποιητής, συγγραφέας και Αναρχοσυνδικαλιστής
δημοσιογράφος Βικτοριάνο Κρέμερ τον χαρακτήρισε ως «Αναρχοφαλαγγίτη» .
Ο Πέτρο
γεννήθηκε στην Λεόν στις 6 Μαρτίου 1911. Ήταν ο νεότερος από οκτώ αδέλφια
γεννημένα από τον γάμο του Σαντιάγκο Ντουρρούτι, σιδηροδρομικού εργάτη και της Αναστασία Ντομίνικο. Ακολουθώντας τα
βήματα του μεγαλύτερου αδελφού του εντάχθηκε στις γραμμές των Αναρχικών, αλλά γρήγορα
οι εθνικιστικές του ιδέες τον αποξένωσαν από την CNT(εθνική συνομοσπονδία εργατών) οδηγώντας τον στα ιδανικά του Εθνοσυνδικαλισμού.
Στις 3 Μαΐου
1935, ο Πέτρο συμμετείχε σε μια
συνεδρίαση μαζί με τον ηγέτη του Συνδικαλιστικού κόμματος Άνγκελ Πεστάνα, τον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε
Ριβέρα και τον Ντιεγκό αμπαντ ντε Σαντιλάν. Η συνεδρίαση έγινε σε καλό κλίμα λόγω
της φιλίας μεταξύ του Πεστάνα του Πέτρο Ντουρρούτι και του Φαλαγγίτη Λουίς Σάντα
Μαρίνα του ανθρώπου που καθιέρωσε το Μπλε Πουκάμισο της Φάλαγγας.
Ο Πεστάνα, έχοντας
εκδιωχθεί από την CNT το 1931, είχε διαχωρίσει την θέση του από τον Αναρχισμό με το «Μανιφέστο
των Τριάντα», ασκώντας παράλληλα κριτική
στην ΕΣΣΔ ως αντιπρόσωπος σε ένα συνέδριο της Κομιντερν λέγοντας «Ο λαός στον
δρόμο για την ελευθερία δεν θα παράξει ποτέ δεσπότες». Λίγο αργότερα, στις
5 Φεβρουαρίου 1936 ο Πέτρο θα ενταχθεί στην Φάλαγγα με την προσωπική έγκριση του Χοσέ Αντόνιο και
με αριθμό κομματικής ταυτότητας 1501. Η ίδια του η αδελφή Ρόζα Ντουρρούτι,
έραψε τον ζυγό και τα βέλη, το έμβλημα της Φάλαγγας στο Μπλε Πουκάμισο του …
Πολύ σύντομα ο
Πέτρο κανόνισε μια συνάντηση μεταξύ του αδελφού του Μποναβεντούρα Ντουρρούτι,
ηγέτη της Ιβηρικής Αναρχικής Συνομοσπονδίας και του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα
ηγέτη των συμβουλίων της Ενδοσυνδικαλιστικής Επίθεσης (JONS). Η προσπάθεια
του να σφυρηλατήσει μια συμμαχία μεταξύ των δύο ηγετών απέτυχε, με την άρνηση
του Μποναβεντούρα να αποτελεί προειδοποίηση στον αδελφό του «Θα δεις τι είδος
πληρωμής θα σου δώσουν οι φασίστες» του είπε.
Το 1937 εν μέσω
του εμφυλίου πολέμου ο Πέτρο φυλακίστηκε στην φυλακή Σαν Μαρκο στην Λεόν. Η
μοίρα του Marciano Pedro σφραγίστηκε σε ένα κάπως κακότεχνο στρατοδικείο και καταδικάστηκε
σε θάνατο για συμμετοχή σε εξέγερση με την ιδιαιτερότητα ότι η ποινή
«εκτελέστηκε από άτομα της ίδιας οργάνωσης με τον καταδικασμένο».
Οι ξεπουλημένοι
στο κεφάλαιο και την εκκλησιαστική εξουσία ακροδεξιοί βιάζονταν να τερματίσουν
τη ζωή του. Η εντολή εκτέλεσης της ποινής εναντίον του Pedro Marciano Durruti δεν
μπορούσε να περιμένει. Ο στρατηγός Múgica υπέβαλε την ποινή τηλεφωνικά στον
νομικό σύμβουλο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος ήταν τελικά υπεύθυνος για την
έγκριση της θανατικής ποινής. Όλα ήταν οργανωμένα έτσι ώστε η εκτέλεση του
κρατούμενου να γίνει την ίδια μέρα, μετά το υποχρεωτικό δίωρο της παρουσίας του
καταδικασμένου στο εκκλησιαστικό παρεκκλήσι.
Σε μια
χειρονομία ασυνήθιστης σκληρότητας, ο Múgica υπέγραψε ένα συγκλονιστικό έγγραφο
που απευθύνεται στον ειδικό στρατιωτικό δικαστή José Manuel Fernández de Blas,
το οποίο έχει ως εξής: «Για την εκτέλεση της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε στον
Φαλαγγίτη Marciano Pedro Durruti Domingo, έχω ορίσει ως τόπο εκτέλεσης το
σκοπευτήριο Puente del Castro».
Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε τελικά στο
σκοπευτήριο του El Ferral del Bernesga, αντί στο Puente del Castro. Στις 22
Αυγούστου 1937, σε ηλικία μόλις 26 χρονών, ντυμένος με την μπλε στολή της Φάλαγγας
και με την δεξιά χείρα τεταμένη οδηγήθηκε μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα χωρίς
να λυγίσει μπροστά στον θάνατο.
Οι υπολοχαγοί
του Στρατιωτικού Υγειονομικού Σώματος, Fernando Rico Saavedra και Pablo Sánchez
de Linares, αναγνώρισαν το σώμα του Durruti και πιστοποίησαν το θάνατό του το
ίδιο απόγευμα της εκτέλεσης. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 25 Αυγούστου, ο δημοτικός
δικαστής που είναι υπεύθυνος για το Ληξιαρχείο της León, Francisco del Río
Alonso, εξέδωσε το πιστοποιητικό θανάτου του Pedro Durruti, σύμφωνα με το οποίο
πέθανε λόγω «καρδιακής ανακοπής όπως φαίνεται από την ιατρική πιστοποίηση και την
εξέταση που πραγματοποιήθηκε». Ένα χοντροκομμένο ψέμα. Ακόμη και μπροστά στον
νεκρό Φαλλαγίτη οι ακροδεξιοί του Φράνκο έδειξαν για μια ακόμη φορά τον
ουτιδανό χαρακτήρα τους.
Κατηγορήθηκε για
συμμετοχή στην συνομωσία του Μανουέλ
Χεντίλα, αλλά η εκτέλεση του ήταν αποτέλεσμα διώξεων των Φρανκιστών εναντίον της
«αριστερής» πτέρυγας της Ισπανικής Φάλαγγας, όπως στην περίπτωση του Ραμίρο
Λεντέσμα Ράμος.
Χαρακτηρισθείς από τους Φρανκιστές ως «συμμορίτης όπως ο
αδελφός του», η εκτέλεση του έγινε μάλλον υπό τον φόβο ότι εντάχθηκε στην Φάλαγγα
προκειμένου να την διαβρώσει με σοσιαλιστικές απόψεις (…) και να διασπείρει
διαίρεση στην «εθνική παράταξη».
"Ένας Γερμανός φιλόσοφος [Φρίντριχ Νίτσε] είπε:
"Ζήσε επικίνδυνα" Θα ήθελα αυτό να είναι το σύνθημα του παθιασμένου,
νεαρού ιταλικού φασισμού: "Ζήσε επικίνδυνα". Αυτό πρέπει να σημαίνει
να είμαστε έτοιμοι για όλα, για κάθε θυσία, για κάθε κίνδυνο, για κάθε δράση,
όταν πρόκειται να υπερασπιστούμε την πατρίδα και τον φασισμό.
Η ζωή όπως την
αντιλαμβάνεται ο φασίστας είναι σοβαρή, αυστηρή και θρησκευτική: ζει εξ
ολοκλήρου σε έναν κόσμο που καθοδηγείται από τις υπεύθυνες και ηθικές δυνάμεις
του πνεύματος. Ο φασίστας πρέπει να περιφρονεί τη βολική ζωή. Το πιστεύω του
είναι ο ηρωισμός, ενώ αυτό του αστού είναι ο εγωισμός.
Τέλος, ο φασισμός είναι
μια θρησκευτική αντίληψη που βλέπει τον Άνθρωπο στην ύψιστη σχέση του με έναν
νόμο και μια βούληση που υπερβαίνουν το άτομο.
Για τον φασισμό, ο κόσμος δεν
είναι ο υλικός κόσμος που εμφανίζεται στην επιφάνεια, όπου ο άνθρωπος είναι ένα
άτομο απομονωμένο από όλους τους άλλους, που υπάρχει στον εαυτό του και
διέπεται από έναν νόμο που τον οδηγεί να ζήσει μόνο μια ζωή εγωιστικής,
στιγμιαίας απόλαυσης.
Ο φασισμός γεννήθηκε από μια αντίδραση ενάντια στον
παρόντα αιώνα και ενάντια στον εκφυλισμένο, αγνωστικιστικό υλισμό".
Μια σύνοψη του φασιστικού εκπαιδευτικού συστήματος και η
σχολή των μελλοντικών "φιλόσοφων-βασιλέων" (μεταρρύθμιση Τζεντίλε
1923)
Ο Τζεντίλε όντας Υπουργός Δημόσιας Παιδείας το 1923 επί
κυβέρνηση του Ντούτσε, μαζί με τον Giuseppe Lombardo Radice, ανέπτυξε μια
διαφορετική προσέγγιση φασιστικής κατήχησης και ανάδειξης των σπουδαιότερων
μαθητών για την ανάληψη υψηλών ευθυνών στις κυβερνητικές θέσεις του Κράτους.
Εν
συντομία, θέσπισε να είναι υποχρεωτική η στοιχειώδης εκπαίδευση στα 10 έτη ( εκ
των οποίων τα πέντε πρώτα χρόνια είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα υπόλοιπα
είτε στο scuola media (θα λέγαμε το αντίστοιχο ΓΕΛ με ελληνικά δεδομένα) ή στο
avviamento al lavoro (το αντίστοιχο ΕΠΑΛ) που έδινε γρήγορη πρόσβαση στα χαμηλά
στρώματα του εργατικού δυναμικού).
Η κορύφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάμεσα και στις
υπόλοιπες επιλογές των μαθητών, ήταν το liceo classico (Λύκειο) που για λίγα
έτη θα έδινε την δυνατότητα εισαγωγής, μέσω εξετάσεων, στις πανεπιστημιακές
σχολές. Το liceo classico προοριζόταν για τους λίγους, για τους πιο
ταλαντούχους, για τους πιο ικανούς, για εκείνους που προορίζονταν από την φύση
τους για μεγάλους ρόλους διακρίνοντας τους από την μάζα, τα χαμηλά στρώματα της
κοινωνίας.
Η αριστοκρατική αντίληψη αυτή απευθυνόταν μόνο σε άρρενες και όχι
γυναίκες, καθώς ο ρόλος των γυναικών εθεωρείτο από την φιλοσοφία του Φασισμού,
διαφορετικός του ανδρός και ως εκ τούτου επιδίωκαν την καλλιέργεια της γυναικός
στα πρότυπα της και στον ιδανικό ρόλο της εντός της κοινωνίας.
Εκτός αυτού,
κατά τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας, οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να διαχειρίζονται
θέσεις με υψηλό πνευματικό χαρακτήρα, γιατί δεν διακατέχονται από το απαραίτητο
σθένος, τον χαρακτήρα και αυτοσυγκράτηση (χαρακτηριστικά που πίστευε οι
γυναίκες δεν διακατέχονται από την φύση τους).
Το βασικότερο περιεχόμενο
διδασκαλίαςήταν η ενασχόληση με την
φιλοσοφία και την νομική καθώς αυτές ήτανε οι βασικότερες στοιχειώδεις γνώσεις
για τους προοριζόμενους "φιλόσοφους-βασιλείς" της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης. Το 1929 όμως, έπειτα από την Συμφωνία του Λατερανού, ήταν
υποχρεωτική η εκμάθηση των θρησκευτικών (κάτι που ο Τζεντίλε, ενώ θεωρούσε
απαραίτητο να διδάσκεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ευρύτερα στο λαό,
στους μελλοντικούς "άρχοντες" δεν χρειαζόταν αυτή η ανάγκη, το μάθημα
φιλοσοφίας ήταν πολύ ελεύθερο και δεν ακολουθούσε κάποιο κρατικό πρόγραμμα).
Σε δοκίμιο περί της "ενότητας του γυμνασίου και η
ελευθερία των σπουδών" (1902) ο Τζεντίλε αναφέρει : "Οι σπουδές
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι από την φύση τους αριστοκρατικές, η μάθηση για
τους λίγους, για τους καλύτερους [...] επειδή προετοιμάζονται για επιστημονικές
μελέτες, που δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός πέρα εκείνων των λίγων, τους
οποίους η ευφυία τους προορίζει ή το οικογενειακό υπόβαθρο και ο πλούτος που
μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλών ιδανικών" (*κάτι δηλαδή που ο
φτωχός δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει).
«Ο αληθινός καθαρός φασισμός, όπως τον φαντάστηκε ο
Μουσολίνι, είναι παρόμοιος με μια μορφή σοσιαλισμού. Ήταν μια προσπάθεια
επιβολής του εθνικιστικού προγράμματος μέσω της δικτατορίας και της ένοπλης
βίας. Το κίνημα απαλλάχθηκε από τον μαρξισμό και τον φιλελευθερισμό. Και σε
αυτό βλέπουμε τον ρομαντικό συναισθηματισμό, τον ακραίο εθνικισμό, τη
λατρεία της θέλησης και του «ανθρώπου της δράσης», και πάνω απ 'όλα είδαμε μια
αγάπη για τη χώρα πάνω από όλα τα ατομικά μικροσυμφέροντα. Ο στόχος ήταν η
εθνικοποίηση της βιομηχανίας και η υποταγή όλων των τάξεων στις ανάγκες του
κράτους. Οι εργατικές τάξεις θα ωφελούνταν από αυτή την επανάσταση, όπως και
ολόκληρος ο κόσμος»
«Έχουν προταθεί αμέτρητοι ορισμοί του Φασισμού. Το
απλούστερο εξακολουθεί να είναι το καλύτερο: ο Φασισμός είναι μια επαναστατική
πολιτική μορφή που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση τριών βασικών στοιχείων:
έναν Εθνικισμό τύπου Ιακωβίνου, έναν μη Δημοκρατικό Σοσιαλισμό και το αυταρχικό
κάλεσμα για μαζική κινητοποίηση. Στο βαθμό που είναι ιδεολογία, ο Φασισμός
προκύπτει από έναν επαναπροσανατολισμό του Σοσιαλισμού σε μια κατεύθυνση
εχθρική προς τον υλισμό και τον διεθνισμό. Απευθυνόμενος σε ένα κατεξοχήν δεξιό
εκλογικό σώμα, είχε συχνά υποστηρικτές μεταξύ των αριστερών»
Λίγοι ξέρουν ότι κατά την διάρκεια της Κουβανικής Επανάστασης 1955-1959, ο Φιντέλ Κάστρο κουβαλούσε παντού μαζί του τα "Άπαντα" του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, αρχηγού της Ισπανικής Φάλαγγας
Ο Κάστρο μελέτησε τον Χίτλερ σε βάθος. Ο Ισπανός Ιησουίτης
ιερέας ArmandoLlorente,
δάσκαλος, μέντορας και φίλος του Φιντέλ στο ColegiodeBelén, είπε πριν από χρόνια ότι ο Κάστρο
ζήτησε από τη βιβλιοθήκη του σχολείου το βιβλίο «MeinKampf» του Χίτλερ και «τον
εντυπωσίασε πολύ».
Ο Φιντέλ Κάστρο εισέβαλε στους στρατώνες της Μονκάδα,
απέτυχε, τράπηκε σε φυγή, ανακαλύφθηκε και συνελήφθη. Στη δίκη είπε στο
δικαστήριο: «Η σημερινή σιωπή δεν έχει σημασία. Η ιστορία σίγουρα θα τα πει
όλα».
Αυτό δημοσιεύθηκε από τη δημοσιογράφο Marta Rojas (η οποία κάλυψε τη
δίκη) στο περιοδικό Bohemia, στις 27 Δεκεμβρίου 1953 στο τμήμα "Στην
Κούβα".
Ο δημοσιογράφος δεν έγραψε «Καταδικάστε με, δεν πειράζει, η
ιστορία θα με απαλλάξει», γιατί δεν ήταν αυτό που είπε ο κατηγορούμενος στη
δίκη.
Αργότερα, ήδη φυλακισμένος (22 μήνες), μετά από πρόταση του συγγραφέα και
φίλου Jorge Mañach, ο caudillo έδωσε ένα μικρότερο και πιο λυρικό τέλος στην
έκκληση του (πιθανώς για να δυσκολέψει την ανακάλυψη της λογοκλοπής της φράσης
του Χίτλερ), το μόνο πολιτικό πρόγραμμα που έκανε σε ολόκληρη τη ζωή του και το
ονόμασε "Η ιστορία θα με απαλλάξει".
Σήμερα σας παραθέτω σε μετάφραση, μια επιλογή μου από το
βιβλίο «qu’est-ce que le fascisme» (Τι είναι ο φασισμός), του 1961 από τον
διανοούμενο Maurice Bardèche.
Ο Bardèche ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος,
δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης, ήταν επίσης κουνιάδος του Robert Brasillach,
που εκτελέστηκε μετά την απελευθέρωση.
Δυναμικός, με πνεύμα και λόγο, έγραψε
βιβλία που προκάλεσαν τους πολιτικά ορθούς.
Άρθρο για τον διανοούμενο αυτόν, θα
βρείτε στο ιστολόγιο.
Σας αφήνω λοιπόν να διαβάσετε το ενδιαφέρον κεφάλαιο από
το βιβλίο του:
«Είναι ο Fidel Castro φασίστας;»
Γιατί οι φασίστες που αναγνωρίζουν, γενικά και χωρίς πολλές
επιφυλάξεις, τον φασισμό του Nasser, να είναι απείρως πιο επιφυλακτικοί
απέναντι στο καθεστώς του Fidel Castro και μάλιστα πολύ συχνά να είναι
αποφασιστικά εχθρικοί προς το νέο Καθεστώς της Κούβας;
Παρόλα αυτά, η προέλευση
των δύο κινημάτων είναι παρόμοια. Και στις δύο περιπτώσεις είναι μια εθνικιστική
επανάσταση, που έχει ως αντικείμενο την απελευθέρωση της χώρας από την ξένη
κυριαρχία. Και στις δύο περιπτώσεις τα όργανα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης,
ήταν μια τοπική δικτατορία, ένα καθεστώς σύγχυσης και μοχθηρίας, μια
πραιτοριανή φρουρά, ένα σύστημα τρόμου.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι οι
εκφραστές της κατώτερης μεσαίας τάξης που ηγούνται του απελευθερωτικού
κινήματος, ο λαός τους υποστηρίζει, τους καταξιώνει τη στιγμή της νίκης, χωρίς
όμως να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στον αγώνα.
Το σχολείο του Φασιστικού Μυστικισμού εγκαθιδρύθηκε στο
Μιλάνο το 1930 από τον Niccolò Giani, μπορείτε να διαβάσετε σχετικά άρθρα εδώκαι εδώ. Ο σκοπός ήταν να εκπαιδευτούν τα στελέχη των ηγετών του Εθνικού
Φασιστικού Κόμματος.
Ο Giani αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον όρο «Μυστικιστής»
για να βαφτίσει τις ιδέες του αφού διάβασε τον ορισμό της έννοιας που έδωσε ο
Γάλλος φιλόσοφος Louis Rougier: «Ο μυστικισμός είναι ένα σύνολο προτάσεων στις
οποίες κάποιος εμμένει από την παράδοση ή από το συναίσθημα». Συνέλαβε την
Ευρώπη χωρισμένη σε δύο μπλοκ: ένα πνευματιστικό που αναπτύχθηκε από την
ανάπτυξη του ελληνολατινικού πνεύματος και ένα υλιστικό που γεννήθηκε από τη
Γαλλική Επανάσταση.
Καθώς οι δύο θέσεις ήταν ασυμβίβαστες σύμφωνα με τον Giani,
αργά ή γρήγορα θα συγκρούονταν μεταξύ τους για να καθορίσουν ποια από τις δύο
ήταν η ισχυρότερη (ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν, σύμφωνα με τον Giani, ένα
πρώτο δείγμα της προφητείας του). Ο Giani υποστήριξε ότι ο υλισμός είχε
διαμορφώσει έναν στρατηγικό άξονα που συνέδεε τη Μόσχα με το Λονδίνο, τους
κομμουνιστές με τους φιλελεύθερους και ότι οι εφευρέτες αυτής της συμμαχίας ήταν
οι Εβραίοι.
Ως αποτέλεσμα, ο Φασιστικός Μυστικισμός διέδωσε τον αντιιουδαϊσμό
και πρότεινε ότι η Ιταλία θα πρέπει να συνεργαστεί στενά με το Τρίτο Ράιχ για
την επίλυση του Εβραϊκού ζητήματος. Σύμφωνα με τους Φασίστες Μυστικιστές, το
βασικό χαρακτηριστικό του νέου Ιταλού ήταν η ικανότητα του να επιβάλλεται
ενάντια στις αντιξοότητες. Το Φασιστικό μυστήριο θα ήταν έτσι πίστη και έργα,
απόλυτη πεποίθηση αλλά ταυτόχρονα και απόλυτη ευθύνη. Αν και ο Φασιστικός Μυστικισμός
παρουσιάστηκε ως ένα σαφώς Ιταλικό δόγμα, το αποτύπωμα ξένων στοχαστών όπως ο
Friedrich Nietzsche ή ο Henri Bergson ήταν περισσότερο από εμφανές.
Οι δογματικές
αρχές του Φασιστικού Μυστικισμού διατυπώθηκαν κυρίως από τον Niccolò Giani και
τους στενότερους συνεργάτες του: Berto Ricci, Guido Pallotta, Ferdinando
Mezzasoma, Giuseppe Bottai, Telesio Interlandi και Virginio Gayda. Ο ίδιος ο
Μπενίτο Μουσολίνι, κατά τη σύνταξη του «Programa per gioventù fascista») – που
δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1932 στο Giornale della gioventù fascista –
συνεργάστηκε με το κίνημα περιγράφοντας τις πολιτιστικές κατευθυντήριες γραμμές
που έπρεπε να ακολουθήσουν οι νέοι Ιταλοί για να γίνουν αυθεντικοί Φασίστες.
Άλλοι υποστηρικτές του Φασιστικού Μυστικισμού ήταν ο παιδαγωγός Luigi Stefanini
και ο δημοσιογράφος Paolo Orano.
Ο Julius Evola συνεργάστηκε με τη Σχολή του Φασιστικού
Μυστικισμού. Αποδέχθηκε τη θέση ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια ιστορική
συνέχεια μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Φασιστικής Ιταλίας, αλλά
υποστήριξε ότι, για να είναι αποτελεσματική αυτή η ιδέα, οι Φασίστες έπρεπε να
επιστρέψουν στον Παγανισμό, απορρίπτοντας την Καθολική παράδοση. Πολλοί
ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση του Έβολα στη Σχολή του Φασιστικού
Μυστικισμού συνέβη επειδή ο φιλόσοφος προσπάθησε να διορθώσει δογματικά τον Φασισμό
προκειμένου να οδηγήσει το κίνημα εκεί που δεν έφτασε ποτέ: την προώθηση
υψηλότερων αξιών. Για το λόγο αυτό, για τον Έβολα, ο Φασιστικός Μυστικισμός δεν
θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή προσπάθεια (αν και μια καλοπροαίρετη
προσπάθεια) να συγκροτηθεί μια λειτουργική ηθική.
Ο Μουσολίνι είχε περιγράψει
τον Φασισμό ως «την εκκλησία των χιλίων αιρέσεων» και ως μια «θρησκευτική
προσέγγιση της ζωής που προωθεί την πνευματική κοινότητα». Υποστήριζαν ιδρυτέςότι ο Φασισμός δεν χρειαζόταν να
συγκροτηθεί ως ορθολογικό δόγμα, αλλά έπρεπε να αναπτυχθεί ως Μυθολογία στην
οποία κάποιος θα προσκολληθεί μέσω της πίστης. Οι ιδρυτές της σχολής σκέψης
προήλθαν από σπουδαστές πανεπιστημιακών σχολών και βρήκαν στέγη στον «Φασιστικό
Οίκο» που ήταν μέρος του ινστιτούτου της Φασιστικής Κουλτούρας. Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1930 αρκετά Ιταλικά πανεπιστήμια δημιούργησαν τις
δικές τους έδρες Φασιστικού Μυστικισμού.
Κεντρικό ρόλο στην διεύθυνση τους
έπαιξε ο αδερφός του Μουσολίνι Arnaldo. Η
πολιτική μόρφωση και η πλήρης κατανόηση των αρχών του Φασισμού υπήρξε ο κύριος
στόχος της σχολής ένας προορισμός που δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε συνθήκες
πίεσης από τις αστικές δημοκρατίες και μέσα στην ρευστή καθημερινότητα του
καθεστώτος. Ομιλίες συνέδρια και αρθογραφία ήταν μόνο μερικές από τις δραστηριότητες.
Η έκδοση περιοδικών και βιβλίων υπήρξε βασική παράμετρος για την διαμόρφωση της
σκέψης. Παρά την σύναψη συμφωνίας με το Βατικανό πάντα υπέβοσκε μια κρίση με
την εκκλησιαστική εξουσία η οποία όμως φαινόταν χαμηλής ισχύος. Η χρήση του
όρου «Μυστικισμός» απορρίφθηκε από την Καθολική Εκκλησία, η οποία συνέλαβε τη
λέξη ως συνδεδεμένη με το καθαρά θρησκευτικό και όχι με το πολιτικό. Ωστόσο, ο
Giani αρνήθηκε ότι η χρήση του όρου ήταν θρησκευτικής φύσης, έτσι ώστε, σύμφωνα
με τον ίδιο, ένας Φασίστας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Καθολικός ή ένας Καθολικός
θα μπορούσε να είναι απόλυτα Φασίστας, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να
επιλέξει μία από τις δύο θέσεις απορρίπτοντας την άλλη.
Ο Μουσολίνι βλέποντας
την δυναμική του Πάπα προσπαθούσε να υποτάξει μέρος της εκκλησίας χωρίς όμως να
φέρνει την κατάσταση στα άκρα. Η άλλη μεριά όποτε ένιωθε την πίεση έσπευδε να
καταγγείλει τον «παγανισμό» του καθεστώτος. Για τον Μουσολίνι ο Φασιστικός
Μυστικισμός ήταν το αντίβαρο στην εκκλησιαστική εξουσία. Ο κορυφαίος Φασιστής
φιλόσοφος GiovanniGentileτόνιζε
την ανάγκη να αντιπαρατεθεί ο Φασισμός με τον Καθολικισμό.
Κορυφαία στελέχη της
σχολής πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις ενώ ο πρωτοπόρος Niccolò Giani
βρίσκει τον θάνατο στις 14 Μαρτίου του 1941 στα βουνά της Αλβανίας. Ο Giani
προσφέρθηκε εθελοντικά σε μια επικίνδυνη αποστολή που περιελάμβανε την
κατάκτηση μιας καλά εξοπλισμένης ελληνικής θέσης. Η επίθεση ήταν αρχικά
επιτυχής με την κατάληψη της θέσης, αλλά ανασυντάχθηκαν, οι Έλληνες ηγήθηκαν
μιας αντεπίθεσης με επικεφαλής τον Έλληνα αξιωματικό Ιωάννη Φουσκάκη που
ανέκτησε τις χαμένες θέσεις. Ο Giani έπεσε στη σύγκρουση.
Το περιοδικό
L'Illustrazione Italiana έγραψε ότι ο Έλληνας αξιωματικός που τον είχε
πυροβολήσει μέχρι θανάτου θα έλεγε ότι στη σύγκρουση ο Giani είχε σταθεί μπροστά
του «σαν θεός ή δαίμονας». Ένα χρόνο αργότερα η Μαρία Σαμπιέτρο, η σύζυγος του κλήθηκε
στη Ρώμη για να λάβει το χρυσό μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας στη μνήμη του
συζύγου της. Με την ευκαιρία αυτή, αφού ζήτησε ακρόαση από τον Μουσολίνι ζήτησε
να επιτραπεί στον κουνιάδο της και στον αδελφό της Άλντο Σαμπιέτρο να φύγουν
για την Αλβανία.
Ο τελευταίος, με τη βοήθεια του Έλληνα αξιωματικού Φουσκάκη, ο οποίος είχε ηγηθεί της ελληνικής περιπόλου που είχε συγκρουστεί με
τον Ιταλό Μυστικιστή στις 10 Ιουνίου 1942 βρήκε το πτώμα θαμμένο στο ελληνικό
έδαφος. Η σορός μεταφέρθηκε στο μικρό στρατιωτικό νεκροταφείο της Κλεισούρας.
Οι
απώλειες κορυφαίων στοχαστών έφεραν το σταδιακό τέλος της σχολής που διαδραμάτισε τον δικό της
ρόλο στην κληρονομιά της αντιδημοκρατικής σκέψης. Κορυφαίοι πανεπιστημιακοί,
δημοσιογράφοι και πολιτικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με τα τεκταινόμενα της σχολής
σκέψης ενώ μέχρι και σήμερα εκδίδονται σχετικά βιβλία και πανεπιστημιακές
μελέτες.
Ο Gazpare Ferretti Fantauzzi ήταν βετεράνος πολεμιστής της
Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (RSI) και διετέλεσε ως Πρόεδρος της Εθνικής
Ομοσπονδίας Μαχητών της RSI. Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Avanguardia» τον Ιούνιο του 2002.
Ο σύντροφος Gazpare Ferretti Fantauzzi δεν βρίσκεται πιά
ανάμεσα μας. Ήταν επικεφαλής της Εθνικής Ομοσπονδίας Μαχητών της Ιταλικής
Κοινωνικής Δημοκρατίας, πολιτικός φρουρός της κοινωνικής και επαναστατικής,
αντιπλουτοκρατικής και αντιμασονικής ουσίας του Φασισμού. Ο θάνατος του
αποτελεί σοβαρή πολιτική και ανθρώπινη απώλεια για όσους σήμερα παλεύουν ενάντια
στους ίδιους θανάσιμους εχθρούς που επιθυμούσαν την στρατιωτική ήττα του
Ευρωπαϊκού Φασισμού.
Θέλουμε να θυμηθούμε τον σύντροφο Gaspare δημοσιεύοντας την
ομιλία με την οποίαανοίξει τις εργασίες
του το συνέδριο «Επαναστατική Εναλλακτική στο Σύστημα» που πραγματοποιήθηκε την
περασμένη 26η Μαΐου στην Civita Castellana. Θα είναι πάντα δίπλα μας και θα
παλεύει μαζί μας! Ο δρόμος που χαράξαμε μαζί είναι αυτός που θα μας οδηγήσει
στη νίκη!
ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ GAZPARE FERRETTI FANTAUZZI ΠΑΡΩΝ!
Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να εκπληρώσω το καθήκον μου να
είμαι σήμερα μαζί σας. Ωστόσο θα ήθελα να σας εκφράσω τις σκέψεις της FNCRSI
σχετικά με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και μαζί να εκφράσω την ελπίδα ότι
μπορείτε να ξεκαθαρίσετε με διαύγεια τους λόγους της συμπόρευσης σας, ενόψει
αυτής της μάχης που δεν θα είναι ούτε σύντομη, ούτε εύκολη.
Για να έχουμε ξεκάθαρες βάσεις για το μέλλον, δεν πρέπει
ποτέ να ξεχνάμε τρείς θεμελιώδεις παράγοντες από το παρελθόν.
1) Η λεγόμενη «δημοκρατία» γεννήθηκε μέσα από την αντίσταση
που ξεκίνησε πριν τον εμφύλιο.
2) «Όταν η νέα αντιφασιστική νομενκλατούρα επέστρεψε στην
Ιταλία, θεσπίστηκε μία μυστική συμφωνία: οι Ιταλοί θα δέχονταν να κυβερνηθούν
από μία νέα πολιτική τάξη, που δεν θα τους ζητούσε να λογοδοτήσουν για το πως
έζησαν την Εικοσαετία (1922-1942). Αυτή η συμφωνία ήταν επωφελής για πολλούς
επιφανείς αντιφασίστες, καθώς δεν θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις ευθύνες της
περιόδου 1922 - 1942 και μαζί την ενθουσιώδη προσκόλληση που έδειξαν στον
φασισμό...»
3) Οι Ιταλοί διακατέχονται από την ηλιθιότητα να θέλουν να
χτίσουν το έθνος τους με τύπους σαν τον Μπαντόλιο που το 1944 δήλωνε σε έναν
Άγγλο δημοσιογράφο: «Ούτε ο βασιλιάς, ούτε εγώ, έχουμε επέμβει ποτέ στους
συμμάχους για να μειώσουν τους βομβαρδισμούς τους. Όσο περισσότερο
βομβαρδίζονταν οι Ιταλοί από τους συμμάχους, τόσο περισσότερο θα μισούσαν τους
Γερμανούς» (R. Zangrandi, «1943: 8 Σεπτεμβρίου», Feltrinelli, Μιλάνο 1967).
Η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού που γεννήθηκε από την
απομάκρυνση του Μπαντόλιο, ορίστηκε από τον Τσόρτσιλ ως «μία συμμορία
εξαιρετικά ανάξια εμπιστοσύνης», ενώ οι Ιταλοί, δεδομένης της παρουσίας σε
αυτήν πολιτικά απαξιωμένων προσώπων (Ορλάντο - Νίτι - Μπονόμι) έβλεπαν σε αυτή
την σαρκαστική εκταφή του ONB (Opera Nazionale Balilla) που υπήρξε ο πιο
ευεργετικός και αποτελεσματικός θεσμός του φασιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια
τόσο οι αριστεροί, όσο και οι δεξιοί προσποιούνταν ότι πολεμούσαν το σύστημα
από τα σπλάχνα του οποίου είχαν γεννηθεί.
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ
Η φύση και η λειτουργία των φαινομένων, των γεγονότων, των
πραγμάτων, κλπ είναι έννοιες που συνδέονται με μία αμοιβαία εξαρτημένη σχέση.
Αυτό που θα μπορούσε να πεί κανείς officium presupponit naturam.
Τα εθνικά και ξένα αντικομμουνιστικά κέντρα προσποιήθηκαν
ότι δεν κατάλαβαν το αληθινό νόημα της λεγόμενης Καμπής του Σαλέρνο, που
επιβλήθηκε πλήρως από τον Στάλιν στο πλαίσιο της νέας σοβιετικής στρατηγικής με
στόχο την ταυτόχρονη εμπλοκή των ιταλικών, γαλλικών και ανατολικοευρωπαϊκών
κομμουνιστικών κομμάτων. Μόνο η Γιουγκοσλαβία έμεινε εκτός.
Στην Ιταλία ο αντικομμουνιστικός μηχανισμός τελειοποιήθηκε
με την δημιουργία του MSI, με πρωταρχικό στόχο να συγκεντρώσει τους
«ρεπουμπλικάνους φασίστες», κυρίως τους νέους, έξυπνους και πρόθυμους για
εκδίκηση, να τους ελέγξει και εν συνεχεία να τους εξουδετερώσει και να τους
εκμεταλλευτεί για χάρη του ατλαντικού καθεστώτος. Όλα αυτά με την υποχρέωση να
καταγγείλει τα «επικίνδυνα περιθωριακά στοιχεία» του νεοφασισμού. Αυτό
αποδεικνύεται από την ιστορία του σύγχρονου FAR (Fasci di Azione
Rivoluzionaria), την καταγγελία του στην αστυνομία και την συνακόλουθη δίκη.
Δεν άργησε να συνειδητοποιηθεί ότι υπήρχε μία μυρωδιά
«σαπίλας» γύρω από την ηγεσία του MSI, η πολιτική της οποίας αποκαλύφθηκε ως
εντελώς αντιφασιστική και σαφώς αντίθετη με τις προθέσεις των πρώτων οπαδών του
Κινήματος, πολλοί από τους οποίους αποστασιοποιήθηκαν με την ελπίδα να πετύχουν
καλύτερα πράγματα έξω από αυτό. Εν τέλει γνώρισαν μόνο τον εξοστρακισμό και τις
καταγγελίες.
Αλλά είναι κατανοητό ότι όσοι παρέμειναν στο MSI και του
έδιναν την ψήφο τους για περίπου 50 χρόνια δεν κατάλαβαν πραγματικά ότι η
σύνδεση με τους μοναρχικούς, η προσχώρηση στο Ατλαντικό Σύμφωνο και το ΝΑΤΟ, η
υποστήριξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η υποστήριξη του Ισραήλ εναντίον του
Νάσερ και των Παλαιστινίων, η αποθέωση του Ντε Γκώλ, της Δύσης, των ΗΠΑ, του
Ίαν Σμίθ, της Νότιας Αφρικής που συμμάχησε με το Ισραήλ, της Γαλλικής Αλγερίας,
των Ελλήνων συνταγματαρχών και των Τούρκων στρατηγών, κλπ, κλπ ήταν απολύτως
αντίθετες με τις πολιτικές που υποστήριζε ο Μουσολίνι και ο αυθεντικός
φασισμός.
Οι «εκατόνταρχοι του Ισραήλ» (όπως τους ορίσαμε) υποσχέθηκαν
να χτίσουν οδοφράγματα σε περίπτωση που ο Καντάφι ερχόταν στην Ιταλία (επειδή
είχε διώξει 30.000 φιλοϊσραηλινούς Ιταλούς, μαζί και πολλούς Εβραίους της
Λιβύης) αλλά όταν ήρθε ο δολοφόνος Τίτο (που έσφαξε χιλιάδες και έδιωξε 35.000
από τα ιταλικά εδάφη) δεν κούνησαν το δάχτυλο τους.
Χρόνια νωρίτερα είχαν χειροκροτήσει τον απαίσιο Αλμιράντε,
όταν από μία αντικομμουνιστική και φιλοαμερικανική προοπτική, δήλωσε ότι «σε
αυτή την κατάσταση δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ πολιτικών και
στρατιωτικών μέτρων. Η τελευταία ελπίδα για την Ιταλία είναι μία λύση στα
πρότυπα της Ελλάδος» (σσ. εννοεί την Χούντα των Συνταγματαρχών).
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ
Ο λεγόμενος «νεοφασισμός» είναι ένα κακό που πλήττει
ορισμένους οπορτουνιστές και μία μεγάλη μάζα υποκειμένων που έχουν αποκηρύξει
στην ουσία τον φασισμό, αλλά δεν έχουν το θάρρος να το κάνουν ρητά και επίσημα,
προφανώς για να μην εμφανιστούν ως προδότες της Ιδέας (βλ. σελ. π.χ. ΑΝ). Είναι
ένα σύνδρομο, παρόμοιο με τον αναλφαβητισμό, που πλήττει όσους, παρά το γεγονός
ότι έχουν μάθει την ορθοδοξία - ως σύστημα σκέψης συμβατό με ένα δεδομένο
πολιτικό δόγμα - έχουν κατανοήσει και βιώσει μόνο την ορθοπραξία της
ορθοδοξίας.
Μπορεί όμως να υπάρξει και παραποίηση, αφού λόγω του προβλήματος
της αντίθεσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, δίνεται μεγαλύτερος χώρος στην πράξη
ως κριτήριο αλήθειας. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο φασισμός, ενώ δεν
εγκατέλειψε ποτέ τη δογματική ορθοδοξία, δυστυχώς ευνόησε την τάση προς αυτή
την απόκλιση, κυρίως μέσω της υπερβολικής εξύψωσης του βολονταρισμού, αν και
αυτό έγινε με την αξιέπαινη πρόθεση να προσελκύσει στις τάξεις του εκείνους
τους αξιόλογους ανθρώπους που για διάφορους λόγους έμειναν αδρανείς.
Ο Φασισμός προϋποθέτει να παραμένετε απρόσβλητοι από
οποιαδήποτε ασθένεια - και να το έχετε αυτό υπόψη σας όταν ρωτάτε τον εαυτό σας
«γιατί πολεμώ;» - προϋποθέτει αξιώνει και απαιτεί να είστε «ένα Τάγμα Πιστών
και Αγωνιστών!».
Στο βιβλίο του Paul Sérant, “Ο Φασιστικός Ρομαντισμός”
του 1971, διαβάζουμε:
Μία εκ των τελευταίων ημερών του Παρισιού πριν από την απελευθέρωση.
Ένας νεαρός πολιτοφύλακας, απογοητευμένος από την αποτυχία της Εθνικής
Επανάστασης του Βισύ, συναντώντας τον Robert Brasillach σε ένα πάρκο, του
εκμυστηρεύτηκε: «Εξάλλου, είμαστε αναρχοφασίστες».
Αυτό το επεισόδιο
ευχαρίστησε τόσο πολύ τον συγγραφέα, που αποφάσισε να μείνει στην πρωτεύουσα
και στη συνέχεια να παραδοθεί, να υποβληθεί σε μια γελοία και διαβόητη δίκη και
να καταλήξει στην πυρά για όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 6 Φεβρουαρίου
1945, με μια φωτογραφία της μητέρας του πάνω στην καρδιά και ένα κόκκινο
μαντήλι στο λαιμό του.
Ήταν ένα πολύ νεαρό ταλέντο γαλλικών «γραμμάτων»,
που εκφράζει στα μυθιστορήματα, τα
δοκίμια, τα θεατρικά έργα του καθώς και στα περισσότερα άρθρα που εμφανίζονται
στα περιοδικά των “Συνεργατών” μια βαθιά και άμεση αίσθηση για τη νιότη, τη
φιλία, τη χαρά της ζωής και την αναζήτηση για μια πιθανή ευτυχία.
«Ζούμε σε
αυτήν την εξέχουσα αξιοπρέπεια του προσωρινού, που είναι τόσο αντίθετο με την
αστική αντίληψη της ζωής. Αν αυτό είναι φασισμός - και είναι φασισμός - δεν
είναι χρωματισμένος με έναν σκωπτικό και ανάλαφρο τρόπο που τον κάνει, με τους
τρόπους και τις χειρονομίες του, να μοιάζει με τον αναρχισμό;».
Ακριβώς αυτούς τους αναφαίρετους λόγους αντιπροσωπεύει
ο φασισμός στα μάτια του. Ως μαθητής στο διάσημο λύκειο του ”Λουδοβίκος ο
Μέγας”, θυμάται, «Υποψιάζομαι ότι πρώτα από όλα ήμασταν αναρχικοί στην
ιδιοσυγκρασία, όπως οικειοθελώς διαβάσαμε στην «Le Canard Enchainé» (σατυρική
εφημερίδα της άκρας αριστεράς) και την “L'Action Française”(πρωτοφασιστική
εφημερίδα). Είχαμε μπερδεμένες ιδέες και αηδία για τον σύγχρονο κόσμο για
δεκαοκτώ χρόνια και επίσης μια συγκεκριμένη υποκειμενική πρόταση για αναρχία»
Το έργο “Η ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου” δημοσιεύτηκε
τον Ιούνιο του 1939, γραμμένο μαζίμε
τον φίλο και γαμπρό του Maurice Bardéche, όπου η επιλογή του πεδίου των δύο
συγγραφέων είναι εμφανής, αλλά ο Brasillach εκτιμά το θάρρος πάρα πολύ για να
μην αποτίει φόρο τιμής και σε εκείνους που τοποθετούνται στην αντίπαλη μεριά.
Για παράδειγμα, στη Βαρκελώνη, όταν «οι Καταλανοί αναρχοσυνδικαλιστές
συγκέντρωσαν τους εργάτες και ξεχύθηκαν στους δρόμους», προκαλώντας την
αποτυχία της εξέγερσης των στρατευμάτων του Φράνκο. Και προσθέτει:
«...αντιπροσωπεύει μια από τις πιο όμορφες σελίδες ηρωισμού στην επαναστατική
ιστορία όλων των εποχών».
Ο Pierre Drieu La Rochelle ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους
συγγραφείς. Παραγνωρισμένος στα σχολικά προγράμματα στη Γαλλία, όπως συμβαίνει
και σε άλλες χώρες για διανοούμενους μη κομφορμιστές, όπως για παράδειγμα στην
Ιταλία ο Ezra Pound ή ο Berto Ricci.
Ο Drieu παραμένει ένας από τους
μεγαλύτερους ερμηνευτές της προπολεμικής «κρίσης» του φιλελεύθερου και αστικού
κόσμου, στην οποία επιχείρησαν ο κομμουνισμός και ο φασισμός να δώσει απάντηση.
Είναι αυτές τις μέρες, στις 15 Μαρτίου το 1945, που αυτοκτόνησε αηδιασμένος από
την ήδη υπάρχουσα αλλά και επερχόμενη παρακμή. Είναι από τους αγαπημένους
εμπνευστές σκέψης μου, οπότε και με αφορμή τον θάνατο του θα κάνω κάποιο μικρό
αφιέρωμα. Είναι ένα πνεύμα που αξίζει πραγματικά να ασχοληθείτε. Εγώ θα σας δώσω
μέσα και από αυτό το άρθρο και από άλλα φυσικά, δείγματα του πνεύματος και της
σκέψης του.
Το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle δημοσίευσε το εξαίσιο
πολιτικό έργο του, ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ένα κρίσιμο βιβλίο για την
κατανόηση της πολιτικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Σε αυτό το έργο ο Drieu
εξέτασε την ασυνέπεια των δύο κατηγοριών, «αριστερά-δεξιά», όπως ήδη εκδηλώθηκε
στην εποχή του, εκείνη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Φορτωμένες με σχεδόν
μεταφυσικές αξίες στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες είναι ιστορικά
κινητές, τα περιεχόμενά τους είναι ανταλλάξιμα και μπορούν να συγχωνευθούν σε
νέες συνθέσεις. Αυτή ακριβώς ήταν η σύνθεση, ή η προσπάθεια μιας σύνθεσης, που
παρήγαγε τον φασισμό ως σύγκλιση και συγχώνευση μεταξύ εθνικισμού και
σοσιαλισμού.
Μια προσπάθεια που βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον από τα μέσα
του 19ου αιώνα και ίσως, από την εποχή των Ιακωβίνων και τη ρομαντική εποχή, με
όλα τα συνδεδεμένα φαινόμενα που αφορούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία.
Ο Pierre Drieu
La Rochelle ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε καθόλου απολογητικούς τόνους. Στο έργο
του, ενώ τηρούσε ιδανικά την προσπάθεια, διατήρησε μια ορισμένη απόσπαση ως
διανοούμενος που κατέγραφε τις τάσεις της εποχής του.
Δεν δίστασε – μαζί με την
εκτίμηση διαφόρων πτυχών όπως τις καινοτόμες και επαναστατικές, «αριστερές» –
να τους υποβάλει σε κριτική μαζί με άλλες πτυχές των φασιστικών καθεστώτων και
των γαλλικών κινημάτων που εμπνεύστηκαν από τον φασισμό και που κατά τη γνώμη
του, δεν είχαν ακόμη επιτύχει μια αποτελεσματική σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και
έθνους.
Θα έλεγα ότι στον Drieu, ήταν δύσπεπτος ο «χορωδιακός κομφορμισμός»,
όπως έγραφε. Από την άλλη αναπόφευκτα συνδέθηκε με τη μαζική συναίνεση που
απολάμβαναν οι φασισμοί, κάτι που ο Pierre Drieu La Rochelle κατανοούσε τέλεια
ακόμη και ως «ελευθεριακός» που ήταν γράφοντας στο βιβλίο του αυτό:
«Η ελευθερία
έχει εξαντληθεί, ο άνθρωπος πρέπει να αποκατασταθεί στα πιο σκοτεινά του βάθη.
Είμαι εγώ που το λέω – εγώ, ο διανοούμενος, ο αιώνιος ελευθεριακός».
Ο Franco Anselmi, γνωστός ως «ο τυφλός από το Ουρμπίνο»
(1956 - 1978), γεννήθηκε στη Μπολόνια. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική στο
MSI, σε πολύ νεαρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από
αριστερούς, που τον άφησε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Συνέβη στην
είσοδο του γυμνασίου Kepler XI στη Ρώμη. Κατέληξε σε κώμα, ανέκτησε τις
αισθήσεις του μετά από τρεις μήνες, με αποτέλεσμα μια ανεπανόρθωτη βλάβη στην
όρασή του.
Η ανάρρωση είναι μακρά και επώδυνη και θα αναγκάσει τον νεαρό να
χάσει δύο σχολικά χρόνια. Ωστόσο ο Anselmi συνεχίζει την ενεργή μαχητικότητά
του. Τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε δίπλα στον μαθητή του FUAN, τον Μίκη
Μάντακα ο οποίος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το αίμα του νεαρού Έλληνα,
πιτσιλίζει το σκούφο του Anselmi που θα τον κρατήσει σαν ιερό λείψανο. Έχοντας
μετακομίσει στο σχολικό ινστιτούτο Tozzi στο Μοντεβέρντε, ο Franco δημιουργεί
έναν ισχυρό δεσμό φιλίας με δύο νέους συμμαθητές: τον Massimo Carminati και τον
Giusva Fioravanti.
Το 1977, μαζί με τον Alessandro Alibrandi και τους
αδερφούς Fioravanti, ήταν μεταξύ των ιδρυτών των NAR, (Επαναστατικών Ενόπλων
Πυρήνων). Ο Anselmi συμμετείχε στις πρώτες ενέργειες της ομάδας, όπως η επίθεση
με βόμβες μολότοφ στα συντακτικά γραφεία των εφημερίδων “Il Messaggero” και “Il
Corriere della sera”, πριν «σοβαρέψουν» την κατάσταση με όπλα και
χειροβομβίδες, εναντίον στόχων του συστήματος, όπως δικαστές, αστυνομικούς και
δημοσιογράφους. Στις 7 Ιανουαρίου 1978, ήταν μεταξύ των ακτιβιστών που έσπευσαν
στην Acca Larentia μετά τη δολοφονία των τριών νεαρών εθνικιστών από αριστερούς
τρομοκράτες και από την αστυνομία.
Ο Anselmi είχεμαζί του το σκουφί βαμμένο με το αίμα του
Μάντακα και σε μια μακάβρια τελετουργία εκδίκησης το βύθισεστους φρέσκους ακόμα λεκέδες που άφησε στο
έδαφος, ένα από τα αγόρια που μόλις σκοτώθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1978 είναι η
τρίτη επέτειος από τη δολοφονία του Μάντακα και οι ΝΑRαποφασίζουν να «την τιμήσουν με αίμα»,
εκδικούμενοι όλους τους νεκρούς μέχρι τότε συναγωνιστές Ο Anselmi συμμετέχει
στην ενέδρα στην Piazza Don Bosco εναντίον μιας ένοπλης ομάδας αριστερών
ακτιβιστών.
Για να καλύψουν την ανάγκη για νέα όπλα, οι NAR αποφασίζουν να ληστέψουν το
οπλοπωλείο Centofanti, όχι μακριά από τα σπίτια ορισμένων μελών της ομάδας. Σε
μια προσπάθεια εκτροπής των ερευνών, δημιουργείται μια προσομοίωση ληστείας από
τοξικομανείς. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο τέλος της ληστείας το καθήκον του
Franco θα ήταν να ληστέψει τους υπεύθυνους οπλοπωλείου που κρατούνται ως
όμηροι, αφαιρώντας τους τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια, τα πορτοφόλια και τα περιδέραια.
Ένας τρόπος λειτουργίας, ένα στυλ θα έλεγα που δεν ταιριάζει σε μια ληστεία από
μια πολιτική ομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την αστυνομία για τις
έρευνες. Κλασική τακτική όλων των ένοπλων πολιτικών ακτιβιστών εκείνα τα
χρόνια.
Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1978, ο Franco έφτασε νωρίς στο
χώρο μαζί με τον δεκαεπτάχρονο Francesco Bianco. Από εκείνο το πρωί ο Bianco θα
θυμάται το τελευταίο γέλιο του Franco Anselmi λίγο πριν τον θάνατό του, όταν το
ψεύτικο μουστάκι του «τυφλού από το Urbino» πέφτει στο φλιτζάνι του καφέ που
πίνει στο μπαρ, περιμένοντας τα άλλα μέλη της ομάδος. Την κάλυψη στο δρόμο
αναλαβαν οι Cristiano Fioravanti και Alessandro Alibrandi, ενώ ο Francesco
Bianco είναι στο αυτοκίνητο με τον κινητήρα σε λειτουργία.
Ο Franco και ο
Valerio, οι μόνοι ενήλικες στην ομάδα, διασχίζουν την είσοδο του μαγαζιούCentofanti, το μεγαλύτερο οπλοστάσιο της
περιοχής. Τα δύο αδέρφια που διευθύνουν το κατάστημα οδηγούνται αμέσως στο
μπάνιο υπό την απειλή όπλου. Έμειναν μόνοι και ανενόχλητοι καιοι αρχίζουν να γεμίζουν μια τσάντα με όπλα.
Σε αυτό το σημείο προκύπτει το πρώτο απροσδόκητο
γεγονός. Ένας συνταξιούχος στρατάρχης των Καραμπινιέρων, φίλος των ιδιοκτητών
της επιχείρησης, ετοιμάζεται να μπει, αλλά εμποδίζεται από τον Alibrandi και
οδηγείται και αυτός γρήγορα στο μπάνιο. Ο Valerio βγαίνει με τα κλοπιμαία και
κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο ακολουθούμενος από τον Cristiano. Ο Franco, από
την άλλη καθυστερεί, γιατί σκοπεύει να κάνει την τελευταία επιχείρηση, βγάζει
πορτοφόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια από τους ομήρους, αφού τους έχει κάνει να
φύγουν από το μπάνιο.
Και εδώ είναι που προκύπτει και το δεύτερο απροσδόκητο
γεγονός: αντιμέτωπος με το αίτημα να εγκαταλείψει την χρυσή του αλυσίδα, ο
ιδιοκτήτης του καταστήματος αντιστέκεται λόγω συναισθηματικής αξίας. Ο Franco
χάνει χρόνο καθώς οι σύντροφοί του στο αυτοκίνητο αρχίζουν να ταράζονται. Στο
τέλος ο νεαρός υποχωρεί: «Εντάξει, κράτα το. Μέχρι να συναντηθούμε ξανά».
Τα
αγόρια στο αυτοκίνητο ακούνε πυροβολισμούς. Κάτι συνέβη. Καθώς ετοιμαζόταν να
φύγει, ο Anselmi χτυπήθηκε από πίσω από έναν πυροβολισμό από έναν από τους
υπεύθυνους του μαγαζιού. Ο Alibrandi τραυματίστηκε. Ο Franco είναι νεκρός. Η
ομάδα εξαφανίζεται με τα όπλα. Ο Anselmi, που θεωρείται από τη συμμορία ως ο
πρώτος μάρτυρας των NAR,
θα τιμηθεί στη συνέχεια σε διάφορες ενέργειες από τους υπόλοιπους.
Μια υποσημείωση: στην Ιταλική αστυνομική ταινία «I due
carabinieri» του Carlo Verdone (1984), κατά τη διάρκεια της σκηνής ενός
κυνηγητού αυτοκινήτου, ο τεράστιος τοίχος που γράφει: «Piazza Anselmi» είναι
καθαρά ορατός δίπλα σε έναν μεγάλο κελτικό σταυρό. Η τοποθεσία των γυρισμάτων
είναι στην πραγματικότητα κοντά στο Fungo bar (Eur), ένα ιστορικό σημείο συνάντησης
Ρωμαίων νεοφασιστών.